Κυριακή, Απριλίου 12, 2020

Ο ιός του έρωτα

Ιστορίες της απομόνωσης


        Ο ιός του έρωτα



   Η Άντα τον έβλεπε να περνά έξω από την διώροφη μονοκατοικία της, στην Τρίτωνος και έλιωνε, έλιωνε σαν το κεράκι της Λαμπρής. Έλιωνε για αυτόν τον νεοφερμένο στην γειτονιά, τον Μέμο.
   Δεν ήταν πολύς καιρός που είχε μετακομίσει στα Άνω Πετράλωνα. ο Μέμος νοίκιαζε λίγο πιο κάτω από την Άντα στην Τρίτωνος, στο ισόγειο μιας ετοιμόρροπης, παλιακής πολυκατοικίας. Νοίκιαζε που λέει ο λόγος, γιατί δεν πλήρωνε σχεδόν ποτέ το ενοίκιο του αλλά όλο και το έταζε στην “Kοριτσάρα” του, μια μερακλού ηλικιωμένη, την κυρά Ελπινίκη την κρητικιά, που κατοικούσε δίπλα του.
“Να, στο φως μου σου λέω, περιμένω κάτι λεφτά και δεν θα σε αφήσω έτσι κοριτσάρα μου” της υποσχόταν με γαλιφιές και της έδινε και μια τσιμπιά στο ρυτιδιασμένο μαγουλάκι και έπειτα της χάιδευε το ξανθό καλοφτιαγμένο από την περμανάντ, μαλλί της. “Κοριτσάρα” μου, έτσι την ανέβαζε και την κατέβαζε, ο θεομπαίχτης, αν και η κυρά Ελπινίκη, μόνο ανέβαινε με τα κομπλιμέντα του. “Εγώ θα σε παντρέψω” του έλεγε αυτή, “Aτυχο είσαι, για αυτό θα σου βρω μια νύφη καλή, νοικοκυρά, εδώ από την γειτονιά, μη σε χάσω κιόλας Πατούχα μου, Ντελικανή μου”
   Γόης ο Μέμος, γόης μέγας, μα και μεγάλο μούτρο. Λαμόγιο, αλογομούρης, χαρτοπαίκτης ολκής, τσογαδόρος από τα γεννοφάσκια του. Πως να το κάνεις όμως;  Ήταν και δυο μέτρα άντρας και στο κούτελο του δεν έγραφε και τίποτα που να υποδηλώνει τον χαρακτήρα του. Η Άντα εδώ και μήνες τον κοιτούσε κάθε βραδάκι να περνάει μπροστά από τον κήπο της και να στρίβει από την Τρίτωνος για την Απολλωνίου. Πίσω απ’ τα παραθύρια της, τον κοιτούσε και θαύμαζε την ομορφιά του. 
   Όλα ξεκίνησαν μια βραδιά, τότε τον είχε δει από τόσο κοντά, που μπορούσε να τον αγγίξει. Βρέθηκαν στο ψιλικατζίδικο του κυρ Κώστα και της κόπηκε η ανάσα. Βγαίνοντας από το κατάστημα με το πακέτο τα τσιγάρα να έχουν χαθεί στην τεράστια χούφτα του, έπεσε πάνω της, κοντοστάθηκε και την κοίταξε φευγαλέα. Εκείνο το λίγο διάστημα ήταν τόσο έντονο που της Άντας της φάνηκε πως ο χρόνος είχε παγώσει. Εκείνη ξέχασε τι πήγε να αγοράσει και κοιτούσε τον ψιλικατζή σαν χαμένη.
   Με την πρώτη αυτή ματιά την γοήτευσε, τον ερωτεύτηκε. Αχ ήταν αυτή η υπέροχη καστανόξανθη σγουρή του κώμη που έπεφτε στους πλατιούς ώμους του, τα πράσινα μάτια του με τις λάγνες σπίθες τους, το θεληματικό του πηγούνι, τα σαρκώδη χείλη, το ανοικτό πουκάμισο στο ύψος του δασύτριχου στήθους του. Αρσενικό λες και βγαλμένο από την δεκαετία του ’80. Από τότε όχι μόνο τον ερωτεύτηκε, ήταν λες και την εξουσίαζε χωρίς καν να της έχει μιλήσει.
    Χαλάλι του μιας και ήταν ομορφάντρας κατά γενική ομολογία ο Μέμος και ίδιος σαν τον πατέρα του, τον Ηλία. Του έμοιαζε τόσο πολύ που αν υποθέσουμε ότι τον έβλεπε κάποια από τις εν ζωή μητριές του θα πάθαινε σοκ. Ίδιοι και στην κοψιά όπως και στον χαρακτήρα. Μεγάλο ρεμάλι ο Ηλίας, τεμπέλης και τζογαδόρος, εξαιρετικός ιπποδρομάκιας, επίσης και μεγάλος γυναικάς. Στις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70 είχε αφήσει μεγάλη κληρονομιά στην ανθρωπότητα, έξι γιούς και δυο κόρες. Τα βλαστάρια του μεγάλωσαν άγνωστα μεταξύ τους, στις φτωχογειτονιές του Πειραιά και της Αθήνας. Όχι όμως όλα, ήταν και κάποια που γεννήθηκαν σε πλουσιόσπιτα∙ από τις “στενές” γνωριμίες του με την κοσμική Αθήνα στον παλιό ιππόδρομο∙ στο Δέλτα του Φαλήρου, όπου πολλές φορές του έβγαινε και το άλογο και το “πρόσωπο”.
    Γνώρισε κάνα δυο μόνο από τα παιδιά του, πριν φύγει για το μακρύ, τελευταίο του ταξίδι, στα τέλη του 80. Κανείς δεν έμαθε από τι. Τα φιλαράκια του στις χαρτοπαικτικές λέσχες, στον ιππόδρομο και γενικά σε όλη την πιάτσα, πιθανολογούσαν πως ίσως να βούλωσε καμιά αρτηρία απ’ το τσιγάρο ή μπορεί να πήγε και από το πολύ πιοτό που ανταγωνίζονταν σκληρά μεταξύ τους, για χάρη του.
   Ο Μέμος δεν είχε την “τύχη” των αδελφιών του και έτσι δεν γνώρισε τον πατέρα του, μα ούτε και την μάνα του. Αυτή, ήταν επίσης μια πολύ όμορφη γυναίκα, αλλά ήταν μια πάμφτωχη εργάτρια, τι να έκανε εκείνη την εποχή; Αφού της πούλησε έρωτα ο Ηλίας και την άφησε έγκυο, εκείνη δεν ήθελε να το σκοτώσει αγέννητο. Το ήξερε όμως πως δεν γινόταν να το πει στους γονείς της και να γυρίσει στο χωριό με το μωρό, ανύπαντρη. Έτσι μόλις γεννήθηκε, τον παράτησε στο βρεφοκομείο για υιοθεσία, λίγο μετά παντρεύτηκε και έφυγε με τον σύζυγο της στην Αμερική. Ποτέ δεν του είπε για το μωρό αλλά το σκεφτόταν πολλές φορές. Ήλπιζε πως τον είχε υιοθετήσει κάποιο ευκατάστατο ζευγάρι και τον μεγάλωνε με αγάπη. Δυστυχώς δεν έγιναν έτσι τα πράγματα και το μωρό της μεγάλωσε στα ιδρύματα. Στην διευθύντρια του βρεφοκομείου Αθηνών άρεσαν πολύ τα αρχαιοελληνικά ονόματα κι έτσι τον βάπτισε Αγαμέμνων, μετά του κόλλησαν το Μέμος για ευκολία και έγινε συνήθεια.
   Ατίθασος από μικρός και γυναικάς, σαν τον συγχωρεμένο τον Ηλία κι ο Μέμος. Ο πιτσιρικάς δεν άφηνε θηλυκό για θηλυκό, φλέρταρε άτσαλα με τις καθαρίστριες, τις τραπεζοκόμους, ακόμη χωνόταν ανάμεσα και στις μαγείρισσες του ορφανοτροφείου που πολύ το διασκέδαζαν. Μεγαλώνοντας αφού άλλαξε δυο – τρία ιδρύματα∙ λόγω συμπεριφοράς, επιτέλους ενηλικιώθηκε και βγήκε μόνος του στον έξω κόσμο.   
    Είχε μάθει μέσα στο ίδρυμα λίγα ηλεκτρολογικά και επίσης να μπογιαντίζει, όμως ήταν τεμπέλης και έψαχνε το εύκολο χρήμα, με την ώθηση των γονιδίων του πατέρα. Έξω, γράφτηκε στο πανεπιστήμιο του πεζοδρομίου και έμπλεξε με τις καλές παρέες του κέντρου της Αθήνας. Σύντομα πήρε τον “ίσιο” δρόμο, μα ευτυχώς δεν είχε πολλά μπλεξίματα με τον νόμο γιατί φυλαγόταν από τα αξιόποινα. Του άρεσαν οι ακίνδυνες δουλίτσες της μέρας και τι αφύσικο, το χαρτί και ο ιππόδρομος, που στο μεταξύ είχε μετακομίσει από το Φάληρο για το Μαρκόπουλο. Τις νύχτες, τις αφιέρωνε στο ποτό και στις γυναίκες που είχε μεγάλη πέραση λόγω των φυσικών του προσόντων∙ φανερών ή μη.
   Όλα αυτά κρυφά εννοείται προς ώρας, γιατί στην νέα γειτονιά δεν γνώριζαν καθόλου για τον βίο και την πολιτεία του. Οι γυναίκες πάντως της γειτονιάς είχαν εντοπίσει την διόλου απαρατήρητη παρουσία του και να σου τα ψου ψου και τα μου μου. Η Άντα είχε κλείσει τα τριάντα εννιά. Ίσως δεν την βοηθούσε και τόσο πολύ η εμφάνιση της, ωστόσο ήταν καλόκαρδη, άξια στην εργασία της και νοικοκυρά. Το κακό όμως ήταν πως έτσι που ντυνόταν και χτενιζόταν, έδειχνε ακόμη μεγαλύτερη απ’ την ηλικία της, όπως έλεγαν οι κακές γλώσσες στην γειτονιά. Μπορεί λοιπόν να ήταν καλά τα οικονομικά της και επίσης της είχαν αφήσει και οι γονείς της αυτή την διώροφη μονοκατοικία, όμως άντρας δεν υπήρχε στην ζωή της. Στην γειτονιά τα γνωρίζανε όλα για εκείνη και πρώτη πρώτη η κυρά Ελπινίκη που τελούσε και χρέη προξενήτρας. Με το να λέει πάντα πολλά, είχε δώσει άθελα της πολλές πληροφορίες στον Μέμο για το πόσο καλό κορίτσι είναι και όλα τα στοιχεία που ήξερε για την Άντα, που την γνώριζε από παιδί. 

***

  Όλα άρχισαν από μια παραγγελία που δεν εκτελέστηκε ποτέ και μάλλον από μια νυχτερίδα και έναν μυρμηγκοφάγο στην Κίνα όπως λέγανε οι ειδικοί. Ο κ. Στεφάνογλου καλός πελάτης της εταιρείας, της είχε ζητήσει εκατοντάδες χιλιάδες χειρουργικές μάσκες αλλά και επίσης μάσκες υψηλής προστασίας για εξαγωγή στην Μέση Ανατολή, τον Ιούνιο του 2019. Η Άντα δούλευε χρόνια στην εισαγωγική εταιρεία αναλωσίμων υλικών PharmaGo. Στην αρχή ξεκίνησε από το τηλεφωνικό κέντρο, όμως μέσα σε σχετικά μικρό διάστημα με την εργατικότητα και την συνέπεια της πέρασε στην εμπορική διεύθυνση.
    Αν και πολύ έμπειρη η Άντα, για αυτήν την παραγγελία δεν είχε τηρήσει όλες τις διαδικασίες της εταιρείας. Ο Στεφάνογλου ήταν ένας πολύ ενεργός πελάτης, χονδρέμπορος και λόγω της καλής  σχέσης τους δεν του ζήτησε να προκαταβάλει τουλάχιστον το 50% του ποσού της παραγγελίας. Έτσι όταν ο Στεφάνογλου ακύρωσε την παραγγελία, λόγω αιφνίδιας πτώχευσης του πελάτη του, εκείνος είχε γλυτώσει την κανονιά, εντούτοις τα εμπορεύματα είχαν φορτωθεί ήδη στο καράβι και ταξίδευαν για Πειραιά. Ο εργοδότης της ο κύριος Καλίτσης, της είχε μεγάλη εμπιστοσύνη μιας και τόσα χρόνια ήταν άψογη στα καθήκοντα της και επίσης εκτιμούσε ιδιαιτέρως το ήθος και την τιμιότητα της∙ που είχε διαπιστώσει προσωπικά πολλές φορές στο παρελθόν. Τώρα ούτε στην Άντα ήθελε να βάλει τις φωνές, ούτε και να έρθει σε ρήξη με τον Καλίτση. Τον πόνεσε φυσικά να μείνει τόσο εμπόρευμα στις αποθήκες που είχε προκαταβάλει ήδη όλο το ποσό της αγοράς, αλλά εντάξει σκέφτηκε, “Ψωμί δεν είναι, μάσκες είναι και αργά ή γρήγορα θα πουληθούν”. Καλός και άγιος ο κ. Καλίτσης μα στα προσωπικά του ήταν τραγωδία. Είχε στην πλάτη του δυο δαπανηρά διαζύγια και ένα χοντρό φωτογραφικό λεύκωμα από τις εφήμερες σχέσεις του. Τώρα τελευταία τα είχε μπλέξει με μια ανερχόμενη αοιδό της νύχτας και ήταν πολύ απασχολημένος για να περνάει έστω μια φορά την εβδομάδα από την εταιρεία του. Και εδώ που τα λέμε είχε το κεφάλι του ήσυχο μιας και πίσω του είχε δυο ανθρώπους που εμπιστευόταν πολύ, την Άντα και τον Μενέλαο στην αποθήκη …   

***

    Λίγο πριν απ’ τα Χριστούγεννα του 2019, ο Μέμος ήδη κρυβότανε, δεν έβγαινε εύκολα από το σπίτι και αυτό μόνο για τσιγάρα που πολλές φορές του τα έφερνε η κυρά Ελπινίκη. Χρωστούσε πολλά, στον Αυστραλό με το όνομα, τον σκληρό τοκογλύφο. Τα άλογα που είχε ποντάρει τον τελευταίο καιρό, όχι μόνο δεν ήταν γκανιάν, αντιθέτως τον κάψανε ολοσχερώς. Χρωστούσε τουλάχιστον δέκα χιλιάρικα, τα οκτώ περίπου στον Αυστραλό και τα υπόλοιπα σε κάτι φίλους που δεν είχε μούτρα να τους δει και φυσικά δεν μπορούσε να περιμένει και δανεικά από κανέναν. Έλα όμως που ο Αυστραλός ήθελε τα λεφτά του και δεν αστειευόταν καθόλου. Στην κυρά Ελπινίκη φυσικά είχε πει πως χάλασε μια δουλειά που περίμενε – μια οικοδομή για βάψιμο - και τώρα ούτε για τσιγάρα δεν είχε.
   Και ενώ ο Μέμος κρυβότανε κανονικά και είχε μπει σε οικειοθελή απομόνωση, λίγο μετά την πρωτοχρονιά άρχισε το κακό. Μια ολόκληρη επαρχία με δεκάδες εκατομμύρια Κινέζους μπήκε σε καραντίνα. Ένας άγνωστος ιός, σκότωνε αδιακρίτως νέους και γέρους. Η κυβέρνηση απαγόρεψε την κυκλοφορία σε μια τεράστια περιοχή και όλος ο πλανήτης παρακολουθούσε με λίγη ανησυχία, αν και η επαρχία Χουμπέι στην Κίνα, φαινόταν πολύ μακριά. Πέρασαν λίγες μέρες και τα τηλέφωνα στην PharmaGo άρχισαν σιγά σιγά να χτυπάνε ζητώντας διάφοροι μάσκες. 
    Τούτες τις μέρες ήταν που βρήκε την ευκαιρία η πονηρή η κρητικιά και έκανε την κίνηση που περίμενε από καιρό. Το έβλεπε το παλικάρι και έλειωνε μέσα στο σπίτι, αχ αυτά τα πράσινα ματάκια του συνεχώς πεσμένα στο πάτωμα και εκείνο το “Κοριτσάρα” είχε ξεχαστεί πια. Τότε έβαλε το σχέδιο της σε δράση. Αφού ήξερε πως τον καλοβλέπει η Άντα∙ ποτέ δεν θα παραδεχόταν η ίδια τον έρωτα της μα οι ερωτήσεις της πολλές, την ειδοποίησε ότι τάχα της χρειαζότανε μια βοήθεια στο σπίτι, οπότε μόλις θα σχολούσε το απόγευμα την κάλεσε να περάσει. Βεβαίως την ώρα που θα ερχότανε, κανόνισε να κεράσει έναν καφέ και τον Μέμο…
   Δεν ήθελε και πολύ ο Μέμος, όχι μόνο πνιγμένος στα χρέη, κινδύνευε η ζωή του και η Άντα έτοιμη σαν ώριμο φρούτο να πέσει στην αγκαλιά του. Πλατωνικά φυσικά, γιατί η Άντα είχε δραγουμάνο πάνω απ’ το κεφάλι της, αφού η κυρά Ελπινίκη ήταν παλαιών αρχών και είχε λέει δώσει και λόγο στους γονείς της, ότι θα την προσέχει. Ο Μέμος το λοιπόν άρχισε να την επισκέπτεται συχνά στο διώροφο, πολλές φορές με την συνοδεία της κρητικιάς και πράγματι είχε μπει για καλά στον ρόλο του. Το έπαιζε καλό παιδί και άξιο παλικάρι, που Άσσο και Βαλέ δεν είχε πιάσει ποτέ στα χέρια του και άλογο δεν είχε δει στην ζωή του, πόσο μάλλον να τρέχει και στον ιππόδρομο. Για τις ανάγκες της σχέσης του με την Άντα, πήρε και την μπατανόβουρτσα και ανέβηκε στην σκάλα πάλι, γιατί ήταν ένας μικρομεσαίος εργολάβος ελαιοχρωματισμών. Ναι ένας τίμιος και συνάμα άτυχος οικοδόμος ήταν, που τον χτύπησε η κρίση ανελέητα και βρέθηκε σε μεγάλη ανάγκη τα τελευταία χρόνια, μέχρι και την μεζονέτα του στα Γλυκά Νερά είχε πουλήσει για να καλύψει τα χρέη του. Η Άντα δεν δίστασε να του δώσει δυο χιλιάδες ευρώ, κρυφά, για να ρυθμίσει τις δόσεις του στην εφορία. Ο ίδιος ξελάφρωσε αφού τις έστειλε αμέσως στον Αυστραλό, σε ένδειξη καλής θελήσεως, με το μήνυμα πως σύντομα θα ξεχρεώσει, αφού είχε κερδίσει το “Λαχείο”…
   
    Αρχές Φεβρουαρίου, ένα απόγευμα μετά την δουλειά της, η Άντα πέρασε να τον δει. Πίνανε καφεδάκι με την νοικοκυρά του. Και όπως σύμφωνα με τους αρχαίους ενός κακού μύρια έπονται, τους ξεφούρνισε το νέο. Για εκείνη την παραγγελία του Στεφάνογλου που έμεινε στις αποθήκες και τώρα ήταν χρυσός για την εταιρεία, για τα πλήθη των Κινέζων που έψαχναν μάσκες για την καραντίνα. Ο Μέμος ξεροκατάπιε, όχι, όχι, δεν έφταιγε το γλυκό νερατζάκι της κυρά Ελπινίκης που τον χτυπούσε με όλη την δύναμη της στην πλάτη για να ξεκολλήσει από τον λαιμό του. Το βράδυ που πήγε να ξαπλώσει ονειρευόταν μετρητά. Τα είχε μάθει και ο ίδιος τα νέα στην πιάτσα και να που τώρα είχε έρθει η ευκαιρία που έψαχνε χρόνια. Σίγουρα και δίχως τζόγο.
“Άρε Λίτσα τώρα να δεις τι θα πει Μέμος…”

   “θέλω να σε έχω πριγκίπισσα, στο σπίτι μας. Η γυναίκα του Μέμου δεν μπορεί να δουλεύει…” έλεγε στην Άντα και σιγά σιγά της το έσκασε το παραμύθι. Τέτοιο κορίτσι ποιος δεν θα το ήθελε; Όμως για να παντρευτούν έπρεπε να ορθοποδήσει η δουλειά του, μια φορά δέχθηκε χρήματα από τον άνθρωπο του, της έλεγε, για να γίνουν όλα όπως πρέπει, χρειαζόταν αρκετά χρήματα και ήθελε να είναι βγαλμένα όλα από τον δικό του κόπο. Η πρόταση του ήταν απλή και η Άντα και πολύ ερωτευμένη και πολύ παραμυθιασμένη. Η αποθήκη είχε αρκετό εμπόρευμα λόγω της ακυρωμένης παραγγελίας και οι κινέζοι ζητούσαν μάσκες, πολλές μάσκες και το χρήμα πολύ και ζεμάταγε. Θα τιμολογούσε η Άντα στην καλύτερη τιμή που μπορούσε σε μια εταιρεία ενός αδελφικού φίλου του Μέμου και έπειτα οι μάσκες θα πωλούνται σε μια κινεζική εταιρεία που είχε έδρα την Αθήνα. Τα κέρδη θα ήταν τεράστια γιατί οι κινέζοι πάνω στον πανικό τους να βρουν ποσότητες αγόραζαν όσο - όσο. Μόλις τους πλήρωναν θα κάλυπταν στην Άντα την πίστωση των 30 ημερών και ο φίλος θα έπαιρνε ένα μερίδιο για να βγάλει την εφορία του μοναχά, έτσι όλα τα άλλα κέρδη θα έμεναν στον Μέμο. Θα ξεχρέωνε σε εφορίες, ΙΚΑ, προμηθευτές και θα έπαιρνε και πάλι την εταιρεία και την τύχη στα χέρια του. Μετά το συντομότερο δυνατό θα παντρευόταν με τραγούδια και χαρές…

***
Μπήκε η Μεγάλη Εβδομάδα, τον Απρίλιο του 2020 εκτός από τα ανθισμένα δέντρα και τα ταπεινά αγριολούλουδα τίποτα άλλο δεν θύμιζε την θλιμμένη ανοιξιάτικη γιορτή της χριστιανοσύνης. Λόγω της απαγόρευσης κυκλοφορίας και του συνόλου των περιοριστικών μέτρων, τα Θεία Πάθη θα έφταναν στους πιστούς μέσα από τις κάμερες, οι εκκλησίες θα λειτουργούσαν κλειδωμένες, με έναν παπά και ένα ψάλτη. Οι επιτάφιοι θα παρέμεναν αστόλιστοι από τις γυναίκες, μέσα στους ναούς, απροσκύνητοι. Οι γειτονιές δεν θα πλημμύριζαν ούτε από τους θρησκευόμενους, μήτε από τις γυναικείες φωνές που κάθε χρόνο έψελναν ακολουθώντας τον Επιτάφιο το «Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος; Υιέ Θεού παντάναξ, Θεέ μου πλαστουργέ μου, πώς πάθος κατεδέξω;» Η Ανάσταση θα τελούνταν δίχως πιστούς και μεταλαβιά, δίχως αγκαλιές και φιλιά, δίχως τσουγκρίσματα και μαγειρίτσες με όλη την οικογένεια γύρω από το τραπέζι. Το Πάσχα δεν θα γιορτάζονταν φέτος παραδοσιακά, ούτε οι οικογένειες έπρεπε να ανταμώσουν, οι παππούδες και οι γιαγιάδες δεν θα αγκάλιαζαν τα εγγόνια τους, μόνο από τις οθόνες έπρεπε να δουν τα αγαπημένα πρόσωπα και τις φωνές τους να ακούσουν από τα τηλέφωνα.

   Την Μ. Πέμπτη μίλησε με τους γονείς της στο τηλέφωνο, οι δυο τους ήταν αποκλεισμένοι στο χωριό της ορεινής Αρκαδίας όπου κατοικούσαν τα τελευταία χρόνια. Όσο δύσκολο και να ήταν δεν θα μπορούσαν να βρεθούν με την μοναχοκόρη τους μέχρι οι γιατροί να σιγουρευτούν ότι έχει περάσει η καταιγίδα. Η Άντα ήταν χαμογελαστή, δεν της ξέφυγε κουβέντα, δεν ήθελε να μάθουν τίποτα που θα τους στεναχωρούσε. Τους ευχήθηκε καλή Ανάσταση αν και θα τα ξαναέλεγαν. Όταν έκλεισε η γραμμή, τότε βούρκωσε. Πάνε όλα τα όνειρα που είχε κάνει. Πόσο άμυαλη ήταν, πόσο πίστεψε τα λόγια του, τον εμπιστεύτηκε σαν μικρό παιδί. Έφυγε από την δουλειά ντροπιασμένη, ζήτησε από τον κύριο Γιώργο στο λογιστήριο, να κάνει έναν διακανονισμό και έφυγε παραιτούμενη από όλα τα δικαιώματα της, ενώ ο Καλίτσης έλειπε και ακόμη δεν είχε μάθει τίποτα περί Μέμου και λοιπών. Τώρα εκείνος θα γελούσε με την Λίτσα, την μεγάλη αγάπη του, αλλά ποιος ξέρει μήπως την κορόιδευε και αυτήν;

   Της κυράς Ελπινίκης, κόντεψε να της έρθει εγκεφαλικό, αυτήν τον ξεσκέπασε. Κρυφάκουσε τρία τηλεφωνήματα του με την λεγάμενη για να είναι σίγουρη. Ο Μέμος χαχάνιζε και μιλούσε τόσο δυνατά που εκείνη άκουσε όλο το σχέδιο του ώστε να ξεκοκαλίσει το θύμα του. Και μετά περίμενε λίγο για να τον ξεσκεπάσει και να τον διώξει με τις κλωτσιές από το σπίτι. Το κακό όμως είχε γίνει, οι μάσκες είχαν πουληθεί σε μια εταιρεία φάντασμα και είχαν αφήσει στην Άντα ανεξόφλητα τα τιμολόγια.
   Ευτυχώς η απάτη του αποκαλύφθηκε σύντομα∙ αν και άφησε πίσω του κάπου στα 15000 €. Ο Μέμος όμως ήδη είχε βγάλει αρκετά, πουλούσε τις μάσκες πανάκριβα τώρα και στην μαύρη αγορά του κέντρου της Αθήνας. Αμέσως μόλις ξέσπασε η επιδημία και στην Ελλάδα, εκμεταλλεύτηκε την ανασφάλεια των ανθρώπων και έκανε χρυσές δουλειές με τις μάσκες της Άντας και εντός των συνόρων. Για να την πείθει να τιμολογεί στην εταιρεία φάντασμα και να αφήνει πίσω άλλες παραγγελίες ή να τους κόβει ποσότητες, όλο και την ενθάρρυνε. “Λίγο ακόμη μωρό μου, μόλις τελειώσει η καραντίνα θα ετοιμαστούμε σιγά σιγά για τον γάμο μας. Ξεχρέωσα την εφορία, να τελειώσω και με το ΙΚΑ και κάποιους προμηθευτές, να έχω πρόσωπο να αγοράζω χρώματα, κόλλες και στόκους και μετά ποιος με πιάνει” Τέλειωσε όμως γρήγορα αλλά και άδοξα η καριέρα του ως εμπόρου αναλωσίμων. Μετά από ένα τηλεοπτικό ρεπορτάζ τον πήρε και αυτόν η μπάλα. Λίγο πριν την Μεγάλη Εβδομάδα, ένας ασφαλίτης τελικά τον έπιασε για τα καλά, αφού πουλούσε εν μέσω της απαγόρευσης κυκλοφορίας μάσκες στο μοναστηράκι, φυσικά σε εξωφρενικές τιμές και φυσικά, δίχως παραστατικά. Του κόλλησαν και δυο τρεις άλλες παραβάσεις και έμπλεξε εκεί που όλα πήγαιναν πρίμα…       
  Το βράδυ της Μ. Παρασκευής, κατά τις οκτώ, χτύπησε το κουδούνι της, ήταν ο Μενέλαος, ο αποθηκάριος.
- Μενέλαε, ρώτησε έκπληκτη η Άντα.
- Μπορώ να περάσω μέσα;
Ο Μενέλαος, ο συνάδελφος της ήταν ένας άντρας σοβαρός λίγο πάνω απ΄ τα σαράντα. Λιγομίλητος, δεν ανοιγόταν εύκολα. Στην Άντα μιλούσε επίσης πολύ λίγο και σπάνια για κάτι εκτός δουλειάς. Εκείνη ποτέ δεν τον είχε ρωτήσει για τα προσωπικά του, όμως σίγουρα καταλάβαινε πως ήταν ένας γλυκός άνθρωπος.
- Πως είσαι Άντα;
- Πως να είμαι Μενέλαε, χάλια, τα έκανα όλα,
- Άντα, την διέκοψε εκείνος, θέλω να ξέρεις πως δεν σε κατηγορώ για τίποτα και κανείς στην εταιρεία. Ερωτεύτηκες αυτό είναι όλο και εγώ κάποτε έτσι ακριβώς εμπιστεύτηκα μια κοπέλα και… άστα, κοινές ιστορίες. Δυστυχώς ήταν ένα μούτρο, όταν ερχόταν στην εταιρεία να παραλάβει εμπορεύματα μου ερχόταν να τον χτυπήσω. Η Άντα τώρα έβλεπε έναν διαφορετικό Μενέλαο, δεν ήταν αυτός ο κλειστός, λιγομίλητος τύπος. Το έβλεπε στα μάτια του, το άκουγε στον ήχο, στο χρώμα, στον τόνο της φωνής του. Ήταν πληγωμένος σαν και εκείνη,
- Και ξέρεις ποιος δεν σε κατηγορεί, πρώτος πρώτος; Την ρώτησε. Εκείνη σήκωσε τους ώμους,
- Ο κύριος Καλίτσης. Ναι αυτός !!!! Και μου είπε ότι δεν κάνει δεκτή την παραίτηση σου, την Τρίτη το πρωί σε περιμένει στην εταιρεία. Ούτε έκλεψες ούτε έκανες κάτι τόσο κακό εκτός του να φερθείς ηλίθια σαν μια ερωτευμένη γυναίκα. Και από έρωτες ξέρει καλά και έχει πληρώσει ακριβά και ο ίδιος τόσα χρόνιααααα. Ο Μενέλαος χαμογέλασε τόσο πολύ θυμούμενος τα λόγια του εργοδότη του και παράλληλα τις τόσες ερωτικές του περιπέτειες. Βλέπεις πολλές φορές τον έστελνε για θελήματα και άθελα του μάθαινε πρόσωπα και καταστάσεις. Η Άντα τώρα έβλεπε έναν άλλο άνθρωπο πια, έναν άντρα σοβαρό, γλυκό αλλά και με χιούμορ.
- Ξέρεις ποιος ήρθε από την δουλειά και ξεκαθάρισε την υπόθεση και τα είπε όλα με το νι και με το σίγμα;
- Ποιος; Αναρωτήθηκε εκείνη με έκδηλη απορία.  
Η γειτόνισσα σου, η κυρά Ελπινίκη, ήρθε σήμερα πριν κλείσουμε για να πληρώσει την ζημιά, όπως είπε στον Καλίτση, τα απλήρωτα τιμολόγια και με κέρδος.
- Μα πως; Όχι τι έκανε δεν το δέχομαι.
- Θα σου τα πει, όλα η ίδια…
Κάθισαν μαζί αρκετά εκείνο το βράδυ και συζήτησαν μέχρι αργά, είπαν και προσωπικές ιστορίες.
   Το βράδυ της Ανάστασης ήρθε πάλι ο Μενέλαος. Του μίλησε για την κυρά Ελπινίκη που της εξήγησε τα πάντα. Αφού έπιασαν τον Μέμο, μετά δυο μέρες την πήρε τηλέφωνο, την κάλεσε για να της πει, “Κοριτσάρα μου εντάξει, έσφαλα, όμως δεν είμαι και κακούργος, ένας Αγαμέμνονας δεν πέφτει τόσο χαμηλά. Και αν η Λίτσα βγήκε σκάρτη, ακόμη μια φορά, η Άντα είναι ψυχούλα και εσύ ένας κορίτσαρος που δεν περιγράφεται. Άκουσε με λοιπόν, υπάρχουν αρκετά λεφτά στο σπίτι, εγώ έχω πληρώσει τα χρέη μου στους τοκογλύφους, έχω και στην τράπεζα, οπότε ξεμπέρδεψα. Όσα βρεις δώστα να πληρώσω το εμπόρευμα και με το παραπάνω. Τι φταίει το κορίτσι να πληρώσει και για αυτό, φτάνει η δική μου απάτη”. Όταν η σπιτονοικοκυρά άνοιξε το σπίτι, βρήκε μέσα τριάντα χιλιάδες ευρώ όπως της είχε υποδείξει ο πρώην νοικάρης της και αμέσως εκείνη προσωπικά της πήγε στον Καλίτση, για να του εξηγήσει πως έγιναν όλα. Να συγχωρέσει το κορίτσι, να αλαφρύνει και η δική της η καρδιά, η αλαφρόμυαλη, που έμπλεξε την κοπέλα…
   Μ’ αυτόν τον τρόπο όλα είχαν τακτοποιηθεί, όλα εκτός από την πικρή γεύση που είχε ακόμη η Άντα στο στόμα της. Σίγουρα χρειαζόταν τον καιρό της, όμως είχε πια έναν άνθρωπο που συμπαθούσε, που γνώριζε χρόνια και ίσως…
- Έλα, Μενέλαε, γύρισε από την κουζίνα με δυο λευκά κεριά, έλα, φέτος όλοι θα βγουν στα μπαλκόνια τους πάμε και εμείς πιο ψηλά, έλα μαζί μου.
    Όλη η γειτονιά πλάι στον λόφο Φιλοπάππου είχε βγει στα μπαλκόνια, οι δυο τους ανέβηκαν στην ταράτσα της μονοκατοικίας. Από εκεί ψηλά έβλεπες μεγάλο μέρος της Αθήνας προς την Ακρόπολη, τον Λυκαβητό αλλά και κάτω προς την θάλασσα, το Φάληρο και τον Πειραιά. Από κάποια τηλεόραση είχαν βάλει την λειτουργία από την Μητρόπολη Αθηνών στην διαπασών. Τι περίεργη, πόσο διαφορετική νυχτιά. Οι δρόμοι έρημοι και όμως ο κόσμος είχε βγει στα μπαλκόνια. Δυο εδώ, τέσσερις, πέντε αλλού, σε όλη την Αθήνα ίδια εικόνα. Πρόσωπα που άλλη φορά μπορεί να μην είχες δει ποτέ, να μην είχες ανταλλάξει μια καλημέρα, τώρα στεκόταν με τα κεριά αναμμένα και περίμεναν το Χριστός Ανέστη, έτοιμη να μιλήσουν να σπάσουν την καραντίνα, να διαλύσουν την μαυρίλα.
   Η φωνή του Αρχιεπισκόπου ακούστηκε δυνατά μέσα από την τηλεόραση, φέρνοντας το μήνυμα της Αναστάσεως, την νίκη της ζωής επί του θανάτου, επί της φθοράς, επί της λήθης. Η Άντα και ο Μενέλαος αντάλλασσαν ευχές με όλους τους γείτονες, ήταν εκπληκτικό το πως μέσα σε ένα βράδυ οι δυο τους γινήκαν ένα, κάτω από το Αναστάσιμο Φως. Ο Μενέλαος χαμογελούσε ευτυχισμένος κι Άντα έλαμπε από την χαρά της, λες και δεχόταν τα συγχαρητήρια για τους αρραβώνες με αυτόν που έμελλε να γίνει ο σύντροφος της ζωής της…

“Χριστός Ανέστη”   -  “Αληθώς Ανέστη”


    Δυο χρόνια μετά η Άντα με το Μενέλαο είχαν αποκτήσει το πρώτο τους παιδί, ήταν Μεγάλη Εβδομάδα πάλι, μια κανονική Μ. Εβδομάδα με τους πιστούς στις εκκλησίες και τις οικογένειες και πάλι αγκαλιά γύρω απ’ τα πασχαλινά τραπέζια. Τώρα η διώροφη μονοκατοικία είχε πλημμυρίσει από γέλια και ευτυχία, ο Μέμος και οι μάσκες είχαν ξεχαστεί. Το ζευγάρι με το παιδάκι τους ετοιμαζόταν να κατεβούν για να προσκυνήσουν τον Χριστό στον επιτάφιο, στην Εκκλησία των Τριών Ιεραρχών λίγο πιο κάτω από το σπίτι τους και μετά σίγουρα σε δυο ακόμη εκκλησίες, ίσως με τα πόδια ή το αυτοκίνητο αν γκρίνιαζε ο μικρός.
Το κουδούνι χτύπησε δυο τρεις φορές νευρικά, ήταν η κυρά Ελπινίκη.
- Άντα, Άντα. Η κοπέλα έτρεξε να ανοίξει.
- Καλημέρα και του χρόνου, πήγες στην εκκλησία ήδη; Τι συμβαίνει και είσαι τόσο βιαστική.
- Γράμμα, γράμμα από τον Αγαμέμνων, από την Αμερική, μόλις μου το έφερε ο ταχυδρόμος. Η Άντα άνοιξε τον φάκελο με μεγάλη απορία, η κυρά Ελπινίκη το ίδιο.


“Αγαπημένα μου κορίτσια Ελπινίκη και Άντα. Μην νομίζετε πως επειδή λείπω μακριά δεν μαθαίνω τα νέα σας, καλά να είναι ο κυρ Κώστας. Άντα να σου ζήσει το αγοράκι σου, εύχομαι να είναι καλόκαρδο όπως εσύ. Φαίνεται όταν έκανα και εγώ μια καλή πράξη στην ζωή μου, κάποιος είπε να μου δώσει πίσω ένα κομμάτι από αυτήν την δύσκολη ζωή που έζησα στα ορφανοτροφεία. Μέσα από μια εκπομπή με έπιασαν με τις μάσκες, αλλά μέσα από την τηλεόραση με είδε και η μητέρα μου που με αναζητούσε χρόνια τώρα. Βλέπεις λέει είμαι ίδιος ο πατέρας μου, δεν χρειάστηκε και πολύ. Την αγκαλιά της μάνας μου που έχασα τόσα χρόνια, την έχω πια και με το παραπάνω. Δεν της κρατώ κακία που κάποτε αναγκάστηκε να με αφήσει, η ζωή είναι δύσκολη και κάπως έτσι γίνονται πολλά, εγώ το ξέρω αυτό πολύ καλά. Πριν λίγους μήνες ήρθα να την βρω στην Αμερική, να ξεκινήσω μια νέα ζωή. Η φτωχή εργάτρια, τώρα έχει ένα τεράστιο και πολύ όμορφο σπίτι στα προάστια της Νέας Υόρκης και μια αλυσίδα από ζαχαροπλαστεία, έχω και δυο αδέρφια, το πιστεύετε; Για ακόμη μια φορά σας ζητώ συγνώμη και μέρες του Πάσχα που έρχονται ελπίζω ότι θα την έχω.

Με αγάπη

Μέμος

Αφιερωμένο σε όλους τους συναδέλφους μου…

Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ
19/4/2020


Ζωγραφική Ντίνος Παπασπύρου
1. ΤΜΗΜΑ ΠΙΝΑΚΑ - ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ-61, Αρχοντικό στην Πάνω Πόλη, τέμπερα, 22Χ31 εκ., 1996
2. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-105, Μεγάλη Πέμπτη σε εκκλησάκι στο Ντουμπρόβνικ, τέμπερα, 38Χ18 εκ., 2011, Κωδ. 777

3. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ-71, Η εκκλησία Μεταμορφώσεως στην Καλαμαριά, τέμπερα, 21.5Χ14 εκ., 1997  






ΦΙΛΟΙ ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΓΗ