Τρίτη, Δεκεμβρίου 29, 2009

O Τόλης Νικηφόρου στον 102 FM



Η συνέντευξη δόθηκε με την ευκαιρία της απονομής των λογοτεχνικών βραβείων και την βράβευση του Τόλη Νικηφόρου στην εκπομπή "ΑΛΙΕΙΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙΩΝ" με τους εξαίρετους δημοσιογράφους αλλά και λογοτέχνες της θεσσαλονίκης Ηλία Κουτσούκο και Απόστολο Λυκεσά.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 25, 2009

ΚΡΑΤΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ 2009











Μεγάλη η συγκίνηση και η χαρά μου όταν διάβασα - σήμερα ανήμερα Χριστουγέννων - την είδηση για την βράβευση του ποιητή αλλά και πεζογράφου μας Τόλη Νικηφόρου.

http://news.ert.gr/el/politismos/eidiseis/31162-kratika-brabeia-logotexnias-2009

Η φωτιά με τα θλιμμένα μάτια που ακούει σιωπηλή τον συγγραφέα, ο γιός του ζαχαροπλάστη που θα άλλαζε τον κόσμο με ζωγραφιές, τα ποιήματα και η θέα απ’ την εξέδρα της μικρής πόλης. Εκείνος που έχει ξεχάσει εντελώς τα ουσιώδη αλλά θυμάται καθαρά τις λεπτομέρειες, οι επευφημίες και τα χειροκροτήματα, πράγματα κοινά που ξάφνου γίνονται σπουδαία και σημαντικά. Ο άντρας που ήταν κάποτε βαρύς και ασήκωτος και το αδέσποτο σκυλί που υιοθέτησε έναν γάτο.

Κι ακόμη, τα υψίπεδα της νοημοσύνης και η ανταμοιβή της, τα πολιτιστικά σωματεία που έγιναν γραφείο ταξιδιών και κομμωτήριο, οι ανθρώπινοι πόροι, ο ευρύτερος του δημοσίου και οι διαφημιστικές εκστρατείες για τα αρχαία ερείπια. Τα μυστικά που είναι γραμμένα στο νερό, μια χώρα δίχως μονοπάτι, η ατέλειωτη πορεία προς τη θάλασσα και την πατρίδα. Εκείνοι που δίνουν το χέρι και τιμούν τον λόγο τους και τα σκληρά παγκάκια του Λευκού Πύργου.

Μετά τα μυθιστορήματα Το κίτρινο περπάτημα στα χόρτα (2005) και Η εξαίσια ηδονή του βιασμού (2006), δώδεκα διηγήματα του Τόλη Νικηφόρου σε πρώτο πρόσωπο. Καλογραμμένα, ειρωνικά, συγκινητικά. Η φωτιά με τα θλιμμένα μάτια, η κληρονομιά μιας γενιάς και ο δρόμος για την Ουρανούπολη. Τώρα που δεν υπάρχει δρόμος, ποιος είναι ο δρόμος για την Ουρανούπολη;

Κυριακή, Δεκεμβρίου 20, 2009

Χριστούγεννα στην πλατεία δημαρχείου



Κάποτε το Δημαρχείο είχε ιδιαίτερη αξία για την πόλη. Ένα επιβλητικό πολυώροφο κτίσμα, δείγμα υψηλής αρχιτεκτονικής για την εποχή του. Εδώ και πολλές δεκαετίες μέσα σε δριμείς χειμώνες και ζεστά καλοκαίρια, σε φθινοπωρινές ομίχλες και απέραντες ανοιξιάτικες ξαστεριές, δέσποζε μεγαλόπρεπο καθώς περίμενε τους κατοίκους της πόλης να το επισκεφτούν για τις δημοτικές τους υποθέσεις.
Το είχαν κτίσει πριν τον μεγάλο πόλεμο στην θέση ενός θρυλικού χανιού για να γίνει ένα σύγχρονο ξενοδοχείο μα στο τέλος κατέληξε στα χρόνια του εμφυλίου να φιλοξενεί οικογένειες προσφύγων από το εσωτερικό της χώρας πριν καταλήξει στα χέρια του Δήμου. Όλα αυτά τα χρόνια φιλοξένησε στους ευρύχωρους χώρους του μια πληθώρα από δημοτικούς υπαλλήλους αλλά και μια σειρά από μεγαλόσχημους δημάρχους που στο πέρασμα του χρόνου και στις άλλοτε σύντομες ή πολυετείς θητείες τους είχαν προχωρήσει σε ένα σωρό παρεμβάσεις στο εσωτερικό του. Στο τέλος χάριν της εισροής εσόδων στα ταμεία του δήμου προέβησαν ακόμα και σε έκδοση αδειών για εγκατάσταση εμπορικών καταστημάτων τα οποία στεγάστηκαν στο εσωτερικό του ισογείου και στις προσόψεις του.
Τώρα με πάνω από πενήντα χρόνια υπηρεσίας το δημοτικό συμβούλιο ύστερα από θυελλώδεις συνεδριάσεις και παρά την σθεναρή αντίσταση των δημοτικών συμβούλων του συνόλου της αντιπολίτευσης καθώς και των καταστηματαρχών της ευρύτερης περιοχής είχε κατά πλειοψηφία αποφασίσει να το εγκαταλείψει.
Στην θέση του ψηφίστηκε να κτισθεί ένα σύγχρονο εμπορικό κέντρο με την χρηματοδότηση μιας μεγάλης ιδιωτικής τράπεζας που θα πλήρωνε στον δήμο ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό το οποίο και θα κατέληγε σύμφωνα με όλες τις διαβεβαιώσεις σύσσωμης της δημοτικής αρχής στην κατασκευή κοινωφελών έργων. Σε λίγους μήνες λοιπόν η δημοτική έδρα θα μετακόμιζε σε ένα σύγχρονο αλλά κακότεχνο σύνολο από πανομοιότυπες πλάκες μπετόν με ενισχυμένο μεταλλικό σκελετό και με πολλά ευρύχωρα γραφεία για τις ανάγκες του δημοτικού προσωπικού καθώς και άνετο παρκινγκ - το μόνιμο αίτημα όλων - στο υπόγειο του. Το κτήριο που πριν χρόνια κοσμούσε με την παρουσία του την παραλιακή πόλη τώρα παραμελημένο άβαφο με σκασμένους τους γκρίζους του τοίχους από την υγρασία και την αλμύρα έμοιαζε με γέρικο κορμί που αγκομαχεί παραδομένο στις κακουχίες πριν έρθει το τέλος, η λύτρωση.
Το κρύο τις τελευταίες μέρες ξύριζε, όπως συνήθιζαν να λένε οι γεροντότεροι της περιοχής. Η παγωμένη πνοή από την κοντινή βουνοκορφή κατηφόριζε μέσα στην πόλη και ενίσχυε αρκετά το κρύο μέχρι που κάποιες στιγμές μαζί με την πάντα παρούσα υγρασία το έκανε ανυπόφορο. Στους δρόμους παρά την τσουχτερή παγωνιά η κίνηση ήταν πυκνή από το πρωί. Φυσικό αφού ήταν παραμονή των Χριστουγέννων και οι άνθρωποι έπρεπε να ετοιμάσουν το γιορτινό τους τραπέζι αλλά και να αγοράσουν μικρά ή μεγάλα δώρα για τα αγαπημένα τους πρόσωπα.. Πολύβουη η αγορά καθώς χιλιάδες άνθρωποι και άλλες τόσες μηχανές βρίσκονταν σε κίνηση. Που και που τον θόρυβο διέκοπταν τα μελωδικά κάλαντα των λιγοστών πιτσιρικάδων που αψηφώντας την παγωνιά έτρεχαν να τα πουν από πόρτα σε πόρτα, από εμπορικό σε εμπορικό. Για κάποιους όλο αυτό ίσως και να ήταν ένα ειδυλλιακό χριστουγεννιάτικο σκηνικό, ακούγοντας τα κάλαντα και βλέποντας τους διαβάτες που περπατούσαν βιαστικά και ντυμένοι βαριά για να προστατευτούν από την παγωνιά καθώς τα ανάγλυφα σύννεφα που διέτρεχαν τον ουρανό πρόδιδαν αβίαστα τις λευκές διαθέσεις τους .
Εμπρός από το παλιό δημαρχείο περνούσε αρκετός κόσμος. Κάποιοι από αυτούς έμπαιναν για να διεκπεραιώσουν τις τελευταίες γραφειοκρατικές διαδικασίες του χρόνου, ενώ άλλοι κοιτούσαν την πραμάτεια στις βιτρίνες των εμπορικών που φιλοξενούνταν στο ισόγειο του και υπολόγιζαν τι από αυτά βαστά η τσέπη για τις γιορτινές αγορές τους. Ο αέρας την τελευταία ώρα είχε αγριέψει και λυσσομανούσε ανάμεσα από τα αετώματα και τα τοξωτά ξεθωριασμένα παραθυρόφυλλα του τριώροφου νεοκλασικού. Η θερμοκρασία είχε πέσει κοντά στο μηδέν αλλά έμοιαζε να είναι πολλούς βαθμούς πιο κάτω. Δίπλα από την κεντρική είσοδο του δημαρχείου, στο πλακόστρωτο, επάνω σε ένα μακρόστενο χαρτόνι καθόταν κουλουριασμένος ένας ηλικιωμένος άντρας. Τα ρούχα του ήταν πολυκαιρισμένα και τόσο κουρελιασμένα που κάλυπταν σωστά μερικά μονάχα σημεία. Το γέρικο κορμί του αδύναμο από την πείνα και τις κακουχίες ακάλυπτο στο βοριά παρέμενε με δυσκολία όρθιο. Ένα μικρό λιγδιασμένο κουπάκι τοποθετημένο εμπρός από τα ξυλιασμένα πόδια του περίμενε την ελεημοσύνη των ανθρώπων. Παρά τις κακουχίες μέσα στα υγρά θολά μάτια του γέροντα αντί για πονηριά, αδιαφορία ακόμα και σκληρότητα μόνο την ανιδιοτελή καλοσύνη των 70 χρόνων της ζωής του μπορούσε κάποιος να διακρίνει. Καθισμένος εκεί έλπιζε στην συμπόνια των ανθρώπων που ευτυχώς ακόμα εκδηλώνονταν τέτοιες μέρες. Έλπιζε πως θα μάζευε λίγα χρήματα για ένα πιάτο ζεστό φαί που θα το μοιραζόταν με τους λιγοστούς του φίλους και λίγο φτηνό κονιάκ ώστε να ζεσταθεί στην παγερή γωνιά του. Έτσι απλά, θα μπορούσε να γιορτάσει και αυτός ετούτη την χρονιά.
Κάθε τόσο με την λίγη δύναμη που του απέμενε έσφιγγε πάνω του το ξεσκισμένο πανωφόρι του, μάταια όμως. Το αδύναμο σώμα του όλο και πάγωνε. Σε μια στιγμή αργά λες και έσερνε το κουρασμένο του κορμί ξεκίνησε με το βλέμμα μια μικρή βόλτα στην πλατεία. Γύρω γύρω τα εμπορικά γεμάτα, κόσμος πολύς περνούσε ξυστά εμπρός του, ελάχιστοι τον κοιτούσαν και σχεδόν κανείς δεν του άφηνε κάτι στο κουπάκι του που από το πρωί δεν είχε μαζέψει ούτε για ένα καρβέλι ψωμί. Αυτός όμως συνέχιζε να ελπίζει, υπάρχουν και καλοί άνθρωποι μπορεί να είναι λίγοι αλλά κάποιος θα περάσει και εμπρός μου. Τότε η ματιά του έπεσε απέναντι.
Τι όμορφη εικόνα, ήταν η βιτρίνα του ζαχαροπλαστείου <<ΚΕΝΤΡΙΚΟΝ>> . Καλοντυμένοι κύριοι και κυρίες η εκλεκτή πελατεία του. Τέτοιες μέρες κάποτε στην πόλη του και αυτός επισκέπτονταν ακριβά ζαχαροπλαστεία για να αγοράζει περίφημα γλυκίσματα και λιχουδιές για τους αγαπημένους του αλλά και για τον ίδιο αφού όλοι γνώριζαν την αδυναμία του. Θυμήθηκε τον Ιάκωβο τον Πολίτη ζαχαροπλάστη και τα εξαίσια σιροπιαστά του. Η βιτρίνα αυτή του θύμιζε πολύ την δικιά του και έτσι που έπεφτε ο ζεστός φωτισμός της επάνω στα τεράστια μελομακάρονα, τους αφράτους ευωδιαστούς κουραμπιέδες και τα γιορτινά τσουρέκια που είχαν πλημμυρίσει με τις θεσπέσιες μυρωδιές τους την κυκλική πλατεία του δημαρχείου, ο γέροντας δάκρυσε. Λένε πως ο άνθρωπος δένεται με τις μυρωδιές γιατί του σκάβουν την μνήμη. Ο δύστυχος γέροντας, ο μόνιμος κάτοικος της πλατείας είχε δεθεί με τις ευωδιαστές οσμές αυτού του ζαχαροπλαστείου που του θύμιζαν πολλά και όμορφα περιστατικά της ζωής του. Ήξερε πάντα τι ψήνει ο φούρνος του, τότε οι θύμισες έρχονταν στην επιφάνεια και πλημμύριζαν το είναι του. Ποτέ του όμως δεν είχε δοκιμάσει κάτι από αυτό το ζαχαροπλαστείο. Ποιος ξέρει γιατί, ίσως επειδή τα λιγοστά χρήματα που του άφηναν οι περαστικοί δεν έφθαναν για τέτοιες πολυτέλειες, ίσως ακόμα και να μην θεωρούσε τον εαυτό του άξιο να περάσει το κατώφλι του πολυτελούς καταστήματος, ίσως και γιατί στην άλλη πλευρά της πλατείας ο κύριος Φρίξος με το πολυκαιρισμένο μαγαζάκι αποικιακών ειδών και την μεγάλη καρδιά πάντα του έδινε ότι γλυκό έφτιαχνε με τα χεράκια της η κυρά Μέλπω. Άγιος άνθρωπος, τον έβρισκε πολλές φορές πριν ανοίξει το μαγαζάκι του και του άφηνε μια χορταστική μερίδα από το γλυκό που είχε φτιάξει την προηγουμένη η χρυσοχέρα, η Μέλπω του.
Κόπασε απότομα ο αγέρας. Μικρές παγωμένες νιφάδες στροβιλίζονται πέφτοντας δειλά από τον φορτωμένο ουρανό. Περνώντας ακόμα λίγα λεπτά άρχισαν να πέφτουν πιο θαρραλέα, πιο πυκνές, έτσι κατάφερναν να ασπρίζουν τα χορταράκια της πλατείας.
Κάποιοι ηλικιωμένοι κάτοικοι της περιοχής τον έβλεπαν χρόνια. Με το ευγενικό του παρουσιαστικό περίμενε καρτερικά πάντα στο ίδιο σημείο χειμώνα καλοκαίρι μέσα στην ζέστη αλλά και στην παγωνιά επάνω στο χαρτόνι του. Μιλούσε μόνο για να ευχαριστήσει τους διαβάτες που του άφηναν λίγα από τα κέρματα τους. Ήξεραν πως για κατάλυμα του ο γέρος ζητιάνος είχε ένα εγκαταλελειμμένο εμπορικό που κάποτε πουλούσε παπούτσια. Εκεί συντροφιά με τους φίλους του, τις γάτες, που τον δέχτηκαν για παρέα τους βρήκε το καταφύγιο του από τον καιρό αλλά και τους ανθρώπους της πλατείας δημαρχείου.
Κανείς πραγματικά δεν γνώριζε την ιστορία του ούτε και το πως ακριβώς βρέθηκε σε εκείνο το σημείο της πόλης . Κάποιοι έλεγαν αόριστα πως κάποτε ήταν ένας πλούσιος έμπορος καφέ στην πρωτεύουσα με τρανταχτή περιουσία. Μερικές λάθος κινήσεις και μια μέρα έχασε τα πάντα από την τράπεζα. Άλλοι υποστήριζαν πως του σάλεψε όταν πέθανε η αρραβωνιαστικιά του και άλλοι πως ήταν κάποτε ναυτικός, ο μόνος που σώθηκε από την μανία της τρικυμισμένης θάλασσας σε εκείνο το ναυάγιο. Όσο και να προσπάθησαν κάποιοι αυτός απλώς τους χαμογελούσε με καλοσύνη κοιτώντας τους γαλήνιος.
Η ώρα περνούσε, όσο η χιονοθύελλα δυνάμωνε τόσο το σώμα πάγωνε και η καρδιά του γέροντα κτυπούσε όλο και πιο αργά. Τα κουρασμένα μάτια του που τόσα βάσανα και ταλαιπώριες είχαν δει, έκλειναν. Αργά βυθίζονταν σε ένα γλυκό και καλοδεχούμενο ύπνο.
Ένας νεαρός που τον λυπόταν και τον βοηθούσε όταν κατέβαινε στην πλατεία για δουλειές τον είδε στην θέση του για ακόμα μια φορά. Θέλησε να του αφήσει μερικά χρήματα, σήμερα λίγα περισσότερα από ότι συνήθιζε. Θυμόταν μια φορά που του είχε δώσει και ένα παλιό παλτό του και ο γέροντας λάμποντας από χαρά του είχε χαρίσει ένα σωρό ευχές. Ήταν η μόνη φορά που είχε ακούσει την φωνή του.
<<Ε παππού, Καλά Χριστούγεννα>> του είπε και έριξε ένα γενναίο χαρτονόμισμα στο λιγδιασμένο κουπάκι του. Ο γέροντας δεν απάντησε.
Ο νεαρός μόρφασε πονεμένα. Κόσμος μαζεύτηκε τριγύρω του. Κάποιοι κοντοστάθηκαν και κούνησαν το κεφάλι τους λυπημένοι άλλοι προσπέρασαν και χάθηκαν στην βουή της πόλης. Ένας ογδοντάρης καλοστεκούμενος από αυτούς που τον γνώριζαν και τον βοηθούσαν στα χρόνια που ζούσε σε αυτήν την πλατεία είπε ως επικήδειο σφραγίζοντας την ζωή του γέροντα.
<< Έφυγε αθόρυβα, ολομόναχος αν και μέσα σε τόσο κόσμο. Καλύτερα έτσι, του έπρεπε τώρα, στην αγκαλιά του γέρικου δημαρχείου. Το ήξερε, δεν θα είχε θέση πια εδώ. Θα το σκοτώσουν και αυτό αύριο, στην θέση του θα έρθει ένα ψηλό κτίριο με πολλά εμπορικά. Αυτή είναι η πρόοδο μας, αυτό είναι το κέρδος μας.
Έζησε πονεμένα χρόνια ο δύστυχος μακάρι ο Θεός να τον αναπαύσει>>.

Έβλεπε τους συγκεντρωμένους ανθρώπους πότε να χάνονταν και πότε να εμφανίζονται μέσα στον πυκνό χιονιά. Όλα τέλειωσαν γρήγορα, έμεινε μόνο ο ήχος της σειρήνας του ασθενοφόρου που έτρεξε μακριά αφήνοντας τον μελαγχολικό απόηχο της να τριγυρνάει θλιμμένα μέσα στην πλατεία. Νύχτωσε, απέμεινε μόνος του μέσα στην σιωπή του χιονιού. Ψηλά επάνω από την ολόλευκη πλατεία που την κοίταζε για πρώτη φορά έτσι, λυτρωμένος από την φτώχεια και τις κακουχίες του γέρικου κορμιού είδε τα πάντα ξανά από την αρχή.
Η αυλαία τραβήχτηκε από την κυκλική σκηνή και άρχισαν να περνούν από μπροστά του τα αγαπημένα πρόσωπα των παιδικών του χρόνων, είδε την γλυκιά νεότητα του, την εποχή της επιτυχημένης ωριμότητας, τον μεγάλο έρωτα, την αβάσταχτη απώλεια. Ύστερα πόνεσε για μια στερνή φορά βλέποντας την πλεκτάνη και την συκοφάντηση, την σύλληψη και την φυλάκιση του, τον θάνατο της, την ταφόπλακα στο πρόωρο μνήμα της ζωής του.
Ξημέρωνε, ώρες εκεί παρακολούθησε όλη του την ζωή, όλα τα σημαντικά γεγονότα της μέχρι που συμφιλιώθηκε με το παρελθόν του και ξαλαφρωμένη πια η ψυχή του άνοιξε τις φτερούγες της. Ήταν έτοιμη να πετάξει μακριά, πέρα από την γη, πέρα από τα βάσανα και τις πίκρες την μέρα που ο μικρός Χριστός ακόμα μια φορά θα έσπερνε το δικό του μήνυμα, το μήνυμα της αγάπης. Δύσκολα φύτρωνε πια, άγονο το έδαφος σε έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι έμαθαν να λειτουργούν μόνο με την ψυχρή λογική, το προσωπικό συμφέρον, το κέρδος, δίχως καρδιά, δίχως συναισθήματα, δίχως στοργή, αγάπη.
Όμως αυτό το μήνυμα πάντα θα βλασταίνει στην ψυχή κάποιων, αυτών που μπορούν να κοιτούν…….

….. Ψηλά επάνω από τις χιονισμένες στέγες των σπιτιών, οι άσπρες χαρούμενες νιφάδες στροβιλίζονταν στην δίνη του βοριά σε ένα ξέφρενο χορό σχηματίζοντας τα εφήμερα σχέδια τους γύρω από ένα απλωμένο χέρι, ένα γλυκό πρόσωπο, δυο μαβιά μάτια, αυτά που τον περίμεναν χρόνια κοντά τους, τα μάτια της αιώνιας αγαπημένης του, της Ελένης.


Ευχαριστώ για την παραχώρηση του πίνακα από τον ζωγράφο Ντίνο Παπασπύρου.
ΠΙΝΑΚΑΣ - Σινέ Αλκαζάρ


Καλές γιορτές και ας μην ξεχνάμε τον Συνάνθρωπο μας όχι μόνο στις γιορτές αλλά καθημερινά. Κάποιοι μας έχουν τόσο ανάγκη, κάποιοι μας χρειάζονται.

Α. Δ.Ε. Βαλμάς
Θεσσαλονίκη
Δεκέμβριος 2009


Παρασκευή, Δεκεμβρίου 11, 2009

Το μυρμήγκι που πέταξε ψηλά

Μια φορά και έναν καιρό σε ένα δάσος επάνω σε ένα ψηλό βουνό ζούσε μια οικογένεια σπουργιτιών που περίμενε να γεννηθεί το πρώτο τους πουλάκι.

Όλα κυλούσαν ήρεμα στην ζωή τους, μια μέρα όμως εμφανίστηκαν στο δάσος δυο άνθρωποι με όπλα, οι κυνηγοί. Μόλις είδαν τα πουλάκια τα πυροβόλησαν με τα τεράστια ντουφέκια τους και κατέστρεψαν την φωλίτσα τους πάνω στο γέρικο έλατο.
Ευτυχώς δεν τα πέτυχαν, όμως τρόμαξαν τόσο πολύ που πέταξαν πάρα πολύ μακριά και μέχρι να συνέλθουν και να επιστρέψουν στην φωλιά τους το αβγουλάκι τους είχε χαθεί. Η μαμά έκλαιγε ασταμάτητα και ήταν απαρηγόρητη που το πρώτο της πουλάκι χάθηκε τόσο άδικα.
Το αβγουλάκι είχε σωθεί και ήταν καλά, όμως οι νεαροί γονείς του δεν μπόρεσαν να το βρουν και πίστεψαν ότι πέθανε. Έτσι πέταξαν λυπημένοι πέρα από τα βουνά σε ολάνθιστους όμορφους τόπους για να ξεχάσουν το κακό που τους έκαναν οι κυνηγοί.
Το αβγουλάκι είχε κατρακυλήσει από την φωλιά ανάμεσα στα μεγάλα κλαδιά του δέντρου που το προστάτευσαν να μην σπάσει μέχρι να βρεθεί στο χώμα, δίπλα σε ένα ρυάκι με κρυστάλλινα νερά. Εκεί για καλή του τύχη το αβγουλάκι χώθηκε μέσα στα χορταράκια που το κράτησαν ζεστό μερικές μέρες…… μέχρι που τσακ, τσακ, τσακ πρόβαλε δειλά δειλά μέσα από το αβγουλάκι του.
Το νεογέννητο πουλάκι έτρωγε μικρά χορταράκια και σποράκια που έβρισκε δίπλα του στο έδαφος. Ήταν ένα θαύμα που έζησε έτσι μοναχό του. Σιγά – σιγά το πουλάκι άρχισε να μεγαλώνει και μετά από κόπο και πολλές προσπάθειες μπόρεσε να πετάξει. Αλλά ήταν ένα νεαρό πουλάκι μόνο του, χωρίς γονείς να του μάθουν πώς να πετάει σωστά και να βρίσκει την τροφή του. Ο χειμώνας πλησίαζε απειλητικός και ο καιρός είχε γίνει πολύ κρύος επάνω στα βουνά που δεν αστειεύονται τέτοια εποχή.
Ευτυχώς το μικρό πουλάκι είχε βρει ένα θεόρατο έλατο με τεράστια πυκνά κλαδιά και κούρνιαζε μέσα τους για να ζεσταθεί από τον παγωμένο βοριά.
Οι μέρες περνούσαν και οι πρώτες νιφάδες ήταν έτοιμες να πέσουν στην γη, ψηλά από τα παγωμένα σύννεφα. Το πουλάκι μόλις τις είδε να πέφτουν ανάμεσα στα κλαδιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως ήταν μικρά λευκά έντομα που ήρθαν να του κάνουν παρέα. Όσο όμως και να τις ρωτούσε αυτές παρέμεναν ακίνητες δίχως να του απαντούν. Όταν τις είδε να σκεπάζουν τα πάντα με τα παγωμένα σώματα τους τότε κατάλαβε πως δεν είναι καλή παρέα όσο τα χορταράκια και τα κλαδιά που τον ζέσταιναν. Οι φτερούγες του είχαν παγώσει και όσο περνούσε η ώρα ένοιωθε να μουδιάζει το λεπτό κορμάκι του. Φοβόταν τώρα πως σε λίγο θα έμοιαζε και αυτός με τα ακίνητα παγωμένα έντομα. Πρέπει να πετάξω πριν παγώσω σκέφτηκε. Άνοιξε τα φτερά του και έγειρε το σώμα του πέφτοντας από το κλαδί έτοιμος να πετάξει. Τα φτερά του όμως ήταν τόσο παγωμένα που μεμιάς έπεσε στην χιονισμένη γη. Το πουλάκι ήταν τόσο λυπημένο, κρύωνε, πεινούσε ήταν πολύ στεναχωρημένο. Τι θα έκανε τώρα εδώ μόνο του. Τα χορταράκια είχαν χαθεί μέσα στο πυκνό χιόνι και δεν μπορούσε ούτε καν να πετάξει. Η ώρα περνούσε και το φως άρχισε να λιγοστεύει. Τότε έγινε ένα ακόμα θαύμα.
- Ε, δεν με ακούς σε εσένα μιλάω.
- Ναι, ποιος ποιός είναι; απάντησε το πουλάκι απορημένο αφού δεν είδε κάποιον
- Να εδώ κάτω, τώρα με βλέπεις;
- Ναι, ναι τώρα σε βλέπω, είπε το πουλάκι αφού έψαξε αρκετά. Ένα μυρμήγκι φορτωμένο με σπόρους στέκονταν επάνω σε ένα βουναλάκι από χιόνι.
- Πως σε λένε;
- Δεν ξέρω, ε δηλαδή δεν έχω όνομα απάντησε το πουλάκι.
- Δεν έχεις όνομα; Πολύ περίεργο αυτό είπε απορημένο το μυρμήγκι.
- Δεν έχω όνομα γιατί μεγάλωσα μόνος μου, δεν έχω γονείς.
- Σε παράτησαν οι γονείς σου; και δεν μου λες πως έμαθες να μιλάς; ρώτησε πάλι με απορία το μυρμήγκι.
- Δεν με παράτησαν. Άκουγα τα έντομα και από αυτά έμαθα και εγώ να μιλώ. Αυτά μου είπαν πως ο άνθρωπος χάλασε την φωλιά μας και έδιωξε τους γονείς μου μακριά. Δεν έχω δει ποτέ άνθρωπο αλλά είναι τρομερό τέρας μου έχουν πει τα έντομα.
- Ναι έχουν δίκιο όχι όμως πάντα, σίγουρα όμως είναι τρομακτικοί οι άνθρωποι.
Έρχονται στην φύση και μας σκοτώνουν με τα όπλα τους, έτσι για διασκέδαση αλλά ακόμα και με τα σκουπίδια που πετούν χωρίς ντροπή δηλητηριάζουν όλη την φύση και εμάς.
- Ναι έχω δει πολλά τέτοια και μυρίζουν απαίσια συμφώνησε το πουλάκι.
- Εντάξει όλα αυτά, αλλά τώρα τι κάνεις εδώ κάτω μέσα στο χιόνι;
- Πάγωσα και δεν μπορώ να πετάξω, έχω και μια πείνα.

- Πουλιά σου λέει ύστερα. Όλο το καλοκαίρι πετάνε, κελαηδάνε συνέχεια γλέντι και το χειμώνα προσπαθούν να φύγουν μακριά. Ενώ εγώ βλέπεις, είμαι τόσο εργατικός. Τώρα πάω στην φωλιά μου τα τελευταία εφόδια για τον χειμώνα και μετά θα μείνω εκεί ασφαλής μέχρι την άνοιξη. Ενώ εσύ κινδυνεύεις να πεθάνεις.
- Ίσως έχεις δίκιο αλλά δεν φταίω εγώ, μακάρι να σε γνώριζα ποιο πριν. Τότε δεν θα πετούσα μόνο ψηλά πάνω από την όμορφη γη αλλά θα μάζευα και μερικά τρόφιμα αν ήξερα τι θα πάθαινα τώρα.
- Δεν μου λες είναι όμορφα εκεί πάνω είπε το μυρμήγκι σχεδόν σαν να ονειρεύονταν.
- Πάρα πολύ ωραία, από εκεί ψηλά όλα είναι τόσο όμορφα. Βλέπεις το βουνό, το δάσος, τις λίμνες είναι φανταστικά.
- Λάκη θα σε φωνάζω είπε το μυρμήγκι
- Πως με είπες;
- Θα σε φωνάζω Λάκη, σπουργιτάκι.
- Είναι ωραίο και εύκολο όνομα μου αρέσει είπε ενθουσιασμένος.
- Εμένα με λένε Τοσοδούλα, Λάκη.
- Χαίρομαι πολύ που σε γνώρισα Τοσοδούλα.
- Λάκη πεινάς εεε;;;
- Πολύ Τοσοδούλα, το στομαχάκι μου γουργουρίζει.
- Κοίτα τι έχω εδώ, νόστιμους σπόρους τους βρήκα εδώ πιο κάτω θέλεις;
- Ναι θέλω είπε τρέμοντας ο Λάκης.
- Λοιπόν γρήγορα έλα μαζί μου, τώρα θυμήθηκα πως από την άλλη πλευρά του το δέντρο έχει μια μικρή κουφάλα και σε χωράει άνετα. Θα γίνει υπέροχη φωλιά.
Ο Λάκης ακολούθησε την Τοσοδούλα και αυτή τον οδήγησε σε μια ευρύχωρη κουφάλα στον κορμό του τεράστιου έλατου. Σε λίγη ώρα με την βοήθεια της Τοσοδούλας είχε μαζέψει σπασμένα κλαδάκια και με αυτά έφτιαξε ένα ωραίο κρεβατάκι και μια πόρτα για να μην κρυώνει. Εκείνο το βράδυ το καλοσυνάτο μυρμηγκάκι του άφησε τους σπόρους του και κάποιες μέρες όταν ο καιρός δεν ήταν καλός του έφερνε τροφή για να το βοηθήσει. Όταν ο καιρός το επέτρεπε προσπαθούσε και ο ίδιος να βρει την τροφή του. Έτσι με την παρέα και την βοήθεια της Τοσοδούλα οι μεγάλες νύκτες του χειμώνα περνούσαν πιο εύκολα.
Ένα πρωινό όμως τα ολόλευκα σύννεφα κατέβηκαν πολύ χαμηλά και χιόνιζε χιόνιζε δεν σταματούσε να χιονίζει για ημέρες. Η φωλίτσα του Λάκη σκεπάστηκε από το χιόνι και ούτε εκείνος αλλά ούτε και η Τοσοδούλα μπορούσαν να βγουν έξω. Του έλειπε πολύ η παρέα της. Ο Λάκης τότε θυμήθηκε τα λόγια της όταν μια μέρα του είπε <<Λάκη όταν δεν πεινάς πολύ να αφήνεις λίγη τροφή στην άκρη. Αυτό εμείς τα μυρμήγκια το λέμε αποταμίευση. Να το κάνεις γιατί πάντα πρέπει να έχεις φαγητό στην φωλιά σου ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να σου συμβεί>> Πόσο δίκιο είχες σοφή Τοσοδούλα, τώρα τι θα έκανα που τόσες μέρες δεν μπορώ να βγω έξω; Έτσι σώθηκε ο Λάκης από εκείνον τον πρώτο βαρύ χειμώνα της ζωής του.
Μόλις ήρθε η άνοιξη όλα άλλαξαν. Το νεαρό πουλάκι μεγάλωσε και δυνάμωσε πολύ. Ο καιρός έγινε μαλακός, τα χιόνια σιγά σιγά έλιωναν και τα πρώτα μπουμπούκια ξεπετάχτηκαν στα πανέμορφα λουλουδάκια. Η φύση φανταστική, πανέμορφη, ο πιο όμορφος πίνακας που κάθε άνοιξη ο μεγάλος καλλιτέχνης παρουσίαζε στα πλάσματα της.
Ο Λάκης ήταν τόσο χαρούμενος αυτήν την ημέρα. Είχε ετοιμαστεί από νωρίς. Αφού πρώτα πλύθηκε, χτενίστηκε και έπλυνε τα δόντια του έφαγε ένα καλό πρωινό για να έχει μπόλικες δυνάμεις και περίμενε την ώρα.
- Γεια σου Τοσοδούλα.
- Γεια σου Λάκη.
- Είσαι έτοιμη;
- Για ποιο πράγμα Λάκη.
- Σου έχω μια έκπληξη.
- Έκπληξη; Ρώτησε η Τοσοδούλα.
- Ναι μια πολύ ωραία έκπληξη. Τώρα κλείσε τα μάτια σου.
- Μα γιατί; Ρώτησε πάλι.
- Κάνε ότι σου λέω, επέμενε ο Λάκης
- Εντάξει τότε, είπε και τα έκλεισε.
- Με μια αστραπιαία κίνηση ο Λάκης έπιασε την φίλη του με το ράμφος του.
- Ε τι κάνεις εκεί, μην με φας σε παρακαλώ, στρίγκλισε φοβισμένα το μυρμήγκι.
Ο Λάκης δεν απάντησε, την ακούμπησε με προσοχή στα δυνατά φτερά του και είπε
- Και τώρα κρατήσου καλά, το όνειρο σου θα γίνει πραγματικότητα. Τοσοδούλα ίσως να μην μπορώ να σου δώσω φτερά αλλά σίγουρα μπορώ να σε βοηθήσω να πετάξεις.
Άκουσες; Θα πετάξουμε ψηλά, αυτό είναι το δώρο μου σε εσένα την καλύτερη μου φίλη που μου έσωσε την ζωή.
Η Τοσοδούλα δεν μπορούσε να μιλήσει από την συγκίνηση αλλά και την χαρά της.
Ο Λάκης φώναξε
- Έτοιμηηηηη, πετάμεεεεε και με μεμιάς τίναξε απότομα τις φτερούγες του.
- Ναιιιιιιιι φώναξε η Τοσοδούλα τρελή από χαρά που το όνειρο της έγινε πραγματικότητα, πετάωωωωωωωωωωω, Λάκηηηη είναι υπέροχααααααααααα σ’ ευχαριστώωωωωωωωωω.
Το σπουργίτι πέταξε πιο ψηλά από τις κορυφές των δέντρων, έκανε μεγάλους κύκλους και βουτιές πάνω από τις γαλαζοπράσινες λίμνες, έφτασε μέχρι τις αιώνια παγωμένες βουνοκορφές, τα ταξιδιάρικα σύννεφα και αγνάντευαν μαζί, πέρα μακριά τον μαγικό γαλάζιο ορίζοντα.


Με όλη μου την αγάπη το αφιερώνω στην Κλαιρούλα

Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2009

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 07, 2009

Τρίποντο ανθρωπιάς από τον Λάζαρο Παπαδόπουλο




Χαρίζει τα χρήματα του συμβολαίου του στο “Χαμόγελο του Παιδιού” και στην Ομοσπονδία Σωματείων Ελλήνων Καλαθοσφαιριστών με Καρότσι.

“Αυτός θα πεθάνει φτωχός”, είπε επιστήθιος φίλος του Λάζαρου Παπαδόπουλου, θέλοντας να αναδείξει το μέγεθος της φιλανθρωπίας του 29χρονου παίκτη. Η αλήθεια είναι πως πολλοί εξεπλάγησαν με την κίνηση του Λάζαρου Παπαδόπουλου να χαρίσει όλα τα χρήματα του συμβολαίου του με τον ΠΑΟΚ στο “Χαμόγελο του Παιδιού” και στην Ομοσπονδία Σωματείων Ελλήνων Καλαθοσφαιριστών με καρότσι...
Τέτοιες χειρονομίες σπανίζουν στον αθλητικό χώρο και δεν είναι συνηθισμένες, ακόμη κι όταν μιλάμε για ανθρώπους που κερδίζουν εκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο. Η απόφαση αυτή του Λάζαρου Παπαδόπουλου όμως δεν προκάλεσε καμία έκπληξη σε όσους τον γνωρίζουν καλά. Εκτός από μεγάλος παίκτης ο Παπαδόπουλος είναι και μεγάλος άνθρωπος. Δεν είναι η πρώτη φορά που κάνει μια τέτοια κίνηση. Απλά δημοσιοποιήθηκε, εξαιτίας της συμφωνίας του με τον ΠΑΟΚ.
Από την ημέρα που ηγείται της προσπάθειας του ΠΣΑΚ ο “Λάζος” έχει βοηθήσει πάρα πολύ κόσμο, πάντα μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Είτε πρόκειται για αθλητές που δεν είχαν τα προς τα ζην, είτε για παίκτες οι οποίοι αντιμετώπισαν σοβαρά οικογενειακά προβλήματα (υγείας και άλλα). Όσο σκληρός και ισχυρογνώμων είναι στις συζητήσεις με τους φορείς του μπάσκετ, άλλο τόσο ευαίσθητος και ανθρώπινος είναι στην προσωπική του ζωή. Και φυσικά δεν μένει απαθής σε όσα συμβαίνουν γύρω του, αλλά είναι ένα ευαισθητοποιημένο άτομο που έχει άποψη και ασχολείται και με άλλα θέματα πλην του μπάσκετ. Είναι πατέρας δύο παιδιών και δεν ξεχνά ποτέ τα παιδικά του χρόνια και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε αυτός και η οικογένειά του όταν ήρθαν στην Ελλάδα.
Ένα είναι σίγουρο: ο Παπαδόπουλος δεν έκανε αυτή την κίνηση για το θεαθήναι, ούτε για να γίνει καλός και αρεστός σε κάποιους που τον “πολεμούν” εξαιτίας της συνδικαλιστικής του δράσης. Το έκανε γιατί το ένιωσε πραγματικά...
Ο πρόεδρος του οργανισμού “Χαμόγελο του παιδιού” Κώστας Γιαννόπουλος σχολιάζοντας στη “Μ” την κίνηση του Λάζαρου είπε: “Σε μια εποχή που καλούμαστε ως οργανισμός να καλύψουμε τεράστιες ανάγκες, έρχεται η ενέργεια του Λάζαρου Παπαδόπουλου να μας δώσει το φιλί της ζωής και της ελπίδας. Για έναν αθλητή που δίνει τη μάχη στα παρκέ, είναι κάτι πολύ συμβολικό και σημαντικό να κερδίσουμε κι εμείς τις δικές μας μάχες. Κλείνουμε 15 χρόνια ζωής, καλύπτοντας μεγάλες ανάγκες πολύπαθων παιδιών. Του απευθύνουμε ένα μεγάλο ευχαριστώ μέσα από την ψυχή όλων ημών για την τεράστια στήριξή του προς αυτά τα παιδιά”.
Ο πρόεδρος της “ΟΣΕΚ με καρότσι” Γιώργος Koύζας είπε από την πλευρά του: “Ήταν μια ενέργεια που πραγματικά μας εξέπληξε πολύ θετικά. Η πράξη του Λάζαρου Παπαδόπουλου αναδεικνύει το ήθος και τις αξίες ενός πραγματικού αθλητή με όλη τη σημασία της λέξης, τον οποίο καλούμαστε να τιμήσουμε. Τις προθέσεις του τις έχει δείξει όλο το χρονικό διάστημα που συνεργαζόμαστε με την ιδιότητά του ως προέδρου του ΠΣΑΚ και η κίνησή του αποτελεί μια πράξη ανθρωπιάς και αλτρουισμού. Βοηθάει παράλληλα και στην ενότητα του μπάσκετ, που τόσο πολύ λατρεύει”.

Νοε 19, 2009

Του Νίκου Καραγιώργη
karagiorgis@hotmail.com

ΕΓΩ ΑΠΛΑ ΝΑ ΠΩ ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΜΠΡΑΒΟ ΓΙΓΑΝΤΑ.

Πηγή: http://www.makthes.gr/index.php?name=News&file=article&sid=47267

Κυριακή, Δεκεμβρίου 06, 2009

ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΜΕ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΔΙ




ΤΟ ΕΛΚΗΘΡΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΗ
Από ένα αυθεντικό πίνακα ζωγραφισμένο με το στόμα από τον
IBAN ANTAXI

ΣΕ ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΟΥΣ ΑΠΟ ΕΜΑΣ ΦΘΑΝΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΚΑΡΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΖΩΓΡΑΦΟΥΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ, ΑΣ ΕΚΠΛΗΡΩΣΟΥΜΕ ΛΟΙΠΟΝ ΚΑΙ ΦΕΤΟΣ ΤΟ ΑΔΕΛΦΙΚΟ ΜΑΣ ΧΡΕΟΣ.

ΕΝΩΣΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ ΜΕ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΚΑΙ ΠΟΔΙ
ΛΟΥΚΑΡΕΩΣ 31, 114 75 ΑΘΗΝΑΤηλέφωνο: 2106452947. FAX: 2106457898

ΦΙΛΟΙ ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΓΗ