Πέμπτη, Δεκεμβρίου 31, 2015

31 12 2015

31 / 12 / 2015

θα αγαπηθούμε ατέλειωτα

θα σκοτεινιάσει ο ουρανός στην παραλία
και θα απομείνουν τα σκόρπια φώτα
και η υγρή τους λάμψη στα πλακάκια
η θάλασσα θα ψιθυρίζει ένα παλιό σκοπό
καθώς στο βάθος θα ανατείλει το περπάτημα σου
ένα χαμόγελο ύστερα
το ανεπαίσθητο άρωμα της προσμονής
μια λέξη πριν το άγγιγμά σου
θα αγαπηθούμε ατέλειωτα
εκείνο το θλιμμένο δειλινό ως το χάραμα


Τόλης Νικηφόρου


 
   Ένας τρελός πουνέντες παράσερνε σκόρπιες νιφάδες βαθειά μέσα από τον κόλπο. Μια χιονοθύελλα που ξέφυγε από τον Όλυμπο σάρωνε τον Θερμαϊκό και κινούνταν κατά την Θεσσαλονίκη.
Σε λίγες ώρες ο χρόνος άλλαζε, μια μοναχική σιλουέτα περπατούσε στο πλάι της τρικυμισμένης θάλασσας. Ο Περικλής Χαρένιας χωμένος στο παλτό του περπατούσε ολομόναχος στην παγωμένη παραλιακή, στο ύψος του Λευκού Πύργου. Άλλοτε τέτοια ώρα μόλις θα είχε κλείσει το μαγαζί και θα γυρνούσε στο σπίτι γεμάτος δώρα και ψώνια. Η Χριστίνα του δεν κατέβαινε την παραμονή στο μαγαζί τους, με τα λευκά είδη. Τέτοια ώρα θα ετοίμαζε το τραπέζι για το πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν, φίλοι και συγγενείς θα πλημμύριζαν το σπίτι, χαμόγελα, πειράγματα, λέξεις, εικόνες... Τέτοια ώρα εφέτος δεν υπήρχε κανένα τραπέζι να τον περιμένει, κανένα χαμόγελο στο σπίτι του. Περπατούσε ολομόναχος κάτω από τα φώτα της παραλίας με βαριά βήματα στο γλιστερό πλακόστρωτο, ανάμεσα στις σκόρπιες νιφάδες. Στο μαγαζί πατούσε σπάνια πια, δεν άντεχε να είναι εκεί δίχως εκείνη. Οι συγγενείς και οι φίλοι ξεχνούν γρήγορα και έτσι αρκούνταν πίσω από ένα τηλέφωνο να εκφράζουν την αγανάκτηση τους για την μεγάλη αδικία της ζωής, να φύγει τόσο νέα. Μέσα από την γραμμή του έστελναν την συμπάθεια τους και του εύχονταν υπομονή, ύστερα κατέβαζαν το ακουστικό και συνέχιζαν την ζωή τους...
Πέρασε πίσω από το Βασιλικό θέατρο και έφτασε μέχρι το άγαλμα του Μ. Αλέξανδρου. Σαν εικόνα βγαλμένη από την ιστορία, ο Βουκεφάλας κάλπαζε με τον μέγα στρατηλάτη καβάλα και αγέρωχοι αντιστέκονταν στον άνεμο. Γύρω του απόλυτη μοναξιά, η θάλασσα μανιασμένη έδερνε την τσιμεντένια προβλήτα. Κάθισε σε ένα παγκάκι πλάι στο μπρούτζινο άγαλμα, τα πλατάνια και οι λεύκες της λεωφόρου ήταν στολισμένα με πολύχρωμες λάμπες και στο δημαρχείο ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο αναβόσβηνε ρυθμικά. Πόσο άρεσε στην Χριστίνα του τέτοιες νυχτιές να κάνουν βόλτα στην γιορτινή πόλη και μετά να κατεβαίνουν στην παραλία, περπατώντας την μέχρι το σπίτι τους στις αρχές της Καυταντζόγλου. Τι σημασία είχαν πια όλα αυτά χωρίς εκείνη, τι σημασία να είχαν ένα μάτσο παλιόλαμπες, δίχως το χαμόγελο, το φως των ματιών της. Σήκωσε τον γιακά του παλτού και τυλίχθηκε καλά το κασκόλ του, έγειρε στο παγκάκι και χαμήλωσε το κεφάλι στο στήθος του, σε λίγο τα μάτια του έκλεισαν.
Σαν σε ταινία μονομιάς ο άνεμος κόπασε, το χιόνι πύκνωσε, τα γκριζαρισμένα του μαλλιά γινήκανε ολόλευκα. Κάπου στο βάθος ακούστηκε μια γνώριμη μελωδία από ακορντεόν. Στην αρχή ήταν αδύναμη μα όλο και πλησίαζε πιο κοντά και δυνάμωνε, δυνάμωνε... Μέσα στο σκοτάδι των σφαλισμένων του ματιών είδε φως, φως που μετασχηματίζονταν και έπαιρνε μορφή. Την αναγνώρισε αμέσως, ήταν τόσο νέα και τόσο χαμογελαστή όπως τότε, στην πρώτη τους γνωριμία στην πλατεία Αριστοτέλους, έξω από το Ολύμπιον. Η Χριστίνα του ήταν εκεί, ολοζώντανη και ευτυχισμένη, λικνιζόταν ανάλαφρα στον ρυθμό της μελωδίας και χαμογελούσε, χαμογελούσε. Την κοιτούσε αποσβολωμένος και φοβόταν ακόμα και να κινηθεί στο παγκάκι του, μην την τρομάξει. Πόσες και πόσες μνήμες των νεανικών τους χρόνων δεν πέρασαν από μπροστά του, τότε που πίστευαν ότι θα αλλάξουν τον κόσμο και θα τον κάνουν πιο δίκαιο... Έμεινε έτσι δίχως να μετρά ο χρόνος για αυτόν, να την κοιτά ακίνητος μέχρι που χορεύοντας χάθηκε απ΄ τα μάτια του μέσ' το πυκνό χιόνι.
Η μελωδία όμως δεν είχε πάψει, συνέχισε να ακούγεται. Ο Περικλής πετάχτηκε και σαν να κυνηγούσε ένα όνειρο βάλθηκε μέσα στο χιόνι να την ψάχνει. Πίστεψε πως θα την βρει, εκεί από όπου ακούγεται η μελωδία. Σε λίγο βρέθηκε στα πλαϊνά του Βασιλικού Θεάτρου, η μελωδία τον τραβούσε στο μέρος της. Είδε ένα σωρό από νάιλον που έφραζε ένα άνοιγμα, ένα φως αχνόφεγγε στο εσωτερικό του. Τρελός από την επιθυμία να την ξαναβρεί τράβηξε απότομα το κάλυμμα, η μουσική σταμάτησε,
- Μη μας κάνεις κακό φώναξε με σπαστή προφορά ο άντρας. Ήταν ένας ηλικιωμένος μουσικός που είχαν δει πολλές φορές στην παραλία με την Χριστίνα του. Πάντα τον άκουγαν να παίζει και του πρόσφεραν μερικά χρήματα. Μαζί του μέσα στην παγωνιά ήταν μια γυναίκα με δυο κορίτσια.
- Είναι προσφυγάκια, από τα μέρη μου, τα πόνεσα, αλλά βλέπεις μόνο αυτή την παράγκα έχω...

~~~

Από άκρη σε άκρη η χιονισμένη πόλη γέμισε από τις εκρήξεις των πυροτεχνημάτων, τα πλοία στο λιμάνι που έμοιαζαν με παγόβουνα ηχούσαν συνεχόμενα τις κόρνες του για τον ερχομό του 2016. Ο Περικλής άνοιξε την μπαλκονόπορτα του σαλονιού που έβλεπε την θάλασσα και βγήκε στο μπαλκόνι.
- Καλή χρονιά φώναξε δυνατά, σήμερα το βράδυ δεν ήταν μόνος, στο γιορτινό τραπέζι ήταν αυτός και τέσσερις βασανισμένοι άνθρωποι. Τους άνοιξε το ζεστό σπιτικό του και την καρδιά του. Μπαίνοντας ξανά, είδε και πάλι την ευγνωμοσύνη στα πρόσωπα τους και την φωτογραφία της Χριστίνας του πάνω στον παλιό μπουφέ. Και ήταν και λες και χαμογέλαγε περισσότερο σήμερα...

Στην Μαρία μου



Ποίημα: Τόλης Νικηφόρου θα αγαπηθούμε ατελείωτα 2007
Πίνακας: Ντίνος Παπασπύρου, χριστουγεννιάτικο νυχτερινό από τη Νέα Παραλία (Τέμπερα, 22.5Χ34 εκ., 1998)

Α.  Δ.Ε.  ΒΑΛΜΑΣ
31.12.2015

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 24, 2015

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ



“Κι αν θέλετε να γνωρίσετε το Θεό, μην ενεργείτε σαν να προσπαθείτε να λύσετε αινίγματα.
Καλύτερα να κοιτάξετε γύρω σας και θα δείτε το Θεό να παίζει με τα παιδιά σας.”

Ο προφήτης
Χαλίλ Γκιμπράν



Τέσσερα ημερολόγια, μια εισαγωγή σε ένα βιβλίο.


Μιράλ,  Ραμάλα - Δυτική Όχθη

    Το σημείο ελέγχου ήταν κοντά στο σπίτι μας, ο πατέρας ήταν αναγκασμένος να αφήνει τον προσφυγικό καταυλισμό μας και να περνάει από εκεί δυο φορές την ημέρα. Ήταν βοηθός ηλεκτρολόγου, τι ειρωνεία όταν εμείς σπάνια είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα ούτε καν νερό πολλές φορές. Δουλειά υπήρχε μόνο στην άλλη πλευρά, επτά άνθρωποι στο σπίτι είμαστε, όλους μας κουβαλούσε στην πλάτη του. Όταν δεν έπεφταν βόμβες και το τείχος ήταν ανοικτό περίμενε στην ουρά να περάσει τον έλεγχο, μαζί με τους άλλους εργάτες. Πολλές φορές οι ισραηλινοί στρατιώτες του είχαν κρατήσει διάφορα πράγματα. Μερικές φορές ασήμαντα, ακόμα όμως και αυτό, το αγαπημένο του βιβλίο που είχε αγοράσει στην Ιερουσαλήμ και με τόση χαρά το έφερνε στο σπίτι. Τι κίνδυνο μπορούσε να έχει ένα βιβλίο για αυτούς; Κανείς δεν θα μπορούσε να του δώσει μια άλλη λογική εξήγηση.

Όλα αυτά γίνονται για να με τιμωρήσουν και εμένα και όλους τους Παλαιστινίους που τους αντιστεκόμαστε. Η ζωή μας είναι πάντα σε κίνδυνο, μέρα και νύχτα, φόβος και μόνος φόβος. Με τέτοια ζωή στο τέλος πιστεύουν πως θα τα παρατήσουμε και θα μας αναγκάσουν να φύγουμε όλοι απ' την γη μας...” 



Χρήστος, Αθήνα

  Παλιά ο πατέρας μου όταν γυρνούσε από την δουλειά χαμογελούσε και με έπαιρνε αγκαλιά. Τα απογεύματα παίζαμε με τα αμαξάκια μου ώρες ατελείωτες, πολλές φορές πηγαίναμε στο πάρκο για μπάλα ή παραβγαίναμε στο τρέξιμο. Όταν έμεινε άνεργος, δεν είχε όρεξη πια, ήταν πολύ στεναχωρημένος, όλο έλεγε για τα λεφτά, χρωστούσαμε. Άρχισα να το βλέπω σπάνια, τα βράδια πάντα έλειπε. Δεν χαμογελούσε πια, ποτέ δεν με κοιτούσε στα μάτια. Τους μισώ, αυτοί φταίνε που τον έχασα για πάντα. Τώρα που είμαι άρρωστος, βλέπω την μητέρα μου να κλαίει και στεναχωριέμαι. Ευτυχώς έχω τα βιβλία μου για να ταξιδεύω μακριά από όλα... 




Μπεν, Παρίσι

    Αιφνιδιαστικά μέσα σε καταιγισμό πυρών και εκρήξεων χειροβομβίδων κρότου λάμψεις η αντιτρομοκρατική εισέβαλε στο εβραϊκό παντοπωλείο «Hyper Cacher» όπου αδιευκρίνιστος αριθμός πολιτών παρέμεναν επί αρκετές ώρες όμηροι στα χέρια του τριαντατριάχρονου τρομοκράτη Αμεντί Κουλιμπαλί. Λίγα λεπτά αργότερα ο τρομοκράτης Κουλιμπαλί έπεφτε νεκρός. Στον χώρο της επίθεσης τέσσερις από τους ομήρους έχασαν την ζωή τους, ενώ ακόμη τέσσερις βρέθηκαν βαριά τραυματισμένοι...  
 
   Τοποθέτησα το απόκομμα της εφημερίδας ανάμεσα από τις σελίδες του αγαπημένου μου βιβλίου. Κοίταξα έξω από το μικρό παράθυρο. Ο ήλιος είχε γείρει στον ορίζοντα, σε λίγο στην πόλη θα έπεφτε η νύκτα. Το αεροδρόμιο είχε μεγάλη κίνηση, αεροσκάφη πηγαινοέρχονταν απ' όλον τον πλανήτη. Σε λίγες ώρες θα προσγειωνόμουν στην Αθήνα. Ήταν ένας χρόνος πριν όταν φθάσαμε στο Παρίσι μαζί με τον πατέρα μου και αμέτρητα όνειρα στις αποσκευές μας...  

Λάγια, Χαλέπι - Συρία
  Πριν τον πόλεμο εγώ και ο αδερφός μου κάναμε πολλά όνειρα, κάθε μέρα παίζαμε ποδόσφαιρο, γελούσαμε. Ο Ισμαήλ ήταν καλός μαθητής, ο καλύτερος στο σχολείο.
  Εκείνη την ημέρα έχασα τους γονείς μου, ο Ισμαήλ πέθανε στο νοσοκομείο μερικές μέρες μετά τον βομβαρδισμό. Εγώ τραυματίστηκα σοβαρά. Με βρήκαν κάτω από τους γκρεμισμένους τοίχους του σπιτιού μας, στα χέρια μου κρατούσα ένα βιβλίο. Για μένα πια, στον κόσμο της σιωπής που γεννήθηκα, υπήρχε μοναχά ο παππούς μου...

Τέσσερα παιδιά, μια ιστορία για την γέννηση ενός βιβλίου





   Καθώς  κατέβαινε από το λεωφορείο αντίκρισε έναν ήλιο θαμπό και κιτρινιάρη, έμοιαζε αδύναμος, σχεδόν άρρωστος καθώς έγερνε πίσω από το όρος Αιγάλεω. Ψηλότερα απ' τις σκουριασμένες κεραίες, το γαλάζιο του αττικού ουρανού είχε χαθεί μονομιάς. Στους δρόμους του Κολωνού που και που έπεφτε από μια δροσερή σταγόνα βροχής, εκείνο το απόγευμα του Σεπτέμβρη. Τα φώτα του δρόμου δεν άργησαν να ανάψουν, κοίταξε το φθηνό ρολογάκι της, ήταν ακριβώς επτά και τριάντα. Δυστυχώς για άλλη μια φορά είχε ξεχαστεί και τώρα θα τους έκανε όλους να ανησυχούν στο σπίτι. Ήταν ψηλή και αναπτυγμένη για την ηλικία της, έμοιαζε για τελειόφοιτη λυκείου όμως δεν ήταν παρά μονάχα στα δεκατρία της. Η ατμόσφαιρα ήταν ανήσυχη όπως και η ίδια. Την ένοιωθε αυτήν την ένταση στο ζεστό αεράκι που βιαστικό την προσπερνούσε ανεμίζοντας τα μακριά μαλλιά της, για να χωθεί έπειτα ανάμεσα στους δαιδάλους των πολυκατοικιών. Πάνω από το κεφάλι της το γκρίζο μανιτάρι γιγαντώνονταν ραγδαία, μέσα σε αστραπές και υπόκωφους κρότους. Πριν λίγο πρώτα η Σαλαμίνα και έπειτα ο Σκαραμαγκάς είχαν χαθεί μέσα στην μαυρίλα και έτσι ράθυμη η καταιγίδα εισέβαλε απ' τον δυτικό ορίζοντα. Βίαιες ριπές ανέμου σάρωσαν τους δρόμους, σκόνη και πεταμένα χαρτιά σηκώθηκαν ψηλά στον αέρα προειδοποιώντας για την επερχόμενη νεροποντή.
   Μέσα στο λυκόφως οι λάμψεις και οι ήχοι της καταιγίδας έδιναν στην πόλη μια τρομακτική όψη, η Μιράλ περπατούσε βιαστικά, όχι όμως φοβισμένα, αυτό το μισούσε. Κοίταξε τα γκρίζα σύννεφα να κατεβαίνουν πάνω από το κεφάλι της και τάχυνε το βήμα της ελπίζοντας να  προλάβει να γυρίσει σπίτι. Στάθηκε για λίγο, σήκωσε ανεπαίσθητα το κάτω μέρος της γαλάζιας μπλούζας της και έβαλε το βιβλίο που κρατούσε. Αυτό το βιβλίο με το λευκό χαρτονένιο εξώφυλλο, ήταν η αιτία που είχε αργήσει. Για άλλη μια φορά είχε αργοπορήσει στην βιβλιοθήκη, πραγματικά ξεχνιόταν με τις ώρες ανάμεσα στα βιβλία. Συνέχισε τον γρήγορο βηματισμό όμως σε λίγο κατάλαβε πως δεν ωφελούσε το περπάτημα και άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Σύντομα στο μέτωπο της σχηματίστηκαν χοντρές στάλες ιδρώτα. Απανωτές ηλεκτρικές λάμψεις φώτισαν τον δρόμο, οι άκρες από το τρομερό σύννεφο ακουμπούσαν πια τις πολυκατοικίες, οι κεραυνοί έσκαγαν δυνατά στα αυτιά της λες και ήταν βόμβες. Μνήμες από τον καταυλισμό ήρθαν στην επιφάνεια, αγαπημένα πρόσωπα που πια δεν ζούσαν, εικόνες πολέμου, αίμα, δάκρυα, φόβος. Ένοιωσε να πνίγεται, έπρεπε να τρέξει μακριά από τις εικόνες και την βροχή που ξεσπούσε με ορμή. Πέρασε στην απέναντι πλευρά της Λένορμαν με επικίνδυνους ελιγμούς ανάμεσα από τα αμάξια που κινούνταν με ταχύτητα  και στάθηκε να προφυλαχθεί κάτω από ένα στενό μπαλκόνι. Η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα, οι αλμυρές σταγόνες ιδρώτα κύλησαν στο μελαψό της πρόσωπο και ενώθηκαν με τα δάκρυα της στα μαύρα, σαν κάρβουνο μάτια της.  
  Σε λίγα μόνο λεπτά στους δρόμους έτρεχαν ποτάμια. Η Μιράλ είχε κολλήσει στον τοίχο της πολυκατοικίας αλλά το μπαλκόνι ήταν στενό, δεν ωφελούσε. Ο θυελλώδης αέρας την ράπιζε με το νερό, μουσκεμένη τώρα τουρτούριζε. Δεν την πείραζε όμως αυτό, πιο πολύ νοιαζόταν για το βιβλίο που προσπαθούσε να προστατέψει κάτω από την μπλούζα της, δυστυχώς είχε βραχεί και αυτό...
- Έλα, έρχομαι να σου ανοίξω, μια φωνή ακούστηκε εξασθενημένα μέσα στην βοή της καταιγίδας. Στην διπλανή οικοδομή, στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου, ήταν ένα ξανθό αγόρι που την καλούσε να μπει στην πολυκατοικία. Δίχως δεύτερη σκέψη για αυτήν την ευκαιρία, ξεκόλλησε από τον τοίχο και με μεγάλες δρασκελιές έφτασε στην είσοδο. Το αγόρι φάνηκε στο βάθος πίσω από την φτηνή τζαμόπορτα, κατέβαινε αργά και προσεκτικά τα λιγοστά σκαλοπάτια της εισόδου. Το αγόρι ήταν μικρόσωμο και κινούνταν χάριν σε δυο πατερίτσες, το δεξί του πόδι ήταν φασκιωμένο με έναν μαύρο ορθοπεδικό νάρθηκα.
- Πέρασε, έχεις γίνει μούσκεμα, την κάλεσε να μπει στο σπίτι του το αγόρι.
- Σε ευχαριστώ.
  Το σπίτι του παιδιού ήταν απλό μα όλα ήταν τόσο τακτοποιημένα και καλοβαλμένα στην θέση τους και τα χρώματα ήταν τόσο ταιριαστά και ζεστά στα μάτια της που ενθουσιάστηκε.  Τον κοίταξε καλύτερα, τα καστανά του μάτια παιχνιδιάρικα και γεμάτα γλύκα κέρδισαν την συμπάθεια της. Ήταν όμορφο αγόρι, τα μαλλιά του κοντά και πολύ αραιά, τώρα που μπορούσε να τον δει καλύτερα ήταν χλωμός, κερένιος.
- Χρήστος, της συστήθηκε το αγόρι καθώς ένα αμήχανο χαμόγελο ανέδειξε την γλυκύτητα του καταβεβλημένου προσώπου του.   
- Μιράλ, συστήθηκε με την σειρά της και του έκανε ένα νεύμα υπόκλισης με το βρεγμένο κεφάλι της.
- Τι όμορφο όνομα, Μιράλ, σημαίνει κάτι;
-  Το όνομα μου είναι από ένα κόκκινο λουλούδι, που φυτρώνει στην άκρη του δρόμου στην πατρίδα μου την Παλαιστίνη.
- Παλαιστίνη... μονολόγησε ο Γιώργος, πήγε να πει κάτι μα βλέποντας το βιβλίο που κρατούσε το κορίτσι στα χέρια της, την ρώτησε, έχει βραχεί;
- Όχι, μόνο λίγο το εξώφυλλο. Έχει ζελατίνα, οπότε ευτυχώς γιατί θα στεναχωριόμουν πολύ, είναι το αγαπημένο μου.
- Ποιο είναι; Ρώτησε ο Χρήστος προσπαθώντας να δει το φθαρμένο εξώφυλλο.
-  Το ημερολόγιο της Άννα Φράνκ.
Μετά από μια μικρή παύση ο Χρήστος αποφάσισε να μιλήσει,
- Δεν το έχω διαβάσει ακόμη είπε και κόμπιασε για λίγο, όμως έχω ακούσει πολλά για αυτό το βιβλίο, πρόσθεσε. Είχε ντραπεί για αυτό, μιας και θεώρησε ότι ένας βιβλιοφάγος σαν αυτόν ήταν ανεπίτρεπτο να μην το είχε διαβάσει. 
- Τότε στο αφήνω αν θέλεις να το διαβάσεις, εγώ το έχω διαβάσει άλλες δυο φορές. Σημαίνει πολλά για μένα. Είμαι Παλαιστίνια μα έχω πολλά κοινά με αυτό το κορίτσι... Ο Χρήστος κατάλαβε, παρά τα 14 του χρόνια ήταν ένα παιδί που όχι μόνο είχε αρκετές γνώσεις μα είχε και ένα ιδιαίτερο ένστικτο, πρόωρο ίσως για την ηλικία του, να παρακολουθεί και να προσπαθεί να μπει στην ουσία πραγμάτων που αφορούσαν όχι μόνο την Ελλάδα αλλά ευρύτερα και παγκόσμια. Δεν ήταν φυσικά τυχαίο ότι στην γειτονιά του, στο σχολείο του, τον αποκαλούσαν και δημοσιογράφο εκτός του ότι ήταν πολύ κοινωνικός και μπορούσε να ρωτήσει τους πάντες για τα πάντα, ήταν και αδιαλείπτως ενήμερος και γνώριζε ειδήσεις και εξελίξεις που για άλλα παιδιά ήταν απλά, κινέζικα...
   Μια εβδομάδα μετά η Μιράλ ήταν ακριβώς στις τέσσερις έξω από το σπίτι του Χρήστου. Αυτήν την φορά ο καιρός ήταν τέλειος, θα μπορούσαν να κάνουν μια ωραία βόλτα εκεί κοντά, στην ακαδημία Πλάτωνος μα θα πήγαιναν στην δημοτική βιβλιοθήκη μαζί. Εμφανίστηκε στην είσοδο με το βιβλίο της Άννα Φρανκ σε μια σακουλίτσα, φασκιωμένος με τον νάρθηκα και τις πατερίτσες του. Περπάτησαν μέχρι την στάση του λεωφορείου στην λεωφόρο Κηφισού και έπειτα ξεκίνησαν από την στάση για την δημοτική βιβλιοθήκη αφιερωμένη στον Γιάννη Ρίτσο στο Αιγάλεω. Είχαν διανύσει αρκετή απόσταση όμως ακόμα είχαν αρκετό δρόμο,
- Κουράστηκες; Τον ρώτησε σε λίγο η Μιράλ.
- Μου κάνει καλό να περπατάω, αλλά ναι, της χαμογέλασε ο Χρήστος. Μην ανησυχείς η μητέρα μου, μου έδωσε αρκετά χρήματα θα σταματήσουμε ένα ταξί.
- Πως το έσπασες;
- Στην μπάλα, απάντησε το αγόρι και πρόσθεσε ότι δεν θα έπρεπε να παίζει, όμως δεν μπορούσε συνέχεια να κοιτάει μόνος και αποκομμένος από την τάξη του. Εξήγησε στην Μιράλ - με το ιδιαίτερο χιούμορ του, που παρά τον μεγάλο του αγώνα με την λευχαιμία δεν το είχε χάσει  - πως λόγω της κορτιζόνης που ήταν υποχρεωμένος να παίρνει εδώ και καιρό, τα κόκαλα του έμοιαζαν με αυτά της γιαγιάς του στο χωριό και τα κατάγματα ήταν εύκολο να συμβούν... 
   Έφτασαν κατά τις πέντε, τέτοια ώρα ήταν σχεδόν μόνοι στην βιβλιοθήκη. Η Μιράλ είχε ενημερώσει τον υπεύθυνο του “σπιτιού” ότι στις εφτά θα ήταν πίσω. Έμενε σε ένα ίδρυμα για παιδιά από όλο τον κόσμο, στην ουσία όμως σε ένα ζεστό σπιτικό που ένας ορθόδοξος ιερωμένος, ένας πραγματικός χριστιανός, στηριζόμενος στην αγάπη των Ελλήνων και πολλών εθελοντών, είχε δημιουργήσει με τα χρόνια στην Αθήνα και σιγά σιγά και σε άλλες περιοχές της χώρας. Η Μιράλ στην Παλαιστίνη μεγάλωσε σε μια οικογένεια Αράβων μουσουλμάνων όμως στο νέο της σπίτι στην Ελλάδα δέχθηκε τόση φροντίδα, στοργή και αγάπη, ένιωσε τόσο πρωτόγνωρα συναισθήματα μαζί με όλα τα άλλα παιδιά, από τόσα άγνωστα της μέρη του κόσμου, που πίστεψε πως τίποτα δεν την χώριζε με κανέναν άλλο άνθρωπο. Η αγάπη που έβλεπε είχε μόνο ένα πρόσωπο, το ίδιο που πια πίστευε πως έχει και ο μοναδικός πατέρας και δημιουργός του κόσμου. 
- Από που να αρχίσουμε ρώτησε ο Χρήστος;
- Εμένα μου αρέσει πιο πολύ η κλασική λογοτεχνία απάντησε η Μιράλ.
- Εντάξει τότε, σας παρακαλώ, με μια μικρή υπόκλιση και μια κωμική κίνηση του χεριού του της έδειξε τον δρόμο. Η Μιράλ γέλασε, ήταν τόσο καλός ο Χρήστος.
   Ένα αγόρι περίπου στην ηλικία τους, μπήκε δειλά στην βιβλιοθήκη. Περπάτησε αργά και στάθηκε στο κέντρο του ισογείου κοιτώντας αναποφάσιστος γύρω του. Ήταν ένας αδύνατος ψηλός έφηβος με μαύρα σπαστά μαλλιά που έπεφταν ατημέλητα στο πρόσωπο του. Τα μάτια του είχαν ένα έντονο πράσινο που δύσκολα μπορούσες να τραβήξεις από επάνω τους το βλέμμα σου, το πρόσωπο του ήταν τόσο συνεσταλμένο λες και ντρεπόταν διαρκώς. Ο Χρήστος τον είδε με την άκρη του ματιού του καθώς εξηγούσε στην Μιράλ το σύστημα ταξινόμησης των βιβλίων που του είχε δείξει η αγαπημένη του βιβλιοθηκονόμος, η Σοφία. Γύρισε μισή στροφή με τις πατερίτσες του και τον κοίταξε, όντας πολύ κοινωνικός δεν είχε κανένα πρόβλημα να τον προσεγγίσει.
- Μάλλον πρώτη φορά έρχεσαι εδώ, μπορώ να σε ξεναγήσω αν θέλεις του είπε με ένα πλατύ χαμόγελο ο Χρήστος. Η Μιράλ που δεν είχε καθόλου την άνεση του Χρήστου, παρέμεινε σιωπηλή αλλά γεμάτη έκπληξη για την συνέχεια. Το αγόρι με τα πράσινα μάτια αιφνιδιάστηκε αλλά φάνηκε καθαρά στο πρόσωπο του ότι δεν τον πείραξε η οικειότητα του παιδιού με τις πατερίτσες. Ο Χρήστος βλέποντας την θετική αντίδραση έκανε ένα δυο βήματα προς το μέρος του και το αγόρι έσπευσε να τον φτάσει.
- Χρήστος, του συστήθηκε και έτεινε το χέρι με εκείνο τον γλυκό τρόπο που είχε πάντα.
- Μπεν, απάντησε διστακτικά το αγόρι και έκαναν χειραψία, δεν το συνήθιζε αλλά με τον ζεστό τρόπο του Χρήστου ένιωσε οικεία μαζί του.
- Η φίλη μου η Μιράλ, τους σύστησε ο Χρήστος. Χαμογέλασαν λίγο αμήχανα και οι δυο τους και ο Χρήστος ανέλαβε την ξενάγηση τώρα πια και των δυο. Η επόμενη ώρα πέρασε με τον Χρήστο να μιλάει ακατάπαυστα για τα αγαπημένα του βιβλία και τους συγγραφείς. Οι δυο άλλοι του έδιναν όλο τον χρόνο καθώς ο χειμαρρώδης λόγος του, τον είχε απορροφήσει ολότελα. Η Μιράλ κοίταξε το ρολογάκι της, έξι και δέκα,
- Πρέπει να φύγουμε Χρήστο, είπε η Μιράλ και σηκώθηκε από το στρογγυλό τραπέζι ανάγνωσης που είχαν κάτσει οι τρεις τους.
   Αυτή η πρώτη συνάντηση έμεινε στο μυαλό και των τριών τους. Το ίδιο βράδυ ο Χρήστος πονούσε στο πόδι, η νοσοκόμα που τον επισκεπτόταν στο σπίτι του είχε κάνει μια παυσίπονη ένεση για να ηρεμήσει. Δεν έπαιρνε χρήματα απ' την μητέρα του, ήταν εθελόντρια. Την είχε γνωρίσει στο νοσοκομείο όπως και τόσους άλλους καλούς ανθρώπους που βοηθούσαν τα παιδιά αλλά και τους γονείς. Θυμήθηκε την μητέρα του, το πόσο πολύ υπέφερε μαζί του. Λίγο καιρό πριν είχε πεθάνει ο πατέρας του, όλα μαζί, πόσα να αντέξει ένας άνθρωπος. Ο Χρήστος της έδινε κουράγιο.  Όμως μέσα σε όλες τις δυσκολίες βρήκαν αγάπη, πολύ αγάπη από τους ανθρώπους.   
  Όλο το απόγευμα σκεπτόταν τα όσα συνέβησαν στην βιβλιοθήκη, είχε δει ότι μεταξύ του Μπεν και της Μιράλ υπήρχε μια παγερή απόσταση. Δεν καταλάβαινε τον λόγο, μα είχε αυτήν την αίσθηση πως κάτι περίεργο υπήρχε αναμεταξύ τους. Κάθισε στον υπολογιστή του, πληκτρολόγησε το όνομα Μπεν και άρχισε να ψάχνει την προέλευση του στο διαδίκτυο. Η μητέρα του έλειπε ακόμη, εργάζονταν σε μια εταιρεία που αναλάμβανε εκδηλώσεις. Έπαιρνε καλά λεφτά με τα τυχερά αλλά δεν είχε γιορτές και αργίες και πολλές φορές έφτανε σπίτι της τα ξημερώματα. Δεν παραπονιόταν όμως, αν δεν ήταν αυτή η δουλειά μετά τον θάνατο του άντρα της θα είχαν πεινάσει με το παιδί. 

~ ~ ~
   Το φθινόπωρο μετά την μεγάλη μπόρα του Σεπτέμβρη ήταν ζεστό και άνυδρο, δυο μήνες είχε σχεδόν να βρέξει στην Αθήνα. Η Μιράλ δυο φορές μπόρεσε και επισκέφτηκε τον Χρήστο στο σπίτι του. Έκανε τα μαθήματα στο σπίτι του γιατί χρειαζόταν ένα διάστημα ανάπαυσης όπως συνέστησαν οι γιατροί, ευτυχώς όλες οι αιματολογικές του εξετάσεις, τους έκαναν να χαμογελούν. Με τον Μπεν δεν είχαν βρεθεί ξανά από κοντά, μα έστω με το τηλέφωνο κρατούσαν μια επαφή. Ήταν κλειστό παιδί όμως θα ήθελε να τον ξανασυναντήσει.
- Ουφ μούχλιασα εδώ μέσα μόνος... Ξαφνικά του ήρθε η ιδέα, θα έκανε ένα μικρό παρτάκι στο σπίτι του, οι γιορτές αργούσαν λίγο αλλά στο κάτω κάτω το άξιζε, δεν χρειαζόταν κανένας ιδιαίτερος λόγος. Παρακάλεσε λοιπόν την μητέρα του και το επόμενο Σάββατο λίγο πριν φύγει για την δουλειά του ετοίμασε ένα ωραίο μπουφέ, από αυτούς που έφτιαχνε κάθε μέρα στις δεξιώσεις. Το φαί ήταν πεντανόστιμο και υπέρ αρκετό μιας και οι καλεσμένοι του ήταν όλοι και όλοι δύο. Η Μιράλ και ο Μπεν. Κανείς από τους δυο τους δεν γνώριζε ότι ήταν ένα πάρτι, ούτε ότι θα βρίσκονταν οι τρεις τους.
  Έξι ακριβώς χτύπησε το κουδούνι πρώτα ο Μπεν και μετά από δέκα λεπτά ακολούθησε η Μιράλ. Η έκπληξη της ήταν μεγάλη σαν τον είδε, το ίδιο και του Μπεν, ο μόνος που χαμογελούσε ήταν ο Χρήστος και αμέσως ανέλαβε να σπάσει τον πάγο.
- Ελάτε το φαγητό είναι πολύ και η μαμά μου ελπίζει ότι δεν θα βρει ούτε μπουκιά όταν επιστρέψει. Έφτιαξαν από ένα πιάτο γεμάτο λιχουδιές και έκατσαν στο σαλόνι. Ο Χρήστος άνοιξε πάλι την συζήτηση,
- Τελικά την προηγούμενη φορά μόνο για βιβλία μιλούσαμε, εεε και κυρίως, εγώ, που χρόνος να συστηθούμε. Ως οικοδεσπότης θα έπρεπε να μιλήσω πρώτος, αλλά για μένα τα ξέρετε καλύτερα. Μπεν θα μας πεις για σένα; Το αγόρι με τα πράσινα μάτια, κανονικά θα αισθάνονταν άβολα όμως ήθελε να γίνει μέλος της παρέας και παρόλο που ήταν νευρικός, έπρεπε να συστηθεί στα παιδιά,
- Μεγάλωσα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, με τον πατέρα μου ήρθαμε από το Ισραήλ όταν ήμουν μωρό. Γεννήθηκα στην Ιερουσαλήμ, είμαι Εβραίος. Η Μιράλ τραντάχτηκε, η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά που νόμιζε πως θα έσκαγε μέσα στο στήθος της, είχε δίκιο για το αγόρι, το όνομα, τα χαρακτηριστικά του, ήταν σίγουρη. Σηκώθηκε απότομα, το πιάτο έπεσε από τα πόδια της και έσπασε σε χίλια δυο κομμάτια. Τα δυο αγόρια κοιτάχτηκαν αιφνιδιασμένα στην ουσία όμως όχι. Ο Χρήστος όμως από εκείνο το βράδυ και την μικρή του έρευνα στο διαδίκτυο, είχε καταλάβει τον λόγο που ένιωθε άβολα η Μιράλ μαζί με τον Μπεν (Μπενιαμίν). Και ο Μπεν την περίμενε αυτήν την αντίδραση της, ήταν φυσιολογική για κάθε κάτοικο της Μέσης Ανατολής. Δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια της.
- Είμαι Παλαιστίνια, έχασα τον πατέρα μου σε μια εισβολή των Ισραηλινών. Πριν έρθω στην Ελλάδα μισούσα όλους τους Εβραίους, μα τώρα όχι, όχι πια. Είμαι όμως οργισμένη, δε μπορώ να καταλάβω πως οι άνθρωποι του λαού σου που πέρασαν διωγμούς και τις γενοκτονίες, οι άνθρωποι που έχουν γιαγιά την Άννα Φρανκ, αναρωτιέμαι πως μπορούν να σκοτώνουν έναν αδύναμο λαό;
  Ο Μπεν την κοίταξε στα φλογισμένα μάτια της, το βλέμμα του είχε κάτι αλλιώτικο τώρα λες και από ένα παιδί είχε γίνει άντρας, η Μιράλ και ο Χρήστος είδαν αμέσως την αλλαγή στο πρόσωπο του.
- Ζω στην Αθήνα στους θείους μου, πριν μερικούς μήνες ζούσα ακόμα στο Παρίσι. Ο πατέρας μου πάντα ήθελε να φύγουμε από το Ισραήλ, ήταν ειρηνιστής, δεν ήθελε να μεγαλώσω εκεί, σ' αυτήν την τρέλα. “Το μίσος θα φέρνει μόνο μίσος και θάνατο” μου έλεγε πάντα. Όταν χάσαμε την μητέρα μου, ήμουν τριών χρονών. Με πήρε και ήρθαμε να ζήσουμε στην όμορφη και ειρηνική Ελλάδα. Είχαμε συγγενείς και εδώ και στην Θεσσαλονίκη, προτίμησε μια πιο ανθρώπινη πόλη, δίπλα στην θάλασσα. Εκεί γνώρισα την γιαγιά Ροζίνα, μια Άννα Φρανκ ήταν και αυτή. Κρύφτηκε στο κέντρο της Θεσσαλονίκης μαζί με την οικογένεια της κάτω από την μύτη των Γερμανών. Ενάμιση χρόνο κλεισμένοι σε ένα σπίτι Ελλήνων, στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας, στην Τσιμισκή 113. Πάντα θα θυμάμαι τις αφηγήσεις της για εκείνη την ταράτσα. Με τα αστέρια συντροφιά τα παιδιά ονειρεύονταν ότι βρίσκονταν σε ένα καράβι που έπλεε σε θάλασσες μακρινές, εκεί που δεν υπήρχαν κακοί άνθρωποι. Περάσαμε όμορφα χρόνια στην Θεσσαλονίκη, μα η οικονομική κρίση ανάγκασε τον πατέρα μου να φύγουμε, για άλλη μια φορά, τώρα για το Παρίσι. Φθάσαμε στην Γαλλία με χαμόγελα και αμέτρητα όνειρα στις αποσκευές μας...
Τα δυο παιδιά τον κοιτούσαν σιωπηλά, σαν ξεκίνησε πάλι η φωνή του έτρεμε, το βλέμμα του ήταν βουρκωμένο,
- Ήμουν στο σπίτι, μόλις είχα επιστρέψει από το νέο μου σχολείο. Ο πατέρας μου έλειπε, ζέστανα το φαγητό και άνοιξα την τηλεόραση, σε ένα παντοπωλείο οι τρομοκράτες κρατούσαν ομήρους. Άρχισα να ανησυχώ, πηγαίναμε και εμείς σε αυτό το μαγαζί, η ώρα περνούσε, δεν τον έβρισκα, το κινητό του ήταν κλειστό. Σε λίγη ώρα η αστυνομία έφτασε στο σπίτι μας, ο πατέρας μου... Ο Μπεν έβαλε το κεφάλι του ανάμεσα στα πόδια και έκλαιγε σιωπηλά. Πρώτα η Μιράλ, ύστερα και ο Χρήστος ήρθαν στο μέρος του και οι τρεις τους έγιναν μια αγκαλιά.
~ ~ ~
  Τα Χριστούγεννα πάντα ήταν η καλύτερη εποχή του χρόνου για τον Χρήστο, λάτρευε τόσο την γιορτή όσο και τον χειμώνα. Τα λαμπάκια κάθε είδους και χρώματος του έφτιαχναν την διάθεση, λάτρευε την εποχή που η πόλη στολιζόταν στα γιορτινά της. Ο μόνος άνθρωπος που γνώρισε ποτέ και αγαπούσε τα Χριστούγεννα σαν και αυτόν, ήταν ο φίλος του ο Αλέξανδρος. Πέρυσι τέτοιες μέρες ήταν στο νοσοκομείο, παρέα μαζί του, λίγο πριν εκείνος φύγει απ' την ζωή. Φέτος είχε δυο νέους φίλους όμως ο Αλέξανδρος θα ήταν για πάντα στην καρδιά του.
   Λίγες ημέρες ακόμα έμεναν για τις γιορτές και ο Χρήστος που τώρα πια ήταν πολύ καλύτερα είχε καλέσει την Μιράλ και τον Μπεν να κατεβούν στο γιορτινό κέντρο της πόλης. Συναντήθηκαν στην στάση του λεωφορείου επί της Λένορμαν για να κατεβούν το Σύνταγμα. Η βραδιά ήταν κρύα, ένας παγερός αέρας σουλατζάριζε στους δρόμους. Το μεγάλο έλατο με τα χιλιάδες λευκά λαμπιόνια στεκόταν στο κέντρο της πλατείας, στο βάθος η Ερμού γεμάτη από κόσμο, από πολύχρωμα φώτα και στολίδια, μουσικές και χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Προχωρούσαν αργά για να μην κουράζεται ο Χρήστος με τις πατερίτσες του και έτσι είχε όλο τον χρόνο να χαίρεται το χριστουγεννιάτικο κλίμα. Οι βιτρίνες των εμπορικών ήταν κατάφωτες, οι άνθρωποι έκαναν διστακτικά τις αγορές τους, αν και οι προσφορές ήταν πολλές. Οι τρεις τους διέσχισαν την Ερμού γελώντας και απολαμβάνοντας τις στιγμές, μετά το πάρτι του Χρήστου είχαν δέσει απίστευτα οι τρεις τους. Περπάταγαν μέχρι που έφτασαν χαμηλά, στην εκκλησία της Παναγίας Καπνικαρέας.
- Ας κάτσουμε εδώ να ξεκουραστούμε λίγο, πρότεινε ο Χρήστος. Κάθισαν στο παγωμένο πεζούλι, μια χορωδία ηλικιωμένων κυριών μπροστά σε ένα εμπορικό, γέμιζε τον παγωμένο αέρα με χριστουγεννιάτικες μελωδίες. Η Μιράλ κοίταξε ένα κορίτσι που καθόταν μόνο του λίγο πιο πέρα, στην αγκαλιά της κρατούσε ένα μικρό σακίδιο. Πρέπει να ήταν λίγο μικρότερη, ίσως δέκα χρονών. Δεν ζητιάνευε, καθόταν μόνο της, σχεδόν ακίνητη μέσα στον κόσμο που την προσπερνούσε.
   Μια παρέα αντρών με κοντοκουρεμένα κεφάλια φάνηκε στο βάθος, κατέβαιναν την Ερμού μιλώντας και γελώντας δυνατά. Ο Χρήστος τους είδε πρώτος, οι μνήμες του πατέρα του ζωντάνεψαν. Το αφεντικό του ήταν οργανωμένο μέλος των ρατσιστών, τον πίεζε να γραφτεί στο κόμμα και να πηγαίνει στις συγκεντρώσεις τους. Ο πατέρας του τους μισούσε, αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την δουλειά του. Η ζωή του άλλαξε από τότε, εκείνοι δεν τον άφησαν ήσυχο, τον απειλούσαν συνέχεια, η ανεργία τον καταρράκωσε, τα χρέη τον έπνιγαν. Μέρα με την μέρα, έγινε ένας άλλος άνθρωπος, αυτοκτόνησε ένα ζεστό βράδυ του Ιούλη όταν ο Χρήστος και η μητέρα του έλειπαν στο σπίτι της γιαγιάς στην Σπάρτη. Πάντα θα θυμόταν την τελευταία φορά που τον είδε, να τους κοιτά την ώρα που έφευγαν για το χωρίο, πίσω από το τζάμι...
   Οι άντρες έφθασαν κοντά τους και προσπέρασαν πλάι στο Χρήστο, ύστερα κατευθύνθηκαν προς το κορίτσι.
- Βρωμιάρα, την αποκάλεσε ένας τους, μαζευτήκατε όλοι εδώ, και ουρλιάζοντας της φώναξε μπρος φύγε, σήκω, σήκω από εδώ βρωμιάρα. Το παιδί δεν αντέδρασε ήταν σαν μια κούκλα σε βιτρίνα εμπορικού.   
- Εσείς είστε βρωμιάρηδες, ο Χρήστος αν και μικρόσωμος δεν δίστασε ούτε στιγμή, σηκώθηκε στηριζόμενος στις πατερίτσες του και επανέλαβε δυνατά,
- Φύγετε τώρα, φύγετε, και άρχισε να φωνάζει με όλη του την δύναμη, δολοφόνοι, δολοφόνοι... 

   Οι άντρες αιφνιδιάστηκαν στην αρχή αλλά γρήγορα ένας τους κινήθηκε απειλητικά προς τον Χρήστο. Μια αστυνομικός που βρισκόταν με την μηχανή της στην απέναντι γωνία κάλεσε με τον ασύρματο της ενισχύσεις. Τους ήξερε καλά αυτούς τους τύπους και πόσο επικίνδυνοι μπορούσαν να γίνουν. Από το ηχείο ακούστηκε η φωνή του αξιωματικού στο κέντρο επιχειρήσεων που καλούσε όλες τις διαθέσιμες μονάδες στην περιοχή. Εκείνη άναψε τον φάρο της μοτοσυκλέτας και την σειρήνα που γέμισε με τα ουρλιαχτά της την μικρή πλατεία. Ένας γεροδεμένος πανύψηλος άντρας που μάλλον ήταν ο αρχηγός τους φώναξε σε αυτόν που απειλούσε τον Χρήστο ένα ξερό, “πίσω”. Αμέσως γύρισε στους άλλους και σαν στρατιωτικό σώμα εξαφανίστηκαν μέσα στις αποδοκιμασίες των περαστικών.
  Η Μιράλ πλησίασε το μοναχικό κορίτσι, το κορμάκι της έτρεμε απ' το κρύο, φαινόταν σαν να ζούσε σε έναν άλλο κόσμο. Το προσωπάκι της ήταν θλιμμένο, γεμάτο από κρυσταλλένια δάκρυα που πάνω τους λαμπύριζαν τα χιλιάδες στολίδια της Ερμού.
- Πεινάς; Πως ήρθες εδώ; Η μαμά; Ο μπαμπάς; Το παιδί την κοιτούσε μα δεν φαινόταν να καταλαβαίνει ελληνικά, της μίλησε και στα αγγλικά και στα αραβικά, καμιά απάντηση. Ο Χρήστος και ο Μπεν ήρθαν κοντά τους. Η Μιράλ κάθισε δίπλα της την έπιασε από τους ώμους, το κορίτσι έκανε με τα χεράκια της μια χειρονομία... Ήταν νοηματική, η μόνη γλώσσα που μπορούσε να επικοινωνήσει η Λάγια, από την Συρία. Η Μιράλ την αγκάλιασε σφιχτά, ένας χείμαρρος από εικόνες και συναισθήματα την πλημμύρισαν. Πίσω στην πατρίδα είχε κωφάλαλες φίλες, από αυτές είχε μάθει την νοηματική. Στους βομβαρδισμούς και στις εισβολές των αρμάτων των Ισραηλινών αυτά τα παιδιά μπορεί να μην άκουγαν αλλά βίωναν τα πάντα. Θυμήθηκε την Γιασμίν και την Γίσρα, που τρομοκρατούνταν όχι από τους κρότους των εκρήξεων αλλά από τους κραδασμούς των αρμάτων, την γη που έτρεμε κάτω από τα πόδια τους σε έναν κόσμο απόλυτης σιωπής...
  Δυο μέρες μετά, η Μιράλ βρισκόταν με την Λάγια στο δωμάτιο της. Ο Πατέρας του σπιτιού άνοιξε την μεγάλη αγκαλιά του για να μείνει στο ίδρυμα για όσο χρειάζονταν το κοριτσάκι από την Συρία. Η Μιράλ ήταν συνέχεια μαζί της μια και ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που μπορούσε να επικοινωνεί με το κορίτσι. Αυτή είχε μάθει πως έφτασε μόνη στην Αθήνα με το καράβι. Είχε έρθει στην Ελλάδα με τον παππού της, αλλά τον έχασε μέσα στον πανικό όταν το μεγάλο καράβι θα ξεκινούσε απ' το λιμάνι του νησιού. Στο σακίδιο της βρέθηκε ένα βιβλίο, ήταν “Ο Προφήτης” του Χαλίλ Γκιμπράν αφιερωμένο στην μικρή του, από τον παππού της. Δάκρυσε όταν είδε το βιβλίο στα αραβικά, το βιβλίο που αγαπούσε τόσο ο πατέρας της, ένα παρόμοιο του είχαν κατασχέσει οι Ισραηλινοί στο σημείο ελέγχου. Μαζί με το βιβλίο υπήρχαν τα  έγγραφα καταγραφής της Λάγιας στην Μυτιλήνη και μια φωτογραφία δυο παιδιών με ένα μήνυμα γραμμένο με κόκκινο στυλό “It's Christmas time, there's no need to be afraid. At Christmas time, we let in light and we banish shade ” 
~ ~ ~
- Να αγοραστούν όλα, ότι παιχνίδι υπάρχει διαθέσιμο στην αγορά. Η εντολή του προέδρου Θεόδωρου Σίσκου ήταν σαφής, οι άνθρωποι του ομίλου είχαν εκπλαγεί. Σχεδόν ένα χρόνο είχε να πατήσει το πόδι του στα γραφεία του ομίλου. Όλοι ήξεραν πως μετά τον θάνατο του γιου του, ένα χρόνο πριν είχε πέσει σε κατάθλιψη. Την προπαραμονή των Χριστουγέννων μαζί με τους υπαλλήλους του βγήκαν στα μικρά και μεγάλα παιχνιδάδικα της πόλης, σε βιβλιοπωλεία, super market και αγόραζαν ότι παιχνίδι υπήρχε στα ράφια. Δεν είναι υπερβολή ότι σχηματίστηκαν λόφοι από παιχνίδια στα κεντρικά γραφεία της εταιρείας. Με μεγάλο κέφι όλοι πακετάριζαν τα δώρα και ο ίδιος ο πρόεδρος προσωπικά επέβλεψε την ταξινόμηση τους και τύλιγε ασταμάτητα τα δώρα. Την παραμονή των Χριστουγέννων την ώρα που η πόλη είχε γεμίσει από τα τρίγωνα και τις παιδικές φωνούλες που έψελναν “Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλη”, όλα ήταν έτοιμα.
   Ανήμερα των Χριστουγέννων τα ιστιοπλοϊκά σκάφη που είχαν αποβραδίς ξεκινήσει από την μαρίνα Ζέας έφτασαν στα νησιά και μοίρασαν τα χιλιάδες παιχνίδια. Ήταν δώρα για τα παιδιά των προσφύγων και των μεταναστών και κάθε φτωχού παιδιού, στην Μυτιλήνη, στην Κω, την Λέρο, την Σάμο και σε όλα τα νησιά υποδοχής προσφύγων του Αιγαίου. Στην Μυτιλήνη εκτός των δώρων έφτασε και ο κ. Σίσκος. Μέχρι το απόγευμα είχε βρει τον παππού της Λάγιας. Είχε χτυπήσει την μέση του και νοσηλευόταν στο νοσοκομείο της Μυτιλήνης. Στον συνωστισμό για μια θέση στο πλοίο είχε ποδοπατηθεί έτσι η Λάγια σπρωγμένη από το πλήθος βρέθηκε μόνη της στο καράβι. Το βράδυ των Χριστουγέννων τον μετέφερε σε νοσοκομείο της Αθήνα με ιδιωτικό αεροπλάνο ασθενοφόρο ασφαλιστικής εταιρείας. Η μικρή Λάγια δεν ξεκολλούσε τα χεράκια της από πάνω του...    
   Ποτέ δεν εξηγήθηκε πως είναι δυνατόν η Λάγια να βρει στο πλακόστρωτο, στην εκκλησία της Παναγίας Καπνικαρέας την φωτογραφία μας με τον Αλέξανδρο στο Αγία Σοφία, εμπρός στο χριστουγεννιάτικο καραβάκι. Ο γραφικός χαρακτήρας στο μήνυμα της φωτογραφίας ήταν του Αλέξανδρου, πάντα θαύμαζα τα ολοστρόγγυλα καλλιγραφικά του γράμματα και οι στίχοι ήταν από το αγαπημένο του τραγούδι.
Όταν του τηλεφώνησα να έρθει στο ίδρυμα και είδε την φωτογραφία, το μήνυμα, ο κ. Σίσκος δεν χρειαζόταν καμιά άλλη εξήγηση, ούτε και εγώ. Και οι δυο είμαστε εκεί όταν ο Αλέξανδρος είχε υποσχεθεί χαμογελώντας, “Μπαμπά ότι και αν γίνει πάντα τα Χριστούγεννα θα είμαι μαζί σας. Ο Θεός δεν θα μου το αρνηθεί αυτό όταν ανέβω στον ουρανό. Είναι η μοναδική χάρη που του ζήτησα” Δυο μέρες μετά μπήκε στην εντατική. Ήταν προπαραμονή Χριστουγέννων όταν η καρδιά του Αλέξανδρου σταμάτησε να χτυπάει. Έφυγε απ' την ζωή φορώντας τα ακουστικά του, ακούγοντας το αγαπημένο του τραγούδι, τις καμπάνες, τα ντραμς, τους στίχους που πάντα του έδιναν δύναμη και έπαυε να φοβάται... 




“It's Christmas time, there's no need to be afraid. At Christmas time, we let in light and we banish shade ”










Το πιο όμορφο βιβλίο που θα γράψουμε εμείς, τα παιδιά της γης.


  Το υπόλοιπο βιβλίο έχει μόνο λευκές σελίδες, είναι οι σελίδες που θα γράψουμε όλα τα παιδιά του κόσμου, για την ειρήνη, για την αλληλεγγύη, για την διαφορετικότητα όλων μας. Ένα βιβλίο για να μείνουμε για πάντα παιδιά, για να αγαπήσουμε τους άλλους ανθρώπους, για να μάθουμε πως το μίσος είναι ο μοναδικός μας εχθρός και πως μόνο ο σεβασμός, η αγάπη θα κάνει τον κόσμο μας καλύτερο. Ας γίνει ο κόσμος μας το σπίτι μας, ας τους δεχτούμε όλους με αγάπη, ας στήσουμε την πιο μεγάλη γιορτή της ανθρωπότητας...


Χριστούγεννα στο Αιγαίο

Χριστούγεννα, γύρω ομίχλη, σκοτεινιά
και ο μικρός Χριστός αγκαλιασμένος με την Παναγιά,
μέσα σε μια βάρκα, μαζί με των προσφύγων τα μωρά,
κλαίει, πεινασμένος, φοβισμένος σαν κι αυτά.
Μάγοι δεν φέραν δώρα ακριβά,
ούτε αστέρι φώτισε τον δρόμο του από ψηλά
ξεκίνησε απ' της Τουρκίας μια ακρογιαλιά
και ήρθε στον κόσμο μέσα σε ένα φουσκωτό,
κάπου απέναντι από την Μυτιλήνη,
την Σάμο, την Τήλο ή την Κω.

            

Στην θεία Μαρία, που έσωσε μια μικρή εβραιοπούλα με κίνδυνο της ζωής της από τους Ναζί.

Στο Χαμόγελο του παιδιού, στον Ανδρέα Γιαννόπουλο που μέσα στην ασθένεια του σκεφτόταν να προσφέρει στα παιδιά και η επιθυμία του έγινε χαμόγελο και μια μεγάλη αγκαλιά.

Στον Ζιλιέν από το Κογκό, σε όλα τα παιδιά της προσφυγιάς.

Στην αγαπημένη μου ανιψιά Ελευθερίτσα.

Στον Γιώργο για τον σκληρό του αγώνα με την λευχαιμία. 

Στον πάτερ Αντώνη και τους συνεργάτες του, στην Κιβωτό του Θεού που αγκαλιάζει όλα τα παιδιά.

Στον παπά Χρήστο και σε όλους τους ιερωμένους που το ράσο είναι μέρος της ψυχής τους. 

Στον παπά Στρατή απ' την Μυτιλήνη, που όταν περπατούσε στο νησί του τον ονόμαζαν προστάτη των προσφύγων...  

Στην Μαριάννα Βαρδινογιάννη για την «ΕΛΠΙΔΑ» και την αγάπη που δίνει στα παιδιά.

Στον Χρήστο Βλάχο τον πρόεδρο του συλλόγου γονέων, παιδιών με νεοπλασματικές ασθένειες «Η ΠΙΣΤΗ» που είχα την τύχη να γνωριστούμε πριν ένα χρόνο χάριν της εξαιρετικής κυρίας Χριστίνας Λαζαρίδου και του έργου της για τα παιδιά, σε όλους τους εργαζομένους και εθελοντές του συλλόγου.  

Στην Λάμψη και στην Φλόγα και σε όλους τους συλλόγους που δίνουν την ψυχή τους για τα παιδιά.  

Στην Θεσσαλονικιά γιαγιά Ροζίνα Ασσέρ Πάρδο, που γνώρισα μέσα από ένα ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ.


Τις θερμές ευχαριστίες μου στον εξαιρετικό κ. Μακρή της Κιβωτού του Κόσμου και την κ. Βάσω Ράδου για τις πληροφορίες που μου παρείχαν, για την συγγραφή του διηγήματος.
Θερμές ευχαριστίες στον φίλο μου, ζωγράφο Ντίνο Παπασπύρου για τους όμορφους πίνακες του.

Πίνακες:
1. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-157, Τέσσερις Εποχές-1
2. ΠΙΝΑΚΑΣ-Άνθη (16), Αγριολούλουδα, τέμπερα, 20Χ25,5 εκ., 1980
3. ΠΙΝΑΚΑΣ-Λάμπουν σαν δάκρυα τα Χριστούγεννα, τέμπερα, 28Χ38 εκ., 2006
4. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-129, Παραμονή Χριστουγέννων του '43

Α.  Δ.Ε.  ΒΑΛΜΑΣ
12.2015













ΦΙΛΟΙ ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΓΗ