Σάββατο, Δεκεμβρίου 25, 2021

Στάση Κυβέλεια

 Ιστορίες της στάσης

 

Στάση Κυβέλεια

 

   Απόγευμα παραμονής Χριστουγέννων! Ο Σέργιος πάρκαρε το αυτοκίνητο λίγο μετά την στάση Κυβέλεια. Μεγάλη τύχη να βρει μέρος τόσο κοντά στο σπίτι του, ευτυχώς γιατί τα πόδια του δεν τον κρατούσαν. Όλη μέρα στο μεγάλο εμπορικό στην Τσιμισκή, ιδρωμένος, με την μάσκα στο πρόσωπο, ανεβοκατέβαζε κιβώτια από την αποθήκη στους ορόφους. Τώρα στις γιορτινές μέρες από τον πολύ κόσμο δεν προλάβαιναν να γεμίσουν τα ράφια και αδειάζαν μονομιάς. Ειδικά στο τμήμα με τα Χριστουγεννιάτικα όπου οι μπόμπιρες τα ήθελαν όλα και οι γονείς τέτοιες μέρες δεν χαλούσαν χατίρι, δεν απόσωνε να αδειάσει το καρότσι του και σε λίγο η προϊσταμένη του τρίτου ορόφου καλούσε και πάλι την αποθήκη. Με τόσο πίεση για τις αγορές των Χριστουγέννων, με τόσο στολίδι κάθε χρόνο από Αύγουστο και μετά που έφταναν τα κοντέινερ από Κίνα, είχε χάσει την αίσθηση των γιορτών. Δεκαπέντε χρόνια τώρα στο εμπορικό δεν είχε αμφιβολία, μόνο για τα ψώνια ενδιαφερόταν όλοι, διασκέδαση και φαγητό, πέρα από εκεί νόημα κανένα για τους πολλούς. Μ’ όλα αυτά στο μυαλό του είχε χάσει κάθε όρεξη για τις γιορτές και στο σπίτι του δεν στόλιζε ποτέ, ούτε ένα λαμπάκι τα τελευταία χρόνια.

  Έξω φυσούσε ένας ελαφρύς Βαρδάρης, ξαστεριά και κρύο ξερό που έκοβε την ανάσα. Παραδίπλα, στο σκοτάδι, δυο άντρες κρατούσαν μια χαρτοσακούλα και έσκυβαν κάτω από ένα αμάξι. Δεν έδωσε καμία σημασία, ήταν τόσο κουρασμένος που δεν είχε κουράγιο ούτε για να βγει από το αυτοκίνητο. Έπιασε το κινητό από την βάση στο ταμπλό και κάθισε στην ζεστούλα που κρατούσε ακόμη απ’ το καλοριφέρ. Κοίταξε τα μηνύματα του. Η ξαδέρφη του με τα δυο μωρά της θα ερχόταν αύριο στους γονείς του στο τραπέζι. Περνούσαν πολλές φορές τις γιορτές μαζί μιας και ο άντρας της ήταν ναυτικός σε ποντοπόρα πλοία. Αυτό το γιορτινό τραπέζι στους γονείς ήταν το μόνο που τον συνέδεε ακόμη με τα Χριστούγεννα.

   Χαζολόγησε λίγο παραπάνω, κοιτώντας κάτι αστεία βίντεο. Κάποια στιγμή, οι δυο άντρες με την χαρτοσακούλα πέρασαν δίπλα του, βαδίζοντας προς την στάση. Κοίταξε πάλι το κινητό του, όχι όμως για ειδήσεις, ούτε λόγος, είχε μπουχτίσει τον τρόμο και τον θανατικό της πανδημίας. Παρόλα αυτά κανείς δεν αμφέβαλε πως τα φετινά Χριστούγεννα ήταν λίγο καλύτερα, λίγο πιο ελεύθερα για όλους, παρά την υποχρεωτική χρήση μάσκας παντού, για δεύτερη χρονιά. Τουλάχιστον φέτος οι παιδικές φωνούλες ακούστηκαν, έστω και κάτω από τις μάσκες. Πάλι καλά όμως γιατί πέρυσι τα κάλαντα δεν είχαν αντηχήσει στις γειτονιές και τέτοια ώρα όλοι είχαν κλειστεί στα σπίτια τους με την νυχτερινή απαγόρευση κυκλοφορίας που θύμιζε πιότερο την γερμανική κατοχή. Έτσι και αλλιώς όμως η ψυχολογική κούραση ήταν μεγάλη, δεν έφτανε η περιβόητη μετάλλαξη Δέλτα και τώρα είχαν νέα μέτρα για την Όμικρον. Σε λίγο όλο το ελληνικό αλφάβητο πιθανά θα εξαντλούνταν ως έλεγαν ειδικοί και μη.

    Κρύωσε ο αέρας μέσα στο αμάξι και σήκωσε το φερμουάρ στο μπουφάν μέχρι τον λαιμό του, καιρός να πηγαίνει. Άνοιξε την πόρτα του πολυκαιρισμένου Citroen και βγήκε σιγά, κατάκοπος. Κλείδωσε και περπάτησε προς την στάση, το σπίτι του ήταν ακριβώς απέναντι της. Στην πολυκατοικία πάνω και κάτω απ’ το σπίτι του είδε τις φωταψίες, οι γείτονες είχαν κρεμάσει σειρές τα λαμπιόνια μαζί με στεφάνια, αστέρια και καμπανούλες. Σωροί ολόκληροι από δαύτα, του είχαν κόψει την μέση να τα κουβαλάει πάνω κάτω…

***

- Ηρακλής Πουαρό, ο Σέργιος άκουσε μια γυναικεία φωνή και γύρισε προς την στάση, Ηρακλής Πουαρό ο Στέφανος, επανέλαβε μια νεαρή γυναίκα που καθόταν στην στάση και συνέχισε, ευτυχώς, ευτυχώς το βρήκε! Είχε χωθεί μέσα στην λαμαρίνα σε εκείνο το αυτοκίνητο, του έδειξε με το χέρι. Ο Σέργιος κατάλαβε πως πρέπει να μιλούσε για έναν από τους δυο άντρες με την χαρτοσακούλα που είχε δει πριν μέσ’ στο σκοτάδι. Εκείνη σηκώθηκε λες και τον περίμενε και με δυο τρία γρήγορα βήματα τον έφτασε. Ο Σέργιος κινήθηκε και η γυναίκα τον ακολούθησε καθώς διέσχιζε την Κωνσταντινουπόλεως.

- Από το πρωί το ακούω να νιαουρίζει και δεν μπορούσα να το βρω, εδώ την έβγαλα στην στάση, μου κρατούσε παρέα και η Άλκηστις. Ο Σέργιος κοντοστάθηκε στο πεζοδρόμιο ακριβώς κάτω από την πολυκατοικία του και άκουγε σιωπηλός την άγνωστη γυναίκα. Εκείνη λες και τον ήξερε χρόνια, συνέχιζε να του μιλάει,

- Η Άλκηστις, σαν το γατάκι μου, αδέσποτη και αυτή, μόνο το όνομα της ξέρει, τίποτα άλλο. Γυρνάει χειμώνα καλοκαίρι δεξιά αριστερά, τρυπώνει το βράδυ στο Ιπποκράτειο και αξημέρωτα βγαίνει και τριγυρνάει πάλι στους δρόμους. Με είδε το πρωί να κοιτάω κάτω από τα αμάξια και με ρώτησε, σαν της είπα ότι ψάχνω το γατάκι που υιοθέτησα από μια κυρία στο Πανόραμα, δεν έφευγε από δίπλα μου. Δεν μιλούσε αλλά το έβλεπα στα μάτια της πόσο ήθελε να βρεθεί αυτό το πλασματάκι, να βρει αυτό τουλάχιστον σπίτι και αγκαλιά. Να μόλις τώρα την έδιωξα με το ζόρι, σαν μου το βρήκε ο Πουαρό μου. Ο Στέφανος ντε, την έδιωξα να πάει να ζεσταθεί. Ξέρεις τώρα αυτό το κορίτσι είναι τόσο αγνό σαν άγγελος, ένας φτωχός, κουρελής άγγελος που ζει αόρατος ανάμεσα μας. Πάλι με έπιασαν τα ποιητικά μου αλλά τέτοιες μέρες που είναι, πληγώνομαι με την σκληρότητα μας. Άντε φεύγω τώρα, πάγωσα. Τα ακούς εσύ πονηρούλη; Μην το σκάσεις πάλι, θα μας βαρεθεί ο Πουαρό. Γύρισε στον Σέργιο και πριν χαθεί με το γατάκι της, του είπε χαμογελαστά,

- Καλά Χριστούγεννα…

  Ο Σέργιος έμεινε μόνος, γύρισε και κοίταζε πάλι την σκουρόχρωμη μεταλλική στάση. Τι περίεργη συνάντηση; Λες και η κούραση του είχε φύγει ξαφνικά, απέμεινε μόνος να κοιτάζει την στάση. Σε λίγο ένα λεωφορείο πέρασε με ταχύτητα χωρίς να σταματήσει, στην άδεια στάση. Στον παγωμένο Βαρδάρη όλα είχαν μια εκπληκτική διαύγεια,  κι στάση άλλαζε μορφή στα μάτια του.

   Δεν είδε τίποτα άλλο, εκτός από την γυναίκα, την μάνα, που πάνω στο σιδερένιο παγκάκι της στάσης κρατούσε μέσα σε μια κουβέρτα το ξυλιασμένο γατάκι, το κρατούσε σαν Παναγιά, σφιχτά μέσα στο κόρφο της και από πάνω τους, η Άλκηστις, ένας Άγγελος του δρόμου να τις σκεπάζει με τα ολόλευκα φτερά της. Μια σιδερένια φάτνη του Χριστού, καταμεσής του δρόμου. Ένα δάκρυ έτρεξε στο μάγουλο του…

Καλά Χριστούγεννα φώναξε στον παγωμένο αέρα, καλά Χριστούγεννα.

 

Στους αγγέλους των δρόμων.

Σε όλη την ομάδα του audiobook για το καραβάκι, δώρο Χριστουγέννων.

Στην Μαρία μου για το μοίρασμα ευαισθησίας και την ιδέα των ιστοριών της στάσης.


Α.  Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ

25 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2021

 

Ζωγράφος Ντίνος Παπασπύρου

ΠΙΝΑΚΑΣ-ΓΑΤΟΥΛΕΣ-124, Γατούλα του χειμώνα, τέμπερα, 27Χ17 εκ., 2014, Κωδ. 1192

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 13, 2021

ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ


 Χριστούγεννα ήρθαν ξανά


Χιόνισε το βράδυ αργά στην μικρή μας γειτονιά,

πόλεμο στήσαν τα παιδιά,

χιονόμπαλες για πυρομαχικά,

φωνές και γέλια θα αντηχούν παντοτινά,

Χριστούγεννα στην μικρή μας γειτονιά.

Στα τζάκια κάστανα ευωδιαστά,

όλοι γύρω απ' την φωτιά και

ο παππούς αφηγείται παραμύθια μαγικά.

Καλικάντζαροι, πλάσματα φοβερά,

και έπειτα για το αστέρι της Βηθλεέμ μιλά,

για το Βρέφος και την Παναγιά,

την φάτνη, τους μάγους και τα ζωντανά,

Χριστούγεννα και εμείς παιδιά.

Πέρα απ' τις ευτυχισμένες γειτονιές

χιόνισε και στις σκηνές.

Αδύναμες είναι οι φωτιές,

τα πρόσωπα τους σκυθρωπά,

χαραγμένα απ' την προσφυγιά.

Εδώ οι παππούδες σώπασαν πια

κι απ' τα χείλη τους κανένας

δεν θα ακούσει ιστορίες, παραμύθια μαγικά.

Ο δικός τους ο Χριστός, 

δάκρυα μετρά.

Μέσα στο χιονιά ζουν και εδώ παιδιά,

τα χέρια τους είναι ξυλιασμένα και γυμνά,

δεν έχουν σκούφους πολύχρωμους, κασκόλ πλεκτά,

στις σκηνές τους δεν λαμπυρίζουν φωτάκια γιορτινά.

Ορφανοί Χριστοί, τις χιονονιφάδες κοιτούν σιωπηλά,

πόλεμο δεν

θα παίξουνε ξανά,

δεν τον λαχταρά η δική τους η καρδιά,

μόνο ένα σπιτικό, μια νέα γειτονιά...


~ ~


Κύλησε ο χρόνος και οι ζωές

όμως ακόμα υπάρχουνε σκηνές,

παιδιά πνίγονται στις θάλασσες.

Ογδόντα και χρονών

μα σαν παιδί μικρό

απαρηγόρητος τον κόσμο μας κοιτώ,

θεριό ο άνθρωπος, ανήμερο.

Τι και αν μπαμπάκι γινήκαν τα μαλλιά,

Τι και αν παππού με φωνάζουν τα μικρά,

πάντα θα χιονίζει στην δική μου γειτονιά


~ ~


Χρόνια και χρόνια μετά

Χριστούγεννα ήρθαν ξανά

και εγώ είμαι μια μνήμη τώρα

μια νιφάδα του χιονιά

που επιστρέφω πάλι στην δική μου γειτονιά.

Λίγο πιο μακριά, η ίδια εικόνα σαν αλλοτινά,

δεν έχουν σκούφους πολύχρωμους, κασκόλ πλεκτά,

στις σκηνές τους δεν λαμπυρίζουν φωτάκια γιορτινά.

Πόλεμο δεν λαχταρά η δική τους η καρδιά,

μοναχά ακούγεται μια προσευχή στην άγια την νυχτιά,

για ένα σπιτικό, μια νέα γειτονιά...


 



Χριστούγεννα στο Αιγαίο


Χριστούγεννα, γύρω ομίχλη, σκοτεινιά

και ο μικρός Χριστός αγκαλιασμένος με την Παναγιά,

μέσα σε μια βάρκα, μαζί με των προσφύγων τα μωρά,

κλαίει, πεινασμένος, φοβισμένος σαν κι αυτά.

Μάγοι δεν φέραν δώρα ακριβά,

ούτε αστέρι φώτισε τον δρόμο του από ψηλά

ξεκίνησε απ' της Τουρκίας μια ακρογιαλιά

και ήρθε στον κόσμο μέσα σε ένα φουσκωτό,

κάπου απέναντι από την Μυτιλήνη,

την Σάμο, την Τήλο ή την Κω.



Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ

12.2015

Ντίνος Παπασπύρου: ΠΙΝΑΚΑΣ--ΤΟΠΙΑΤΟΠΙΑ--129, Παραμονή Χριστουγέννων του '43

ΦΙΛΟΙ ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΓΗ