Τετάρτη, Δεκεμβρίου 31, 2008

Έχεις δυο επιλογές

Τι θα έκανες εσύ; Θα διάλεγες, σίγουρα..
Μην κοιτάξεις για κάτι αστείο σ' αυτό το κείμενο, δεν υπάρχει, μα διάβασέ το.
Η ερώτηση είναι: Θα έκανες την ίδια επιλογή ;

Σε ένα δείπνο, για φιλανθρωπικό σκοπό, ενός σχολείου για παιδιά με ειδικές ανάγκες, ο πατέρας ενός αυτιστικού παιδιού διηγήθηκε την παρακάτω ιστορία, που δεν θα την ξεχάσει κανείς απο όσους την άκουσαν εκείνη τη μέρα.

Μετά την τελετή, έκανε μια ερώτηση.
"Όταν η φύση δεν παρεμποδίζεται απο εξωτερικές επιρροές, όλα γίνονται τέλεια.
Ακόμα ο γιος μου, ο Shay, δεν μπορεί να μάθει τα πράγματα όπως τα άλλα παιδιά. Δεν μπορεί να καταλάβει τα πράγματα όπως τα άλλα παιδιά. Πού είναι η φυσική τάξη των πραγμάτων στο γιο μου;"

Όλοι στην αίθουσα αναρωτιόνταν σιωπηλά και γεμάτοι απορία.
Ο πατέρας συνέχισε.

"Όταν ένα παιδί σαν τον Shay που είναι πνευματικά ανάπηρο, έρχεται στη ζωή, η ευκαιρία να καταλάβεις την αληθινή ανθρώπινη φύση είναι, το πώς οι υπόλοιποι άνθρωποι θα συμπεριφερθούν σ' αυτό το παιδί."
Και αφηγήθηκε την παρακάτω ιστορία, που θα σας παρακαλέσω θερμά να διαβάσετε μέχρι το τέλος της..

Ο Shay κι εγώ, περάσαμε έξω απο ένα πάρκο, όπου κάποια αγόρια που γνώριζαν τον Shay, έπαιζαν μπέιζμπολ.
Ο Shay με ρώτησε, "μπαμπά, νομίζεις ότι θα μ' αφήσουν να παίξω μαζί τους;"
Εγώ ήξερα ότι τα περισσότερα αγόρια, δεν θα ήθελαν κάποιον σαν τον Shay στην ομάδα τους.
Μα ήξερα, και καταλάβαινα σαν πατέρας, ότι αν του δινόταν η ευκαιρία να παίξει, θα του έδινε πολύ μεγάλη χαρά και επίσης ένα αναγκαίο αίσθημα ένταξης, μαζί με κάποια εμπιστοσύνη που θα γινόταν αποδεκτός από τα άλλα παιδιά, παρά την αναπηρία του.
Πλησίασα λοιπόν ένα απο τα παιδιά, και το ρώτησα χωρίς βέβαια να περιμένω και πολλά, αν ο Shay θα μπορούσε να παίξει μαζί τους.
Το αγόρι κοίταξε γύρω του σαν να ζητούσε κάποια υποστήριξη, μα στο τέλος απάντησε, "χάνουμε έξι γύρους, και το παιχνίδι είναι στον όγδοο γύρο. Γιατί όχι, μπορεί να παίξει στην δική μας ομάδα, και θα προσπαθήσουμε να τον βάλουμε να παίξει στον επόμενο γύρο, να αποκρούσει τις βολές αν το θέλει.
Ο Shay πήγε με δυσκολία μέχρι τον πάγκο της ομάδας, για να φορέσει την μπλούζα της ομάδος. Τον παρακολουθούσα με μάτια δακρυσμένα και μια θέρμη στην καρδιά μου.
Τα αγόρια της ομάδας, είδαν την χαρά μου, που τον αποδέχτηκαν στην ομάδα τους.

Στο τέλος του όγδοου γύρου, η ομάδα του Shay νικούσε μερικούς πόντους, αλά ήταν ακόμη πίσω τρείς πόντους για να κερδίσουν τον γύρο.
Στην αρχή του ένατου γύρου, ο Shay έβαλε το γάντι και έπαιξε δεξιά στο γήπεδο.
Αν και οι μπαλιές δεν ήρθαν προς την κατεύθυνσή του, έδειχνε ενθουσιασμένος, δείχνοντας την χαρά του, και μόνο που βρισκόταν εκεί, χτυπώντας όλο χαρά τα χεράκια του.
Το χαμόγελό του ήταν απο το ένα αυτί στο άλλο, όταν με κοίταζε που τον χαιρετούσα απο την εξέδρα.

Προς το τέλος του ένατου γύρου, η ομάδα του Shay πήρε κι άλλους πόντους.
Με δύο παίκτες έξω, και τρείς έξω απο την βάση, οι πιθανότητες να κερδίσει γύρους, ήταν κοντά στην βάση, και ο Shay καθορίστηκε σαν ο επόμενος για να αποκρούσει τις βολές.

Σ' αυτό το κρίσιμο σημείο, αναρωτήθηκα αν θα αφήσουν τον Shay να δοκιμάσει να αποκρούσει, και να χάσουν τις πιθανότητες να κερδίσουν το παιχνίδι.
Για μεγάλη μου έκπληξη, ..τον άφησαν!

Όλοι γνωρίζανε ότι ήταν αδύνατον να χτυπήσει ο Shay την μπάλα, τη στιγμή που δεν ξέρει καν, πώς να κρατήσει κατάλληλα το ρόπαλο, πόσο μάλλον να στοχεύσει την μπάλα.
Εντούτοις, ο Shay πήρε θέση.
Ο αντίπαλος παίχτης, που πετάει την μπάλα, αναγνώρισε ότι η ομάδα του Shay έβαλε την νίκη του παιχνιδιού σε δεύτερη μοίρα, για να δώσουν την ευκαιρία στο παιδί αυτό, να χαρεί αυτήν τη στιγμή, γι αυτό και ήρθε πιο κοντά, προσπαθώντας να τον βοηθήσει να τα καταφέρει ρίχνοντας την μπάλα απαλά στον Shay.

Στην πρώτη προσπάθεια, ο Shay κούνησε αδέξια το ρόπαλο και αστόχησε.
Ο αντίπαλος παίκτης, ήρθε ακόμη πιο κοντά του λίγα βήματα, για να του πετάξει ακόμη πιο απαλά την μπάλα. Ο Shay κούνησε πάλι αδέξια το ρόπαλο, μα αυτή τη φορά βρήκε τυχαία την μπάλα, στέλνοντάς την πολύ κοντά, και μάλιστα σε έναν αντίπαλο.

Το παιχνίδι τώρα, κανονικά θα είχε τελειώσει.
Ο αντίπαλος όμως, σήκωσε την μπάλα, και, ενώ θα μπορούσε να την πετάξει στην πρώτη βάση, βγάζοντας τον Shay έξω απο το παιχνίδι, πέταξε επίτηδες την μπάλα πολύ ψηλά, πάνω απο το κεφάλι του συμπαίκτη του, και μακρυά κι απο τους άλλους συμπαίκτες του.

Όλοι στις εξέδρες, και απο τις δύο ομάδες, άρχισαν να φωνάζουν, "Shay τρέξε στην πρώτη βάση, τρέξε, τρέξε..."
Ποτέ στη ζωή του ο Shay δεν έτρεξε τόσο μακρυά, μα έφτασε στην πρώτη βάση γεμάτος ενθουσιασμό και με ορθάνοιχτα απο χαρά μάτια, κοιτώντας γύρω του απορημένα και σαστισμένα, να καταλάβει τι άλλο πρέπει τώρα να κάνει...

Η εξέδρα συνέχισε τότε, "Shay, τρέξε στη δεύτερη βάση, Shay τρέξε..τρέξε.."
Με την ανάσα κομμένη και άτσαλα, έτρεξε προς τη δεύτερη βάση. Μέχρι όμως να φτάσει ο Shay στη δεύτερη βάση, ο δεξιός αντίπαλος είχε ήδη πιάσει την μπάλα.
Ήταν ο μικρότερος της αντίπαλης ομάδας, και είχε πλέον όλη την ευκαιρία, να γίνει ο ήρωας της ομάδας του.
Θα μπορούσε να πετάξει την μπάλα στον συμπαίκτη της δεύτερης βάσης, όπου θα έβγαζε έξω τον Shay, μα κατάλαβε τις προθέσεις του συμπαίκτη του που έριχνε τις βολές, και την έριξε ψηλά, πρός τον συμπαίκτη της τρίτης βάσης.

Ο Shay έτρεξε πρός την τρίτη βάση σαν ξετρελαμένος, καθώς οι παίκτες της ομάδας του
έτρεξαν κι εκείνοι προς τη βάση.
Όλοι φωνάζαμε, "Shay, Shay, Shay!!!"

Ο Shay έφτασε στην τρίτη βάση, αλά με την κρυφή βοήθεια του αντίπαλου παίχτη της τρίτης βάσης, ο οποίος σταμάτησε να τρέχει να προλάβει την μπάλα, για να δείξει στον Shay την σωστή κατεύθυνση, το πού ήταν η τρίτη βάση, λέγοντάς του "απο δώ, απο δώ Shay.."
Καθώς ο Shay πέρασε απο την τρίτη, τα αγόρια και των δύο ομάδων και οι θεατές στις εξέδρες, ξεσηκώθηκαν φωνάζοντας "Shay, τρέξε στη βάση ένα τώρα, τρέξε στη βάση ένα.."
Ο Shay έφτασε στη βάση, πάτησε στον βατήρα, κερδίζοντας το παιχνίδι, και όλοι τον ζητωκραύγασαν σαν τον ήρωα, που βοήθησε να νικήσει η ομάδα.

Εκείνη την ημέρα, συνέχισε με δάκρυα ο πατέρας, τα αγόρια και απο τις δύο ομάδες, και ο κόσμος στις εξέδρες, βοήθησαν να φέρουν ένα κομμάτι αληθινής αγάπης και ανθρωπιάς σ' αυτόν τον κόσμο, να δώσουν χαρά σε μια ψυχούλα, που τόσο την λαχταρούσε και που τόσο την είχε ανάγκη.

Ο Shay δεν τα κατάφερε μέχρι το επόμενο καλοκαίρι, πέθανε εκείνο τον χειμώνα, χωρίς όμως να ξεχάσει ποτέ, πώς ήταν ο "ήρωας" που με έκανε τόσο χαρούμενο εκείνη την ημέρα, και την χαρά που έδωσε στην μητέρα του, και που με δάκρυα αγκάλιασε τον μικρό της ήρωα σαν πήγαμε σπίτι.

Και τώρα, ..κυρίες, ...κύριοι, ...ο επίλογος..

Υπάρχουν χιλιάδες ανέκδοτα που στέλνονται δια μέσου internet, χωρίς δεύτερη σκέψη.
Μα όταν πρόκειται για ιστορίες που έχουν να κάνουν με επιλογές ζωής, οι άνθρωποι διστάζουν.
Το ακατέργαστο, το χυδαίο, και συχνά άσεμνο, περνάει ελεύθερα μέσω του κυβερνοχώρου, αλλά η δημόσια συζήτηση για την ευπρέπεια, πάρα πολύ συχνά καταστέλλεται, ακόμη και στα σχολεία η και τους εργασιακούς χώρους μας.

Εάν σκέφτεσαι να προωθήσεις αυτό το κείμενο, πιθανότατα θα κάνεις ίσως επιλογή, στα άτομα στα οποία θα το στείλεις.
Θεωρώ προσωπικά πως ανήκω στα άτομα, που πιστεύουν πως μπορούν να κάνουν τη διαφορά.
Όλοι έχουμε χιλιάδες ευκαιρίες στην καθημερινή μας ζωή, να καταλάβουμε την φυσική τάξη των πραγμάτων.
Τόσες πολλές, φαινομενικά τετριμμένες αλληλεπιδράσεις μεταξύ δύο ανθρώπων, μας δίνουν μια επιλογή:
Περνάμε κατά μήκος ενός μικρού σπινθήρα αγάπης και ανθρωπιάς;
ή παραβλέπουμε κάθε ευκαιρία, αφήνοντας αυτόν τον κόσμο ακόμη πιό κρύο;

Ένας σοφός είπε κάποτε, "κάθε κοινωνία κρίνεται, από το πώς μεταχειρίζεται τους πιό αδύναμους ανάμεσά της"

Τώρα έχεις δύο επιλογές για το κείμενο που διάβασες..
Διαγραφή, δηλαδή δεν του δίνεις σημασία, ή..
Προώθηση, δηλαδή, αναδημοσίευσέ το...

Να έχεις μια χαρούμενη ημέρα, να έχεις μια "Shay day!"
Κάνε το σωστό, προώθησέ το, δώσε μια ακόμη μικρή ελπίδα στο να καλυτερέψει ο κόσμος μας, να γίνει πιο ανθρώπινος, πιο συμπονετικός, πιο αγνός..

...και, χαμογέλα!!! ...μας παρακολουθούν παιδιά.


Μου ήρθε μέσω email και δίχως δεύτερη σκέψη το ανέβασα εδώ αλλά και το προώθησα σε φίλους.

Καλή χρονιά με πολύ πολύ ανθρωπιά.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 26, 2008

ΧΡΟΝΙΑ ΣΟΥ ΠΟΛΛΑ

Αυτόν τον καιρό τον σύγχρονο καιρό υπάρχει ανάμεσα μας ένα μικρό κοριτσάκι που ζει με την υπέροχη οικογένεια της κάπου στην Ελλάδα.
Αυτά τα Χριστούγεννα όπως και πολλά - πολλά επόμενα θα χαίρεται τέτοιες γιορτινές μέρες με τους αγαπημένους της κόντρα στις προβλέψεις της επιστήμης, κόντρα στην απαισιοδοξία και την μιζέρια που υπάρχει στον κόσμο μας.
Γιατί; Γιατί απλά αυτό το παιδί έχει την θέληση να ζήσει, να παίξει, να μεγαλώσει, να φτάσει τα αδέρφια να σκαρφαλώσει στην θέση του μπαμπά και της μαμάς και όταν έρθει η ώρα να γίνει και αυτή ένας υπέροχος γονέας με τεράστια αποθέματα αγάπης, υπομονής και επιμονής ακριβώς σαν τους δικούς της.
Το όνομα της ΛΥΔΙΑ.

ΧΡΟΝΙΑ ΣΟΥ ΠΟΛΛΑ ΑΓΓΕΛΟΥΔΙ.


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΖΩΗ

http://lydia-tigria.blogspot.com/

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 25, 2008

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ


ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ. ΑΓΑΠΗ ΣΤΙΣ ΚΑΡΔΙΕΣ ΜΑΣ




ΣΑΣ ΑΦΙΕΡΩΝΩ ΤΑ ΔΥΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ
ΠΩΣ ΚΑΠΟΤΕ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΜΑΣ ΘΑ ΑΛΛΑΞΕΙ ΓΙΑΤΙ ΠΡΩΤΑ ΘΑ ΕΧΟΥΜΕ
ΑΛΛΑΞΕΙ ΕΜΕΙΣ.

http://tasosv.blogspot.com/2008/12/blog-post.html

http://tasosv.blogspot.com/2007/12/blog-post.html

Κυριακή, Δεκεμβρίου 07, 2008

Το βίντεο της δολοφονίας του Αλέξη




"Eπικίνδυνα έως απαράδεκτα αθώος"

ο καλοκαιρινός μου ίσκιος
μακρύς, λεπτός κι αγέρωχος
ούτε μια μέρα πάνω απ’ τα δεκαοχτώ
αν το παιδί πράγματι είχε πει
ο βασιλιάς είναι γυμνός
μετά την πρώτη έκπληξη
τον πρώτο ίσως θαυμασμό και φθόνο
θα επέπιπτε ως είθισται η εξουσία
με τους λακέδες και τις πόρνες της
να το κατασπαράξει
ως είθισται αιώνες τώρα
καμία έκπληξη λοιπόν
όταν καλείται η αθωότητα να απολογηθεί
καμία έκπληξη όταν δοξάζεται η ατιμία
ούτε ίχνος παραπόνου
γι’ αυτά και τα χειρότερα
να βλέπουμε μονάχα και να ξέρουμε
και να μην επιτρέπουμε την αυταπάτη
και να κρατάμε ακέραια
στο στήθος μας την έκρηξη
ο καλοκαιρινός μου ίσκιος
μακρύς, λεπτός κι αγέρωχος
ούτε μια μέρα πάνω απ’ τα δεκαοχτώ

Τόλης Νικηφόρου

από τη συλλογή
"Την κοκκινόμαυρη
ανεμίζοντας της ουτοπίας", 1997

*αναδημοσίευση του κειμένου της 8/12/2008 από το ιστολόγιο του ποιητή,
"Ενα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται"
http://dreaming-in-the-mist.blogspot.com/

Το λευκό μπαστούνι....


Το παρακάτω κείμενο είναι του Εξωραιστικού Συλλόγου Μικροχωρίου - Καπανδριτίου Αττικής

" Δεν βλέπω, βλέπεις όμως εσύ. Θέλεις να με βοηθήσεις; Τότε διάβασε τα παρακάτω και να ξέρεις πως αν κάτι θυμάσαι απ' αυτά όταν κάπου, κάποτε τυχαία ή για κάποιο λόγο με συναντήσεις, θα με κάνεις να νιώσω άνετα, δίνοντάς μου αυτό ακριβώς που χρειάζομαι:

1) Μόνο εμείς οι τυφλοί κρατάμε λευκό μπαστούνι και αυτό για να περπατάμε με ασφάλεια, όχι για να ξεχωρίζουμε, να παίζουμε, να μας δείχνουν ή να ζητιανεύουμε.

2) Είμαι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, αλλά τυφλός. Μην με μεταχειρίζεσαι σαν παιδάκι. Μεγαλώνω, παίζω, τρέχω, διαβάζω, θυμώνω, σερφάρω, κάνω chat όπως κι εσύ!

3) Πιο εύκολα θα περπατήσω μαζί σου, παρά με το μπαστούνι ή με τον σκύλο μου. Όμως μην με πιάνεις από τον ώμο ή από το μπράτσο. Ασε με να σε πιάσω εγώ. Έτσι θα νιώθω πότε σταματάς, πότε στρίβεις, πότε ανεβαίνεις ή κατεβαίνεις.

4) Μην ρωτάς τον συνοδό μου: "Πώς τον λένε;", "Τι θέλεις να ψωνίσει;",Πού θέλει να πάει;" Ρώτησε εμένα, ξέρω κι εγώ να σου απαντήσω!Χρησιμοποίησε τον κανονικό τόνο της φωνής σου, όπως μιλάς στους άλλους, μίλα και σε μένα!

