Δευτέρα, Δεκεμβρίου 25, 2017

Ο ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ ΚΑΛΑΧΑΝ ΚΑΙ Η ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ

Η αγάπη εμπνέει την αφοσίωση και όσο τρομερός κι αν είναι ο θάνατος, μας εμπνέει το θάρρος να τον αψηφούμε και να πεθαίνουμε για 'κεινο που αγαπούμε.
Ανρί Λακορντέρ 


H αγάπη φωτίζει με τη λάμψη του παραμυθιού την καθημερινότητα.
Percy Shelley




Ο ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ ΚΑΛΑΧΑΝ ΚΑΙ Η ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ

  Εκείνο το παγερό βράδυ παραμονή των Χριστουγέννων  έγινε κάτι τόσο παιδαριώδες, κάτι τόσο παράλογο μα και τόσο ρομαντικό, που όλη η Ελλάδα θα μιλούσε γι’ αυτό.  Και θα μιλούσαν όλοι για μια πράξη ίσως και γελοία μα και συνάμα τόσο γενναία, μια πράξη όμως παρακινημένη από αληθινή αγάπη. Μα πριν φτάσουμε στο βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων της ιστορίας μας, ας γνωρίσουμε τα πρόσωπα της, ας γυρίσουμε αρκετά χρόνια πίσω... 



Ο Λάκης γεννήθηκε σε μια φτωχογειτονιά της πόλης κατά τα Kάστρα, στην δύση της δεκαετίας του 70. Για την ακρίβεια η γειτονιά του ήτανε σκαρφαλωμένη κάπου ανάμεσα μεταξύ του Επταπυργίου και των Συκεών, τότε που ακόμα όλη αυτή η περιοχή ήταν γεμάτη από χορταριασμένες αλάνες.
  «Ήπια πνευματική καθυστέρηση, συνοδευόμενη από σοβαρά προβλήματα όρασης» γνωμάτευε ο παιδίατρος, στο βιβλιάριο του ΙΚΑ. Ο πατέρας του δεν μπόρεσε να το χωνέψει, λίγο καιρό μετά χώρισαν με την κυρά Φρόσω και έφυγε από την μικρή μονοκατοικία με τον ανθισμένο κήπο στα Κάστρα, για την Λάρισα.                                                                                                                                                                                           
   Νέα οικογένεια, νέα ζωή ξέχασε και μάνα και γιο και τους παράτησε πίσω στην Θεσσαλονίκη μόνο ένα χρυσό ρολόι ξέχασε πίσω του και ο Λάκης το κρατούσε πάντα πάνω του. Η Φρόσω όμως τον αγάπησε πολύ τον Λάκη της, τον μονάκριβο της και έγινε μια αγκαλιά παντοτινή μόνο για εκείνον. Άλλος άντρας δεν χωρούσε στην δική της αγκαλιά...

   Τα χρόνια πέρασαν και όλοι έβλεπαν στην γειτονιά ένα ψηλό, καλοκάγαθο πλάσμα που κακό δεν έκανε σε κανένα και αν εξαιρούσες τα χοντρά μυωπικά γυαλιά του είχε ένα ζεστό, καλοσυνάτο πρόσωπο που στόλιζαν δυο θερμά καστανά ματάκια. Απεναντίας όμως τα παιδιά της γειτονιάς ήταν σίγουρο ότι δεν θα έβλεπαν την συμπαθητική του πλευρά, αντιθέτως θα ήταν για χρόνια ο μόνιμος περίγελος τους. «Ο Λάκης ο πατομπούκαλος, ο ζαβός, ο χαζός, ο στραβούλιακας, ο,ο,ο …» όλα τα κοσμητικά επίθετα τα είχε μαζέψει στην συλλογή του, σαν τα παράσημα του επίτιμου περίγελου της γειτονιάς. Ο ίδιος πίσω από τα χοντρά γυαλιά του κάποιες φορές χασκογελούσε στα πειράγματα λες και αφορούσαν κάποιον άλλον, μα όσο και αν δεν το καταλάβαιναν πονούσε μέσα του...
   Όσο μεγάλωνε, η μάνα του πολλές φορές τον κράταγε σπίτι. Παρά την φτώχεια της από τα λιγοστά χρήματα που της περίσσευαν από το φασόν ενδυμάτων όπου και εργάζονταν ως γαζώτρια, μέχρι και συσκευή βίντεο του αγόρασε. Το πήρε για να τον ξεγελάει, να τον απασχολεί, για να μην της ζητάει να βγει στην αλάνα με τα άλλα παιδιά που τον πλήγωναν ακόμη και μπροστά στα μάτια της. Και τα κατάφερε, ο Λάκης με το μαύρο blaupunkt που τις στοίχισε 100 χιλιάδες δραχμές, τέλη της δεκαετίας του 80 έγιναν αχώριστοι. Με τις ώρες καθόταν και έβλεπε ότι κασέτα έβρισκε στο βιντεοκλάμπ του κυρ Απόστολου. Τα γουέστερν και οι αστυνομικές ταινίες ήταν η αδυναμία του, τρεις την ημέρα έβλεπε. Πολλοί οι σκληροτράχηλοι ήρωες, όμως ο Κλίντ Ίζγουντ, ο θρυλικός επιθεωρητής Κάλαχαν ήταν ο αγαπημένος του ήρωας. Στις πέντε ταινίες του, ήξερε από έξω και ανακατωτά κάθε ατάκα του ήρωα του. Ο Λάκης ζούσε κάθε κίνηση, κάθε φράση του, το ειρωνικό χαμόγελο και την σκληρή παγερή ματιά του πριν την ατάκα «Make my day». H καρδούλα του φούσκωνε από περηφάνια κάθε φορά που ο ανορθόδοξος ήρωας του κατατρόπωνε τους κακούς και ας μην καταλάβαινε την υπερβολική σκληρότητα και του ίδιου απέναντι στους κακοποιούς. Δεν άργησαν οι πάντες στην γειτονιά να του κολλήσουν το παρατσούκλι «Κάλαχαν» κάτι που τον Λάκη τώρα τον ευχαριστούσε ιδιαιτέρως. Η κυρά Φρόσω για να τον ευχαριστήσει βρήκε σε ένα μαγαζί της Εγνατίας και του αγόρασε και μια πλαστική ρέπλικα του όπλου του θρυλικού επιθεωρητή, ένα Σμιθ & Γουέσον, Μάγκνουμ 44. Ένα πράγμα του ζήτησε όμως, να μην πάρει ποτέ το όπλο του έξω, να το κρατάει στο σπίτι πάντα. Το γνώριζε ήταν καλό παιδί και θα το έκανε και εκείνος της το υποσχέθηκε κοιτώντας την με εκείνο το αθώο βλέμμα του που της ζέσταινε την καρδιά. Κάπως έτσι γεννήθηκε ο επιθεωρητής Κάλαχαν στην Άνω Πόλη…
   Στα 20 του σαν γνώρισε την Σούλα, το βίντεο και οι ταινίες ήρθαν σε δεύτερη μοίρα καθώς δεν ξεκολλούσε έξω από το σπίτι της. Που τον έχανε, που τον έβρισκε η κυρά Φρόσω θα ήταν ή κάτω από το παράθυρο της ή απέναντι από την είσοδο του παντοπωλείου των γονέων της που ονομαζόταν «Η Αφθονία», δυο τετράγωνα από την γειτονιά του. Η Σούλα ήταν λίγα χρόνια μικρότερη του και έμενε στον τρίτο όροφο μιας παμπάλαιας πολυκατοικίας με τους τοίχους μαυρισμένους από την πολυκαιρία. Η Σούλα ήταν ένα ιδιαίτερο παιδί όπως ο Λάκης, εκείνη είχε αυτισμό. Όλη η γειτονιά έμαθε σιγά σιγά για τον μεγάλο τους πλατωνικό έρωτα. Εκείνη καθόταν στο παράθυρο της στην γκριζωπή πρόσοψη του τρίτου και εκείνος ακριβώς από κάτω στο χώμα της αλάνας να την περιμένει να φανεί. Όταν δεν ήταν εκείνη στο παράθυρο, ο Λάκης έβλεπε τους τοίχους γκρίζους, σαν όλους τους άλλους. Σαν όμως την αντίκριζε πίσω από το θαμπό τζάμι να τραβάει την ολόλευκη δαντελωτή κουρτίνα, λες και οι τοίχοι ξαφνικά άλλαζαν και παίρνανε όλα τα χρώματα που υπάρχουνε στην γη.
   Με κρύα και βροχές ή με αφόρητη ζέστη κάτω από το λιοπύρι, τον έβλεπαν οι γειτόνοι με τις ώρες να περιμένει να βγει στο παράθυρο της, να δει ένα της χαμόγελο. Άλλες πάλι φορές παραφιλούσε κρυμμένος για να την δει να μπαίνει στο μεγάλο κόκκινο σχολικό που την μετέφερε στο ειδικό σχολείο, μακριά, στο Ωραιόκαστρο. Τόσο την αγαπούσε που σκέφτηκε μέχρι και ένα τραγούδι και το σιγοτραγουδούσε τις ατέλειωτες ώρες της αναμονής κάτω απ’ το παραθύρι της,
“Ντούρου, ντούρου, ντουρουντού, ντούρου, ντούρου, ντουρουντό, παπαρούνα σ’ αγαπώ” Εκείνη του χαμογελούσε από ψηλά και αυτός έλιωνε στο χώμα της αλάνας. Στην γειτονιά φυσικά σχολίαζαν το ειδύλλιο του Κάλαχαν και της Παπαρούνας και όλοι μα όλοι αναρωτιόταν, γιατί την έλεγε παπαρούνα; Μήπως γιατί η Σούλα είχε χειμώνα καλοκαίρι κατακόκκινα μάγουλα; Μήπως για το κόκκινο λεωφορείο που την πήγαινε στο ειδικό σχολείο; Ή μήπως γιατί στα μάτια του φάνταζε όμορφη σαν τις όμορφες παπαρούνες του Μαγιού; Κανείς δεν γνώριζε πραγματικά, ούτε η Φρόσω και του Λάκη το στόμα σφραγισμένο επί του θέματος, όσο και να τον ρωτούσαν. Ήταν η δική του παπαρούνα και δεν σήκωνε χωρατά ο επιθεωρητής…


  Αυτή λοιπόν ήταν η αρχή της ιστορίας του Λάκη και της Παπαρούνας, ας γυρίσουμε πια στο σήμερα για να φθάσουμε εκείνο το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων…
***
     Είχαν περάσει χρόνια, ο Λάκης έφτανε τα σαράντα και τα μαλλιά του είχαν λίγο γκριζάρει όμως αν και ο χρόνος “σημάδεψε” το πρόσωπο αυτού του παντοτινού παιδιού, δεν μπόρεσε να το κάνει και στην ψυχή του. Κοντά ένα μήνα πριν τα Χριστούγεννα ο Λάκης είχε ξετρελαθεί απ’ την χαρά του,  όχι όμως δίχως λόγο, έφταιγε το δώρο του νέου του γείτονα. Ήταν για εκείνον ένα πραγματικά αληθινό δώρο για τα Χριστούγεννα που πλησίαζαν. Σε πλήρη άγνοια όμως του ανθρώπου που του το πρόσφερε δεν ήταν απλώς ένα δώρο, ήταν κάτι που θα του άλλαζε πράγματι την ζωή.
   Σαν από τύχη ανείπωτη για τον Λάκη όπως καθόταν στο μπαλκόνι του λίγες ημέρες πριν, είδε προς την απέναντι ταράτσα όπου ένας άντρας παιδευόταν μόνος του να στήσει μια περίεργη μεταλλική κατασκευή. «Ε, γείτονα τι είναι αυτό» τον ρώτησε εντελώς αυθόρμητα, με τον τρόπο που τον χαρακτήριζε από παιδί. «Κεραία βραχέων» πήρε σχεδόν αμέσως την απάντηση από την απέναντι ταράτσα «Ε και τι κάνει αυτή η κεραία βραχέων;» ρώτησε πάλι, «Έλα να βοηθήσεις να σου πω» του απάντησε ο άντρας κεφάτα μιας και κατάλαβε πως είχε βρει τον βοηθό που αναζητούσε, αφού από ώρα τα είχε βρει δύσκολα εδώ πάνω. Ο Λάκης τον βοήθησε και ο κ. Νικήτας ο ραδιοερασιτέχνης που τον συμπάθησε πολύ, του χάρισε την άλλη μέρα μια μικρή φορητή Motorola από την συλλογή του. Την λάτρεψε την Motorola του ο Λάκης, την κοιτούσε σαν θείο δώρο και την περιεργάζονταν με τις ώρες εκστασιασμένος. Πατούσε, θα έλεγε κανείς χάιδευε τα λεπτά κουμπάκια της λες και ακουμπούσε ροδοπέταλα. Δεν χόρταινε να βλέπει τις συχνότητες να ανεβοκατεβαίνουν στην μπλε οθόνη και να ακούει τα φέροντα σήματα που ταξίδευαν στον κόσμο ολόκληρο καβάλα στους μεγάκυκλους, όπως του είχε πει ο γείτονας. Ο μικρός ασύρματος του είχε συχνότητες που συντόνιζαν με τα αεροπλάνα, τα ασθενοφόρα, ακόμα και με την αστυνομία. Από την πρώτη στιγμή ερωτεύτηκε και τον ασύρματο του μα και τον θόρυβο που δημιουργούν στην μπάντα τα ηλεκτρομαγνητικά σήματα, αυτήν την μίξη από τις απόκοσμες βοές των ραδιοκυμάτων και των πάσης φύσεως ακτινοβολιών του σύμπαντος. Αν και δεν γνώριζε σχεδόν τίποτα από τα μυστικά του κόσμου, ο ασύρματος του έγινε ο ενδιάμεσος, ο δέκτης που μέσα από αυτόν βίωνε όλη αυτήν την μαγεία του. Το κυριότερο όμως ήταν πως μετά από τόσα χρόνια με αυτόν τον μικρό ασύρματο μπόρεσε να γίνει ένα κομμάτι της αστυνομίας. Τώρα πια άκουγε τις συνομιλίες του κέντρου της αμέσου δράσεως με τα περιπολικά και τις μηχανές που περιπολούσαν σε όλη την Θεσσαλονίκη. Ο Κάλαχαν είχε πάρει σάρκα και οστά έγινε ένα μαζί με τους αστυνομικούς, φαντασιώνονταν πως είναι ένας από αυτούς και περίμενε την δική του εντολή για δράση από το κέντρο…
  Τα Χριστούγεννα πια είχαν φτάσει μα για τον Λάκη αυτές οι γιορτινές μέρες ήταν πάντα μια πηγή μελαγχολίας. Η γειτονιά άδειαζε σχεδόν και το χειρότερο είναι πως έφευγε και η Παπαρούνα του στο χωριό των γονιών της. Παραμονή Χριστουγέννων βράδυ μόλις έκλειναν το μαγαζί, ο πατέρας της τους έβαζε  στο αυτοκίνητο και αναχωρούσαν για το Κιλκίς. Τι και αν στόλιζε κυρά Φρόσω πανέμορφα όλο το σπίτι και τον κήπο τους με ένα σωρό στολίδια και λαμπάκια, μέχρι να ξαναγυρίσει η Παπαρούνα του ήταν στις μαύρες του ο Λάκης.
    Την παραμονή των Χριστουγέννων παρά το τσουχτερό κρύο από το πρωί τα παιδιά είχαν οργώσει όλη την γειτονιά για να πουν τα κάλαντα, να μαζέψουν χαρτζιλίκι για δώρα. Τα κάστρα αντηχούσαν από το “Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει, οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη” και οι φωνές και τα γέλια τους κατηφόριζαν μέχρι το γιορτινό κέντρο της πόλης και στο λιμάνι.
   Κατά τις 5 το απόγευμα είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Ο γκρίζος ουρανός που από το πρωί ήταν γεμάτος βαριά σύννεφα, τώρα φάνταζε κόκκινος. Ο Λάκης καθόταν στο παράθυρο της παλιάς μονοκατοικίας και κοιτούσε έξω στο δρόμο. Πριν λίγο είχε ανάψει ο δημοτικός φωτισμός και στις μεγάλες κίτρινες λάμπες των στύλων αχνοφαίνονταν μικρούλες χιονονιφάδες. Η κυρά Φρόσω στην κουζίνα μόλις είχε ψήσει λαχταριστούς κουραμπιέδες και η ευωδιά τους είχε πλημμυρίσει το σπίτι. 
   Πέρασε λίγη ώρα και ο Λάκης πήρε τον ασύρματο του, ανεβοκατέβαζε συνεχώς τα μεγαχέρτς για να ακούσει καμιά συνομιλία της αστυνομίας. Παρά τις προσπάθειες τίποτα όμως, μόνο ηλεκτρικός θόρυβος ακούγονταν από το ηχείο, ήσυχο απόγευμα. Ήταν η ώρα, σε λίγο έκλεινε η αγορά έπρεπε να πάει στο μαγαζί να αποχαιρετήσει την Παπαρούνα του, έστω από μακριά όπως πάντα. Η μητέρα της, τον έβλεπε και πάντα του χαμογελούσε κάποιες φορές τον είχε κεράσει και σοκολάτα με αμύγδαλα που πολύ του άρεσε. Όμως τόσα χρόνια δεν είχε πει μια καλημέρα, ένα γεια με τον πατέρα της, δύσκολος άνθρωπος κλειστός και ο Λάκης από μακριά, δεν τολμούσε να πλησιάσει σαν τον έβλεπε. Του έφθανε όμως που την κοιτούσε, έστω από μακριά, εκείνη πάντα έλαμπε στα μάτια του. Και η αλήθεια είναι πως πια ήταν μια όμορφη γυναίκα και αν ήταν αλλιώς τα πράγματα θα ήταν περιζήτητη νύφη στην γειτονιά, όμως.
- Λάκη αγόρι μου πάω στην κυρά Κούλα να δώσω λίγους κουραμπιέδες για το καλό, του φώναξε η μάνα του και βγήκε αργά στην αυλή κρατώντας για σιγουριά το μπαστούνι της. Ο Λάκης κόλλησε την μούρη του στο τζάμι και έμεινε να την κοιτά μέσα από τα χοντρά γυαλιά του. Η μητέρα του απομα-κρύνονταν αργά ανάμεσα στα κίτρινα λαμπιόνια και τις χιονονιφάδες που χόρευαν τριγύρω της… 


- Προς όλες τις μονάδες, πιθανή ληστεία σε εξέλιξη, οδός Σαρανταπόρου 13 περιοχή Κάστρων, παντοπωλείο  «Η Αφθονία», επαναλαμβάνω… η φωνή του εκφωνητή από το κέντρο της αμέσου δράσεως πάγωσε τον Λάκη που μόλις είχε ντυθεί. Ήταν το μαγαζί της, η παπαρούνα του κινδύνευε από τους κακούς. Έτρεξε στην μικρή ντουλάπα η υπόσχεση που είχε τηρήσει τόσα χρόνια τώρα δεν μπορούσε πια να κρατηθεί, βγήκε στον δρόμο τρέχοντας…
  Έφθασε σαν σίφουνας, η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή και τα πνευμόνια του έκαιγαν από τον κρύο αέρα που ανάσαινε αχόρταγα. Σκούπισε τα χοντρά γυαλιά του που είχαν θολώσει από το τρέξιμο. Μέσα στο ευρύχωρο παντοπωλείο όλα φαίνονταν καθαρά. Οι ληστές ήταν δυο, ο ένας σημάδευε τον πατέρα της έτοιμος να πυροβολήσει. Δεν γνώριζε πως ο ηλικιωμένος ιδιοκτήτης είχε ήδη πατήσει τον συναγερμό που ήταν συνδεδεμένος με την αστυνομία. Ο δεύτερος κρατούσε ένα μαχαίρι στον λαιμό της αγαπημένης του. Ευτυχώς δεν φαινόταν κανείς πελάτης μέσα, ήταν στο κλείσιμο όταν τους αιφνιδίασαν οι ληστές.
   Πίσω από τα μυωπικά γυαλιά του ένα δάκρυ κύλησε μέχρι τον λαιμό του. Η παπαρούνα του, η μοναδική αγάπη της ζωής του, η λατρεμένη του παπαρούνα βρισκόταν όμηρος στα χέρια των ληστών.
- Τα πήρες όλα, φώναξε ο ληστής που κρατούσε τον πατέρας της σε έναν τρίτο ληστή που μόλις είχε κατεβεί από το γραφείο που ήταν το χρηματοκιβώτιο, κατέβαινε με την μητέρα της αγαπημένης του και την σημάδευε με ένα περίστροφο.
 Ήταν η στιγμή του, σαν άλλος επιθεωρητής Κάλαχαν ετοιμάστηκε να δράσει. Έβγαλε την παπαρούνα του από την τσέπη του μπουφάν, την έσφιξε δυνατά μέσα στην χούφτα του για λίγα δευτερόλεπτα. Ύστερα την τοποθέτησε σαν φυλακτό πάλι πίσω στην θέση της και βγήκε στον δρόμο ακριβώς απέναντι από την είσοδο του καταστήματος.
- Αστυνομίαααα, ακίνητοιιιι, τους φώναξε με αποφασιστική φωνή, οι δυο ληστές έχασαν την ψυχραιμία τους με την εξέλιξη αυτή, μέσα στον πανικό τους δεν μπορούσαν να σκεφτούν ψύχραιμα για αυτόν τον ψηλό και ασυνήθιστο τύπο που τους κοιτούσε ατάραχος πίσω από τα χοντρά γυαλιά του. Η Σούλα τον κοιτούσε έκπληκτη, φοβόταν, φοβόταν τόσο πολύ και ο Λάκης το ένοιωθε στην καρδιά του, στο παρακλητικό της βλέμμα που ικέτευε για βοήθεια από τον άνθρωπο που αγαπούσε όσο τίποτε άλλο.
 Πάνω που ετοιμάστηκε ο ένας να τον σημαδέψει με το όπλο, ξαφνικά τον είδε να περπατάει και να εξαφανίζεται στην γωνία.
- Ποιός βλαμμένος ήταν αυτός; Γρήγορα, κουνηθείτε, φώναξε αυτός που κρατούσε τον πατέρα και είχε το πιο σκληρό πρόσωπο από τους τρεις, μπορεί να καλέσει τους μπάτσους. Έδωσε μια σπρωξιά στον πατέρας της Σούλας και εκείνος του αντιστάθηκε, ο ληστής τότε του έδωσε ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι.
- Προχώρα ρε κωλόγερε τον πρόσταξε.
- Μη φώναξε, η μητέρα, μη σας παρακαλώ είναι άρρωστος, έχει την καρδιά του.
   Στο βάθος του δρόμου ο Κάλαχαν είδε το φως από τους μπλε φάρους των μηχανών της ομάδας Δίας να παιχνιδίζουν πάνω στα κτήρια. Τέσσερις μηχανές με 8 πάνοπλους αστυνομικούς κατέφθαναν με ιλιγγιώδη ταχύτητα.  Ο Λάκης περπάτησε ατάραχος τα λίγα βήματα που τον χώριζαν από το μαγαζί και εμφανίστηκε ξανά μπροστά από την πόρτα του παντοπωλείου. Στάθηκε ακριβώς απέναντι από τους ληστές και την Παπαρούνα του.
Ο Λάκης πια ζούσε τον “ρόλο” του, κοίταξε την παπαρούνα του, έπειτα τους κακοποιούς και εντελώς απροσδόκητα άρχισε να σιγοτραγουδάει το τραγουδάκι του.
“Ντούρου, ντούρου, ντουρουντού, ντούρου, ντούρου, ντουρουντό, παπαρούνα σ’ αγαπώ”
Όλοι τον κοιτούσαν αποσβολωμένοι και εκείνος με μια ασυνήθιστη καθαρότητα στην σκέψη και την ομιλία του ξεκίνησε να μιλάει όπως στην ταινία, ο βρώμικος Χάρι.  
-  Κάθε μέρα στέκομαι σε αυτό το πεζοδρόμιο, κάθε μέρα τα τελευταία 20 χρόνια, κάθε μέρα έρχομαι εδώ για μια μόνο της ματιά…
Φύγε ρε μαλάκα, φώναξε ασυγκίνητος και τρομερά εκνευρισμένος αυτός που κρατούσε τον πατέρα.
Η Παπαρούνα συνέχεια τον κοιτούσε μέσα από τα υγρά της μάτια, δεν υπήρχε τίποτα άλλο γύρω της εκτός από την εικόνα του,
- Λάκηηηη, του φώναξε σπρώχνοντας τον κακοποιό που την κρατούσε, αυτός όμως την βάσταξε δυνατά στην θέση της. Η Σούλα ταρακουνιόταν και φώναζε, βρισκόταν σε τρομερή σύγχυση και δεν μπορούσε να ηρεμήσει, μόνο με την βία την κρατούσε στην θέση της.
- Αγάπη μου, της είπε τρυφερά εκείνος τείνοντας της το χέρι του.
 - Σούλα μη αγάπη μου, ηρέμησε όλα θα πάνε καλά της φώναξε η μητέρα της που ήξερε σε τι ταραχή βρισκόταν. Η γυναίκα είχε δακρύσει, ήταν για όλη αυτή την κατάσταση αλλά  δάκρυσε και για αυτό το υπέροχο παιδί που όλοι το περιέπαιζαν και όμως ήταν σε θέση να αγαπάει τόσο αληθινά, όσο λίγοι στον κόσμο.
-  Φύγε ρε από μπροστά μου, θα σε καθαρίσω ρε μπάσταρδε τον απείλησε πάλι ο ληστής.
Ο Λάκης μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας τον κοίταξε στα μάτια, με εκείνο το ψυχρό βλέμμα του Κλιντ Ίσγουντ,
- Άφησε τους τώρα, του είπε αποφασιστικά, σε λίγο φτάνουν οι δικοί μου, είστε περικυκλωμένοι.
- Ποιοι δικοί σου ρε τρελέ; Ο Κάλαχαν ατάραχος συνέχισε,
-  Αν τους αφήσετε τώρα και φύγετε ήσυχα θα σου δώσω αυτό το… Η μοιραία κίνηση είχε γίνει, ο Κάλαχαν ανοίγοντας απότομα το μπουφάν του, φάνηκε το μεγάλο πλαστικό περίστροφο, αυτό που του είχε αγοράσει η κυρά Φρόσω όταν ήταν παιδί. Μέσα στο ημίφως όμως ο ληστής το πέρασε για αληθινό. Όλα έγιναν σε μια και μόνο στιγμή.
- Κωλόμπατσε, φώναξε και το πρόσωπο του σκλήρυνε παίρνοντας μια τρομερή έκφραση, στα μάτια του φάνηκε καθαρά η παντελής έλλειψη σεβασμού προς την ανθρώπινη ύπαρξη. Σχεδόν αυτόματα πάτησε την σκανδάλη. Η λάμψη από την πυρίτιδα που πυροδότησε το καψίλιο του βλήματος φώτισε τα μάτια του Κάλαχαν, ύστερα ακούστηκε ο κρότος της έκρηξης. Η μυτερή βολίδα ήδη είχε εκτιναχθεί ευθύβολα απ’ την κάνη του όπλου για να υπογράψει την άδοξη μοίρα του επιθεωρητή Κάλαχαν...
Η βολίδα βρήκε τον Λάκη στο στήθος, δεν ακούστηκε τίποτα πάρα μόνο ο γδούπος από το πέσιμο στο παγωμένο πεζοδρόμιο. Επικράτησε πανδαιμόνιο, ο πατέρας της Σούλας με όση δύναμη είχε χτύπησε τον ληστή που παραπάτησε. Φωνές, δυνατές, ύστερα εκκωφαντικές ακούστηκαν,
- Ακίνητοι, ακίνητοι, όλοι κάτω, κάτω… Οι αστυνομικοί κινήθηκαν αστραπιαία και χωρισμένοι σε τρεις ομάδες κύκλωσαν τους ληστές από παντού και τους αφόπλισαν. Οι όμηροι ήταν πια ασφαλείς. Ο αρχηγός τους ήταν ένας αδίστακτος βαρυποινίτης που είχε αποδράσει πριν λίγο καιρό.
   Ο Κάλαχαν δεν είχε πρόθεση να τραβήξει το όπλο του, δεν θα το έκανε ποτέ. Μόνο πήγε να τους δώσει ένα ρολόι, ένα χρυσό ρολόι με αντάλλαγμα τους ομήρους, την λατρεμένη του παπαρούνα. Ήταν το μοναδικό αντικείμενο που είχε από τον πατέρα του, το μοναδικό αντικείμενο που είχε αφήσει στην φυγή του, το μοναδικό πράγμα που τον συνέδεε με εκείνον. Η αληθινή αγάπη του όμως ήταν πιο δυνατή από κάθε ανάμνηση, από κάθε χρυσό ρολόι του κόσμου...
Η νεαρή αστυνομικός αφού πέρασε τις χειροπέδες στον κακοποιό που κρατούσε την Σούλα, πήρε τον ασύρματο στα χέρια της και κάλεσε το κέντρο της αμέσου δράσεως.
- Κέντρο, κέντρο χρειαζόμαστε άμεσα ασθενοφόρο, έχουμε αιμόφυρτο άντρα χωρίς αισθήσεις που πυροβολήθηκε από τους δράστες.
  Πυκνές χιονονιφάδες έπεφταν τώρα από τον ουρανό και στρώνονταν σε κάθε επιφάνεια. Η παπαρούνα είχε αγκαλιάσει τον Λάκη της και έκλαιγε με αναφιλητά, κάθε τόσο του μιλούσε και ας μην έπαιρνε καμία απάντηση, εκείνη του έλεγε συνέχεια πόσο τον αγαπούσε. Του υποσχόταν ότι θα έβλεπαν μαζί τις αγαπημένες του αστυνομικές ταινίες, μα ο Λάκης δεν άνοιγε τα μάτια του, δεν τις μιλούσε. Η Σούλα τον αγκάλιαζε σφιχτά και είχε βαφτεί κόκκινη από το δικό του αίμα, η παντοτινή του παπαρούνα.
   Η σειρήνα του ασθενοφόρου ακούστηκε από μακριά, έτρεχε στους άδειους γιορτινούς δρόμους για να φτάσει στον Λάκη. Η χιονόπτωση όλο και δυνάμωνε όμως είχε μαζευτεί πολύς κόσμος που ρωτούσε να μάθει τι συνέβη.  Από στόμα σε στόμα όλοι έμαθαν πως ο Κάλαχαν είχε πυροβοληθεί από τους ληστές.
- Μα πως το έκανε αυτό με ένα πλαστικό πιστόλι, είναι τόσο βλάκας; Αναρωτήθηκε απορώντας για το μέγεθος της αποκοτιάς του θύματος ένας από τους κατοίκους της περιοχής που είχαν κατακλύσει το σημείο της ληστείας.
- Μάλλον ένας ρομαντικός ήρωας, του απάντησε κοιτώντας τον αυστηρά η νεαρή αστυνομικός της ομάδας Δίας που είχε καλέσει το ασθενοφόρο και ήδη είχε μάθει για τον Κάλαχαν από τους γονείς της Σούλας…    
  Η μεγάλη, η αγνή αγάπη αυτών  των δυο “παιδιών” έγινε γνωστή στο πανελλήνιο από κάθε μέσο ενημέρωσης. Από την ημέρα των Χριστουγέννων και μέχρι την Πρωτοχρονιά η είδηση έπαιζε παντού και οι συνδέσεις των τηλεοπτικών σταθμών παρά το χιόνι ήταν συνεχής απ’ την γειτονιά του Λάκη, το παντοπωλείο και το νοσοκομείο Γ. Γεννηματάς όπου μεταφέρθηκε ο τραυματίας. Το κοινό ήθελε να μάθει λεπτομέρειες για αυτήν την “παράξενη” αγάπη, για τον ρομαντικό ήρωα, για την αγαπημένη Παπαρούνα του και την αιματηρή κατάληξη της ιστορίας τους από τον σκληρό κακοποιό.  
   Και όμως παρά τον πυροβολισμό που τον βρήκε κατάστηθα αυτή η αγάπη δεν θα τελείωνε εδώ. Ο Λάκης τραυματίστηκε σοβαρά, όμως η παπαρούνα, το πολύτιμο φυλακτό που χρόνια πριν του είχε δώσει η Σούλα, του είχε σώσει την ζωή. Αυτή η χοντροκομμένη πέτρα που πάνω της είχε ζωγραφίσει η αγαπημένη του μια ολοκόκκινη παπαρούνα στο μάθημα της ζωγραφικής, συμβόλιζε την αγάπη τους. Η πέτρινη παπαρούνα που τόσα χρόνια δεν είχε αποχωριστεί ποτέ του ο Λάκης και την έκανε τραγούδι, έγινε κομμάτια, όμως τον κράτησε στην ζωή. Η σφαίρα χτύπησε το στήθος του μα πρώτα όλη της την δύναμη την απορρόφησε η παπαρούνα που ο Λάκης είχε τοποθετήσει στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν για να ακουμπάει την καρδιά του, να νοιώθει την Σούλα, την γλυκιά του παπαρούνα…
“Ντούρου, ντούρου, ντουρουντού, ντούρου, ντούρου, ντουρουντό, παπαρούνα σ’ αγαπώ”

Αφιερωμένο στην αληθινή αγάπη που μπορεί να νοιώσει ο κάθε άνθρωπος…

Στους Έλληνες αστυνομικούς, γυναίκες και άνδρες, οι οποίοι με ελάχιστους πόρους μάχονται καθημερινά για την ασφάλεια του πολίτη...


ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2017
Α  Δ. Ε. ΒΑΛΜΑΣ

Οι ζωγραφιές είναι έργα του αγαπητού μου φίλου ζωγράφου Ντίνου Παπασπύρου
  1. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΕΡΓΟ -ΤΟ ΓΕΝΤΙ ΚΟΥΛΕ-
  2. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-18, ΑΝΟΙΞΗ ΣΤΟΝ ΛΕΥΚΟ ΠΥΡΓΟ-2
  3. ΠΙΝΑΚΑΣ Λάμπουν σαν δάκρυα τα Χριστούγεννα

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 07, 2017

Είκοσι χρόνια μετά…

Είκοσι χρόνια μετά…


Καλοσύνη

Η καλοσύνη είναι ένας πύργος
ένας πύργος κόπου και υπομονής
που χτίζεται από πέτρες
κοφτερές σαν το ξυράφι

   Χρέος για τον χτίστη
   Χρέος για κάθε άνθρωπο
   να τον ορθώσει απ’ την γη
   μια προσευχή στον ουρανό
 
      Μα οι πέτρες καθώς τις
      κουβαλάει στην αγκαλιά του,
      καθώς τις στεριώνει,  
      άσχημα τον πληγώνουν.
      Απ’ τις πληγές του
      ρέει το αίμα άφθονο,
      είναι όμως τόσο λαμπερό

      όσο και οι πράξεις της καρδιάς του  




25 Αυγούστου 1996

  Μια φωτεινή κουκίδα διέσχιζε τον νυκτερινό ουρανό μερικές χιλιάδες μέτρα πάνω από το κεφάλι του. Ο φαντάρος με την τελαμώνα του ζωσμένη και το τυφέκιο του στα χέρια καθόταν πλάι στην σκοπιά, κοιτώντας το αεροπλάνο που ρυθμικά εξέπεμπε κόκκινες αναλαμπές. Το κοιτούσε να κινείται γρήγορα στη μέση του αχανούς θόλου καθώς γλιστρούσε αθόρυβα μέσα στο σκοτάδι, από τον νότο στον βορρά. Φάνταζε τόσο ψηλά λες και περνούσε ανάμεσα απ’ τα αστέρια, λες και τα μικροσκοπικά φώτα του τρεμόπαιζαν ανάμεσα τους.
“Ποιος ξέρει που να πηγαίνει; Μπορεί στην πατρίδα; Ίσως και στην Θεσσαλονίκη;” Αναρωτιόταν δακρυσμένος ο φαντάρος μέχρι που το είδε να χάνεται στο σκοτεινό άπειρο. Πόσο θα το ήθελε, πόσο το είχε ανάγκη να ήταν μέσα σε αυτό το αεροσκάφος και να έφευγε σε μια στιγμή μακριά από εδώ, μακριά απ’ όλα όσα τον τυραννούσαν στο νησί. Δεν είχε τόσο σημασία ο προορισμός, ας τον πήγαινε ακόμη και σε μια μακρινή πόλη του βορρά, φτάνει να έφευγε…
“Άρε μάνα, πότε θα γυρίσω σπίτι; Θα γυρίσω ποτέ;”
  Ήδη υπηρετούσε τέσσερις μήνες στην ΕΛΔΥΚ, στο τάγμα, στην Μαλούντα. Είχαν περάσει μόνο τέσσερις μήνες από τότε που ήρθε με το C 130 από την Ελευσίνα στην Λάρνακα, τον Απρίλη, ανήμερα του Αι Γιώργη. Και ήταν μόνο τέσσερις μήνες και ας φαίνονταν αιώνες.
   Δύσκολη η κατάσταση στο νησί για έναν Έλληνα φαντάρο και απότομα τον τελευταίο καιρό είχε γίνει επικίνδυνα εμπόλεμη. Όλα έγιναν αστραπιαία μετά τα επεισόδια στην πράσινη γραμμή και την δολοφονία από τους γκρίζους λύκους των Κυπρίων πατριωτών Ισαάκ και Σολωμού. Σκέτη παράνοια επικρατούσε, οι συνεχείς επιφυλακές, οι στρατιωτικές ασκήσεις, οι συναγερμοί, οι εκκενώσεις του στρατοπέδου και οι εικονικοί βομβαρδισμοί μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, είχαν σπάσει τα νεύρα όλων και τους είχαν εξουθενώσει. Για έξοδο στην Λευκωσία ούτε συζήτηση, είχε περάσει πάνω από μήνας πια.
   Στεναχώρια είχε πέσει και έξω από το στρατόπεδο στα φαγάδικα, στα καφέ και τα μπαρ. Οι γυναίκες με τα θλιμμένα πρόσωπα κάτω από το βαρύ μακιγιάζ, οι γυναίκες των μαγαζιών της νύχτας, που γελούσαν πάντα για το κέφι των άλλων, είχαν χάσει τους «γαμπρούς» με τα χακί και έβριζαν τους Τούρκους μέρα- νύκτα και αυτές. Τα χρήματα τα είχαν μεγάλη ανάγκη, να τα στείλουν πίσω στην πατρίδα τους⸱ η κάθε μια για τους δικούς της λόγους, για τους ανθρώπους που είχαν αφήσει πίσω τους. Τα αφεντικά όμως δεν θα τις πλήρωναν μεροκάματο μέχρι να επέστρεφαν πάλι οι φαντάροι στα κωλόμπαρα τους, για να κερνάνε άφθονες τις αναθεματισμένες μπόμπες τους…
   Τρέλα επικρατούσε στο στρατόπεδο, μα ειδικά για τους παλιούς που έβλεπαν την απόλυση τους ορατή όλο αυτό τους τρέλαινε ακόμα παραπάνω. Και οι νέοι; Για τους νέους ήταν ένα πραγματικό μαρτύριο αυτή η κατάσταση. Από την μια οι παλιοί που μέσα στην νεανική τους ραθυμία, τους έκαναν τραγικά καψώνια και από την άλλη όλη αυτή η εμπόλεμη κατάσταση που δεν τους άφηνε να πάρουν ανάσα. Σαν την ζέστη που ακόμα και εδώ ψηλά ήταν αποπνικτική, μέσα στην άγρια νύχτα.
   Οι σκέψεις του διακόπηκαν απότομα, κάπου προς την πίσω πύλη του φυλακίου ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος. Ενστικτωδώς σήκωσε το όπλο του και σημάδεψε προς τα έξω,
- Αλτ Τι Σι…   Αλτ Τι Σι…  καμιά απάντηση… Αλτ Τι Σι, ξαναφώναξε και πάλι όμως όλα παρέμειναν ήσυχα… Ο θόρυβος σε λίγο ξανακούστηκε, σε ένα άλλο σημείο μακρύτερα, όμως αυτήν την φορά δεν εντόπισε την προέλευση του.
- Αλτ Τι Σι… Αλτ Τι Σι…
Σε λίγο ακούστηκε πάλι ο θόρυβος, αλλού αυτή την φορά αν και δεν καταλάβαινε από που πραγματικά ερχόταν.
- Αλτ Τι Σι… Αλτ Τι Σι… και πάλι τίποτα, όμως τώρα είχε χάσει την ψυχραιμία του και μια στιγμή, απολύτως παράτυπα για σκοπός, φώναξε απειλητικά,
-Άρε τσογλάνια, θα σας θερίσω… δεν παίζω εδώ πάνω ρε χαμούρες, γεμάτο είναι το  G3 ρε… Δεν θα πάω σαν τον δόκιμο, εγώ θα σας φάω πρώτος…”  Έτρεμε, στριφογυρνούσε γύρω γύρω, άκουγε τώρα την καρδιά του να χτυπάει φρενιασμένα μέσα στην εκκωφαντική ησυχία του φυλακίου, στα βουνά πέρα από την Λευκωσία.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                          
    Με το που ήρθαν στο φυλάκιο, έμαθαν την ιστορία για τον δόκιμο, όλα θολά και ομιχλώδη. Κάποιοι έλεγαν πως ξένοι τον πυροβόλησαν απ’ έξω από τον φράκτη. Άλλοι ότι το έκαναν από μέσα κάποιοι παλιοί που ήταν μπλεγμένοι με ναρκωτικά και άλλοι πάλι μιλούσαν για ξεκαθάρισμα λογαριασμών από λαθρεμπόριο όπλων.
  “Να προσέχετε ψαράδες, ποτέ δεν ξέρεις από πού μπορεί να σου έρθει το κακό” τους είχαν προειδοποιήσει οι παλιοί χαμογελώντας, μα με έναν τόνο αινιγματικό για να ανησυχούν ώστε να μην κοιμούνται ήσυχοι, ειδικά στην σκοπιά...

- Ασιμί*…ρε ασιμάκι… Έλα, έλα εδώ είμαι, εδώ, εδώ ρε, δε με βλέπεις; Εδώ πάνω είμαι... Σε μια σκοπιά που δεν γνώριζε καν την ύπαρξη της, πάνω σε ένα ύψωμα, στην πλάτη του ακριβώς είχε νούμερο* εκείνη την ώρα και ο Σταμάτης, ο Πετρωτός
   Ο Σταμάτης ήταν κοντοσειρά*, πιο παλιός απ’ τον ίδιο μα και πιο μικρός στην ηλικία. Τον είχε σταμπάρει στο στρατόπεδο και κανά δυο βράδια στην Λευκωσία, στο σπίτι του εθνοφρουρού, για μπριζόλα στα κάρβουνα. Ήταν καλό παιδί ο Πετρωτός, τα ανοιχτόχρωμα μάτια του πάντα χαμογελούσαν. Σε λίγο που θα έφευγαν οι παλιοί θα ηρεμούσαν πια οι σειρές του Πετρωτού, μιας και τότε θα ήταν αυτοί οι παλαιότεροι και το στρατόπεδο δικό τους.
   Στάθηκαν δίπλα απ’ την σκοπιά του Σταμάτη που πριν λίγο τον είχε ακούσει να ωρύεται από τον φόβο του και τον κάλεσε πάνω για να τον ηρεμήσει,
- Ρε ασημί μην σκας ρε, τίποτα ρουφιάνοι είναι από την ασφάλεια στρατοπέδων, το κάνουν συχνά για να μην μας παίρνει ο ύπνος. Κάτσε εδώ, και του έδειξε με το χέρι του, από εδώ βλέπουμε τα πάντα, αν έρθει το περίπολο κατεβαίνεις στα γρήγορα και τους αιφνιδιάζεις.
- Και ο δόκιμος;
- Έλα ρε ασιμί, ατύχημα ήταν σίγουρα, απλά το λένε οι παλιοί για να κάθεσαι σούζα, είπε ο Σταμάτης και συνέχισε χαμογελώντας, σήμερα σε είδα με τον Στειακάκη και τον Γκερλιώτη, μέσα στο λιοπύρι την λαδώσατε την καμήλα για τα καλά, κακομοίρηδες μου…
- Μας βρίζανε κιόλας τα κωλόπαιδα, απάντησε θυμωμένος, το άλλο δεκαοχτώ χρονών και… άρε και να είμαστε έξω.
- Τι να κάνεις ρε ασιμί; Για ρώτα και εμένα τι έχω τραβήξει.
- Φαντάζομαι… πολλά…
- Άκου λοιπόν. Σαν πρωτοήρθαμε, νέος μέσα στον λόχο, όλη μέρα σκοτωνόμαστε… και δεν κοιμόμουν ούτε τα βράδια. Ο πατέρας*, είπε ο Σταμάτης και γέλασε ειρωνικά, όλο και κάτι ήθελε. Έπαιρνε την ξιφολόγχη και με τρύπαγε από κάτω,
“Γιε μου*, γιε μου, με ακούς ρε τσογλάνι, διψάω.” Δεν προλάβαινα να επιστρέψω στον θάλαμο και μόλις με έπαιρνε δυο λεπτά ο ύπνος πάλι με κάρφωνε μέσα από το στρώμα.
“Γιε μου, πεινάω παλικάρι μου. Άντε και ο γέρος πατέρας σου χρειάζεται φαί, άντε να πας πίσω από τον όρχο*… Με ακούς ρε, άντε τσακίσου ρε κωλόπαιδο και έρχεται ο Τάκος σε δυο λεπτά με την μπριζόλα και τις πατατούλες μου.”
- Όλο το βράδυ πάνω, κάτω. Μια σειρά από την Λαμία, ο κακομοίρης δεν άντεξε, έπαθε η καρδιά του και τον τρέχανε στο νοσοκομείο στον Στρόβολο, στα επείγοντα… Θα φύγουν όμως σε λίγο και ύστερα θα ησυχάσουμε και μετά άντε ακόμα λίγο και θα απολυθούμε, είπε με ένα πλατύ χαμόγελο ο Πετρωτός.
- Θα κάνεις και εσύ τα ίδια; Τον ρώτησε ο Τάσος,
- Όχι ρε ασιμί, δεν το βαστάει εμένα η καρδιά μου…
- Το ξέρω, δεν χρειάζεται να μου το πεις, είσαι ένας άνθρωπος γεμάτος καλοσύνη …

  






Για λίγο οι δυο τους παρέμειναν σιωπηλοί κοιτώνας από ψηλά το φυλάκιο και τις σιλουέτες των βουνών που διαγράφονταν αχνά μέσα στην αυγή…
- Βλέπεις εκείνη την μικρή λίμνη; Ένα φράγμα είναι που φτιάξανε οι κουμπάροι* για να έχουν νερό το καλοκαίρι, έδειξε ο Σταμάτης.

- Φυσικά, είναι απαραίτητο αφού υπάρχει μεγάλο πρόβλημα με το νερό στο νησί.
Σε λίγο ο ήλιος πρόβαλε ανάμεσα απ’ τα βουνά και καθώς ανέβαινε να μεσουρανήσει, χρύσωσε τα σπιτάκια ενός χωριού που ίσα διέκριναν από εκεί ψηλά οι δυο φαντάροι.
- Άσχημο να ζεις μέσα στο φυλάκιο, είναι όμως όμορφα από εδώ πάνω, ε, ασιμί;
- Πολύ όμορφα Σταμάτη. Και η Λευκωσία είναι πολύ όμορφη, η παλιά πόλη με την γραφικότητα της όμως και τις βαθιές πληγές της. Η νέα τώρα είναι σαν ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, εμπορικά Κέντρα, σινεμά, ευρύχωροι δρόμοι, ψηλά κτίρια…
- Εμένα μου αρέσει το City Plaza στην λεωφόρο Μακαρίου, το σινεμά η Ζήνα και η Λήδρας με τα μαγαζιά της. Ο Σταμάτης έξυσε το κεφάλι του μέσα από το κράνος και συνέχισε, εδώ φίλε το καλοκαίρι είναι ανοιχτές οι χειμερινές αίθουσες, το πιστεύεις;
Εμείς έχουμε τα θερινά Σταμάτη όμως μου αρέσει αυτό, όπως πριν λίγες μέρες να έχει έξω 40 βαθμούς και εγώ να βλέπω το «Τζουμάντζι» δροσερά δροσερά… Διέκοψε απότομα καθώς κοίταξε το ρολόι του, ασιμί κατεβαίνω, τελειώνει το νούμερο* μας. 

    Σε δυο μέρες επιτέλους κατέβηκαν από το φυλάκιο στο τάγμα και ανάσανε. Ευτυχώς ο εφιάλτης του σταμάτησε, εκμεταλλευόμενος τις γνώσεις στα ηλεκτρολογικά και τα ηλεκτρονικά κέρδισε μια από τις δυο θέσεις των ηλεκτρολόγων της μονάδας. Τώρα μπορούσε να βγαίνει στην Λευκωσία και τα πρωινά, για τα υλικά των έργων και των επισκευών και γνώρισε αρκετούς Κυπρίους. Του έκανε εντύπωση ο επαγγελματισμός τους και γενικά τους συμπάθησε ως ανθρώπους. Του φάνηκε πως έβλεπε την παραλλαγή μιας πιο συντηρητικής ελληνικής κοινωνίας, εμπλουτισμένη με στοιχεία από τους Άγγλους λόγω της συμβίωση τους Όπως όμως είχε διαπιστώσει στις κεντρικές φυλακές Λευκωσίας, αυτή η συμβίωση δεν ήταν καθόλου ιδανική. Στην επίσκεψη του λόχου του στα φυλακισμένα μνήματα, στον τάφο του ήρωα μαθητή Ευαγόρα Παλληκαρίδη και του αγωνιστή της ΕΟΚΑ Γρηγόρη Αυξεντίου, διαπίστωσε ότι το νησί είχε υποστεί από τους Άγγλους μια μακρά τυραννική κατοχή, στα 82 χρόνια της Αγγλοκρατίας μέχρι το 1960. Δυστυχώς όμως λίγα χρόνια μετά, το 1974, η πολύπαθη Κύπρος υπέστη μια νέα τραγωδία, μια νέα κατοχή, από τους Τούρκους αυτήν την φορά. Αυτή η συνεχιζόμενη κατοχή του νησιού που χρόνια μετά έφερε και τον ίδιο να υπηρετήσει στην Ελληνική Δύναμη Κύπρου. 
    Σε λίγο καιρό ο υποδιοικητής έπινε νερό στο όνομα του για τα ηλεκτρολογικά έργα που ολοκλήρωσε. Και δεν ήταν μόνο αυτό, ένα σωρό επισκευές από το ενισχυτή για τις εκδηλώσεις του στρατοπέδου μέχρι της διάφορες μικροσυσκευές. Το κερασάκι στην τούρτα ήρθε όταν χάλασε η τηλεόραση στην λέσχη αξιωματικών. Την έφτιαξε μέσα σε λίγες ώρες και το τσιγκελωτό μουστάκι του υποδιοικητή, από το χαμόγελο έφτασε μέχρι τα αυτιά μιας και δεν θα έχαναν το ποδόσφαιρο το βράδυ. Επιπλέον ο διοικητής έδωσε στον υφιστάμενο του και συγχαρητήρια το βράδυ στον αγώνα, για την άμεση επισκευή του τεχνικού, που φυσικά ο ίδιος είχε υπό την επίβλεψη του !!!! 
  Τώρα πια δεν είχε ανάγκη κανέναν από τους παλιούς, ίσα ίσα τον παρακαλούσαν να τους δώσει ρεύμα σε καμιά μπρίζα για τις “παράνομες” τηλεοράσεις τους και εκείνος το χρησιμοποιούσε ως μέσο πίεσης για να σώζει κανέναν νέο από τα νύχια και τις ξιφολόγχες τους που τρυπούσαν ανελέητα κάτω από το στρώμα τους «γιούς».
   Ο Σταμάτης, ο Πετρωτός έφυγε σε λίγο καιρό μαζί με τις σειρές του για Ελλάδα, μα όσο έμειναν μαζί στο στρατόπεδο εκείνος επιβεβαίωσε ξανά και ξανά την καλοσύνη αυτού του παιδιού με το ίδιο με εκείνον ασημί…   

22 Ιανουαρίου 2017




Ξημέρωνε παγωμένη η Κυριακή. Ο Βαρδάρης εδώ και ώρες στροβιλιζόταν στην κοιλάδα του Αξιού και κατέβαζε μαζί του όλη την παγωνιά των Βαλκανίων. Από τα μεσάνυχτα του Σαββάτου λυσσομανούσε καθώς διέσχιζε τον κάμπο των τριών ποταμιών, και όταν έφτανε στην πόλη ξεχυνόταν με μανία πάνω της. Όλο το βράδυ περιδιάβαινε με βοή τους άδειους δρόμους σαν μεθυσμένος αλήτης, παρασέρνοντας ότι έβρισκε στο διάβα του. Καλά τα ντενεκεδόκουτα μα πιο πολύ διασκέδαζε με τους εκκωφαντικούς θορύβους από τις τέντες που βογκούσαν σπαρακτικά καθώς τις τραμπάλιζε με όλη του την ορμή, τίποτα δεν παρέμεινε γαλήνιο τούτο το βράδυ.  Όλο το βράδυ κύκλωνε με τις παγερές αναπνοές του τις γειτονιές της Άνω Πόλης και κάθε τόσο ορμούσε στον Κέδρινο λόφο σφυρίζοντας τον γνώριμο σκοπό του ανάμεσα από τα πεύκα που πάλευαν να κρατηθούν στο χώμα. Έπειτα σαν επιδέξιος ακροβάτης με σάλτα και ελιγμούς περνούσε ανάμεσα απ’ τα αρχαία χαλάσματα του τείχους κι άφριζε τον Θερμαϊκό καθώς χοροπηδούσε στα νερά του.
   Κυριακή 22 του Γενάρη και το εορτολόγιο έγραφε Αναστασίου του Πέρσου. Ο Τάσος πάντα γιόρταζε το Πάσχα, αλλά από φέτος είχε αποφασίσει να γιορτάζει δυο φορές. Θα γιόρταζε και το Πάσχα στην μέση της Άνοιξης όμως και στο καταχείμωνο, στις 22 Ιανουαρίου του Αναστασίου του Πέρσου. Έτσι, όπως ο ίδιος έλεγε και θα τιμούσε τον Άγιο και θα επέκτεινε τις γιορτές των Χριστουγέννων που του άρεσαν πολύ μέχρι τα τέλη του Γενάρη. Όχι ότι τον ενδιέφεραν τα δώρα, όμως ευχές θα έπαιρνε δυο φορές και ίσως έτσι να έπειθε και την Μαρία, να του αφήσει το χριστουγεννιάτικο δένδρο στο σαλόνι μέχρι την γιορτή του. Θα το λάτρευε αυτό !!!  Επιπλέον φέτος στην Θεσσαλονίκη είχε πολλά κρύα και το χιόνι που είχε πέσει μέρες πριν, είχε μείνει σε πολλά ανήλια σημεία. Χαρά μεγάλη για τον εορτάζοντα που παρά τα προβλήματα αγαπούσε υπερβολικά το χιόνι και γίνονταν πάλι παιδί στο λευκό τοπίο !!!
   Λίγη ώρα πριν χτυπήσουν οι καμπάνες της Αγίας Βαρβάρας, το κουδούνι στο ισόγειο διαμέρισμα απέναντι από την εκκλησία χτύπησε επίμονα, μακρόσυρτα, δυο και τρεις φορές. Παρά τον τρελό Βαρδάρη τέτοια ώρα όλοι στο σπίτι κοιμόταν βαθιά, όμως το κουδούνισμα ήταν τόσο επίμονο που ξύπνησαν άπαντες. Ο Τάσος τινάχθηκε και ζαλισμένος από τον βαθύ ύπνο φτάνοντας στην πόρτα κοίταξε μέσα από το ματάκι της⸱ να σιγουρευτεί πριν ανοίξει. Δεν είδε κάποιον και έκανε να φύγει, όμως τότε άκουσε την ξεψυχισμένη φωνή ενός άντρα, που βογκούσε πονεμένα,
“Ωχχ… μάνα μου…” “Ωχχχ… πονώ…”
   Σε αυτό το μακρόσυρτο κάλεσμα σε βοήθεια δεν ήταν δυνατόν να κάτσει κρυμμένος και πετάχτηκε έξω από το ανώγειο διαμέρισμα του. Πέντε έξι άνθρωποι ήταν μαζεμένοι. Ο γείτονας του στον τελευταίο όροφο, το γεροντοπαλίκαρο ο Θωμάς κείτονταν ματωμένος πάνω στο μωσαϊκό, στην μέση του φωταγωγού.
“Πως έγινε;” Ρώτησε ο Τάσος αλαφιασμένος από την αναπάντεχη εικόνα. Εκτός από μια εξίσου απορημένη και τρομοκρατημένη ματιά του Μηνά, του αδερφού του Θωμά απάντηση δεν πήρε καθώς το σοκ όλων ήταν μεγάλο. Ο Θωμάς κατά την πτώση του, όπως όλα έδειχναν κάπου απ’ την σκάλα ίσως λόγω του παγωμένου χιονιού που είχε μαζευτεί κάτω από τα παπούτσια του, είχε σχεδόν παραλύσει. Τα άκρα του δεν υπάκουαν καθόλου, παρά μόνο εκτελούσαν αυτοβούλως κάποιες σπασμωδικές κινήσεις. 
   Πάνω από τον Θωμά σκυφτός ένας διασώστης του ΕΚΑΒ, προσπαθούσε να του δώσει τις πρώτες βοήθειες.                                                                                        
   Η αλήθεια ήταν πως ο Θωμάς, ναι μεν γλιστρούσε από το παγωμένο χιόνι των παπουτσιών του όμως είχε γυρίσει από το μπαρ στουπί, δεν έβλεπε μπροστά του. Στο “Captains” τα κορίτσια του ιδιοκτήτη, του θρυλικού Χοντρού ήταν στα καλύτερα τους. Ο Χοντρός στα νιάτα του είχε περάσει λίγα χρόνια απ’ τα καράβια. Στο πέρασμα του γνώρισε όλα τα καταγώγια των λιμανιών, σε Ευρώπη, Ασία, Αφρική, ακόμη και ιστορίες από το μακρινό Περού διηγιόταν σήμερα, 35 χρόνια μετά. Όμορφη ζωή μα τον πείραζε η θάλασσα, έτσι για να μην του λείπουν τα κορίτσια και οι ιστορίες των λιμανιών άνοιξε ένα μαγαζί με γυναίκες στην Τούμπα. «Κωλόμπαρο» δεν τολμούσε κανείς να το αποκαλέσει γιατί ο Χοντρός θα του έκοβε τα πόδια. “Εγώ τις σέβομαι ρε τις κοπέλες” έλεγε σε κανένα μάγκα που άπλωνε το χέρι στα κορίτσια του. “Μεροκάματο θέλουν και αυτές και εγώ. Μόνο κανένα ποτό παραπάνω να κερνούν οι μουστερήδες θέλω, σε τίποτα άλλο δεν μπλέκομαι” Στην αρχή το μαγαζί του είχε μόνο Ελληνίδες, ύστερα γέμισε και με κορίτσια από διάφορα μέρη. “Πάντα όμως καθαρές δουλειές, οι νταβατζήδες μακριά μου” προειδοποιούσε δείχνοντας τις ατσαλένιες γροθιές του. 
   Χρόνια στην πιάτσα ο Χοντρός άλλα τόσα και ο Θωμάς που αν και την μέρα δούλευε σκληρά ως οδηγός σε μια αποθήκη ηλεκτρικών ειδών, τα βράδια δεν ήθελε ησυχία. Στην αρχή ήταν ένας πελάτης σαν όλους τους άλλους μα με τα χρόνια οι δυο τους γινήκανε αδέρφια.
   Εκείνο το Σαββατόβραδο στις 21 του Γενάρη, από νωρίς ο Θωμάς κερνούσε και έπινε. Ευτυχώς αν και το προηγούμενο πρωί είχε καλογυαλίσει με τα χεράκια του όπως πάντα το αγαπημένο του δίλιτρο Mercedes⸱ μοντέλο του τέλους της προηγούμενης χιλιετίας, δεν το είχε πάρει μαζί του.
    Κατά τις 4.30 τα ξημερώματα της Κυριακής, μπήκε στην πολυκατοικία του παραπατώντας. Ανέβηκε μέχρι ένα σημείο και μέσα στο μεθύσι όπως γλιστρούσε, παραπάτησε. Έπεσε από την σκάλα στο φωταγωγό από ύψος τριών μέτρων, ευτυχώς είχε πέσει πρώτα με τα πόδια και έπειτα το κεφάλι του χτυπήθηκε στον πλαϊνό τοίχο. Πέρασε ώρα μέχρι να τον βρει τυχαία μια γειτόνισσα που κατέβαινε για την θεία λειτουργία στην Αγία Βαρβάρα.
    Ένας δεύτερος διασώστης μπήκε στην είσοδο της πολυκατοικίας μαζί με το ειδικό καρότσι μεταφοράς.
- κ. Θωμά με ακούς; Τον ρώτησε ο πρώτος διασώστης που μόλις που του είχε μπατάρει το κεφάλι καλά με γάζες και ελαστικό επίδεσμο, όμως δεν πήρε καμιά απάντηση.
- κ. Θωμά θα σε σηκώσουμε να κάτσεις στο καρότσι, μπορείς να πατήσεις στα πόδια σου; Μπορείς;
- Ωχ μάνα, ωχχ… πονώωωω… μάναααα… βόγκηξε ο Θωμάς.
Ο διασώστης σήκωσε το κεφάλι του και ζήτησε απ’ τους άνδρες που ήταν παρόντες,
- Παιδιά, όλοι μαζί να τον πιάσουμε, σιγά - σιγά.
Η φωνή, ναι αυτή η φωνή δεν ήταν αδίκως τόσο περίεργα οικεία. Σαν σήκωσε το κεφάλι του ο Τάσος τον αναγνώρισε αμέσως.    
- Ρε ασιμί τι κάνεις; Τον ρώτησε έκπληκτος. Ήταν ο Σταμάτης, ο Σταμάτης ο Πετρωτός, είκοσι χρόνια πριν στο στρατόπεδο στην Κύπρο, εκείνο το βράδυ στο φυλάκιο…
Ένα, δύο, τρία… ο Θωμάς ημιαναίσθητος με την βοήθεια όλων κάθισε στο καρότσι.
   Ενώ ο συνάδερφος του περνούσε το ιμάντα συγκράτησης στον Θωμά, ο Πετρωτός ήρθε κοντά στον παλιό συνάδελφο, του χαμογέλασε με εκείνο το γνώριμο γεμάτο καλοσύνη ανοιχτόχρωμο βλέμμα του και του απάντησε,
- Την δουλειά μου, ρε ασιμί…

Επίλογος

  Όταν έφυγε το ασθενοφόρο δεν επέστρεψα στο κρεβάτι μου. Εκτός του ότι πια δεν μου κολλούσε ύπνος από την ταραχή, μέσα μου είχε γεννηθεί ένα νέο διήγημα, το τελευταίο διήγημα που θα ξεκινούσα σε εκείνη την πολυκατοικία της οδού Στρατηγού Παπούλα, μα θα ολοκληρώνονταν σε ένα νέο σπίτι, μιας και σε λίγο καιρό θα μετακομίζαμε. Ευτυχώς αυτό το ατύχημα δεν ήταν μοιραίο, ο “Θωμάς” σώθηκε.
   Το διήγημα λοιπόν ολοκληρώθηκε λίγους μήνες μετά την μετακόμιση μας στο νέο σπίτι. Τις πρώτες σκόρπιες προτάσεις, το στόλισμα της ιστορίας που ξεκίνησα στην Τούμπα την ολοκλήρωσα στα Κυβέλεια, στην γειτονιά των εφηβικών μου χρόνων. Αυτή την δεύτερη φορά επέστρεψα στην παλιά μου γειτονιά στην δική μου ωριμότητα παντρεμένος με την Μαρία μου και έφηβη τώρα πια στην δική μου θέση, είναι η  Κλαίρη μου.
  Το «Είκοσι χρόνια μετά…» γράφτηκε χωρίς δυσκολία καθώς μόνο λίγη μυθοπλασία αρκούσε. Δεν χρειαζόταν να σκεφτώ καμιά πλοκή, τοπία, πρόσωπα και χαρακτήρες. Δεν χρειαζόταν τίποτα από όλα αυτά γιατί ήταν ένα διήγημα απλά αληθινό, που τόσο ευφάνταστα έγραψε η ίδια η ζωή σε Κύπρο και Θεσσαλονίκη, με πρόσωπα που είχαν σάρκα και οστά. Ένα διήγημα με πρωταγωνιστή έναν άνθρωπο γεμάτο από καλοσύνη, έναν αφανή ήρωα που η “δουλειά” του ταίριαζε απόλυτα με τον χαρακτήρα του. Είκοσι χρόνια μετά… 


   Αφιερωμένο στις γυναίκες και στους άνδρες, διασώστες και ιατρούς του ΕΚΑΒ, που δίνουν ψυχή και σώμα για τον συνάνθρωπο στις πιο κρίσιμες στιγμές της ζωής του.

Στην παλιά πολυκατοικία μας στην Τούμπα και στους ανθρώπους της.

Στην Μαρία και την Κλαίρη, στην νέα μας αρχή.


Α.  Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ  ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2017

Ποίημα, Καλοσύνη, Αναστάσιος Βαλμάς, Ανέκδοτο Δεκέμβριος 2017.

Θερμές ευχαριστίες στον ζωγράφο Ντίνο Παπασπύρου:

  1. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-117, Οικισμός Χαλκιδικής (Κωδ.725)
  2. ΠΙΝΑΚΑΣ-Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι. Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά...(2), τέμπερα, 37Χ64 εκ., 2001, Κωδ. 522


Επεξηγήσεις:

*Ασιμί προσφώνηση από το ΑΣΜ (Αριθμός Στρατιωτικού Μητρώου). Ένα τμήμα αυτού του μοναδικού αριθμού, είναι κοινό στους στρατευμένους από την ίδια περιοχή και ως εκ τούτου έχει καθιερωθεί να αποκαλούνται έτσι μεταξύ τους.
* Νούμερο, η σκοπιά, η ώρα της σκοπιάς π.χ. 4 – 6 το πρωί
* Σειρά, π.χ. 236, 237 κλπ Στρατιώτης με την ίδια ημερομηνία παρουσίασης, στο κέντρο νεοσυλλέκτων.
* Πατέρας & Γιος, ο παλιός και ο νέος αντιστοίχως στις στρατιωτικές μονάδες
* Όρχος, το σημείο όπου βρίσκονται συγκεντρωμένα τα στρατιωτικά οχήματα στο στρατόπεδο
* Κουμπάροι, παρατσούκλι για τους Κυπρίους.
* Τεχνίτης Τηλεπικοινωνιών, στρατιωτική ειδικότητα   


ΦΙΛΟΙ ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΓΗ