Σάββατο, Δεκεμβρίου 25, 2021

Στάση Κυβέλεια

 Ιστορίες της στάσης

 

Στάση Κυβέλεια

 

   Απόγευμα παραμονής Χριστουγέννων! Ο Σέργιος πάρκαρε το αυτοκίνητο λίγο μετά την στάση Κυβέλεια. Μεγάλη τύχη να βρει μέρος τόσο κοντά στο σπίτι του, ευτυχώς γιατί τα πόδια του δεν τον κρατούσαν. Όλη μέρα στο μεγάλο εμπορικό στην Τσιμισκή, ιδρωμένος, με την μάσκα στο πρόσωπο, ανεβοκατέβαζε κιβώτια από την αποθήκη στους ορόφους. Τώρα στις γιορτινές μέρες από τον πολύ κόσμο δεν προλάβαιναν να γεμίσουν τα ράφια και αδειάζαν μονομιάς. Ειδικά στο τμήμα με τα Χριστουγεννιάτικα όπου οι μπόμπιρες τα ήθελαν όλα και οι γονείς τέτοιες μέρες δεν χαλούσαν χατίρι, δεν απόσωνε να αδειάσει το καρότσι του και σε λίγο η προϊσταμένη του τρίτου ορόφου καλούσε και πάλι την αποθήκη. Με τόσο πίεση για τις αγορές των Χριστουγέννων, με τόσο στολίδι κάθε χρόνο από Αύγουστο και μετά που έφταναν τα κοντέινερ από Κίνα, είχε χάσει την αίσθηση των γιορτών. Δεκαπέντε χρόνια τώρα στο εμπορικό δεν είχε αμφιβολία, μόνο για τα ψώνια ενδιαφερόταν όλοι, διασκέδαση και φαγητό, πέρα από εκεί νόημα κανένα για τους πολλούς. Μ’ όλα αυτά στο μυαλό του είχε χάσει κάθε όρεξη για τις γιορτές και στο σπίτι του δεν στόλιζε ποτέ, ούτε ένα λαμπάκι τα τελευταία χρόνια.

  Έξω φυσούσε ένας ελαφρύς Βαρδάρης, ξαστεριά και κρύο ξερό που έκοβε την ανάσα. Παραδίπλα, στο σκοτάδι, δυο άντρες κρατούσαν μια χαρτοσακούλα και έσκυβαν κάτω από ένα αμάξι. Δεν έδωσε καμία σημασία, ήταν τόσο κουρασμένος που δεν είχε κουράγιο ούτε για να βγει από το αυτοκίνητο. Έπιασε το κινητό από την βάση στο ταμπλό και κάθισε στην ζεστούλα που κρατούσε ακόμη απ’ το καλοριφέρ. Κοίταξε τα μηνύματα του. Η ξαδέρφη του με τα δυο μωρά της θα ερχόταν αύριο στους γονείς του στο τραπέζι. Περνούσαν πολλές φορές τις γιορτές μαζί μιας και ο άντρας της ήταν ναυτικός σε ποντοπόρα πλοία. Αυτό το γιορτινό τραπέζι στους γονείς ήταν το μόνο που τον συνέδεε ακόμη με τα Χριστούγεννα.

   Χαζολόγησε λίγο παραπάνω, κοιτώντας κάτι αστεία βίντεο. Κάποια στιγμή, οι δυο άντρες με την χαρτοσακούλα πέρασαν δίπλα του, βαδίζοντας προς την στάση. Κοίταξε πάλι το κινητό του, όχι όμως για ειδήσεις, ούτε λόγος, είχε μπουχτίσει τον τρόμο και τον θανατικό της πανδημίας. Παρόλα αυτά κανείς δεν αμφέβαλε πως τα φετινά Χριστούγεννα ήταν λίγο καλύτερα, λίγο πιο ελεύθερα για όλους, παρά την υποχρεωτική χρήση μάσκας παντού, για δεύτερη χρονιά. Τουλάχιστον φέτος οι παιδικές φωνούλες ακούστηκαν, έστω και κάτω από τις μάσκες. Πάλι καλά όμως γιατί πέρυσι τα κάλαντα δεν είχαν αντηχήσει στις γειτονιές και τέτοια ώρα όλοι είχαν κλειστεί στα σπίτια τους με την νυχτερινή απαγόρευση κυκλοφορίας που θύμιζε πιότερο την γερμανική κατοχή. Έτσι και αλλιώς όμως η ψυχολογική κούραση ήταν μεγάλη, δεν έφτανε η περιβόητη μετάλλαξη Δέλτα και τώρα είχαν νέα μέτρα για την Όμικρον. Σε λίγο όλο το ελληνικό αλφάβητο πιθανά θα εξαντλούνταν ως έλεγαν ειδικοί και μη.

    Κρύωσε ο αέρας μέσα στο αμάξι και σήκωσε το φερμουάρ στο μπουφάν μέχρι τον λαιμό του, καιρός να πηγαίνει. Άνοιξε την πόρτα του πολυκαιρισμένου Citroen και βγήκε σιγά, κατάκοπος. Κλείδωσε και περπάτησε προς την στάση, το σπίτι του ήταν ακριβώς απέναντι της. Στην πολυκατοικία πάνω και κάτω απ’ το σπίτι του είδε τις φωταψίες, οι γείτονες είχαν κρεμάσει σειρές τα λαμπιόνια μαζί με στεφάνια, αστέρια και καμπανούλες. Σωροί ολόκληροι από δαύτα, του είχαν κόψει την μέση να τα κουβαλάει πάνω κάτω…

***

- Ηρακλής Πουαρό, ο Σέργιος άκουσε μια γυναικεία φωνή και γύρισε προς την στάση, Ηρακλής Πουαρό ο Στέφανος, επανέλαβε μια νεαρή γυναίκα που καθόταν στην στάση και συνέχισε, ευτυχώς, ευτυχώς το βρήκε! Είχε χωθεί μέσα στην λαμαρίνα σε εκείνο το αυτοκίνητο, του έδειξε με το χέρι. Ο Σέργιος κατάλαβε πως πρέπει να μιλούσε για έναν από τους δυο άντρες με την χαρτοσακούλα που είχε δει πριν μέσ’ στο σκοτάδι. Εκείνη σηκώθηκε λες και τον περίμενε και με δυο τρία γρήγορα βήματα τον έφτασε. Ο Σέργιος κινήθηκε και η γυναίκα τον ακολούθησε καθώς διέσχιζε την Κωνσταντινουπόλεως.

- Από το πρωί το ακούω να νιαουρίζει και δεν μπορούσα να το βρω, εδώ την έβγαλα στην στάση, μου κρατούσε παρέα και η Άλκηστις. Ο Σέργιος κοντοστάθηκε στο πεζοδρόμιο ακριβώς κάτω από την πολυκατοικία του και άκουγε σιωπηλός την άγνωστη γυναίκα. Εκείνη λες και τον ήξερε χρόνια, συνέχιζε να του μιλάει,

- Η Άλκηστις, σαν το γατάκι μου, αδέσποτη και αυτή, μόνο το όνομα της ξέρει, τίποτα άλλο. Γυρνάει χειμώνα καλοκαίρι δεξιά αριστερά, τρυπώνει το βράδυ στο Ιπποκράτειο και αξημέρωτα βγαίνει και τριγυρνάει πάλι στους δρόμους. Με είδε το πρωί να κοιτάω κάτω από τα αμάξια και με ρώτησε, σαν της είπα ότι ψάχνω το γατάκι που υιοθέτησα από μια κυρία στο Πανόραμα, δεν έφευγε από δίπλα μου. Δεν μιλούσε αλλά το έβλεπα στα μάτια της πόσο ήθελε να βρεθεί αυτό το πλασματάκι, να βρει αυτό τουλάχιστον σπίτι και αγκαλιά. Να μόλις τώρα την έδιωξα με το ζόρι, σαν μου το βρήκε ο Πουαρό μου. Ο Στέφανος ντε, την έδιωξα να πάει να ζεσταθεί. Ξέρεις τώρα αυτό το κορίτσι είναι τόσο αγνό σαν άγγελος, ένας φτωχός, κουρελής άγγελος που ζει αόρατος ανάμεσα μας. Πάλι με έπιασαν τα ποιητικά μου αλλά τέτοιες μέρες που είναι, πληγώνομαι με την σκληρότητα μας. Άντε φεύγω τώρα, πάγωσα. Τα ακούς εσύ πονηρούλη; Μην το σκάσεις πάλι, θα μας βαρεθεί ο Πουαρό. Γύρισε στον Σέργιο και πριν χαθεί με το γατάκι της, του είπε χαμογελαστά,

- Καλά Χριστούγεννα…

  Ο Σέργιος έμεινε μόνος, γύρισε και κοίταζε πάλι την σκουρόχρωμη μεταλλική στάση. Τι περίεργη συνάντηση; Λες και η κούραση του είχε φύγει ξαφνικά, απέμεινε μόνος να κοιτάζει την στάση. Σε λίγο ένα λεωφορείο πέρασε με ταχύτητα χωρίς να σταματήσει, στην άδεια στάση. Στον παγωμένο Βαρδάρη όλα είχαν μια εκπληκτική διαύγεια,  κι στάση άλλαζε μορφή στα μάτια του.

   Δεν είδε τίποτα άλλο, εκτός από την γυναίκα, την μάνα, που πάνω στο σιδερένιο παγκάκι της στάσης κρατούσε μέσα σε μια κουβέρτα το ξυλιασμένο γατάκι, το κρατούσε σαν Παναγιά, σφιχτά μέσα στο κόρφο της και από πάνω τους, η Άλκηστις, ένας Άγγελος του δρόμου να τις σκεπάζει με τα ολόλευκα φτερά της. Μια σιδερένια φάτνη του Χριστού, καταμεσής του δρόμου. Ένα δάκρυ έτρεξε στο μάγουλο του…

Καλά Χριστούγεννα φώναξε στον παγωμένο αέρα, καλά Χριστούγεννα.

 

Στους αγγέλους των δρόμων.

Σε όλη την ομάδα του audiobook για το καραβάκι, δώρο Χριστουγέννων.

Στην Μαρία μου για το μοίρασμα ευαισθησίας και την ιδέα των ιστοριών της στάσης.


Α.  Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ

25 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2021

 

Ζωγράφος Ντίνος Παπασπύρου

ΠΙΝΑΚΑΣ-ΓΑΤΟΥΛΕΣ-124, Γατούλα του χειμώνα, τέμπερα, 27Χ17 εκ., 2014, Κωδ. 1192

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 13, 2021

ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ


 Χριστούγεννα ήρθαν ξανά


Χιόνισε το βράδυ αργά στην μικρή μας γειτονιά,

πόλεμο στήσαν τα παιδιά,

χιονόμπαλες για πυρομαχικά,

φωνές και γέλια θα αντηχούν παντοτινά,

Χριστούγεννα στην μικρή μας γειτονιά.

Στα τζάκια κάστανα ευωδιαστά,

όλοι γύρω απ' την φωτιά και

ο παππούς αφηγείται παραμύθια μαγικά.

Καλικάντζαροι, πλάσματα φοβερά,

και έπειτα για το αστέρι της Βηθλεέμ μιλά,

για το Βρέφος και την Παναγιά,

την φάτνη, τους μάγους και τα ζωντανά,

Χριστούγεννα και εμείς παιδιά.

Πέρα απ' τις ευτυχισμένες γειτονιές

χιόνισε και στις σκηνές.

Αδύναμες είναι οι φωτιές,

τα πρόσωπα τους σκυθρωπά,

χαραγμένα απ' την προσφυγιά.

Εδώ οι παππούδες σώπασαν πια

κι απ' τα χείλη τους κανένας

δεν θα ακούσει ιστορίες, παραμύθια μαγικά.

Ο δικός τους ο Χριστός, 

δάκρυα μετρά.

Μέσα στο χιονιά ζουν και εδώ παιδιά,

τα χέρια τους είναι ξυλιασμένα και γυμνά,

δεν έχουν σκούφους πολύχρωμους, κασκόλ πλεκτά,

στις σκηνές τους δεν λαμπυρίζουν φωτάκια γιορτινά.

Ορφανοί Χριστοί, τις χιονονιφάδες κοιτούν σιωπηλά,

πόλεμο δεν

θα παίξουνε ξανά,

δεν τον λαχταρά η δική τους η καρδιά,

μόνο ένα σπιτικό, μια νέα γειτονιά...


~ ~


Κύλησε ο χρόνος και οι ζωές

όμως ακόμα υπάρχουνε σκηνές,

παιδιά πνίγονται στις θάλασσες.

Ογδόντα και χρονών

μα σαν παιδί μικρό

απαρηγόρητος τον κόσμο μας κοιτώ,

θεριό ο άνθρωπος, ανήμερο.

Τι και αν μπαμπάκι γινήκαν τα μαλλιά,

Τι και αν παππού με φωνάζουν τα μικρά,

πάντα θα χιονίζει στην δική μου γειτονιά


~ ~


Χρόνια και χρόνια μετά

Χριστούγεννα ήρθαν ξανά

και εγώ είμαι μια μνήμη τώρα

μια νιφάδα του χιονιά

που επιστρέφω πάλι στην δική μου γειτονιά.

Λίγο πιο μακριά, η ίδια εικόνα σαν αλλοτινά,

δεν έχουν σκούφους πολύχρωμους, κασκόλ πλεκτά,

στις σκηνές τους δεν λαμπυρίζουν φωτάκια γιορτινά.

Πόλεμο δεν λαχταρά η δική τους η καρδιά,

μοναχά ακούγεται μια προσευχή στην άγια την νυχτιά,

για ένα σπιτικό, μια νέα γειτονιά...


 



Χριστούγεννα στο Αιγαίο


Χριστούγεννα, γύρω ομίχλη, σκοτεινιά

και ο μικρός Χριστός αγκαλιασμένος με την Παναγιά,

μέσα σε μια βάρκα, μαζί με των προσφύγων τα μωρά,

κλαίει, πεινασμένος, φοβισμένος σαν κι αυτά.

Μάγοι δεν φέραν δώρα ακριβά,

ούτε αστέρι φώτισε τον δρόμο του από ψηλά

ξεκίνησε απ' της Τουρκίας μια ακρογιαλιά

και ήρθε στον κόσμο μέσα σε ένα φουσκωτό,

κάπου απέναντι από την Μυτιλήνη,

την Σάμο, την Τήλο ή την Κω.



Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ

12.2015

Ντίνος Παπασπύρου: ΠΙΝΑΚΑΣ--ΤΟΠΙΑΤΟΠΙΑ--129, Παραμονή Χριστουγέννων του '43

Τρίτη, Νοεμβρίου 30, 2021

Πυρ, γυνή και θάλασσα


Πυρ, γυνή και θάλασσα


   Αποχωρούσε καυτός ο Ιούνιος και ο Ιούλιος ερχόταν ακόμη θερμότερος. Παρά την αρχική δροσιά και κάποιες λίγες βροχούλες που άφησε στις αρχές του ο Κερασινός ο Ιούνης, τώρα ζεμάταγε η χώρα, οι θάλασσες και τα λιβάδια. Οι μετεωρολόγοι σοβαροί και αγέλαστοι, προειδοποιούσαν κάθε τόσο σε ραδιόφωνα και τηλεοράσεις πως σύμφωνα με τα στατιστικά τους, αυτό το καλοκαίρι θα ήτανε θερμότατο∙ καυτό και ζόρικο δηλαδή.  

“Η θερμοκρασία θα κυμανθεί άνω της μέσης παγκόσμιας τιμής, καταγράφοντας ακόμη ένα νέο ρεκόρ, ως το πιο θερμό καλοκαίρι της πιο θερμής χρονιάς, από την τήρηση μετεωρολογικών στοιχείων…” τόνιζαν ιδιαιτέρως και αυτό λέει σήμαινε πολλά, πολλά και άσχημα. Καύσωνες με το τσουβάλι, λιώσιμο των πάγων, άνοδος της στάθμης των θαλασσών και όλα τα υπόλοιπα συνεπακόλουθα κακά.

    Αυτά τα κακά που έβλεπαν οι επιστήμονες ή έστω κάποιοι από αυτούς, δεν τα έπαιρναν και όλοι τοις μετρητοίς,

  “Δεν μας έφτανε ο κορώνας, μόλις πιάσει καμιά ζεστούλα καλοκαιριάτικα, έχουμε και δαύτους να μας τρώνε το κεφάλι με την μούφα κλιματική αλλαγή. Τους ακούτε ρε γίδια; Μετά τα αεροψεκάσματα και το κορωνογκόλ μας λένε πως η κλιματική αλλαγή κατεβαίνει να πάρει όλα τα πρωταθλήματα, για αυτό τρέχτε στα βουνά να σπείρετε ανεμοφουρφούρια, πάρτε τέντες και παράθυρα, μονώσεις και ηλεκτρικά μοτέρια… Πυρ, γυνή και θάλασσα θα γίνει, που λέγανε και οι αρχαίοι ημών…” Αυτολεξεί όπως πληροφορούσε καθημερινά μέσα από την δημοφιλέστατη εκπομπή του, ο κύριος Σάκης Κλιμ. Ναι, ο Σάκης Κλιμ για τους αγαπημένους του τηλεθεατές δεν ήταν μόνο ειδικός επί των ποδοσφαιρικών, αλλά από εποχής χρηματιστηρίου και οξυδερκής αναλυτής των οικονομικών όπως και προσφάτως βαθύς γνώστης των λοιμοξιολογικών και φυσικά με ιδιαίτερη εξειδίκευση επί των περιβαλλοντικών θεμάτων. Ένας απαράμιλλος σχολιαστής και part time πανεπιστήμων, του οποίου ο Μπάμπης Μανωλόπουλος, νέος, ωραίος αλλά και άνεργος, παρακολουθούσε μανιωδώς την μεταμεσονύχτια τηλεοπτική του εκπομπή, «Στα κάγκελα".

“Φέτος που έπρεπε να ρίχνει με το τουλούμι τις βροχές, με κορονοϊό και φτώχειες τρελές, μου είχε τέτοιες ζέστες;”, μονολογούσε αναρωτώμενος ο νεανίας Μανωλόπουλος κάτοικος λεκανοπεδίου, αν και στο πίσω μέρος του μυαλού του φλερτάριζε και με την θεωρία, ότι πολύ πιθανά∙ και σε αυτό συμφωνούσαν όλοι οι “ψαγμένοι” στο διαδίκτυο, όλο το σκηνικό είναι φτιαχτό και απότοκο των πειραμάτων που κάνουν αυτές οι καπιτάλες, οι Γιάνκηδες, με τις τεράστιες κεραίες εκπομπής που βρίσκονται σε εννιά μυστικές βάσεις ανά τον κόσμο. Όπως πληροφορούσαν οι επαΐοντες του youtube με αδιάσειστα φωτογραφικά ντοκουμέντα, από αυτές ακτινοβολούν με μανία την ατμόσφαιρα οριζοντίως και καθέτως και μετά να πως προκύπτουν τα κακά∙ καύσωνες και πλημμύρες. Παράλληλα βάζουν τους πουλημένους περιβαλλοντολόγους να λένε πως φταίνε τα αυτοκίνητα, τα φουγάρα της ΔΕΗ και οι μοσχαρίσιες μπριζολίτσες. Μετά βγαίνει και εκείνη η παγκόσμια χούντα, ο γυαλάκιας και μας φορτώνει τον ιό και τα εμβόλια, για να αγοράσει μετά τα πάντα φτηνά και ύστερα να ελέγχει όλο τον κόσμο με την παρέα του. Και επειδή μας αγαπάει, σου λέει, για να σωθεί ο πλανήτης θα τρώτε όχι φυσικό αλλά συνθετικό κρέας. Όμως το ωραίο είναι, ότι θα το φτιάχνει στις εταιρείες του, όπως και τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τις μπαταρίες, τις ανεμογεννήτριες και όλα τα καλά της πράσινης οικονομίας. Όλα αυτά τα συνόψιζε πολύ σοφά ο σπουδαίος Κλιμ, “Νέα κονόμα για τον γυαλάκια και ΣΙΑ !!!” Αυτά διάβαζε και άκουγε ο Μπάμπης και διαπίστωνε πικρά,

“Κατάλαβες τώρα, δεν τους φτάνουν όλα τα άλλα, μια δυο απολαύσεις μας έμειναν στην ζωή, μια ζουμερή μπριζολίτσα βρε αδερφέ, να μας τις κόψουν και αυτές…”

   Καλές οι θεωρίες, η Στεφανία όμως, το κορίτσι των ονείρων του Μανωλόπουλου, αν και γκρίνιαζε φαινομενικά, μέσα της την απολάμβανε την ζέστη και τις μικρές και μεγάλες εξόδους του καυτού καλοκαιριού.

   “Πουφ, τέτοια ζέστη δεν αντέχεται, πάμε για κανένα μπανάκι, πάμε για κανένα ποτάκι, κανένα σινεμά θερινό, εκείνο το εστιατόριο στου Παπάγου έμαθα είναι φανταστικό, όλοι που πήγαν έχουν να λένε…” όλο του έλεγε και εκείνη. Πάμε εδώ, πάμε εκεί, 20 € εδώ, 30 € εκεί, 50 € παραπέρα, με πατέρα στο ταμείο ανεργίας και μια μάνα χαμηλόμισθη που να τα βρει; Βλέπεις και ο ίδιος άνεργος ή μάλλον άεργος ήταν. Και που να βρει δουλειά; Του την έδινε το σύστημα και η πλουτοκρατία, που το κινούσε με τα βρώμικα πλοκάμια της. Ο νεαρός όπως όλοι οι συνετοί τυχοδιώκτες, έψαχνε χαλαρά σε όλη την υφήλιο την καταπληκτική ιδέα, ώστε να αρπάξει την ευκαιρία διαδικτυακά από το μαλλί. Μέχρι τότε όμως διαπίστωνε μετά βδελυγμίας,

    “Ρε καλά τα λένε στο youtube, όλα στημένα είναι, μας ρουφάνε το αίμα τόσα χρόνια, τώρα βρήκανε ευκαιρία και θέλουν να μας βάλουν και το τσιπάκι. Έτσι, για να ξέρουν που πάμε και τι κάνουμε και άμα θέλουν πατάνε το κουμπί του 5G και μας ψεκάζουν σαν τις κατσαρίδες. Εγώ εμβόλιο δεν κάνω, δεν βάζω το μπόλι στο αίμα μου, με την καμία…”

***

  Αρχές Αυγούστου και τέτοιες θερμοκρασίες ο Μπάμπης δεν θυμόταν ποτέ ξανά. Όχι, δεν ήταν μόνο αυτός ο δεκαήμερος καύσωνας που συνεχιζόταν και έλιωνε την χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη, ήταν και άλλοι δυο τουλάχιστον, που είχαν βράσει τον τόπο τον Ιούλη και ποιος ξέρει τι ακόμη ερχόταν μέχρι να βγει αυτό το καλοκαίρι. Τέτοιος καύσωνας λέγανε είχε να συμβεί από το 2007 ή ακόμη και από το 1987, όταν ήτανε αγέννητος. “Αχχχχ, δεν την γλυτώνουμε, θα μας ψήσουν τα καθίκια με τις κεραίες και τους δορυφόρους” μονολογούσε δις και τρις ο Μανωλόπουλος.


Με τέτοιες ζέστες η Στεφανία ήδη “ταξίδευε” για τα νησιά.

“Τιιιιιι νησιά;”  Άκου νησιά, ο Μπάμπης ούτε για το εισιτήριο του μετρό δεν είχε που λέει ο λόγος.   

   Τι και αν της έταζε εναλλακτικές διακοπές στο Καρπενήσι, στα ειδυλλιακά βουκολικά τοπία, στην αναζωογονητική δροσιά και στο καλό φαγητό· μιας και το χωριό της μαμάς του, τα παρείχε όλα και το κυριότερο, τσάμπα !!! Τίποτα εκείνη, ανένδοτη, ήλιος, θάλασσα και νησί. Τι και αν της είπε ότι δεν είχε ξαναπατήσει σε καράβι από τότε που τους είχε πιάσει εκείνη η θαλασσοταραχή ανοιχτά της Κρήτης, σαν ήταν δέκα χρονών. Οι μηχανές χάλασαν και το καράβι ακυβέρνητο, ώρες πάλευε με τα κύματα. Γύρω γύρω τους είχαν κυκλώσει καράβια για να τους σώσουν, αν χρειαζόταν και ευτυχώς που κόπασε γρήγορα ο καιρός αλλιώς ποιος ξέρει; Ίσως θα πηγαίνανε άκλαυτοι, οικογενειακώς. Όσο και να την παρακάλεσε, όσα και να της έταξε, άδικος κόπος, εκείνη δεν άλλαζε γνώμη, νήσος και πάλι νήσος…

   Δυο μέρες μετά του ήρθε το μήνυμα. “Φεύγω για Ίο με την Λία, καλά να περάσεις στα βουνά και τα λαγκάδια” 

   Ήταν μαχαιριά, μαχαιριά βαθιά, μέχρι το κόκκαλο.  “Ίος;;; Καλά πως μπόρεσε;;; Άκου να φύγει μόνη και να με παρατήσει.”  Αχ βρε Ερωτόκριτε, μπορεί να μην σε γνώριζε αλλά πόσο θα σε ένοιωθε ο Μανωλόπουλος όταν έλεγες στην Αρετούσα σου “Kαι πώς να σ' αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω και πώς να ζήσω δίχως σου… ”,  δέκα φορές πιότερο πονούσε ο Μανωλόπουλος. Και θα γινόταν χειρότερο, όταν την επομένη θα μάθαινε τα άσχημα μαντάτα. Αυτό το μόνη, σε λίγο θα ευχόταν να ήταν και πραγματικότητα, να ήταν στο νησί μόνο με την Λία. Λίγο λοιπόν μετά την  “Μαχαιριά” ήρθε και η χαριστική βολή, αφού έμαθε από την παρέα ότι για Ίο θα ταξίδευε σε δυο μέρες και κάποιος άλλος. Και όχι όποιος και όποιος, ήταν ο Λευτέρης, ο πρώην της Στεφανίας. Δεν ήταν και πολύς ο καιρός, μόλις πριν 8 μήνες είχαν χωρίσει με τον Λευτέρη και έξι που ήταν μαζί του. Της είχε εμπιστοσύνης της Στεφανίας αλλά, άλλο τώρα να την πέσει στο κορίτσι του ο κάθε λιγούρης και άλλο ο πρώην της, με το παχύ πορτοφόλι. Εδώ που τα λέμε ο Μπάμπης, παρά την άψογη κορμοστασιά και το ελληνικό κάλλος του, πάντα μέσα του φοβόταν πως μπορεί με την πρώτη ευκαιρία να ορμούσε στην Στεφανία και η ζήλια τον κυρίευε…

Από εκείνη την στιγμή ο Μανωλόπουλος όλο “Aχ και βαχ” ήταν, αφού το έβλεπε ολοκάθαρα μπροστά του. Ο λεγάμενος, ο Λευτέρης, θα είχε μάθει ότι έφυγε μόνη της η Στεφανία και να σου και αυτός ξοπίσω της να την διπλαρώσει. Καταραμένη φτώχεια, κάθε τρεις βλαστημούσε την μοίρα του αλλά και την άτιμη την κοινωνία, το σύστημα, που κάνει τέτοιες αδικίες και άλλοι δεν ξέρουν πόσα έχουν και άλλοι ξέρουν πως δεν έχουν μία…

  Αργά το βράδυ της ίδιας μέρας, δεν μιλιόταν, δεν είχε φάει ούτε μια μπουκιά από την σπεσιαλιτέ της μάνας του∙  λαχταριστό γιουβετσάκι στην γάστρα. Στο μυαλό του, κυριαρχούσε η απελπισία, το παράπονο και η μαυρίλα, όπως λέει και το κλέφτικο “Μαύρη, μωρέ, πικρή ζωή που κάνουμε, μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες ” ή καλύτερα “εμείς οι ασυμβίβαστοι και άφραγκοι ενίοτε…” Και εκεί που όλα ήταν μαύρα και άραχνα, εκεί που η απελπισία του χτυπούσε κόκκινο, τότε ακριβώς έγινε το μέγα θαύμα. Καθώς κοιτούσε το υπερπέραν και ήταν σε φάση αφασίας, απ’ την τηλεόραση που μουρμούριζε άσκοπα, στα αυτιά του ηχεί συναγερμός και βλέπει στην διαφήμιση την κοπέλα που ετοίμαζε περιχαρής…

***


   Δυο μέρες αργότερα στον Πειραιά, ο Μπάμπης ανέβηκε στο πλοίο καταϊδρωμένος∙ σχεδόν τελευταίος από τους επιβάτες. Βγήκε στο κατάστρωμα να πάρει αέρα, ο ήλιος είχε γείρει στην γραμμή του ορίζοντα αλλά κι όμως ακόμη έκαιγε. Ναι, ήταν απίστευτο, όμως είχε γίνει το θαύμα και τώρα δεν έβλεπε την στιγμή να ξεκινήσουν για Ίο, να δει από μακριά τους παραδοσιακούς ανεμόμυλους και έπειτα να εμφανιστεί μπροστά στον Λευτέρη, να του κόψει το χαμόγελο.

   Το θαύμα που συνέβη σίγουρα όμως δεν ήταν θεϊκό και είχε όνομα, αγγλιστί, Freedom Pass!!! Ήταν ένα θαύμα της κυβέρνησης και του συστήματος που φυσικά είχε και το τίμημα του, την προδοσία για τα 150 αργύρια που όμως χρειαζόταν πάση θυσία για την Ίο. Ναι.. ναι… τίμημα βαρύ και ασήκωτο για τον Μανωλόπουλο, προδοσία ανομολόγητη προς τις ιδεολογικές αρχές του που όμως συνθλίβηκαν σαν το δροσερό χορτάρι που πέφτει βράχος πάνω του. Γιατί βρε αδερφέ, εδώ που τα λέμε ποιος υπολογίζει ένα τσίμπημα στο μπράτσο, ένα εμβολιάκι, ένα μπόλι ακόμη και με τσιπάκι, ποιος υπολογίζει ιδεολογίες, συνωμοσιολογίες, απόψεις, σκέψεις, φοβίες και παντός είδους …ίες, μπροστά στον έρωτα, μπροστά στον αποχωρισμό απ’ την καστανομάτα, μακρομαλλούσα Στεφανία, την γυναίκα της ζωής του;;;

   Οι προπέλες άφρισαν το νερό και το πλοίο άφησε πίσω του το λιμάνι. Σύντομα ανοίχθηκε στον Σαρωνικό, μέσα στο καυτό σούρουπο μια ανάσα δροσιάς από το αέρα του πελάγους, τον αγκάλιασε. Ατενίζοντας την ανοικτή θάλασσα, του ήρθε στο μυαλό εκείνη η αρχαία φράση το “Πυρ, γυνή και θάλασσα” που κάθε τρεις και λίγο εκσφενδόνιζε στις εκπομπές του ο δημοσιολόγος Σάκης Κλιμ.  

“Πυρ, γυνή και θάλασσα” λοιπόν αλλά μάλλον στην δική του περίπτωση θα έπρεπε να παραφραζόταν σε “Γυνή, εμβόλιο και νήσος”, νήσος της Στεφανίας και της άνευ όρων παράδοσης στον έρωτα…

 

   Στον Φρέντυ Γερμανό, που αν ζούσε σήμερα, με την μοναδική πένα και το ιδιαίτερο χιούμορ του, θα αποτύπωνε στα ευθυμογραφήματα του, τα πρόσωπα και τις καταστάσεις των περίεργων καιρών που ζούμε.

 

Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα είναι τυχαία και συμπτωματική.   

 

Α.  Δ. Ε. ΒΑΛΜΑΣ

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2021

Ζωγράφος Ντίνος Παπασπύρου

 

1. Tμήμα ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-79, Καλόκαιρινό απομεσήμερο στη Σιθωνία Χαλκιδικής (Κωδ.714)

2. Τμήμα ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-108, Νησιώτικο (Κωδ.726)

3. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-248, Ανεμόμυλος, τέμπερα, 24Χ18 εκ., 2014, Κωδ. 1270




 

Σάββατο, Μαΐου 22, 2021

This is not Romeo and Juliet

 

This is not Romeo and Juliet

 

 

 Μπορώ να ανέβω σε αυτοκίνητα

να πηδήξω μάντρες

να σκαρφαλώσω σε δέντρα

να τα βάλω με δέκα…

μόνο για την αγάπη σου

 

Μίλτος

  

    

   Άλλες χρονιές τέτοια μέρα, θα ξημέρωνε για τους δυο τους, στην παραλία κάποιου τροπικού νησιού ή έστω σε κάποιο εντυπωσιακό σαλέ των Άλπεων∙ κατά προτίμηση στην Ελβετία που πολύ αγαπούσαν. Η Σόνια πάλι, αυτή την μέρα θα ήταν για πρώτη φορά στο ξενοδοχείο με το υπέροχο φαγητό και την περιποίηση υψηλού επιπέδου !!!! Φέτος όμως κοιμήθηκαν μέχρι αργά και όταν ξύπνησαν, οι δυο από τους τρεις, τίποτα δεν θύμιζε την γιορτή των ερωτευμένων. Βλέπεις καμιά φορά το ασανσέρ της ζωής σε κατεβάζει όχι μόνο ένα και δυο ορόφους, αλλά πολλούς, τόσους πολλούς ώστε το ρετιρέ γίνεται ημιώροφος και αυτός με θέα στον ακάλυπτο.

   14 του Φλεβάρη, ήταν πια περασμένες δώδεκα και ο ήλιος είχε σκαρφαλώσει πάνω απ’ την μπροστινή πενταόροφη πολυκατοικία, ρίχνοντας τις αχτίδες του στο δυαράκι του ημιώροφου. Η δική τους πολυκατοικία δεν έβλεπε σε κάποιο κεντρικό δρόμο, ούτε καν σε πάροδο. Είχε θέα σε μια ακάλυπτη περιοχή που σχηματιζόταν ανάμεσα σε 10 πολυκατοικίες και ένα παλιό διώροφο της δεκαετίας του ’50, με στενά μπαλκόνια και αυλή με πέτρινη περίφραξη, όπου τώρα πια ζούσαν με χαμηλό ενοίκιο, μετανάστες από διάφορες χώρες.

   Η Σόνια, αγουροξυπνημένη ακόμη, αργά αργά έφτασε στο παράθυρο. Με την περιορισμένη όραση της, μέσα στα λίγα μέτρα που μπορούσε να δει καλά, ανακάλυψε έναν νέο κόσμο. Μα τι ήταν αυτό;;; Έμεινε έκπληκτη στο παράθυρο να κοιτάζει. Που ήταν εκείνη η απαράμιλλη θέα του Θερμαϊκού από το ρετιρέ στην Άνω Πόλη, από το Καλοχώρι μέχρι το Καραμπουρνάκι και από τον όμορφο Χορτιάτη μέχρι τον απαράμιλλο Όλυμπο; Σίγουρα ήταν εξαιρετική η θέα εκείνη, μα για τους ανθρώπους, για μια γάτα μάλλον ανύπαρκτη και δίχως αξία. Εδώ όμως σε αυτόν τον ταπεινό ακάλυπτο, υπήρχε ζωή, καταστάσεις που δεν τις είχε αντικρύσει ξανά από τον θρόνο της…


    Όταν ξύπνησε και ο Νάσος, το βρήκε τοποθετημένο στο μαξιλάρι της Εβελίνας. Το σημείωμα απλά έγραφε ένα “Σε αγαπώ, όμως δεν αντέχω…” Ο κόσμος του γκρεμίστηκε. Εχθές το βράδυ κοιμήθηκαν μαζί στο νέο τους σπίτι. Ναι, μπορεί να το έβλεπε αλλά δεν ήθελε να το πιστέψει. Η Εβελίνα μέρα με την μέρα μαράζωνε με την κατάσταση που είχε περιέλθει, με τα οικονομικά προβλήματα που παρέσυραν τον Νάσο όλο και πιο βαθιά στην χρεοκοπία. 

   Το πολυτελές Καφέ – Μπαρ που διατηρούσε στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, ήταν κλειστό λόγω της πανδημίας. Μετά την καλοκαιρινή ανάπαυλα, για δεύτερη φορά  μέσα στον ίδιο χρόνο τους έκλεισαν ξανά και αυτή η κατάσταση συνέχιζε και στο νέο έτος. Με τα στοιχεία που είχαν οι επιδημιολόγοι, όλα έδειχναν ότι θα συνέχιζε να παραμένει η εστίαση κλειστή μέχρι τον Μάιο σίγουρα. 

   Οι προμηθευτές του, του έδειξαν αρκετή κατανόηση, αλλά στο τέλος είχαν σφραγίσει τις επιταγές του, αφού παρά την βοήθεια του κράτους, στους τραπεζικούς του λογαριασμούς δεν υπήρχε ευρώ τσακιστό !!!! Βλέπεις, η βασιλική ζωή που πρόσφερε μέχρι τότε στην Εβελίνα, τα ακριβά ρούχα, τα πολυτελή ταξίδια και και και, χρηματοδοτούνταν όταν ήταν τα πράγματα στην κανονικότητα και το χρήμα έρεε στο ταμείο του Καφέ στην Μητροπόλεως !!!! Τους τελευταίους μήνες όμως, μέσα και ξανά μέσα, άντε μια βόλτα μέχρι την παραλία. Η Εβελίνα ξέσπασε στο διαδίκτυο την καταναλωτική της μανία, ότι μπορεί να φανταστεί ο γυναικείος νους το είχαν φέρει οι ταχυμεταφορείς στο ρετιρέ της Άνω Πόλης. Οι πιστωτικές φούσκωσαν και άρχισαν να παρασέρνουν τα πάντα σαν αγριεμένα ποτάμια. Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού είχε να δει ενοίκιο μήνες και έτσι έκαναν έναν φιλικό διακανονισμό με τον Νάσο και η λύση για στέγη βρέθηκε∙ προσωρινή όπως είχε υποσχεθεί στην Εβελίνα, στο ταπεινό δυαράκι του ημιώροφου με θέα στον ακάλυπτο…


~~~

 

    Οι μέρες περνούσαν και ο Νάσος απελπιστικά μόνος στο δυαράκι, με το νοίκι απλήρωτο και εδώ. Το πρόσωπο του πάντα συνοφρυωμένο, σκυθρωπό, αγέλαστο, τρεφόταν με πρόχειρα φαγητά, το σπίτι μύριζε από το πιοτό και τους καπνούς των τσιγάρων του. Η αλήθεια ήταν πως ένοιωθε προδομένος, γιατί την αγαπούσε αληθινά την Εβελίνα και τόσο πολύ φοβόταν μην την χάσει, που της πρόσφερε τα πάντα. Στα τρία χρόνια που συζούσαν ποτέ δεν της αρνήθηκε το οτιδήποτε, αφέντρα και κυρά. Κι όμως, τώρα που η κατάσταση άλλαξε, τώρα που το ταμείο του καφέ από το ποτάμι των μαύρων και αφορολόγητων ευρώ δεν έσταζε ούτε δεκάρα τσακιστή, η Εβελίνα πέταξε, μαζί και η δήθεν αγάπη της. Φεύγοντας λες και του κάρφωσε ένα μαχαίρι στο στήθος κι από τη τεράστια πληγή, η πίκρα κυλούσε μέσα από την ύπαρξη του, πλημμυρίζοντας το δυαράκι και την ζωή του.

   Η Εβελίνα είχε εξαφανιστεί, το τηλέφωνο της κλειστό, πουθενά δεν μπορούσε να την βρει, κανείς φίλος ή γνωστός δεν μπορούσε να του δώσει κάποια  πληροφορία. Η πανδημία και τα περιοριστικά μέτρα την βοήθησαν να εξαφανιστεί, λες και η γη είχε ανοίξει και την κατάπιε. 

   Αντιθέτως με όλη αυτή την κατάσταση που βίωνε ο Νάσος, στα μάτια της Σόνιας, ένας νέος κόσμος είχε ανατείλει. Η Σόνια, η δεύτερη αγαπημένη του Νάσου, ήταν μια πανέμορφη γάτα, λευκή με γκριζωπές λωρίδες που κατέληγαν σαν λόγχες. Ο Νάσος την είχε φέρει στο ρετιρέ λίγο πριν κλειστούν στο σπίτι απ’ την πανδημία. Είχε να λέει για τις δυο πανέμορφες γυναίκες της ζωής του∙ τουλάχιστον είχε ακόμη την μία. Βλέπεις όμως στη ζωή ακόμη και οι κακοτυχίες φέρνουν και καλά, όπως για την Σόνια που τώρα πια είχε μπροστά στα μάτια της μια γειτονιά που ζούσαν ένα σωρό γατιά, μεγάλα και 


μικρά σαν και την αφεντιά της. Μέχρι τότε, μόνο στον κτηνίατρο έβλεπε καμιά γάτα και αυτή φευγαλέα από ραντεβού σε ραντεβού. Εδώ όμως όλα ήταν διαφορετικά, πίσω από το τζάμι έβλεπε την αληθινή ζωή, τα προβλήματα, τις χαρές και τις λύπες, τα μαλώματα, τους έρωτες και τα χαϊδολογήματα τους. Ο Μίλτος ήταν άντρας με τα όλα του, κοινωνικός μα και γενναίος, πανέξυπνος και γρήγορος σαν την αστραπή, αλλά και ευαίσθητος. Περπατούσε ελαφρά και σίγουρα, σαν αίλουρος∙ έστω μακρινός συγγενής του. Δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Η γειτονιά του, ο ακάλυπτος, ήταν πολύ δύσκολη, υπερπληθυσμός∙ θηλυκά, αρσενικά και ένα σωρό μικρά να νιαουρίζουν κάθε τόσο. Εκτός όμως αυτών ήταν και κούκλος, καρδιοκατακτητής, έλιωνε τις καρδιές των κοριτσιών στο πέρασμα του. Είχε πλούσιο γυαλιστερό τρίχωμα, το πορτοκαλοκαφέ σχεδόν κυριαρχούσε σε όλο του το σώμα, όμως το λευκό έβαφε το στήθος, την κοιλιά και τα πόδια δημιουργώντας έναν πολύ όμορφο συνδυασμό μαζί με τις ριγωτές σκούρες πινελιές που του είχε ζωγραφίσει η φύση. Ήταν κάτι παραπάνω από ενός έτους και αυτός, σαν και την πριγκίπισσα του ημιώροφου, αλλά δεν φοβόταν κανένα αρσενικό από τα μεγαλύτερα∙ και σε ηλικία και σε όγκο. Σκαρφάλωνε με ένα πήδημα στα δέντρα και τα αυτοκίνητα και ξάπλωνε όπου του έκανε κέφι. Το μεσημεράκι που ο ήλιος περνούσε για λίγες ώρες πάνω από τον ακάλυπτο, έβρισκε μια βολική, ηλιόλουστη γωνιά, τεντωνόταν φαρδύς πλατύς και έπαιρνε τον ζεστό υπνάκο του.

   Έτσι και εκείνο το Φλεβαριάτικο μεσημέρι. Μόλις είχε ταϊστεί καλά καλά από τον μπάρμπα Δημήτρη που έβγαινε με το πιάτο στα χέρια από την μπροστινή πολυκατοικία, ακριβώς απέναντι από όπου έμενε η Σόνια. Ο ηλικιωμένος άντρας εμφανιζόταν κάθε μεσημέρι στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου με το περίσσευμα από το μεσημεριανό του και καλούσε με σφυριγματάκια και αστείους ήχους όλα τα γατιά που τον περίμεναν πως και πως για να φάνε αλλά και για να δουν την παράσταση του στο μοίρασμα του φαγητού. Είχε τόσο πλάκα όλο αυτό που και εκείνος και τα γατιά το απολάμβαναν με την ψυχή τους. Χορτάτος το λοιπόν ο Μίλτος, πήγε λίγο πιο πέρα να λιαστεί και να πάρει έναν όμορφο υπνάκο κάτω απ’ τον ήλιο.

    Από εχθές είχε βρει μια καινούργια καβάτζα, ήταν μια μεγάλη λαμαρίνα που προστάτευε ένα κλιματιστικό και ζεσταινόταν υπέροχα από τις χειμωνιάτικες ηλιαχτίδες. Ήταν λίγο ψηλά αλλά για αυτό τον “Τίγρη” δεν ήταν πρόβλημα. Η λαμαρίνα του κλιματιστικού έφτανε στο ύψος του απέναντι ημιώροφου. Τι τύχη, ήταν ακριβώς απέναντι από το σπίτι αυτής της κούκλας, της Σόνιας, που μέχρι τότε φυσικά αγνοούσε την ύπαρξη της.  Μόλις ξύπνησε, σήκωσε τον λαιμό του βαριεστημένα, κοίταξε κάτω στην πρασιά της πολυκατοικίας του μπάρμπα Δημήτρη και έπειτα έπιασε να κάνει έναν καλό καθαρισμό στα μπροστινά του πόδια. Κάποια στιγμή η ματιά του έπεσε στο μπαλκονάκι της, την είδε πίσω από το τζάμι να τον κοιτάει. Ήταν πανέμορφη, ένας κόμπος του έσφιξε το στομάχι…

    Αυτό ήταν, την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Παρορμητικός όπως ήταν σηκώθηκε και έκανε μια να πηδήξει ώστε να βρεθεί κοντά της, όμως η απόσταση για το μπαλκόνι της ήταν τόσο μεγάλη που δεν το επιχείρησε καθώς στα σίγουρα θα γκρεμοτσακίζονταν στο έδαφος. Τα συναισθήματα φαίνεται ήταν αμοιβαία, αλλά ως γυναίκα, η Σόνια απλά του κούνησε το κεφάλι και με μια απαλή κίνηση σαν άλλη πριγκίπισσα, γύρισε το σώμα της και πήγε να ξαπλώσει δίπλα στην ζεστασιά του καλοριφέρ…                                                                                            

   

Ο Μίλτος από εκείνη την στιγμή είχε χάσει τον ύπνο του, αυτή η κούκλα πίσω από το παράθυρο του είχε κλέψει το μυαλό και την καρδιά. Πια δεν τον ενδιέφερε καμιά άλλη γάτα, ούτε ακόμη τα ποντικάκια , αφού στα σίγουρα είχε χαρίσει την ζωή σε δυο τρία, προειδοποιώντας τα μην πέσουν στις ενέδρες των “κυνηγών” του ακάλυπτου.

   Οι μελέτες των ειδικών για την μουσική λένε πολλά για τις επιδράσεις της, για τις μαγικές συχνότητες που ηρεμούν και θεραπεύουν. Κατά τα φαινόμενα, ο έρωτας τον Μίλτο τον είχε χτυπήσει στα αυτιά, έτσι τις επόμενες μέρες, μια τον έβρισκες κάτω από το παραθύρι της, να της λέει ερωτόλογα και να της τραγουδάει φάλτσα στίχους σαν και,

Μπορώ να ανέβω σε αυτοκίνητα

                                              να πηδήξω μάντρες

                                                                      να σκαρφαλώσω σε δέντρα

                    να τα βάλω με δέκα σκύλους

                                                                                 μόνο για την αγάπη σου

 

και μια στο παλιό διώροφο να ακούει τα θορυβώδη, χορευτικά ανατολίτικα τραγούδια των μεταναστών ή στου κυρίου Ευριπίδη για να ακούσει το θλιμμένο Adagio for strings σε πιάνο και βιολί από τους μαθητές του. Όμως και η Σόνια τώρα πια έκανε παρέα στον Νάσο που άκουγε με τις ώρες μια τα σύγχρονα ελληνικά ερωτοτράγουδα και μια τις μελαγχολικές μπαλάντες όλου του δυτικού ρεπερτορίου…

~~~

     Με τις πίκρες και της χαρές του κόσμου, πάλι με πανδημία, έφτασε η Μεγάλη Εβδομάδα. Καθώς ο Νάσος δεν έλεγε να ξεπεράσει τον χωρισμό και την εξαφάνιση της Εβελίνας, του ταίριαζε πολύ η μελαγχολική της ατμόσφαιρα. Και στην Σόνια έλειπε η Εβελίνα αλλά προσπαθούσε με τα νάζια της και τις γκριμάτσες της να κάνει τον Νάσο να γελάσει, να γεμίσει το κενό, αλλά μάταια, αυτό ήταν δυσαναπλήρωτο. Εκείνος μια και εδώ και βδομάδες δεν έβρισκε κανένα νόημα στην ζωή του, έκλεισε το τηλέφωνο του και είχε εξαφανιστεί και ο ίδιος από προσώπου γης.

    Αντιθέτως, ο Μίλτος κατέστρωνε σχέδια και περίμενε την κατάλληλη στιγμή. Το σχέδιο του απαιτούσε γρήγορα αντανακλαστικά και άψογο συντονισμό, για αυτό έκανε συνεχώς προπόνηση με δυο μοχθηρά, ολόμαυρα Ντόμπερμαν που πάντοτε εμφανιζόταν μόνο στο μπαλκόνι του σπιτιού τους στον πρώτο όροφο και ποτέ δεν έβγαιναν έξω από αυτό∙ όπου και ζούσαν με ένα περίεργο ζευγάρι. Ο Μίλτος σκαρφάλωνε στην κοντινή λεύκα που ήταν τυλιγμένη γύρω της ένας πλούσιος κισσός. Εκεί που τα δυο τεράστια σκυλιά πήγαιναν πέρα δώθε, εκείνος σαν άλλος Φαντομάς μέσα από τα φυλλώματα, ξαφνικά πήδαγε ανάμεσα τους στο μπαλκόνι και με την απίστευτη γρηγοράδα του έκανε δυο – τρεις επικίνδυνες στροφές ανάμεσα τους. Τα Ντόμπερμαν αφηνίαζαν με το θράσος του και σαν τρελά προσπαθούσαν να τον πιάσουν, μπλέκοντας όμως τα σώματα και κουτουλώντας στο τέλος τα κεφάλια τους. Σαν άνεμος σκαρφάλωνε στα κάγκελα του μπαλκονιού και με ένα σάλτο βρισκόταν πάλι πίσω στο δέντρο, ενώ τα Ντόμπερμαν γάβγιζαν σαν τρελά.

    Το σχέδιο του ήταν απλό, Ο Μίλτος και η Σόνια θα κλεβόντουσαν, δηλαδή ο Μίλτος θα την έκλεβε και τα είχε κανονίσει όλα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Το βραδάκι, μόλις σκοτείνιαζε, λίγο πιο νωρίς, λίγο πιο αργά, ο Νάσος έφευγε κάθε μέρα για μια κοντινή βόλτα και άνοιγε το παράθυρο για να ξεμυρίσει το σπίτι από τα άπειρα τσιγάρα της μοναξιάς του. Ωραία μέχρι εδώ, την Σόνια όμως την έβαζε σε ένα κλουβί για να είναι σίγουρος πως δεν θα πάθει κάποιο ατύχημα στο μπαλκόνι. Αυτό φυσικά ήταν κακό, γιατί ενώ είχε βρει την διαδρομή που θα κατέβαζε ασφαλή από το μπαλκόνι στο έδαφος την άμαθη στις αναρριχήσεις και καταρριχήσεις πριγκίπισσα του, τώρα είχε να αντιμετωπίσει το δύσκολο κομμάτι, να μπει στο σπίτι και να την βγάλει από το κλουβί. Η Σόνια το σκεφτόταν πολύ, γιατί θα άφηνε μόνο του τον Νάσο. Όμως ο έρωτας την καλούσε έξω, στην πραγματική ζωή που αν και άμαθη και στις δυσκολίες εκεί έξω, της φάνταζε τόσο  ελκυστική και τόσο κοντά της να την γευτεί. Ο Μίλτος για να την πείσει της έλεγε πως αν το ήθελε θα έμεναν εκεί κοντά και έτσι θα έβλεπε τον Νάσο, έστω και από μακριά.

Μεγάλη Τετάρτη αργά το απόγευμα. Πριν λίγο μια σύντομη καταιγίδα είχε περάσει πάνω από την πόλη και το χώμα στον ακάλυπτο μύριζε άνοιξη. Ενώ το σκοτάδι έπεφτε και όλες οι γάτες της γειτονιάς γνωρίζανε τι επρόκειτο να συμβεί, ο Νάσος άνοιξε την πόρτα του μπαλκονιού για να βγει το θολερό ντουμάνι δυο πακέτων και βάλε. Έξω το δειλινό έδινε την θέση του στο βράδυ, χαμηλά στον ακάλυπτο ήδη το φως ήταν λιγοστό από ώρα. Ο Μίλτος πανέτοιμος νιαούριζε συνωμοτικά στην αγαπημένη του, εκείνη τον άκουγε μόνο και καθόταν ήσυχα μέσα στο κλουβί της. Ο Θανάσης, ο ρέκλας και ο Βαγγέλης, ο χουζούρης∙ τα φιλαράκια του Μίλτου, θα κρατούσαν τσίλιες. Είχαν χωθεί ήδη σε ένα μικρό κενό ανάμεσα σε δυο πολυκατοικίες, που οδηγούσε στις σκάλες της Σόνιας και αν έβλεπαν τον Νάσο να επιστρέφει θα ειδοποιούσαν αμέσως τον φίλο τους… 

   Μεγάλο Σάββατο, φέτος μπορεί η πανδημία να μην είχε ακόμη τελειώσει και τα κρούσματα να ήταν πολλά όμως σε σχέση με την περυσινή ολική απαγόρευση, η κυβέρνηση είχε επιτρέψει να λειτουργήσουν οι εκκλησίες∙ με την υιοθέτηση των αυστηρών υγειονομικών πρωτοκόλλων που είχε θέσει. Έτσι οι πιστοί με μάσκες και αποστάσεις πήγαν στις εκκλησίες από τις 8 το βράδυ, αφού στις 9 έπρεπε να ακουστεί το “Χριστός Ανέστη” και μέχρι τις 10:30 να ολοκληρωθεί η θεία λειτουργία ώστε από τις 11 να ισχύσει η απαγόρευση νυκτερινής κυκλοφορίας.

   Οκτώ ήταν σχεδόν, ο Νάσος από ώρα άκουγε τις ομιλίες και τα γέλια όσων ετοιμάζονταν στην πολυκατοικία για να πάνε στην Ανάσταση. Από το τι θα βάλω μαμά, που είναι τα παπούτσια μου, η μπλούζα μου, η γραβάτα μου, οι λαμπάδες, το φαναράκι; Μέχρι το, έκλεισες τα φώτα, ποιος θα κλειδώσει, βάλε τον συναγερμό, μην τρέχετε στις σκάλες, διέκοπταν την απόλυτη ησυχία, την απέραντη μοναξιά του. Οκτώ και μισή, πλέον ήταν μόνος σε όλη την πολυκατοικία, τελείως μόνος, απελπιστικά μόνος. Η Σόνια το είχε σκάσει !!!! Θυμόταν πως το είχε ασφαλίσει, όμως ανεξήγητα είχε βρεθεί το κλουβί ανοικτό και η Σόνια άφαντη. Αν ήταν πάμπλουτος θα σκεφτόταν ότι κάποιοι την απήγαγαν για λύτρα, αλλά ως φαίνεται είχε μάλλον προτιμήσει την ελευθερία της μακριά του, όπως και η γυναίκα της ζωής του.

    Ξαφνικά χαμογέλασε, σκέφτηκε πως αν δεν είχε φύγει για πάντα η Εβελίνα και απλά είχε βγει έξω, όταν γυρνούσε και έβλεπε πως η Σόνια έλειπε, θα τον σκότωνε. Μακάρι και να γυρνούσε και να τον σκότωνε, όμως και δεν θα γυρνούσε και η Σόνια είχε χαθεί για πάντα. Έψαξε όλη την γειτονιά και ειδικά κάτω στον ακάλυπτο. Τίποτα, ένα σωρό γατούλες, όλων των ηλικιών και των χρωμάτων, αλλά η Σόνια του πουθενά. Για την τιμή των όπλων έβαλε μερικές αφίσες στην γειτονιά και έδινε αμοιβή∙ αν και στην πραγματικότητα ακόμη και αυτά τα λίγα ευρώ δυσκολευόταν να τα δώσει…

    Φυσικό ήταν να μην μπορέσει να την βρει, αφού ο παμπόνηρος γάτος το είχε κανονίσει και αυτό. Εκεί κοντά υπήρχε μια πολύ όμορφη κατοικία, ειδικά για την πριγκίπισσα του. Ήταν μια εγκαταλελειμμένη έπαυλη κοντά στο στο Γενί Τζαμί των Ντονμέδων της Θεσσαλονίκης, η οικία Σερβέτ Χανούμ και αργότερα Μπενβενίστε όπως έμεινε στον χρόνο. Το πανέμορφο κτίριο με τα εκλεκτικιστικά στοιχεία και την ρομαντική διακόσμηση, είχε χτιστεί στην τότε “συνοικία των Εξοχών“ που φιλοξενούσε τις επαύλεις των πλουσίων εμπόρων, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.  Όσο προετοίμαζε λοιπόν το σχέδιο απαγωγής, ο Μίλτος είχε φέρει ένα σωρό πολύχρωμα κουρέλια από τους κάδους ανακύκλωσης και είχε φτιάξει μια ζεστή φωλίτσα, στο σαλόνι του δευτέρου ορόφου με θέα στο παρκάκι με τα καφέ και τα εστιατόρια, στην οδό Δελφών.

    Εννιά παρά δέκα, σε λίγο θα ηχούσαν οι καμπάνες για το χαρμόσυνο μήνυμα. Ο Νάσος ξαπλωμένος στον καναπέ είχε ανάψει ακόμη ένα τσιγάρο, μέσα στο σκοτάδι μόνο η καύτρα του διακρίνονταν. Μέσα στην απόλυτη ησυχία ακούστηκε ολοκάθαρα το κλειδί να μπαίνει απαλά στην πόρτα. Ο Νάσος τινάχτηκε, του κόπηκε το αίμα. Ήταν μόνος στην πολυκατοικία, όσοι δεν ήταν στις εκκλησίες, ήταν φοιτητές που είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους. Άρπαξε ένα μικρό μεταλλικό τραπεζάκι. Η πόρτα άνοιξε, η φωνή της Εβελίνας φώτισε το σκοτάδι, “Αγάπη μου”…


Σφιχταγκαλιασμένοι άκουσαν το Χριστός Ανέστη, τις καμπάνες να χτυπούν ολόγυρα, τα βεγγαλικά, τα βαρελότα, τα πυροτεχνήματα να φωτίζουν το κομμάτι του ουρανού πάνω από τον ταπεινό ακάλυπτο. Τα φώτα του ημιώροφου άναψαν όλα, η  Ανάσταση φέτος ήταν και δική του, με την Εβελίνα πλάι του μπορούσε να φέρει τον κόσμο πάλι σε τροχιά. Σαν σίγησαν τα πάντα, ο Νάσος και η Εβελίνα είδαν εμπρός τους δυο σκιές να λικνίζονται, δυο σώματα να τρίβονται σαν να αγκαλιάζονται σε ένα χορό αγάπης. Στο μπαλκόνι τους ήταν ο Μίλτος και η Σόνια, είδαν την αγάπη τους να ανθίζει, σαν και την δική τους, σαν τα μωρά που θα ερχόταν στον ημιώροφο και στον ακάλυπτο τους επόμενους μήνες…

 

   Από την χαραμάδα που άφηνε η ανοιχτόχρωμη κουρτίνα με τον τοίχο, ένας περίεργος τύπος, ατημέλητος, με μουσάκι και γυαλιά, παρατηρούσε την απέναντι πολυκατοικία. Όλο αυτό τον καιρό κρατούσε σημειώσεις, παρατηρούσε τα πάντα, το πως, το γιατί. Ήταν οι δικοί του Ρωμαίοι και Ιουλιέτες, το πασχαλινό διήγημα του μόλις είχε ολοκληρωθεί…

 

Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ

ΜΑΪΟΣ 2021

 

Όταν ένα ζευγάρι και η γάτα τους μετακόμισε στην απέναντι οικοδομή πριν λίγους μήνες, “μοιραία” ο ακάλυπτος στο πίσω μέρος της πολυκατοικίας μου, ο ακάλυπτος των εφηβικών μου χρόνων όπου ο κυρ Δημήτρης, ο πατέρας μου, τάιζε καθημερινά της γατούλες του ακάλυπτου, έγινε το γνώριμο σκηνικό για το διήγημα. Εύχομαι να το απολαύσατε…


Ο τίτλος του διηγήματος είναι δανεισμένος από το ομώνυμο θεατρικό έργο του ηθοποιού και σκηνοθέτη, Αργύρη Πανταζάρα “This is not Romeo and Juliet


Θερμές ευχαριστίες στον αγαπητό μου φίλο, ζωγράφο Ντίνο Παπασπύρου, για την παραχώρηση των έργων του.

1. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΓΑΤΟΥΛΕΣ-5, Γαλάζια γατούλα, τέμπερα, 12Χ12 εκ., 2012, Κωδ. 937

2. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΓΑΤΟΥΛΕΣ-39, Γατούλες και πεταλούδες κάτω από το μπαλκόνι μου, 28Χ38 εκ., 2006, κωδικός 420

3. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΓΑΤΟΥΛΕΣ-6, Γατούλα από σπίτι, 39Χ18 εκ., 2009, κωδικός 667

4. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΓΑΤΟΥΛΕΣ-72, Ο Γιάννης, η Δανάη και η Αμαλία στη Χαλκιδική, τέμπερα, 29Χ39 εκ., 2013, Κωδ. 1042








Σάββατο, Φεβρουαρίου 06, 2021

EL BARCO PEQUEÑO QUE AMABA LA NAVIDAD

  EL BARCO PEQUEÑO QUE AMABA LA NAVIDAD 



                Una historia

                   breve sobre el viaje

                        de la solidaridad,

                                        del amor,

                                           de nuestros sueños


En un patio de una escuela primaria hace muchos años:

-     Vete de aquí, ladrón, tú les robaste Spyros, tú, tú.

-     Vete, idiota, piojo rubio, tu ropa huele mal.

-     No queremos tontos como tú en nuestro equipo.

-      ¿Dónde está tu padre, idiota? Te dejó, por eso nunca lo hemos visto.

-     Spyros es bastardo, Spyros es bastardo.

-     Vete, vete, dadle golpes, jejeje.

 

Donde el escritor habla:

Si pudiera sentirse, se sintiera en su mástil alto el aire que bajaba pesado de las laderas de las montañas, la nieve que había caído sobre su marco ligeramente última noche. Se pudiera escuchar, escuchara la canción áspera de Vardaris, cuando empuja nubes heladas en un viaje desconocido, muy lejos. Si pudiera mirar, viajara al infinito azul del mar en los dulces días del verano, mirara extasiado las innumerables luces del cielo en las noches heladas del mundo. Si tuviera un alma y se enfrentara a la muerte, entonces su nave estaría perpleja, perturbada y aterrorizada por los misterios del universo. Entonces no descansara. Caminara entre estrellas que crean innumerables galaxias, buscara en la tierra, en el cielo, en colores, en sonidos, en olores, un signo, una imagen, algo que revela el rostro del Dios.

¿Pero cómo ver y sentir un metal? Es una construcción inanimada sin carne y alma, que fue esculpida por una mano humana, un mineral a que el fuego dio una forma perecedera. Esta es una verdad que aguanta la realidad, que habla a la lógica y acepta la mente, que se ajusta a la ciencia loable. ¿Hay otra verdad? Quizás, pero solo unos pocos la creen. Ellos son los que sienten más allá de los sentidos comunes de la mente y escuchan melodías secretas y están fascinados por las maravillas de la naturaleza. Aquellos que ven nuestro mundo no solo como todos, sino también con la mirada del alma.

¿Eso Sucede? ¿Pero cómo puede suceder? ¿Cómo es posible que un barco pequeño de metal hable y escuche el aire y las nubes, el sol y los árboles, las existencias vivas en la tierra y en el aire? Y no solo hable, sino también se pregunte durante las horas interminables de su soledad al lado de la pared del mantra, pregunte el olivo viejo que lo protegía del sol rudo con sus hojas verdes y plateadas, la mariposa en su danza efímera, la golondrina antes de continuar su viaje eterno...

 

"¿Qué tipo de barco yo debería ser? Un barco que nunca ha tocado el agua, ¿puedes llamarlo un barco? Que una vez no hice un pequeño viaje al azul del mar. Siempre era en la tierra, siempre adornado con linternas blancas, aquí están las que tengo apagadas aquí, durante mucho tiempo".

 


No sé cómo puede hablar un "metal sin vida", pero lo escuché, lo sentí en mi alma. Hoy yo contaré a Uds. un sueño, pero otros van a hablar. Será la voz, el alma de la nave. Será la voz de una chica, una de las que pisan esta tierra sólo para endulzarla. Será la voz de un niño que se convirtió en un hombre, pero su alma ha tenido la ternura de un niño. Se deslizarán entre sus palabras mis sueños también, pero esto siempre se hace y se hará a través la efusión de alma en la mano que se deleita apasionadamente las letras y hace frases, pensamientos que quieren inflamar las almas. Siempre se hará cuanto la mente está retrocediendo por la necesidad del sueño. Así que ahora justo antes de Pascua, Uds. escucharán un sueño de un hombre fantaseador que escribe historias sobre mendigos y huérfanos, sobre inmigrantes y personas desalmadas, sobre fantasmas y ángeles, sobre la solidaridad, la compasión, el corazón cálido del hombre. El motivo es el barco que decoraba la Plaza Aristóteles en Navidad por muchos años. Mi María lo descubrió accidentalmente hace algún tiempo, al lado de un almacén y un muro escondidos entre árboles, ¿eran allí por casualidad? También se encuentra la escuela especial de Tesalónica para niños con autismo Era un encuentro especial, mágico para mí que ¿quién sabe por qué sucedió o quién lo causó? Entonces escuchadlo, es su historia la que une la Navidad con la Pascua, la realidad con el sueño, el hombre con la humanidad.

 

Donde el alma del barco narra:

   Las horas, los días, los inviernos interminables y los veranos calurosos del aislamiento eran difíciles de pasar. He estado esperando en vano durante muchos años en esta parcela. La soledad es una cosa fea, insoportable de olvidar cuando has aprendido a brillar en frente a todos. Mi existencia de hierro durante años se marchitó desprotegido en los tiempos, apiñado entre un almacén vacío y una pared sin pintar.



Este invierno esperaba que no me olvidaran, lo decía todos los días en el olivo, eso no podía suceder de nuevo. La parcela en que me habían dejado era en lo alto al pie de la colina de los cedros. Desde allí podía ver la ciudad entera desde Pylea hasta los brazos imponentes de las grúas portuarias.

El invierno había llegado temprano aquello año y la primera nieve que cayó a principios de noviembre selló su llegada. Pasaba el tiempo y acercaba la Navidad, en los últimos días en la ciudad se decoraban las calles, los árboles y los escaparates. De vez en cuando encendían nuevas luces multicolores en algún lugar, en un momento estaban brillando en un departamento del centro y en otro, brillaban en la ventana de un centro comercial. Algunas veces los veía parpadear en un gran jardín de una hermosa casa en la ladera. Pero también fueron ellos los que brillaron en un callejón oscuro, en el pobre semisótano, donde pintaban las persianas rotas, las paredes húmedas, la pobreza indecible de la gente.

Constantemente esperaba y ansiaba el momento en que vería la gran grúa. De repente me subía en la parte trasera del camión que siempre rugía furioso por mi peso como si partiera hacia la plaza Aristóteles. Pero no daría atención a los nervios de este camión, porque al rato los electricistas me rodean con sus destornilladores y pinzas. Mis gruesos mástiles y velas subirían rápidamente y todos los cables y lámparas estarían conectados. Estaría de pie orgulloso como Grecia, como su marinería, frente al alto árbol de Navidad con sus miles de luces. Con una sola pulsación del interruptor brillaría por mi alegría y durante un mes entero estaría allí adornado, pleno de luz, para ver a las familias, a las parejas, a todos aquellos que buscaban a vivir unos momentos felices bajo de mi luz. ¿Quién sabe en cuántas fotos estaría en la plaza festiva durante tantos años, esparcidas hasta los confines del mundo?

 A altas horas de la noche desde mi parcela, miraba al fondo las pocas luces de la ciudad, el mar que se unía en el fondo con el cielo y sus estrellas. La absoluta soledad que trae recuerdos recordaba las vacaciones, la plaza. Cuando avanzaba la noche y la gente se iba, podía escuchar. Escuchaba hasta la mañana siguiente el suave chapoteo del mar que estaba muy cerca de mí. Cuando la madrugada se acercaba, las siluetas de los barcos se aparecían tímidamente. Las luces de las cubiertas de los barcos viajaban débilmente a través del vapor del mar hasta la plaza. Detrás de ellos, el Olimpo cubierto de nieve es enorme frente a ellos, pero también insignificante bajo el azul profundo, a los pies de las Plèyades y Venus. Estaba feliz en la plaza pero también estaba celoso de esas bestias viajeras que descansaban en Thermaikos. Deseaba sus viajes a tierras lejanas, a los grandes mares. Yo nunca me había sumergido en agua salada, solo la caricia de la lluvia me había tocado. El constructor naval que me había construido no me dio más que un casco fuerte, sin quilla, arrecifes y volante.

Un año más el círculo se llenó y volvieron los días felices que traían la Navidad. La plaza fue decorada por innumerables luces, juguetes y caras felices. Han pasado el Año Nuevo y la Epifanía y yo siempre estoy junto al almacén vacío, siempre monje, siempre en la oscura.


***


  El comienzo del invierno trajo em siguiente una primavera de febrero, furiosa. Dios floreció de nuevo a través del blanco del almendro, del amarillo de las pobres flores del campo. Como todos los años, la creación se decoró y llenó de verde y amarillo, de rosa y rojo, con colores incomparables y aromas embriagadores. Mi casco gris estaba iluminado por las flores, el metal helado fue calentado por la calidez de los colores y los gorriones tuiteaban a mi dulcemente sus melodías. Un día tan primaveral, las puertas del almacén vacío se cerraron de golpe con ruido y los artesanos abrieron con sus asistentes, sus herramientas y sus materiales. Trabajaron rápido y después unos días todos estaban listos, todos en su lugar. La antigua chimenea de la industria se pintó con diseños alegres y el almacén se dividió uniformemente en habitaciones. Paredes felices, bancos, mesas, sillas, juguetes, alfombras y almohadas de colores, luces, computadoras, todos estaban listos para recibir a los niños. 

    Inicialmente vi a Maria, la educadora especial de Mytilene. Estaba explorando el área fuera de las aulas y cuando se volvió desde el lado del almacén se cayó frente a mí. Me reconoció desde el principio a pesar de que todos mis aparejos y tubos de luz eran un enredo travieso arrojado al casco. Sus voces y exclamaciones me trajeron a su director, la trabajadora social, la psicóloga, la enfermera de la escuela, los terapeutas del habla, los terapeutas ocupacionales y los otros maestros. La verdad es que nunca me había visto de cerca, pero recordaba de su infancia los reportajes en televisión sobre las celebraciones de Navidad en Salónica.

- “¿Cuántos años está aquí?” María preguntó.

- “Sí, no recuerdo cuántas navidades non fue decorado y es una lástima, definitivamente es un montón de gastos para bajar a la plaza, por eso lo olvidaron aquí. Sinceramente, no puedo pensar nada más para este hermoso barco”, respondió el terapeuta ocupacional, Jakovos. Así fue como María se enteró de mi historia. Mi imagen la entristeció y les dijo a los demás que un barco pequeño tan bonito era un gran error estar ahí desprotegido y oxidado.

El jardín infantil especial y la escuela primaria para niños con autismo se habían alojados en el almacén industrial. Para María, este fue su primer año en Salónica después de dos años de servicio en Atenas, recién salida de la escuela, un título en semántica y el método Braille. Esta profesión le convenía, era una persona especial, tierna y compasiva, ganaba la simpatía de los niños con una sonrisa, les brindaba generosamente todo su amor y atención. Con sus ojos nos encantaba, se imaginaban como si en ellos se hubieran anidado todas las bellezas y todos los colores del mundo. Y sus padres la amaban y estaban contentos de que ella y los otros educadores estuvieran cerca de sus hijos, en la difícil lucha de sus vidas.

Desde el primer momento en que me vio nació un sueño en el alma de la isleña. Fue muy difícil, pero lo intentaría, se lo había prometido a ella misma, a mí, pero sobre todo a sus hijos. Primero envió una carta maravillosa al alcalde, escribiéndole las razones y pidiéndole que donara el bote a la escuela. Después pocos días, el alcalde, emocionado por su mudanza, respondió que luego de la aprobación formal por parte del concejo municipal, el municipio con mucho gusto lo donaría a la escuela y estaría cerca de ellos para lo que pudiera ser de utilidad. María obtuvo mucha satisfacción, pero aún quedaba mucho por obtener hasta que su sueño se hiciera realidad. ¿Quién sabe cuánto dinero necesitarían y dónde lo encontrarían? No solo, pero muchos otros problemas se habían que resolver, algo que la hacía muchas veces dudar a menudo, perder su coraje. Muchas tardes después de que los niños se fueran, venía y me miraba, contaba, monologaba.

Pasó un año con todos estos, pero no fue como los demás, no me sentí triste ni soledad. Con la ayuda y la paciencia de María los niños en su rutina estricta repetitiva lentamente tímidamente acostumbraban a venir al lado de mí. Ahora me habían sacado de mi posición antigua. El alcalde ayudó y de nuevo me veía como barco, los mástiles se elevaron y me colocaron frente a la escuela, sobre mí estaba ondeando la bandera más hermosa, la bandera colorida de nuestra escuela. Todos me querían, todas las mañanas los adultos me saludaban y los niños me llenaban de sonrisas y algunas veces pronunciaban dos palabras agudas "barco" "viaje". Sus caritas miraban a mí con tanto amor, que algunas veces creía que romperé de emoción. Fue mi primera Navidad con estas criaturas maravillosas cuando me decoraron con colores hermosos, con adornos hechos de sus manos y cuadros llenos de emociones. Brillaba de mi alegría, más que mis luces eléctricas.

En la primavera, un año después de que nos conocimos, María había esforzado mucho, pero podía ver solo obstáculos. No quería darse por vencida, pero estaba más allá de su poder. Su sueño, el nuestro gran sueño, viajar al mar, hacer juntos el viaje de la humanidad, de la solidaridad, de la comprensión, se desvanecía. Pero como si todas las esperanzas se extinguieran, las esperanzas de un lucho puro, entonces es en la mano del Creador inclinarse sobre la tierra para ayudar.

 

Donde el alma de Maria narra:


Spyros, un hombre de cuarenta y cinco años, con un hermoso cabello corto y rubio, capitán de la marina mercante, conducía su coche fuera de la escuela. Por encima de pared vio el alto mástil de un barco y una bandera que parecía a él extraña, porque no había visto una mesma nunca. Inmediatamente atrajo su atención y se preguntó a qué barco pertenecía. ¿Qué buscaba en ese lugar? Se detuvo a verlo, pero encontró las puertas encerradas y se ha ido sin poder echar un solo vistazo.

Yo había caído en melancolía en aquellos días, había pedido ayuda desde donde podía, pero los problemas eran muchos. Cómo puede hacerse un barco este casco de hierro. El dinero era un obstáculo, pero no solo eso. Además, necesitaba un hombre que supiera, que pudiera superar todas las dificultades, que lamentablemente fueron muchas. Licencia de crucero, seguro e interior protección y autoridades portuarias y de amarre y en Grecia de la crisis cómo hacer todo eso es todo…

El día en que conocí a Spyros, los niños habían acabar las clases y yo estaba sentado sola, delante de nuestro barco pequeño. La brisa que soplaba tenía un dulce calor y se esparcía por todas partes los aromas de las flores primaverales. Los niños habían ensartado en él las pinturas que hicimos, las pinturas de la naturaleza que despierta del profundo sueño del invierno. Yo era triste que nuestro sueño se haya perdido. Pero Spyros, curioso por naturaleza, volvió a buscar para finalmente poder ver nuestro barco, dijo después que eso es perversión profesional. Ahí bajo su sombra nos conocimos por primera vez y aunque éramos dos extraños, hablamos por una hora. En su rostro encontré al aliado que necesitaba, el hombre que traería el sueño a la realidad. 


     Andreas Theodoridis constructor y armador. Él el hombre rico que comenzó su vida en casa pobre de refugiados de sus padres en una playa cerca de N. Moudania, fue el primer empleador, pero también después un buen amigo de Spyros. A él acercó desde el primer momento porque sabía bien con qué hombre estaba hablando. Y no se equivocó como si escuchara de los labios de Spyros sobre mi sueño, sobre el barco pequeño de solidaridad, sobre mis maravillosos muchachos. Sin muchas palabras Andreas Theodoridis, el hombre quien en su vida entera trabajó duro para resucitar su familia y luego para ofrecer a ellos todos que aquello no tenía, dijo dos palabras honestas:

"Lo haré fuerte y viajero, antes de cerrar mis ojos dejaré a la sociedad una heridita para mi nombre, para los que han fallecido y los que vendrán, para mi familia entera. Todo lo que te pido, Spyros, es que usted sea el capitán".

Él sabía bien, en su mente no había otro más adecuado para este barco pequeño. Spyros no nació rico. Su padre quizás sea un ruso que su madre conoció en el bar donde trabajaba, pero tal vez. Su madre, en los pocos momentos que non era borracha, fue inmerso en un mundo gris y de melancolía. Una noche, cuando Spyros tenía diez años, recuerda que su madre llegó a casa con dos policías. Estaba borracha, la sangre manaba de su mano derecha, echó una mirada a él y se dejó caer en su cama. A la mañana volvieran los policías de nuevo y preguntaron el niño. Ella agarró a Spyros en sus brazos, lentamente pasó su mano alrededor de su rostro y puso su mano en su pelo, lo apretó como si quisiera arrancarle un mechón, "Mejor así" le dijo y le indicó que se fuera con ellos. Spyros siempre recordará la alta puerta, la oficina, la dama amable con el cabello rubio bien peinado y las rojas gafas gordas. Ella le preguntó si quería ir a una hermosa casa donde lo cuidarían y comerían cada día comida deliciosa. Él aceptó de inmediato de todos modos ayuno deambulaba en el barrio con algunos muchachos mayores que lo metieron en problemas, en la escuela nadie lo quería como amigo, todos lo llamaban mentiroso, ladrón, idiota. Pero la vida pareció honesta con él y le dio ese todos que debía. Pasó hermosos años en la Aldea Infantil SOS con sus otros hermanos e su madre hijastra, la señora Voula. Esta mujer amó a Spyros, como los otros muchachos en la aldea, como a sus hijos verdaderos, Thanasis e Vagelis, sus capitanes. Era para él como una madre verdadera, estaba ahí como la necesitaba para su escuela, como era quemando por fiebre. Un niño inteligente, le fue bien en la escuela y cuando creció y terminó la escuela secundaria, lo envió junto a sus capitanes y lo aceptaron como su hermano, lo estudiaron y se convirtió en un capitán en las naves comerciales.

Theodoridis no encajaba en el trabajo, cuando llevaran la nave de hierro al patio, empezó inmediatamente trabajar. Cuanto lo vio, sonrió, recordó la foto en su cajón, la única que tenía desde Navidad˙ estaba en Aristóteles con sus nietos en frente a este barco brillante. Pero ¡que extraño! Aunque era tan angustiado, con las luces apagadas, le daba la impresión de que era más brillante ahora que en Navidad. Todos estos eran lindos, pero ahora el ornamento de la Navidad debe estar una nave, pensó, la verdad era que era un gran barco. Llamó a todos sus asociados y se encerraron en su oficina para hacer los planos de la nave. No quería borradores, era muy importante para él hacer lo mejor, sin contar dinero, fue su legado en la patria. Pero no el legado del viejo, del rico, fue el legado del niño refugiado y sus antepasados ​​que lucharon duro para resucitarse en estos suelos, en estas aguas azules.

Sobre Tesalónica los dulces olores de la primavera y la cálida caricia del sol coincidía con la bruma suave de la atmósfera y enfatizaba la grandeza de los días della Pasión Santa. El patio estaba abierto en esta Semana Santa, era la primera vez en que este sucedía. Tenía la costumbre de no levantar ni un destornillador en esos días, pero el barco pequeño de la Navidad, como la habían bautizado, tenía que estar preparado para la Pascua y Cristo seguramente le lo perdonaría. Señor Theodoridis había sugerido que el primer viaje del barco tuviera lugar a la medianoche, en la Resurrección. Esta cosa tenía su profundo simbolismo según el constructor de buques. Solía ​​decir que el sacrificio del Novio en la cruz es el acto más grande de amor. La resurrección de Cristo es un nuevo comienzo, una victoria no solo contra la muerte sino también contra toda aflicción de la humanidad. Afortunadamente, al menos las herramientas se silenciaron, se apagaron los quemadores de oxígeno, habían logrado hacer todo el trabajo de hierro y ahora se quedaron solo algunos detalles técnicos y la última capa de pintura.

El Viernes Santo todos estaban listos, el barco pequeño, el equipo, los permisos, todos en la perfección. En todo el país, en las islas, en las llanuras, en las altas montañas, desde las ciudades hasta los pueblos más lejanos, las campanas sonaban lentamente, sus sonidos eran prolongados, llenos de desbordamiento y melancolía. Los cristianos eran ríos humanos y fluían en los epitafios fragantes que la última noche las niñas habían adornado con todos los colores de la tierra. Pero, este año en mi alma solo la esperanza y la felicidad tenían un lugar. Cuando Spyros vino a recogerme, no podía esperar para llegar al patio. Cuando me paré en frente a nuestro barco pequeño, no podía creer lo que veía, lágrimas de alegría e un agradecimiento inmenso a todas estas personas que trabajaron, me inundaron.


Donde el alma de Spyros narra:


En la tarde del Sábado Santo justo antes al anochecer estalló una tempestad inesperada con fuertes vientos. Colgó un rato y después de que Dios lavó con su ira los pecados del mundo˙ como ahora recuerdo donde Fotis, el sacerdote viejo, nos decía en la aldea de los niños, el clima se calmó bruscamente. Cuando esto sucedió, las gaviotas se levantaron y gritaban alegremente, sobre nuestras cabezas. Dentro en nuestro barco pequeño éramos bien protegidos del clima en el puerto del grupo naval, junto a la iglesia del mar de Ai Nikolas. Theodoridis había hecho trabajo maravilloso, convirtió el barco hueco en un velero hermoso, el barco pequeño de Navidad, en la "Argo" arrogante, todos listos para una nueva campaña, no para la guerra sino una campaña solidaria...

Cuando aparecieron las estrellas, no había ni una señal de nubosidad, solo el erizo de mar inflaba las velas. A altas horas de la noche los coches habían dejado de moverse y las calles de la ciudad fueron inundados por las multitudes de personas que bajaban a las iglesias por la Resurrección. Caras felices, todos tenían su alegría, yo mis propias razones de felicidad. Estaba pensando para mí mismo este año, qué suerte tuve. Pascua del año pasado en esos días fuimos con el petrolero en un gran puerto en el centro de Java, que se llamaba Semarang. Allí en los países extranjeros, un extranjero entre los extranjeros extrañaba Grecia, su luz, su primavera. Me aburrí viajar a los confines de la tierra y no tener nada que esperar, una mujer, una sonrisa infantil esperándome en casa. Pero esta Pascua tuve a María a mi lado, esta chica maravillosa, cómo nos emparejamos. Por ahora teníamos un propósito y nos le dieron completamente, pero yo también esperaba sobre nuestro futuro común...

Desde las 11.00 toda la zona se llenó de gente. Padres de nuestra escuela – ahora era también mía - con nuestros hijos que brillaban de alegría por su barco, por su bandera que también se convertiría en la bandera de todos los niños del mundo. Pero otros niños pequeños y adultos también habían venido que estuvieron en Salónica durante el año de la juventud. Eran de las escuelas primarias, escuelas secundarias y liceos. Todos eran allí para ver que el amor del corazón de la maestra María era suficiente para transformar el barco pequeño abandonado de Navidad en el velero de la esperanza, de solidaridad, de amor.

Hace mucha hora habíamos salido a Golfo de Salónica, en un lugar donde la multitud no podía vernos. Sobre Argo hoy había tres capitanes, conmigo y mis hermanos Thanasis y Vangelis que yo respetaba mucho. Hermanos, no de sangre, sino de alma, el honor que vinieron con nosotros era grande. Allí estaba señor Thodoridis también, el niño refugiado de Asia Menor. Lloroso sostenía a su hija Eleftheria en un brazo y a María en el otro, que había amado como su hija segunda, todo este tiempo. En el silencio de la noche el anciano hombre entre lágrimas de alegría, estaba mirando la hermosa Salónica que, como dice Kavvadias, "ella necesita el bote". Después miró hacia las estrellas de donde estaban mirando a él orgullosos sus abuelos y padres y su esposa amada. Gracias a Dios su fortuna era muy grande, había decidido construir una nueva escuela para los niños con habilidades especiales y cualquier otra cosa que pudiera hacer hasta que cerró sus ojos, hasta que llegar a las estrellas él también.

La Resurrección llegó, llegó con un estallido, con clics y destellos, con una luz de esperanza y sonrisas, muchas sonrisas. Nuestro barco pequeño apareció detrás de la iglesia pequeña, brillante con su cuerno sonar largamente, festivamente. Llegamos entre "Cristo ha resucitado", la Luz Increada y los ruidosos destellos de fuegos artificiales. Todos nos saludaban, aplaudieron por ¨Argo¨, por las pinturas grandes, que adornaban las velas y todo el barco. Argo los unía, unía las voces, las almas, las personas. Las caras de los niños se iluminaban y podías ver niños que no podían levantarse de sus sillas de ruedas, pero parecían que mas alto que los otros. Niños que no escuchaban, no hablaban, pero sus ojos arrojaron chispas de esperanza. Niños que no podían ver, pero sentían Argo en todo su esplendor como si la estuvieran viendo en frente de ellos.

Sobre la arena en frente de la orilla los compañeros de María habían colocado barcos pequeños, las miniaturas de Argo. Los niños dejaron a sus padres y vinieron a recoger en sus manos un barco pequeño cada niño, para dejarlo sobre la espuma dando una promesa.

Cuando amaneció la Pascua alrededor de Argo, innumerables barcos pequeños de madera esparcidos por la bahía llevaban los pocos versos y la promesa de los niños que gobernarán la mañana. Una promesa de amor, humanidad y solidaridad ...  



En la brisa ligera

abriremos la vela florecida

de la primavera.

 

Detrás de nosotros la tierra

saludará con una sonrisa

de madre.

 

Los mares en las finales

de la tierra sarán decorados

con jazmines del mar.

 

Con la nave

de los nuestros sueños

navegaremos en sus aguas  

azules.

 

Yo, un muchacho solitario

del mundo,

con una sonrisa dulce

 

Te esperaré 

en la proa del barco. 

 

Gracias al poder del amor una joya abandonada que nunca viajaría por las mares hizo realidad su sueño con la bandera de la solidaridad. Un niño – paria, que crecía sin cuidado y al final terminaría como una otra triste historia, se convirtió en capitán. Ambos cruzaron las mares, llegaron a ciudades y pueblos costeros y llevaron a todas partes el mensaje de humanidad, de respeto, de comprensión, de diversidad. Una familia amada que acompañaría la Argo en sus viajes durante muchos, muchos años, era la familia de María y Spyros. Este barco pequeño era realmente un gran misterio, como si estuviera vivo, como si hubiera alma, fue amado y envió su mensaje muy, muy lejos. Ciertamente era especial, porque en su interior tenía algo del alma de todas las personas que lo amaban, de la promesa de humanidad que todos dieron em frente a él.

 

A Eleftheria Roussou, la maestra que con su pasión y con su amor adornaba las vidas de los niños.  

A Andreas Giannopoulos y a su padre, porque abrazaron a todos los niños con su sonrisa.

Al inolvidable Christos Vlachos, presidente de "Pisti", a Christina Lazaridou y a Mary Gramaticaci, que me animó a hacer realidad el sueño del barco.

A todos los niños de escuelas especiales. A sus profesores y sus trabajadores.

A todas las Aldeas Infantiles SOS y su inolvidable fundador Hermann Gmeiner.

A Marcos, a que deseo que, cuando crezca, se haga como Spyros.

 

Mis agradecimientos especiales a la directora de la escuela primaria especial de Salónica para niños con autismo, señora Alexandra Evangelou por la información que me proporcionó y su apoyo total por la realización del sueño que surgió a través de esta historia. Nuestro sueño es la colocación del barco navideño de la plaza Aristotelous en una plaza de Salónica y su decoración durante todo el año con obras infantiles sobre el tema de todo tipo de diversidad y su convivencia armoniosa, en una sociedad que respeta y enseña la diversidad. Este sueño pasa por todas las escuelas y necesita el apoyo de todos nuestros profesores. Nuestro barco simbolizará el viaje de la diversidad infantil, el viaje de la solidaridad, el viaje hacia un mundo mejor, un mañana mejor.

Un grande agradecimiento a Despina Karypidou, escolta de la escuela primaria especial de Tesalónica por niños con autismo.

Mis más agradecimientos sinceros a mi gran amigo Dinos Papaspyrou que una vez más embelleció el cuento con sus pinturas maravillosas. Y sobre todos quiero agradecer desde el fondo de mi corazón al pintor Tasos Efthymiadis, que en abril de 2019 diseñó el barco pequeño que amaba en Navidad después leyendo mi cuento.

 

Pinturas:

Dinos Papaspyrou,

1. VIAJE DE SALÓNICA-81, Velero en Thermaikos, tempera, 39Χ29 cm., 2013, Cód. 1101

2. PAISAJES - 227, ROCAS EN LA NIEBLA

3. PAISAJES - 12, Almendro

4. PAISAJES – 179, Paisaje de Halkidiki, tempera, 12Χ12 cm., 2011

5. MUJER - 16, Myrto frente al mar, tempera, 30Χ21,5 cm., 2012, Código. 980 (sección de la tabla) Tasos Efthymiadis,

6. El barco pequeño que amaba la Navidad 80X90 cm. Espátula acrílica 2019

 

Abril de 2014

Α.  D.Ε. VALMAS

 

Tradducciòn en español Petros Vitopoulos. Diciembre 2020.

 

  


ΦΙΛΟΙ ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΓΗ