Κυριακή, Απριλίου 19, 2015

Ζητώ...

   Μ. Σάββατο και το κεντρικό κρεοπωλείο κατάμεστο. Ο Γιάννης τεμάχιζε πυρετωδώς τα κρέατα για τις δεκάδες παραγγελίες, η γυναίκα του η Παρθένα κρατούσε το ταμείο, ο γιος τους ο Δημήτρης σερβίρισμα και καθαριότητα.
- Κοίτα Γιάννη το αρνί να είναι καλό, πέρυσι δεν έμεινα ευχαριστημένος...
- Μα τι λες τώρα κύριε Χαράλαμπε από το Πάικο είναι το αρνάκι, χόρτα και λουλούδια έτρωγε μόνο...
    Μέσα στο ανακαινισμένο μαγαζί καμιά δεκαπενταριά πελάτες άντρες και γυναίκες όλων των ηλικιών περίμεναν υπομονετικά την σειρά τους. Ο τζίρος παρά την κρίση καλός, η αναπαλαίωση του μαγαζιού και ο μοντέρνος σχεδιασμός είχαν φέρει και νέα πελατεία. Πολλά τα έξοδα της όμως και η Παρθένα χτυπούσε με ευλάβεια στην ταμειακή ακόμα και τα μικρά δεκαδικά, δίχως να κόβει λεπτό από τον λογαριασμό. Πολλοί ίδρωναν κοιτώντας τα δάχτυλα της και την οθόνη της ταμειακής, η στενότητα βλέπεις, εδώ και χρόνια...
    Ξαφνικά όλοι είδαν τον Γιάννη που σήκωσε το δεξί χέρι κρατώντας τον μπαλτά και του απαγόρευε την είσοδο, εκείνος όμως, έκανε ένα μικρό βήμα και μπήκε. Στάθηκε ήρεμα πίσω από τον τελευταίο πελάτη. Κάποιοι γύρισαν και τον είδαν, μερικοί αποτραβήχτηκαν σε απόσταση, άλλοι γύρισαν το βλέμμα τους προς τις ψυκτικές βιτρίνες με τα κρέατα ή στα γυαλιστερά πλακάκια των τοίχων. Το πρόσωπο του γεμάτο μουντζούρες, τα μακριά γκρίζα μαλλιά του ξεχείλιζαν μπερδεμένα στους ώμους. Τα ρούχα του ξεσκισμένα, άθλια, φορούσε δυο παντόφλες κατεστραμμένες από καιρό και οι τρύπιες κάλτσες του αποκάλυπταν τα πληγιασμένα, γεμάτα ξερό αίμα δάκτυλα. Όμως παρ' όλη την κατάσταση που βρισκόταν, το ήρεμο πρόσωπο και τα καστανά μάτια του τόνιζαν το ευγενικό στοιχείο της ύπαρξης του. Αν οι υπόλοιποι τον κοιτούσαν στα μάτια, θα έβλεπαν πως περισσότερο από άνθρωπο ίσως έμοιαζε με ένα πληγωμένο ζώο, που υπομονετικά περιμένει τον σωτήρα του.
   Ένας πελάτης γύρω στα σαράντα που είχε μπει πριν λίγο θεώρησε ότι ο ρακένδυτος άνθρωπος θέλει χρήματα και μιας και η Παρθένα δεν είχε κάνει την κίνηση, έβγαλε εκείνος να του δώσει.
- Έλα, του είπε καταδεκτικά και άπλωσε το χέρι του στο οποίο κρατούσε ένα ευρώ. Εκείνος δεν έκανε καμιά κίνηση τον κοίταξε δειλά λοξεύοντας το βλέμμα του και έπειτα γύρισε πάλι μπροστά του, προς τους πελάτες που του είχαν γυρισμένη την πλάτη, απομακρυσμένοι πάντα όμως όσο γίνεται από αυτόν.
- Τι να του δώσω; Ρώτησε ο Δημητράκης την μάνα του που συνέχιζε να χτυπά τους λογαριασμούς δίχως να σηκώνει κεφάλι.
- Δυο μπούτια κοτόπουλο, τι να του δώσεις; Ακολουθώντας την υπόδειξη της Παρθένας έβαλε σε μια σακούλα τα πόδια του πουλερικού. Όταν του τα πρόσφερε αντί να τα πάρει όπως περίμεναν όλοι, εκείνος κοίταξε αργά τον Δημήτρη και την σακούλα που κρατούσε και πάλι γύρισε μπροστά του.
   Μια γιαγιά μπήκε στο κρεοπωλείο μαζί με το εγγονάκι της ένα αγοράκι, ήταν δεν ήταν τριών χρονών. Οι ξανθές μπούκλες έπεφταν στο ολόλευκο μέτωπο και τα γαλάζια παιχνιδιάρικα ματάκια του γυρνούσαν σαν την πεταλούδα από πρόσωπο σε πρόσωπο καθώς χάριζε παντού τα πιο γλυκά χαμόγελα του...
Δυο μηχανές της αστυνομίας σταμάτησαν έξω από την βιτρίνα του κρεοπωλείου, ένας ψηλός αστυνομικός μπήκε στο κατάστημα,
- Προχώρα, ενοχλείς τους ανθρώπους του φώναξε αυστηρά και τον τράβηξε δυνατά από το ισχνό του μπράτσο. Εκείνος δεν έφερε καμιά αντίσταση… Όλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους αμήχανα, μόνο η γιαγιά που κρατούσε το εγγονάκι της τον λυπήθηκε και φώναξε,
- Μην τον τραβάτε έτσι, σας παρακαλώ, δεν έκανε τίποτε...


***


   Τυρολόης και Ανδριώτη γωνία, στεκόταν στο σκοτάδι, όρθιος ανάμεσα στους κισσούς του ερειπωμένου οικοπέδου, πίσω του η μισογκρεμισμένη παράγκα που κοιμόταν τα βράδια. Η λάμπα του στύλου φώτιζε το σταυροδρόμι, χαρούμενες οικογένειες με πολύχρωμες λαμπάδες στα χέρια περνούσαν για την Αγιά Μαρίνα, δυο γάτες ξάπλωναν νωχελικά επάνω σε ένα κάδο ανακύκλωσης. Σε λίγο θα χτυπούσαν οι καμπάνες για την Ανάσταση…
Ο πάμπτωχος άντρας με τα ξεσκισμένα ρούχα και τα πληγιασμένα πόδια χαμογελούσε,είχε κερδίσει κάτι πολύ σημαντικό σήμερα… λίγο πριν φτάσουν οι αστυνομικοί. Ένα γλυκό χαμόγελο, αυτό που του έδωσε αναπάντεχα με όλη του την καρδιά, το ξανθό αγγελούδι.
Κάποτε ήταν ο Μανώλης Παλαιολόγος, έμπορος υαλικών, έχασε τα πάντα, την υγεία του, στο τέλος την φωνή του. Αν το πρωί στο κρεοπωλείο μπορούσε να μιλήσει...


Ζητώ μόνο ένα χαμόγελο...”


Εκείνες οι καμπάνες χτύπησαν χαρμόσυνα, ακόμα και για εκείνον, μέσα από τα μάτια ενός παιδιού...


Ένα διήγημα πρόκληση σε μια σελίδα, από μια εικόνα το Μ. Σάββατο πρωί. Το ερειπωμένο οικόπεδο χωρίς τις ανθισμένες πασχαλιές, μια διαφορετική ιστορία ...

Αφιερωμένο σε όλους τους απόκληρους της κοινωνίας που η ζωή τους έφερε στην ανάγκη, στο πεζοδρόμιο. Πάντα θα θυμάμαι τους δυο ανθρώπους μπροστά στο εκκλησάκι, τον ψηλό αδύνατο ηλικιωμένο με το βλέμμα που ταξίδευε πάντα αλλού και τον ευγενικό κοντόσωμο παππούλη που με ευχαριστούσε κάθε φορά με ένα merci beaucoup στο ορφανοτροφείο της Α. Τούμπας. Τον κυρ Δημήτρη στην πλατεία δημαρχείου και τόσους άλλους που έχουν σημαδέψει την ψυχή μου και τα γραπτά μου. Και να θυμόμαστε πάντα ότι αυτοί οι άνθρωποι μαζί με την βοήθεια μας χρειάζονται και το ειλικρινές χαμόγελο μας...

Πίνακας:
1. Πάσχα στη Μονή Βλαχερνών (Κέρκυρα), τέμπερα, 23Χ16 εκ., 1989 Ντίνος Παπασπύρου

Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ
ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2015



Σάββατο, Απριλίου 11, 2015

Τα βιβλία των άλλων - Πάσχα. Στις ανθισμένες πασχαλιές

Όταν το έργο που διαβάζεις υψώνει το ηθικό σου
και γεμίζει την καρδιά σου με ευγενή αισθήματα,
μη ζητάς να κρίνεις με άλλον τρόπο το έργο.

Ζάν ντε λά Μπρυγιέρ



Στις ανθισμένες πασχαλιές”


Πριν από πολλά χρόνια στην Άνω Τούμπα
   
    Το λιγοστό χειμωνιάτικο φως έσβηνε αργά - αργά μέχρι που χάθηκε ολότελα πίσω απ’ τις ξεθωριασμένες πολυκατοικίες. Ψηλά απ' τον τσιμεντένιο στύλο ακούστηκε ένας δυνατός ηλεκτρικός βόμβος που γρήγορα εξαφανίστηκε καθώς η λάμπα έριξε αχνά το κιτρινωπό της φως επάνω στον δρόμο, στους ξεχαρβαλωμένους μπλε κάδους και στα γυμνά κλαδιά των δένδρων του ερειπωμένου οικοπέδου. Στην απέναντι γωνία, Τυρολόης με Καθηγητού Νικολάου Ανδριώτη ο ηλικιωμένος άντρας πλησίασε στο ξύλινο παράθυρο για να δει την λάμπα που τις νύχτες του κρατούσε συντροφιά. Αναμφίβολα είχε χαρεί που φώτιζε κι αυτό το βράδυ,  ίσως και να της χαμογέλασε ανεπαίσθητα τις πρώτες στιγμές, σαν σε χαιρετισμό σε ένα παλιό του φίλο. Μα στην ουσία ήταν συντροφιά, πολλές φορές είχε ξενυχτήσει με το φως της για παρέα, άλλοτε παρατηρώντας τους περαστικούς που φωτίζονταν φευγαλέα αφήνοντας το πρόσκαιρο αποτύπωμα τους στην μνήμη του και άλλοτε τις στάλες της βροχής ή τις χιονονιφάδες που πετούσαν τριγύρω της, τις παγερές νυχτιές. 
Η παλιά μονοκατοικία που κατοικούσε ακόμα και σήμερα ήταν το πατρικό του·



χτισμένη στα ψηλά της Τούμπας, κοντά στο Κρυονέρι. Τα τελευταία χρόνια την μονοκατοικία την είχε κυκλώσει το μπετόν, παντού πολυκατοικίες, η μια κολλημένη πάνω στην άλλη. Οι ανάγκες για στέγαση στην πληθυσμιακή εκτίναξη των προηγούμενων δεκαετιών, γέμισε το τοπίο απ' την γκρίζα παρουσία τους. Χρόνο με τον χρόνο η αντιπαροχή εξαφάνισε απ’ την πόλη τις μονοκατοικίες, τους πολύχρωμους κήπους και τις μυρωδιές της άνοιξης.  Όμως εκείνος θυμόταν καθαρά, σαν ήταν παιδί αυτό το σπίτι ήταν μια αγκαλιά με το πράσινο και εδώ ήταν η εξοχή των Θεσσαλονικέων. Σαν έφευγαν τα μεγάλα κρύα του χειμώνα, από το κέντρο της πόλης χαρούμενες παρέες ανέβαιναν τραγουδώντας στην ανθισμένη Τούμπα.

Την Καθαρά Δευτέρα οι εκδρομές αυτές  κρατούσαν όλη μέρα και ο ουρανός γέμιζε χαρταετούς. Στις πολυπληθής παρέες τα πολύβουα παιχνίδια και τα πειράγματα έδιναν και έπαιρναν ανάμεσα σε μικρούς και μεγάλους. Σαν απόκαμαν το μεσημέρι κάθονταν όλοι τους καταγής, σε πολύχρωμες κουρελούδες. Πάνω σε κεντητά τραπεζομάντιλα οι γυναίκες είχαν απλωμένα ένα σωρό νηστίσιμα, μα λαχταριστά φαγητά. Αργά το απόγευμα μόλις ο Θερμαϊκός χρυσώνονταν από τις τελευταίες αχτίδες, οι συντροφιές κατάκοπες μα ευτυχισμένες αποχαιρετούσαν τα ψηλά της Τούμπας. 
Τα χρόνια εκείνα από τα σκαλοπάτια του σπιτιού του μπορούσε να αγναντεύει όλο τον Θερμαϊκό και να ακούει το τραγούδι της  θάλασσας, τα καΐκια να ξανοίγονταν για την ψαριά στον κόλπο. Τώρα πια οι ήχοι των αυτοκινήτων σκέπαζαν τα πάντα και απ' το παράθυρο του μπορούσε να βλέπει ανεμπόδιστα μόνο μια πλατιά λωρίδα ουρανού που στένευε πολύ καθώς κατέβαινε μέχρι την θάλασσα και τα μακρινά φώτα του λιμανιού.

   Αυτό το βράδυ ο ουρανός ήταν γεμάτος αστέρια, στα χαμηλά ένα βοριαδάκι περόνιαζε μέχρι το κόκκαλο τους λιγοστούς περαστικούς. Ξαστεριά και άνεμος, ήταν βέβαιος πως δεν θα χιόνιζε· παρότι το κρύο ήταν τσουχτερό ο Βαρδάρης πάντα έδιωχνε όλα τα σύννεφα. Μέσα από το παράθυρο του ήταν άνετα και ζεστά, εκείνος όμως είχε ρίξει και μια λεπτή κουβέρτα στα πόδια του και πάνω της ένα λογοτεχνικό βιβλίο, όπως πάντα. Το φως της λάμπας δυνάμωσε, είδε τις δυο γέρικες Πασχαλιές που είχαν μπλέξει τα κλαδιά τους,  η ψηλότερη πασχαλιά ήταν λες και είχε γείρει επάνω στην άλλη, λες και σφιχταγκαλιάζονταν για να υποφέρουν το τσουχτερό κρύο. Πίσω τους πνιγμένη στους κισσούς, έχασκε η ρημαγμένη πόρτα της παράγκας του Μάνθου. Από τότε που είχε πεθάνει και ο γέρος στο μικρό οικόπεδο κατοικούσαν μόνο γάτες και ο δήμος είχε τοποθετήσει εμπρός στην είσοδο του δυο κάδους ανακύκλωσης. Πολλές φορές τις νύχτες τον τρόμαζε αυτό το σημείο και απόστρεφε τα μάτια του, μόνο την Άνοιξη δεν φοβόταν ποτέ, τότε οι πασχαλιές ανθίζανε και τα κλαδιά τους βαφόταν μοβ.

    Κατά τις έντεκα τα μάτια του είχαν βαρύνει μα δεν ήθελε να αφήσει το βιβλίο από τα χέρια του. Πέρασε ώρα ακόμα μέχρι να κουραστεί και τελικά να το ακουμπήσει μαζί με τα γυαλιά του στο τραπεζάκι, δίπλα στο  άδειο χαμομήλι του. Σκέφτηκε να σηκωθεί για μια σύντομη βόλτα μέχρι την κουζίνα να ξεμουδιάσει λιγάκι, όμως γνώριζε καλά ότι τα γόνατα του θα διαμαρτύρονταν και πάλι όπως και η σκουριασμένη μέση του και για αυτό δεν μπήκε καν στον κόπο να το προσπαθήσει... Ήταν πια περασμένες δώδεκα, νωρίς όμως για αυτόν μιας και ο ύπνος δεν τον επισκεπτόταν αν δεν κόντευε το ξημέρωμα. Τα βιβλία πάντα τον συντρόφευαν σε αυτές τις μεγάλες νύχτες.  Έριξε μια ματιά στον δρόμο,  απόλυτη ερημιά, ησυχία παντού. Στο σαλόνι του ακουγόταν απαλά το ραδιόφωνο στο τρίτο πρόγραμμα. Τα χαδιάρικα νιαουρίσματα της Μάρως ακούστηκαν κάτω από το μπαλκόνι. 

Η μακαρίτισσα η γυναίκα του πάντα φρόντιζε 3 – 4 γατούλες. Καλοταϊσμένες τα μεσημέρια, σκαρφάλωναν και λιάζονταν στο χαμηλό μπαλκόνι του σπιτιού τους. Τα βράδια τριγυρνούσαν στον κήπο και σαν την έβλεπαν που κατέβαινε να ποτίσει τα λουλούδια στον κήπο της, γουργούριζαν και τρίβονταν ευχαριστημένες στις γάμπες της. Ακόμα και τώρα, πέντε χρόνια μετά τον θάνατο της Μελπομένης συνέχιζαν να έρχονται κάθε μέρα στο σπίτι της. 

   Κοίταξε τον ουρανό είχε κλείσει απ’ άκρη σε άκρη, περίεργο πως ο καιρός είχε αλλάξει μέσα σε λίγες ώρες. Ο Βαρδάρης είχε κόψει, κόκκινα σύννεφα παραφορτωμένα από υγρασία στάθηκαν πάνω από την πόλη, μάλλον πλησίαζε χιονιάς, σκέφτηκε. Του άρεσε που συνέβαινε έτσι απρόοπτα, επίτηδες δεν άκουγε πότε τα τελευταία χρόνια δελτία καιρού, για να έχει την χαρά της έκπληξης, την έκπληξη που δίνει η φύση. Στο βάθος, στο έμπα του λιμανιού είδε τα φώτα από ένα μεγάλο τάνκερ, γλιστρούσε αργά σαν φάντασμα στον σκοτεινό κόλπο. Έμεινε να το κοιτά βυθισμένος στις αναμνήσεις του…

       Ο θόρυβος ακούστηκε υπερβολικά δυνατά, ήταν το καπάκι του κάδου ανακύκλωσης που έπεσε από την πίσω του πλευρά. Μια μικρόσωμη σιλουέτα κρυμμένη από το φως της λάμπας ψαχούλευε στο πυκνό σκοτάδι. Κοίταξε το ρολόι του, ήταν 1.10 π.μ. Τόσο αργά ποτέ δεν είχε δει κάποιον πάμπτωχο μετανάστη να ψάχνει τους κάδους. Μια μικρή δέσμη φωτός κινούνταν δεξιά αριστερά μέσα στον κάδο, κάτι βρήκε και έκλεισε το καπάκι. Με τον φακό της φώτισε γύρω - γύρω στο οικόπεδο και στάθηκε να κοιτάζει τις σφιχταγκαλιασμένες πασχαλιές. Σε λίγο την είδε να φεύγει και να κινείται προς αυτόν κρατώντας ένα μικρό αντικείμενο στο χέρι. Η λάμπα του δρόμου την φώτισε, ήταν ένα νεαρό κορίτσι με ένα σακίδιο στην πλάτη. Τώρα την έβλεπε καθαρά, μακριές καστανές μπούκλες στεφάνωναν το λαμπερό πρόσωπο της, στα χεράκια της κρατούσε ένα βιβλίο. Μικρές πυκνές χιονονιφάδες άρχισαν να στροβιλίζονται στον αέρα. Το κορίτσι στάθηκε κάτω από το μπαλκόνι του και κοίταξε ερευνητικά το βιβλίο που μόλις είχε βρει. Το χιόνι δυνάμωνε και τις σκέπαζε τα μαλλάκια της μα εκείνη απορροφημένη, σαν οπτασία που δεν την αγγίζουν τα γήινα, ξεφύλλιζε μία, μία τις σελίδες. Ο ηλικιωμένος άντρας στάθηκε να την κοιτά σαν σε όνειρο, την έβλεπε να απομακρύνεται μέχρι που χάθηκε στα χιονισμένα στενά της Τούμπας…    
 
      Χιόνισε αρκετά εκείνο το βράδυ και την επόμενη μέρα όλα ήταν κάτασπρα. Λόγω ενός ισχυρού βαρομετρικού συστήματος που πέρασε πάνω από την βόρεια Ελλάδα,  η Θεσσαλονίκη – πράγμα σπάνιο τα τελευταία χρόνια - χιονίστηκε για μέρες και έπειτα έφτασε ένας θεριακλής Βαρδάρης να παγώσει τα πάντα. Επάνω στην πόλη ένα παχύ στρώμα πάγου εμπόδιζε την κυκλοφορία. Όλες αυτές τις μέρες εκείνος καθόταν πίσω από το τζάμι του και απολάμβανε το χιονισμένο τοπίο, την θαλπωρή του σπιτιού, και τα βιβλία του. Βγήκε έξω προσεκτικά, μόνο για τις απαραίτητες δουλειές  και τα ψώνια του μπακάλικου, αφού εκείνος πάντα ψώνιζε από ένα παλιό μαγαζάκι της γειτονιάς που το κρατούσε ακόμη ο Ευθύμιος Κουνής, ο κατσούφης μπακαλόγατος, όπως του άρεσε να τον πειράζει. Ήταν εξαρτημένος σχεδόν απ’ το συνοικιακό μπακάλικο που τον έδενε με τα παιδικά του χρόνια. Δυο τραπέζια και τέσσερις καρέκλες για τους καλούς φίλους. Αχ τι μυρωδιές, και τι γεύσεις... ο παράδεισος και η κόλαση μαζί. Να οι μορταδέλες, δίπλα τους τα λαχταριστά ζαμπόν, να οι παστουρμάδες και τα σουτζούκια να σου λιγώνουν την ψυχή. Τουρσιά πικάντικα παρέα με τα παστά, ελιές μαύρες, πράσινες, τσακιστές, τυριά και κασέρια από όλη την ευλογημένη πατρίδα. Σακιά γεμάτα από φασόλια λογιών λογιών, ρεβίθια, φάβες και φακές. Βότανα, καρυκεύματα και μυρωδικά ένα χαρμάνι από μυρωδιά. Ρετσίνα και κρασιά χύμα, για τους μερακλήδες. Μαλβαζιά από το κρητικό το αμπέλι, πλάι στα ξινόμαυρα της Νάουσας και τα ορεινά του Αμυνταίου... Ευτυχώς άντεξε το μπακαλικάκι στον χρόνο, απέναντι στον ανηλεή ανταγωνισμό των super markets και τις οικονομικές δυσκολίες που του προκάλεσαν. Αλλά και χάρη στον Γιασέρ από την Παλαιστίνη που εδώ και καμιά εικοσαριά και πλέον χρόνια βοηθούσε τον υπέργηρο μπακάλη. Ο Γιασέρ ήταν ένας καλοκάγαθος γίγαντας, με το χαμόγελο και την εργατικότητα του είχε γίνει η ψυχή του μαγαζιού από τον πρώτο καιρό. 

      Λίγο πριν ανάψει η λάμπα τον καληνύχτισε η Άννα· το όνομα που διάλεξε να την φωνάζουν στην Ελλάδα η Marsela, η Αλβανίδα καθαρίστρια που του κρατούσε το νοικοκυριό μετά τον θάνατο της Μελπομένης. Επιλογή της μακαρίτισσας, εκείνη την είχε βρει. Την βοηθούσε την Μελπομένη, τα τελευταία χρόνια δεν μπορούσε να τα καταφέρει με τόσο μεγάλο σπίτι. Λίγο στρυφνή και φωνακλού ήταν, τα ήξερε όλα πολλές φορές, αλλά εργατική και τίμια γυναίκα, άφθαστη νοικοκυρά. Κοιτούσε γύρω του, όλα έλαμπαν από πάστρα, με τάξη τακτοποιημένα. Οι κουρτίνες λαμποκοπούσαν φρεσκοσιδερωμένες και όλο το σπίτι στρωμένο με καθαρά χαλιά. Η αγαπημένη του βιβλιοθήκη στο σαλόνι· μια τεράστια γωνία σε δυο τοίχους, πεντακάθαρη όπως και ένα - ένα τα αμέτρητα βιβλία του, δίχως ίχνος σκόνης. Απ’ την κουζίνα ερχόταν η μεθυστική μυρωδιά του βραστού, μοσχαράκι με πατάτες, σέλινο και καρότα. Σκεφτόταν να την κάνει την παρασπονδία του, ποιος κρατιόταν μέχρι να ξημερώσει ο Θεός;

    Επέστρεψε χορτάτος από την γενναία μερίδα του βραστού, ήταν τόσο καλό που καθώς το έτρωγε παίνευε τις οικοκυρικές αρετές της Marsela, αν και για τις προτιμήσεις αναγκαζόταν πάντα να προσθέτει λιγάκι αλατάκι παραπάνω, τα φαγητά της ήταν πεντανόστιμα. Κάθισε και πάλι στην πολυθρόνα και σκεπάστηκε την λεπτή κουβερτούλα. Πήρε το βιβλίο που είχε πλάι του και άνοιξε το εξώφυλλο, η αφιέρωση γραμμένη με καλλιγραφικά γράμματα «Με όλη μου την αγάπη στον Γιάννη μου, Μελπομένη». Ήταν ένα από τα πιο αγαπημένα του βιβλία, ήταν του Καζαντζάκη “Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΞΑΝΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ”, η Μέλπω του, του το είχε χαρίσει πριν 30 χρόνια στα τεσσαρακοστά του γενέθλια. Πόσο την αγαπούσε αυτήν την γυναίκα, το βλέμμα της, το χαμόγελο της, την ψυχή της… ήταν το άλλο του μισό. Πόσο τετριμμένες ήταν αυτές οι λέξεις που γυρνούσαν στο μυαλό του και πόσο φτωχές να αποδώσουν το μεγαλείο του να μοιράζεσαι μια ζωή, το γνώριζε καλά. Και όλα τα βιβλία αγάπης που είχε διαβάσει και άλλα τόσα δεν θα μπορούσαν να αποδώσουν μια στιγμή του να είσαι μαζί με τον άνθρωπο σου, τα καλά και τα άσχημα που έφεραν τα τόσα χρόνια συμβίωσης, δεν θα μπορούσαν να τον κάνουν να γευτεί μια στιγμή από τους μακρινούς περιπάτους ή απ' τις βραδιές τους με τις ατελείωτες συζητήσεις στο φως των κεριών, την γεύση των χειλιών της. Καμιά φράση δεν ήταν αρκετή για την αγάπη τους μα ούτε και για τον αποχωρισμό τους. Παιδιά δεν απέκτησαν όμως είχε ο ένας τον άλλον και ήταν τόσο ευτυχισμένοι στην καθημερινότητα τους που η έλλειψη των παιδιών συμπληρωνόταν από την αγάπη τους. Σαν την έχασε έμεινε μισός με μόνη του παρηγοριά πια τα βιβλία και τις αναμνήσεις του, καλά φυλαγμένες στο κομμάτι της καρδιάς που του είχε απομείνει...

     Η ώρα πέρασε και για ακόμη ένα βράδυ άκουσε τον γνώριμο ηλεκτρικό βόμβο και η λάμπα άρχισε να αχνοφέγγει. Το βλέμμα του στράφηκε επάνω στους κάδους ανακύκλωσης, δεν μπορούσε να ξεχάσει την εικόνα του νεαρού κοριτσιού με το βιβλίο μέσα στο χιόνι, όλες αυτές τις μέρες δεν είχε φύγει από το μυαλό του και ερχόταν ξανά και ξανά, σαν μισοσβησμένο όνειρο.  Τι να έψαχνε ένα κορίτσι τέτοια ώρα σε έναν κάδο ανακύκλωσης; Μπορεί να ήταν αυτό ένα βιβλίο; Τι αναπάντεχο γλυκό μυστήριο ήταν αυτό που του φανερώθηκε;

   Πέρασαν ακόμα δυο μερόνυχτα, φέτος ο καιρός λες είχε βαλθεί να φέρει σε λογαριασμό ότι του έλλειπε από τους ήπιους χειμώνες που είχαν προηγηθεί. Ο ουρανός βαρύς και υγρός από το πρωί και το κρύο σφιχτό « Χιόνι που δεν σηκώνεται περιμένει και άλλο» έλεγαν συχνά οι παλιότεροι βασισμένοι στην λαϊκή θυμοσοφία αιώνων και για φέτος είχαν επιβεβαιωθεί θριαμβευτικά. Ο Γιάννης Βελλίτης βρίσκονταν πλάι στο παράθυρο του, όπως πάντα, συντροφιά με τα βιβλία του και την λάμπα του δρόμου. Ταξίδευε για ώρα... σε μια άλλη εποχή, σήμερα με το μυθιστόρημα του Σώμερσετ Μωμ “Διακοπές στο Παρίσι”. Τον είχε απορροφήσει τόσο που δεν κατάλαβε ότι από ώρα χιόνιζε με χοντρές πυκνές νυφάδες που σκέπαζαν γρήγορα την πόλη. Ερημιά, άνθρωπος δεν περπατούσε. Αναπάντεχα λες και από την πολλή κλεισούρα τον κυρίευσε μια ακαταμάχητη λαχτάρα για καθαρό αέρα, να γίνει ένα με το χιόνι. Άνοιξε το παράθυρο και ο παγωμένος αέρας τον αγκάλιασε σφιχτά, ανατρίχιασε. Όλα ήταν τόσο ήσυχα που νόμιζε πως άκουγε τις νιφάδες να πέφτουν στα λευκά του μαλλιά. Βιαστικές πατημασιές ακούστηκαν από την Καθηγητού Ανδριώτη, την είδε να ζυγώνει...  Διέκρινε πως στο δεξί χέρι κρατούσε ένα βιβλίο, σταμάτησε εμπρός στον μπλε κάδο ανακύκλωσης. Ο Βελλίτης και χωρίς να την έβλεπε θα καταλάβαινε πως ήταν η ίδια κοπέλα με το σακίδιο στην πλάτη. Η καρδιά του ξύπνησε από την ηρεμία και άρχισε να χτυπάει δυνατά. Εκείνη ανασήκωσε το χιονισμένο καπάκι και έριξε μια ερευνητική ματιά στο εσωτερικό του κάδου. Σχεδόν αμέσως το άφησε στην θέση του, δεν υπήρχε τίποτα για αυτήν. Κοντοστάθηκε κάτω απ' την λάμπα, κοίταξε τις πασχαλιές αργά αργά με προσοχή, πήγε κοντά τους και χάιδεψε τους κορμούς, τα κλαδιά. Έπειτα γονάτισε στο χιόνι ανάμεσα στο δύο δέντρα και άνοιξε το βιβλίο που κρατούσε. Την είδε να το βαστάει στα χέρια με λατρεία, το άνοιξε σε μια σελίδα και διάβαζε. Το χιόνι που έπεφτε πυκνό την σκέπαζε, έκλεισε απότομα το βιβλίο και έκανε να σηκωθεί, τότε το κεφάλι της παραλληλίστηκε με το μπαλκόνι του, το ανοικτό παράθυρο. Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν... Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή...  Με μια ακούσια κίνηση άρπαξε το βιβλίο του Μωμ και το έφερε στο μέρος της καρδιάς, τώρα πια ήταν σίγουρος, το κορίτσι αναζητούσε βιβλία, τα λάτρευε... Εκείνη ξαφνιασμένη τον κοίταξε, κοίταξε στο μέρος της καρδιάς του, το βιβλίο. Το βλέμμα της έλαμψε, σήκωσε το βιβλίο που κρατούσε και το ακούμπησε στην καρδιά της και αυτή, όπως ο άγνωστος άντρας απέναντι της... Το εξώφυλλο φάνηκε καθαρά, μέσα στην χιονιά ο ουρανός γέμισε αστέρια για τον Βελλίτη, «τον γέρο που αγαπούσε τα βιβλία» όπως τον αποκαλούσαν πίσω από την πλάτη του οι πιτσιρικάδες της γειτονιάς. Έμειναν να κοιτιούνται ενώ οι χιονονιφάδες χόρευαν ανέμελα ανάμεσα τους...  Μέσα από το ανοικτό του παράθυρο την είδε να απομακρύνεται αργά, με το βιβλίο πάντα ακουμπισμένο στην καρδιά της. Το ξημέρωμα τον βρήκε στην πολυθρόνα του, αποκοιμήθηκε αποκαμωμένος με ένα χαμόγελο που είχε χρόνια να ζωγραφιστεί στο πρόσωπο του... 

Η επόμενη μέρα ήρθε γλυκιά και καλόκαρδη  σαν να είχε φτάσει η άνοιξη και είχε εκδιώξει μεμιάς τον χειμώνα. Το χιόνι έμεινε στα βουνά, μα στην πεδιάδα έγινε γρήγορα νερό και χάθηκε μαζί με την παγωνιά. Όλο το πρωινό ο Γιάννης Βελλίτης δεν είχε ησυχία, περπατούσε πάνω κάτω, νευρικά.  Εδώ και χρόνια παρακολουθούσε τους πάμπτωχους ρακοσυλλέκτες· συνήθως Βούλγαροι Ρομά, που περνούσαν κάτω από το μπαλκόνι του ψάχνοντας για σιδερικά στους κάδους. Ποτέ δεν έβγαιναν πέρα από το ηλιοβασίλεμα, μαζεύονταν και αυτοί στριμωγμένοι, στα ανήλιαγα υπόγεια της Τούμπας, χωμένοι ανάμεσα στα δύσοσμα λάφυρα των σκουπιδιών της πόλης. Αυτό το κορίτσι έρχονταν πάντα αργά την νύχτα, έβγαινε για να βρει βιβλία πεταμένα από κάποιους που τα βαρέθηκαν ή που τους έπιαναν χώρο. Δεν τ' αγαπούσαν τα βιβλία αυτοί. Ο ίδιος δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο, μα πως θα μπορούσε ένας άνθρωπος που όλη του την ζωή αγάπησε τα βιβλία, εργάστηκε για τους συμπολίτες του προσφέροντας τους βιβλία μέσα από τις βιβλιοθήκες. Τα βιβλία για αυτόν είχαν ψυχή, το κάθε ένα με την ομορφιά του, μια ζωντανή ιστορία όπως κάθε άνθρωπος, ένα ταξίδι σε κόσμους γοητευτικούς, μυστήριους, τρομακτικούς, αλλοτινούς...  Λάτρευε την αφή τους, την μυρωδιά τους, τον ήχο της σελίδας, την γραμματοσειρά που σε ταξιδεύει στον κόσμο της. Ανεκτίμητη συντροφιά και μια αληθινή φιλία που λίγοι δυστυχώς μπορούσαν να εκτιμήσουν.  Σίγουρα δεν τους άξιζε να ρίχνονται στα σκουπίδια, παρά μόνο να χαρίζονται. Το κορίτσι αυτό μάζευε τα βιβλία σαν τα ορφανά από τους δρόμους. Χωρίς να γνωρίζει τίποτε άλλο και μόνο από αυτό το γεγονός το αγάπησε αυτό το παιδί, ένοιωθε μέσα του την βαθιά ευαισθησία που είχε ένα τέτοιο πλάσμα. Μια τέτοια πράξη προϋπέθετε μεγάλη αγάπη για την λογοτεχνική ανάγνωση. Ανεξήγητη ήταν για αυτόν η αγάπη της για τις πασχαλιές του Μάνθου. Τι παράξενο πλάσμα; Δεν μπορούσε να απαντήσει, το πως και το γιατί αυτό το παιδί γυρνάει τα βράδια και γυρεύει βιβλία στους κάδους ανακύκλωσης; Ποιοί να είναι οι γονείς του; Ποια ιστορία να κουβαλάει στις πλάτες του; Εκείνη την μέρα, μια όμορφη ιδέα γεννήθηκε στο μυαλό του. Αν και εκ του χαρακτήρος του δεν ήταν αρκετά θαρραλέος είχε αποφασίσει να κάνει κάτι για αυτό το κορίτσι, και για τον εαυτό του όμως...


Κύλησαν οι μέρες και ο χειμώνας έδωσε οριστικά και αμετάκλητα την  εξουσία του στηνάνοιξη. Ταπεινά λουλούδια αναστήθηκαν από τους σπόρους που κοιμόταν καλά φυλαγμένοι στον κόρφο της γης. Γέμισαν τους αγρούς τα κίτρινα αγριολούλουδα κι άνθισαν τα δέντρα στους κάμπους. Η ταπεινή εργάτρια η μέλισσα, γονιμοποιούσε την ανθισμένη φύση πετώντας εδώ και εκεί. Τα βράδια, βαθιά στον ορίζοντα διαγράφονταν με το σκούρο μπλε του δειλινού οι χιονισμένες κορυφογραμμές της μακεδονικής γης κι ο ουρανός φάνταζε να καίγεται λίγο πριν την παράδοση του στο σκοτάδι. Χαμηλά στο οικόπεδο του Μάνθου κάτι άλλαζε καθώς η άνοιξη φούσκωνε στον κόρφο της γης.

Οι δυο γέρικες πασχαλιές του Μάνθου τις τελευταίες μέρες είχαν γεμίσει από πρασινωπούς παραφουσκωμένους κάλυκες που ασφυκτιούσαν να κρατήσουν μέσα τους τα μαβιά άνθη. Τα γυμνά κλαδάκια σε λίγο θα υποδέχονταν το θαύμα της άνοιξης, το ερειπωμένο σπίτι θα γέμιζε από το χρώμα τους, τα μοβ τους άνθη θα κάλυπταν την ασχήμια της εγκατάλειψης. Ήταν περίεργο πως αυτά τα χαμηλά γέρικα δέντρα χωρίς ίχνος περιποίησης τα τελευταία χρόνια, μόνο με την φροντίδα του ήλιου και της βροχής κάθε χρόνο άνθιζαν με τόση μεγαλοπρέπεια ώστε όλοι στην γειτονιά να απορούν για αυτά. Φέτος όμως τα βράδια οι ανθισμένες πασχαλιές κρατούσαν στην αγκαλιά τους όνειρα και ταξίδια, αμέτρητα ταξίδια για ένα κορίτσι...

Στο κέντρο αποκατάστασης


   Το κρεβάτι ήταν στρωμένο με γαλάζια σεντόνια, μια μπλε κουβέρτα κάλυπτε το σώμα του. Μια τηλεόραση σβηστή βρισκόταν απέναντι του  και ένα ψηλό και φαρδύ έπιπλο με ράφια και συρτάρια. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι με ώχρα ως την μέση και έπειτα μέχρι το ταβάνι επενδεδυμένοι με ξύλο καρυδιάς. Δίπλα του υπήρχε ένα ειδικό κομοδίνο που χρησίμευε και σαν βάση για το φαγητό του. Σε δυο μέτρα απόσταση υπήρχε άλλο ένα κρεβάτι σαν το δικό του καλοστρωμένο και άδειο·  όλα του ήταν άγνωστα σε αυτό το δωμάτιο. Έξω από το παράθυρο απλωνόταν εύφορη γη,  ολοπράσινα σιταροχώραφα όσο έφτανε η ματιά, δυο δέντρα οριοθετούσαν την αρχή του ουρανού. Πάνω τους το γαλάζιο βαφότανε λευκό από μικρά ταξιδιάρικα σύννεφα. Ίδιες βαρκούλες τούτα τα πουπουλένια σύννεφα, από νερό και θαύματα πλασμένες, ταξίδευαν ήρεμα στην απεραντοσύνη του “πίνακα”... 

  Η δροσιά του πρωινού κι η μυρωδιά του κάμπου μπλέχτηκαν με τα χαρούμενα τιτιβίσματα μιας ανέμελης παρέας σπουργιτών και κάθε τόσο τρύπωναν στο δωμάτιο μέσα απ' το ανοικτό παράθυρο. Σε λίγο πάνω στο αλουμινένιο του πλαίσιο ήρθε και κάθισε μια καρδερίνα, κουνώντας με γρήγορες κινήσεις μια δεξιά και μια αριστερά, μια πάνω, μια κάτω, το κόκκινο κεφαλάκι της. Κοίταξε απορώντας μέσα στο δωμάτιο, είδε τον άνθρωπο που ξάπλωνε σκεπασμένος, δεν τον φοβήθηκε, ήταν ακίνητος και ανέπνεε αργά. “Περίεργοι οι άνθρωποι κι ο κόσμος τους” πρέπει να σκέφτηκε και βάλθηκε με το πιο γλυκό του κελάηδισμα να τα μαγέψει όλα...   

     Ώρες...μέρες...μήνες...χρόνια... δεν θυμόταν ποιος ήταν, ο χρόνος δεν είχε μέτρο, αρχή και τέλος. Ξυπνούσε ακριβώς στο ίδιο σημείο, σαν να επαναλαμβανόταν η ίδια μέρα, ξανά και ξανά... μόνο αυτό μπορούσε να αντιλαμβάνεται. Κάποιες στιγμές έβλεπε να κινούνται  γύρω του κάποιες σκιές, άλλες φορές πάλι γίνονταν γυναικείες μορφές που του έδιναν φαγητό, τον καθάριζαν, μετά ησυχία... Του άρεσε που κοιτούσε ένα λευκό φως, έτσι απλά δίχως επίγνωση από που και πως ερχόταν. Κάποιες φορές ήταν απαλό και του γεννούσε ένα αίσθημα θαλπωρής και άλλες φορές εκτυφλωτικό και τον απωθούσε, κάποτε χανόταν... Τότε τον φόβιζε πολύ το σκοτάδι.  Στην ζωή του πια κυριαρχούσε η σιωπή, δεν μιλούσε ενώ το ήθελε απεγνωσμένα, ήταν αδύνατον όμως να προφέρει και την πιο απλή λέξη και αναγκαστικά υπέμενε βυθισμένος, σε έναν κόσμο απόλυτης σιωπής...

   Πέρασε καιρός και ένα πρωινό οι γιατροί ήρθαν στο δωμάτιο του, σήμερα ήταν και ο Μαρκάτος, ο καθηγητής, ο επικεφαλής της ιατρικής ομάδας. Εξέτασε τον ασθενή λεπτομερώς.  “Κατά τις τελευταίες μέρες ο ασθενής αντιδρά καλύτερα” τον πληροφόρησε ο επιμελητής Α, Αθανάσιος Μίσχος που είχε αναλάβει τον ασθενή από την εισαγωγή του στο κέντρο.  Ο Γιάννης Βελλίτης,  μετά το εγκεφαλικό που υπέστη είχε αρκετά προβλήματα υγείας, όμως η κατάσταση του βελτιωνόταν συνεχώς το τελευταίο διάστημα και πλέον αντιδρούσε ικανοποιητικά στα εξωτερικά ερεθίσματα. Τις τελευταίες μέρες έβλεπε πια καθαρά και η αντίληψη των πραγμάτων βελτιωνόταν.                                                                                                                                                                                                                         
   Οι καθαρίστριες φορούσαν κεραμιδί στολές, οι νοσηλευτές λευκές, οι φυσιοθεραπευτές, εργοθεραπευτές γαλάζιες και οι γιατροί τις κλασικές λευκές ρόμπες τους. Πρωί πρωί στα δωμάτια έμπαιναν πρώτα οι νοσηλεύτριες για τα φάρμακα, το πρωινό και το στρώσιμο των κρεβατιών. Για όσους δεν είχαν κινητικό πρόβλημα Τρίτη και Παρασκευή το πρόγραμμα περιελάμβανε μπάνιο στο ειδικό λουτρό του δωματίου. Ακολουθούσαν οι καθαρίστριες με τους κουβάδες τους και τις υπερμεγέθεις σφουγγαρίστρες. Έπειτα έμπαιναν οι γιατροί, στο τέλος τους επισκέπτονταν οι φυσιοθεραπευτές. Κάποιοι έκαναν φυσιοθεραπείες στο κρεβάτι τους λόγω κινητικών προβλημάτων όμως τους περισσότερους τους κατέβαζαν με τα αμαξίδια τους στο ισόγειο και στο πρώτο υπόγειο· εκεί έκαναν ασκήσεις στην πισίνα υδροθεραπείας. Όταν τελείωναν οι φυσιοθεραπείες τους ανέβασαν στον όροφο τους και τοποθετούσαν τα αμαξίδια τους στην σειρά, δέκα έως δεκαπέντε την φορά παρατάσσονταν μπροστά στα φιμέ παράθυρα και κάτω από την μεγάλη γυάλινη οροφή. Ο Γιάννης Βελλίτης πλέον κατέβαινε στο φυσιοθεραπευτήριο και αφού ολοκλήρωνε τις μυϊκές ασκήσεις και την λογοθεραπεία τον ανέβαζαν και αυτόν για να κάτσει δίπλα στους άλλους ασθενείς στον εσωτερικό χώρο του κέντρου που λουζόταν από το ηλιακό φως.

- Τυχερός ο κυρ Γιάννης, παιδιά δεν έχει αλλά ευτυχώς έχει αυτό το παιδί τον Περικλή τον ανιψιό της γυναίκας του, εξαιρετικός, σαν πατέρα του τον φροντίζει διαπίστωσε με την στεντόρεια φωνή του ο Κώστας ένας χωρατατζής ογδοντάρης, συνταξιούχος ταχυδρομικός, με δυο γιους παντρεμένους στην Αμερική. Ήταν εγχειρισμένος στο ισχίο μετά από συντριπτικό κάταγμα και είχε έρθει στο κέντρο αποκατάστασης πριν δυο μήνες. Τον Περικλή τον ανιψιό του Βελλίτη, τον είχε δει καθώς πλησίαζε από το βάθος του διαδρόμου και κατά την προσφιλή του συνήθεια είχε πει και αυτό το νέο όσο πιο δυνατά μπορούσε στον Γεράσιμο·  τον φίλο του τον πρώην μουσικό της φιλαρμονικής ορχήστρας του δήμου Θεσσαλονίκης.
- Καλός... καλός, απάντησε μονολεκτικά με την τρεμάμενη φωνή του ο πρώην μουσικός. Ο Γεράσιμος με τις εννιά δεκαετίες στην πλάτη του και τις ατελείωτες ώρες που πέρασε με το τύμπανο φορτωμένο στο καχεκτικό κορμί του, τώρα προσπαθούσε μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις να ανασηκώσει – και πάντα με κόπο - τον κορμό του, για να δει κάτι πέρα από τις παντόφλες του. Έτσι ο Κώστας που άλλο και δεν ήθελε, ήταν το μάτι και το αυτί του στο κέντρο αποκατάστασης.
- Και δεν έχει μόνο τον Περικλή έχει, πήγε να συνεχίσει ο Κώστας
- Ποιόν μερακλή; Τον διέκοψε ο Γεράσιμος που είχε πεσμένες τις μπαταρίες στο ακουστικό του.
- Ποιόν μερακλή βρε Γεράσιμε, είπε και ξέσπασε σε ένα τρανταχτό γέλιο ο Κώστας.

    Ο Περικλής που πατούσε φέτος τα 35 του ήταν ψηλός, με καστανά μάτια και μαύρα μαλλιά, όσοι τον έβλεπαν ξεχώριζαν εκτός από την λεβεντιά και την ευγενική του όψη, τους καλούς του τρόπους. Σήμερα είχε στα “παλικάρια” του ορόφου μια έκπληξη, τους είχε φέρει γλυκά διαίτης όπως το είχε υποσχεθεί.
- Αυτό είναι το καλό νέο του μήνα, σχολίασε δυνατά και πάλι ο Κώστας όταν είδε τώρα πια καλύτερα ότι ο Περικλής κρατούσε ένα μεγάλο κόκκινο κουτί περιτυλιγμένο με χρυσαφί κορδέλες και κατάλαβε ότι ο ευγενικός νέος είχε κρατήσει την υπόσχεση που είχε δώσει την προηγούμενη μέρα στα “παλικάρια” όπως τους φώναζε.
- Ποιον νέο; ρώτησε πάλι ο Γεράσιμος κοιτώντας πάντα το πάτωμα.
- Τα γλυκάκια που φέρνει το παλικάρι μας καημένε, αμάν δεν ακούς καθόλου σήμερα, του απάντησε και αμέσως γύρισε προς τον Περικλή και του χαμογέλασε πλατιά. Ήδη είχε φτάσει κοντά τους και σήκωνε κεφάτος το ανοιχτό κουτί προς τους ηλικιωμένους που τώρα είχαν γυρίσει όλοι προς το μέρος του άλλοι με επιφωνήματα και άλλοι επιδοκιμαστικά σχόλια. Ήταν τόσες πολλές οι επευφημίες που ακόμα και τον Γεράσιμο έκαναν να ανασηκωθεί και να χαμογελάσει και ο ίδιος στην θέα των γλυκισμάτων.  Ο θείος του παρέμεινε σιωπηλός παρά μονάχα χαμογέλασε αχνά σαν είδε το πρόσωπο του ανιψιού. Ο Περικλής γνώριζε πως μονάχα από ένστικτο ο θείος του απάντησε στο δικό του το χαμόγελο και δεν τον αναγνώριζε ούτε θυμόταν τίποτε άλλο από την ζωή του πριν το εγκεφαλικό.  

   Το σούρουπο ήρθε και ο Περικλής έφυγε μαζί με τα χαμόγελα και τους καλούς του τρόπους. Πριν φύγει εκείνο το βράδυ για να πετάξει για το Παρίσι, είχε μια πλήρη ενημέρωση από τους γιατρούς για την κατάσταση του ασθενούς. Άφησε όλα τα απαραίτητα είδη από ρούχα, υποσέντονα, πάνες κλπ που του είχαν ζητήσει από το κέντρο και είχε τακτοποιήσει την οικονομική συμμετοχή του θείου του στα νοσήλια. Τώρα ο Γιάννης Βελλίτης μετά από αρκετούς μήνες έπειτα από εκείνο το βράδυ που υπέστη το εγκεφαλικό επεισόδιο είχε πολύ καλύτερη αντίληψη των πραγμάτων, χωρίς όμως ακόμα να είχε βελτιωθεί η κατάσταση της ομιλίας του - εκτός από μερικές άναρθρες λέξεις που προσπαθούσε να προφέρει - και της χαμένης μνήμης του.  Τον τελευταίο καιρό όπως παρατηρούσαν οι γιατροί υπήρχε σαφής βελτίωση, η οποία δεδομένης της κατάστασης του, τους εξέπληττε θετικά. Αυτό χαροποιούσε ιδιαίτερα τον ανιψιό του ο οποίος για να βοηθήσει τον αγαπημένο θείο του είχε στην αρχή παρατείνει την αναχώρηση του για την Γαλλία όπου του είχε προσφερθεί δουλειά και έπειτα ταξίδεψε δυο φορές από το Παρίσι όπου στο μεταξύ είχε μετακομίσει. Σπάνια πράξη για ένα ανίψι, όχι όμως για τον Περικλή που θεωρούσε τον θείο του σαν δεύτερο πατέρα. Ήταν ο άνθρωπος που του έμαθε να αγαπάει τα βιβλία και την μουσική, ο άνθρωπος που πλήρωνε χρόνια για τις σπουδές του στην Ιστορία της τέχνης, το μεταπτυχιακό κι έπειτα το διδακτορικό του στην Γαλλία. Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει από το να συμπαρασταθεί, από το να νοιαστεί αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο τώρα που η ζωή του κινδύνευε και τον είχε απόλυτη ανάγκη;  
  
     Πέρασε λίγος καιρός ακόμα και εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό όταν ξύπνησε ο Γιάννης Βελλίτης, δίπλα στο δεξί του χέρι βρισκόταν ένα αντικείμενο. Με δυσκολία κίνησε το χέρι του και το έπιασε. Κύλησε τις άκρες των δακτύλων στην σκληρή λεία επιφάνεια, το τράβηξε κοντύτερα, μέχρι το στήθος του. Σαν από κεραυνό, ηλεκτρικό ρεύμα διαπέρασε το σώμα του, εικόνες διάσπαρτες δίχως συνοχή πλημμύρησαν την κατεστραμμένη μνήμη του.  Η σύγχυση του μεγάλωνε, οι εικόνες, προσώπων, τοπίων, αντικειμένων, ερχόταν και ξαναερχόταν αδιάκοπα. Στο χέρι του κρατούσε ένα βιβλίο...


Επιστροφή στην παλιά μονοκατοικία

    Μεγαλοβδόμαδα, δεν ήταν παρά ελάχιστες μέρες που οι γέρικες πασχαλιές είχαν ντυθεί και φέτος με το βαθύ τους μοβ για να συντροφέψουν το Πάσχα. Το χιλιοειπωμένο από χείλη ανθρώπινα, της άνοιξης το θαύμα γέμισε τα λεπτά κλαράκια τους με εντυπωσιακές κωνικές ταξιανθίες. Λεπτοκαμωμένα άνθη στόλισαν το ερειπωμένο οικόπεδο του Μάνθου, φωτίστηκε μέχρι μέσα η μισογκρεμισμένη παράγκα από το χρώμα τους. Οι δρόμοι της γειτονιάς γέμισαν από το μεθυστικό τους άρωμα και με κάθε ελαφρύ αεράκι διαχέονταν σε όλα τα στενά, μέχρι χαμηλά στην Λαμπράκη. Όλοι απορούσαν πως αυτά τα δέντρα, δίχως μια μικρή φροντίδα να ανθίζουν πάντα με τέτοια ομορφιά;
   Η Marsela από νωρίς το πρωί είχε ξεκλειδώσει την παλιά μονοκατοικία και είχε ετοιμάσει τα πάντα για τον ερχομό του κ. Γιάννη· όπως τον αποκαλούσε, πάντα στο πληθυντικό. Για ένα διάστημα είχε συμφωνήσει με τον Περικλή να μένει στο σπίτι όλο το 24ωρο για να φροντίζει τον θείο του, επιπλέον εκείνος είχε συνεννοηθεί με μια νοσηλεύτρια και έναν φυσιοθεραπευτή να έρχονται στο σπίτι καθημερινά. Το πονούσε το αφεντικό της, αχ όμως αυτός δεν πρόσεχε καθόλου. Θυμόταν όταν ζούσε η γυναίκα του, πάντα του έλεγε να προσέχει την πίεση του, να μην τρώει αλατισμένο το φαγητό του, όμως αυτός δεν την άκουγε.
   Κατά τις δύο το μεσημέρι ένα ιδιωτικό ασθενοφόρο έφερε στο σπίτι του τον Γιάννη Βελλίτη, σχεδόν ένα χρόνο μετά. Τον ανέβασαν κατευθείαν στο κρεβάτι του αλλά σαν έφυγαν η νοσηλεύτρια και ο φυσιοθεραπευτής  μετά από λίγη ώρα κατέβηκε σιγά σιγά μόνος του στο σαλόνι. Η ομιλία του πλέον είχε επανέρθει σε ικανοποιητικά επίπεδα και για την βάδιση χρειαζόταν μόνο το τρίποδο του. Καθώς κατέβαινε, η Marsela τον κοιτούσε λυπημένη, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αυτός ο υπέροχος άνθρωπος είχε αρρωστήσει τόσο βαριά και το χειρότερο, είχε χάσει την μνήμη του. Ήταν τόσο χρόνια στην δούλεψη του και για εκείνον ήταν σαν να την βλέπει πρώτη φορά. Προχωρούσε αργά και εξερευνούσε το σπίτι του, ήταν τόσες οι αναμνήσεις του από παιδί, όμως δεν φαινόταν να αναγνωρίζει οτιδήποτε. Μπαίνοντας στο σαλόνι αντίκρισε την μεγάλη γωνιακή βιβλιοθήκη. Μέσα του κάτι σκίρτησε, οι ίδιες εικόνες που είχε δει στο κέντρο αποκατάστασης σαν βρήκε το βιβλίο πλάι του, άρχισαν πάλι να τρέχουν στο μυαλό του... Έφτασε κοντά της, η επιβλητική βιβλιοθήκη με τους εκατοντάδες τόμους τον πλημμύρισε με δέος.  Ακουμπούσε τα βιβλία και διάβαζε τα ονόματα των συγγραφέων:

Ντοστογιέφσκι, Μπαλζάκ, Βενέζης, Χέμινγουεϊ, Μπροντέ, Τολστόι, Πόε, Γούλφ, Πούσκιν,   Αθανασιάδης, Τσέχωφ, Δ. Σωτηρίου, Ντίκενς, Ουάιλντ, Προυστ, Σεφέρης, Κάφκα, Καμύ, Τζόυς, Ζβέβο, Μυριβήλης, Σταντάλ, Τσίρκας, Πάστερνακ, Φώκνερ, Μάρκες, Ναμπόκοφ, Γκόρντιμερ, Μπόρχες, Πίντερ, Έσσε, Σαραμάγκου, Νερούδα, Λουντέμης, Χάξλεϋ, Άντριτς, Πιραντέλο, Γκόγκολ, Μπουλγκάκοφ, Μώμ, Καζαντζάκης, Γκόργκι, Ουγκώ... 
      


  Μια πικρή ιστορία


 Έθνος  7.3.2007

Αργά εχθές την νύκτα εξαρθρώθηκε από την ασφάλεια Θεσσαλονίκης πολυμελές δίκτυο μαστροπών μετά την πτώση από πολυκατοικία και τον τραγικό θάνατο της εικοσιπεντάχρονης Λάνα Σκούρωφ, ουκρανικής υπηκοότητας.”



Τα Νέα  7.3.2007

Οι πρώτες πληροφορίες κάνουν λόγο ότι το θύμα Λάνα Σκούρωφ, υπήκοος Ουκρανίας, κρατούνταν έγκλειστη από μαστροπούς - μαζί με συμπατριώτισσες της - σε διαμέρισμα του τρίτου ορόφου σε πολυκατοικία επί της οδού Καθηγητού Νικολάου Ανδριώτη 27 στην Α. Τούμπα Θεσσαλονίκης. Στην προσπάθεια της να διαφύγει έπεσε στον φωταγωγό μεταξύ δευτέρου και τρίτου ορόφου με συνέπεια τον ακαριαίο θάνατο της”


Η Καθημερινή 8.3.2007

Σύμφωνα με αστυνομικές πηγές το θύμα φέρεται να είχε αποκτήσει παιδί το οποίο και ζούσε έγκλειστο στο διαμέρισμα όπου κρατούνταν ή άτυχη Λάνα Σκούρωφ μαζί με άλλες πέντε ομοεθνείς της.  Οι πέντε γυναίκες μαζί με το παιδί απελευθερώθηκαν κατά την έφοδο των αστυνομικών στο τριώροφο επί της οδού Καθηγητού Νικολάου Ανδριώτη 27 στην Α. Τούμπα Θεσσαλονίκης και είναι καλά στην υγεία τους. Από όλες είχαν αφαιρεθεί τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα και με την χρήση σωματικής και ψυχολογικής βίας τα εν λόγω θύματα trafficking αναγκάζονται να πειθαρχούν στο κύκλωμα των Ελλήνων μαστροπών. Τα έγγραφα των θυμάτων - τα οποία όπως διαπιστώθηκε τελούσαν υπό πολυετή εγκλεισμό - βρέθηκαν στον πρώτο όροφο σε διαμέρισμα όπου κατοικούσαν τρία από τα αδίστακτα μέλη των μαστροπών και τα οποία εκτός των άλλων εκτελούσαν και χρέη δεσμοφύλακα των γυναικών.  Η τριώροφη πολυκατοικία δεν κατοικούνταν από άλλους ενοίκους πλην των γυναικών και των μελών του δικτύου και ήταν ένα μόνο από τα σημεία που είχαν χρησιμοποιήσει κατά την πολυετή εγκληματική δραστηριότητα τους, αφού φρόντιζαν να εξαφανίζονται μαζί με τα έγκλειστα θύματα τους κάθε φορά που τους αντιλαμβανόταν κάποιος από τους περίοικους”


   Ονομάζομαι Όλγα Σκούρωφ, μεγάλωσα φυλακισμένη σε ένα διαμέρισμα με την μάνα μου και άλλες πέντε γυναίκες. Σκληρή ήταν η ζωή τους, σωματική και ψυχολογική κακοποίηση καθημερινά, όμως μέσα τους η τρυφερότητα της μάνας δεν είχε χαθεί. Η κάθε μια τους, μου έδινε όλο από το θαμπό χαμόγελο που είχε, όλο το απόθεμα τρυφερότητας, τα χάδια και τις αγκαλιές που χρειάζονταν για να νιώσουν και εκείνες άνθρωποι. Αργότερα μια από αυτές, η Τατιάνα, μου είχε πει, “Χάρη σε εσένα ζήσαμε, η αγκαλιά σου μας έδινε κουράγιο και λόγο ύπαρξης, ίσως για αυτό και δεν σε πήραν μακριά μας...
   Περπάτησα πρώτη φορά στο φως του ήλιου όταν πέθανε η μαμά μου, στα 7 μου χρόνια. Μέχρι τότε, ο κόσμος μου ήταν τόσο μεγάλος όσο μου επέτρεπε να δω η χαραμάδα, στο παντζούρι του σαλονιού που μας κρατούσαν. Μέσα από εκείνη μπορούσα να βλέπω έξω στον κόσμο. Στο βάθος του δρόμου ζούσε σε ένα φτωχικό χαμηλό σπιτάκι ένα ζευγάρι ηλικιωμένων. Καθόμουν και τους παρακολουθούσα με τις ώρες. Τους έβλεπα να φροντίζουν ο ένας τον άλλον και να αγαπιούνται. Θυμάμαι με πόση αγάπη φρόντιζαν τα δυο δέντρα τους,την ψηλή και την κοντούλα πασχαλιά τους, αλλά και τον όμορφο κήπο που ήταν γεμάτος πολύχρωμα λουλούδια. Την άνοιξη όταν άνθιζαν οι πασχαλιές τους έβγαζαν τις καρεκλίτσες τους, κάθονταν κάτω από τα δροσερά άνθη και ακουμπούσαν τα λευκά κεφάλια τους, έμεναν έτσι για ώρα... Πρέπει να έκαναν όνειρα, όπως εγώ τα βράδια που έσκυβα χαμηλά και κοιτούσα ψηλά στον ουρανό μέσα από την χαραμάδα, τότε μπορούσα να δω λίγα αστέρια και να ονειρεύομαι και εγώ όπως κάθε άλλο παιδί...
   Την μέρα που η μητέρα μου έσπασε το παράθυρο του φωταγωγού και βγήκε από την φυλακή μας, την θυμάμαι τόσο καθαρά σαν να ήταν χθες. Προσπάθησε να κατεβεί στο ισόγειο και να βγει έξω, οι γυναίκες της φώναζαν να προσέχει. Αυτή όμως το μόνο που ήθελε πια ήταν να με πάρει μέσα από εκεί, να φύγουμε να γυρίσουμε στο χωριό της στην Ουκρανία. Γλίστρησε, σκοτώθηκε ακαριαία... Όταν με μετέφεραν στο ίδρυμα το μόνο στήριγμα που είχα ήταν η κ. Λίτσα, η μαγείρισσα, αυτή μου έμαθε να αγαπώ τα βιβλία. Τα ατελείωτα βράδια όταν όλοι κοιμόταν στον θάλαμο εγώ σκαρφάλωνα στο περβάζι του παραθύρου και ξεφύλλιζα τα βιβλία που μου έφερνε. Στις λέξεις τους ξεχνούσα τα προβλήματα μου, Θεέ μου, πόσο μου έλειπε η μητέρα μου... Όλος μου ο κόσμος, η παρέα μου, η παρηγοριά που είχα μέσα στο άχρωμο ίδρυμα, ήταν τα βιβλία. Στο σχολείο ήμουν άριστη μαθήτρια και για αυτό με τον καιρό με άφηναν να κάθομαι όσο ήθελα στην βιβλιοθήκη του ιδρύματος, όμως εγώ ήθελα να έχω και δικά μου, ολόδικα μου βιβλία. Φανταζόμουν όταν θα μεγάλωνα και έκανα δικό μου σπίτι, την μεγάλη μου βιβλιοθήκη που θα είχα γεμάτη από βιβλία. Μεγαλώνοντας το ίδρυμα με έπνιγε, άρχισα να το σκάω κάποια βράδια. Τις πιο πολλές φορές περιπλανιόμουν μέσα στην πόλη. Μια μέρα καθώς επέστρεφα από το σχολείο είδα ένα βιβλίο ριγμένο μπροστά από ένα κάδο ανακύκλωσης. Ήταν το “Ένα παιδί μετράει τα άστρα” του Μενέλαου Λουντέμη, ήταν το πρώτο μου βιβλίο. Το αγάπησα ήταν σαν να έλεγε την δική μου ιστορία σε μια άλλη εποχή, με άλλους πρωταγωνιστές και άλλες καταστάσεις. Θα μπορούσα εγώ, η Όλγα Σκούρωφ να είμαι ο Μέλιος Καδράς, ο ήρωας του Λουντέμη. Από εκείνη την ημέρα είχα πάντα αυτό το βιβλίο με τα αστέρια στο εξώφυλλο, μαζί μου, στο μικρό μου σακίδιο. Από τότε άρχισα να ψάχνω στους κάδους για ορφανά βιβλία, χαμίνια σαν εμένα. Κάποια φορά θέλησα να δω ξανά την πολυκατοικία που κατάπιε την μητέρα μου, τους ηλικιωμένους με το μικρό σπιτάκι και τις πασχαλιές τους. Το παλιό τριώροφο η φυλακή μας, γκρεμίστηκε και χτίστηκε στην θέση του μια καινούργια πολυκατοικία. Το ηλικιωμένο ζευγάρι ο Μάνθος και η Κούλα του πέθαναν και οι δυο, το σπίτι τους είχε γίνει ερείπιο, ο κήπος δεν υπήρχε, μόνο οι δυο πασχαλιές ήταν εκεί στην θέση τους και κάδοι ανακύκλωσης μπροστά τους.  Συνέχιζα τα βράδια να ψάχνω βιβλία και τότε ήταν που είδα στο παράθυρο απέναντι μου, αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο, τον Γιάννη Βελλίτη...  


Στις ανθισμένες πασχαλιές                                   


Ο νοτιάς από την Μ. Πέμπτη, αργά το βράδυ, την ώρα που ψάλλονταν το αντίφωνο «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…»  και ο Εσταυρωμένος περιφέρονταν στις εκκλησιές με τα φώτα χαμηλωμένα και τους πιστούς δακρυσμένους από το Θείο Πάθος, ξέσπασαν καταιγίδες. Την Μ. Παρασκευή ο καιρός γαλήνεψε όταν διαβάζονταν “Οι Ώρες”  στους ναούς της Χριστιανοσύνης και τελούνταν η Αποκαθήλωση του Εσταυρωμένου καθώς οι ψαλτάδες τον θρηνούσαν μελωδικά επάνω απ' τα αναλόγια τους,
“Η ζωή εν τάφω κατετέθης, Χριστέ, και Αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο, συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σην”
Το βράδυ όμως ο καιρός αγρίεψε και πάλι και γκρίζα καταιγιδοφόρα νέφη σκέπασαν τον ουρανό. Οι επιτάφιοι βγήκαν στις γειτονιές παρά τις νεροποντές που εκδηλώνονταν ραγδαία σε διάφορα σημεία της Θεσσαλονίκης, από τον Χορτιάτη ίσα με την θάλασσα. Τα πλήθη των πιστών όμως δεν πτοήθηκαν και με μαύρα κεριά στα χέρια ακολούθησαν την κατανυκτική πορεία των επιταφίων σαν κάθε χρόνο. Οι χορωδιές των γυναικών σαν άλλες μυροφόρες έψαλλαν το εγκώμιο, “Αι γενεαί πάσαι, ύμνον τη Ταφή Σου, προσφέρουσι Χριστέ μου… Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος; ”.  Αργά την νύχτα όταν τέλειωσαν οι ακολουθίες και όλοι γύρισαν στα σπίτια τους, ανάμεσα από τα σύννεφα φάνηκαν αστέρια στον ουρανό, αυτά τα ίδια προαιώνια άστρα που κοιτούν από ψηλά αυτό το μικρό κομμάτι γης, που ζούμε και πεθαίνουμε...
   Ήρθε το Μ. Σάββατο και ο ουρανός ημέρεψε, ένας ολόλαμπρος ήλιος στέγνωνε ολημερίς την πόλη. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα ανθρώπινα ποτάμια γέμιζαν τις εκκλησίες για να λάβουν το άκτιστο φως της Αναστάσεως, να ακούσουν το “Χριστός Ανέστη” και να απαντήσουν “Αληθώς Ανέστη”   

   Γλυκιά ήταν η βραδιά, ζεστή, ανοιξιάτικη, από αυτές που γεμίζουν χάδια σώμα και ψυχή και ανοίγουν τα σφαλισμένα παράθυρα του χειμώνα. Ο Γιάννης Βελλίτης καθισμένος στην πολυθρόνα του κοιτούσε έξω. Η Marsela τον είχε βάλει σχεδόν με το ζόρι να κάτσει στην πολυθρόνα του εμπρός από το ανοιχτό παράθυρο. Λίγο πιο πέρα μέσα στην νύχτα ξεχώριζε κατάφωτη η εκκλησία της Αγίας Μαρίνας και από τα μεγάφωνα της ακουγόταν η ακολουθία της Αναστάσεως.  Απέναντι του οι πασχαλιές πάνω στην μεγαλοπρέπεια της άνθισης τους φεγγοβολούσαν χρώμα και έραιναν με το εξαίσιο άρωμα τους την γειτονιά.
   Δώδεκα η ώρα και ο ουρανός της Θεσσαλονίκης πλημμύρισε από λάμψεις και χρώματα ενώ οι ιερείς έψαλλαν εναλλάξ, το χαρμόσυνο μήνυμα της νίκης της ζωής ενάντια στον θάνατο,

Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασιν, ζωήν χαρισάμενος. Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασιν, ζωήν χαρισάμενος ...”

   Οι κρότοι και οι λάμψεις, οι χαρμόσυνοι φρενήρεις ρυθμοί από τα καμπαναριά της Αγίας Μαρίνας και της Αγίας Βαρβάρας που βρίσκεται μια ανάσα χαμηλότερα στην Λαμπράκη, αναπτέρωσαν την ψυχή του. Το μήνυμα της Ανάστασης του Θεανθρώπου γέμισε με αισιοδοξία την καρδιά του. Σκόρπιες εικόνες από πρόσωπα και τοπία του εμφανίζονταν ξαφνικά εμπρός του. Πάσχιζε μάταια να θυμηθεί το παρελθόν του, όμως το ένοιωθε πως ήταν μόνο μια ανάσα μακριά... Φωτεινά κύματα οι άνθρωποι, επέστρεφαν στα σπίτια τους με αναμμένες λαμπάδες και φαναράκια, γέλια και ευχές για υγεία, ευτυχία, αγάπη αντηχούσαν στους δρόμους. Για ώρα περνούσαν κάτω από το παράθυρο του και έπειτα χάθηκαν, απόλυτη ησυχία. Εκείνος δεν έπαυε να τους κοιτά, σαν έφυγαν και οι τελευταίοι το βλέμμα του φώλιασε ξανά στην βιβλιοθήκη του,  δεν χόρταινε να την κοιτά. Πάλι εικόνες από το παρελθόν σκόρπιες και ασύνδετες όπως πάντα. Την πρώτη κιόλας μέρα που επέστρεψε στο σπίτι η Marsela του είχε δείξει εικόνες μιας γυναίκας, είδε και ο ίδιος τις φωτογραφίες του γάμου τους. Του είπε ότι είχε πεθάνει εδώ και χρόνια η αγαπημένη του γυναίκα, η Μελπομένη. Όλα αυτά όμως ήταν ξένα για αυτόν, ήταν ένα παρελθόν που δεν το αναγνώριζε και σαν παιδί του δείχνουν, να το μάθει. Εκείνος μέσα του προσπαθούσε να θυμηθεί κάτι δικό του, κάτι που να έχει συνέχεια, να αρχίσει να κολλάει το παζλ των αναμνήσεων του… 
Μέσα στην ησυχία της νυχτιάς, από κάπου κοντά, μια φωνή γλυκιά ακούστηκε,

“Ο αέρας φύσαγε σαν γύφτος. Έλεγες πως βάλθηκε να ανάψει κάπου μια θεόρατη φωτιά για να ζεστάνει τον κόσμο. Γιατί κρύωνε ο καημένος ο κόσμος τούτο το φθινόπωρο...”

  Γύρισε την ματιά του έξω και έπεσε στις πασχαλιές, τότε τραντάχτηκε συθέμελα η ύπαρξη του. Ανάμεσα τους, τυλιγμένο από τα άνθη τους στεκόταν ένα κορίτσι,  μακριές καστανές μπούκλες στεφάνωναν το λαμπερό πρόσωπο της, στα χεράκια της κρατούσε ένα βιβλίο. Η εικόνα αυτή του ήταν γνωστή, τα κουρασμένα μάτια του γυάλισαν. Το κορίτσι συνέχιζε να διαβάζει,

“Να, σαν κι αυτό το ξυπόλυτο αγόρι που τρέχει απόψε πάνω στο δρόμο που φέρνει στην πόλη. Τρέχει γιατί κρυώνει και γιατί το σπρώχνει ο αέρας σαν κουρελάκι. Το όνομα του Μέλιος...”

  Καυτά δάκρυα έτρεξαν στο πρόσωπο του, τώρα θυμόταν, θυμόταν κάτι δικό του. Θυμόταν εκείνο το βράδυ, το χιόνι, αυτό το κορίτσι με το βιβλίο που είχε για εξώφυλλο τα αστέρια, το βιβλίο του Λουντέμη. Θυμήθηκε τα βιβλία που της άφηνε αυτός κάθε βράδυ αργά, κάτω από τις πασχαλιές και που τα έπαιρνε κρατώντας τα πάντα στην καρδιάς της...
- Όλγα, Όλγα της φώναξε. Ο Περικλής, Ο Γιάσερ και ο κύριος Κώστας παραφύλαγαν λίγο πιο πέρα με αναμμένες τις λαμπάδες τους, τώρα πετάχτηκαν χαρούμενοι από την κρυψώ-να τους. Οι γατούλες νιαούριζαν χαρούμενα στα πόδια της Marsela καθώς εκείνη άνοιξε την εξώπορτα, να ανεβούν όλοι στο σπίτι...

Πάσχα 2073                                                                                                                               
Όλγα Σκούρωφ



Ένα κορίτσι θυμάται     

   Μ. Σάββατο και σήμερα, πάνε σχεδόν εξήντα χρόνια από εκείνο το βράδυ. Οι γιατροί τότε είχαν πει πως αποτελούσα μια ανάμνηση του πρόσφατου παρελθόντος του Γιάννη Βελλίτη και αυτό το σοκ “ξύπνησε”τον εγκέφαλο του.   Όλα ξεκίνησαν όταν ο Γιασέρ με είδε να κλαίω έξω από την πόρτα του κλειδαμπαρωμένου σπιτιού του Βελλίτη. Από αυτόν έμαθα ότι είχε υποστεί ένα βαρύ εγκεφαλικό και ότι βρισκόταν στο νοσοκομείο και έπειτα στο κέντρο αποκατάστασης. Εκεί γνωρίστηκα με τον Κώστα τον συνταξιούχο ταχυδρομικό, ανοιχτόκαρδος άνθρωπος. Του έδινα τα βιβλία και εκείνος κάθε πρωί του άφηνε ένα στο πλάι του. Μετά από εκείνη την βραδιά που κρατήσαμε τα βιβλία μας ο καθένας στην καρδιά του, ο υπέροχος Γιάννης Βελλίτης μου άφηνε στις πασχαλιές ένα βιβλίο που θεωρούσε σημαντικό για μένα. Ανυπομονούσα να έρθει η νύχτα, οι ανθισμένες πασχαλιές κρατούσαν για μένα στην αγκαλιά τους όνειρα και ταξίδια, αμέτρητα ταξίδια... Αχ αυτές οι πασχαλιές, όντως είχαν κάτι το ξεχωριστό. Σαν έμαθε ο Ευθύμιος Κουνής, ο μπακαλόγατος, από τον Γιασέρ την ιστορία μας, όσα έγιναν στις πασχαλιές του είπε, “Ο συγχωρεμένος ο Μάνθος μου το είχε εμπιστευτεί είχε φυτέψει μια πασχαλιά για αυτόν και μια για την γυναίκα του, έτσι της είχε μελετήσει σαν τις φύτευε. Σαν πέθανε η γριά του, παρακάλαγε τον Θεό να αφήσει την ψυχή της να μείνει σε αυτό το δέντρο το χαμηλό, να την περιποιείται. Και σαν έρθει κι δική του ώρα να του την κάνει την χάρη και αυτουνού, να τον αφήκει να ζει στο άλλο το αψηλό, έτσι για να είναι μαζί με την γριά του, που ήτανε καλή και ποτέ δεν τον κακοκάρδισε... μα μήτε και αυτός το έκανε ποτές. Τι περίεργο λες και τον άκουσε ο Μεγαλοδύναμος. Δεν τις βλέπεις παιδί μου Γιασέρ, δεν τις βλέπεις πως δίχως περιποίηση, παρατημένες στο Θεό και αυτές φουντώνουν τόσο θαυμαστά κάθε Άνοιξη; Μεγάλο θάμα” 
   Ο Γιάννης Βελλίτης δεν πρόλαβε να με γνωρίσει εκείνες τις νύχτες, την ιστορία μου την έμαθε μετά την ασθένεια του. Έπαιρνα τα βιβλία που μου άφηνε κάτω από τις πασχαλιές μα δεν είχαμε μιλήσει, ντρεπόμουν αλλά και εκείνος ήταν τόσο διακριτικός και ντροπαλός άνθρωπος. Ένα βράδυ, του έγραψα το όνομα μου και πλάι ζωγράφισα δυο πασχαλιές, το άφησα να το βρει την άλλη μέρα... Μετά μας χώρισε η αρρώστια. Από εκείνη όμως την Ανάσταση που μπήκα στο σπίτι του, μου στάθηκε σαν τον πατέρα που δεν γνώρισα, με βοήθησε να σπουδάσω, μου έδωσε στέγη και τροφή. Φεύγοντας όρκισε τον Περικλή να με φροντίζει αν έχω ανάγκη. Ότι είμαι σήμερα το οφείλω σε αυτόν τον άνθρωπο.  Θέλοντας λοιπόν να τον τιμήσω εγώ η Όλγα Σκούρωφ ένα νόθο παιδί μιας μάνας που υπέφερε φρικτά από τους αδίστακτους σωματέμπορους και έχασε την ζωή της όπως τόσες και τόσες άλλες γυναίκες στον κόσμο μας, έγραψα αυτό το διήγημα με τα πραγματικά περιστατικά των ζωών μας.

   Ως επίλογο, σας αφιερώνω λίγες γραμμές από το βιβλίο του μέγιστου λογοτέχνη μας Νίκου Καζαντζάκη, “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται” που τόσο αγαπούσε...



“Τρίτη της Λαμπρής, τώρα τέλεψε η λειτουργιά. Γλυκιά, τρυφερή μέρα, ήλιος, ψιχαλίζει, μύρισαν οι λεμονανθοί, μπουμπουκιάζουν τα δέντρα, ανασταίνονται τα χόρτα, ανεβαίνει ο Χριστός από κάθε σβολαράκι χώμα. Σουλατσάρουν οι χριστιανοί στην πλατεία, σμίγουν οι φίλοι, ασπάζεται ο ένας τον άλλον, λεν “Χριστός ανέστη” κι ύστερα καθίζουν στον καφενέ του Κωνσταντή ή κάτω από το μεγάλο πλάτανο στην μέση της πλατείας”





Περιοδικό ΕΜΒΟΛΙΜΟΝ
Χειμώνας 2073  - Άνοιξη 2074


   Για άλλη μια χρονιά θα ήθελα να σας ευχαριστήσω που διαβάσατε το 5ο κατά σειρά πασχαλινό μου διήγημα. Πέρυσι ήταν «Το καραβάκι που αγαπούσε τα Χριστούγεννα», ένα πασχαλινό διήγημα για το χριστουγεννιάτικο καραβάκι της πλατείας Αριστοτέλους που με την βοήθεια όλων σας πιστεύω ότι θα βγει από την αποθήκη του και θα γίνει το καραβάκι της διαφορετικότητας των παιδιών σε μια πλατεία της Θεσσαλονίκης. Φέτος έγραψα για όσους αγαπούν τα βιβλία, είμαι σίγουρος ότι θα βρουν κάτι από την ψυχή τους, “Στις ανθισμένες πασχαλιές”


* Οι διευθύνσεις, τα ονόματα και τα περιστατικά του διηγήματος δεν έχουν καμιά σχέση με πραγματικές καταστάσεις.

Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ
Απρίλιος 2015

Αφιερωμένο,
Στο βραβευμένο λογοτεχνικό περιοδικό ΕΜΒΟΛΙΜΟΝ και τον διευθυντή του και λογοτέχνη Γιώργο Χ. Θεοχάρη, για τα όσα σημαντικά προσφέρει αυτή η έκδοση στην λογοτεχνία μας.

Σε όσους αγαπούν τα βιβλία.

Στον Κώστα που έφυγε νωρίς.



Τις θερμότερες ευχαριστίες μου για ακόμη μια φορά στον εξαίρετο ζωγράφο Ντίνο Παπασπύρου. Στον πολύτιμο αυτόν φίλο μου, που μου εμπιστεύθηκε τα έργα του για να κοσμούν τα κείμενα μου.
 
Πίνακες:
1. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-153, Σπίτια στην Πλατεία Τερψιθέας (Άνω Πόλη), τέμπερα, 22Χ31 εκ., 1996
2. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-77, Καθαρή Δευτέρα, τέμπερα, 28Χ38 εκ., 2012, Κωδ. 916
3. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΓΑΤΟΥΛΕΣ-31, ΓΑΤΟΥΛΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ-ΚΩΔ.405
4. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-121, Ορεινό χειμερινό τοπίο, τέμπερα, 18Χ28 εκ., 2011, Κωδ. 883
5.  ΠΙΝΑΚΑΣ-Άνθη (11), τέμπερα, 12Χ12 εκ., 2011, Κωδ. 796
6.  ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-143, Σιταροχώραφα στη Χαλκιδική, τέμπερα, 28Χ38 εκ., 2011, Κωδ. 776
7. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-105, Μεγάλη Πέμπτη σε εκκλησάκι στο Ντουμπρόβνικ, τέμπερα, 38Χ18 εκ., 2011, Κωδ. 777
8.  ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-22, Ανοιξιάτικο τοπίο από την Παραλία Διονυσίου (Κωδ.543)











ΦΙΛΟΙ ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΓΗ