Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2013

Τα Χριστούγεννα των άλλων 2

Πλάι Στο Εκκλησάκι


{της νιότης…..} 

  

    Στην άκρη του δρόμου έστεκε το μικρό εκκλησάκι του ορφανοτροφείου. Ο νεαρός αστυφύλακας που σήμερα παρουσιάζονταν για πρώτη φορά στο τμήμα του Λευκού Πύργου, σχεδόν ακίνητος στο αμυδρό φως του πρωινού περίμενε στο πλάι του. Ήταν σκεφτικός, αναποφάσιστος, μέσα του αντιμάχονταν δυο κόσμοι. Όσο και να μη ήθελε να το παραδεχτεί έβλεπε την στολή υπηρεσίας, τα διακριτικά, δεν υπήρχε χρόνος έπρεπε να συνθηκολογήσει. Εξουθενωμένος από την εσωτερική διαμάχη κινήθηκε, έβγαλε το πηλήκιο του πριν μπει μέσα.





     Πήρε ένα κερί και το άναψε. Απέναντι, το πρόσωπο του καθρεπτίστηκε στο τζάμι της εικόνας του Χριστού. Στάθηκε ακίνητος να κοιτά την εικόνα Του και μέσα από το τζάμι τις γραμμές του δικού του προσώπου, τα μάτια του που πρόβαλλαν θλιμμένα. Το αναπόφευκτο ερώτημα τον πλημμύρισε. Πως κατέληξε στην σημερινή ημέρα; Αυτός λογάριαζε να κάνει άλλα πράγματα, δεν ήθελε συμβιβασμούς, θα έκανε μοναχά οτιδήποτε θα του έδινε την ελευθερία του. Κι όμως η ζωή πολλές φορές είναι ένας τεράστιος μύλος που συνθλίβει. Τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα της οικογένειας του τον τσάκισαν, τον ανάγκασαν να αναθεωρήσει, ο σίγουρος μισθός πρόβαλε δελεαστική πρόταση από συγγενείς και φίλους. Τον έπεισαν να δώσει εξετάσεις στα σώματα ασφαλείας, ύστερα ήρθε η σχολή αστυφυλάκων στα Γρεβενά και όλα πήραν τον δρόμο τους κάνοντας χαρούμενους όλους τους άλλους. Τώρα θα έπαιρνε το λεωφορείο για το κέντρο της Θεσσαλονίκης, θα παρουσιαζόταν στον διοικητή του τμήματος, ήταν ο πρώτος ξάδερφος του πατέρα του. Αυτός έκανε την χαριστική τοποθέτηση για οικονομικούς λόγους, για να κερδίσει η οικογένεια τα έξοδα που συνεπάγονταν μια μακρινή μετάθεση.

    Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν και έκανε ένα κρύο τσουχτερό αυτό το ανέφελο πρωινό. Η ώρα περνούσε έπρεπε να περάσει απέναντι την Λαμπράκη, να περιμένει στην στάση. Ψαχούλεψε την εσωτερική τσέπη του μπουφάν του, έπιασε σφιχτά το βαφτιστικό του σταυρουδάκι, το φθηνό του μέταλλο είχε τρυπήσει και το χρώμα του δεν θύμιζε σε τίποτα την λάμψη του χρυσού. Το φίλησε για τελευταία φορά και το κρέμασε στα εικονίσματα. Στα χέρια του κρατούσε κι ένα χαρτί, λίγοι στίχοι επάνω του, χωρίς παραλήπτη, αφιερωμένοι σε ένα φίλο που έφυγε νωρίς, για το άγνωστο που μας περιβάλλει…….

Κερί λιγνό, πλασμένο από μελλισοκέρι και άρωμα
Φλόγα ζωής, στο μανουάλι του Άγνωστου Πλάστη
Καις πλάι σε τόσα άλλα.              

Αγέρωχες λαμπάδες, καλοφτιαγμένες από παραφίνη ακριβή
με έπαρση σε κοιτούν καθώς φεγγοβολούν στο πλάι σου,

Εκεί κοντά σου και βλοσυρά κεριά, δημιουργήματα νοθευμένης ύλης
μολύνουν με καπνούς μαύρους αποπνικτικούς, όμοια σαν την ψυχή τους.


Όλα λειώνουν κάτω από φθόνο και υποκρισία, βλέμματα και προσευχές.
Κάποια θα σβήσουν αργά στο χώμα, στην ώρα τους,  
Κάποια από μια πνοή αγέρα, την φλόγα θα τους πάρει.

Κανείς δεν ξέρει από πού και πότε φυσά
Μα σαν φυσήξει αδόκητα, πολλοί θα φωνάξουν, “Αδικία”  “Κρίμα”
Και έπειτα θα ξεχαστούν παρασυρμένοι από το άγριο ποτάμι της ζωής

Κι άλλοι, οι πιο αγνοί, δακρυσμένοι θα κοιτούν του σβησμένου κεριού τον
λευκό καπνό, που θα σηκώνεται ψηλά πάνω από το μανουάλι.

   Έκανε τον σταυρό του αργά, ο Χριστός τον κοιτούσε πονετικά, στο ευαγγέλιο του έγραφε «Εγώ ειμί το φως του κόσμου» άφησε το χαρτί με τους στίχους να καεί στην φωτιά των κεριών. Δακρυσμένος βγήκε από το μικρό εκκλησάκι στον πολύβουο δρόμο….

 {της Γης……}

      
 Έκαιγε θυμωμένα ο ήλιος, από την αυγή ακόμη. Κι έκαιγε και τώρα που ρόδιζε την θάλασσα λίγο πριν γύρει πίσω από τις δασωμένες βουνοπλαγιές, στο βάθος του κάδρου. Σήμερα ο Νίκος είχε ρεπό, κρατούσε το χέρι της πεντάχρονης κόρης του και βάδιζαν αμέριμνοι στην οδό Λαμπράκη.

   Στιγμές στιγμές το οδόστρωμα της ανέδυε αποπνικτική ζέστη και οσμή πίσσας θα προτιμούσε να ήταν στην εξοχή, όμως ήταν αδύνατο μιας και θα είχε υπηρεσία μέχρι το τέλος του μήνα στο Α.Τ. Τούμπας που είχε μετατεθεί προσφάτως από την πρωτεύουσα. Αγχωτικές μέρες και νύκτες πάνω στο περιπολικό, γεμάτες από έγκλημα και κίνδυνο που παραμόνευε κάθε στιγμή, είχε να ελπίζει όμως.

   Μερικές δεκάδες χιλιόμετρα μακριά τους περίμενε ο επίγειος παράδεισος του. Το παραθαλάσσιο χωριό των παιδικών του χρόνων στην Χαλκιδική με τα πεύκα που κατέβαιναν κοντά στο διάφανο ακρογιάλι, την χοντρή αμμουδιά με τα σπαρμένα βότσαλα, τις υπέρ-αιωνόβιες ελιές στις ομαλές πλαγιές που ανηφόριζαν ίσαμε τις πρώτες κυψέλες, ανάμεσα σε πεύκα και θυμάρια. Είχε φθάσει στα όρια του, όμως μπορούσε να περιμένει δυο εβδομάδες ίσαμε να πάρει την πολυπόθητη άδεια. Και η μικρή την περίμενε αυτήν την στιγμή πως και πως και κάθε λίγο ρωτούσε τους γονείς της, «τώρα θα πάμε στην θάλασσα;». Πλατσουρίσματα στο νερό, βόλτες στο χωριό και όμορφα δωράκια τριγύριζαν στο μυαλό της.

   Μόλις πέρασαν την τράπεζα, το κοριτσάκι κοιτούσε ερευνητικά μέχρι που είδε τον παπαγάλο στο εσωτερικό της μικροσκοπικής κάβας. Με όλη της την δύναμη τράβηξε τον γονιό της, ίσια για την βιτρίνα.

- Παπαγάλος φώναξε ενθουσιασμένη η μικρούλα, φιλάει το μαγαζί, ε μπαμπά;

   Το κλουβί ήταν τοποθετημένο λίγο πιο ψηλά από τα είδη δώρων στο κέντρο της προθήκης. Ο πατέρας της χαμογέλασε, πριν λίγες ημέρες είχε σκαρφιστεί μια μυθοπλασία για να εξάψει την φαντασία της κόρης του. Ήταν κάπως έτσι,


“ Τα βράδια το πολύχρωμο πουλί όταν λείπει το αφεντικό του φυλάει το μαγαζί από τους εισβολείς. Οι τρομεροί πειρατές του Αιγαίου όμως έχουν βάλει στο μάτι το μαγαζάκι. Σχεδιάζουν να κλέψουν όλα τα μπουκάλια με το κόκκινο κρασί και την μαγική γαλέρα, με τα τρία κατάρτια που λαμποκοπάει κάτω από τα φώτα της βιτρίνας. Το δικό τους, το δοξασμένο πειρατικό, έπειτα από τόσες μάχες με Άγγλους, Γάλλους και Ισπανούς ναύτες είχε γεράσει πια και έπρεπε να το αντικαταστήσουν με αυτό το γερό ισπανικό σκαρί με τις δυο σειρές κανόνια”.

   Καθώς το παιδί κοιτούσε με μάτια εκστατικά την βιτρίνα και τον ακοίμητο φρουρό της που κουνούσε νευρικά το πρασινοκίτρινο κεφάλι του προς όλες τις κατευθύνσεις, το δικό του βλέμμα είδε κάτι άλλο. Στο βάθος μπροστά στην γωνία δυο δρόμων υπήρχε το εκκλησάκι του ορφανοτροφείου της Τούμπας. Στέκονταν μέρα νύκτα κάτω από την ισχνή σκιά της γέρικης Νεραντζιάς που είχε πλέξει τα κλαδιά της από τα τρυφερά χρόνια της νιότης, με μιαν αψηλή Συκομουριά. Μπροστά του κάθονταν ένας ηλικιωμένος άντρας που δέχονταν την ελεημοσύνη των περαστικών. Στην ζωή του είχε δει πολλούς ανθρώπους να κάθονται στο έδαφος με το χέρι απλωμένο να ζητάει την ελεημοσύνη των περαστικών. Υπήρχαν και απατεώνες όμως οι περισσότεροι ήταν πάμφτωχοι άνθρωποι, πεινασμένοι, ρακένδυτοι ζήταγαν λίγα χρήματα, μια μηδαμινή βοήθεια, πώς να αρνηθεί λίγα κέρματα, ένα μπουκάλι γάλα. Δύσκολα, τραγικά πράγματα, αλλεπάλληλες εικόνες που μοιραία τον έσπρωχναν να αναρωτιέται ξανά και ξανά δίχως απάντηση. Η θρησκεία δεν του έδινε πειστικές απαντήσεις. Τόσα χρόνια στην αστυνομία, έβλεπε πολλά, πώς να τα παρακάμψει, γιατί να είναι έτσι η ζωή;

   Τι και αν ήταν κατακαλόκαιρο, μια ανάμνηση ξεχασμένη αναδύθηκε μέχρι την επιφάνεια της συνείδησης και του έφερε ολοζώντανη την εικόνα εκείνου του χειμωνιάτικου πρωινού, κοντά στα Χριστούγεννα. Αυτό το εκκλησάκι ήταν που είκοσι χρόνια πριν άφησε τον σταυρό και ένα ποίημα του, για τον φίλο του Κώστα, για τα πιστεύω του, για τις σπουδές που δεν θα έκανε ποτέ, για την νιότη του που θα πήγαινε χαμένη. Μπαίνοντας στο σώμα ήταν ένας συναισθηματικός άνθρωπος όμως μοιραία ο χαρακτήρας του άλλαζε, σκλήρυνε μέρα με την μέρα. Οι τρυφερές ευαισθησίες των νεανικών χρόνων του έδιναν την θέση τους σε ένα σκληρό κέλυφος. Τα ποιήματα του, με λεπτομερείς αναφορές συμβάντων στον αξιωματικό υπηρεσίας. Όλα αυτά που έζησε και ζούσε δεν χωρούσαν Θεό, έχασε την εμπιστοσύνη του και σε αυτόν και στους ανθρώπους.

   Ένας ψηλός άντρας γύρω στα 50, με ώμους κυρτούς πέρασε δίπλα τους. Στα χέρια του κρατούσε ένα καφετί λουρί, στην άκρη του δεμένο ένα ολόλευκο κανίς που παιχνίδιζε συνεχώς χαρούμενο. Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν στιγμιαία. Η αίσθηση που του άφησε ήταν πικρή˙ πρόσωπο μακρόστενο οστεώδης, ανέκφραστο, μάτια θολά. Το σκυλάκι τους γάβγισε παιχνιδιάρικα, γύρισε και η μικρή και του φώναζε κάνοντας χειρονομίες με τα παχουλά χεράκια της. Ο άντρας συνέχιζε την πορεία του χωρίς να τους δώσει καμιά σημασία.


- Πάμε αγάπη μου ώρα να γυρίσουμε στο σπίτι μας, η μαμά περιμένει…..





    Είχε βραδιάσει για τα καλά πια αλλά η ζέστη δεν έλεγε να υποχωρήσει. Το ισχνό σώμα του Μανώλη με αργά βήματα σερνόταν στο πεζοδρόμιο. Μια καγκελόπορτα έκλεινε ένα μικρό χώρο πλάι στο εκκλησάκι εκεί που έβαζε το κόκκινο κασόνι της coca cola. Ο Μανώλης τα τελευταία χρόνια το είχε για κάθισμα, το τοποθετούσε πλάι στην είσοδο του μικρού παρεκκλησίου του ορφανοτροφείου. Τώρα πάνω στο κασόνι καθόταν ο Βασίλης, ο φίλος του που σαν τον είδε να κοντεύει του φώναξε
- Έλα Μανώλη να κεράσω μπύρα και στέγνωσε το λαρύγγι μου.
- Που τα βρήκες ρε Βασίλη;
- Έχει και αγγέλους που περπατούν στην γη απάντησε χαμογελαστά με την βραχνή φωνή του, άντε να δροσιστούμε εδώ δίπλα.

Μόνο η οδός Ολυμπίας χώριζε το μικρό καφέ από το εκκλησάκι. Ο σερβιτόρος δεν τους καλοείδε αλλά με τέτοια κεσάτια, δεν είπε όχι στο χαρτονόμισμα που του πρότεινε μαζί με την παραγγελία, ο Βασίλης. Δυο παγωμένες μπύρες πρόβαλαν λαχταριστά δροσιστικές στον δίσκο που επιδέξια λίκνιζε ο ιδιοκτήτης και σερβιτόρος του καφέ….

- Δεν θα μου ξεφύγει το τομάρι, στο λέω δεν θα γλυτώσει από τα χέρια μου, ο Μανώλης ήπιε μια γουλιά τα κουρασμένα μάτια του έβγαζαν φωτιές, μπορεί να μην με θέλανε για χωροφύλακα, αλλά τουλάχιστον θα ξεβρομίσω τον τόπο από αυτό το ρεμάλι. Ο Βασίλης δεν απάντησε μόνο τον κοίταξε στα μάτια με ένα αινιγματικό χαμόγελο……

   Λίγες μέρες γνωρίζονταν οι δυο τους, ο Μανώλης τον είχε δει ένα ζεστό μεσημέρι να έρχεται στο μέρος του, στο εκκλησάκι. Ο Βασίλης κάθισε κάτω στο πλάι του και του ψιθύρισε « Θα δεχτείς ένα γέρο στρατιώτη για παρέα;». Έτσι έγινε, από εκείνη την στιγμή οι δυο τους μοιράστηκαν την θέση στο εκκλησάκι. Λίγα κέρματα το κέρδος τους όμως από καμιά φορά περίσσευε και κάτι για καμιά παγωμένη μπύρα. Αργά το βράδυ ο Μανώλης αγέλαστος πάντα, θυμωμένος με την ζωή και τους ανθρώπους πήγαινε στην παράγκα του πλάι στην κοίτη, στο ρέμα της Τούμπας.

   Σε αυτά τα χώματα είχε γεννηθεί, σε τούτη την παράγκα πέθανε και η μάνα του. Ήταν καλός μαθητής, ο δάσκαλος του, ο συγχωρεμένος ο Ηλιάδης τον πίστευε, τον βοηθούσε όσο μπορούσε, του έδινε βιβλία για να διαβάσει, στην έκτη αυτός τον προγύμνασε για τις εξετάσεις, το «αξίζει αυτό το χαμίνι» έλεγε και ξανάλεγε σε όποιον τον ρωτούσε. Κοφτερό μυαλό, όλοι απορούσαν με αυτό το γυφτάκι. Και ο πατέρας του απορούσε . Ήθελε να σπουδάσει λέει ο γιός του να πάει να μάθει πολλά γράμματα σαν τους μπαλαμούς. «Τι δουλειά έχεις εσύ; Α, χαϊβάνι; Βρε Κατσίβελοι είμαστε, χαμένα πράματα είναι αυτά, να μάθεις να γανώνεις, να γυρνάς σ’ μαχαλάδες, να πάρεις τον παρά» Αυτός όμως δεν άκουγε, κρυφά διάβαζε ότι έβρισκε και ονειρευόταν. Σαν μεγάλωνε θα γινόταν χωροφύλακας ή αξιωματικός στον στρατό όπως στις εφημερίδες και θα φορούσε την στολή με τα φανταχτερά γαλόνια. Θα ήταν δίκαιος όμως, όχι σαν τους άλλους. Αυτός θα τους βοηθούσε όλους αλλά πιο πολύ τους ρόμηδες σαν και του λόγου του, αλλά και τους κομμουνιστές που θα είχαν την ανάγκη του. Ήταν καλοί άνθρωποι, αδέρφια μας, τίποτα δεν έχουμε να χωρίσουμε, έλεγε ο γέρος του που είχε παρέες με δαύτους, έπινε κανένα κρασί στις γιορτές, πελάτες ήτανε, όλοι φτωχοί εργάτες, το δίκιο τους θέλανε…

     Τα χρόνια περνούσαν, παρά τις δυσκολίες και την περιφρόνηση των συμμαθητών του και κάποιων - ευτυχώς λίγων - καθηγητών, αυτός συνέχιζε το σχολείο και πήγαινε όλο και καλύτερα. Ο γέρος του, ο καλαϊτζής φούσκωνε από περηφάνια για το μοναχοπαίδι του, τον Μανώλη του. «Βάι, πικρό σικλέτι που με ποτίζει χρόνια, αχ και να σε βάστανε η μάνα σου» μονολογούσε πολλές φορές όταν τον έπαιρνε το παράπονο για την συγχωρεμένη. Στην γέννα επάνω την έχασε, στο πρώτο παιδί τους.

   Στο Γυμνάσιο στην τρίτη τάξη του εξατάξιου, πάνω στις εξετάσεις έγινε το κακό. Κάποιοι είπαν ότι ο πατέρας του ο Ανέστης μιλούσε πολύ και διέδιδε επικίνδυνες ιδέες στις γειτονιές της πόλης. Τον κατέδωσαν και οι χωροφύλακες ήρθαν στο σπίτι και πήραν τον γέρο. Στο τμήμα παραλίγο δεν του απήγγειλαν κατηγορίες, γλίτωσε προσωρινά τον εκτοπισμό σε κάποιο από τα νησιά της εξορίας, όμως χαρακτηρίστηκε ως «ταραχοποιό στοιχείο» άνοιξε φάκελος και τέθηκε σε παρακολούθηση. Δεν ήταν μόνο η περίπτωση του πατέρα του, κι ο ίδιος έκανε παρέα με τον Γιάννη τον Γαρέφη – τον μόνο σε όλο το σχολείο που αποδεχόταν να κάνει παρέα τον γύφτο – το ίδιο διάστημα βάσει του «Ιδιώνυμου» ο πατέρας του Γιάννη εκτοπίστηκε στην Μακρόνησο. Τον Μανώλη και τον Γιάννη τους κάλεσε ξεχωριστά ο Γυμνασιάρχης μετά από την σχετική ενημέρωση που έλαβε από τις αρχές ασφαλείας και που ενισχύθηκε από μαρτυρίες γονιών για πιθανή ύποπτη δράση τους εντός και εκτός του σχολικού περιβάλλοντος. Ο σύλλογος καθηγητών συνεδρίασε με το αιτιολογικό της " κατ’ εξακολούθησης παρέκκλισης από την προσήκουσαν διαγωγήν και τα ιδεώδην του έθνους" τους χαρακτήρισε με τον όρο της "επίμεμπτης" διαγωγής και αποφάσισε την αποβολή και των δυο παιδιών από όλα τα γυμνάσια του νομού. Αυτή η καθ’ όλα άδικη και σκληρή απόφαση ήταν η ταφόπλακα στα όνειρα για την κοινωνική του ανέλιξη. Εκείνο το βράδυ ο Μανώλης χώθηκε στην παράγκα και έκλαψε, έκλαψε σιωπηλά κάτω από την φθαρμένη κουβέρτα του, μέχρι το ξημέρωμα. Το πρωί έκαψε τα βιβλία του φορτώθηκε την γκαζιέρα και με βαριά καρδιά ακολούθησε τον γέρο του, τον γανωτζή.

   Από τότε χρόνια γύρναγε αγέλαστος στις γειτονιές με τα σύνεργα στην πλάτη και μια γαλβάνιζε μπακίρια, μια τρόχιζε μαχαίρια. Είχε δίκιο ο γέρος του τουλάχιστον από τον ουρανό που τον κοιτούσε θα ήταν ευχαριστημένος αφού ο γιος του έβγαζε το μεροκάματο, την επιβίωση. Όμως σιγά σιγά ήρθε η πρόοδος κι όλα τα κουζινικά γινήκαν ανοξείδωτα. Μαχαίρια δεν τρόχιζε σχεδόν κανένας, αγόραζαν τα φτηνά που πλημμύριζαν τις αγορές και σαν χαλούσαν τα πέταγαν. Τι να έκανε παράτησε στην άκρη στην γκαζιέρα του, τον κασσίτερο και το χλωριούχο αμμώνιο και δούλεψε μερικά χρόνια εργάτης εδώ και εκεί. Μέσα του έβραζε μα στο πρόσωπο του φορούσε πάντα την ίδια ανέκφραστη μάσκα, μια απάθεια επιφανειακή που μόνο αν παρατηρούσε κανείς τα μάτια του που έμοιαζαν με πυρωμένα κάρβουνα μπορούσε να καταλάβει. Παιδιά δεν έκανε, για ποιο λόγο για να έχουν την τύχη του; Άδικα του φέρθηκαν οι άνθρωποι, τι κακό είχε κάνει, νιό αντράκι ήταν. Και ο γέρος του; Ο κακομοίρης τι ήξερε από Μαρξ, Λένιν και κομμουνισμό; Ποιος φτωχός δεν ακούει όμορφα σαν του λες για ψωμί και εργασία, για ισότητα. Άδικα τον έμπλεξαν έτσι.

   Τα χρόνια πέρασαν και ο Μανώλης γέρασε, τα πυκνά καστανά μαλλιά του γινήκανε λευκά. Ένα πρωινό που δεν τον βαστούσαν τα πόδια του έφτασε στο εκκλησάκι. Άναψε ένα κερί και κάθισε πλάι του, εμπρός από την καγκελόπορτα. Έτσι έμεινε χρόνια, πάντα ανέκφραστος, πάντα θυμωμένος με την ζωή και τους ανθρώπους....

    Ο Βασίλης ο φίλος του δεν είχε καιρό στην πόλη, γρήγορα γνώρισε τον Μανώλη και μοιράστηκε μαζί του την θέση στο εκκλησάκι, σύντομα και την παραγκούλα του. Αυτός δεν έμοιαζε του Μανώλη, πάντα ήταν χαμογελαστός πάντα ευχαριστούσε βάζοντας το δεξί χέρι στο μέρος της καρδιάς και λέγοντας ένα βραχνό αλλά πεντακάθαρο “merci beaucoup”. Πολλοί ήταν οι περαστικοί που αρχικά απορούσαν όταν τον άκουγαν να τους ευχαριστεί στα γαλλικά, όμως γρήγορα το διασκέδαζαν. Του άρεσε να κάνει μεγάλες βόλτες στην πόλη, στην παραλία. Δεν μπορούσε να πιστέψει πόσο είχε αλλάξει η μορφή της από τότε που ήταν νέος...

***

   Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν σε λίγες ημέρες, οι έμποροι πάλι φέτος περίμεναν το θαύμα, το μεγάλο θαύμα για την αγορά. Ειδικά τα τελευταία χρόνια με την οικονομική κρίση το περίμεναν πως και πως για να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους. Ο Μανώλης όπως καθόταν στο κασόνι του έβλεπε κάθε χρονιά να στολίζουν τις βιτρίνες τους όλο και νωρίτερα ˙ από τέλος Οκτώβρη σχεδόν. Συνθετικά δέντρα, λευκά, ροζ φορτωμένα με χιλιάδες λαμπάκια και πολύχρωμες μπάλες, φιγουράριζαν στις βιτρίνες. Όμορφα στολίσματα με κάθε λογής μπιχλιμπίδια, ο ζητιάνος σκεφτόταν την γιορτινή ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων και την γαλήνη που έπρεπε να προσφέρει στις ψυχές των ανθρώπων όμως δεν έβλεπε κάτι τέτοιο στα πρόσωπα των ανθρώπων. Κόσμος πολύς περνούσε σήμερα όμως κανείς δεν είχε αφήσει κάποια βοήθεια. Δύσκολα χρόνια όλοι ήταν ανασκουμπωμένοι, φτώχεια, ανεργία. Ακόμη κι αυτό το ελάχιστο κερματάκι δεν περίσσευε σε πολλούς. Σηκώθηκε τακτοποίησε τα κεριά στο μανουάλι˙ του άρεσε να τα συγυρίζει κάθε τόσο σαν να ήταν καντηλανάφτης. Σαν τα τακτοποίησε αποφάσισε να φύγει, να πάει να κουρνιάσει στην παράγκα του.

     Η παραμονή των Χριστουγέννων ήρθε μαζί με τις χιονονιφάδες. Παιδιά έτρεχαν χαρούμενα πάνω κάτω για να πουν τα κάλαντα. Γιορτινά σπίτια και μαγαζιά τους καλοδέχονταν, από πόρτα σε πόρτα τα παιδιά ρωτούσαν “να τα πούμε; ” κάποιοι ίσως γκρίνιαζαν στην αρχή αλλά στο τέλος τους απαντούσαν “ να τα πείτε, να τα πείτε”

Χριστός γεννάται σήμερον        
εν Βηθλεέμ τη πόλη,
οι ουρανοί αγάλλονται
χαίρει η φύσις όλη.

Εν τω σπηλαίω τίκτεται
εν φάτνη των αλόγων
ο Βασιλεύς των ουρανών
και ποιητής των όλων.

    Καθώς προχωρούσε η μέρα το χιόνι σταμάτησε και το κρύο έγινε πιο τσουχτερό. Ο Μανώλης ξάπλωνε κουκουλωμένος με τρεις πολυκαιρισμένες κουβέρτες. Είχε ανοίξει τα μάτια του από νωρίς δεν του κολλούσε ύπνος λες και κάτι μεγάλο κάτι όμορφο τον περίμενε. Σκέψεις και εικόνες ανάμικτες από τα περασμένα χρόνια τον βασάνιζαν. Σαν παιδί δεν είχε τίποτα όμορφο να θυμάται, στις γιορτές στο σχολείο έκανε πάντα τον άρρωστο. Όλα τα παιδιά χαμογελούσαν είχαν όμορφα ρούχα, γονείς φτωχούς μα καλοντυμένους που τους έφερναν δώρα. Εκείνος ντρέπονταν για αυτόν για τον πατέρα του για την μεγάλη φτώχεια του για την κοινωνική του θέση. Τα παιδιά δεν χαρίζονταν πολλές φορές τον έλεγαν ψειριάρη και κορόιδευαν συνεχώς για τα τρύπια παπούτσια και τα μπαλωμένα ρούχα του. Αυτήν την γιορτινή μέρα είχε όμως μια όμορφη θύμηση από τα παλιά, μια αγαπημένη εικόνα, μια ζωγραφιά από το αναγνωστικό της τετάρτης δημοτικού. Την είχε κρατημένη σε ένα μεγάλο κουτί με μερικές ακόμα φωτογραφίες. Αναπαριστούσε ένα στολισμένο δωμάτιο, μια οικογένεια που ντυμένη τα καλά της κάθεται γύρω από το γιορτινό τραπέζι που είναι γεμάτο λιχουδιές. Δίπλα τους ένα μεγάλο καταπράσινο έλατο με πολύχρωμες μπάλες, τούφες από βαμβάκι και κεράκια στα κλαδιά του, έξω από τα παραθύρια χιόνιζε. Ήταν η ζωγραφιά με την θαλπωρή μιας εικόνας που ποτέ αυτός δεν αισθάνθηκε στην ζωή του, πάντα φτώχεια, μοναξιά. Σε λίγο αποκοιμήθηκε.

    Σαν ξύπνησε ήταν περασμένα μεσάνυχτα, ανήμερα Χριστούγεννα πια. Από το μουσαμαδένιο παράθυρο της παράγκας του μπορούσε να δει τα πολύχρωμα λαμπάκια που αναβόσβηναν στα γειτονικά μπαλκόνια. Του ήρθε η σκέψη του φίλου του. Ο Βασίλης ήτανε δυο μέρες που δεν είχε εμφανιστεί καθόλου. Ανησυχούσε λιγάκι αλλά σκέφτονταν ότι ίσως να βρήκε καμιά ζεστή γωνιά και λούφαζε εκεί μέσα για μερικές μέρες. Ξαφνικά άκουσε φωνές, κάποιοι μάλωναν, σίγουρα άκουγε μια γυναίκα, ένα σκυλί που γαύγιζε. Για λίγο έγινε ησυχία αλλά και πάλι ξεκίνησαν οι φωνές πιο έντονα. Δεν πρέπει να απείχαν παρά λίγα μέτρα από το καλύβι του, στο ρέμα. Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι του, ο παμπάλαιος σομιές διαμαρτυρήθηκε, οι φωνές συνεχίζονταν. Σηκώθηκε, πήρε μαζί του την λάμπα πετρελαίου και έφτασε μέχρι την πόρτα που δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα χοντρό κοντραπλακέ με δυο ξεχαρβαλωμένους μεντεσέδες. Την παραμέρισε και βγήκε έξω, χιόνιζε πάλι και το είχε στρώσει για τα καλά. Ήταν κοντά τώρα σήκωσε το φως και τον διέκρινε καθαρά, ήταν αυτός και τραβολογούσε μια κοπελίτσα. « Ο άτιμος, δεν έχει τίποτα μέσα του το κάθαρμα. Χριστουγεννιάτικο και μοιράζει τον θάνατο. Άσε κάτω το κορίτσι» ο Μανώλης τον τράβηξε από τον ώμο αλλά ίσα που τον κούνησε, δεν έφτανε η δύναμη του. Αχ και να ήταν παλικάρι, τότε που έβραζε το αίμα του. Ένα λευκό μικρόσωμο σκυλάκι ήταν δεμένο παραπέρα, ήταν δικό του το είχε ξαναδεί. Ο άντρας ψηλός, ξερακιανός γύρω στα πενήντα. Τον απώθησε με δύναμη, η λάμπα έπεσε από τα χέρια του γέρου και έσπασε, εκείνος του φώναξε υποτιμητικά,

- Φύγε από εδώ ρε παλιόγυφτε, μην ανακατεύεσαι στα πόδια μου, η κοπέλα έκανε να ελευθερωθεί όμως ο ψηλός την έπιανε από τον λαιμό με μίσος, τα λεφτά μου τώρα, της γκάριξε μέσα στα μούτρα.

    Ο γέροντας είχε πέσει στα χιονισμένα χόρτα, έκανε ακόμα μια προσπάθεια να σηκωθεί, ήταν αποφασισμένος να ελευθερώσει την κοπέλα. Άρρωστη ήταν, αυτός ο αλήτης την είχε καταστρέψει, ποιος ξέρει και πόσα άλλα παιδιά;

- Άσε την κοπέλα, τώρα αλήτη φώναξε και έσφιξε τις αποστεωμένες γροθιές του. Ο άντρας τράβηξε κάτι από την τσέπη του,

- Φύγε ρε γέρο, είπε τρίζοντας τα δόντια του από θυμό. Ο Μανώλης τότε είδε το καθαρά, το σιδερικό έλαμψε στα χέρια του. Δεν φοβήθηκε στιγμή, τι τώρα, τι σε λίγο καιρό σκέφτηκε, τι άλλο περίμενε από την ζωή του; Δεν υπήρχε επιστροφή άκουσε το κλάμα της κοπέλας πνιγμένο από τις χερούκλες του, το σκυλί γαύγιζε και προσπαθούσε να λυθεί. Ένοιωσε τους μυς και τα κόκαλα του να βαστάνε, λες και ήταν χρόνια νεότερος. Μια στιγμή έπεσε πάνω του με όλη την δύναμη που είχε. Οι τρεις τους κουτρουβάλησαν στο λευκό χώμα. Η κοπέλα ελευθερώθηκε και έπαιρνε βαθιές ανάσες. Οι δυο άντρες πάλευαν με λύσσα σαν να ήταν συνομήλικοι, τα κορμιά τους είχαν ενωθεί βίαια, τα χέρια τους μπλεγμένα, στην άκρη το περίστροφο ανεξέλεγκτο στα χέρια του ψηλού. Ο Μανώλης πάλευε με όλο του το είναι.

- Θα σε στείλω στον παράδεισο, στο εκκλησάκι σου, γέλασε μέσα από τα σφιγμένα δόντια του, τα μάτια του φώτισαν τρομακτικά μέσα στην λευκή νύχτα. Το χιόνι άρχισε να πέφτει ραγδαίο πραγματική χιονοθύελλα. Ο ψηλός έβαλε όλη την δύναμη του και ξετυλίχθηκε από το σώμα και τα χέρια του Μανώλη, έδωσε μια και σηκώθηκε. Κατέβασε το περίστροφο να τον σκοτώσει αλλά δεν τον έβλεπε πουθενά τον χιόνι τον έκρυβε.

- Αααα ούρλιαξε, ήταν το σκυλί του, του είχε καταφέρει μια τρομερή δαγκωνιά στην γάμπα. Σάστισε με την δαγκωματιά του σκύλου του, τότε ένοιωσε τον Μανώλη να τον πλησιάζει. Είδε στην σκιά του μέσα στο λευκό πέπλο, το περίστροφο ξέρασε φωτιά, στο βάθος ακούστηκε μια σειρήνα. Έπρεπε να φύγει, οι μπάτσοι έφταναν. Ο γέρος δεν φαίνονταν πουθενά, τον είχε στείλει στον Χριστό του μέρα που ήταν. Κινούνταν γύρω γύρω μέσα στο χιόνι, με το γέρο είχε ξεμπερδέψει τώρα έψαχνε την κοπέλα όμως είχε χάσει τον προσανατολισμό του. Τότε αισθάνθηκε την μύτη του να σπάει από την τρομερή γροθιά που δέχθηκε, ένας δεύτερος πυροβολισμός ξέσχισε την νυχτιά….

  Το χιόνι έκοψε απότομα οι αστυνομικοί έφτασαν σε λίγο ειδοποιημένοι από το κέντρο. Η σκηνή του συμβάντος - όπως θα έγραφαν αργότερα στην αναφορά τους - εκτυλίχθηκε σε ένα χωματόδρομο λίγο πιο πάνω από την κοίτη του ρέματος της Τούμπας. Πρώτα βρήκαν το σκυλάκι που τους οδήγησε στην κοπέλα. Εκείνον τον βρήκαν λιπόθυμο, με το χέρι στην σκανδάλη πάνω του βρέθηκε μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών. Ο Νίκος θυμήθηκε το καλοκαιριάτικο βράδυ την συνάντηση τους. Δίπλα του ο γέρο Μανώλης ανάσαινε βαριά, από την κούραση, τα μάτια του όμως έλαμπαν από χαρά. Ο ένας αστυνομικός ήταν ο Νίκος, αναγνώρισε αμέσως και τον άνδρα με το περίστροφο και τον γέροντα. Δεν ήξερε το όνομα του αλλά κάποιες φορές του είχε δώσει λίγα κέρματα.


- Το κατάφερα το κάθαρμα του είπε μόνο και χαμογέλασε για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια˙ τότε που ήταν παιδί και είχε δικαίωμα στα όνειρα. Ο αστυνομικός τον τύλιξε με το υπηρεσιακό του μπουφάν .….



***


Ανήμερα των Χριστουγέννων, αξημέρωτα, ένας μυστηριώδης γέρος με παλιομοδίτικα ρούχα με παρέα ένα λευκό κανίς έφτασε στο ίδρυμα. Στο μεγάλο κτίριο φιλοξενούνταν εκατοντάδες παιδικές ψυχούλες που τέτοια ώρα ονειρεύονταν τα πολυπόθητα δώρα που θα άνοιγαν σε λίγες ώρες. Ο φύλακας που είχε υπηρεσία στην πύλη παρέλαβε από τα χέρια του ένα βαρύ δέμα για την διεύθυνση. Νωρίς το μεσημέρι μόλις έφτασε η διευθύντρια και όλο το διοικητικό συμβούλιο του ιδρύματος για την καθιερωμένη γιορτή των Χριστουγέννων μια μεγάλη έκπληξη τους περίμενε όλους. Το δέμα περιείχε πολλές, πάρα πολλές χιλιάδες ευρώ και μόνο μια χειρόγραφη κάρτα στα γαλλικά.


“S'il vous plaît accepter cet argent en signe de contrition sincère de mon client. Joyeux Noël. Merci beaucoup”


Η καθηγήτρια των γαλλικών την διάβασε σε όλους:


“Παρακαλώ δεχθείτε αυτά τα χρήματα ως δείγμα της ειλικρινούς μεταμέλειας του πελάτη μου. Καλά Χριστούγεννα. Σας ευχαριστώ πολύ”


Basile Eustache


   Η ταυτότητα του άγνωστου δωρητή δεν έγινε ποτέ γνωστή αφού η αναζήτηση του δικηγόρου απέβει άκαρπη μιας και δεν υπήρχε δικηγόρος ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Γαλλία με αυτό το ονοματεπώνυμο.

    Στην άλλη άκρη της πόλης ο Μανώλης κοιμήθηκε για τελευταία φορά μόνος, τυλιγμένος με το μπουφάν του αστυνομικού. Ξύπνησε με ένα τεράστιο χαμόγελο που δεν το έχασε μέχρι το τέλος της ζωής του. Οι άνθρωποι της γειτονιάς που έμαθαν την γενναία πράξη του δεν θα τον άφηναν ποτέ πια μόνο. Ο γέρο Κατσίβελος στο λιόγερμα της ζωής του κέρδισε την αγάπη και την εκτίμηση όλων. Ο Γενικός Αστυνομικός Διευθυντής Θεσσαλονίκης τον βράβευσε σε ειδική τελετή για την εξέχουσα πράξη του να σώσει την κοπέλα και να εξουδετερώσει τον επικίνδυνο έμπορο ναρκωτικών που επί χρόνια δρούσε στις γειτονιές της πόλης. Ως ένα μεγάλο ευχαριστώ και την αποκατάσταση μιας αδικίας του παραχωρήθηκε τιμής ένεκεν πιστό αντίγραφο απολυτηρίου Γυμνασίου, αυτού που άξιζε όμως η πολιτεία και η κοινωνία του στέρησε δεκαετίες πριν.




{του Ουρανού…..}

Αυτήν την ιστορία μου την διηγήθηκε ο πατέρας μου με όλες τις λεπτομέρειες και είναι πέρα για πέρα αληθινή. Ο Νίκος με ακόμα ένα συνάδερφο του έφτασαν πρώτοι στο ρέμα της Τούμπας τα μεσάνυχτα των Χριστουγέννων. Ο υπεύθυνος βάρδιας στο τηλεφωνικό κέντρο της αμέσου δράσεως είχε λάβει ένα ανώνυμο τηλεφώνημα από ένα άντρα με βραχνή φωνή. Έπρεπε να τρέξουν γρήγορα στο ρέμα πάνω από την οδό Λαμπράκη, γίνονταν συμπλοκή δυο αντρών. Ο τηλεφωνητής θυμάται πολύ καλά ότι όταν έκλεινε η γραμμή άκουσε ένα μεγάλο merci beaucoup.





Μετά την σύλληψη, στο σπίτι του εμπόρου ναρκωτικών βρέθηκαν όλα τα ενοχοποιητικά στοιχεία που χρειάζονταν ο ανακριτής και ο εισαγγελέας για να τον φυλακίσουν για πάρα πολλά χρόνια. Βρέθηκε επίσης μια μεγάλη τρύπα σε ένα αναποδογυρισμένο καναπέ και λίγα χαρτονομίσματα στο πάτωμα. Δεν ανακαλύφθηκε τι ποσό μπορεί να κρυβόταν εκεί και ποιος να το πήρε λίγο πριν φτάσουν οι αστυνομικοί.

   Το βράδυ των Χριστουγέννων όταν ο Νίκος άκουσε γαβγίσματα έξω από το σπίτι του το λευκό κανίς τον περίμενε στην πόρτα. Το είχε χάσει από τα μάτια του μέσα στην ταραχή όταν βρήκαν την κοπέλα στον τόπο της συμπλοκής. Τα μπροστινά του πόδια πατούσαν σε έναν φάκελο. Πήρε το σκυλάκι μέσα και όταν άνοιξε τον φάκελο βρήκε τα έγγραφα ενός Γάλλου στρατιωτικού, γράμματα στην μητέρα του και μια φθαρμένη φωτογραφία της πόλης. Μετά από έρευνα των στοιχείων με την βοήθεια ενός συναδέλφου μεταφραστή έμαθε ότι αυτός ο άντρας έζησε στην Θεσσαλονίκη στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο την περίοδο 1916 – 18 όπου στην πόλη υπήρχαν συγκεντρωμένα στρατεύματα από διάφορες χώρες. Ονομάζονταν Basile Eustache, οι φίλοι Έλληνες τον φώναζαν με το ελληνικό όνομα Βασίλης όπως ανέφερε σε ένα από τα γράμματα του. Επίσης σε ένα άλλο γράμμα στην μητέρα, της αναφέρει ότι οι φίλοι του, του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι δικηγόρος γιατί του άρεσε πάντα να υπερασπίζεται όποιον έβρισκε μπελάδες στο στρατόπεδο. Πίστευε ότι η μητέρα του θα το χαιρόταν μιας και μπορεί να μην της έκανε το χατίρι να γίνει δικηγόρος στο Παρίσι αλλά έστω και έτσι θα πρέπει να ήταν ευχαριστημένη.

     Ήταν ολοφάνερο, με αυτά τα στοιχεία λύθηκε για τον Νίκο το μυστήριο των χρημάτων του καναπέ, του μυστηριώδους δικηγόρου Basile Eustache που όπως έγραψαν οι εφημερίδες παρέδωσε ανήμερα των Χριστουγέννων το δέμα με τα χρήματα στο ίδρυμα.

     Για το τέλος πρέπει να μάθετε ότι ο φάκελος εκτός από τα στοιχεία του Basile Eustache περιείχε τον φθαρμένο σταυρό του Νίκου και το χαρτί με τους στίχους του για τον αδικοχαμένο φίλο του Κώστα. Ήταν το ίδιο που είχε κάψει στο εκκλησάκι είκοσι χρόνια πριν. Λίγο πιο κάτω από τους στίχους του ένα άγνωστο χέρι είχε προσθέσει στα γαλλικά:

«Ne vous contentez pas confiance ce que vous voyez. Ne perdez jamais votre foi en ce que vous ne voyez pas»

«Μην εμπιστεύεσαι μόνο αυτά που βλέπεις. Ποτέ μην χάσεις την πίστη σου σε ότι δεν βλέπεις»

    Το σοκ ήταν μεγάλο, μετά από όλα αυτά η ζωή του Νίκου άλλαξε. Έφυγε με την οικογένεια του για το όνειρο, για το παραθαλάσσιο χωριό της Χαλκιδικής. Πήραν μαζί και τον πατέρα μου, το λευκό κανίς. Ναι σωστά ακούσατε είμαι ο μεγάλος του γιος. Από τότε έμεινε μαζί τους και του έδωσαν όλη τους την αγάπη μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Οι οικογένεια του Νίκου έζησε εδώ ευτυχισμένα χρόνια μακριά από το άγχος και τον κίνδυνο. Έμαθαν να δουλεύουν την γη τους μα να κοιτούν ψηλά, να μετρούν τα αστέρια, να πιστεύουν στα θαύματα.

    Πάω τώρα και εγώ, είναι βράδυ Χριστουγέννων σήμερα. Ο μπάρμπα Νίκος και τα εγγόνια του κάθονται γύρω από το τζάκι, με τα φώτα σβηστά, στις λάμψεις της φλόγας. Θα τους πει πάλι αυτήν την παράξενη ιστορία για τον Μανώλη, για τον Basile ή Βασίλη τον Γάλλο στρατιωτικό, για τον πατέρα μου, για όλα όσα έζησε μεταξύ πραγματικότητας και ουτοπίας. Αν μπορούσαν να με καταλάβουν θα τους έλεγα και εγώ κάτι που δεν ξέρει ούτε ο μπάρμπα Νίκος. Ο Βασίλης βρισκόταν εκεί δίπλα στον φίλο του και τον βοήθησε. Αυτός έλυσε από το δέντρο τον πατέρα μου που δάγκωσε το κακό αφεντικό του, βοήθησε τον φίλο του στην πάλη. Ο Μανώλης τον αισθάνθηκε, τον είδε να φεύγει με το σκυλάκι ανενόχλητος ανάμεσα από τους αστυνομικούς. Δεν τον ξαναείδε ποτέ από εκείνη την βραδιά μα γνώριζε πως ο φίλος του βρέθηκε στο πλευρό του όπως τον καιρό που ήταν μαζί, πλάι στο εκκλησάκι.



Αφιερωμένο στον Κώστα Γρηγοριάδη τον φίλο από τα χρόνια της σχολής που έφυγε από κοντά μας αναπάντεχα, δυο μέρες πριν. Μια ανάσα πριν ολοκληρωθεί αυτό το διήγημα που έχει αναφορές στον άδικο χαμό ενός φίλου, λες και προφητικά μου ανακοίνωνε την απώλεια του Κώστα. Καλό ταξίδι φίλε….

Πολλές ευχαριστίες για ακόμη μια φορά στον ζωγράφο Ντίνο Παπασπύρου για την παραχώρηση των σημαντικών έργων του που στολίζουν τα διηγήματα μου.   

1. Τμήμα από τον πίνακα: Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου απέναντι από τη Ροτόντα, τέμπερα, 22Χ32 εκ., 1996
2. Τμήμα από τον πίνακα: Η υπό ανέγερση εκκλησία Αγίου Χριστοφόρου, τέμπερα 27Χ20 εκ. 1991
3. Τμήμα από τον πίνακα: Λάμπουν σαν δάκρυα τα Χριστούγεννα, τέμπερα, 28Χ38 εκ., 2006
4. Τμήμα από τον πίνακα: Τοπιογραφία Θεσσαλονίκης- Πόλη της Άνοιξης, Τέμπερα 38Χ48 εκ., 2011, Κωδ. 767


   Οι δυο αυτοί άνθρωποι υπήρχαν, ζούσαν, κάθονταν μαζί πλάι στο εκκλησάκι, ποτέ δεν έμαθα τα ονόματα τους. Ο ψηλός αγέλαστος άντρας έφυγε πρώτος από την ζωή, στο κασόνι της coca cola του άφησαν κάποιοι ένα καντηλάκι να τον συντροφεύει. Τον ευγενικό  ηλικιωμένο που χάριζε απλόχερα τα merci beaucoup με την βραχνή φωνή του τον είδα μερικές φορές ακόμη πριν τον χάσω για πάντα. Ένα μικρό μνημόσυνο είναι λοιπόν αυτό το διήγημα για αυτούς τους δυο άντρες.  


Α.  Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ

24 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2013

ΦΙΛΟΙ ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΓΗ