«Ω, ανθρώπινη αγάπη! Μας δίνεις στη Γη αυτό που
περιμένουμε στον Ουρανό.»
Edgar Allan Poe 1809-1849
Edgar Allan Poe 1809-1849
Η λίμνη και το
φεγγάρι
Στον
κάμπο
Η νύχτα αποτραβιόταν νωχελικά πάνω από του κάμπου τις
μορφές. Ανάμεσα απ’ τις χαραγματιές του σκοταδιού η σιλουέτα της λίμνης
διαγράφονταν αχνά. Καθάριος καθρέπτης τα νερά της, πρόσωπο υδάτινο που πάνω του
ζωγραφίζονταν όλα του ουρανού τα μυστικά. Λίμνη - γυναίκα προαιώνια, αποβραδίς
ψιθύριζε τραγούδια ερωτικά. Έσταζαν πίκρα οι φρύνοι μαζί με τα βατράχια, κι
έκλαιγαν με τις βραχνές φωνές τους, αφού για άλλον ήταν τα τραγούδια. Στους
ήχους της καρδιάς, τι απαλά που χτένιζε τις νερένιες μπούκλες των μαλλιών της,
μέχρι το ξημέρωμα θα φέγγιζαν εξαίσια στο αποχαιρέτισμα του φεγγαριού. Αχ πόσο
ερωτευμένο ήταν μαζί της το χλωμό φεγγάρι, μα και η λίμνη κάθε βράδυ καρτέραγε
ευλαβικά στον ξάστερο θόλο να δει τον ερχομό του. Τι ευτυχία ένοιωθε σαν δεν υπήρχαν
σύννεφα να της το κρύψουν καθώς εκείνο ανέβαινε στον ορίζοντα και της ασήμωνε
με το φέγγος του τα υπέροχα μπουκλάκια. Τώρα στο θολό πρωινό την αποχαιρέταγε
με μια υπόσχεση παντοτινή, ενώ οι πορφυροί ερωδιοί, όρθιοι μέσ’ τα ρηχά νερά
της περίμεναν με λαχτάρα το πρώτο φως της μέρας. Λίγο μακρύτερα στις λασπωμένες
όχθες, οι αργυροπελεκάνοι φρόντιζαν τα νεογέννητα μωρά τους, μέσα σε φωλιές με
τέχνη καμωμένες από λιγνές αγριοκαλαμιές και περισσή αγάπη.
******
Tο λουλούδι και τ’ αγέρι
Το λουλούδι με την πρώτη ανάσα
της αυγής ξεμύτισε δειλά. Γεννήθηκε στον κάμπο με τις πρώιμες ευωδιές της
άνοιξης και άνθισε μέσα στις θαλπερές της μέρες. Έλαχε η φύτρα του να πέσει
παράμερα και να βρεθεί μοναχό του, σε ενός βράχου την τραχιά σχισμή. Σκληρή η
ζωή του, δίχως χώμα εύφορο να το αναστήσει σαν τα άλλα τα λουλούδια.
Μεσ’ στην αχλή του πρωινού, το
λουλούδι αφουγκραζόταν με όλες τις αισθήσεις του. Μυστηριώδεις ήχοι κι εικόνες
πρωτόφαντες ριγούσανε την ύπαρξη του. Ένα ελάχιστο κομμάτι του κόσμου ήταν κι
αυτό το λουλουδάκι που ζήταγε να μάθει όλα τα ακατανόητα του, μα δεν του ‘ταν
μπορετό. Σαν σήκωνε το βλέμμα του, παρηγοριά έβρισκε ψηλά πάνω από τον μαβί
ορίζοντα. Στην σιγαλιά του ουρανού και στο σκούρο του μπλε θαύμαζε τις λαμπερές
κουκίδες, τα μυριάδες αστέρια που ήταν καμωμένα από αστερόσκονη και γάλα
μητρικό. Τα λογάριαζε παρέα του κι ας
αχνόφεγγαν από κόσμους μακρινούς. Φίλοι εφήμεροι, πριν να χαθούν ολότελα μέσα
στην λάμψη του ήλιου.
Ξάφνου μια ανάσα αγεριού
στριφογύρισε γύρω από το λουλούδι. Με έναν ανάλαφρο χορό έγνεφε απαλά τα
μικροσκοπικά του πέταλα και του τραγούδαγε έναν σκοπό μελωδικό, θαρρείς
ερωτευμένη από το κάλος του. Νεοφερμένη
ήτανε στον κάμπο, σε αυτόν τον τόπο που έσφυζε από τα μυστήρια και τα ανείπωτα
θαύματα του πλάστη.
Πριν μέρες ένα μεγάλο σύννεφο
που ταξίδευε βαρύ και ράθυμο στις χώρες του νότου είχε σπρώξει την αγέρινη
ανάσα προς τον Βορρά, σε νέες πατρίδες. Εκείνη άρπαξε την ευκαιρία να ταξιδέψει
σε τόπους μακρινούς και ξεχύθηκε βοερά με την δύναμη της νιότης της. Πρώτα
αναμετρήθηκε στ’ Αλγέρι με της ερήμου το καυτό ανάγλυφο. Έπειτα όπως ο
νιόβγαλτος ναυτικός πάλεψε με τα κύματα και γεύτηκε την τραχιά αλμύρα στης
Σύρτης τους αφρούς. Μέσα στην έξαψη της αντάρας φουρτούνιασε τα γαλανά νερά της
Μεσογείου και αγρίμι σκέτο έτρεχε μανιάζοντας απάνω στα σκληρά τοπία, στις
καμινάδες και στα στενοσόκακα της Μάλτας.
Σαν ξανοίχτηκε απ’ το νησί
έμπλεξε στο διάβα της με ανέμους άγριους, φερμένους από τα βάθη του Ατλαντικού.
Κείνοι της χάρισαν τον θυμό και την δύναμη του σαρκοβόρου. Έπειτα, ίδιο θεριό
και τούτη, με χαλασμό μπήκε στην χώρα των Ρωμαίων και από εκεί στα απέραντα
λιβάδια της Ευρώπης. Σάρωσε απ’ άκρη σε άκρη τις ομορφιές της και έμαθε να
ξεζουμίζει την ζωή, να στήνει ξέφρενα γλέντια στης γης τα καπηλειά.
Κάποτε μέσ’ στην ζάλη του
ποτού η μοίρα της άλλαξε την ρότα. Αρχές της άνοιξης αντίκρισε τα σμαραγδένια
νησιά του Ιονίου, μα τώρα δίχως την σκληρή μορφή της. Ήσυχη σαν το ρυάκι του
καλοκαιριού θαμπώθηκε από την εύθραυστη ομορφιά τους. Παιχνίδισε στα τουρκουάζ
νερά της Κεφαλονιάς και της Ζακύνθου και άκουσε τα θροίσματα των δέντρων της
Ιθάκης που τραγουδούν αιώνες τώρα την ιστορία του βασανισμένου Οδυσσέα τους,
για την αγάπη του στον τόπο του, στην Πηνελόπη του. Μαγεμένη από την ομορφιά
αυτής της χώρας σκαρφάλωσε στης Πίνδου τις απάτητες πλαγιές με τα παρθένα δάση.
Από εκεί αγνάντεψε τις μυριάδες βουνοκορφές που ορθώνονταν στην μικρή χούφτα
ευλογημένου χώματος που λέγεται Ελλάδα. Με μια δρασκελιά βρέθηκε μέχρι τον
Όλυμπο, το ιερό βουνό των Θεών τ’ αρχαίου κόσμου. Θυμάρι και αλμύρα, στα πόδια
της τα γαλανά νησιά του Αιγαίου, αμέτρητα μέχρι εκεί που χάνεται το
βλέμμα. Όλα τους στολίζονταν από μικρά
ξωκλήσια και χαμηλά φτωχόσπιτα με τις ασβεστωμένες τους αυλές να λάμπουν πάστρα
και φιλότιμο, αγιόκλημα και γιασεμί. Αυτός ο τόπος την εξάγνισε απ΄ την
σκληράδα της ζωής, πάλι έγινε μια απαλή ανάσα που τώρα περιδιάβαινε τους κάμπους της Ελλάδας. Τότε ήταν που έλαχε
να ανταμώσει με τούτο το μοναχικό λουλούδι. Σαν το αντίκρισε στου βράχου την
σχισμή μαγεύτηκε από την σπάνια ομορφιά του και ζήτησε από την αυγή να γίνει
ένα μαζί του, να χαθεί μέσ’ τα καρδιόσχημα άνθη του λευκού μενεξέ. Η ανάσα του
αγεριού ζήταγε να αγαπήσει και να αγαπηθεί, ίσως δεν έμενε πολύς καιρός πριν
κάποιο άλλο σύννεφο να την σπρώξει πέρα μακριά, στο άγνωστο…..
Στην πόλη
ΑΝΘ
+
Θ
Ε
Α
Γ
Ε
Ν
Ε
Ι
Ο
Η κατακόρυφη πινακίδα λαμποκοπούσε κάτω από τον ανοιξιάτικο ήλιο. Το γκριζωπό
τσιμεντένιο θεριό που την κράταγε στα χέρια του, ασυγκίνητο από την ομορφιά του
κόσμου ορθώνονταν ψηλά, ψηλότερα από όλες τις ταράτσες, επάνω από την
σκουριασμένη θάλασσα των κεραιών.
Πέμπτη, όπως κάθε μέρα ο
κόσμος πολύς, σμάρι από ανήσυχες μέλισσες. Σε όλο το ισόγειο το αδιαχώρητο, τα
ίδια στο ακτινοθεραπευτικό στο υπόγειο, τα ίδια σε κάθε όροφο μέχρι τις χημειοθεραπείες
στον ένατο. Βαριά η οσμή, ένα αποπνικτικό κοκτέιλ χλωρίνης, ιδρώτα και υγρού
χνώτου είχε καταλάβει τους χώρους από το πρωί. Τα εξωτερικά ιατρεία δεχόταν τους
νέους ασθενείς ή τις επανεξετάσεις. Στο ταμείο υπομονή για μια σφραγίδα στο
παραπεμπτικό, όρθιοι οι ασθενείς μετά βίας κρατιόταν στα πόδια τους από τους
συνοδούς έξω από τις αιμοληψίες. Πολλοί θα έφευγαν για το σπίτι περιμένοντας τα
αποτελέσματα, άλλοι την εισαγωγή τους στην κατάλληλη κλινική και ο Γολγοθάς
τους μόλις ξεκινούσε. Αγωνία, σύγχυση, ουρές και αναμονή που σπάει νεύρα. Παντού
συνωστισμός, δυσκολευόσουν να κινηθείς ακόμα και στην καφετέρια. Στον μικρό
κήπο, στην μόνη ανάσα του νοσοκομείου τα λιγοστά παγκάκια ήταν γεμάτα. Κάποιοι
για να χαρούν τον ήλιο είχαν επιστρατέψει καρέκλες, κασόνια, μαντήλια,
εφημερίδες, ότι ήταν πρόσφορο για κάθισμα.
Έξω η μέρα ήταν πραγματικά
ανοιξιάτικη, χαρά θεού. Η πόλη είχε ζωθεί από όλες τις μεριές από τους
καταπράσινους αγρούς. Άφριζαν στο αεράκι
τα κίτρινα κύματα των ανθισμένων αγριολούλουδων. Η γης γεννούσε και γεννιόταν,
η Δήμητρα αγκάλιαζε για άλλη μια φορά την αγαπημένη Περσεφόνη της που επέστρεφε
από το βασίλειο του Άδη.
Ευλογημένη εποχή, τα κρύα
χάθηκαν, μα είχαν αφήσει παντού τα σημάδια τους. Τον παγερό χειμώνα που τώρα
ταξίδευε κατά τον νότο της υδρογείου οι τραχιές μέρες είχαν σύρει ξοπίσω τους
ανυπόφορες νυχτιές. Δεν έφτανε που θέριζε η ανεργία και το ψωμί έμπαινε με το
ζόρι στα σπίτια, οι “άρχοντες” της πατρίδας ψήφισαν νόμους που λόγω τους, οι
τιμές των καυσίμων γινήκαν απλησίαστες. Ο “πολιτισμός” του πετρελαίου και του
φυσικού αερίου παραγκωνίστηκε, τα λιγοστά δάση της χώρας που γλύτωσαν από τις
πυρκαγιές του καλοκαιριού δέχθηκαν επίθεση από παντός τύπου ξυλοκόπους. Οι
σόμπες μπουκωμένες με ότι μπορούσε να καεί και τα μέχρι πρότινος “διακοσμητικά”
τζάκια στα εύπορα νοικοκυριά, ανασκουμπώθηκαν και έπιασαν δουλειά. Γνώρισαν
νέες δόξες μετά από πολλές δεκαετίες, βομβαρδίζοντας τις γειτονιές με βλαβερή
αιθάλη.
Σε μια κρυφή γωνιά του
ανθισμένου κήπου ανάμεσα στις πασχαλιές, ο Νίκος, ένας νεαρός άντρας ντυμένος
με τις γαλάζιες πιτζάμες του, τάιζε τους σπουργίτες. Έμοιαζε γύρω στα
τριανταπέντε, ήταν συμπαθητικός και είχε όμορφες πινελιές στο πρόσωπο του, που όμως
ήταν ολοφάνερα καταπονημένο. Και ήταν απολύτως φυσικό αφού μόλις και συνέρχονταν
από την μεγαλύτερη μπόρα της ζωής του. Στην άλλη άκρη του ξεθωριασμένου ξύλου
κάθονταν μέχρι πριν από λίγο δυο πωλητές φαρμάκων. Για αρκετή ώρα γκρίνιαζαν για
την αναδουλειά και την μιζέρια που είχε πέσει στον κλάδο. Σκεφτόταν σοβαρά να
φύγουν από την χώρα - όπως τόσοι άλλοι –
για να βρουν αλλού την τύχη τους. Τα σπουργίτια λες και ήθελαν να τους αλλάξουν
την διάθεση, ίσως και την γνώμη, βάλθηκαν να τους πουν για την όμορφη άνοιξη,
για την ζωή των πουλιών που ήταν τόσο απλή μα και τόσο ευτυχισμένη δίχως τα
χρήματα. Τους τιτίβιζαν δυνατά και χαρούμενα ένα σωρό ιστορίες της φύσης. Όμως
αυτοί οι δυο ήταν εντελώς βυθισμένοι στον μικρόκοσμο τους και πια “ταξίδευαν”
για χώρες μακρινές…
Ο Νίκος κοιτώντας αυτά τα υπέροχα
πλάσματα, τους σπουργίτες, μπορούσε να διαβεβαιώσει πως ήταν αλήθεια. Αυτά τα
πουλιά δεν έφευγαν ποτέ από τον κήπο του νοσοκομείου γιατί είχαν μια αποστολή.
Πρώτη φορά το άκουσε από τον Θαλή έναν ετοιμοθάνατο άντρα, ήταν λίγες ημέρες
μετά την εισαγωγή του εκεί. Θυμόταν καθαρά την λειωμένη μορφή του, το ωχρό
δέρμα, τα μισοσβησμένα μάτια που τρεμόπαιζαν οι τελευταίες σπίθες της ζωής.
«Νίκο, τα σπουργίτια μένουν εδώ, για πάντα» του είχε ψιθυρίσει στο αυτί, «Είναι
μικροί άγγελοι που δίνουν παρηγοριά σε εμάς». Έτσι ήταν, από την πρώτη μέρα που
έπιασαν φιλίες τον εμπιστεύθηκαν και έτρωγαν το κεχρί και το καναβούρι που τα
τάιζε μέσα από την χούφτα του. Αυτός σιγά - σιγά τα έμαθε ένα προς ένα και τα
έβγαλε και ονόματα. Μα και τα σπουργιτάκια τον αγαπούσαν, ανέβαιναν ακόμα και
στο κεφάλι του και τιτίβιζαν από εκεί χαρούμενα. Αρκούσε όμως και ένα μόνο
σύρσιμο ξένων βημάτων και εξαφανίζονταν σβέλτα μέσα στις πολύχρωμες φωλιές
τους.
- Καλημέρα.
- Καλημέρα και για εσένα, απάντησε δίχως κατ’ αρχήν να κοιτάξει ποια
τον καλημέριζε. Μηχανικά σήκωσε την τσάντα με τους σπόρους και την απίθωσε πλάι
στα πόδια του ώστε να κάνει χώρο στο παγκάκι. Η άγνωστη κάθισε ήσυχα. Όταν
γύρισε να την κοιτάξει τα άχρωμα του χείλη τεντώθηκαν, ήταν από την έκπληξη που
έβλεπε μια οπτασία στα πόδια του τσιμεντένιου όγκου. Όμως δεν ήταν ψευδαίσθηση,
πλάι του μόλις είχε καθίσει μια αέρινη μορφή τυλιγμένη στην λεπτή ροζέ ρομπίτσα
της.
Μέσα στον κηπάκο με τα
εξαίσια χρώματα ο Νίκος είδε την άνοιξη να προβάλλει στο πρόσωπο της πιο
εκτυφλωτική από ποτέ. Ομορφοπλασμένη, λυγερόκορμη, αταίριαστη ομορφιά κάτω απ’
τα δόντια του θεριού. Ένα ελαφρύ θρόισμα
παιχνίδιζε ανέμελα τις καστανές της μπούκλες.
Η επιδερμίδα της αλαβάστρινη, έλαμπε και μοσχοβολούσε σαν ανθός
λεμονιάς. Ένα τεράστιο χαμόγελο είχε ζωγραφίσει τα θελκτικά της χείλη, πάνω
τους μπορούσε να δει βουναλάκια και ολόδροσα ρυάκια να τρέχουν σε κόκκινες
ρεματιές, έτοιμα να ξεδιψάσουν με ένα τους φιλί. Καθόταν στο πλάι της υπνωτισμένος,
σχεδόν δεν ανέπνεε, πολύχρωμες πεταλούδες φερμένες από λιβάδια ουτοπικά
χορεύανε ολόγυρα του, κι εκείνος ζούσε μοναχά για να ταξιδεύει στην μορφή της.
Έβαλε μηχανικά το χέρι στην σακούλα και σκόρπισε στον αέρα αμέτρητους σπόρους
για να ξεφύγει ενστικτωδώς από την ύπνωση του. Τα πουλιά τινάχτηκαν από τις
ανθισμένες κρυψώνες τους και γέμισαν την αυλή με τιτιβίσματα χαράς.
- Είναι τόσο όμορφα είπε εκείνη ενθουσιασμένη, κοιτούσε τα πουλάκια να
φέρνουν γύρες στον κήπο, να τσιμπολογάνε, να κάθονταν στο κεφάλι του Νίκου, να
φτερουγίζουν ευτυχισμένα με την ζωή τους. Χαιρόταν πραγματικά αυτές τις
ανέμελες στιγμές, στο βλέμμα της είχε μια πρωτόγνωρη παιδικότητα σαν να ήταν η
πρώτη φορά που έβλεπε τα χαρούμενα καμώματα των πουλιών. Ο Νίκος ψέλλισε ένα
- Ναι, και χαμογέλασε με τους φίλους του. Δεν πατούσε πια στο φτωχό
γρασίδι του κήπου, καθώς εκείνη κοιτούσε την παράσταση των πουλιών εκείνος είχε
καταδυθεί μέσ’ στις μελένιες λίμνες των ματιών της. Ήταν καινούργια εδώ, στα
σίγουρα δεν την είχε ξαναδεί. Αυτό το όμορφο θηλυκό είχε έρθει σαν το αγέρι να
αναζωπυρώσει την φλόγα της ύπαρξης του, ήταν η άνοιξη που πήρε μορφή γυναίκας
κι ήρθε και κάθισε στο πλάι του. Τόσες δύσκολες ώρες σβήστηκαν όλες μονομιάς. Τι
όμορφη μυρωδιά που είχαν οι πασχαλιές, αχ αυτές οι πασχαλιές, πως είχαν γενεί
ξαφνικά τόσο πιο όμορφες, τόσο πιο μωβ; Και τα πουλάκια του; Τι τιτιβίσματα
αγγελικά άκουγε τώρα….. Ένα κουδούνισμα ακούστηκε
δυνατά… Ήταν το αναθεματισμένο το κινητό της, η κοπέλα σηκώθηκε και γρήγορα
χάθηκε μέσα στο νοσοκομείο.
Στον τέταρτο όροφο είχε πέσει
ησυχία μετά το απογευματινό επισκεπτήριο. Ο ήλιος κουρασμένος από τον κάματο
της μέρας ξαπόσταινε για λίγο πίσω από τις πολυκατοικίες της οδού Παπαναστασίου
πριν να συνεχίσει το ταξίδι του για τις πατρίδες πέρα από τον Ατλαντικό. Οι
τελευταίες αχτίδες φώτιζαν αμυδρά το δωμάτιο. Ο Νίκος υπολόγισε ότι σε λίγο ο
πορφυρός δίσκος θα έπρεπε να δύει στο βάθος του ορίζοντα απέναντι από το αγαπημένο του παγκάκι, δίπλα στο ξενοδοχείο Μακεδονία
Παλλάς. Αυτή η εικόνα τον επισκέπτονταν συχνά τέτοιες ώρες. Σε αντίθεση όμως με
την πραγματικότητα τα χρώματα της δεν έσβηναν μα τονίζονταν υπερβολικά ,
ξεχείλιζαν από τα βουνά και την θάλασσα και έβαφαν τον ουρανό, ο ήλιος τότε δεν
έδυε παρά ανέβαινε και έλαμπε μέσα στην πανδαισία των χρωμάτων.
Κοίταξε τον σιδερένιο
ορθοστάτη, τουλάχιστον τέλειωνε ο ορός και θα μπορούσε να σηκωθεί από το
κρεβάτι του. Μήνες ολάκερους πάλευε εδώ μέσα το θεριό που τον κατέτρωγε.
Εγχειρήσεις, θεραπείες, εξετάσεις, καινούργια σχήματα θεραπειών από τους
γιατρούς και πάλι ρίχνονταν σε νέες μάχες. Γλυκομίλητοι οι γιατροί και
καλοσυνάτοι όλοι οι νοσηλευτές ακόμα και οι τεχνικοί, πολλούς φίλους είχε που
τον στήριζαν. Όλοι το παραδέχονταν, εδώ μέσα ο πόνος λυγίζει και τους πιο
δύστροπους χαρακτήρες, καταλαβαίνει ο ένας τον άλλον, στέκεται πλάι του. Μόνο
ένα παράπονο είχε για μια κοπέλα, για αυτήν που νόμιζε γυναίκα της ζωής του.
Δεν άντεξε την ασθένεια του, λιποψύχησε. Ας ήταν καλά αυτός δεν της κρατούσε
κακία.
Κοίταξε την γαλήνια μορφή που
αναπαυόταν ήρεμα, τον έλεγαν Μέλιο. O
μπάρμπα Μέλιος ήταν μόνιμος κάτοικος στο διπλανό κρεβάτι.
Αν και γέροντας η λιονταρίσια του μορφή σωνόταν ακόμα στο δυνατό μέτωπο και τα
καλόκαρδα μάτια. Όταν συνέρχονταν από
τις χημειοθεραπείες στον έκτο όροφο και είχε τις καλές του, έλεγε ένα σωρό
ιστορίες από τα νιάτα του. Ο Νίκος μπορούσε να κάθεται με τις ώρες να ακούει
τις περιπέτειες του.
Πάντα αψηφούσε τον θάνατο,
από μικρό παιδί ακόμα ο μπάρμπα Μέλιος. Σαν έγινε παλικαράκι τον βρήκε ο
πόλεμος, στην πόλη του την Κατερίνη. Δεν άντεξε για πολύ να βλέπει τους
κατακτητές. Με έναν ξάδερφο του καμιά δεκαριά χρόνια μεγαλύτερο έφυγαν κρυφά
για την Αθήνα. Από εκεί μαζί με άλλους εθελοντές μέσα σε ένα μικρό καΐκι
πέρασαν για την Τουρκία με προορισμό την Μέση Ανατολή. Φλογισμένοι εθελοντές,
ζήταγαν να πολεμήσουν τους Γερμανούς, να τους αφανίσουν. Ο ξάδερφος δεν πρόλαβε
πιάστηκε στην Σάμο από τους Ιταλούς και λίγο αργότερα εκτελέστηκε. Ο Μέλιος
μαζί με τους υπόλοιπους έφτασε στα
τουρκικά παράλια μια ανεμοδαρμένη νυχτιά. Γλύτωσε τον θαλασσοπνιγμό μαζί με
άλλους δυο μόνο, από δέκα άντρες. Λες και ο θάνατος σεβάστηκε την ανδρειοσύνη
του και δεν τον άγγιξε σε τόσες και τόσες μάχες. Τομπρούκ, Μπυρ-ελ-Αράμπ, Ελ
Αλαμέιν, Βεγγάζη. Πρώτα με τους Άγγλους, έπειτα με την ελληνική ταξιαρχία
πολέμησε με πάθος τους Γερμανούς του Afrika Korps. Με την τόλμη των νιάτων του μάχονταν γενναία μέχρι την συνθηκολόγηση
του Άξονα. Σαν επέστρεψε στον τόπο του ήρωας πια, δεν πέρασε ελάχιστος καιρός
και πικράθηκε με όλα που συνέβαιναν. Αυτός πολέμησε για ιδανικά και τώρα τι; Τα
αδέλφια έχυναν αναμεταξύ τους ποτάμια αίματος. Πίσω στις πόλεις και στα χωριά οι
συμπολεμιστές του γυρνούσαν άνεργοι και πεινασμένοι, σκυλιά στους δρόμους.
Μόλις ξεμπέρδεψε οριστικά με τον στρατό χώθηκε στο δωμάτιο του και βγήκε πολύ
αργότερα όταν έσβησαν τα αποκαΐδια του εμφυλίου. Δεν έκανε δική του οικογένεια
παρά στάθηκε σαν αληθινός πατέρας στα παιδιά του ξαδέρφου του. Τίμιος και αγνός
πορεύτηκε στην ζωή του, σαν τις αιώνια χιονισμένες κορφές του τόπου του.
Στον πέμπτο όροφο η Νάντια, η
κοπέλα με την ροζέ ρόμπα κοιτούσε σκεφτική έξω από το παράθυρο. Στις αντικρινές
πολυκατοικίες μια νεαρή νοικοκυρά έπλενε επίμονα κάθε γωνιά του μπαλκονιού της
ενώ ένας πιτσιρίκος έκανε σκανταλιές πίσω από την πλάτη της. Λίγο παραδίπλα μια
γριούλα φρόντιζε τα λουλουδάκια της στοργικά. Η ζωή κυλούσε αβίαστα εκεί έξω,
όμως γι’ αυτήν είχε παγώσει. Πριν από λίγη ώρα ο γιατρός της, την είχε
προειδοποιήσει ότι το πρόβλημα της υγείας της ήθελε μεγάλη προσοχή. Μπορεί τα
επαγγελματικά της να μην το επέτρεπαν όμως εκείνη έπρεπε να μείνει στο
νοσοκομείο μέχρι να ολοκληρωθούν κάποιες εξετάσεις που ο θεράπων έκρινε
απαραίτητο να γίνουν δίχως αναβολή. Αυτά μόνο, δίχως περαιτέρω διευκρινήσεις.
Καταλάβαινε πολλά, όμως δεν είχε το κουράγιο να ρωτήσει τίποτα παραπάνω, έτρεμε
και μόνο στο άκουσμα της λέξης καρκίνος. Δεν ήταν καινούργιος για αυτήν, είχε
προηγούμενα μαζί του. Πριν δέκα χρόνια άνοιξαν τους λογαριασμούς τους όταν της
είχε πάρει πρώτα τον πατέρα. Η μητέρα δεν άντεξε τον χαμό του συντρόφου της. Η
καρδιά της, δυο χρόνια μετά αρνήθηκε να χτυπάει άλλο, έγινε ένα πρωινό ενώ
έπινε καφέ στο μπαλκονάκι τους. Της είχε κάνει την χάρη, να μην ζει χώρια από
το ταίρι της…
Η Νάντια ήταν η μοναχοκόρη
τους, δυναμική γυναίκα. Δεν το έβαλε κάτω, εκμεταλλεύτηκε τις καλές σπουδές της
δούλεψε σκληρά και έγινε διευθυντικό στέλεχος σε πολυεθνική εταιρεία τροφίμων.
Ιδιαίτερα απαιτητική θέση. Το πρόγραμμα της δεν είχε ωράριο, ούτε γνώριζε
σύνορα. Οι αποδοχές της υψηλές όμως και οι υποχρεώσεις δυσανάλογες για μια νεαρή
γυναίκα, ενάντια στην φύση. Όταν πριν τέσσερα χρόνια ανέλαβε την θέση,
παράλληλα υπέγραψε και ένα ιδιωτικό συμφωνητικό που στην ουσία της απαγόρευε να
γίνει μητέρα για τα επόμενα χρόνια. Η απόλυτη φιλοσοφία των πολυεθνικών
υλοποιούνταν σε αυτά τα συμφωνητικά, ψυχή και σώμα έπρεπε να ανήκουν και να
εργάζονται άοκνα για την επίτευξη των στόχων της εταιρείας.
Ο Νίκος κατέβαινε αργά τα
καλοσφουγγαρισμένα σκαλοπάτια βαστώντας για σιγουριά το πρασινωπό κάγκελο της
σκάλας. Παρατήρησε το πόσο όμορφα λαμποκοπούσαν κάτω από το φως των λαμπτήρων
φθορίου. Το απορρυπαντικό είχε σβήσει όλα τα ίχνη της μέρας από πάνω τους,
πάστρα μύριζε ο τόπος. Μακάρι να υπήρχε και ένα, όχι από τα ενέσιμα κοκτέιλ που
ετοίμαζαν στο ιατρείο πόνου, όχι, να υπήρχε ένα μαγικό χαπάκι που να έσβηνε
μονομιάς τον πόνο στο σώμα και την ψυχή του κάθε ανθρώπου, σκέφτηκε
χαμογελώντας. Στο μυαλό του ήρθε και
πάλι η εικόνα της. Δεν είχε σταματήσει να την σκέφτεται, και μάλιστα αγωνιούσε,
αγωνιούσε αν θα κατέβαινε αύριο στον κήπο. Μια άσχημη σκέψη για την υγεία της
τρύπωσε στο μυαλό του, όμως καθώς ψηλάφισε την θύμηση της, το όμορφο της
πρόσωπο, γρήγορα έφυγε το μαύρο σύννεφο από την σκέψη του.
Επιτέλους είχε φτάσει στον
πρώτο όροφο, φυσικά τέτοια ώρα δεν περίμενε να συναντήσει ψυχή εκτός από
κανέναν βιαστικό νοσηλευτή. Απέναντι του τα τελευταία κεριά αργοπέθαιναν στο
πολυκαιρισμένο μανουάλι. Δεν ήταν ο τυπικός πιστός, στην ζωή του σπάνια είχε
πατήσει το πόδι του στην εκκλησία, μόνο στα παιδικά του χρόνια ήταν τακτικός
της Κυριακής τα πρωινά, αλλά από εκεί και πέρα….. Όμως εδώ ήταν διαφορετικά.
Ήταν το μέρος που μπορούσε να απομονωθεί τις ώρες που ένοιωθε την ανάγκη,
μακριά από την οχλοβοή και τον καπνό των τσιγάρων που από χρόνια μαζί με τις
πίκρες είχαν ποτίσει τα μπαλκόνια του νοσοκομείου. Όταν χάνονταν και τα
τελευταία ξέφτια της μέρας εξαφανίζονταν στο εκκλησάκι του νοσοκομείου και
διάβαζε. Με τις ώρες έμενε πλάι στα εικονίσματα παρέα με τα βιβλία του. Στο
ζεστό κόκκινο που σκορπούσαν τα καντήλια αυτός ρουφούσε όλα τα σοφά λόγια και
τα μεγάλα ερωτήματα ενός παρ’ ολίγο αφορισμένου. Διάβασε αχόρταγα τον “καπετάν Μιχάλη”,
“ο Χριστός ξανασταυρώνεται”, “Ο φτωχούλης του Θεού”. Και όχι μόνο δεν τον έκαψε ο θεός που διάβαζε
τον Ν. Καζαντζάκη μέσα στον ναό του, νόμιζε κιόλας πως οι ασκητικές μορφές του
χαμογελούσαν επιδοκιμαστικά μέσα απ’ τα εικονίσματα τους, και το βλέμμα της
Παναγιάς γίνονταν ακόμα πιο στοργικό, περασμένα μεσάνυχτα πολλές φορές.
Άναψε ένα κερί και μπήκε στο
εκκλησάκι. Ερημιά όπως πάντα τέτοια ώρα. Μα όχι, είχε γελαστεί. Σαν γύρισε την
πλάτη του είδε την κοπέλα του κήπου να κάθεται στα στασίδια. Στο φως των κεριών
φέγγιζαν στο πρόσωπο της οι υγρές σταλαγματιές των ματιών της. Δεν χρειαζόταν
και πολλά για να κατανοήσει ότι η γυναίκα που βρίσκονταν απέναντι του μόλις
ξεκινούσε το δυσκολότερο και πιο αβέβαιο ταξίδι στην ζωή της. Τα βλέμματα τους
συναντήθηκαν και έμειναν εκεί ακίνητα, το ένα χαμένο μέσα στ’ άλλο.
Ο Νίκος περπάτησε πιο κοντά της, ένιωθε τον πόνο που είχε φωλιάσει σε
σώμα και ψυχή, έβλεπε στα μάτια της και την ανάγκη να τα μοιραστεί. Ήταν τόσο
δυνατή η επιθυμία του να της παρασταθεί που αυτό υπερνικούσε κάθε μια και όλες
μαζί τις αναστολές του. Μετά την πρώτη σιωπή, εκείνος της είπε,
- Συναντηθήκαμε το πρωί στον κήπο.
- Τάιζες τα σπουργίτια, μου
άρεσε πολύ να σε βλέπω.
- Ναι είμαστε καλοί φίλοι χαμογέλασε ο Νίκος, τι κάνεις τέτοια ώρα εδώ
και εσύ δεν είχες ύπνο;
- Δεν είχα σε ποιόν άλλον να μιλήσω, ήρθα στο εκκλησάκι… Το αστείο
είναι ότι έχω να πατήσω χρόνια σε εκκλησία.
- Α μην ανησυχείς και εγώ μια από τα ίδια, είναι όμως καλοί δεν κρατάνε
κακία, κι οι δυο τους ξέσπασαν σε γέλια…
- Σε ευχαριστώ το είχα ανάγκη,
- Νίκο με λένε, σειρά σου τώρα.
- Νάντια.
- Σήμερα ήρθες;
- Όχι προχθές αλλά ο γιατρός μου ζήτησε πολλές εξετάσεις, ύστερα δεν
είχα όρεξη.
- Σε καταλαβαίνω.
- Εσύ, είσαι καιρό εδώ πέρα;
- Ναι αλλά τώρα όλα πάνε καλά, σε λίγες μέρες μου είπαν ότι θα μπορώ να
γυρίσω στην μοναξιά μου.
- Πολύ χαίρομαι, βλέποντας τον Νίκο να χαμογελά συμπλήρωσε, όχι για την
μοναξιά, για την υγεία σου εννοώ.
- Κοίτα Νάντια…. ένα ολόγιομο φεγγάρι πρόβαλε πίσω από τον ανθισμένο
κήπο που γνωρίστηκαν. Αργά αργά σηκώθηκε ψηλά και στάθηκε πάνω από τις
πολυκατοικίες. Τα ασουλούπωτα τσιμεντένια οικοδομήματα μοιάζανε κομμάτια
ασήμαντης μακέτας κάτω από τον ασημένιο δίσκο που έλαμπε αφύσικα την
ανοιξιάτικη βραδιά. Ένα ακόμα δάκρυ κύλησε στο όμορφο πρόσωπο της την στιγμή
που δεν το περίμενε ο Νίκος. Δίχως να το σκεφτεί, της σκούπισε το δάκρυ και
ύστερα αναπάντεχα ακόμα και για τον ίδιο την αγκάλιασε τρυφερά.
- Όλα θα πάνε καλά… Ξέρεις γιατί;
Η Νάντια ανίκανη να αφήσει το
καταφύγιο που της χάρισε έμεινε να ακούει τους χτύπους της καρδιάς του. Όλα θα πάνε καλά πρέπει να το πιστέψεις, γύρω
μας, μέσα μας συμβαίνουν θαύματα, παντού, αρκεί να πιστεύουμε σε αυτό που μας
έφερε στην ζωή, σε αυτό που τώρα μας έφερε κοντά, σε αυτό που θα σταθεί δίπλα
μας από αύριο το πρωί. Η φωνή του σαν μαγικός αυλός μελωδικά σκορπούσε τις
λέξεις στον αέρα. Τα λόγια μπερδεύτηκαν με στίχους, κι οι Θεοί, κι άνθρωποι, οι
δαίμονες κι οι άγγελοι σώπασαν εκστατικά:
ρώτησε το φεγγάρι στο μπαλκόνι μου
σκορπίζοντας ανταύγειες τα μεσάνυχτα
ψιθύρισε η γαρδένια στο περβάζι μου με
το λευκό της άρωμα
απόρησε μες στις πευκοβελόνες το
σπουργίτι ραμφίζοντας τα ψίχουλα του ανέμου
εγώ κι εσείς κι όλα όσα βλέπετε είναι
θαύματα τους χαμογέλασε δειλά η άνοιξη τριγύρω
και θαύματα όσα ποτέ σας δεν θα δείτε
και θαύματα όσα ποτέ σας δεν θα δείτε
με θαύματα γεννιέται πάντα και πεθαίνει ο κόσμος με θαύματα που κρύβονται μέσα στο φως
πριν απ’ το φως
πέρα απ’ το φως
Εκείνη ξέσπασε με λυγμούς,
αγωνία, φόβος θαυμασμός, μια σπίθα που γινόταν φωτιά, κόκκινη σαν τα μάτια της
που ζητούσαν τα πάντα, και έτρεμαν το τίποτε.
Ο Νίκος της έδωσε το βιβλίο που διάβασε τους στίχους
- Μου το χάρισε κάποτε ένας άγνωστος φίλος, στα χέρια του κρατούσε ένα λεπτό βιβλίο, μια ποιητική συλλογή. Κάθε μέρα διάβαζα και ένα ποίημα για να βρίσκω το θάρρος, να συνεχίσω να πολεμάω. Στο δανείζω για όσο χρειαστεί……
- Μου το χάρισε κάποτε ένας άγνωστος φίλος, στα χέρια του κρατούσε ένα λεπτό βιβλίο, μια ποιητική συλλογή. Κάθε μέρα διάβαζα και ένα ποίημα για να βρίσκω το θάρρος, να συνεχίσω να πολεμάω. Στο δανείζω για όσο χρειαστεί……
Εκείνο το ξημέρωμα τους
βρήκε μαζί, να προϋπαντούν με ατέλειωτες συζητήσεις την μέρα που χάραζε
μεθυστική. Και θα ήταν έτσι για μέρες ακόμα. Πλησίαζε το Πάσχα και η
Μεγαλοβδόμαδα μαγιάτικη, μέσα στα χρώματα έφτανε.
Η Νάντια πάλευε με θάρρος.
Οι γιατροί της έδιναν κουράγιο, είχε κάνει και μια φίλη, μια ηλικιωμένη
νοσοκόμα που την φρόντιζε σαν να ήταν η ίδια η μάνα της. Γιατί αυτή η γυναίκα
κάθε εβδομάδα άφηνε την σκουριά της σύνταξης που είχε πάρει πριν λίγο καιρό,
και πήγαινε να προσφέρει , να πολεμήσει στο νοσοκομείο. Την Νάντια όπως και
άλλα παιδιά εκεί μέσα τα ένοιωθε δικά της, σαν τα παιδιά της που μεγάλωσαν και
ζούσαν πια μακριά της.
Ο Νίκος όπως του είχαν υποσχεθεί οι γιατροί
τέλειωνε από το Θεαγένειο. Μετά τις λίγες ακτινοβολίες που του απέμεναν ακόμα
στο υπόγειο του κτηρίου, μπορούσε να βγει, να κάνει Ανάσταση στο σπίτι του.
Ήταν ένα όνειρο να γλυτώσει και τώρα που γινόταν πραγματικότητα το μυαλό του
δεν το απασχολούσε τίποτε άλλο εκτός από την Νάντια. Τι περίεργη που είναι η
ζωή τώρα που μπορούσε να φύγει, να ξεχάσει, τώρα που του έδιναν εξιτήριο αυτός
θα ήταν εδώ, θα ξημεροβραδιαζόταν στο πλάι της.
~~~
Ο Πέτρος από την τεχνική υπηρεσία θα του
έκανε την χάρη, τα είχαν κανονίσει όλα. Ήταν ένας άντρακλας δυο μέτρα και καμιά
πενηνταπενταριά χρονών, με σκληρά χαρακτηριστικά που μπέρδευαν και ρούχα
μονίμως μαυρισμένα. Όταν σπάνια τύχαινε να είναι θυμωμένος έτρεμε το νοσοκομείο,
μα η καρδιά του ήταν μαλακή, πουπουλένια, χατίρι δεν χαλούσε.
- Έλα, ο Νίκος την έπιασε από το
χέρι και μπήκαν στο ασανσέρ. Ανέβηκαν μέχρι τον δέκατο όροφο στην τεχνική
υπηρεσία, ψυχή δεν υπήρχε εκείνη την ώρα.
- Ο μπάρμπα Μέλιος έφυγε για το βουνό των Θεών, είπε ο Νίκος, όχι
θλιμμένα πιο πολύ νοσταλγικά, για όλη την συντροφιά που έκαναν εδώ μέσα. Είχε
προλάβει να τον γνωρίσει και η Νάντια. «Η ματιά του ήταν τόσο καθαρή και
ήσυχη», είχε πει στον Νίκο εκείνη την μοναδική φορά που συναντήθηκαν.
«Να πολεμάτε πάντα για τα ιδανικά σας. Μην φοβηθείτε τον εχθρό, όσο
θεριό και αν μοιάζει. Εγώ πάω στον τόπο που με γέννησε η μάνα μου, σαν έρθει ο
χάρος ας με βρει εκεί» Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του, μ’ αγκάλιασε και
χάθηκε στο βάθος του διαδρόμου…...
Η τεράστια σιλουέτα του
τεχνικού πρόβαλε πίσω από την πόρτα του ανελκυστήρα.
- Ε, κοιτάτε ο ήλιος βαράει, σύντομα μην μου ζαλιστείτε και ποιος μας
σώνει μετά, θα γυρίσω σε λίγο.
- Να είσαι καλά Πέτρο, του φώναξε ο Νίκος πριν εξαφανιστεί πίσω από την
σιδερένια πόρτα της ταράτσας.
- Σε ευχαριστώ του φώναξε και η Νάντια ευτυχισμένη.
Μ. Δευτέρα προχωρημένη
άνοιξη, ο Ηλιοκράτορας μεσουρανούσε πονετικός. Κυκλικά μέχρι τα βάθη του
ορίζοντα οι βουνοκορφές κουβαλούσαν ακόμη τα λευκά ρούχα του χειμώνα που τα
εγκατέλειψε πάνω στην φυγή του. Ο μακεδονικός κάμπος απέρναντος, έσφυζε από τις
πολύχρωμες ανταύγειες και τα οργωμένα χώματα. Το Σέιχ Σου και όλα τα υψώματα
μέχρι τον Χορτιάτη μια καταπράσινη αγκαλιά γύρω από την τσιμεντούπολη. Κι
θάλασσα στραφτάλιζε παντού το χρυσογάλανο της, για να γίνουν στα μάτια εκείνης
όλα μια εικόνα.
- Μου αρέσει τόσο πολύ αυτό το αεράκι που σηκώθηκε, σε όλη μου την ζωή
λάτρευα τον άνεμο τον δυνατό που παρέσερνε τα πράγματα, τώρα θέλω να είμαι μια
μικρή ανασούλα του να ταξιδεύω ήρεμα, να βρω την αγάπη.
Ήταν η κατάλληλη στιγμή, ο
Νίκος σαν φυλακτό με προσοχή έβγαλε από την τσέπη του τον εύθραυστο μίσχο που
του είχε δώσει κρυφά πριν από λίγη ώρα ο συνεργός του. Ήταν ένα σπάνιος λευκός
μενεξές με φύλλα σε σχήμα καρδιάς.
- Για εσένα…. είναι η καρδιά μου, πρόφερε γλυκά ο Νίκος. Χωρίς
επισημότητες, με τα νυχτικά τους στην τσιμεντένια ταράτσα, στον κάμπο της
πόλης, το αγέρι και το λουλούδι ενώθηκαν κάτω από το λαμπερό φως του Μάη με ένα
φιλί, υπόσχεση αγάπης.
- Για εσένα…. είναι η
καρδιά μου, πρόφερε γλυκά ο Νίκος. Χωρίς επισημότητες, με τα νυχτικά τους στην
τσιμεντένια ταράτσα, στον κάμπο της πόλης, το αγέρι και το λουλούδι ενώθηκαν
κάτω από το λαμπερό φως του Μάη με ένα φιλί, υπόσχεση αγάπης.
Ξημέρωνε Μ. Παρασκευή και ο Νίκος δεν είχε κοιμηθεί καθόλου, σήμερα
έβγαινε. Στο ημίφως του δωματίου κοιτούσε το άδειο κρεβάτι του μπάρμπα Μέλιου,
του έρχονταν οι τόσες και τόσες στιγμές που πέρασαν οι δυο τους. Πόσο θα ήθελε
να στοίχειωναν τα δυο κρεβάτια, κι όλα στο νοσοκομείο, να μην χρειαζόταν ποτέ
άνθρωπος να έμπαινε ξανά εδώ. Να το κάνανε λέει ένα μεγάλο μουσείο ιατρικής και
να γέμιζε από τις εικόνες όσων πολέμησαν, όσων έζησαν, όσων χάθηκαν μέσα σε
αυτούς τους τοίχους.
Θυμήθηκε μια υπόσχεση που
είχε δώσει στον εαυτό του. Κάποιες μέρες ήταν τόσο άσχημα που πίστευε πως δεν
υπήρχε ελπίδα να ζήσει, σε αυτές τις κρίσιμες ώρες αντιλαμβάνονταν πως και τα
πιο μικρά πράγματα στην καθημερινότητα έχουν τόσο μεγάλη αξία. Δεν θα αγχωνόταν
ποτέ πια για ανούσια πράγματα και καταστάσεις, ποτέ δεν θα παραμελούσε τις
μικρές απολαύσεις της καθημερινότητας. Ένα καλό βιβλίο, ένας καφές με φίλους στο
κέντρο, μια βόλτα στην Ν. Παραλία με ομίχλη, μια ωραία ταινία στα προσεχώς, στο
κοντινό μέλλον που εκείνο το διάστημα για τον ίδιο δεν ήταν καθόλου δεδομένο
πως θα ξύπναγε το επόμενο πρωί. Τώρα όμως θα έπρεπε να ήταν αχάριστος με την
τύχη του. Όχι μόνο είχε βγει νικητής αλλά είχε γνωρίσει το πιο όμορφο, το πιο
γλυκό κορίτσι στην γη….
Η ώρα είχε φθάσει, μετά τις
επισκέψεις των γιατρών και τις ευχές όλων ολοκλήρωσε και τις τελευταίες
διαδικασίες για το εξιτήριο του και πήρε το ασανσέρ για τον πέμπτο. Θα έβλεπε την Νάντια για να την χαιρετήσει,
όχι για πολύ αφού το απόγευμα θα έρχονταν πάλι, αλλά σαν επισκέπτης αυτήν την
φορά.
Ο Πέτρος τον βοήθησε να
γυρίσει σπίτι του, ήταν ένα ανθρώπινο ράκος. Πως είχε συμβεί αυτό, ποιος θεός
είχε θυμώσει μαζί του και του το έκανε αυτό; Η Νάντια είχε εξαφανισθεί χωρίς να
πει ούτε μια κουβέντα, ένα αντίο, μόνο τα ποιήματα είχε πάρει μαζί της. Τι της
είχε κάνει; Τις τελευταίες δυο μέρες φαίνονταν προβληματισμένη και αυτός
προσπαθούσε να της φτιάξει το κέφι, δεν είχε καταλάβει οτιδήποτε που θα έφερνε
μια τέτοια εξέλιξη.
«Ίσως να μην ήθελε τους
γιατρούς της, να φοβόταν πως η νοσηλεία της δεν είναι ότι το καλύτερο για
αυτήν, μήπως της είχαν πει κάτι τόσο άσχημο; Μα και σε αυτόν όλα ήταν εναντίον
του έδιναν λίγους μήνες ζωής και όμως άντεξε και στο τέλος νίκησε, μαζί θα το
παλεύαμε». Χίλια δυο ερωτηματικά τον τυραννούσαν δίχως να μπορεί να βγάλει
κάποιο βάσιμο συμπέρασμα.
Μ. Σάββατο, έξω ο κόσμος είχε
πλημμυρίσει τους δρόμους. Οι μυροβόλοι επιτάφιοι είχαν γυρίσει εχθές πένθιμα
στις γειτονιές μα σήμερα όλα ήταν αλλιώτικα. Γύρω από τις εκκλησιές χιλιάδες
άνθρωποι περίμεναν να πάρουν το «Άγιο Φως» και να ακούσουν μήνυμα της
Αναστάσεως, τις καμπάνες να χτυπούν χαρμόσυνα και τα βεγγαλικά να μετατρέπουν
την νύχτα σε πανδαισία σχημάτων και χρωμάτων. Ο Νίκος είχε ανοίξει την
μπαλκονόπορτα και έβλεπε τους ανθρώπους ευτυχισμένους να γιορτάζουν. Ζεστή
βραδιά δεν κουνιόταν φιλαράκι, το κύμα φωτός βγήκε από τα ιερά και άναψε τις
χιλιάδες λαμπάδες. Όλοι τώρα ετοιμάζονταν για τις ευχές, και τα τσουγκρίσματα
των κόκκινων αυγών. Ο Νίκος χαμένος μέσα
στην μοναξιά και στις σκέψεις του ξαφνιάστηκε σαν ακούστηκε το «Χριστός
Ανέστη». Από διάφορα σημεία της πόλης ομοβροντίες κωδωνοκρουσιών και κάθε λογής
πυροτεχνημάτων έσχιζαν την νυκτερινή σιγή, ο σκοτεινός ουρανός κάθε λίγο έλαμπε
απ’ τα χρώματα.
- Τι ειρωνεία, μονολόγησε μέσα στον γιορτινό χαλασμό, πριν λίγες μέρες όλος
ο κόσμος ήταν δικός μου…
~~~
Ήταν κρίμα γιατί κανείς δεν
γνώριζε για να μεταφέρει στον Νίκο αυτά που πραγματικά συνέβησαν. Ο
περιφερειακός διευθυντής Βαλκανίων και Μέσης Ανατολής είχε επιπληχθεί για την
ολιγωρία του. Ήταν ακατανόητο για αυτούς το ότι είχε εμπιστευθεί ένα δημόσιο
νοσοκομείο σε μια χρεοκοπημένη χώρα για την νοσηλεία υψηλόβαθμου στελέχους,
ακόμα και αν η ίδια επέμενε να μείνει και εξέφραζε την απόλυτη εμπιστοσύνη της
στους γιατρούς. Η εταιρεία αποφάσισε να την μεταφέρει άμεσα στην Αμερική για
νοσηλεία σε ειδικό κέντρο. Δεν υπήρχε λεπτό για χάσιμο, η εντολή ήταν σαφής.
Δεν το έκαναν από συμπόνια, το υπαγόρευε η εταιρική πολιτική και τα συμφέροντα
τους, εξάλλου πλήρωναν πολλά στην ασφαλιστική για να έχουν τις καλύτερες
παροχές τα ανώτερα στελέχη τους. Η Νάντια είχε φύγει με συνοπτικές διαδικασίες,
ήταν αναγκασμένη, οι εξετάσεις και τα αποτελέσματα ψηφιοποιή-θηκαν και
στάλθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν είχε μιλήσει στον Νίκο, δεν άντεχε να
τον αποχαιρετήσει, γιατί ίσως και να ήταν η τελευταία φορά αν όλα πήγαιναν
στραβά. Ήθελε όμως να τον κρατήσει στην καρδιά της το τελευταίο τους βράδυ, και
κάθε μέρα για όσο θα ζούσε να τον αισθάνεται στα χέρια της, στην μυρωδιά που
είχε ποτίσει το βιβλίο που της χάρισε.
Η γης
έκανε ακόμη μια στροφή γύρω από την αιωνιότητα και έτρεξε ο χρόνος σαν ποτάμι
στον ανθρώπων τις ζωές. Κάποιοι φίλοι προσπάθησαν φιλότιμα να βγάλουν τον Νίκο έξω
από τον κόσμο του, να το γνωρίσουν και με καμιά κοπέλα αλλά αυτός τους απέφευγε
όσο πιο διπλωματικά μπορούσε. Μετά από πίεση τους ακολούθησε κάποιες φορές όμως
δεν είχε νόημα, το καταλάβαιναν και οι ίδιοι πως ήθελε τον χρόνο του. «Θα του
περάσει σύντομα, πάει τόσος καιρός» συμφωνούσαν όλοι.
~~~
Η καμπάνα της παραλιακής εκκλησίας καλούσε για
την Ακολουθία του Νυμφίου. Μ. Τρίτη, είχε φτάσει πάλι η Μεγαλοβδόμαδα ανθοστολισμένη.
Εκείνος βρέθηκε να περπατά πλάι στην θάλασσα που πάφλαζε ήρεμα στην προβλήτα. Στον
ήχο της καμπάνας θυμήθηκε και πάλι το εκκλησάκι του νοσοκομείου, την Νάντια, το
ποίημα που της διάβασε,
- Συμβαίνουν θαύματα, μονολόγησε και χαμογέλασε
πικρά.
Ο ήλιος είχε γείρει κατά τον ορίζοντα όταν έφτανε στον αγαπημένο του
παγκάκι. Θυμήθηκε την εικόνα που ο ήλιος αντί να δύει ανέβαινε αντίθετα, ψηλά
μέσα στα χρώματα. Από τότε στο Θεαγένειο είχε να την δει, είχε χαθεί και εκείνη
μαζί με την Νάντια. Τον βασάνιζε η εξαφάνιση της, που δεν είχε μάθει το
παραμικρό για εκείνη, για την υγεία της. Δεν είχε ούτε τα τηλέφωνα της. Ένα που
βρήκε στο νοσοκομείο ήταν του πατρικού της, κανείς δεν απαντούσε. Δεν θα
μπορούσε ποτέ να πιστέψει ότι θα έφευγε έτσι ξαφνικά και δεν είχε κρατήσει
τίποτα το δικό της από τον πραγματικό κόσμο. Θα μπορούσε να ρωτήσει, να ψάξει,
να βρει την εταιρεία της, όλα τα σκέφτηκε αλλά σταμάτησε, σταμάτησε γιατί μέσα
του κυριάρχησε ο φόβος της απώλειας. Ίσως και να μετάνιωσε, ίσως και να υπήρχε
κάποιος άλλος εκεί έξω για αυτήν. Όλοι του έλεγαν ότι θα έπρεπε να την ξεχάσει,
για το καλό του, μα δεν μπορούσε στην πόλη που την γνώρισε. Πριν λίγες ημέρες το
είχε αποφασίσει, θα έφευγε μακριά για το Πάσχα δεν θα κάθονταν στην πόλη να
θυμάται. Θα έκοβε ένα εισιτήριο για την Αθήνα και θα κατέβαινε κάπου, στην
τύχη, θα γνώριζε καινούργιους ανθρώπους, νέους τόπους, καλύτερα έτσι. Όταν
αποφάσιζε να γυρίσει θα έβρισκε να ασχοληθεί με κάτι που θα γέμιζε την ψυχή
του, από λεφτά δεν είχε ανάγκη. Θα έκλεινε την επιχείρηση υπολογιστών που είχε,
έτσι και αλλιώς δεν δούλευε για βιοπορισμό, οι θετοί γονείς του, του είχαν
αφήσει αρκετή περιουσία για να μην έχει τέτοια ανάγκη.
Καθόταν στο παγκάκι μόνος, ο ήλιος έδυε, το πορτοκαλί της θάλασσας
ξεθώριαζε, σκοτείνιαζε στην παραλία. Μια αδύνατη γυναικεία σιλουέτα με κοντό
αγορίστικο μαλλί πλησίασε κι έκατσε αθόρυβα στο πλάι του, μια απαλή φωνή άρχισε
να προφέρει στίχους από ένα βιβλίο που είχε την μυρωδιά του, από ένα ποίημα
γνωστό και αγαπημένο του:
θα αγαπηθούμε
ατέλειωτα
θα σκοτεινιάσει ο ουρανός στην παραλία
και θα απομείνουν τα σκόρπια φώτα
και η υγρή τους λάμψη στα πλακάκια
η θάλασσα θα ψιθυρίζει ένα παλιό σκοπό
καθώς στο βάθος θα ανατείλει το περπάτημά σου
ένα χαμόγελο ύστερα
το ανεπαίσθητο άρωμα της προσμονής
μια λέξη πριν το άγγιγμά σου
θα αγαπηθούμε ατέλειωτα
εκείνο το θλιμμένο δειλινό ως το χάραμα
Έγιναν μια αγκαλιά, το μοναχικό
λουλούδι του κάμπου και το αγέρι του Νοτιά έγιναν για πάντα ταίρι. Ο ήλιος γύρισε
ψηλά, δεν θα έδυε ποτέ ξανά όπως δεν δύει η αληθινή αγάπη. Οι δυο τους θα ήταν για πάντα μαζί ψηλά στον
ουρανό, λουσμένοι από φως και χρώματα.
Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
ΜΑΪΟΣ 2013
Αφιερωμένο
στην μνήμη του Απόστολου Γκάνα που μας συγκλόνισε όλους τον Σεπτέμβρη του 2012
με την αγάπη του για την Μαρία της καρδιάς του και έδειξε σε όλους μας την
δύναμη της αγάπης που υπερβαίνει τον θάνατο #TolisLovedMaria http://docamiok.blogspot.gr/
Στην
Τζώρτζια την διαδικτυακή του φίλη που την σκεφτόταν παρά τα δικά του προβλήματα
υγείας. Η Τζώρτζια συνεχίζει να παλεύει την νόσο του lyme με την
βοήθεια των ανθρώπων της και όλων των διαδικτυακών της φίλων. http://mylymeupdates.blogspot.gr/
Στην Μαριάννα
Ζαχαριάδη την Κύπρια πρωταθλήτρια στο άλμα επί κοντώ που έχασε την άνιση μάχη
με τον θάνατο την Μ. Δευτέρα στις 29.4.2013.
Στον Παναγιώτη Μιχαήλ από την Κύπρο που νίκησε
δυο φορές τον καρκίνο και ίδρυσε την ΜΚΟ
“Μείνε δυνατός” http://www.bestrong.org.gr
Στον μικρό Γιώργο μας του 23ου Δημοτικού Τούμπας
και στους γονείς του που τον στηρίζουν για να δίνει στο νοσοκομείο της
«ΕΛΠΙΔΑΣ» την πιο σκληρή του μάχη για την ζωή.
Στους
γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικού του Θεαγενείου της Θεσσαλονίκης για το
έργο που προσφέρουν στους ανθρώπους που έχουν απόλυτη ανάγκη την βοήθεια τους.
Στον τεχνικό
- ηλεκτρονικό του Θεαγενείου και καθηγητή μου Κωνσταντίνο Πλασταρά.
Στις στιγμές που περάσαμε στο νοσοκομείο μαζί με τον πατέρα
μου πριν δώδεκα χρόνια.
Στην δική μου Μαρία.
Σε ένα μικρό σπουργίτι……..
Πολλές
ευχαριστίες στην κυρία Κυριακούλα
Πούλιου – Γκόγκα για τις πληροφορίες που μου παρείχε σχετικά με το νοσοκομείο,
για την μακρόχρονη προσφορά της που συνεχίζει πέρα από την σύνταξη και την
τυπικότητα ενός επαγγέλματος.
Πολλές ευχαριστίες
στην κυρία Ρία Mιχτάρη που μου παρείχε εξίσου πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με
το Θεαγένειο.
Θα ήθελα να
εκφράσω για ακόμη μια φορά την απεριόριστη αγάπη και εκτίμηση μου στον Ντίνο
Παπασπύρου και τον Τόλη Νικηφόρου.
Ποιήματα:
α. πιστεύετε στα
θαύματα;
β. θα αγαπηθούμε
ατέλειωτα
ανήκουν στην ποιητική συλλογή “To μυστικό αλφάβητο” του Θεσσαλονικιού
ποιητή Τόλη Νικηφόρου εκδόσεις Μανδραγόρας Αθήνα 2010
Οι πίνακες
ζωγραφικής είναι έργα του Θεσσαλονικιού ζωγράφου Ντίνου Παπασπύρου:
- ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-185, Φεγγαρόστρατα, τέμπερα, 18Χ38 εκ., 2011
- ΤΜΗΜΑ ΠΙΝΑΚΑ Άνθη (11), τέμπερα, 12Χ12 εκ., 2011
- ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-154, Στο πάρκο με πανσέληνο, τέμπερα 48Χ38 εκ., 2010
- ΤΜΗΜΑ ΠΙΝΑΚΑ Γλυκό Μαγιάτικο ξημέρωμα στη Χαλκιδική Τέμπερα, 20Χ38 εκ., 2007
- ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-99, Λιόγερμα στη Νέα Παραλία, τέμπερα, 12Χ12 εκ., 2011
- ΜΕΙΚΤΗ ΤΕΧΝΙΚΗ-99, τέμπερα + φωτογραφία, Τόλης + Μαρία, 24Χ19 εκ., 2013
41 σχόλια:
Τάσο μου μου άρεσε και με συγκίνησε. Χαίρομαι για το μικρό πετραδάκι, τις ζωγραφιές μου, που πλαισίωσαν τα ωραία σου κείμενα.
Χρόνια Πολλά.
Ντίνο μου Χριστός Ανέστη, χρόνια πολλά. Χαίρομαι που σου άρεσε, και το είχα άγχος γιατί ο χρόνος μου ήταν περιορισμένος και το θέμα δύσκολο στον χειρισμό του. Όπως μου έγραψε και ο Τόλης όλα ταίριαξαν απόλυτα σαν να είχαν γραφτεί και ζωγραφιστεί για αυτό το διήγημα. Θυμάσαι αυτό στο είχα πει και εγώ. Μάλλον η θετική αύρα που έχουμε και οι τρεις μεταξύ μας ευθύνεται :)
Τόλης
Καλημέρα, Τάσο μου, διπλά χρόνια πολλά με υγεία και αγάπη.
Μόλις διάβασα το πασχαλινό διήγημα σου και είμαι συγκινημένος.
Μπράβο, Τάσο μου. Το διήγημα σου είναι βγαλμένο μέσα από
τη ζωή, από τον πόνο και την αγωνία της αλλά και από την αγάπη.
Εκείνο το συναίσθημα που ομορφαίνει τα πάντα και δίνει αξία στη
ζωή. Κι ακόμη, γλυκαίνει το μαρτύριο και στηρίζει τον αγώνα.
Οι πίνακες του Ντίνου και τα δικά μου ποιήματα ταίριαξαν
θαυμάσια με την αφήγηση, λες και προορίζονταν ειδικά
για το διήγημά σου. Συνολικά, πιστεύω ότι είναι ένα διήγημα
απόλυτα μέσα στο πνεύμα της Μεγάλης Εβδομάδας και της
Ανάστασης. Μπράβο και πάλι.
Με την αγάπη μου και τους θερμούς χαιρετισμούς της Σοφίας.
Έχω έναν πατέρα που επί 35 χρόνια μάτωνε την ψυχή του κάθε μέρα στο Θεαγένειο. Ζήσαμε πολύ πόνο μέσα από τα χέρια του και τις διηγήσεις τους, αλλά και πολλές νίκες. Και τις πανηγυρίσαμε μία - μία έξαλλα, λες και ήταν δικές μας νίκες.
Πήγαινα συχνά στο νοσοκομείο και κάθε φορά μου έλεγε "δες πώς πολεμάει ο κόσμος" και μετά με έδιωχνε για να ζήσω τη ζωή μου.
Είναι ήρωες όλοι όσοι παλεύουν, και όλοι όσοι παλεύουν μαζί τους. Ο Τόλης, που μας συγκλόνισε, όχι μόνο με τον τρόπο που έφυγε (μες στην αγάπη...), αλλά και με τον τρόπο που πάλεψε για να ζήσει, η Τζώρτζια, που θα νικήσει στον δικό της αγώνα, και χιλιάδες άλλοι, που δεν ξέρουμε, χρειάζονται όλους εμάς, δίπλα τους. Καλό είναι, αυτές τις μέρες που όλοι είναι λίγο πιο ευαίσθητοι, να υπενθυμίζουμε πως μπορούμε όλοι να βοηθήσουμε, δίνοντας λίγο αίμα ή πλάσμα, ή αιμοπετάλια, ή και με το να γίνουμε δωρητές οργάνων.
Και σίγουρα να θυμόμαστε να αγαπάμε δυνατά, όλους όσους είναι γύρω μας, και να ζούμε τη ζωή μας.
Ευχαριστώ γι' αυτό που διάβασα!
Χρόνια πολλά :)
Σούλα
Χριστος Ανεστη και χρονια πολλα....το διαβασα σημερα ...και τι καταφερες;εκλαιγα ...μπραβο Τασο ,καθε φορα και καλυτερα!!!!!
Φίλε ή φίλη Μ. Σε ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο σου. Συγκινήθηκα που μου έστειλες αυτά τα λόγια καρδιάς.
Θα πρέπει να υπερηφανεύεσαι - και πιστεύω το κάνεις - για τον πατέρα σου. Δεν ξέρω αν ήταν γιατρός ή νοσηλευτής αυτό που ξέρω είναι ότι του χρωστάμε ένα τεράστιο ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μας.
Αν και είχα αρκετή εμπειρία από την περιπέτεια του πατέρα μου πήγα στο νοσοκομείο πριν μερικές ημέρες για τις ανάγκες του διηγήματος και ανέβηκα με τις σκάλες μέχρι τον 8ο .ωΘα σας προκαλέσω όλους να πάτε και εσείς, έστω να περάσετε από το ισόγειο με τα εξωτ. ιατρεία και έπειτα ανεβείτε με τις σκάλες μέχρι το τέρμα να κοιτάτε τα πρόσωπα στις αίθουσες αναμονής το μικρό εκκλησάκι είναι φοβερή εμπειρία, σε πολλούς από εμάς θα πετάξει πολλά από τα άχρηστα σκουπίδια που απασχολούν το μυαλό και την ψυχή μας
Βίκυ
Τάσο μου, εγώ σ' ευχαριστώ για τα κείμενά σου. Όσο για τον Αποστόλη, θέλω να πιστεύω θα τον θυμόμαστε όλοι όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Χριστιάνα
Εξαιρετικά κείμενα! Βίκυ μου, όπως καταλαβαίνεις με συγκίνησε πολύ και η σελίδα του Απόστολου Γκάνα. Διερωτώμαι συχνά για το μεγαλείο κάποιων ανθρώπων .. χαμογελάνε και στην ζωή και στον θάνατο..
Αλεξάνδρα
Θερμές ευχές κι από μένα Τάσο....ήδη κοινοποίησα στον τοίχο μου το τόσο συγκινητικό σου κείμενο!!
Μάνος
Αληθώς Ανέστη φίλε μου!!! Είναι πάρα πολύ ωραίο!!!
Κάποτε έζησα σε μια χώρα, όπου δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην είχε πέσει θύμα ληστείας, αυτός ή κάποιος δικός του. Κάπως έτσι είμαστε σήμερα κι εμείς με τον καρκίνο. Όλοι μας χάσαμε κι από κάποιον ή ζούμε υπό τη σκιά του εξαποδώ, που έλεγε κι η μάνα μου, μη θέλοντας να κατονομάσει την ασθένεια που προκαλούσε τρόμο και στο άκουσμά της μόνο.
Δεν ξέρω αν η τεχνολογική πρόοδος μας δίνει λόγους αισιοδοξίας, ειδικά αυτές τις μέρες που διατρέχουμε, αλλά ξέρω πως χωρίς ελπίδα και θετική σκέψη, απλά δεν πάμε πουθενά. Είναι μονόδρομος για τη ζωή και το διήγημα «Το λουλούδι και το αγέρι» αυτό έρχεται να μας θυμίσει.
Δεν είναι εμπνευσμένο από όμορφα πράγματα, ούτε γεννήθηκε σε ξέγνοιαστες μέρες. Ο ρομαντισμός του δεν είναι αφελής. Σφυριλατήθηκε μέσα στην πίκρα και την αβεβαιότητα, όχι σαν καταστάλαγμα εμπειρίας, αλλά σαν απάντηση στις σφυριές.
Η ομορφιά βρίσκεται γύρω μας, αρκεί να την κοιτάξουμε και για όσο την κοιτάμε. Είναι η ίδια η ζωή, για όσο αυτή υπάρχει. Τόσο απλά.
Τάσο μου για άλλη μια φορά καταθέτεις την ευαισθησία σου με ένα κείμενο βγαλμένο από τη ζωή και εμπνευσμένο απο την αγάπη. Με συγκίνησε, μου έφερε μνήμες και με προβλημάτισε.
Τελικά υπάρχει κάτι που μπορεί να χωρίσει το λουλούδι απο το αγέρι;
Σοφία
Νίκο σε ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο σου. Μου θύμισες με το "έξαποδώ" της μητέρας σου το "κακό" ή το "καταραμένο" που ακούω και τώρα από τους μεγαλύτερους σε ηλικία. Το καλό τότε ήταν ότι οι περιπτώσεις καρκινοπαθών ήταν ένα πολύ μικρό ποσοστό στο σύνολο των ασθενών. Γνωστή μου νοσηλεύτρια μου είχε πει παλιότερα ότι όταν έκανε πριν 30 χρόνια την πρακτική της στο Θεαγένειο οι ασθενείς ήταν συντριπτικά λιγότεροι από σήμερα. Δεν θα σχολιάσω τα όσα έγραψες, μόνο θα συμφωνήσω μαζί σου.....
Σοφία μου τώρα στα 41 κοντά - λίγες ημέρες απομένουν - μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι ο χωρισμός αφορά μόνο υλικές παρουσίες. Ο Τόλης μπορεί να έφυγε δίπλα από την Μαρία αλλά οι ψυχές που ενώνονται με αγάπη δεν χωρίζονται ποτέ.... απλά ζουν μέσα στην καρδιά μας και σε ένα φωτεινό αστέρι κάπου στον βραδινό ουρανό.
Ευγενία
Διάβασα το διήγημά σου και οφείλω να σου πω ότι με εξέπληξες ευχάριστα. Δεν ήξερα Τάσο ότι γράφεις. Το διήγημα σε βεβαιώ ότι ήταν πολύ καλύτερο από πολλά που έχω διαβάσει. Δεν μπορώ να κρίνω την λογοτεχνική του αξία όμως το θέμα που επέλεξες είχε μια ευαισθησία και μια ανθρωπιά που με άγγιξε. Εύχομαι να συνεχίσεις και σύντομα να τα δούμε και σε βιβλίο.
Δημήτρης
Το έριξα μια γρήγορη ματιά και έχω καταλάβει ότι έχεις βελτιωθεί απίστευτα.
Μπράβο φίλε να συνέχισεις
Ντίνα
Χριστός Ανέστη, Τάσο! Πάντα ευαίσθητος...με συγκίνησε το διήγημά σου, μου ξανάφερε στη μνήμη τα πρόσφατα τοπία του Πηλίου και της Κερκίνης. Οι ζωγραφιές του Ντίνου το ιδανικό συμπλήρωμα.
Brina
ενα μεγαλο ευχαριστω!!!!!!!!!!!!!!!!!!μπραβο!!!!!!!!!!!!!!!!!!!! ειναι τοσο ομορφη η ζωη που αξιζει να ΠΙΣΤΕΥΟΥΜΕ στον μεγαλοδυναμο να ελπιζουμε ,να παλευουμε, να αγαπαμε,και ναι γινονται θαυματα!!! δυναμη και υγεια σε ολο το κοσμο!!!
Ηλίας
Tάσο μου πολλά συγχαρητήρια !!!! Με συγκίνησες βαθιά....Σ ευχαριστώ !!!!
Στέφη
Δυνατό, συναρπαστικό, εξαιρετικό το διήγημά σου. Συγχαρητήρια!
Χλόη
Το διάβασα Τάσο, πολύ όμορφες ιστορίες.
Λίνα
Έχω γίνει..... νόμιζα ότι διαβάζω αληθινή ιστορία. Πολύ όμορφη, συγκινητική. Μπράβο.
Σας ευχαριστώ πολύ κυρία Κόντη, είμαι πολύ χαρούμενος όταν μπορώ να γράφω κείμενα που αγγίζουν τις ψυχές των συνανθρώπων μου. Φυσικά στο όλο "κλίμα" βοήθησαν αφάνταστα οι πίνακες του Ντίνου και τα ποιήματα του Τόλη. Λες και τα δημιούργησαν για το διήγημα.
Έλσα
Τάσο καλημέρα, το κείμενο πολύ λυρικό όπως σου έγραψα κ την πρώτη φορά, το θεωρείς αφήγηση, παραμύθι κάτι άλλο? πολλά ποιητικά στοιχεία που μου άρεσαν κ αν μη τι άλλο για μένα ελπιδοφόρο το μήνυμα, νομίζω ότι πρέπει να συνεχίσεις να γράφεις.
Σοφιανός
Μόλις το διάβασα. Ποιητικός και τρυφερός ο λόγος σου κ. Τάσο!Μπράβο, με συνεπήρε το γράψιμο σου... Εμπνέεσαι και δουλεύεις πολύ αποτελεσματικά συνθετικά όταν έχεις συγκεκριμένο θέμα με το οποίο καταπιάνεσαι...Και τα ποιήματα και οι ζωγραφιές δέθηκαν εξαιρετικά με τα κείμενα...
Συνέχισε έτσι!
Αναστάσιος Ρ.
Μπράβο σου, με συγκίνησες πολύ. Να είσαι καλά να γράφεις πάντα με τέτοια όμορφα συναισθήματα.
Ζαφειρία
Πολλά συγχαρητήρια κ. Βαλμά. Πολύ συγκινητικό το διήγημα σας. Μπορεί να εμπνεύστηκε και να αφιερώνεται στον Αποστόλη όμως καθώς όλοι μας έχουμε κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο μας αγγίζει ιδιαίτερα ένα τέτοιο διήγημα. Συγχαρητήρια που βρίσκετε τον χρόνο και την διάθεση να γράφετε κάθε χρόνο.
Ντίνος Ζ.
Νομίζω ότι είναι το πλέον λυρικό διήγημα που έχεις γράψει μέχρι τώρα και, λαμβάνοντας υπόψη τον συμβολισμό της εορτής του Πάσχα, (αναγέννηση της φύσης), είναι ένα άκρως ανοιξιάτικο και εξυμνητικό της φύσης πόνημα. Συνεχίζεις εξελισσόμενος και βελτιούμενος και χαίρομαι πολύ που έχω την τύχη να μοιράζεσαι μαζί μου τα διηγήματά σου!
Eva S
Δεν είχα ύπνο και διάβασα το πασχαλινό διήγημα... Δεν έχω λόγια...! Το λάτρεψα πραγματικά!!!
Mου άρεσε πολύ και ο έρωτας
του φεγγαριού και της λίμνης
του λουλουδιού και του αέρα,
εκτός από τα πρόσωπα
που τα λάτρεψα!!
Μαριάννα
Μου άρεσε πολύ το διήγημα έδεσε πολύ με τα ποιήματα και τις εικόνες. Δεν γνώριζα κάτι σχετικό για τον Τόλη. Όμορφο όπως και το Χριστουγεννιάτικο σου που είχα διαβάσει. Νομίζω ότι πρέπει και αξίζει να τα εκδώσεις. Μπράβο συνέχισε έτσι....
ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ,ΤΡΥΦΕΡΟ,,ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ
(URBIS ET ORBIS).
ΡΩΤΗΣΑΝ ΤΗΝ ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ , ΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΟΣ ΚΑΙ Η ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ ΑΝΘΙΣΕ.....(Ν.ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ)
Kostas Plastaras
Ανδρέας
Τάσο μου άρεσε η γραφή σου, κυλάει σαν ήρεμο ποταμάκι κι η ιστορία τρυφερή κι ανθρώπινη. Εύχομαι να γράψεις κι άλλα και να τα εκδόσεις.
ΙΩΑΝΝΑ
με εντονες περιγραφες στηριζομενος στο χαρακτηρα,τη μοναδικοτητα του καθενος και αληθινο συγχρονως!πολυ τρυφερο...!καλημερα σας!
Ρε Τάσο
Μέ έκανες πραγματικά σήμερα και έκλαψα με το διήγημα σου !!!
Σου εύχομαι ολόψυχα πάντα να είσαι τόσο περιεκτικός και να λές τόσα πράγματα σε τόσο λίγες σελίδες
Οι πίνακες του Ντίνου και οι στίχοι του Τόλη στη σωστή τους θέση, δένοντας το γράφημα σου
Εύχομαι οι εμπνεύσεις σου να αναγκάζουν το μυαλό μας να περιπλανιέται σε θεσπέσιες λεωφόρους και να απομακρύνεται από την τετριμμένη και οδυνηρή καθημερινότητα
Συγχαρητήρια
Γιώργος Πούλιος
Zoi Kousaki
Ευχαριστώ για την συμπαρασταση στο Ιπποκρατειο δεν το ξεχνω. Για αυτά που μου στειλες να διαβάσω με βοήθησαν πολύ"Η καλύτερη συντροφια στο νοσοκομείο και αλήθεια με βοηθησε!!!
Χριστινα Λαζαριδου
Τι υπεροχη ιστορια....!!Κ ποσο αγαπη κρυβεις μεσα σου για να το παρουσιαζεις με τοσο χρωμα κ θλιψη μαζι.....Να σαι ευλογημενος κ οπου κ αν βρισκονται ειναι μαζι σου κ σε προσεχουν...Η Μαρια θα σαγαπα οπου κ αν πηγε...Ομορφη κινηση μπραβο!!!!
Maria Poulopoulou
ΠΟΣΟ ΤΡΥΦΕΡΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΑΣΟ!!!!
Agni Bania
τι ομορφο
Eva Markakis
Συγκλονιστικό!!!
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΥΛΙΟΣ 2ο 25/11/2017
Το ξαναδιάβασα στην νέα έκδοση τέλειο! συγκινητικό! μπράβο σου!
Stephi Kondi 14/2/2020
Εξαιρετικός όπως πάντα! Με συγκίνησες, Τάσο μου και σε ευχαριστώ.
Άκης Αραπάκης 25/10/21
Πολλά συγχαρητήρια Τάσο !!!!!
Δημοσίευση σχολίου