Δευτέρα, Μαρτίου 21, 2016

Η παράγκα του μπάρμπα Γιάννη


15 Φεβρουαρίου 1948

  Το ψηλό φουγάρο του εργοστασίου σκορπάει την κάπνα του λιωμένου λάστιχου στον παγωμένο αέρα. Βρέχει με δύναμη και ο Βαρδάρης λυσσομανάει πάνω στις τενεκεδένιες σκεπές της παραγκούπολης, το ρέμα που κυκλώνει την γειτονιά έγινε ορμητικό απ' το νερό που κατεβαίνει από τους λόφους. Λιγοστό το φως κι ο αέρας αποπνικτικός, μολυσμένος, πηχτός σαν την λάσπη που έχει γίνει ένα με τις παράγκες της Χαριλάου, πλάι στο προπολεμικό εργοστάσιο της υποδηματοποιίας “Αλυσίδα”.
  Χειμώνας του 1947 - 48 κι τεράστια παραγκούπολη πιάνει από την Τούμπα και την Χαριλάου ίσαμε τα Καραγάτσια* με τις πελώριες Φτελιές και τα σπίτια των Εβραίων προς τα δυτικά. Φτώχεια ανείπωτη παντού, μικρά στενόχωρα σπιτάκια, γυμνά από ευκολίες που είναι φτιαγμένα από τούβλα και πλιθιές με παλιολαμαρίνες για σκεπή. Μια - δυο βρύσες κοινόχρηστες σε κάθε γειτονιά και το ηλεκτρικό ένα όνειρο αληθινό μόνο για τους αστούς της πόλης. Τις καλές μέρες στερημένα και κακοντυμένα τα παιδιά, με πόδια γυμνά παίζουν ένα τόπι φτιαγμένο από κουρέλια στις χορταριασμένες αλάνες, δίπλα στα λιγοστά κατσίκια που εξασφαλίζουν λίγο γάλα και ρυζόγαλο στα φτωχόσπιτα. Δρόμοι δεν υπάρχουν, χώμα, σκόνη και λάσπη, που φτάνει μέχρι και το γόνατο στο καταχείμωνο.
  Είναι 8 το βράδυ ο μπάρμπα Γιάννης ο Βαλμάς μαζί με τα παιδιά του τον Δημήτρη και τον Βασίλη κάθονται στο τραπέζι για το φτωχικό τους γεύμα. Η μάνα τους η κυρά Αθηνά είχε πεθάνει εδώ και χρόνια, λίγο πριν τον πόλεμο. Το λιτό γεύμα το είχε μαγειρέψει στην παλιά γκαζιέρα η μεγάλη αδελφή τους, η Πάτρα που ήταν καμιά εικοσαριά χρονών. Αυτή την ώρα λείπει, δουλεύει στο Φάληρο, στο σπίτι ενός πλούσιου Αρμένη, έμπορου καφέ. Ο μπάρμπα Γιάννης μόλις είχε γυρίσει από το άλλο παραγκάκι του, το μαγαζάκι του, ακριβώς δίπλα στο θρυλικό καφενείο του Αλέκου με την λατέρνα, όπου διασκέδαζαν και καυγάδιζαν όλοι οι νταήδες της περιοχής και τα πρωτοπαλίκαρα από τα γύφτικα, με τους μπαλτάδες στο ζωνάρι. Όλο του το εμπόρευμα ήταν μοναχά λίγες καραμέλες και τσιγάρα χύμα, τα πιο πολλά τα κάπνιζε ο ίδιος διαβάζοντας πάντα τον Ελληνικό Βορρά, βασιλικός μέχρι το κόκαλο.
“Άντε να φάμε, η Πάτρα θα αργήσει” είπε ο πατέρας τους, το φως της γκαζόλαμπας φώτιζε αμυδρά τον φτωχικό χώρο, ίσα να βλέπουν τα πιάτα με τις βραστές πατάτες, τα κρεμμύδια και τις ελιές, πλάι στα ξεροκόμματα του ψωμιού.
  Επάνω στις πρώτες μπουκιές η ξύλινη πόρτα της παράγκας χτύπησε απαλά, “κυρ Γιάννη” ακούστηκε η φωνή μιας γυναίκας. Ο μικρός του, ο Δημήτρης σηκώθηκε να ανοίξει μιας και ο πατέρας βάδιζε με δυσκολία αφότου είχε πάθει παράλυση στην μια του πλευρά από την σκληρή δουλειά στο καροποιείο. Σαν άνοιξε ο Δημήτρης στο ημίφως της γκαζόλαμπας διαγράφηκε η μορφή μιας γυναίκας,
“Κυρ Γιάννη, σε παρακαλώ, ώρες γυρνάμε μέσα στο κρύο. Με έδιωξε η αδερφή μου, δεν μπορεί άλλο, έχει οικογένεια και αυτή.” Η γυναίκα μιλούσε ασθμαίνοντας, έκλαιγε, φαινόταν πραγματικά απελπισμένη. Ο κυρ Γιάννης την γνώριζε απ’ την γειτονιά, λίγους μήνες πριν είχε έρθει στην Θεσσαλονίκη με τα παιδιά της, το χωριό τους είχε καταστραφεί ολοκληρωτικά στην φωτιά του εμφυλίου. “Σε παρακαλώ, δεν έχω που να πάω, λυπήσου τα παιδιά μου.” Στο βάθος η μοναδική λάμπα του δρόμου ίσα που φώτιζε τέσσερα παιδάκια, αγόρια και κορίτσια. Ο Δημήτρης αναγνώρισε το ένα, ήταν ο ανιψιός της γειτόνισσας, ο Αχιλλέας. Ο μπάρμπα Γιάννης σηκώθηκε με δυσκολία και βάδισε μέχρι την πόρτα. Κοίταξε τα παιδιά που τουρτούριζαν απ’ το κρύο βρεγμένα ως το κόκκαλο απ’ το χιονόνερο. Για μια στιγμή χάθηκε, θυμήθηκε τον εαυτό του, την δική του μάνα. Παιδάκι ήταν κάπου στα 1905 σαν αναγκάστηκε η κυρά Ευμορφία να πάρει αυτόν και τα αδέρφια του μαζί με τον σακατεμένο από το ξύλο πατέρα τους και από το ορεινό χωριό τους το Λιβάδι, να κατεβούν στην Χαριλάου. Ο μεγάλος αδερφός του, ο Βασίλης είχε μια ομάδα ενόπλων παλικαριών και χτύπαγε στην περιοχή των Βασιλικών, στο Λιβάδι και την Περιστερά, τους Τούρκους και τους Βούλγαρους. Κάθε τόσο ερχόταν τα αποσπάσματα των κατακτητών και βασάνιζαν τον πατέρα του, ύστερα τον έπαιρναν μαζί τους στις γύρω βουνοκορφές για να τους προδώσει που κρυβόταν ο καπετάνιος. Στο τέλος τον αφάνισαν από τους ξυλοδαρμούς και η γυναίκα του βρήκε διέξοδο στην πόλη, στην προσφυγιά.  
“Προσφυγάκια σαν και εμένα είναι, φέρτα μέσα, έχω το δωματιάκι δίπλα. Να σας αφήσω να μείνετε μέχρι την άνοιξη, τότε θα απολύεται ο αρραβωνιαστικός της Πάτρας και θα το χρειαστούν το καμαράκι”
Η γυναίκα λύγισε “Να σ’ έχει ο Θεός καλά κυρ Γιάννη”




3 Απριλίου 2015


Στην κουζίνα ο Δημήτρης, η γυναίκα του Ελευθερία και ο Αχιλλέας έπιναν καφέ και θυμόταν τα παλιά. Ο Αχιλλέας είχε έρθει επίσκεψη να δει τον παλιό του φίλο. Λάτρεις και οι δυο του μπουζουκιού θυμόταν τα περασμένα. Χρόνια μετά, στην όγδοη δεκαετία της ζωής τους μιλούσαν για τα παιδιά τους. Ο Αχιλλέας ήταν μόνος αυτό το διάστημα η γυναίκα του είχε πάει ταξίδι στο εξωτερικό, στην κόρη τους. Πολλά τα χρόνια από εκείνη την μαύρη περίοδο του διχασμού, του εμφυλίου πολέμου, μα όσα χρόνια και αν περνούσαν εκείνος ποτέ δεν θα ξεχνούσε,

“Δημητρό, εκείνο το βράδυ, κοντά 70 χρόνια πριν μας έσωσε ο μπάρμπα Γιάννης. Κάτω από την λάμπα του δρόμου, μέσα στην παγωνιά και την βροχή καθόμασταν τέσσερα παιδιά και η μάνα μας. Μεγάλο καλό μας έκανε, μας άφησε να ξεχειμωνιάσουμε στο καμαράκι σας χωρίς να μας πάρει ούτε μια δραχμή. Έτσι πάει, ο φτωχός τον νοιώθει τον φτωχό, ο πρόσφυγας, τον πρόσφυγα. Τέτοια καλοσύνη δεν ξεχνιέται”




Αυτό το διήγημα είναι απολύτως αληθινό, τα πρόσωπα και τα ονόματα εξίσου.


Αφιερωμένο στον παππού μου, τον μπάρμπα Γιάννη.
Στον μεγάλο αδερφό του παππού, τον Μακεδόνα καπετάνιο Βασίλη Βαλμά από το Λιβάδι Θεσσαλονίκης που δεν πρέπει να ξεχαστεί γιατί αυτός τα θυσίασε όλα για την ελευθερία του τόπου του, για εμάς τους ελεύθερους Έλληνες.
Στην μικρή παράγκα που χωράνε πολλοί φτωχοί.
Στο καλό που δεν ξεχνιέται…



*Καραγάτσι στα τούρκικα Karaağaç ή Φτελιά στα Ελληνικά, Elm στην Αγγλική. Πελώριο δένδρο με βαθυπράσινο πυκνό φύλλωμα. 


ΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-111, Ο λάκκος στο Στρατηγείο (ανάμνηση),τέμπερα, 31Χ43 εκ., 1998*
*Η εικόνα έχει υποστεί επεξεργασία σε χρωματικό τόνο Grayscale.

Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ
Μάρτιος 2016 

ΦΙΛΟΙ ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΓΗ