ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Μια φορά και ένα καιρό, το σύγχρονο καιρό, σε μια γκρίζα και μουντή πόλη του καιρού μας ένα πανάκριβο αυτοκίνητο αναγκασμένο από την υπερβολική κυκλοφορία σταμάτησε στην πιο κεντρική λεωφόρο της. Ο άντρας που το οδηγούσε ένας γκριζομάλλης πενηντάρης, άφησε βλέμμα του να πλανηθεί ανάμεσα στις βιτρίνες των εμπορικών. Σε λίγες μέρες έφταναν τα Χριστούγεννα και από μέρες είχαν φορέσει τα γιορτινά τους με κάθε λογής στολίδια που λαμποκοπούσαν στο φως των πολύχρωμων λαμπιονιών διώχνοντας μακριά την γκρίζα ασχήμια της πόλης. Ένας παγερός αέρας που φυσούσε εδώ και δυο τρεις μέρες φάνταζε το κρύο ανυπόφορο και παρότι ο ήλιος έλαμπε στον χειμερινό ουρανό δεν μπορούσε να ζεστάνει τους περαστικούς που τουρτούριζαν από το κρύο. Οι μέρες όμως γιορτινές και οι διαβάτες πολλοί στο παγωμένο κέντρο της πόλης. Οι πιο πολλοί τριγυρνούσαν αρκετή ώρα στην ανυπόφορη παγωνιά για να βρουν μια καλή ευκαιρία σε κάποιο κατάστημα. Ρούχα και παπούτσια οι πρώτες επιλογές τους. Τα χρήματα λίγα και ο δέκατος τρίτος μισθός δεν κάλυπτε ούτε καλά καλά τις βασικές ανάγκες. Συν τοις άλλης τα χρέη προς τις τράπεζες είχαν «πνίξει» τις περισσότερες οικογένειες. Οι <<έμποροι>> του χρήματος, οι τραπεζίτες είχαν επωφεληθεί στο μέγιστο από τις ανάγκες και τις πολλές επιθυμίες των υποψήφιων πελατών τους. Έτσι στο τέλος τα χρήματα που περίσσευαν από τους τυχερούς που μπορούσαν να αποπληρώσουν τις δόσεις τους, ήταν πραγματικά λιγοστά και έπρεπε να ξοδευτούν με σύνεση για να μπορέσουν να καλύψουν κάπως τα γιορτινά έξοδα. Φυσικά σε αυτές τις χαρμόσυνες μέρες οι τράπεζες πάντα κοντά τους, περίμεναν πρόθυμες για νέα δάνεια κυριολεκτικά σε κάθε γωνιά.
Τα μικρά παιδιά πραγματικά απολάμβαναν την καλύτερη περίοδο της χρονιάς. Περίμεναν με ανυπομονησία τις άγιες μέρες για να κλείσουν τα σχολεία και να βρουν τα όμορφα δώρα που τόσο πολύ επιθυμούσαν κάτω από το στολισμένο έλατο. Προς το παρόν μαζί με τους γονείς τους τριγυρνούσαν ευτυχισμένα στο όμορφο γιορτινό κλίμα της αγοράς, χωρίς ευτυχώς τις οικονομικές έννοιες που βάραιναν τους μεγάλους.
Ο οδηγός απορροφημένος κοιτούσε γύρω του τις στολισμένες βιτρίνες και τους περαστικούς. Είχε χρόνια να ξεχαστεί έτσι και να χαθεί για λίγο μέσα στην γιορτινή ατμόσφαιρα. Λίγο πιο πέρα οι μουσικοί της φιλαρμονικής μπάντας του δήμου ανεβασμένοι σε εξέδρα στην κεντρική πλατεία της αγοράς κούρντιζαν τα όργανα τους και περίμεναν το σήμα του μαέστρου για να πλημμυρίσουν με χαρμόσυνες νότες την πόλη.
Πολλά επίμονα κορναρίσματα ακουστήκαν από πίσω του, πάτησε το γκάζι εκνευρισμένος αναγκάζοντας το πανάκριβο τζιπ να ξεκινήσει μουγκρίζοντας δυνατά.
- Πως μου ήρθε αυτό τώρα; Εγώ να κάθομαι και να κοιτάω τις χριστουγεννιάτικες βιτρίνες; Σαν τους αργόσχολους, που αντί να δουλεύουν τέτοια ώρα γυρνάνε στην αγορά για να απολαμβάνουν το χριστουγεννιάτικο ραχάτι τους, μονολόγησε.
Η κυκλοφορία πυκνή, σε λίγα μέτρα το τζιπ σταμάτησε και πάλι. Ο οδηγός εκνευρισμένος ξεφύσησε.
- Αυτός ο χαζός κόσμος παραπονιέται πως δεν έχει να φάει. Να όμως σήμερα δεν πέφτει καρφίτσα στην αγορά. Οι έμποροι πρέπει να ευχαριστούν τον Θεό που έστειλε τον γιό του και έτσι κάθε χρόνο γεμίζουν με ζεστό χρήμα τα ταμεία τους, γέλασε ειρωνικά τελειώνοντας την φράση του.
Τοκ τοκ ακούστηκε ένας θόρυβος που τον έκανε να γυρίσει το κεφάλι του απότομα στα αριστερά. Στο τζάμι του πανάκριβου αμαξιού του είχε κολλημένο το πρόσωπο του ένας ταλαιπωρημένος άντρας γύρω στα 50. Φορούσε βρώμικα κουρελιασμένα ρούχα, το πρόσωπο και τα ανοιχτόχρωμα μαλλιά του είχαν μια απαίσια σκούρα απόχρωση από την λίγδα που κουβαλούσαν αρκετό καιρό πάνω τους. Τον είδε ξανά και ξανά να χτυπάει επίμονα το παράθυρο του τζιπ. Ο οδηγός κατέβασε μερικά εκατοστά το τζάμι και τον πρόσταξε θυμωμένα.
- Δίνε του από εδώ αλήτη, μην χτυπάς το αυτοκίνητο.
- κύριε σας παρακαλώ βοηθήστε με, του απάντησε με παρακλητικό τόνο δίχως καθόλου θυμό.
- Να σε βοηθήσω; Γιατί δεν βοηθάς εσύ τον εαυτό σου; Σας βαρέθηκα όλους εσάς, είστε σπείρα, αλήτες. Είσαι αρκετά νέος για να δουλέψεις τεμπέλη, μάθατε να ζητιανεύετε αντί να δουλεύετε, άχρηστοι.
Το πρόσωπο του ταλαίπωρου άντρα και πάλι δεν συσπάστηκε από θυμό, δεν κούνησε καν τα χείλη του. Ο αλαζών οδηγός παρατηρώντας την ατάραχη μορφή του ένοιωσε μια φωνή που δεν έμοιαζε με του ζητιάνου να του μιλάει μέσα στο μυαλό του.
- Άλλαξε την ζωή σου πριν να είναι αργά. Διώξε τον εγωισμό και την αλαζονεία και άφησε την καλοσύνη να τρέξει στις φλέβες σου.
Ταράχτηκε κάτι παρόμοιο δεν είχε νοιώσει ποτέ. Τι φωνή ήταν αυτή; Τι να σήμαινε αυτό που άκουσε; Γύρισε να κοιτάξει τον ζητιάνο αλλά μάταια, είχε εξαφανιστεί, σαν να τον κατάπιε η γη. Ως παιχνίδια του μυαλού, δικαιολόγησε το όλο περιστατικό, όμως στο βάθος της ψυχής του, μια αμφιβολία και ένας φόβος πέρασαν βιαστικά.
ΈΝΑ ΧΡΟΝΟ ΜΕΤΑ
Ο Κωνσταντινίδης ένας από τους πλουσιότερους Έλληνες συνήθιζε στις 9 κάθε πρωί να επισκέπτεται τα κεντρικά γραφεία της εταιρείας του. Έτσι και εκείνη την βροχερή μέρα του Δεκεμβρίου μόλις είχε φτάσει στον εικοστό όροφο. Η ιδιαιτέρα του που είχε πληροφορηθεί από την υποδοχή τον ερχομό του τον περίμενε όρθια.
- Καλημέρα κύριε Κωνσταντινίδη, Τον χαιρέτησε με όλη την ευγένεια της και κινήθηκε προς την πόρτα του προεδρικού γραφείου. Η Μαρία ήταν μια γλυκύτατη κοπέλα κοντά στα 30, υψηλής νοημοσύνης, εργατική αλλά και υπομονετική. Αυτά τα προσόντα αλλά ειδικά το τελευταίο ήταν πολύτιμα για κάποια που έπρεπε να εργάζεται ως ιδιαιτέρα γραμματέας ενός τόσο απαιτητικού εργοδότη.
- Δεν θα το έλεγα δεσποινίς. της απάντησε με το ανοιχτόχρωμο μονίμως παγερό, υπεροπτικό βλέμμα του καθώς εκείνη του άνοιγε την πόρτα για να μπει.
Το γραφείο του βρίσκονταν στο τελευταίο όροφο του κτιρίου. Καταλάμβανε ένα χώρο πολλών τετραγωνικών, ενώ η πολυτελέστατη διακόσμηση του σε συνδυασμό με την υπέροχη θέα της πόλης εδραίωναν την επιβλητική εικόνα του ισχυρού άντρα των τηλεπικοινωνιών.
Κάθισε στην καφέ δερμάτινη πολυθρόνα του, για λίγο περιεργάστηκε σιωπηλός μερικούς φακέλους που του είχε αφήσει πάνω στο υπερβολικά μακρύ γραφείο του η δεσποινίς Μαρία. Σε λίγο σήκωσε το «γνωστό» βλέμμα του πάνω της και τις έδωσε κάποια χαρτιά.
- Ορίστε, το συμφωνητικό με την ΑΝΚΟ δεσποινίς και υπενθυμίσετε στους διευθυντές την συνάντηση των δύο. Απαιτώ να είναι όλοι εδώ άσχετα και αν είναι ήδη στον άλλο κόσμο, καταλάβατε; Τόνισε με την υπερβολή αυτή την διαταγή του.
- Μάλιστα κύριε Κωνσταντινίδη. Η Μαρία βγήκε από το γραφείο κλείνοντας την δρύινη πόρτα.
- Τι σκληρός άνθρωπος θεέ μου δεν έχει αισθήματα μόνο το χρήμα τον ευχαριστεί μονο-λόγησε πίσω από την πόρτα.
Το κινητό του Κωνσταντινίδη κουδούνισε.
- Παρακαλώ, απάντησε με την αυστηρή, μπάσα φωνή του.
- κ. Κωνσταντινίδη καλημέρα σας τηλεφωνώ από το γραφείο του κ. Μάλαμα έχουν βγει τα αποτελέσματα σας.
- Ευχαριστώ θα το τακτοποιήσω.
- Αν είναι δυνατόν σήμερα κ. Κωνσταντινίδη είναι παράκληση του γιατρού.
- Βρίσκεται εκεί; ρώτησε με αγωνία την γραμματέα του γιατρού.
- Δυστυχώς βρίσκεται στο νοσοκομείο.
Κλείνοντας το τηλέφωνο ένα κύμα φόβου απλώθηκε στην καρδιά του. Προσπάθησε να μιλήσει με τον γιατρό στο κινητό όμως μάταια ήταν κλειστό. Το τελευταίο διάστημα ένοιωθε λίγο άτονος και ένας επίμονος πυρετός λίγων δεκάτων τον ταλαιπωρούσε ενώ στον μηρό του ένα μικρό αιμάτωμα σαν χτύπημα είχε απλωθεί αρκετά μέσα σε λίγες μέρες . Σκέφτηκε να ακυρώσει την μεσημεριανή συνάντηση.
-Αλλά πάλι γιατί πάει το μυαλό μου στο κακό. Θέλει απλώς να μου μιλήσει για να πάρω την κατάσταση στα σοβαρά δεν τον ξέρω τώρα τον Μάλαμα;
Οι ώρες πέρασαν γρήγορα ο αρχικός φόβος έδωσε την θέση του στην βεβαιότητα πως δεν ήταν κάτι σοβαρό. Φυσική αντίδραση του μυαλού, αντίδραση επιβίωσης.
Το ιατρείο βρίσκονταν σε ένα εμπορικό δρόμο απέναντι από μια μεγάλη πλατεία με άνετο πάρκινγκ. Πριν κατέβει από το αυτοκίνητο πρόσταξε τον οδηγό του σαν να ήταν στρατιώτης.
- Να με περιμένεις εδώ.
- Αχ χρειάζεσαι ένα μάθημα ανθρωπιάς αλλά ποιος να σου το δώσει. Σε αυτήν την ζωή όποιος έχει χρήματα και μάλιστα τόσα πολλά είναι ο νικητής, ο κυρίαρχος τίποτα δεν τον φοβίζει. Διαπίστωσε με πικρία ο νεαρός οδηγός παρακολουθώντας τον να μπαίνει στην είσοδο του ιατρείου.
Στο γραφείο του Μάλαμα η ατμόσφαιρα ήταν θλιμμένη, βαριά.
-Δυστυχώς πάσχεις από μια σπάνια και ιδιαιτέρως σοβαρή μορφή λευχαιμίας του ανακοίνωσε κοφτά ο γιατρός μετά την επιίμονη απαίτηση του επιχειρηματία να μάθει όλη την αλήθεια.
Ο ισχυρός, αυταρχικός άντρας κάτωχρος πια έτρεμε ανήμπορος εμπρός στην απειλή του θανάτου.
- Μα πως; Γιατί σε εμένα; ψέλλισε.
- Δυστυχώς δεν μπορούμε ποτέ να γνωρίζουμε τα ακριβή αίτια. Αυτό που θέλω από εσένα είναι να σταματήσεις άμεσα και να αφήσεις όλες τις υποθέσεις στους διευθυντές σου.
- Αυτό δεν γίνεται, φώναξε με θυμό, δεν μπορώ να τα παρατήσω όλα, αδύνατον, δεν καταλαβαίνεις ο όμιλος εταιρειών μου είναι στο χρηματιστήριο, αν μαθευτεί πως είμαι άρρωστος η μετοχή μου θα καταστραφεί.
- Άκουσε με η κατάσταση σου είναι σοβαρή και η θεραπεία δεν παίρνει αναβολή. Αν την αρχίσουμε άμεσα θα έχουμε τα δυνατόν καλύτερα αποτελέσματα. Δεν έχουμε ούτε μία μέρα για χάσιμο πρέπει να το καταλάβεις.
- Θα με στείλεις στο εξωτερικό; όσα χρήματα και να θέλουν μπορώ να τα δώσω, πες μου που να πάρει ο διάβολος, είπε χτυπώντας τις γροθιές του στο γραφείο.
- Δυστυχώς τα λεφτά δεν μπορούν να σε βοηθήσουν τώρα, δεν χρειάζεται να πας πουθενά προς το παρόν, θα το δούμε στην πορεία, του απάντησε συμπονετικά ο γιατρός βλέποντας την απόγνωση ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του. Ο Κωνσταντινίδης μετά τα λόγια αυτά άρχισε να συνειδητοποιεί την κατάσταση του. Ο Μάλαμας συνέχισε προσπαθώντας να του δώσει κουράγιο.
- Αν ξεκινήσουμε τώρα έχουμε πολλές ελπίδες σύντομα να είσαι γερός πίσω στις επιχειρήσεις σου.
Η απόγνωση σκέπασε τον προ λίγων λεπτών άκαρδο άντρα. Ο θάνατος τον πλησίαζε απειλητικά η ασθένεια αυτή του ήταν γνωστή. Όταν ήταν έφηβος ο αγαπημένος θείος του, ο Βαγγέλης ο μικρότερος αδελφός της μητέρας του λύγισε σε ένα μήνα από την φοβερή ασθένεια. Οι θλιβερές εικόνες, ζωντάνεψαν εμπρός του σαν φαντάσματα του παρελθόντος.
Ο οδηγός, μόλις τον είδε να βγαίνει από την είσοδο του ιατρείου πετάχτηκε από το αυτοκίνητο. Φοβόταν για την εργασία του αλλά και για τα πικρόχολα σχόλια του εργοδότη του, για αυτό προσπαθούσε να μην του δίνει δικαιώματα. Άνοιξε την πόρτα και περίμενε.
- Δεν θα σε χρειαστώ άλλο για σήμερα Δημήτρη. Εσύ πρέπει να πας στην οικογένεια σου, στους ανθρώπους που σε αγαπούν. Εγώ θα περπατήσω, μόνος, του είπε μόλις έφτασε κοντά του.
Ο οδηγός έκπληκτος αναρωτήθηκε σιγανά, Δημήτρη;;;
Δεν θυμόταν ποτέ να είχε ακούσει το όνομα του από τα χείλη του Κωνσταντινίδη, πόσο μάλλον να τον αφήσει να πάει και στην οικογένεια του από τόσο νωρίς. Το ύφος του; Το βλέμμα του; αυτό και αν ήταν περίεργο έδειχνε σαν άλλος άνθρωπος. Μάλλον κάτι του είχε συμβεί σκέφτηκε, αλλά τι που θα τον έκανε να αλλάξει τόσο;
- Όπως επιθυμείτε κ. Κωνσταντινίδη του απάντησε. Έκλεισε την πόρτα και στάθηκε ακίνητος βλέποντας τον να απομακρύνεται.
Περπατούσε ανάμεσα στις στολισμένες βιτρίνες αρκετή ώρα. Άσχημες σκέψεις και ένα τραχύ, ανελέητο κάψιμο στο στήθος τον συντρόφευαν στην περιπλάνηση του. Κοιτούσε τον κόσμο που περπατούσε στην γιορτινή αγορά. Άντρες, γυναίκες μόνοι τους, μητέρες με παιδάκια αλλά και οικογένειες που τριγυρνούσαν στα φωτισμένα εμπορικά. Σε κάποια πρόσωπα τους διέκρινε ευτυχία, ανεμελιά, αισθήματα που αυτός δεν είχε, δεν μπορούσε να έχει. Τα ερωτήματα τον έπνιγαν, γιατί σε αυτόν; πως του συνέβη; γιατί τώρα που είναι τόσο ισχυρός και πλούσιος να μην μπορεί να κάνει κάτι να διώξει μακριά του τον εφιάλτη;
Ο βοριάς δυνάμωσε, η παγωνιά τρυπούσε κόκαλα. Σε λίγο βρέθηκε έξω από ένα καφέ. Κοντοστάθηκε, ήταν ένα μικρό καφέ τόσο όμορφο που ένοιωσε σαν να τον προσκαλούσε στο εσωτερικό του. Πόσα χρόνια είχε να κάτσει μόνος ή με ένα φίλο να συζητήσει και να απολαύσει ένα ζεστό φλιτζάνι καφέ. Με την σκέψη αυτή και με το κρύο να του έχει περονιάσει τα κόκαλα αποφάσισε να μπει. Μέσα οι πελάτες λιγοστοί και η ατμόσφαιρα καθαρή και ζεστή, το σώμα του αμέσως ανταποκρίθηκε ευχάριστα. Το μαγαζάκι είχε ένα ιδιαίτερο στυλ, διακοσμημένο με αντικείμενα της δεκαετίας του 60 που είχε βρει ο ιδιοκτήτης σε διάφορα παλαιοπωλεία. Στους τοίχους με τα σκούρα παλ χρώματα δέσποζαν φωτογραφίες από χιονισμένα τοπία μέχρι ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης. Κάθισε σε ένα τραπεζάκι μπροστά στην τζαμαρία, έτσι ώστε να βλέπει και τον κόσμο που περπατούσε στην αγορά. Το είχε ανάγκη δεν ήθελε να είναι μόνος.
Μετά τις σπουδές του στο Οικονομικό πανεπιστήμιο θυμόταν τον εαυτό του μονίμως απασχολημένο σε δουλειές. Πάντα είχε κάτι να κάνει από το ξημέρωμα μέχρι αργά το βράδυ ώσπου τον έπαιρνε ο ύπνος γερμένο στο γραφείο του. Οι φιλίες του ήταν τυπικές και μόνο με άτομα από την εργασία του. Τα ενδιαφέροντα του περιορίζονταν στο εξής ένα δουλειά και πάλι δουλειά. Ήταν πολύ φιλόδοξος και με τον καιρό γίνονταν ακόμα περισσότερο και δυστυχώς ο χαρακτήρας του σκλήρυνε μέρα με την μέρα. Έτσι πέρασαν αρκετά χρόνια ο Σταύρος από ένας φτωχός φοιτητής από την επαρχία που ξεκίνησε ως ένας άσημος υπάλληλος έφτασε να προεδρεύει ένα τεράστιο όμιλο εταιρειών με αστρονομικά κέρδη. Δούλεψε πολύ σκληρά για να φτιάξει αυτή την «αυτοκρατορία».
Όμως τώρα εμπρός στον θάνατο έκανε την αυτοκριτική του. Αναλογίσθηκε πως στερήθηκε την πραγματική φιλία αλλά και την συντροφικότητα, το χαμόγελο και την αγκαλιά μιας γυναίκας και ενός μικρού αγγέλου. Αυτές οι σκέψεις τον βασάνιζαν όταν μονολόγησε
- Ναι πέτυχα στις επιχειρήσεις έγινα βαθύπλουτος αλλά αλίμονο έχασα στην ζωή μου έχασα την ψυχή μου. Θεέ μου πόσο λάθος έκανα.
Το βράδυ αυτό δεν μπορούσε να κοιμηθεί, οι ίδιες βασανιστικές σκέψεις συνέχιζαν να τον επισκέπτονται διώχνοντας μακριά κάθε ελπίδα από την λυγισμένη καρδιά του. Οι δείκτες του ρολογιού σέρνονταν απελπιστικά αργά καθώς πλησίαζαν στις τρεις μετά τα μεσάνυχτα. Κοιτούσε στο άπειρο με τα μάτια υγρά, χαμένος στις μαύρες σκέψεις του όταν ένοιωσε μια παρουσία μέσα στο δωμάτιο. Δεν μπορούσε να δει τίποτα, το σκοτάδι απόλυτο, όμως την ένοιωθε με τις αισθήσεις του. Δεν τον φόβισε, αντίθετα αισθάνθηκε μια γλυκιά ζεστασιά – όπως παιδί στην αγκαλιά της μητέρας του – που τον τύλιξε ολόκληρο και τον γαλήνεψε. Έπειτα μια εκτυφλωτική λάμψη και από μέσα της πρόβαλε μια λευκή μορφή αγάπης, ένας άγγελος με ανοιχτά φτερά. Με την γλυκιά απόκοσμη φωνή του άκουσε να του λέει δυο λέξεις πριν εξαφανιστεί.
Το ξυπνητήρι χτύπησε δηλώνοντας έξι το πρωί.
Πετάχτηκε σαν μικρό παιδί από το κρεβάτι του. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα και βγήκε έξω. Ο παγωμένος πρωινός αέρας του φρεσκάρισε το μυαλό και τις αισθήσεις. Γυρίζοντας το κεφάλι του αντίκρισε ένα πανέμορφο θέαμα. Η ανατολή του ήλιου εκπληκτική, χάριζε στην χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα τούτο το πρωινό υπέροχα ρόδινα χρώματα. Από τα αγνά παιδικά του χρόνια στο χωριό είχε να αισθανθεί την μαγεία της ανατολής και την αίσθηση της νέας αρχής που φέρνει ο ήλιος στην αέναη πορεία του. Όταν γύρισε στο δωμάτιο είδε κάτι που του προκάλεσε μεγάλη έκπληξη. Ένα μικρό φτερό τόσο λαμπρά λευκό και ακηλίδωτο ταλαντεύονταν αργά πάνω στο δρύινο κομοδίνο. Όταν το έβαλε στην χούφτα του ένα υπέροχο μείγμα συναισθημάτων πλημμύρισε την ύπαρξη του.
Οι δείκτες του ρολογιού έδειχναν 8.30 όταν ο Κωνσταντινίδης πέρασε ολομόναχος την πόρτα του νοσοκομείου. Στην τσέπη του μέσα σε ένα βελούδινο κουτάκι κοσμημάτων που κρατούσε σφιχτά με το χέρι του, βρίσκονταν το πολυτιμότερο αντικείμενο που του χάρισαν ποτέ.
Σε λίγα λεπτά κάθονταν στο ιατρείο με τον γιατρό του.
- Σταύρο όπως σου εξήγησα εχθές σήμερα άμεσα θα κάνουμε κάποιες εξετάσεις για να μπορέσουμε να βρούμε την καλύτερη θεραπεία για εσένα. Ο Μάλαμας σήμερα είχε να αντιμετωπίσει ένα διαφορετικό άνθρωπο. Ο ασθενής άντρας, δεν είχε καμιά σχέση με τον πανίσχυρο ιδιοκτήτη ομίλου εταιριών που γνώριζε μέχρι εχθές. Ήταν ήρεμος και γλυκός το λαμπερό βλέμμα του πρόδιδε δύναμη και εσωτερική αρμονία. Κάθονταν στην καρέκλα με αυτό πράο πρόσωπο κάνοντας τον γιατρό να αμφιβάλει αν αυτός ο άνθρωπος ήταν τόσο σοβαρά ασθενής. Αυτό παρακίνησε τον γιατρό να του πει,
- Είσαι πολύ καλά σήμερα θα έλεγα πως ποτέ δεν σε έχω ξαναδεί έτσι.
- Θα σου πω κάτι γιατρέ, η ασθένεια αυτή ίσως είναι η μεγαλύτερη ευκαιρία μου στην ζωή.
- Φοβάμαι πως δεν σε καταλαβαίνω, του δήλωσε ο Μάλαμας, όμως πριν προλάβει να ακούσει τον ασθενή του, κουδούνισε το τηλέφωνο του γραφείου.
- Παρακαλώ…… έρχομαι αμέσως, έκλεισε το τηλέφωνο και πριν φύγει του είπε πρέπει να πάω στην εντατική, περίμενε θα έρθουν σε λίγο για τις εξετάσεις.
Γαλήνιος περίμενε για μερικά λεπτά, στο τέλος εμφανίστηκε ένας γιατρός. Αφού του ζήτησε ευγενικά να σηκώσει την μπλούζα του, του πήρε δυο μπουκαλάκια αίμα. Έγραψε επάνω τους με κεφαλαία γράμματα ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ και τα έβαλε στην επάνω τσέπη της ιατρικής του μπλούζας, έπειτα κάθισε απέναντι του. Τώρα παρατήρησε καλύτερα την μορφή του γιατρού, η έκπληξη ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του.
Ο ζητιάνος. Ναι ήταν αυτός, ένα χρόνο πριν. Θυμήθηκε πως ήταν σταματημένος στην κεντρική λεωφόρο, όταν εκείνος του χτύπησε το τζάμι. Η φωνή του ζητιάνου τον είχε προειδοποιήσει να αλλάξει την ζωή του, να γυρίσει στον Θεό.
Στα χείλη εκείνου ο Σταύρος είδε ένα χαμόγελο να ανθίζει, μετά τον είδε να σηκώνει το χέρι του δείχνοντας κάπου έξω.
- Τα αποτελέσματα δεν σου χρειάζονται Σταύρο, τώρα βγες από εδώ μέσα και φέρε το έλεος στους φτωχούς και αδυνάτους. Ο Πανάγαθος σου δίνει αυτήν την ευκαιρία, όμως έχεις ένα χρέος μην το ξεχάσεις ποτέ. Μετάνοια και Έλεος του είπε πριν ανοίξει την πόρτα και εξαφανιστεί για πάντα.
Αυτές ήταν οι δυο λέξεις που του είχε πει και ο άγγελος εχθές το βράδυ και έπρεπε να τις θυμάται.
Κάθονταν μόνος τώρα στο ιατρείο, δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια του και η ευγνωμοσύνη την λυτρωμένη ψυχή του.
Τo θέαμα που αντίκρισε η νεαρή γραμματέας ήταν κάτι παραπάνω από απίστευτο. Ένα κόκκινο κουτάκι και μια εκπληκτική πολύχρωμη ανθοδέσμη την περίμενε στο γραφείο της. Όταν είδε το πανέμορφο δαχτυλίδι στο εσωτερικό του κουτιού τότε κόντεψε να λιποθυμήσει. Το σημείωμα στην ανθοδέσμη έγραφε,
«Μαρία με αυτό το μικρό δώρο θέλω να σου εκφράσω τις ειλικρινείς μου ευχαριστίες για όλο αυτό τον καιρό που εργάζεσαι για εμένα. Ήμουν πολύ τυρρανικός μαζί σου όπως και με όλους δυστυχώς. Σε ευχαριστώ και σου δίνω την υπόσχεση πως από σήμερα ξεκινάμε όλοι μας μια νέα αρχή»
Σταύρος Κωνσταντινίδης
Η Μαρία άναυδη κάθισε αδέξια στην καρέκλα της κοντεύοντας να πέσει από την έκπληξη. Μόλις συνήρθε λίγο πήρε τηλ την φίλη της Φαίη στο λογιστήριο.
Δεν κατάφερε να της πει τον λόγο που της τηλεφώνησε γιατί η Φαίη την πρόλαβε λέγοντας της πως στο τμήμα της είχαν όλοι πάρει δώρα και ευχετήρια emails από τον «τύραννο» τους.
Παραμονή Χριστουγέννων και ένα τεράστιο καραβάκι στολισμένο με σημαιούλες και χιλιάδες πολύχρωμα φωτάκια κοσμούσε τα πολυτελή γραφεία της COSMET. Δώδεκα και τριάντα το μεσημέρι και μέσα στην εταιρεία οι δημοσιογράφοι και οι τηλεοπτικές κάμερες είχαν κατακλύσει τους χώρους. Οι άνθρωποι των μέσων ενημέρωσης περίμεναν τον ισχυρό επιχειρηματία να κάνει κάποιες πολύ σημαντικές δηλώσεις. Στα πηγαδάκια που είχαν στήσει ακούγονταν φήμες για μια περίεργη ιστορία. Κάποιοι έλεγαν πως ο πάμπλουτος επιχειρηματίας σώθηκε από μια σοβαρότατη ασθένεια που ακόμα και οι γιατροί μιλούσαν για θαύμα.
Σε λίγο εμφανίστηκε στην αίθουσα ο άνθρωπος που όλοι περίμεναν, ο πρόεδρος του ομίλου. Συναισθηματικά φορτισμένος ξεκίνησε με αυτά τα λόγια,
- Σήμερα που τα μικρά παιδιά με τα τρίγωνα τους αναγγέλλουν την γέννηση του Χριστού μας, αγαπητοί μου συνάνθρωποι σας καλέσαμε εδώ για να μεταδώσετε μια χαρμόσυνη είδηση σε όλη την Ελλάδα αλλά και όπου στην γη υπάρχουν άνθρωποι που στη καρδιά τους έχουν τον μικρό Χριστό. Οι δημοσιογράφοι άρχισαν να μουρμουρίζουν κοιτώντας ο ένας το άλλον.
- Καταρχήν θέλω να ζητήσω από όλους τους ανθρώπους που ζημίωσα ή πίκρανα, ένα μεγάλο συγνώμη από το βάθος της ψυχής μου. Η έκφραση του προσώπου του και τα υγρά του μάτια δεν άφηναν σε κανένα την υπόνοια πως αυτός ο άνθρωπος υποκρίνονταν. Το σούσουρο στην αίθουσα φούντωσε εκ νέου.
Ο λόγος όμως που σας κάλεσα εδώ δεν είναι μόνο ένα ειλικρινές συγνώμη, είναι η ανακοίνωση μιας νέας πραγματικότητας για μένα τον ίδιο και έπειτα για τον όμιλο επιχειρήσεων COSMET. Τώρα τα σχόλια στην αίθουσα κόπασαν και όλοι περίμεναν να τον ακούσουν.
Μέχρι σήμερα ο μόνος σκοπός και μόνη φιλοσοφία μου ήταν το μέγιστο κέρδος, χρήμα, χρήμα, πέρα από κανόνες και ηθική.
Όμως από σήμερα δυο λέξεις θα περιγράφουν την νέα φιλοσοφία μου, τον μοναδικό σκοπό μου. Μετάνοια, για το παρελθόν μου και Έλεος στον συνάνθρωπο, για το μέλλον που μου χαρίστηκε.
Για αυτόν τον σκοπό όλη η περιουσία μου και τα μελλοντικά μου κέρδη θα προσφέρονται για να απαλύνεται ο ανθρώπινος πόνος, η πείνα και η δυστυχία. Πιστέψτε με είναι κάτι αληθινό, ένα έργο ζωής, δεν είναι κάποιο ανήθικο φορολογικό τέχνασμα. Οι συνεργάτες μου για αυτό τον σκοπό, είναι άνθρωποι αξιέπαινοι από γνωστές σε όλους σας φιλανθρωπικές οργανώσεις. Με την τεράστια εμπειρία τους, ενωμένοι όλοι μαζί θα πετύχουμε . Τις επόμενες μέρες σε ειδική συνέντευξη θα σας αναλύσουμε τις λεπτομέρειες του σχεδίου μας. Από αυτό το βήμα θέλω να καλέσω όλο των επιχειρηματικό κόσμο της χώρας να στηρίξει αυτό το έργο που ξεκινάμε και να έρθει δίπλα μας. Ήδη έχουμε τους πρώτους εθελοντές της αγάπης. Όμως και ο καθένας από εμάς μπορεί να κάνει κάτι για τον συνάνθρωπο που πεθαίνει μόνος στην διπλανή πόρτα. Για τον συνάνθρωπο που κοιμάται στον δρόμο, που πεινάει, που ήρθε από μια ξένη χώρα μέσα στην φτώχεια και την δυστυχία. Εύχομαι σε όλους κάθε μέρα της σύντομης ζωής μας να είναι μια μέρα αγάπης και διάθεσης για προσφορά σε όλους αυτούς που έχουν ανάγκη την αγάπη και την φροντίδα μας. Σας ευχαριστώ, καλά Χριστούγεννα.
Η αίθουσα σείστηκε από τα χειροκροτήματα και τις επευφημίες όλων.
Από τα ξημερώματα χιόνιζε, τα πάντα είχαν καλυφθεί από το κατάλευκο πέπλο του χιονιού που ώρες επέμενε πυκνό, να καλύψει την κακία ,το ψέμα, τον φθόνο, τις μαύρες σκιές του κόσμου με το λευκό πέπλο της αγάπης.
Ανήμερα Χριστούγεννα και οι άνθρωποι με τις οικογένειες τους γιόρταζαν την γένεση του Χριστού γύρω από τα στολισμένα έλατα και τα ελληνικά πατροπαράδοτα καραβάκια ενώ οι εξαίσιες μυρωδιές των φαγητών που πλανιόταν στον αέρα τυραννούσαν γλυκά τις αισθήσεις. Μαζί τους και ο Κωνσταντινίδης. Αυτή την χρονιά αισθάνθηκε και αυτός το πραγματικό μήνυμα των Χριστουγέννων μετά από πολλά χρόνια. Αυτά τα Χριστούγεννα δεν τα πέρασε όπως τα προηγούμενα χρόνια συναισθηματικά κενός σε κάποια πανάκριβη σουίτα ξενοδοχείου στις χιονισμένες Άλπεις. Όχι τα γιόρτασε στην Ελλάδα μετανοημένος για το παρελθόν, γεμάτος αγάπη, ανάμεσα σε ασθενείς, ηλικιωμένους, φτωχούς και ορφανά που είχαν ανάγκη το Έλεος του νεογέννητου Χριστού.
Αναστάσιος Βαλμάς Δεκέμβριος 2007 Διαγωνισμός παραμυθιού Ράδιο Θεσσαλονίκη