5) Μην αποφεύγεις τις λέξεις:¨"Βλέπω", "Κοιτάζω", "Τυφλός" κλπ, τις μεταχειρίζομαι κι εγώ! Βλέπω με τα χέρια μου. "Βλέπω" σημαίνει αγγίζω, ακούω, μυρίζω, καταλαβαίνω, αισθάνομαι.

6) Σύστησέ με στους άλλους, ακόμη και στα παιδιά. Θέλω να γνωρίσω ποιος είναι στην τάξη ή στο δωμάτιο μαζί μου. Μίλησέ μου όταν μπαίνεις και πες μου πότε φεύγεις. Με φέρνεις σε μεγάλη αμηχανία αν μ' αφήνεις να μίλάω με κάποιον που δεν είναι κοντά μου.

7) Οδήγησε το χέρι μου σε μια καρέκλα. Πες μου πού είναι η πόρτα στο δωμάτιο το μπάνιο, το παράθυρο κλπ. Κι αν υπάρχουν εμπόδια ή πράγματα στο πάτωμα. Δεν θέλω να κάνω ζημιές, γιατί ΜΠΟΡΩ να μην κάνω ζημιές!

8) Βοήθησέ με διακριτικά στο τραπέζι και πες μου για το φαγητό στο πιάτο μου. Χρησιμοποίησε το πιάτο σαν ρολόι και πες μου σε ποια "ώρα" είναι το κάθε είδος του φαγητού μου. Πχ: "Το κρέας σου είναι στο έξι" Κοίτα το ποτήρι μου να είναι δίπλα στο πιάτο μου και πες μου αν είναι στο δεξί ή στο αριστερό μου χέρι για να το "δω" κκι εγώ όταν το χρειαστώ.

9) Μου αρέσουν οι αθλητικές εκδηλώσεις, το θέατρο και ο κινηματογράφος, φτάνει να με βοηθάς να καταλαβαίνω τι γίνεται διαβάζοντας / περιγράφοντας όσα δεν μπορώ να δω.

10) Μου αρέσουν οι εκδρομές και τα πάρτυ. Πάρε με στην παρέα σου και γνώρισέ μου τους καλεσμένους σου.

11) Ξέρω να συμπεριφέρομαι. αν υστερώ σε κάτι βοήθησέ με. Δεν θέλω τον οίκτο σου, αλλα΄την φιλία σου! Μην μιλάς για την "θαυματουργό αντίληψη" των τυφλών. Μην ξεχνάς οτι όσα έμαθα, είναι αποτέλεσμα σκληρής προσπάθειας και εργασίας!

12) Αν είσαι επρίεργος, θα μιλήσω μαζί σου για το πρόβλημά μου, αλλά όχι μόνο γι αυτό, γιατί για μένα είναι μια παλιά ιστορία! Έχω τόσα άλλα ενδιαφέροντα, χόμπυ και απορίες, όπως κι ΕΣΥ!"

Ας το θυμόμαστε την επόμενη φορά που θα συναντήσουμε έναν συνάνθρωπο μας με προβλήμα όρασης.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 02, 2008

Ο Μέγας Ζωγράφος


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Σεπτέμβρης μήνας αλλά η φοβερή ζέστη δεν έλεγε να υποχωρήσει ούτε και τώρα μετά από ένα σκληρό και ιδιαίτερα μακρύ καλοκαίρι που είχε ξεκινήσει πρόωρα κάπου στα μέσα του Απρίλη. Τέσσερις μέρες είχε που μπήκε και ο πρώτος μήνας του φθινοπώρου. Τέσσερις μέρες που ο ήλιος συνέχιζε να πυρώνει ανελέητα τα πάντα, τέσσερις μέρες αφόρητης ζέστης που δυσκόλευαν την ζωή πλουσίων και φτωχών, αδίκων και δικαίων.

Η άσφαλτος, η νησίδα, το φανάρι έβραζαν, αυτή όμως εκεί, ώρες ολόκληρες δεν έφευγε από δίπλα τους. Σώμα ασθενικό, βασανισμένο όπως η ψυχή της. Είχε έρθει πριν μερικές μέρες στην μεγάλη πόλη με τα πολλά σπίτια, με τους μακριούς, φαρδιούς δρόμους και τα αυτοκίνητα που έτρεχαν σαν δαιμονισμένα. Το βράδυ τα έβλεπε από το καμαράκι να σχίζουν με τα δυνατά τους φώτα την σκοτεινιά και να εξαφανίζονται μέσα στην νύχτα πίσω από τα αγριόχορτα του κήπου.
Ο Βασίλι την έφερε σε αυτήν την μεγάλη πόλη. Όσο ζούσε μαζί με την μάνα της στο χωριό ο γεροδεμένος άντρας εμφανίζονταν ξαφνικά σαν φάντασμα. Μόλις την έβλεπε τα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου του αυλακώνονταν από ένα τεράστιο χαμόγελο ενώ τα γερακίσια, γεμάτα δόλο μάτια του δεν σηκώνονταν στιγμή από πάνω της. Έπειτα εξαφανίζονταν δίχως ποτέ να την πλησιάσει ή να της πει κουβέντα, όμως το αποκρουστικό χαμόγελο και η απαίσια μυρωδιά των σωθικών του για ώρες στροβιλίζονταν γύρω από την ύπαρξη της.
Όταν πέθανε η μάνα της, ήρθε ένα πρωινό στο καλυβάκι για να την πάρει μαζί του. Δεν έφερε αντίρρηση, δεν αντιστάθηκε, τον ακολούθησε σιωπηλή, όπως πάντα. Άλλωστε πως θα μπορούσε ένα καχεκτικό, σακάτικο πλάσμα. που δεν είχε ηλικία, φύλλο, όνειρα, δεν είχε χθες ούτε αύριο μέσα στο τρικυμισμένο του μυαλό.
Κάτι δεν πήγε καλά στην γέννα, αυτό άκουσε κάποια φορά που ένας φίλος του πατέρα είχε έρθει στο σπίτι να τον δει. Δεν καταλάβαινε γιατί μιλούσαν όμως εκείνος ο άνθρωπος την κοιτούσε πολύ λυπημένος.
Ένα παγωμένο απόγευμα ο πατέρας δεν γύρισε από την δουλειά, δεν ήρθε ούτε εκείνο το βράδυ ούτε κανένα άλλο να την δει, να της χαϊδέψει τα μακριά κατάμαυρα μαλλιά της. Δεν περνούσε μέρα που να μην τον αναζητήσει, όμως μάταια .
Ένα πρωϊνό η μάνα της με βουρκωμένα μάτια της είπε δείχνοντας με το χέρι προς τον ουρανό, << πήγε εκεί ψηλά>>. Πόσο πολύ ήθελε να πάει και αυτή <<εκεί ψηλά>>.
Ο καιρός περνούσε και ο πατέρας της έλειπε κάθε μέρα και πιο πολύ, η μάνα της ήταν καλή αλλά δεν της χάιδευε ποτέ τα μαλλιά, πάντα ήταν στεναχωρημένη μαζί της.
Γρήγορα έφυγε και εκείνη από κοντά της, <<πήγε ψηλά και αυτή>> της είπαν οι συγχωριανοί γελώντας. Την έδιωξαν για να μπουν στο ρημαγμένο σπίτι κάποιοι άκαρδοι συγγενείς με πολλά παιδιά. Στο χωριό δεν την λυπόταν κανείς, σκληροί άνθρωποι, δίχως συναισθήματα, λαξευμένοι από την πέτρα των βουνών του φτωχού τόπου τους, κοιτούσαν μοναχά την επιβίωση τους. Υπήρχε όμως κάποιος που την ήθελε πραγματικά κοντά του, για τους λόγους του.
Μόνη πια, πεινασμένη σε ένα παρατημένο καλυβάκι λίγο πιο έξω από το χωριό με το χάδι του πατέρα ακόμα στα μαλλιά της, ήρθε και την πήρε ο Βασίλι.
Από την πρώτη στιγμή της φέρθηκε σκληρά αυτή όμως τον ακολουθούσε σκυφτή, κουτσαίνοντας δίχως να βγάλει έστω μια δυνατή κραυγή, το καλύτερο που μπορούσε να κάνει για να δείξει την αντίδραση της. Μέρες μαζί του δεν είχε αντιδράσει σε τίποτα, μόνο όταν ο ξένος πήρε ένα ψαλίδι και άρχισε να της κόβει τα μακριά μαλλιά της επαναστάτησε.
Τίναξε σπασμωδικά τα αδύναμα μέλη της με όση δύναμη της απέμενε μετά από μέρες πείνας. Προσπάθησε να ξεφύγει από τα χέρια του, από το ψαλίδι. Μια δυνατή γροθιά στην πλάτη την έριξε καταγής και ο βάναυσος άντρας εγκλωβίζοντας την ανάμεσα στα μυώδη πόδια του άρχισε να κόβει τα μακριά μαύρα μαλλιά της με άτσαλες ψαλιδιές. Καυτά τα σιωπηλά δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλα της και έπεφταν μαζί με τις μπούκλες στο μουντό, βρώμικο πάτωμα μιας άθλιας γκαρσονιέρας σε μια χώρα φτωχή, δίχως ελπίδα., που φώτιζε ένας μουντός, γκρίζος ήλιος.
Το χάδι του πατέρα έφυγε από πάνω της, δεν ένοιωθε πια τα δυνατά ροζιασμένα από την σκληρή δουλειά δάχτυλα του να την χαϊδεύουν στοργικά.. Χάθηκε μαζί με τα μαλλιά της.
***
Το αυτοκίνητο έτρεχε γρήγορα αφήνοντας πίσω του δέντρα, σπίτια, ανθρώπους, αναμνήσεις….. μεταφέροντας την σε μια ξένη χώρα.
Φθάνοντας στην μεγάλη πόλη ο Βασίλι την έφερε στο καμαράκι. Στο μικρό δωμάτιο ζούσαν ακόμα τέσσερις εξαθλιωμένες ψυχές. Ήταν το άθλιο δωμάτιο ενός μικρού σπιτιού με μια ξεχασμένη αυλή γεμάτη άχρηστα πράγματα και ψηλά ξερά αγριόχορτα πλάι στον μεγάλο δρόμο.
Αργά το ίδιο βράδυ όταν όλοι είχαν κοιμηθεί κοίταξε ψηλά, έξω από το ανοικτό παράθυρο. Προσπαθούσε να δει μήπως εμφανίζονταν ο πατέρας, μήπως έρχονταν να την πάρει μαζί του μακριά από τον ξένο τόπο, μακριά από τον κακό άντρα. Όμως ο ουρανός ήταν θολός δεν φαίνονταν ούτε το φεγγάρι, ο πατέρας της δεν ήρθε.
Το επόμενο πρωί ο Βασίλι τους πήρε όλους και τους οδήγησε με τα πόδια καμιά διακοσαριά μέτρα μακριά σε μια διασταύρωση. Εκείνη δυσκολευόταν πολύ να τους ακολουθεί. Κούτσαινε ασθμαίνοντας ενώ προσπαθούσε να στηριχτεί σε ένα στραβό κομμάτι ξύλο. Ο ήλιος ανηλεής σαν τον δουλέμπορο, έκαιγε το κουρεμένο της κεφάλι.
<<Εδώ θα πηγαίνεις πάνω κάτω και θα ζητάς λεφτά, κατάλαβες;>> της είπε και την ταρακούνησε από την βρώμικη σκισμένη μπλούζα της. Κούνησε το κεφάλι της γεμάτη φόβο.
Η ογκώδης μορφή, αθέατη από τον δρόμο στάθηκε μερικά μέτρα παρακάτω σε μια συστάδα από δέντρα και παρακολουθούσε τους <<πωλητές>> της.
Με αργές ασύγχρονες κινήσεις βάδιζε με τα παραμορφωμένα μέλη της τείνοντας ικετευτικά ένα ντενεκεδάκι από κονσέρβα ντομάτας προς τα αυτοκίνητα. Οι άνθρωποι με κλειστά τα παράθυρα λόγω της αποπνικτικής ζέστης και των καυσαερίων είτε την κοιτούσαν αδιάφορα, μιλούσαν στα τηλέφωνα τους, έπαιζαν με το ραδιόφωνο ή απλώς εκνευρισμένοι κοιτούσαν επίμονα το φανάρι που αργούσε να ανάψει. Πολλές φορές όμως κάποιοι της χαμογελούσαν και άνοιγαν το παράθυρο ρίχνοντας μερικά νομίσματα στο τενεκεδάκι της. Χαίρονταν με τα χαμόγελα τους.
Το βράδυ στο καμαράκι μούσκεμα στον ιδρώτα, εξουθενωμένη από την ζέστη και την αφόρητη μυρωδιά των άπλυτων σωμάτων ξάπλωσε στο βρώμικο πάτωμα. Κάτι παλιοστρώματα που υπήρχαν δεν έφταναν για όλους. Εκείνη την νύχτα δεν μπόρεσε να κοιτάξει στον ουρανό, ήταν αδύναμη, βυθίστηκε αμέσως.
Το επόμενο πρωί ο σεπτεμβριάτικος ήλιος χώθηκε απρόσκλητος στον άθλιο χώρο φωτίζοντας με τις καυτές ακτίνες του τους λιγδιασμένους τοίχους.
<<Από εδώ και πέρα θα πηγαίνεις μόνη σου, το βράδυ θα σε περιμένω εδώ. Αν δεν φέρνεις αρκετά λεφτά δεν θα τρως>> της είπε κατεβάζοντας με ορμή και μίσος την τεράστια παλάμη του στο αγαθό της πρόσωπο ώστε να σφραγίσει την << όμορφη συνεργασία>> τους.
Έφυγε από το σπίτι για τα φανάρια βουβή δίχως δάκρυα και με το μάγουλο πρησμένο για να θυμάται κάτι που δεν μπορούσε πραγματικά να καταλάβει, ο Βασίλι ήταν ο αφέντης της, είχε πάνω της κυριαρχία για ζωή και θάνατο.

***
Οι μήνες κυλούσαν αργά, είχε χειμωνιάσει πια. Κάθε βράδυ συνήθιζε να κάθεται σε μια καρέκλα που χρησίμευε και για κρεβάτι δίπλα στο ξεχαρβαλωμένο παράθυρο που έμπαζε το κρύο λες και δεν υπήρχε καθόλου στην θέση του. Μάταια περίμενε να έρθει ο πατέρας, ήθελε τόσο πολύ να τον δει, να της χαμογελάσει. Ένοιωθε πως θύμωσε μαζί της για αυτό δεν έρχονταν. Θύμωσε που άφησε τον Βασίλι να της κόψει τα μαλλιά.. Αν όμως μάκραιναν πάλι, τότε θα έρχονταν και ίσως να έφερνε και την μάνα της. Μπορεί τώρα να μην ήταν πια στεναχωρημένη μαζί της.
Αλλά αυτός ο δυνατός άντρας με την κακιά καρδιά την κούρευε με το ζόρι όπως και τους άλλους. Όλοι στο καμαράκι τον φοβόταν. Έτρεμαν την οργή του, όποιος δεν έφερνε αρκετά τον χτυπούσε βάναυσα με μια φαρδιά ζώνη και τον άφηνε νηστικό μέχρι την επόμενη νύκτα που του έφερνε τις εισπράξεις της ημέρας. Μια τέτοια μέρα χαμηλών εισπράξεων ήταν για εκείνη η σημερινή. Μόνο λίγα κέρματα είχε μαζέψει αυτήν την βροχερή ημέρα. Δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί, ακατόρθωτο να αρθρώσει και την πιο απλή πρόταση, μόνο να φοβάται μπορούσε και να αισθάνεται μια απέραντη μοναξιά που της πάγωνε το σώμα.
<<Έλα μπαμπά>> είπε ψιθυριστά, ακατάληπτα με σάλια και αίμα να τρέχουν από το πληγωμένο στόμα της ενώ κοιτούσε πάντα προς τον σκοτεινό ουρανό.
***
Μερικές μέρες τώρα ο Βασίλι τους έφερνε στο κέντρο της πόλης. Ήταν σίγουρη πιάτσα, οι <<σακάτηδες>> θα του έφερναν καλύτερες εισπράξεις, βλέπεις μέσα στις γιορτές ήταν πολλοί αυτοί που έδιναν τον οβολό τους για να νοιώσουν καλοί χριστιανοί έστω και για λίγες μέρες τον χρόνο.
Απόγευμα παραμονής Χριστουγέννων. Οι μεγάλοι αλλά ακόμα και οι μικροί δρόμοι της αγοράς έσφυζαν από κίνηση όπως και τα πεζοδρόμια από τους αργοπορημένους πελάτες που συνωστίζονταν στα εμπορικά , αλλά και αυτούς που απολάμβαναν απλώς μια υπέροχη βόλτα στην εορταστική αγορά. Τα μάτια των περαστικών δεν χόρταιναν να κοιτούν τα πολύχρωμα φωτάκια και τις εξαίσια στολισμένες βιτρίνες που λες και όλοι οι μαγαζάτορες είχαν βαλθεί να έχουν την πιο όμορφη, την πιο παραμυθένια.
Αυτό το απόγευμα της παραμονής ο Βασίλι την είχε πάρει και αυτήν μαζί με τους άλλους στην γιορτινή αγορά. Την πήγε με το αμάξι του σε ένα φανάρι αφού πρώτα την είχε απειλήσει πως αν δεν του έφερνε πολλά θα την πετούσε γυμνή έξω στην αυλή για όλο το βράδυ, μέχρι να πεθάνει από το κρύο.
Το φανάρι βρίσκονταν στον παραλιακό δρόμο. Από την μια σύνορο του είχε την θάλασσα. Σκοτεινή, παγωμένη περόνιαζε τα κόκαλα με την ψυχρή της ανάσα ενώ ταυτόχρονα καθρέπτιζε τα γιορτινά φώτα της πόλης δίνοντας μια μεγαλοπρεπής όψη στον στολισμό της. Από την άλλη πλευρά υπήρχε ένα μεγάλο υπαίθριο πάρκινγκ με ψηλά πλατάνια που ήταν στολισμένα με χιλιάδες μικροσκοπικά φωτάκια.
Στο πολυσύχναστο πάρκινγκ συνεχώς μπαινόβγαιναν αυτοκίνητα και άνθρωποι που σταματούσαν αναγκαστικά στο φανάρι. Φιλέτο, στον χάρτη των σύγχρονων δουλεμπόρων. Η περιοχή μοιράζονταν μετά από μεγάλη μάχη μεταξύ τους και ο καθένας έπρεπε να τοποθετήσει τους <<πωλητές>> του εκεί που είχαν συμφωνήσει από πριν. Πάντα όμως κάποιος που περνιόταν ποιο έξυπνος μοιραία έσπαγε την συμφωνία. αφού τα κέρδη ήταν δελεαστικά τέτοιες μέρες.
Το κρύο τσουχτερό και ο ουρανός βαρύς, ετοιμάζονταν να χιονίσει εδώ και μέρες. Στο χωριό της πίσω στην πατρίδα χιόνιζε συχνά. Πολύ και πυκνό ήταν το χιόνι που κάλυπτε τα σπίτια, τους δρόμους, τα δέντρα. Ήταν όμορφα, τότε όλα ήταν χαρούμενα στα μάτια της. Όταν ζούσε ο πατέρας την έπαιρνε στους δυνατούς του ώμους και την πήγαινε στο χιονισμένο λόφο να δει τα παιδιά που γλιστρούσαν με τις σκάφες τους μέχρι την παγωμένη λίμνη. Θα ήθελε να χιονίσει σήμερα, τότε ίσως και να έρχονταν ο πατέρας της να την σηκώσει στους δυνατούς του ώμους.
Πρώτη φορά έβλεπε μια στολισμένη πόλη. Παντού φώτα και όμορφα στολίδια, χαρούμενοι άνθρωποι της χαμογελούσαν και της έβαζαν χρήματα στο παλιό ντενεκεδάκι λέγοντας της κάποιες λέξεις που δεν καταλάβαινε, όμως ένοιωθε πως ήταν καλοί, δεν την κορόιδευαν.
Στο βάθος ανάμεσα από τις ψηλές πολυκατοικίες ξεπρόβαλε ένα πανέμορφο, τεράστιο δέντρο με χιλιάδες πολύχρωμα λαμπιόνια. Κάποια στιγμή κάτι άλλο τράβηξε την προσοχή της. Λίγα μέτρα πίσω υπήρχε ένας ολοφώτιστος στάβλος. Ήταν γεμάτος ζώα και στοίβες από άχυρα και στην μέση μια μαμά κρατούσε τυλιγμένο ζεστά ένα μωράκι. Αυτή η όμορφη εικόνα την είχε μαγέψει και ας μην ήξερε τι ήταν αυτή η μαμά και το νεογέννητο μωράκι της.
Αυτοί οι άνθρωποι; Δεν ήξερε γιατί όλοι έδειχναν τόσο χαρούμενοι. Στο χωριό της δεν είχε δει ποτέ κάτι τέτοιο. Δεν είχε ακούσει ποτέ, παρά μόνο σήμερα να τις λένε χαμογελαστά, <<Καλά Χριστούγεννα>>. Ήταν όμορφα και ας μην ήξερε γιατί χαίρονταν αυτοί οι άνθρωποι.
Γρήγορα περνούσε η ώρα, σχεδόν δίχως να το καταλαβαίνει. Δεν είχε σημασία το τσουχτερό κρύο, της έφταναν τα ευτυχισμένα πρόσωπα που έβλεπε. Ξαφνικά μικρές χιονονιφάδες έκαναν την εμφάνιση τους, σήκωσε το πρόσωπο της στον ουρανό και αφέθηκε στο χάδι τους. Αυτά τα λευκά μικροσκοπικά αριστουργήματα του ουρανού της έφεραν την βαθειά πίστη πως θα εμφανιστεί ο πατέρας. Θα ήθελε να έρχονταν μαζί με την μάνα της και να την έσφιγγε στην ζεστή αγκαλιά της όπως εκείνη η γλυκιά μητέρα το μωράκι στον στάβλο.
Μετά από λίγο ο καιρός βάρυνε πολύ, το χιόνι τώρα έπεφτε πυκνό καλύπτοντας τα πάντα. Οι λιγοστοί άνθρωποι, βιαστικοί έτρεχαν να τελειώνουν τις χριστουγεννιάτικες αγορές τους, μερικά μαγαζιά άρχισαν να κατεβάζουν ρολά από τον φόβο του αποκλεισμού των δρόμων. Αυτή όμως λες και απολάμβανε το θέαμα στέκονταν αγέρωχα στο φανάρι δίχως να κρύβεται από τον χιονιά.
Μέσα στην χιονοθύελλα κάποιος την άρπαξε. Δυο άντρες την είχαν πιάσει και την έσυραν σε ένα σκοτεινό απόμερο σημείο λίγο πιο πέρα από το φανάρι. Με μια γρήγορη κίνηση τράβηξε ο ένας το γεμάτο χρήματα τενεκεδένιο κουτί ενώ ο άλλος με μια λαβή την κρατούσε ακίνητη. Μάταιη κίνηση γιατί έτσι και αλλιώς δεν θα αντιδρούσε ποτέ το άμοιρο πλάσμα. Φεύγοντας αυτός που την κρατούσε της έδωσε μια δυνατή σπρωξιά και έσκασε με δύναμη στον τοίχο. Οι κλέφτες εξαφανίστηκαν μέσα στην χιονοθύελλα τρέχοντας ικανοποιημένοι.
Το κορμί της προσγειώθηκε ανάσκελα στην άκρη του τσιμέντου επάνω από τα παγωμένα νερά.. Οι νιφάδες έπεφταν πότε χορεύοντας ανάλαφρα και πότε σαν παγωμένο μαστίγιο σπρωγμένες από τον βοριά. Δεν μπορούσε να κουνηθεί, δεν υπήρχε κανείς να την δει. Ο Βασίλι θα έρχονταν και αν την έβρισκε θα την τιμωρούσε σκληρά που δεν είχε χρήματα.
Ένα δάκρυ κύλησε αργά στο χιονισμένο μάγουλο της.
- Μην κλαις εδώ είναι ο μπαμπάς, το χέρι του χάϊδεψε απαλά το κουρεμένο κεφάλι, το γελαστό του πρόσωπο εμφανίστηκε μπροστά της,
- Μπαμπά, η λέξη ίσα που βγήκε από τα ξεψυχισμένα χείλη της, είχε όμως τόση χαρά, τόση ανακούφιση που αντήχησε δυνατά στην λευκή σιωπή του νυκτερινού σκηνικού.
- Κοίτα ποιος ήρθε;
Ήταν η μαμά της, πρόβαλε πίσω του φωτεινή, χαρούμενη και γλυκιά όπως ποτέ δεν την είχε δει στην ζωή της. Ήρθε και την έσφιξε απαλά στην ζεστή αγκαλιά της, όπως το μωράκι στον στάβλο η μανούλα του.
- Μαμά ήρθες; δεν είσαι θυμωμένη; είπε με θέρμη όπως ποτέ δεν πρόφεραν τα χείλη της, λες και τώρα πια ελευθερώθηκε η ψυχή της. Εκείνη την στιγμή δεν μιλούσε αυτό το δυστυχισμένο κορίτσι που στην ζωή της στερήθηκε τα πάντα. Εκείνο το άμοιρο πλάσμα που η ζωή το αδίκησε στα μάτια των ανθρώπων, στα μικρόψυχα βλέμματα αυτών που δεν μπορούν να δουν πέρα από το σώμα και τις αδυναμίες του.
***
Ουρανός και γη ενωμένοι με ένα χρώμα. Χρόνια είχαν να δουν οι κάτοικοι χιονισμένη την πόλη τους ανήμερα Χριστουγέννων. Από τα γύρω βουνά μέχρι την θάλασσα ένα παχύ πουπουλένιο πάπλωμα, δώρο του λευκού επισκέπτη, είχε ντύσει όλες τις επιφάνειες με ένα ομοιόμορφα λαμπρό, γιορτινό ρούχο.
Οι νοικοκυρές και οι νοικοκυραίοι ξυπνούσαν σιγά - σιγά τούτο το χαρμόσυνο πρωινό και με χαρά έβλεπαν να έχει εξαφανιστεί το γκρίζο από την πόλη τους. Τα παιδιά αν και είχαν ενθουσιαστεί βλέποντας έξω το χιόνι να έχει καλύψει τα πάντα, πρώτα έτρεχαν κάτω από τα φωτισμένα καραβάκια και τα χιλιοστολισμένα έλατα για να βρουν τα δώρα του Αι Βασίλη που περίμεναν με τόση ανυπομονησία όλη την χρονιά..
Ευτυχώς ο άγιος Βασίλης δεν τα είχε ξεχάσει ούτε και φέτος χαρίζοντας τους όμορφα παιχνίδια που γέμιζαν με πολύ χαρά. τις παιδικές τους ψυχούλες και συντηρούσαν άσβεστη στα άγουρα μυαλουδάκια τους την μυθική του παρουσία.
Έλαμπε η πόλη ολάκερη, έλαμπε και η ψηλή περίφραξη του λιμανιού με τα μουντά μυτερά της κάγκελα που το προηγούμενο βράδυ ντύθηκαν στα λευκά και αυτά για τον ερχομό του θείου βρέφους. Στην άκρη της, δίπλα στην αχνισμένη από το κρύο θάλασσα , μια ευγενική μορφή ίσα που ξεχώριζε. Είχε φορέσει και αυτή το λευκό της φόρεμα, το ομορφότερο δώρο που της είχαν χαρίσει ποτέ. Ακίνητη, γαλήνια, χαμογελούσε απαλά λες και ήταν τώρα αυτή το μοντέλο του μεγάλου δημιουργού. Αυτού που με το πινέλο του χαρίζει την ζωή, τις πίκρες και τις χαρές της, τον πόνο και την ευτυχία.
Λίγες ώρες πριν είχε σηκώσει το πινέλο του και αποφάσισε να αλλάξει τον μουντό πίνακα. Οι παλιοί έλεγαν πως αυτός είχε ζωγραφίσει τον πιο όμορφο πίνακα αλλά εμείς τον ασχημίσαμε με τις αμαρτίες μας. Ποιος μπορεί να γνωρίζει γιατί πήρε το πινέλο στα χέρια του και αυτή την φορά, ίσως ήταν χαρούμενος, όμως κανείς δεν μπορεί να το ξέρει. Το σίγουρο είναι πως πήρε από την μπαλέτα του και έριξε λευκό, τόσο πολύ που ο γκρίζος πίνακας έχασε την ασχήμια του. Έπειτα σήκωσε το πινέλο του και λύτρωσε μια ψυχή, ένα αθώο πλάσμα που δεν έφταιξε σε τίποτα και όμως έζησε την σκληρότητα και την απανθρωπιά αυτού του γκρίζου πίνακα.
Σήμερα όμως ο μέγιστος δημιουργός, ο μέγας ζωγράφος έριξε το βλέμμα του πάνω της. Πρέπει να είδε το λάθος του και αποφάσισε να το διορθώσει με λίγες πινελιές.
Πάνω από την χιονισμένη πόλη τρεις ανθρώπινες οπτασίες σφιχταγκαλιασμένες ανέβαιναν αργά όλο και πιο ψηλά, πάνω από τα βαριά χιονοσύννεφα που παραμέρισαν αφήνοντας μια στήλη φωτός να τις οδηγήσει στον δρόμο για την χώρα του μεγάλου ζωγράφου, την χώρα του άγνωστου, του αιώνια παντοντινού.




Ένα κείμενο εμπνευσμένο από ένα υπαρκτό πρόσωπο που κατέληξε στην δημιουργία ενός Χριστουγεννιάτικου διηγήματος με σκληρές πινελιές.
Πιστεύω πως αυτές οι μέρες δεν πρέπει να γεμίζουν μόνο από όμορφα χαρούμενα παραμύθια αλλά και από κάποιες άλλες ιστορίες. Ευτυχώς ακόμα υπάρχουν άτομα με ευαίσθητες χορδές όπως εσείς που σίγουρα κάτι θα αποκομίσουν από αυτήν την Χριστουγεννιάτικη μυθοπλασία.

Καλές γιορτές με υγεία και ευτυχία

Δες γύρω σου πόση δυστυχία, πόνος και αρρώστια υπάρχει και προσευχήσου με τον δικό σου τρόπο, άλλα με όλη την δύναμη της ψυχή σου, αυτά τα Χριστούγεννα ο Μέγας Ζωγράφος να σηκώσει το πινέλο του, να ομορφύνει τον γκρίζο πίνακα μας.

Αναστάσιος Βαλμάς Δεκέμβριος 2008

ΦΙΛΟΙ ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΓΗ