Κυριακή, Μαΐου 22, 2016

Ο κύρυος U


    Ο κύριος U ήταν ένας καλοσυνάτος αλλά και ιδιόρρυθμος άνθρωπος. Ο κύριος U από μικρό παιδί αγαπούσε υπερβολικά τα γιορτινά λαμπάκια. Αν το μπορούσε θα στόλιζε με αυτά τα μικροσκοπικά φωτάκια τις γκρίζες πόλεις του κόσμου, όχι μόνο για τις γιορτές, μα και για όλο τον χρόνο. Αφού όμως αυτό δεν ήταν δυνατόν, πάντα περίμενε τα Χριστούγεννα πως και πως. Σαν έμπαινε το φθινόπωρο αυτός ανυπομονούσε να έρθει ο Νοέμβριος και επιτέλους να δει τους δρόμους σιγά σιγά να φωτίζονται από τα πολύχρωμα λαμπιόνια και ύστερα όλη την πόλη στολισμένη, με φάτνες και αστέρια, δέντρα και καραβάκια.
   Σαν τελείωναν οι γιορτές η θλίψη απλωνόταν στο πρόσωπο του. Μάταια παρακαλούσε την μητέρα του να αφήσει έστω για λίγο ακόμη το στολισμένο δεντράκι στο σαλόνι ή έστω τους  φωτεινούς Αγιοβασίληδες στο παράθυρο του δωματίου του. Εκείνη όμως πάντα του αρνιόταν, “Όχι παιδί μου, τέλειωσαν οι γιορτές θα μας περάσουν για τρελούς. Του χρόνου πάλι”.

  Όταν μεγάλωσε όμως, στο σπιτικό του είχε φτιάξει έναν δικό του κόσμο. Το είχε στολισμένο όλο τον χρόνο με λαμπάκια. Μικρά, μεγάλα, λεπτά, χοντρά, σε διάφορα σχέδια και χρώματα φωτάκια ήταν τοποθετημένα με προσοχή γύρω από τις πόρτες και τα παράθυρα.  
  
   Κατοικούσε στον τελευταίο όροφο μιας επταώροφης πολυκατοικίας, απ' το μπαλκόνι του μπορούσε να βλέπει ολόκληρη την πόλη. Τα χειμωνιάτικα βράδια των γιορτών όταν όλα ήταν στολισμένα, ο κύριος U πολλές φορές ξενυχτούσε για να κοιτάει με το τηλεσκόπιο του μια τα γιορτινά λαμπάκια στις πιο μακρινές γωνιές  της πόλης του και μια τα αμέτρητα αστέρια που στόλιζαν τον απέραντο ουράνιο θόλο.
   Όταν περνούσε η πρωτοχρονιά και μέχρι τα Θεοφάνεια που οι άνθρωποι ξεστόλιζαν ο ένας πίσω από τον άλλον τα σπίτια τους και έσβηναν τα φώτα, εκείνος ήταν πολύ θλιμμένος που όλα θα γινότανε και πάλι μουντά. Τότε έκανε μεγάλες βόλτες σε όλη την πόλη με το αυτοκίνητο του και χαιρόταν αν έβλεπε κάποιο σπίτι που παρέμενε ακόμη στολισμένο. Πραγματικά ένοιωθε στην καρδιά του μεγάλη οικειότητα για όποιον ζούσε εκεί, λες και ήταν κάποιος μακρινός συγγενής του.     
   Ο κύριος U δούλευε σε μια μεγάλη εταιρία και πουλούσε ελαστικά γάντια, μπότες, παπούτσια και λευκά ρούχα για τα εργοστάσια που έφτιαχναν τρόφιμα. Επειδή ήταν πολύ ευγενικός και τυπικός, πραγματικά όλοι οι πελάτες του τον αγαπούσαν. Σε αυτόν όμως δεν άρεσε πολύ αυτή η δουλειά μα του έδινε χρήματα για να ζει.
   Η αλήθεια είναι ότι είχε μια άλλη αγάπη. Από μικρός γοητεύονταν να κατασκευάζει στην φαντασία του μηχανές που έκαναν τα πιο τρελά πράγματα που θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος. Όταν μεγάλωσε σπούδασε ηλεκτρονικός και κατασκεύαζε διάφορες περίεργες συσκευές, μα κανείς δεν τις είχε δει ποτέ γιατί τις έκρυβε καλά μέσα στα ντουλάπια του μικρού εργαστηρίου στο σπίτι του.

 ***

  Εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό του Γενάρη, η γειτόνισσα του στον πρώτο όροφο, είχε γριπωθεί και δεν μπορούσε να σηκωθεί καλά καλά, ούτε από το κρεβάτι της. Ο κύριος U που την είδε έτοιμη να πέσει στα σκαλοπάτια από τον πυρετό, προθυμοποιήθηκε να πάει αυτός την μικρή Δήμητρα στο δημοτικό σχολείο μιας και ο μπαμπάς της γνώριζε ότι έφευγε πολύ νωρίς το πρωί για το ιδιωτικό σχολείο που δούλευε, σαν οδηγός σχολικού. Η μαμά δέχθηκε αφού ήταν παιδικός της φίλος και γνώριζε πόσο πολύ αγαπούσε τα παιδιά. Ο ιδιόρυθμος κύριος U και η Δήμητρα βγήκαν στον δρόμο. Είχαν περάσει οι γιορτές και προς απογοήτευση του η πόλη ήταν και πάλι μουντή. Λίγο πριν το σχολείο, περνώντας όμως μπροστά από ένα μικρό καφέ ο κύριος U αναφώνησε με ενθουσιασμό,
“Κοίτα Δήμητρα, έχει αφήσει αναμμένα τα λαμπάκια...”
Γιατί; Αφού πέρασαν οι γιορτές.” του απάντησε η μικρή παραξενεμένη.
Εμένα μου αρέσει, μακάρι να λάμπουν και για όλο τον χρόνο” ανταπάντησε κεφάτος ο κύριος U.
Όχι είναι βαρετά, καλοκαίρι με φωτάκιααααα...” διαμαρτυρήθηκε ναζιάρικα η Δήμητρα.

   Ντριννννννν... Ντριννννννν... Το κουδούνι του σχολείου ήχησε και αμέσως έτρεξαν να προλάβουν την σιδερένια πόρτα που έκλεινε η αυστηρή διευθύντρια στις 8.10 ακριβώς.
  Η μαμά της είχε κρεβατωθεί για τα καλά και έτσι όλη την υπόλοιπη εβδομάδα οι δυο τους περνούσαν μπροστά από το μικρό καφέ και πάντα διαφωνούσαν για τα φωτισμένα λαμπάκια. Ο κύριος U το διασκέδαζε αφάνταστα και το ίδιο φαινόταν να το απολαμβάνει και η μικρή που γελούσε με την καρδιά της. Για αυτό και ζήτησε από την φίλη του,  Αν δεν σε πειράζει πριν την δουλειά μου θα πηγαίνω εγώ την μικρή στο σχολείο”.
  Η μαμά που έβλεπε πόσο καλά τα πηγαίνουν και διασκέδαζε και η ίδια αφάνταστα με την διαφωνία τους, συμφώνησε και έτσι κάθε πρωί οι δυο τους συνέχισαν να “μαλώνουν” έξω από το μικρό καφέ. Ο κύριος U απολάμβανε όχι μόνο την διαφωνία τους, αλλά και το να είναι αυτός ο τρελούτσικος μικρός και η μικρή να μιλάει με την φωνή της λογικής των μεγάλων.

  Λίγο καιρό μετά, ένα ανοιξιάτικο πρωινό του Μάη, πάνω που ο κύριος U ετοιμαζόταν να πει πόσο πολύ του άρεσαν τα αναμμένα λαμπάκια, είδε το μικρό καφέ κλειστό. Κοίταξε τα σβησμένα λαμπάκια ξανά και ξανά, το εσωτερικό του μαγαζιού ήταν θεοσκότεινο και άδειο. Λυπήθηκε τόσο πολύ που έχασε το κέφι του. Η Δήμτρα ορκιζόταν στην μαμά της ότι τον είδε να δακρύζει. Δεν μπήκε στο αμάξι του για την εργασία του αλλά επέστρεψε στο σπίτι του.  Εκείνη την ημέρα κάθισε στο σπίτι του προσποιούμενος ότι ήταν άρρωστος.
  Ήταν κάτι τόσο αναπάντεχο αυτό που συνέβη. Ρώτησε επίμονα στην γειτονιά και έμαθε πως το μαγαζάκι είχε κλείσει για πάντα, αφού ο ιδιοκτήτης λόγω της οικονομικής κρίσης και της υψηλής  φορολογίας δεν έβγαζε ούτε τα έξοδα του. Τις επόμενες ημέρες στον δρόμο μέχρι το σχολείο ο κύριος U δεν έλεγε κουβέντα. Η μικρή καταλάβαινε το πόσο πολύ είχε στεναχωρηθεί.

  Πέρασαν οι μέρες και έφτασε το τελευταίο πρωινό, πριν κλείσει το σχολείο για τις καλοκαιρινές διακοπές. Ενώ ετοιμαζόταν να της βάλει την σχολική τσάντα στην πλάτη η μικρή τον κοίταξε, “και εμένα μου λείπουν τα λαμπάκια”, του είπε με ειλικρίνεια. Άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε από μέσα ένα μπουκαλάκι. “Να κοίτα, εδώ μέσα έχει πολλά, πολλά, μικρά φωτάκια”. Το πρόσωπο του κυρίου U έλαμψε από ένα τεράστιο χαμόγελο !!!
   Γυρνώντας στο σπίτι του πήρε τηλέφωνο στην δουλειά του και παραιτήθηκε. Έπειτα τρισευτυχισμένος άνοιξε τα ντουλάπια που είχε εδώ και χρόνια κλειδωμένα. Μέσα ήταν καλά φυλαγμένες όλες οι περίεργες μηχανές του και τα επιστημονικά βιβλία του. Τα μελέτησε για μήνες και πέρασε άγρυπνος ένα σωρό νυχτιές στο μπαλκόνι του παρέα με τ' αστέρια. Έψαξε σε όλο τον κόσμο για ένα σωρό περίεργα υλικά, όμως το πιο απλό και σημαντικό το είχε κοντά του, σε ένα μπουκαλάκι...

~~~

   Βράδυ, παραμονή Χριστουγέννων. Γύρω γύρω το δωμάτιο έλαμπε από τα πολύχρωμα λαμπάκια που στόλιζαν όχι μόνο αυτό το δωμάτιο αλλά και όλο το σπίτι της γιαγιάς. Η ηλικιωμένη γυναίκα κοίταξε τα εγγονάκια της που καθόταν γύρω της μαγεμένα και συνέχισε την ιστορία,

- Τον Σεπτέμβρη την ημέρα που άνοιγαν τα σχολεία δεν είδα τον κύριο U να με περιμένει στην πόρτα να πάμε παρέα στο σχολείο όπως μου είχε υποσχεθεί η μαμά.
Τα παιδιά που τόση ώρα άκουγαν σιωπηλά την γιαγιά να τους αφηγείται την ζωή του κυρίου U, κοίταξαν ο ένα το άλλο και αμέσως όλα μαζί ρώτησαν με τεράστια έκπληξη,
- Γιαγιάκα, γιαγιάκα, εσύ ήσουν το κοριτσάκιιιιιι, εσύ ήσουν η μικρή Δήμητρα; Η γιαγιά Δήμητρα χαμογέλασε πλατιά και συνέχισε,
- Στεναχωρήθηκα πάρα πολύ, μα η μαμά μου, χαμογελώντας μου είπε ότι ο κύριος U είχε δουλειά και ότι να μην λυπόμουν γιατί θα τον έβλεπα πολύ σύντομα. Πηγαίναμε στο σχολείο για τον αγιασμό, θα έπρεπε να χαίρομαι που θα έβλεπα τους φίλους μου μετά το καλοκαίρι, όμως περπατούσα σκυφτή, ήμουν τόσο λυπημένη για εκείνον. Θα έφταιγε σίγουρα εκείνο το μαγαζί και τα σβησμένα λαμπάκια, σκεφτόμουν σε όλη την διαδρομή.  Καθώς προχωρούσα χωρίς να δίνω σημασία σε τίποτα, σε μια στιγμή άκουσα, “Παρακαλώ… περάστε…”, ήταν η φωνή του κυρίου U. Δεν πίστευα στα μάτια μου, λίγο πριν φτάσω στο σχολείο είδα το πιο εκπληκτικό πράγμα που θα μπορούσα να φανταστώ. Το μικρό καφέ ήταν πια ολοφώτεινο, ο κύριος U ήταν μπροστά στην είσοδο και με περίμενε. Ήταν ένα πανέμορφο μαγαζάκι βγαλμένο λες από όνειρο, είχε τα πιο όμορφα λαμπάκια που είχα δει στην ζωή μου και αμέτρητες φωτιζόμενες κατασκευές, σε ότι σχέδιο θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Σπιτάκια, καρουζέλ, Χιονισμένα τοπία, ολόφωτες πόλεις… Κοιτούσα σαν μαγεμένη όλα αυτά τα πανέμορφα πράγματα και κάθε τόσο έτριβα τα μάτια μου. “Η χρυσόσκονη σου έγινε αστερόσκονη” μου είπε χαμογελώντας.
   Για πολλά χρόνια ο κύριος U κρατούσε το μαγαζί του ανοικτό όλο τον χρόνο, ακόμα και μέσα στο κατακαλόκαιρο πρωί βράδυ βρισκόταν εκεί. Ήθελε οι άνθρωποι να πιστέψουν πως μπορούμε να εκπληρώσουμε τα όνειρα μας, πως αξίζουμε όλοι μας μια καλύτερη ζωή, πιο φωτεινή, πιο χαρούμενη. Οι πελάτες του στην αρχή ήταν μόνο από την πόλη μας και έπειτα που η φήμη του μεγάλωσε, άνθρωποι από όλη την χώρα περνούσαν να δουν το μαγαζάκι και τα καταπληκτικά φωτάκια του. Όμως όχι μόνο για αυτό, ζητούσαν να τον ακούσουν να μιλάει για τον εκπληκτικό του κόσμο και για τα όνειρα του για έναν καλύτερο κόσμο που θα ξεκινήσει μέσα από το κάθε παιδί, όπως το δικό του όνειρο. Τον ρωτούσαν να τους πει για την εφεύρεση του, “την λάμπα των αστεριών” που δώρισε σε όλα τα κράτη και κατάφερε να φωτιστούν δωρεάν τα σπίτια σε όλο τον κόσμο και να φτιαχτούν τα πιο όμορφα λαμπάκια που δεν χρειάζονταν καθόλου ηλεκτρισμό για να λάμψουν,

Λίγο νερό, χρυσόσκονη και μια μεγάλη αγκαλιά U αρκούν για να μαζέψεις το φως των αστεριών”

  Ο κύριος U ήταν πολύ ευτυχισμένος για όλα αυτά τα όνειρα που έγιναν πραγματικότητα μα και γιατί λίγο καιρό μετά είχε παντρευτεί την αγαπημένη του που γνώρισε μέσα στο υπέροχο μαγαζί του μια παραμονή Χριστουγέννων. Η γυναίκα του πολύ σύντομα του χάρισε ένα πανέμορφο κοριτσάκι που αγαπούσε πάρα πολύ. Το υπέροχο μωρό τους είχε γεννηθεί στις 13 Οκτώμβρη. Οι γιατροί, οι νοσοκόμες, όλοι όσοι ήταν στο μαιευτήριο θυμούνται εκείνο το μεσημέρι στις 13.15 που άκουσαν ένα θαυμάσιο πλασματάκι που μόλις είχε έρθει στην ζωή να καλωσορίζει τον κόσμο με ένα τραγούδι, μια μελωδία που δεν μπορεί να γράψει κανείς μουσικός, παρά μόνο ή ίδια η ζωή. Ο κύριος U ήταν τρισευτυχισμένος αλλά δεν είχε ακόμη εκπληρώσει όλα του τα όνειρα.  Δεν άργησε όμως να καταφέρει και την πιο παλιά του επιθυμία.
   Μια ήσυχη καλοκαιρινή βραδιά το παιδικό του όνειρο έγινε πραγματικότητα μιας και μια εκκεντρική πάμπλουτη κυρία με χρυσή καρδιά του έδωσε ότι χρήματα χρειαζόταν και έτσι μπόρεσε να στολίσει μόνος του όλη την πόλη, μια για πάντα. Εκείνο το βράδυ όσοι είχαν μείνει στην πόλη είδαν ξαφνικά ότι πιο εκπληκτικό θα μπορούσαν να φανταστούν. Μεγάλα διάφανα κάτοπτρα σε σχήμα U είχαν τοποθετηθεί επάνω στα πιο ψηλά κτίρια της πόλης και μάζευαν το φως από τα αστέρια μακρινών γαλαξιών και το δυνάμωναν χίλιες και δέκα χιλιάδες φορές. Οι δρόμοι, τα κτίρια, τα βουνά και η θάλασσα γέμισαν από το φως και τα χρώματα των πιο αρχαίων αστεριών του ουρανού μαγεύοντας μικρούς και μεγάλους. Μέχρι τότε για να δει κάποιος κάτι τόσο όμορφο έπρεπε να ταξιδέψει τόσο μακριά ως τον νότιο ή τον βόρειο πόλο της γης…
- Εκεί γιαγιά όπου ζουν ο Άγιος Βασίλης και τα ξωτικά που φτιάχνουν τα δώρα μας;
Η γιαγιά κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και συνέχισε
- Ναι έτσι ακριβώς έπρεπε λοιπόν κάποιος να φτάσει μέχρι το σπίτι του Άη βασίλη για να δει το πανέμορφο Σέλας παιδιά μου. Ο κύριος U όμως κατάφερε το αδιανόητο, να βλέπουμε και να μαγευόμαστε όλη από αυτήν την έξοχη πανδαισία χρωμάτων, από αυτές τις πολύχρωμες κουρτίνες του ουρανού που χαιρόμαστε τα ξάστερα βράδια όλο τον χρόνο...
 
- Αυτή ήταν η ιστορία του εκπληκτικού κυρίου U που σίγουρα όλοι θα τον θυμόμαστε για τις εφευρέσεις του, όμως θα τον θυμόμαστε και γιατί μας έδειξε ότι μπορούμε να πραγματοποιήσουμε ακόμη και τα πιο τρελά μας όνειρα, φτάνει να το προσπαθήσουμε.
- Γιατί γιαγιά τον έλεγαν κύριο U; Την ρώτησε ο πιο μεγάλος εγγονός της, ο Αλέκος, που πήγαινε Τετάρτη δημοτικού. Η γιαγιά χαμογέλασε,
- Όποιος αγαπημένα μου παιδιά έβλεπε τον κύριο U να γράφει, θα τρελαινόταν με τα ορθογραφικά του λάθη. 
- Και εγώ κάνω πολλά φώναξε η Μαρούλα που πήγαινε στην Δευτέρα
Η γιαγιά την κοίταξε με εκείνο το γλυκό της χαμόγελο και είπε
- Δεν ήταν όμως ορθογραφικά λάθη, απλώς σε κάποιες λέξεις που αυτός ήθελε αντικαθιστούσε όλα τα ι, η, ει, οι, με το γράμμα ύψιλον (υ). Έτσι την λέξη αγάπη, την έγραφε αγάπυ, την οικογένεια, υκογένυα, την λέξη αλληλεγγύη εκείνος αλλυλεγγύυ, το μαζί, μαζύ...
- Μα γιατί γιαγιά; Φώναξαν έκπληκτα όλα τα εγγονάκια της.
- Γιατί από μικρός όταν μάθαινε να γράφει, η μαμά του, του είχε πει ότι το γράμμα υ είναι μια ανοικτή αγκαλιά, μια αγκαλιά για όλους. Έτσι όταν στο σχολείο η δασκάλα έγραψε στον πίνακα αγκαλιά, αυτός έγραψε αγκαλυά στο τετράδιο του. Λάθος τον διόρθωσε η δασκάλα μα αυτός επέμενε ότι όλα τα ιιιιιιηηηηειιιιιοιιιιι αυτός θα τα έγραφε υυυυυυυυυ που έμοιαζε σαν αγκαλ(υ)ά.  Και δεν το άλλαξε ποτέ αυτό, μέχρι τα βαθειά του γεράματα, μέχρι εκείνη την νύχτα που κάτω από το φως των αστεριών έφτιαξε τα τελευταία λαμπάκια του ποτέ δεν σταμάτησε να γράφει αγάπυ... μαζύ... αγκαλυά...

Να ύταν ο κόσμος μυα σφυχτή αγκαλυά, να έμενε απ' έξω το μύσος και υ απανθρωπυά”



Αφιερωμένο στην Ελευθερία Ρούσσου και στον Χρήστο Βλάχο που όσο ζούσαν φώτιζαν τις ζωές των παιδιών, εύχομαι να συναντηθούν στις γειτονιές των αγγέλων. Το «Do they know it’s Christmas» θα ακούγεται τώρα και για τους δυο στην ψυχή  μου ...  


Στην Λένα Παπαθανασίου που με παρότρυνε να γράψω αυτό το παραμύθι.
Στον Γιάννη Σερβετά που μου έδωσε την ιδέα για το γράμμα υ,  μέσα από την εκπομπή του στον ραδιοφωνικό σταθμό Imagine 89.7
Στην μικρούλα Δήμητρα που της χρωστώ την “διαφωνία” μας για τα λαμπάκια έξω από το καφέ MONDO στην οδό Στρ. Παπούλα της Τούμπας.
Στην Μαρία και την Κλαίρη για τις μεγάλες βόλτες μας στην φωτισμένη Θεσσαλονίκη των Χριστουγέννων...

Πολλές ευχαριστίες στην νεαρή φίλη μου Άννα Πολυζούλη που εμπνεύστηκε από το κείμενο τον δικό της κύρυο U.

Ζωγραφιά: Ο κύρυος U, Άννα Πολυζούλη

Α.   Δ. Ε.  ΒΑΛΜΑΣ
22 ΜΑΙΟΥ 2016

Κυριακή, Μαΐου 08, 2016

ΔΑΜΑΣΚΟΣ - ΕΙΔΟΜΕΝΗ

ΔΑΜΑΣΚΟΣ   -    ΕΙΔΟΜΕΝΗ

"αυτό είναι η μνήμη,
ένα μοναχικό παιδί κάτω απ’ το δέντρο
βουβό και δακρυσμένο να κοιτάζει"

Τόλης Νικηφόρου





~ Η αμυγδαλιά και το χελιδόνι

    Μ. Πέμπτη και η γέρικη αμυγδαλιά είχε στολίσει με τους ανθούς της το αγκαθωτό συρματόπλεγμα που χώριζε τις δυο χώρες. Ήταν τόσο χρονών, που σπάνια ζει τόσο πολύ άλλη αμυγδαλιά. Τα χρόνια που την βάραιναν την είχαν κουράσει και πια με δυσκολία μπορούσε να δέσει τον καρπό της. Ακόμα και τα άνθη της αργούσαν να φανούν, μα σαν άνθιζε όλοι την θαυμάζανε.
   Κάπου εκατό χρόνια πριν την ρίζωσε σε αυτά τα χώματα ο Παύλος, ένα ντόπιο παλικάρι. Ήξερε πως αργά η γρήγορα θα έφευγε για την εκστρατεία της Μικράς Ασίας και έτσι άφησε αυτή την νέα ζωή παντοτινή υπόσχεση αγάπης στην αρραβωνιαστικιά του, την Χριστίνα. Όταν έφτασε στα μέρη της Τουρκιάς εκείνη στο πλάι της διάβαζε κάθε γράμμα του που ερχόταν από το μέτωπο. Χαιρόταν και έκλαιγε με τα νέα του απ’ τους αφιλόξενους τόπους πέρα απ’ την Σμύρνη. Την πότιζε την φρόντιζε, χάιδευε τα κλαράκια της και έτσι τον ένοιωθε κοντά της. Κάθε μέρα η ίδια λαχτάρα, η ίδια εικόνα. Ονειρευόταν πως ο αγαπημένος της είχε γυρίσει από τον πόλεμο και η μικρή αμυγδαλιά είχε μεγαλώσει. Οι δυο τους έτρεχαν και γελούσαν παίζοντας με τα παιδιά τους και σαν κουράζονταν, ξαπόσταιναν στον ίσκιο της
  Αλίμονο σ' αυτούς, το μαχαίρι ενός Τσέτη έξω από Εσκισεχίρ πήρε την ζωή του Παύλου και όλα έμειναν ένα όνειρο καλά φυλαγμένο στην καρδιά της Χριστίνας. Όμως η αγάπη, τα δάκρυα της που πότισαν τις ρίζες της αμυγδαλιάς έκαναν το θαύμα τους και αυτό το δέντρο έγινε πραγματικά το πιο ξεχωριστό από όλα τα άλλα.
   Λίγο καιρό μετά τον χαμό του Παύλου, όταν ακόμη ήταν ένα τόσο δα δεντράκι αντίκρισε μέσα στις λάσπες τους πρώτους πρόσφυγες, Έλληνες από την Μικρά Ασία. Μεγάλωσε μαζί τους ποτίστηκε απ΄ το δάκρυ και τον ιδρώτα τους μέχρι να βρούνε ξανά προκοπή σε αυτόν τον νέο τόπο. Από τότε κύλησε ο χρόνος αμείλικτα και είδε πολλές ασχήμιες και πολέμους. Ίδιος ο πόνος τότε, ίδιος και τώρα που με το βάρος τόσο χρόνων έβλεπε αυτούς τους δυστυχισμένους ανθρώπους φερμένους από πολύ μακριά να στοιβάζονταν στην πεδιάδα, πλάι στην Ειδομένη.

   Στην αχλή του ουρανού το νεαρό χελιδόνι πέταγε κάνοντας κύκλους πάνω από τον τεράστιο καταυλισμό. Είχε φτάσει από χώρες μακρινές να βρει την Άνοιξη, το ταίρι της ζωής του. Εδώ σε αυτή την πεδιάδα με τα χίλια χρώματα είχαν την φωλίτσα τους οι γονείς του. Θυμόταν τα εύφορα χωράφια, τα πολύχρωμα λουλούδια και τα δέντρα που μέσα στα πυκνά φυλλώματα κρυβόταν, παίζοντας με τα αδέρφια του. Τώρα αυτός ο τόπος ήταν γεμάτος από απεγνωσμένους ανθρώπους, σκηνές, λάσπες, καπνούς και σαπισμένα σκουπίδια που είχαν πνίξει την εύφορη γη. Το χελιδονάκι κάθισε να ξαποστάσει στην γέρικη αμυγδαλιά "Αχ γιαγιούλα αμυγδαλιά τι κακό, τι πόνος είναι αυτός; Και όμως εδώ ήταν που άκουγα την πνοή του ανέμου, τις ιστορίες που λένε τα λουλούδια ψιθυριστά για τις νεράιδες που ζουν ανάμεσα τους, το νερό που κυλούσε στο ποταμάκι, την καρδιά της γης σαν έσκυβα να δροσιστώ. Τώρα γύρω ακούγονται μόνο φασαρίες, φωνές απελπισμένων και κλάματα πεινασμένων παιδιών."
Η αμυγδαλιά άκουγε ήσυχα το πουλάκι και σαν τελείωσε του είπε,
"Νιο είσαι χελιδονάκι μου, κάνε κουράγιο και κελάηδησε να γιάνει η ψυχούλα σου, να γιάνει και η δική τους. Υπομονή, και πάλι θα έρθουνε καλές ημέρες"



~ Ένα φτερούγισμα, και όλα ήταν όπως άλλοτε...

 Το γλυκό κελάηδισμα του χελιδονιού τ’ άκουσε και ο Μουσταφά, ένα αγόρι κάπου στα δέκα χρόνια της ζωής του. Αχ πόσο το ζήλευε, να ήταν και αυτός ένα μικρό πουλάκι, να πετούσε πάνω από τον φράκτη, πέρα από τα σύνορα για να έβρισκε και πάλι την οικογένεια του. Ο Μουσταφά καθότανε στον ίσκιο της γιαγιάς αμυγδαλιάς και την  κοιτούσε από ώρα θαμπωμένος. Ήταν αργά το απόγευμα και ο ήλιος είχε γείρει καθώς το αγόρι θαύμαζε τα αμέτρητα λευκά της άνθη, την συμμετρία τους, την απαράμιλλη ομορφιά τους. Τα παρατηρούσε που κινούνταν ανάλαφρα στο ζεστό αεράκι που του χάιδευε το πρόσωπο. Ήταν λες και του ανακάτευαν το κεφάλι και έφερναν στην επιφάνεια τόσες μνήμες που δάκρυα ανέβαιναν στα μάτια του.  
   Όλο το προηγούμενο βράδυ και την μέρα δεν είχε κοιμηθεί όπως και όλοι στον καταυλισμό παραμένοντας σε εγρήγορση, μήπως και ανοίξουν τα σύνορα. Κάθε μέρα τα ίδια, προσμονή ατέλειωτη, φήμες πως θα ανοίξουν τα σύνορα, επεισόδια και απογοήτευση. Κάθε βράδυ τα ίδια, κούραση, πείνα φόβος μα και ελπίδα ότι η επόμενη μέρα θα είναι η τελευταία εδώ.
   Για μια στιγμή τα μάτια του βάραιναν, η γλυκολαλιά του χελιδονιού, το αεράκι και η ευωδιά της μυγδαλιάς που τον αγκάλιαζε γλυκά, τον αποκοίμισαν. Έγινε τότε ένα χελιδόνι και πέταξε πίσω στην πατρίδα. Είδε το σχολείο του σκαρφαλωμένο στις παρυφές της Δαμασκού περιτριγυρισμένο από μυριάδες δέντρα. Ήταν τόσο όμορφη η άνοιξη στον τόπο του. Μόλις ξεπεταγόταν τα πρώτα άνθη ο δάσκαλος τους έπαιρνε και έβγαιναν έξω από τα κάγκελα. Στις εκδρομές του άρεσε πάντα να ρωτά τον δάσκαλο του, τον κ. Αχμάντ για να μάθει όλα τα ονόματα των δέντρων και των πουλιών που έβλεπε. Πέταξε πάνω από το σχολείο και έφτασε μέχρι το σπίτι του. Χώθηκε από το ανοικτό παράθυρο της κουζίνας και είδε την μάνα του να μαγειρεύει για το μεσημεριανόμοσκοβολούσε ο τόπος. Πέταξε στο σαλόνι, ο μπαμπάς έβλεπε τηλεόραση ενώ τα αδέρφια του έπαιζαν ξεσηκώνοντας τον κόσμο. Γλίστρησε στο δωμάτιο του με ένα φτερούγισμα, και όλα ήταν όπως άλλοτε…



~  Το αγόρι και το σκυλί


  Το σκυλί ήταν ολότελα καφετί εκτός από μια λευκή περιοχή γύρω από τα μάτια που έδινε την εντύπωση μάσκας. Είχε μέτριο μέγεθος αλλά ήταν τόσο νευρώδες και ευκίνητο που τα έβγαζε πέρα σε πολλές κακοτοπιές που μπορούσε να βρεθεί ένα σκυλί του δρόμου όπως αυτός. Ήταν ένα πανέξυπνο πλάσμα που αγαπούσε την καλή ζωή και τα παιδιά. Μεγάλωσε μόνος του στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, ένα αδέσποτο κουτάβι ήταν όταν γνώρισε τον πρώτο μεγάλο κίνδυνο της ζωής του. Μια μεγάλη αγέλη από αγριόσκυλα θα το κατασπάραζε αν δεν προλάβαινε να διασχίσει έναν μεγάλο δρόμο με πολλά αυτοκίνητα και να χωθεί στον υπεραστικό σταθμό των ΚΤΕΛ. Τρέχοντας μπήκε στον μεγάλο σταθμό και χωρίς να τον πάρει κανείς είδηση έριξε ένα σάλτο και χώθηκε στον χώρο αποσκευών ενός πούλμαν με προορισμό το Πολύκαστρο και τα γύρω χωριά. Έτσι και βρέθηκε στην περιοχή όπου βρήκε πολλά φιλόξενα σπίτια. Με την εξυπνάδα και τα σκέρτσα του τον συμπάθησαν πολλοί και από τότε την περνούσε ζωή και κότα.
  Ο Μουσταφά τον φώναζε Άλι και εκείνος έδειχνε να ακούει και σε αυτό το όνομα, όπως έκανε και σε όλα τα άλλα σπίτια που καλοπερνούσε. Το πιο αγαπημένο του ήταν το πλουσιόσπιτο ενός βιομηχάνου μεταποίησης αγροτικών προϊόντων λίγο πέρα από το χωριό, τις Κυριακές είχε πάντα τις καλύτερες μπριζόλες
  Καμαρωτός καμαρωτός ήρθε και κάθισε ακριβώς δίπλα στον Μουσταφά. Είχε έρθει και εχθές και προχθές να απολαύσει τα χάδια και το παιχνίδι τους. Τον είδε που ήταν αποκοιμισμένος κάτω από την αμυγδαλιά και καθόταν υπομονετικά δίπλα του, να ξυπνήσει.



~ Τα σύνορα ανοίγουν

"Μουσταφά γρήγορα, τρέξε, τρέξε, τα σύνορα ανοίγουν", του φώναξε δυνατά η Αμάλα. Σαν σε κακό όνειρο έχασε τα φτερά του χελιδονιού και από την ζεστασιά του δωματίου του στην Δαμασκό έγινε και πάλι ένα προσφυγόπουλο στην λασπωμένη πεδιάδα. Το τεράστιο πλήθος που έπιανε απ’ την συνοριογραμμή και έφτανε μέχρι το χωριό της Ειδομένης και την κατειλημμένη σιδηροδρομική γραμμή, κινήθηκε σαν ταραγμένο κύμα που σκάει στα βράχια. Οι τηλεοπτικές κάμερες εστίασαν πάνω τους και έτρεξαν ξοπίσω τους σαν πεινασμένες λύκαινες.
    Εδώ και μήνες οι πρόσφυγες είχαν εγκλωβιστεί στα σύνορα με τα Σκόπια. Στην αρχή περίμεναν υπομονετικά να περάσουν τα σύνορα όμως καθώς καθημερινά έφταναν και νέοι Σύριοι, Ιρακινοί, Αφγανοί, Κούρδοι και πολλοί Ασιάτες και Αφρικανοί, οικογένειες αλλά και μόνοι άντρες, γυναίκες και παιδιά, πια δεν υπήρχε τόπος να σταθούν. Λιγοστό το φαί, ακόμα και το νερό. Και αν έκλεισαν τα σύνορα δεν έφυγε κανείς, μήνες εκεί μέσα στην βροχή, το κρύο και την πείνα. Κόντευε το Πάσχα και παρά τις διαβεβαιώσεις των υπουργών μόνο λίγες οικογένειες είχαν φύγει για τα διάφορα κέντρα φιλοξενίας, η Ειδομένη δεν άδειαζε. Ένας εθελοντής παιδίατρος που ήταν κοντά ένα χρόνο στον καταυλισμό  είχε πει σε μια σύσκεψη που τον είχαν καλέσει, "Είναι ανεδαφικό να πιστεύουμε ότι ο καταυλισμός θα αδειάσει. Οι άνθρωποι αυτοί πιστεύουν πως αν φύγουν από εδώ, φεύγουν μακριά από την ελπίδα τους και το όνειρο τους θα σβήσει."
   Η Αμάλα ήταν και αυτή απ’ την Δαμασκό, ήταν δεν ήταν είκοσι χρονών. Λίγο καιρό πριν είχαν σκοτωθεί και οι δυο αδερφοί της στον πόλεμο. Οι βόμβες κάθε μέρα έπεφταν κοντά στο σπίτι τους. Θα ήταν δύσκολο ταξίδι μα οι γονείς της δεν είχαν άλλη επιλογή, μάζεψαν ότι λεφτά είχαν και της τα έδωσαν για να ταξιδέψει στον θείο της στο Παρίσι. Τον Μουστάφα τον συνάντησε σε έναν καταυλισμό στην Τουρκία στο Γκαζίαντεπ. Ήταν ολομόναχος, ασυνόδευτος, είχε χαθεί με την οικογένεια του στα σύνορα και η Αμάλα τον λυπήθηκε και από τότε δεν τον εγκατέλειψε μέχρι να φτάσουν στην Ευρώπη, μέχρι να βρει την οικογένεια του.
   Τα σύνορα όμως δεν είχαν ανοίξει, ήταν ακόμη μια προσπάθεια για έφοδο στους Σκοπιανούς αστυνομικούς. Κάποιοι που κανείς δεν γνώριζε αν ρωτούσες, διέδιδαν από στόμα σε στόμα διάφορα και είχαν προκαλέσει τον τελευταίο καιρό αρκετές επικίνδυνες καταστάσεις για τους πρόσφυγες. Στις ειδήσεις οι δημοσιογράφοι μιλούσαν για περίεργες μη κυβερνητικές οργανώσεις και αλληλέγγυους από Ελλάδα αλλά και εξωτερικό. Η αστυνομία δια στόματος υπουργού δήλωνε πως θα ελέγξει τους υπόπτους και έκανε κατά καιρούς κάποιες συλλήψεις, όμως η ίδια κατάσταση συνεχίζονταν.
   Εκείνο το απόγευμα πάλι οι άγνωστοι θύτες είχαν διαδώσει μια φημολογία για έναν αιφνιδιασμό που θα έφερνε αποτελέσματα μιας και οι φύλακες πίσω από το συρματόπλεγμα είχαν εφησυχάσει από την στασιμότητα των τελευταίων ημερών και οι άδειες τους ήταν περισσότερες λόγω της ηρεμίας και των πασχαλινών διακοπών, οπότε ήταν η κατάλληλη στιγμή για έφοδο. Με την πίεση του ανθρωπίνου ποταμιού που σχηματίστηκε μέσα σε λίγα λεπτά το συρματόπλεγμα κόπηκε και οι αστυνομικοί οπισθοχώρησαν. Προς στιγμήν φάνηκε πως θα τα καταφέρουν, λίγο πιο μέσα όμως συνάντησαν την δεύτερη γραμμή άμυνας της αστυνομίας και στρατού όχι μόνο από των Σκοπίων αλλά και  άλλων χωρών που δεν ήθελαν την διέλευση προσφύγων από τα εδάφη τουςΧειροβομβίδες κρότου λάμψεις, δακρυγόνα ακόμα και πλαστικές σφαίρες ρίχτηκαν στο ψαχνό. Τα γκλοπ των δυνάμεων ασφαλείας των Σκοπιανών έπεσαν αδιακρίτως σε άντρες, γυναίκες και παιδιά.
   Πολλοί άνθρωποι τραυματίστηκαν, η Αμάλα χτυπήθηκε στο κεφάλι από το ρόπαλο ενός θηριώδη αστυνομικού από την Αυστρία και έχασε τις αισθήσεις της. Κάποιοι συμπατριώτες της την σήκωσαν στα χέρια και έτρεξαν προς στις σκηνές των γιατρών, από εκεί την μετέφεραν με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο του Κιλκίς. Μέσα στον πανικό του πλήθους ο Μουσταφά έχασε την Αμάλα. Που να πάει τώρα, χωρίς την Αμάλα ήταν ολομόναχος. Τριγυρνούσε μάταια ανάμεσα στις σκηνές, στα παραπήγματα και στους σωρούς των σκουπιδιών. Όσο περνούσε η ώρα φοβόταν περισσότερο, το στομάχι του ήταν ένα κόμπος. Η Αμάλα του έλεγε κάθε μέρα να είναι προσεκτικός. Τον προειδοποιούσε να μην απομακρύνεται γιατί το μέρος αυτό ήταν επικίνδυνο επειδή υπήρχαν άνθρωποι από πολλά διαφορετικά κράτη που κανείς δεν γνώριζε πραγματικά ποιοι ήταν. Τον τελευταίο καιρό πολλοί μεθούσαν και μπλέκονταν σε φασαρίες με σοβαρούς τραυματισμούς. Μαχαίρια, τσεκούρια και άλλα αιχμηρά αντικείμενα ανακαλύπτονταν από την αστυνομία στον καταυλισμό μετά από αιματηρές συμπλοκές
   Η Αμάλα πάντα προσπαθούσε να βρίσκεται κοντά σε συμπατριώτες της για να είναι ασφαλής μαζί με το αγόρι που τον πρόσεχε σαν να ήταν ο μικρός της αδερφός. Οι δυο τους ήταν από τους τελευταίους που είχαν φτάσει στην χώρα. Η Αμάλα δεν είχε αρκετά χρήματα και για τους δυο αλλά δεν μπορούσε να αφήσει τον Μουσταφά πίσω στην Τουρκία, καλύτερα να τον σκότωνε. Όταν έκλεισαν τα σύνορα με την Ελλάδα οι χώρες των Βαλκανίων και η Αυστρία οι τιμές των δουλεμπόρων έπεσαν, έτσι ζητούσαν πολύ λιγότερα χρήματα. Πέρασαν με μια φουσκωτή βάρκα με άλλους πενήντα ανθρώπους στην Μυτιλήνη και από εκεί στο τέλος κατέληξαν στην Ειδομένη. Παρασυρμένη και αυτή από τις διάφορες φωνές που έλεγαν για άνοιγμα των συνόρων πήρε την απόφαση και άφησε το κέντρο φιλοξενίας και τους ελάχιστους γνωστούς στα Ιωάννινα και εγκλωβίστηκε στα σύνορα με τον Μουσταφά, ολομόναχοι οι δυο τους.   
   Μέσα στο λιγοστό φως του σούρουπου το παιδί άρχισε να βλέπει τις μορφές των ανθρώπων απόκοσμες, τα πρόσωπα τους του φάνταζαν πιο μεγάλα, τα χαρακτηριστικά τους τονίζονταν υπερβολικά και τον τρομοκρατούσαν. Άρχισε να τρέχει τρομαγμένος μέσα στις λάσπες, η αμυγδαλιά που τώρα την ένιωθε σαν ένα δικό του άνθρωπο, έγινε το καταφύγιο του. Αγκάλιασε σφιχτά τον γέρικο κορμό της λες και ήταν η μάνα του.
  Στον καταυλισμό το σκοτάδι είχε πέσει βαθύ, εθελοντές άρχισαν να μοιράζουν το βραδινό. Τεράστιες ουρές σχηματίστηκαν αν και για πολλούς θα ήταν μάταιο να περιμένουν. Ειδικά για ένα ασυνόδευτο παιδί σαν τον Μουσταφά που οι αρχές δεν γνώριζαν την κατάσταση του και ο κάθε οικογενειάρχης είχε στο μυαλό τα δικά του παιδιά, ποιος να δώσει σημασία. Στην πεδιάδα η απόγνωση είχε κυριεύσει ακόμη μια φορά τους ανθρώπους σαν τον ουρανό που σκοτεινά σύννεφα κάλυψαν τον ορίζοντα του, στο βάθος αχνοφαίνονταν λάμψεις, ο αέρας μύριζε βροχή.   
  Το παιδί για ώρα έκλαιγε με λυγμούς στα πόδια της αμυγδαλιάς που τον είχε σκεπάσει με την αγάπη της, ενώ η καμπάνα που χτυπούσε τώρα για την σταύρωση του Χριστού κάλυπτε τα αναφιλητά του, με το δικό της θρήνο…


~ Μ. Πέμπτη βράδυ
  
   Στην εκκλησία του χωριού τα φώτα είχαν χαμηλώσει, ο ιερός ναός της γεννήσεως της Θεοτόκου φωτίζονταν μόνο από το θαμπό φως των κεριών. Ο παπά Χαράλαμπος αυτή την Μ. Πέμπτη ήταν πιο συγκινημένος παρά ποτέ. Σήμερα έξω απ’ το χωριό τους μαζί με τον Χριστό σταυρώνονταν τόσοι άνθρωποι και ας ήτανε αλλόθρησκοι, αυτός δεν τους ξεχώριζε. Όπως του δίδαξαν μέσα απ’ τα ευαγγέλια οι απόστολοι του Χριστού, όλοι είναι παιδιά του Θεού. Η ευγενική μορφή του παπά Χαράλαμπου με τα μαύρα γένια που μόλις γκριζάρανε, τα γυαλιά μυωπίας και χρυσοκόκκινα άμφια εμφανίστηκε στην ωραία πύλη. Πήρε το ευαγγέλιο στα χέρια και διάβαζε με συγκίνηση τα θεία Πάθη. Όταν έφτασε η στιγμή της Σταύρωσης με φωνή τρεμάμενη αναφώνησε προς τους πιστούς, “Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας. Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται, ο των αγγέλων βασιλεύς.” Η φωνή του, ο θρήνος για τον Χριστό επάνω στον σταυρό μέσα από την παλιά μικροφωνική ταξίδεψε μέχρι τον καταυλισμό, σε ψυχές που δεν γνώριζαν τα λόγια όμως γνώρισαν τον θρήνο, το πένθος, το τεράστιο κενό για τον αγαπημένο που έφυγε…
   Αργά το βράδυ όλο το χωριό είχε ακούσει τα δώδεκα ευαγγέλια και είχε προσκυνήσει τον εσταυρωμένο. Στην εκκλησία έμειναν μόνο οι γυναίκες που στόλιζαν με τόση αγάπη και φροντίδα τον επιτάφιο του χωριού για την περιφορά του το βράδυ της Μ. Παρασκευής. Ο παπά Χαράλαμπος παλιότερα τέτοια ώρα θα αναπαύονταν μετά την εκκλησία. Φέτος όμως η καρδιά του ήταν βαριά, δεν μπορούσε να ησυχάσει με όλο αυτό που ζούσε το χωριό του και όλη η Ελλάδα. Ήταν νέος άνθρωπος καμιά σαρανταπενταριά χρονών, από μικρό παιδί μέσα στην εκκλησία ένιωσε πως για αυτό ήταν πλασμένος. Σπούδασε θεολογία και ντύθηκε το σχήμα του ιερέα, έκανε ότι μπορούσε σαν χριστιανός για τον συνάνθρωπο για αυτό ήταν και ανύπαντρος γιατί πρώτα έβαζε τους ανθρώπους και μετά τις δικές του τις ανάγκες. Φιλόξενη η πόρτα της εκκλησίας του σε όποιον ανήμπορο την χτυπούσε. Σαν ξέσπασε αυτή η κατάσταση μάζεψε τους ενορίτες του και άρχισαν να βοηθούν, στην αρχή ήταν λίγοι και τα κατάφερναν όμως έπειτα το ποτάμι το ανθρώπινο πλημμύρισε τον κάμπο.
  Περασμένα μεσάνυχτα φυσούσε και έκανε αφύσικο κρύο για την εποχή, ο ιερέας με τα παπούτσια του λασπωμένα περιπλανιόταν στον καταυλισμό, κοιτούσε τον ουρανό που άστραφτε και προσευχόταν δακρυσμένος ανάμεσα στους χιλιάδες εσταυρωμένους...

~~~

  Τα γαβγίσματα του ακούστηκαν από μακριά, μόλις έφτασε δίπλα του, κάτω από την αμυγδαλιά έχωσε την μουσούδα του και τον έγλυφε με αγάπη.
- Άλι, ο Μουσταφά τον αγκάλιασε δυνατά, δάκρυα έτρεξαν στα μάτια του αγοριού και το καφετί σκυλί γουργούρισε ευχαριστημένο…





~ Ένας πατέρας ψάχνει

   Ο  Φαρούκ δεν είχε  κουραστεί να δείχνει την φωτογραφία όπου και να στεκόταν, δυστυχώς όμως ούτε στην Τουρκία, ούτε στην Ελλάδα είχε τύχη. Αν και δεν ήθελε να το δείξει, πλέον η απογοήτευση κάποιες φορές τον κυρίευε. Η καρδιά της γυναίκας του είχε ραγίσει, κάθε μέρα έκλαιγε για το παιδί της, τον Μουσταφά της. Η μάνα έμεινε πίσω στην Τουρκία μαζί τα τρία αδέρφια του, χρήματα για τους διακινητές που περνούσαν τους πρόσφυγες στα ελληνικά νησιά, υπήρχαν μόνο για έναν.
   Βράδυ και ο Φαρούκ ξάπλωνε, άυπνος μέσα σε μια σκηνή του κέντρου φιλοξενίας των Διαβατών. Ίδια τύχη και εδώ, κανείς δεν γνώριζε τίποτα. Είχε γυρίσει όλους τους καταυλισμούς στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη, πουθενά το παιδί. Πίστεψε ότι ίσως να το βρει στην Ελλάδα, αφού στην Τουρκία οι προσπάθειες του ήταν μάταιες, τίποτα ακόμη. Κάθε μέρα οι ίδιες σκέψεις περνούσαν απ’ το μυαλό του για την καταραμένη εκείνη η μέρα που οι βόμβες έπεφταν βροχή πάνω στα σύνορα με την Τουρκία. Μεγάλος πανικός επικράτησε και ο Μουσταφά χάθηκε. Ποιος ξέρει που να βρισκόταν το παιδάκι του. Έχανε το θάρρος του και θύμωνε, ύστερα πάλι γλύκαινε ο λογισμός του και ευχόταν να ζει κάπου στην Ευρώπη, σώο και αβλαβή και ας μην το έβλεπε ποτέ του, φτάνει να ζει.
    Την άλλη μέρα, μάζεψε και πάλι τα λιγοστά του υπάρχοντα για να συνεχίσει το ψάξιμο. Κάποιος εθελοντής στο κέντρο του είπε να κάτσει εδώ να περιμένει μήπως και το παιδί βρεθεί γιατί διαφορετικά θα ταλαιπωρηθεί άδικα και θα χάσει τον χρόνο και τα λεφτά του. Ο Φαρούκ που πριν τον πόλεμο είχε μια μεγάλη βιοτεχνία μεταποίησης τροφίμων χαμογέλασε και του απάντησε στα Αγγλικά,
Όταν έχεις χάσει πραγματικά τα πάντα, πραγματικά, δεν έχεις να χάσεις τίποτα…"  




~ Ξημέρωμα Μ. Παρασκευής


    Ώρες μετά τα μεσάνυχτα και οι περισσότεροι κοιμόταν αποκαμωμένοι στις σκηνές τους. Ο Μουσταφά πεινασμένος κούρνιαζε στον κορμό της αμυγδαλιάς για να νοιώθει πιο ασφαλής και να ζεσταθεί απ’ το αγέρι. Σκέψεις πολλές περνούσαν από το μυαλό του, θυμόταν τους γονείς και τα αδέρφια του, την μάνα και τον πατέρα, την Αμάλα που τόσο τον είχε βοηθήσει. Ο πόλεμος τον είχε ωριμάσει αναγκαστικά, η παιδική του ηλικία όπως και όλων των παιδιών του πολέμου, είχε χαθεί βίαια
   Σε μια στιγμή λίγα μέτρα πιο πέρα είδε έναν αποκρουστικό άντρα να τον κοιτά μέσα στο σκοτάδι. Τα μάτια του έλαμπαν σαν της γάτας, ήταν ψηλός και γεροδεμένος, η μούρη του αξύριστη και σουβλερή, καθόταν λίγο παραπέρα και τον κοιτούσε με το τρομακτικό του βλέμμα. Ο Άλι όπως του άρεσε να κάνει συνεχώς είχε εξαφανιστεί πάλι. Όσο περνούσαν τα λεπτά ο φόβος του αγοριού είχε πλημμυρίσει τον αέρα και εκείνος το καταλάβαινε και προσπαθούσε να βρει την κατάλληλη στιγμή να το εκμεταλλευτεί. Ξαφνικά ήρθε πολύ κοντά "Έλα εδώ, έχω ένα σάντουιτς, το θέλεις; Πεινάς;" Ο Μουσταφά έκανε πως δεν άκουσε. Ο άντρας έβγαλε ένα τσιγάρο και ύστερα τον αναπτήρα του, καθώς άναψε το τσιγάρο κράτησε την φλόγα και έτσι όπως φωτίζονταν άνοιξε το στόμα του και γέλασε δυνατά. Τα δόντια του ήταν σάπια, πολλά ήταν χρυσά και λαμπύριζαν τρομερά μέσα στο σκοτάδι. Το παιδί θυμήθηκε διάφορες τρομακτικές ιστορίες που έλεγαν για ανθρώπους σαν κι’ αυτόν στα μέρη του και ανατρίχιασε ολόκληρος.
“Πεινάς; Δεν ακούς;” του φώναξε τώρα με μια σκληρή έκφραση, φανερά εκνευρισμένος και έκανε μια απότομη κίνηση να τον αρπάξει.
“Ααααααα” ούρλιαξε δυνατά. Ο Άλι είχε φτάσει αθόρυβα πίσω από τον μεγαλόσωμο άντρα και με μια αστραπιαία κίνηση του δάγκωσε με τα κοφτερά του δόντια τον ένα μετά τον άλλο τους αστραγάλους του αναγκάζοντας τον να πέσει κάτω από τον πόνο. Ο Μουσταφά έτρεξε ξοπίσω από τον Άλι. Ο άντρας σηκώθηκε όμως δεν μπορούσε να τρέξει από τον πόνο. Γρήγορα διέσχισαν όλο τον καταυλισμό και έφτασαν στην άκρη του χωριού. Ο Άλι ήξερε το μέρος σαν την πατούσα του, γρήγορα ήταν σε ένα ασφαλές μέρος.


~ Ένας ξένος στην εκκλησία

  Η καμπάνα του χωριού ηχούσε καταμεσής του κάμπου, με εκείνον τον πένθιμο, τον μακρόσυρτο ήχο που ακούγεται σε όλη την χρονιά μόνο μια ημέρα της Άνοιξης. Στην εκκλησία του χωριού ο επιτάφιος είχε στολιστεί με λευκά και κόκκινα γαρύφαλλα. Η εκκλησία αργά το μεσημέρι της Μ. Παρασκευής λίγο πριν την ακολουθία και την περιφορά του Επιταφίου είχε αδειάσει. Ο ξένος μπήκε και διστακτικά και κάθισε σε ένα στασίδι. Η πένθιμη καμπάνα ήχησε και πάλι, δεν του ήταν άγνωστος ο ήχος της. Στην Δαμασκό λίγο πιο μακριά απ’ την γειτονιά του υπήρχε μια εκκλησία των χριστιανών. Ο Φαρούκ θυμόταν τις Κυριακές που χτυπούσε νωρίς νωρίς για να τους καλέσει στην εκκλησία και τώρα την άκουγε εδώ στην ξένη χώρα να αντηχεί λυπητερά λες και χτυπούσε για αυτόν, για όλους τους πρόσφυγες στην μέση της καταπράσινης κοιλάδας. Στην Συρία είχε φίλους χριστιανούς, πολλοί δούλευαν και στην βιοτεχνία του και ήξερε καλά τις παραδόσεις τους. Πάντα τους έδινε άδεια για τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Γνώριζε πως σήμερα οι χριστιανοί πενθούν τον θάνατο του Χριστού τους. Για αυτό είχε έρθει στην εκκλησία πριν πάει στον καταυλισμό, για να παρακαλέσει την μάνα του που ξέρει τον πόνο να χάνεις το παιδί σου να τον βοηθήσει. Ήταν η τελευταία του ελπίδα εδώ, από όλα τα άλλα κέντρα φιλοξενίας του είχαν απαντήσει αρνητικά. Εδώ ήταν διαφορετικά κανείς δεν γνώριζε ποιοι ακριβώς ήταν στα χωράφια δίπλα στα σύνορα. Ο ίδιος διατηρούσε την ελπίδα του, ίσως το παιδί να είχε περάσει με άλλο, πλαστό όνομα, ίσως να το είχε λυπηθεί κάποιος καλός άνθρωπος και να το είχε στην προστασία του. Πολλοί συμπατριώτες του τον είχαν αποκαρδιώσει, κάποιοι έλεγαν για τα χιλιάδες μνήματα  αγνώστων παιδιών στα νησιά, με μια πλάκα και έναν αριθμό να θυμίζει πως κάποτε ζούσε ένα παιδί που πνίγηκε στο καταγάλανο Αιγαίο. Άλλοι μιλούσαν για χιλιάδες αγνοούμενα προσφυγόπουλα στην Ευρώπη, για σωματεμπορία, για εμπόριο οργάνων. Εκείνος όμως έκλεινε τα αυτιά του, ήθελε να πιστεύει πως το παιδί ήταν στην Ελλάδα και ότι δεν είχε προλάβει να περάσει απ’ τα σύνορα πριν κλείσουν, έτσι αργά ή γρήγορα θα το έβρισκε με την βοήθεια του Αλλάχ.
   Κοίταξε τον χώρο, στην μέση ο στολισμένος επιτάφιος με το σώμα του Χριστού ευωδίαζε απ΄ τα εκατοντάδες γαρύφαλλα και το μύρο που είχαν ποτιστεί. Η ηρεμία που κυριαρχούσε στην εκκλησία γαλήνεψε την ψυχή του, οι ζωγραφιστές μορφές μέσα στις εικόνες του φάνταζαν σαν να ζούσαν, σαν να τον κοιτούσαν πονετικά και ο ίδιος τις έβλεπε σαν μεσάζοντες, σαν πρεσβευτές, στον θεό των Χριστιανών.
  Ο παπά Χαράλαμπος μπήκε στην εκκλησία και είδε τον ξένο άντρα σκυφτό να κάθεται στο πρώτο στασίδι από την είσοδο. Κατάλαβε ότι ήταν πρόσφυγας, που και που ερχόταν χριστιανοί Σύροι και άλλοι άνθρωποι στην εκκλησία και αυτός τους αγκάλιαζε με την ίδια αγάπη σαν να ήταν ενορίτες του. Ο ξένος αντιλήφθηκε την παρουσία του ιερέα, σηκώθηκε και τον πλησίασε. Ο παπά Χαράλαμπος κοίταξε τα δακρυσμένα μάτια του και σαν έφτασαν κοντέ λες και μια αόρατη δύναμη του άνοιξε την αγκαλιά του. Ο άντρας έσπασε απ’ την συγκίνηση στη φιλόξενη αγκαλιά. Σαν ηρέμησε εξήγησε στα αγγλικά τον λόγο που έρθει μέχρι την άκρη της ΕλλάδαςΠολλές οι τραγικές ιστορίες που είχε ακούσει τον τελευταίο χρόνο, όμως σε κάθε μια η καρδιά του λυπόταν το ίδιο. Έτσι στο κενό που είχε μέχρι την ακολουθία του επιταφίου πήρε τον άντρα που του συστήθηκε ως Φαρούκ για να τον φέρει σε επαφή με τις αρχές του καταυλισμού, μήπως έβρισκε το παιδί του.
  Την ώρα που έφταναν στα γραφεία το φορτηγό της ΑΜΕΡ ξεφόρτωνε τρόφιμα, δωρεές του ιδιοκτήτη της εταιρείας Ανέστη Μερτίδη. Ο ίδιος ήταν εκεί και βοηθούσε το ξεφόρτωμα. Ο παπά Χαράλαμπος είδε τον Μερτίδη και σταμάτησε να τον χαιρετήσει μιας και ήταν ο άνθρωπος που εδώ και χρόνια στήριζε το συσσίτιο του ναού και προσφάτως έδινε μεγάλες ποσότητες τροφίμων και στην λέσχη αρχιμαγείρων Θεσσαλονίκης, που μαγείρευαν για τους πρόσφυγες στην Ειδομένη. Ο Φαρούκ βλέποντας τα προϊόντα σταμάτησε και έπιασε μια κονσέρβα, μια θεόσταλτη κονσέρβα όπως είπε ο ιερέας… 
  

~ Δαμασκός - Ειδομένη

  Η οικογένεια νοίκιασε ένα Βαν από την Θεσσαλονίκη με κατεύθυνση για το Πολύκαστρο και από εκεί έφτασαν στην Ειδομένη. Ήταν εδώ και χρόνια που είχε έρθει για τελευταία φορά με τον πατέρα του και τον Μερτίδη. Τώρα ο Φαρούκ είχε αναπαυθεί εν ειρήνη στο χώμα της πατρίδας του, όπως και ο Ανέστης Μερτίδης στον δικό του τόπο. Ο Μουσταφά είχε φέρει την δική του οικογένεια, την γυναίκα και τα τρία παιδιά τους να γνωρίσουν αυτή την γη, να νιώσουν ένα κομμάτι από τον ξεριζωμό που γνώρισε αυτός στα παιδικά του χρόνια. Ο πόλεμος στην Συρία είχε τελειώσει εδώ και πολλά χρόνια, βαθιές οι πληγές όμως οι άνθρωποι της έκτισαν και πάλι την λαβωμένη πατρίδα τους θέλοντας να ζήσουν ένα ειρηνικό αύριο στην δική τους χώρα.  
   Τα παιδιά περπάτησαν μαζί με τους γονείς και ένα ντόπιο πλάι στα σύνορα, ο τόπος ήταν διαφορετικός από ότι τους είχε περιγράψει ο πατέρας. Ούτε συρματοπλέγματα, ούτε σκηνές, ούτε φωνές απελπισμένων, κλάματα παιδιών. Ο κάμπος πανέμορφος εκτεινόταν καταπράσινος μέχρι τα βουνά στην απέναντι χώραΈφτασαν σε ένα σημείο, ο Μουσταφά γονάτισε. “Εδώ ήταν” είπε. Ο άντρας που ήταν μαζί τους άνοιξε μια μεγάλη τρύπα και ο Μουσταφά τοποθέτησε μέσα το δενδρύλλιο που κρατούσε. Η γέρικη αμυγδαλιά δεν ήταν πια εκεί, όμως μια νέα ζωή η συνέχεια της, θα ζούσε πάλι σ΄αυτό το ευλογημένο χώμα. Ο Μουσταφά σαράντα τεσσάρων χρονών σήμερα είχε φέρει τους καρπούς της δική του αμυγδαλιάς. Είχε αναστηθεί στα χώματα της Συρίας από τους καρπούς της γέρικης αμυγδαλιάς που του είχε στείλει μετά τον πόλεμο ο παπά Χαράλαμπος. Θα ήθελε να ήταν εκεί όμως ο ηλικιωμένος ιερέας εδώ και χρόνια είχε αφιερωθεί στην ιεραποστολή σε χώρες που μαίνονταν πολεμικές συγκρούσεις, εκεί που οι "εσταυρωμένοι" χρειάζονταν την αγάπη του Χριστού.
    Η ιστορία του μικρού Μουσταφά και του σκύλου του Άλι, ήταν ένα θαύμα, ένα όμορφο παραμύθι για τα παιδιά. Πιάνοντας στα χέρια του ο Φαρούκ την κονσέρβα δάκρυσε, θυμήθηκε την δική του εταιρεία πίσω στην πατρίδα. Την ιστορία του την άκουσε ο παπά Χαράλαμπος μαζί με τον Μερτίδη που συγκινήθηκε γιατί είδε τον δικό του εαυτό στο πρόσωπο του ξεριζωμένου και στην θέση του Μουσταφά είδε τα δικά του τα παιδιά. Αμέσως ο εργοστασιάρχης ένιωσε μια μεγάλη συμπάθεια για εκείνον και προσπάθησε να τον βοηθήσει. Το θαύμα όμωςόπως το παραδέχτηκαν αυτοί οι άνθρωποι δεν έγινε εκείνη την ημέρα και δεν το προκάλεσε κανένας άνθρωπος, μα ένα πανέξυπνο σκυλί.
   Μ. Παρασκευή και Μ. Σάββατο έψαξαν για το παιδί όμως μάταια. Ανήμερα του Πάσχα ο Μερτίδης είχε καλέσει κόσμο στο σπίτι του για την γιορτή του. Μαζί και τον Φαρούκ που τον είχε σαν αδελφό του και του είχε δώσει την υπόσχεση πως μαζί θα βρουν το παιδί, όπου και να ήταν. Την ώρα που ο τόπος είχε γεμίσει από τις μυρωδιές των κρεάτων μέσα από την κάπνα εμφανίστηκαν στον μεγάλο κήπο δυο μορφές. Ένα αγόρι ταλαιπωρημένο και ένα σκυλί. Αυτές τις δυο ημέρες ο Άλι ή Αίολος όπως το φώναζε ο Μερτίδης  - γιατί ήταν γρήγορος σαν τον άνεμο - είχε προστατέψει το παιδί και είχαν φάει στα φιλόξενα σπίτια που τον οδηγούσε. Την Κυριακή, έφερε τον Μουσταφά εκεί ξέροντας πως κάθε τέτοια μέρα θα έβρισκε τα καλύτερα φιλέτα...
    Σε λίγες ημέρες όλη η οικογένεια είχε ενωθεί και πάλι στην Τουρκία. Ο Μερτίδης του πρόσφερε δουλειά στο εργοστάσιο του στην Ελάδα όμως η επιθυμία του Φαρούκ ήταν να βρίσκεται όσο πιο κοντά γινόταν στην πατρίδα του, οπότε τον προσέλαβε ως διευθυντή πωλήσεων στο αντίστοιχο εργοστάσιο τροφίμων που είχε στην Τουρκία. Ο Φαρούκ εκτόξευσε τις πωλήσεις της ετιαρείας αφού γνώριζε πραγματικά καλά την τουρκική αγορά. Ο Άλι αφού καλοέφαγε εκείνη την Πασχαλιά και δέχτηκε τα χάδια όλων εξαφανίστηκε αθόρυβα, για να συνεχίσει να “αλητεύει” όπως αυτός ήξερε, όπως του έμαθε η ζωή.
  
   Η οικογένεια στάθηκε γύρω από την αμυγδαλίτσα που μόλις είχαν φυτέψει, όπως τόσα χρόνια πριν ο Παύλος και η Χριστίνα. Ήταν ίσως ο κύκλος της ζωής, ίσως η εκπλήρωση των μακρινών ονείρων των δυο νέων αυτή η οικογένεια. Ήταν σίγουρα μια προσευχή για ειρήνη και αγάπη, από τότε, από τώρα, απ’ το μέλλον ...


Αφιερωμένο στα παιδιά του πολέμου.
Σε όλους αυτούς που πράττουν με την ψυχή τους.



Ο Ανέστης Μερτίδης και ο Φαρούκ δεν είναι μόνο όντα της φαντασίας μου, έχουν ως βάση τις αναφορές από την πραγματική γνωριμία στην Κατερίνη και την ανθρωπιά που επέδειξε ο πρώην υπουργός υγείας και εργοστασιάρχης Γιώργος Κωνσταντόπουλος, στον Σαϊρ και την οικογένεια του από την Συρία που όταν ήταν ειρήνη στον τόπο του είχε εργοστάσιο με ελιές και απασχολούσε 200 άτομα προσωπικό.

Τις θερμές μου ευχαριστίες στο ράδιο Θεσσαλονίκη και την δημοσιογράφο θεοδώρα Καραγκιουλάχ για την παραστατική εικόνα που μας μετέφεραν αυτή και οι συνάδελφοι της από την Ειδομένη.

Αυτό το Πάσχα αξιώθηκα να γράψω δυο εκτενή διηγήματα και στα δυο παρέα με τους φίλους μου Τόλη Νικηφόρου και Ντίνο Παπασπύρου που τους ευχαριστώ θερμά από καρδιάς για την φιλία και την στήριξη τους.

Στο διήγημα χρησιμοποιήθηκε απόσπασμα από το ποίημα “Μοναχικό παιδί κάτω απ’το δέντρο” του ποιητή Τόλη Νικηφόρου, εκδόσεις Μανδραγόρας, 2010.

Ζωγραφιές Ντίνος Παπασπύρου:
1.  TMHMA ΠΙΝΑΚΑ -ΤΟΠΙΑ-26, Ανοιξιάτικο τοπίο με αμυγδαλιά 28X18 2008 Κωδ 576
2. TMHMA ΠΙΝΑΚΑ-Τα πρώτα χελιδόνια τέμπερα 28Χ38 εκ  2012 Κωδ  951
3. TMHMA ΠΙΝΑΚΑ-ΤΟΠΙΑ-105, Μεγάλη Πέμπτη σε εκκλησάκι στο Ντουμπρόβνικ, τέμπερα, 38Χ18 εκ., 2011, Κωδ. 777
4.TMHMA ΠΙΝΑΚΑ-ΤΟΠΙΑ-185, Φεγγαρόστρατα, τέμπερα, 18Χ38 εκ., 2011, Κωδ. 859
5. TMHMA ΠΙΝΑΚΑ-Τοπιογραφία Θεσσαλονίκης-3, Χειρ Αγίου σκέπει την Πόλη, Τέμπερα 48Χ38 εκ., 2011, Κωδ. 766
6.  ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-178, Τοπίο Χαλκιδικής (Κωδικός 641)

ΑΔ. Ε. ΒΑΛΜΑΣ

ΜΑΪΟΣ 2016

ΦΙΛΟΙ ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΓΗ