Τα Χριστούγεννα των Άλλων.
“Αν οι σκοτωμένοι μας ετούτη την στιγμή μπορούσαν να μιλήσουν, τα χλωμά τους χείλη θα σάλευαν μονάχα πάνω στον μεγάλο λόγο του Χριστού: «Αγαπάτε… Ειρήνη υμίν…» Θα λέγανε: «Είστε οι πολλοί. Κάντε την αγάπη νόμο και βάλτε τη να σας κυβερνήσει. Μόλις το θελήσετε θα γίνει».”
Στράτης Μυριβήλης «Η Δασκάλα με τα χρυσά μάτια»
Μια μικρή ιστορία
Ένα ακόμη, «ΓΙΑΤΙ;»
Το χελιδόνι τίναξε φρενιασμένα τις φτερούγες του και πέταξε για μακριά, όσο πιο μακριά γινότανε από την φρίκη. Πυρόξανθες φλόγες και μαύροι καπνοί ορθώνονταν, η γη φλεγόταν. Μαυροφορεμένες μανάδες μαζί με τα ορφανά τους θρηνούσαν τους αδικοχαμένους. Τα γυναικόπαιδα με χέρια παρακλητικά ζήταγαν παρηγοριά, ψηλά, μέσα στην γαλάζια ψευδαίσθηση του θόλου. Το στερνοπούλι πέταξε πάνω από ανθισμένες πεδιάδες, πορφυρά ποτάμια, κακοτράχαλα βουνά. Ώρες πολλές ταξίδευε ως που τις φτερούγες του έκλεισε και στάθηκε να ξαποστάσει σε ένα κλαδάκι ανθισμένης μυγδαλιάς. Τα μάτια του είχαν αντικρίσει ανείπωτο σπαραγμό, ο πόλεμος λυσσομανούσε στην γη, οι άνθρωποι μαχότανε τους αδελφούς τους. Το χελιδόνι δεν μπορούσε να τους καταλάβει και αναρωτιόταν:
«Άφθονα τα πλούτη της, τα κρυσταλλένια νερά και οι ζουμεροί καρποί της πλάσης. Μα ΄κείνους δεν τους φθάνουν, μήτε αυτά μήτε όλα τα πλουμίδια που δημιούργησαν. Τι να τους χωρίζει απ’ το να ζουν αδελφωμένοι; Αλίμονο, μα ο άνθρωπος μες την σοφία του κρύβει όλο τον φθόνο και την αλλοφροσύνη του μυαλού του.»
Θα κινούσε και πάλι, ήταν έτοιμο να ταξιδέψει μέχρι τις πατρίδες της γαλήνης με τα πανέμορφα δάση και τα πλούσια νερά, εκεί που μήτε θλίψη, μήτε πόνος υπάρχει. Τα όπλα όμως του «σοφού ζώου» το πρόφτασαν, ξέρασαν φωτιές και σίδερο. Πάνω στο λευκό χνούδι στο μέρος της καρδιάς του ένα μικρό κόκκινο ρυάκι κύλησε για πρώτη και στερνή φορά. Μαζί με όλου του κόσμου τα θαύματα, με τις κλειστές φτερούγες του πέταγε ψηλά, μέσα στου θόλου το βαθύ γαλάζιο.
"Ο στρατιώτης που
ονειρεύεται, ένα μέλλον ειρηνικής συνύπαρξης και μια ζωή φυσιολογική, χωρίς
άλλο αίμα, χωρίς άλλο φόβο, χωρίς άλλους συναγερμούς και στρατιωτικές
επιχειρήσεις"
Ντίνος Παπασπύρου
Στο αρχοντικό της Καπουτζήδας
«Και μήπως είναι
τίποτα άλλο από ένα όνειρο η ζωή μας;»
Με ήλιο ή με βροχή, σχεδόν αξημέρωτα βγαίναμε στους δρόμους και τριγυρνάγαμε οι δύο μας στην Θεσσαλονίκη. Η θεία μου έσερνε ένα παιδικό καρότσι, στη θέση του καθίσματος δέσποζε ένα μεγάλο χαρτονένιο κουτί που σαν πρωτοφτιάχτηκε και έλαμπε από πάστρα κουβάλαγε ένα τεράστιο κλιματιστικό. Ο κόσμος μας μια πράσινη υδρόγειο γεμάτη δένδρα και χαμόγελα παιδιών που στόλιζε την μια του πλευρά. Κάποιες φορές κοίταγα το καρότσι και αναρωτιόμουν, άραγε πόσο μωρά να είχε κάνει βόλτες στα νιάτα του πριν καταλήξει τώρα γέρικο, σκουριασμένο στα χέρια μας; Για να σκαλίζω κρατούσα ένα χιλιοβαμμένο πορτοκαλί κοντάρι με τον γάντζο γυμνωμένο από το φαγωμένο του ρολό και η θεία ένα κόκκινο και μια πλατιά σπάτουλα, ότι είχε απομείνει από τα παρατημένα σύνεργα ενός μπογιατζή. Μαζί λοιπόν σκαλίζαμε, όχι ανθισμένους κήπους μα τους κάδους των σκουπιδιών αυτής της πόλης.
Κατάγομαι από το Αφγανιστάν, οι γονείς μου γεννήθηκαν
σε ένα μικρό χωριό στα τραχιά βουνά με
τους παγερούς χειμώνες. Το χωριουδάκι
τους ήταν σκαρφαλωμένο τόσο ψηλά που το έκρυβαν τα πουπουλένια πέπλα του
ουρανού, τόσο κοντά στον Θεό που πίστευαν πως θα τον άκουγαν αν υπήρχε γαλήνη. Μα όλα τραντάζονταν από τους τρομακτικούς
βόμβους των αεροπλάνων και τις εκρήξεις των οβίδων που έσπερναν ανελέητα στα
σπλάχνα της γης τους. Κάποτε ήταν τα όπλα των Ρώσων, μετά όλων των δυτικών που
λυσσομανούσαν να κάνουν κουμάντο στην γη μας. Οι γονείς μου ζούσαν μέσα στον φόβο όμως έκαναν
υπομονή ως την μέρα που ο πατέρας αποφάσισε να κυνηγήσει το όνειρο του για μια
καλύτερη ζωή. Θα έφευγαν μακριά από τον πόλεμο, τις προσταγές των τοπικών φυλάρχων,
την ιερή καταπίεση των φλογισμένων μουλάδων. Δεν χρειάστηκε πολύ για να
πεισθεί, η μάνα μου πρόθυμα τον ακολούθησε αν και ο καρπός της αγάπης τους μεγάλωνε
μέρα την μέρα μέσα στα σπλάχνα της. Πήραν το δρόμο της ξενιτιάς κρυφά από τους
δικούς τους, κίνησαν για το όνειρο, να βρουν ειρήνη και ανθρωπιά στις λαμπερές
πολιτείες της Δύσης. Γεννήθηκα πολύ μακριά από την πατρίδα των γονιών μου. Η
μάνα μου από τις κακουχίες με έφερε πρόωρα στην ζωή μέσα στις λάσπες, ανάμεσα
σε πέτρες και χαμόκλαδα. Ξένοι είμασταν,
λαθραίοι και ανεπιθύμητοι για όλους αυτούς που είχαν την τύχη να μην γνωρίσουν τον
πόλεμο, την προσφυγιά, που ποτέ δεν κοιμήθηκαν νηστικοί μέσα στην παγωνιά του
κόσμου.
Η θεία ζούσε στην Ελλάδα πολύ πριν από τους
γονείς μου, στην πραγματικότητα δεν ήταν θεία μου έτσι όμως μου έμαθε να την
λέω. Έξυπνη γυναίκα, σε λίγο καιρό είχε μάθει αρκετά ελληνικά. Της έφταναν στις
γειτονιές για να συνεννοείται με κάποιες κυρίες για τα παλιόρουχα τους. Στις
λαϊκές αγορές χωράτευε με τους μανάβηδες που διαλαλούσαν βροντερά την πραμάτεια
τους και πάντα μας έδιναν φρούτα και λαχανικά, στα τελειώματα, πριν μαζέψουν
τους λιγδιασμένους μουσαμάδες και τους σιδερένιους πάγκους. Αυτή μου γνώρισε τις πρώτες λέξεις μου, «δεν
μπορεί να ζεις σε μια χώρα και να μην ξέρεις την γλώσσα της» μου είχε πει όταν κάποτε
της παραπονέθηκα ότι είναι δύσκολες οι λέξεις και κολλάνε στον λαιμό μου. Ο
πατέρας και η μητέρα δεν πρόλαβαν να μάθουν την όμορφη γλώσσα γιατί έφυγαν να
βρουν κάποιους συγγενείς στην Ολλανδία, εμένα με εμπιστεύθηκαν στην θεία ήμουν
μωρό και το ταξίδι μακρύ και δύσκολο. Δεν έχω κανένα ενθύμιο από εκείνους. Η
θεία μου είπε ότι ο ευσπλαχνικός Αλλάχ τους λυπήθηκε και τους πήρε στην αγκαλιά
του μέσα από ένα σαπιοκάραβο που βούλιαζε έξω από τις ακτές μια χώρας που την
έλεγαν Ιταλία. Πόσο την φοβόμουν αυτήν την χώρα, ώρες ώρες την φανταζόμουν θεόρατη
γυναίκα, ένα θηρίο που με τα τεράστια θυμωμένα χέρια της βούλιαζε καράβια.
Τα παιδικά μου χρόνια ήταν δύσκολα μα ένα
παιδί δεν νοιώθει τις δυσκολίες, την πικρή γεύση της ζωής, παρά μονάχα γεύεται
λαίμαργα τις μικρές γλυκές στιγμές της. Κάθε πρωί ο ήλιος βρίσκεται εκεί για
εσένα και εσύ έχεις όλη την ζωή μπροστά σου, ακόμα και αν δεν ισχύει απόλυτα,
αφού αγνοείς την ίδια μα και εξίσου τον παντοτινό σύντροφο της, τον θάνατο. Ένα
κορίτσι σαν εμένα δεν είχε μεγάλες απαιτήσεις, δεν χρειάζονταν και πολλά για να
νοιώσει όμορφα, λίγο φαγητό και ένα
σπασμένο παιχνίδι ήταν αρκετά. Η Μαλάλα μια κούκλα με θαμπά κόκκινα μαλλιά και
μουτζουρωμένα ρούχα παρατημένη στα σκουπίδια, ανεπιθύμητη σαν εμένα, μου κρατούσε ατέλειωτες ώρες συντροφιά στο
λιγοστό φως του ακάλυπτου. Ήταν η παρέα μου,
μαζί παίζαμε στο υπόγειο διαμέρισμα του κέντρου με την βαριά μυρωδιά από την σαβούρα
των κάδων και τις στοιβαγμένες ψυχές που κάθε βράδυ ονειρεύονταν μια καλύτερη
ζωή, μα κάθε πρωί έψαχναν το ψωμί τους και πάλι στους σωρούς των σκουπιδιών.
Κάποιες
ημέρες η θεία μου με έπαιρνε από το χεράκι και κουρνιάζαμε έξω από ένα
πολυκατάστημα. Αυτό γινόταν συνήθως όταν είχε πολύ κρύο και βροχές ή ανυπόφορη
ζέστη. Μερικές φορές γιατί οι άνδρες με τα μαύρα γυαλιά και τα λευκά κράνη εμφανίζονταν
από το πουθενά. Ήταν οι αστυνομικοί πάνω στις τρομακτικές τους μηχανές με τα
μπλε φώτα και τις σειρήνες που ούρλιαζαν. Μας κόβονταν τα πόδια, η καρδούλα της
θείας πήγαινε στον τόπο μόνο όταν εξαφανίζονταν στο βάθος του δρόμου. Έτρεμε
στην σκέψη ότι θα γυρνούσε πίσω στην πατρίδα μας. Φοβόταν να μην χάσει έστω και
αυτές τις άθλιες συνθήκες που είχαμε, γιατί δεν μπορούσε να επιστρέψει, θα ήταν
η θανατική της καταδίκη. Οι γονείς της την είχαν παντρέψει μικρή, ήταν η πρώτη,
βιάζονταν να φύγει το βάρος των θηλυκών από πάνω τους. Στον γαμπρό είχαν υποσχεθεί εύφορη γη και
χρήματα. Έδωσαν όμως μόνο λίγα από αυτά που είχαν τάξει και η πεθερά της άρχισε
να της φέρεται άσχημα, θα την σκότωνε αν δεν το έσκαγε από το σπίτι των
πεθερικών της και έπειτα από την χώρα. Η φυγή αυτή δεν μπορούσε να έχει επιστροφή.
Αυτές τις μέρες που τριγυρνούσε η αστυνομία ήταν
καλύτερα να είμαστε κάπου κρυμμένες. Έτσι στο πολυκατάστημα καθόμασταν
υπομονετικά στην γωνιά μας, πλάι στα καροτσάκια και την γιγαντοαφίσα με την
ευτυχισμένη οικογένεια. Ήταν καλύτερα
εκεί μακριά από τους κάδους και τις φασαρίες με τους άλλους ρακοσυλλέκτες. Οι πελάτες
περνούσαν δίπλα μας με τα παραγεμισμένα καρότσια τους. Κάθε λογής λιχουδιές
περνούσαν μπροστά από τα πεινασμένα μάτια μας, αγαθά που εμείς δεν μπορούσαμε
να αγοράσουμε με τα λιγοστά χρήματα που μαζεύαμε. Μερικοί κοιτούσαν αδιάφορα σαν
να μην υπήρχαμε εκεί, άλλοι ακόμα και θυμωμένα ίσως επειδή μουτζουρώναμε με την ανεπιθύμητη παρουσία μας την εικόνα
της απόλυτης τάξης των πραγμάτων που είχαν καλά φυλαγμένη στο μυαλό τους. Υπήρχαν
όμως και άνθρωποι που δεν μας προσπερνούσαν, έρχονταν κοντά μας και άφηναν στο στραπατσαρισμένο
ροζ κυπελάκι, μερικά κέρματα και ένα τρυφερό χαμόγελο μέσα από την καρδιά τους.
Αν το κυπελάκι γέμιζε η θεία με πήγαινε για φαγητό σε ένα μαγαζί με μεγάλα,
λαμπερά φώτα. Εκείνη με περίμενε πάντα απέξω και εγώ δεν έβλεπα την ώρα να μπω
σε εκείνο το μαγαζί με τις όμορφες μυρωδιές. Σε πολλές μεγάλες σούβλες ψήνονταν
διάφορα κρέατα και εγώ τα λαχταρούσα, δύσκολο να διαλέξω το μοναδικό σάντουιτς
που θα έτρωγα. Πάντα ονειροπολούσα μπροστά στις σούβλες και τις φριτέζες μέχρι
που ο υπάλληλος με γυρνούσε στην πραγματικότητα. Η αγαπημένη μου στιγμή ήταν
όταν η πίτα μου γέμιζε από το ψιλοκομμένο κρέας, τις τηγανητές πατάτες, τις
ντομάτες, την μουστάρδα. Σαν έτρωγα την πρώτη μπουκιά – μικρή για να μην
τελειώσει γρήγορα – λες και τα κουρέλια έλιωναν από πάνω μου και
μεταμορφωνόμουν σε ένα κανονικό παιδί. Μια σύγχρονη Σταχτοπούτα που βρισκόταν
και πάλι με την κολοκύθα της στην τελευταία μπουκιά του σάντουιτς.
Τα βράδια όταν επιστρέφαμε στο υγρό μας
υπόγειο πάντα ονειρευόμουν. Είχα τους γονείς μου και πάλι, μου χαμογελούσαν και
μου κρατούσαν σφιχτά το χέρι. Ζούσαμε όλοι μαζί ευτυχισμένα, ερχόμαστε για
ψώνια στο ίδιο κατάστημα που ζητιάνευα με την θεία. Ήμουν καλοντυμένη και
καθαρή τώρα, φτάνοντας περνούσαμε μπροστά από τα καροτσάκια και πάντα με πλημμύριζαν
τα ίδια συναισθήματα χαράς και ικανοποίησης
αφού δεν υπήρχα εγώ, κανένα παιδί ούτε μεγάλος να ζητιανεύει. Οι γονείς
μου δεν μου χαλούσαν ποτέ το χατίρι και με άφηναν να διαλέγω εγώ ότι
επιθυμούσα. Χαμογελούσα τότε σαν όλα τα άλλα παιδιά. Στο σπιτάκι μας είχα το
δικό μου δωμάτιο, γεμάτο κούκλες και παιχνίδια. Οι φίλες μου έρχονταν μετά το
σχολείο και παίζαμε ώρες ατελείωτες. Τα ξημερώματα το όνειρο έσβηνε, η θεία με
σκουντούσε για να πάρουμε πάλι τους δρόμους.
Θυμάμαι
ότι εκείνο το καλοκαίρι έκανε πολύ ζέστη, τόση που ακόμα και η υγρασία στο
υπόγειο μας είχε στεγνώσει. Πρωί πρωί και οι δρόμοι έκαιγαν ακόμα από τον
χθεσινό ήλιο, οι κάδοι είχαν μια ανυπόφορη μυρωδιά που ενοχλούσε τόσο εμάς όσο και
τις γάτες που τους κοιτούσαν από μακριά απρόθυμες να πλησιάσουν. Λίγες ώρες
μετά ήλιος είχε σηκωθεί ψηλά και εμείς βρισκόμαστε σε μια ωραία περιοχή με
ακριβά σκουπίδια. Ανακατεύαμε τους μουχλιασμένους σωρούς όταν μας αποκαλύφθηκε
ένα μεγάλο ξύλινο κουτί. Ήταν ένα πανέμορφο ραδιόφωνο αντίκα. Θυμάμαι ότι ήταν
από καφέ ξύλο και είχε μια λευκή πρόσοψη με πολλούς αριθμούς πάνω της και δυο
ολοστρόγγυλα χρυσαφιά κουμπιά. Ήμασταν πολύ χαρούμενες, γνωρίζαμε έναν
σκηνογράφο που ευχαρίστως αγόραζε πολλά μικροαντικείμενα για τα σκηνικά του στο
θέατρο και την τηλεόραση. Ο κύριος Αντώνης πάντα μας φέρονταν φιλικά και μας
πλήρωνε με το παραπάνω για αυτά που του φέρναμε. Τοποθετήσαμε το ραδιόφωνο στο
καρότσι και τότε ούρλιαξαν σειρήνες, στο βάθος του δρόμου εμφανίστηκαν
αστυνομικοί. Η θεία τα έχασε για μια στιγμή όμως αμέσως φώναξε με όλη της την
δύναμη «Τρέξε, θα μας πιάσουν» . Παρατήσαμε το ξεχαρβαλωμένο καρότσι με τον
θησαυρό μας και τρέχαμε πανικόβλητες δίχως να κοιτάμε τι συμβαίνει γύρω μας.
Για ώρα έτρεχα ασταμάτητα στους δρόμους, στο τέλος με κομμένη την ανάσα βρέθηκα
έξω από μια εκκλησία. Η θεία μου είχε χαθεί, δεν στάθηκε δυνατό να την βρω όπου
και να κοίταξα, είχε ολότελα εξαφανιστεί. Οι σειρήνες ακούγονταν στο βάθος και
εγώ στριφογυρνούσα στο ίδιο σημείο απελπισμένη. Καυτά δάκρυα έτρεχαν στο
πρόσωπο μου. Ξάφνου ένα χέρι με άρπαξε από τον ώμο, όλα είχαν τελειώσει θα με
έκλειναν στα σκοτεινά τους μπουντρούμια μακριά από την θεία μου.
«Από εδώ, έλα μην φοβάσαι», είδα μια νεαρή κοπέλα με καστανά μαλλιά . «Έλα γρήγορα» μου είπε ακόμα μια φορά και με οδήγησε σε ένα υπόγειο δίπλα στην εκκλησία. Καθώς κατεβαίναμε έβλεπα την μακριά της φούστα να σκουπίζει τα σκαλοπάτια. Μόλις κατεβήκαμε βρεθήκαμε εμπρός σε μια μεγάλη
πόρτα με χρωματιστό
γυαλί. Η κοπέλα την έσπρωξε και «θεία μου» έτρεξα να την αγκαλιάσω. Κάθισα σε
μια καρέκλα και έκλαιγα με αναφιλητά. Παρασκευή έλεγαν την κοπέλα που μας είχε
σώσει. Με πλησίασε και σήκωσε απαλά το πηγούνι μου για να την κοιτάξω. Η καστανοπράσινη
ματιά της ήρεμη, γλυκό χάδι πάνω στην ύπαρξη μου. Έσκυψε και με αγκάλιασε σαν
να μου έλεγε «έλα τώρα μην κλαις, όλα τέλειωσαν». Μιας και ήταν η κατηχήτρια των
κοριτσιών του δημοτικού είχε τα κλειδιά της αίθουσας. Εκείνο το βράδυ μας έφερε
να φάμε και συζήτησε με την θεία που της εξήγησε για εμάς. Άκουγε δίχως να την
διακόπτει, που και που μου έριχνε μια ματιά γεμάτη συμπόνια και κουνούσε το
κεφάλι της με κατανόηση. Πριν φύγει μας είπε ότι θα ήταν δύσκολα εκεί έξω για
τις επόμενες μέρες γιατί η αστυνομία ερευνούσε όλη την πόλη για μετανάστες που δεν
είχαν άδεια παραμονής στην χώρα. Από την κυβέρνηση είχε αποφασιστεί μια
επιχείρηση απέλασης μας, μια επιχείρηση «σκούπα» όπως αρέσκονταν να την
τιτλοφορούν οι δημοσιογράφοι. Όταν βράδιασε για τα καλά έφυγε και μας άφησε
να κοιμηθούμε κάτω από το φως των καντηλιών που φέγγιζαν τα λεπτοκαμωμένα
πρόσωπα των άγνωστων θεών της.
***
Ο Άργος ήταν ένα μεγαλόσωμο σκυλί με
πλούσιο λευκό τρίχωμα και λίγες καφέ πινελιές στην πλάτη και το χοντροκομμένο κεφάλι
του. Τούτες ήταν τόσο αμυδρές λες και κάποιος ζωγράφος εκεί πάνω είχε βρει να
καθαρίσει ότι είχε μείνει στο πινέλο του πριν πάρει από την παλέτα το επόμενο χρώμα
της ζωγραφιά του. Στο τεράστιο κεφάλι που έμοιαζε με χοντρό αχλάδι ξεχώριζαν τα
ολοστρόγγυλα αμυγδαλωτά μάτια του. Ήταν πανέξυπνος και παιχνιδιάρης. Η μελιά
ματιά του όταν θύμωνε γίνονταν αυστηρή και φόβιζε, άλλες φορές τόσο καλοσυνάτη
και γλυκιά σαν μωρού παιδιού.
Ήταν
ο σκύλος ή καλύτερα ο φίλος του κυρ Οδυσσέα του κηπουρού, ενός παράξενου γέρου που
δεν είχε πολλά πολλά με τους ανθρώπους πέρα
από ένα καλημέρα. Τον είχε βρει κουταβάκι να τριγυρίζει μοναχός του στα ψηλά
της Τούμπας, πάνω στον λόφο του αρχαίου οικισμού. Σουρούπωνε η χειμωνιάτικη
ημέρα και εκείνος ατένιζε μια την πόλη από άκρη σε άκρη και μια ακουμπούσε το βλέμμα του στον αρχέγονο κόλπο της
Θέρμης. Ήταν η ώρα που η θάλασσα έπαιρνε ένα βαθύ μπλε από την σκιά των
οροσειρών και που βάθαινε περισσότερο από τα γκριζωπά σύννεφα που ταξίδευαν απ’
τα βάθη της δύσης, γέννημα του απέραντου ωκεανού. Ένα μικροσκοπικό κοκαλιάρικο
σωματάκι παρέμενε ακίνητο στην παγερή ατμόσφαιρα του δειλινού. Το είδε από
μακριά και ένοιωσε πως το κουτάβι τούτο είχε ψυχή ανθρώπου, αγέρωχο στεκόταν δίχως
να κλαψουρίζει, γενναίο, σαν να ήταν η τελευταία του μέρα στην πλάση. Ο μπάρμπα
Οδυσσέας στάθηκε δίπλα του, εκείνο γύρισε το κεφάλι και τον κοίταξε ήρεμα σαν
να καλωσόριζε ένα φίλο. Το πήρε αγκαλιά και κατέβηκαν από τον λόφο, το έσωσε
από την πείνα και ένα βαθύ τραύμα που θα το σκότωνε αν δεν το φρόντιζε εγκαίρως
ο ασπρομάλλης γέροντας.
Λίγες ημέρες μετά νονός του σκύλου έτυχε να
γίνει ο φιλόλογος, ο κύριος Μενέλαος. Ένα απόγευμα την ώρα της συνηθισμένης πρέφας
τους είδε να περνούν μπροστά από το καφενείο στην αλάνα της Τούμπας. Ο γέροντας
έσπρωχνε ένα σαραβαλιασμένο καρότσι φορτωμένο με μερικές γυάλινες νταμιτζάνες που
τις γέμιζε με φρέσκο νερό. Το κουταβάκι πάντα μαζί του, έτρεχε μέσα στα χώματα πάνω
κάτω σηκώνοντας σκόνη, περνούσε μέσα από τα πόδια του αφεντικού του, δάγκωνε την
ρόδα και έκανε ότι μπορούσε για να τραβήξει την προσοχή του. Σαν περνούσαν από
μπροστά ο Μενέλαος του φώναξε «Ο Οδυσσέας και ο πιστός του σκύλος ο Άργος». Ασυνήθιστο
όνομα, του άρεσε. Σαν τέλειωσε το γέμισμα στην κοινόχρηστη βρύση ίσιασε τα
ακατάστατα μαλλιά του και φώναξε βροντερά στο κουτάβι του «Άργο, έλα, πάμε στην
Ιθάκη μας» το βαπτισμένο πια κουτάβι υπάκουσε λες και κατάλαβε την βαρύτητα του
ονόματος που μόλις του είχαν δώσει.
Κάποιοι έλεγαν ότι οι δυο τους μιλούσαν λες
και το σκυλί ήταν άνθρωπος. Τα παγερά βράδια του χειμώνα κοιμόταν όπου έβρισκαν
ένα υποφερτό καταφύγιο στην Τούμπα και την Χαριλάου, ενώ τις ζεστές νύχτες του
καλοκαιριού οι δυο τους τραβούσαν κατά τις ανοιχτωσιές της Καπουτζήδας. Εκεί κάτω
από το λαμπύρισμα του φεγγαριού αρχινούσαν τις συζητήσεις τους μέχρι να τους
πάρει ο ύπνος, με μοναδικό σκέπασμα τον έναστρο ουρανό. «Σαν μας πάρει ο Θεός
από την γη, θα γίνουμε ένα με τα αστέρια Άργο. Εσύ είσαι μικρός ακόμα, εγώ
κουράστηκα, κάθε βράδυ τον παρακαλώ να με πάρει πρώτο. Να ξέρεις όμως σαν έρθει
η ώρα σου θα είμαι εκεί και θα σε περιμένω, να εκεί πάνω πάλι παρέα θα ‘μαστε»
του έδειχνε με τον κοκαλιάρικο δείκτη του. Ο Άργος λες και τον καταλάβαινε χωνόταν
στην αγκαλιά του και του έγλυφε τα χέρια. Εκεί, κάτω από τον ουράνιο θόλο με
τις μυριάδες των αστεριών η ταπεινότητα τους γίνονταν ένα με τον Θεό τους και
την μεγαλειότητα του σύμπαντος του.
***
Όταν
γνώρισα τον Άργο ήταν ένα χλωμό Σάββατο Νοέμβρη. Θυμάμαι ακόμα και τώρα πως
είναι να παγώνει όλο σου το αίμα, μέχρι και την τελευταία σταγόνα. Είχαν
περάσει εδώ και αρκετό καιρό οι δύσκολες μέρες της «σκούπας» και εγώ ερχόμουν
συχνά μέχρι τον Άγιο Χριστόφορο. Ο πρώην εφημέριος του ναού, ο ιερομόναχος
Παντελεήμονας ήταν ο ηθικός αυτουργός πίσω από τις «παρανομίες» της Παρασκευής.
Ήταν ένας αληθινός χριστιανός που καθημερινά βοηθούσε όσους πραγματικά είχαν
την ανάγκη του είτε ήταν Έλληνες είτε όχι. «Όλοι είμαστε παιδιά του Θεού» έλεγε.
Τα λεφτά ήταν για αυτόν ότι η βροχή για το διψασμένο χωράφι. Με μέτρο, δεν
χρειάζονταν πολλά ίσα να ξεδιψάει, αλλιώς το έπνιγε και σάπιζε ο σπόρος μες το
χώμα. Σαν την βροχή έτρεχαν μέσα από τα δάκτυλα του, τίποτε δεν κρατούσε για
τον ίδιο μόνο για τους άλλους νοιάζονταν. Τούτος αρκούνταν σε ένα λιτό φαί και
το Ευαγγέλιο του. Τον αγαπούσαν και τον σέβονταν οι ενορίτες του όμως αυτή του
η στάση δεν άρεσε σε όλους. Κάποιοι κακοπροαίρετοι άρχισαν να μουρμουρίζουν
διάφορα ψέματα και οι ψίθυροι έγιναν φωνές που έφτασαν μέχρι την Μητρόπολη. Ο
εφημέριος έπεσε σε δυσμένεια από τον Δεσπότη του αλλά δεν φοβήθηκε και συνέχισε
με οδηγό των πράξεων του μόνο την πίστη του στον Θεό του. Γρήγορα οι δυο κληρικοί
του ναού βρήκαν την ευκαιρία που έψαχναν και με την βοήθεια κάποιων «ευσεβών»
επιτρόπων κατάφεραν να τον συκοφαντήσουν. Με απόφαση του Δεσπότη μεταφέρθηκε
στην άλλη άκρη της μητρόπολης, σε ένα ναΐσκο που εκκλησιάζονταν μόνο μερικά
γεροντάκια όλα και όλα. Αν και η καρδιά του φλογίζονταν από την αδικία έφυγε με
αξιοπρέπεια. Η Παρασκευή το πνευματικό του παιδί έμεινε πίσω με την ευχή του να
βοηθήσει όποιον την είχε ανάγκη.
Λοιπόν ας γυρίσω πάλι σε εκείνο το
Σάββατο του Νοέμβρη. Είχα καθυστερήσει επίτηδες την δουλειά μου για να την
συναντήσω στην εκκλησία. Όταν έφτασα έπαιζε στην αυλή μαζί με τα κορίτσια του κατηχητικού.
Μόλις είδα την ψιλόλιγνη σιλουέτα της έτρεξα με όλη μου την δύναμη και αυτή μου
έκανε μια μεγάλη αγκαλιά που μύριζε από την λεβάντα των φρεσκοπλυμένων ρούχων
της. Τα άλλα κορίτσια με κοιτούσαν περίεργα αλλά δεν με ένοιαζε καθόλου. Αυτή η
κοπέλα με έκανε να αισθάνομαι όμορφα, με αγκάλιαζε, με χάιδευε, με αγαπούσε. Η
Παρασκευή δεν με σιχαίνονταν, μου έδινε σημασία, προσοχή, αξία, ναι ήμουν και
εγώ άνθρωπος, ένα παιδί σαν όλα τα άλλα που άξιζα το χάδι και την ζεστή αγκαλιά.
Ήμουν ευτυχισμένη που είχα γνωρίσει αυτήν την κοπέλα. Τόση είναι η αγάπη μου
για την φίλη μου που μίλησα πάλι αρκετά για αυτήν και καθυστέρησα να σας πω για
την συνάντηση μου με τον Άργο. Η Παρασκευή μετά το κατηχητικό έπρεπε να πάει για
μια εργασία στο πανεπιστήμιο με της συμφοιτήτριες της. Εγώ έπρεπε να συνεχίσω
να ψάχνω για τίποτα χρήσιμο στα σκουπίδια. Μερικές φορές έβρισκα και τρόφιμα, κάποιοι
άνθρωποι άφηναν πλάι στους κάδους φαγητό και ψωμί σε σφιχτοδεμένες σακούλες.
Πια έβγαινα και μόνη μου, η θεία τον τελευταίο χρόνο είχε πολλούς πόνους στην
μέση και τα πόδια και έτσι έπρεπε να δουλέψω και για τις δυο μας. Δεν ξέρω
γιατί, όμως για πρώτη φορά διέσχισα τον αυλόγυρο και έπειτα βγήκα από την πίσω
πλευρά του ναού σε μια μεγάλη έκταση με δέντρα και ψηλά χόρτα. Ήταν το μόνο
μέρος σε αυτήν την περιοχή που δεν είχαν κτιστεί σπίτια. Αποφάσισα να εξερευνήσω την περιοχή
αυτή που φαινόταν λες και ο χρόνος είχε σταματήσει. Περπατώντας ανάμεσα στα
δέντρα βρέθηκα να κατηφορίζω στην κοίτη ενός ρέματος με ψηλά χόρτα και καλάμια.
Περπάτησα για λίγο στον υγρό πυθμένα του και άρχισα να ανεβαίνω στην απέναντι
όχθη. Ίδιο το τοπίο και εδώ δέντρα και ψηλά χόρτα. Συνέχισα να περπατώ, όμως μετά
από λίγα βήματα κάτι φάνηκε, ένα μπλε σπίτι διαγράφονταν πίσω από τα δέντρα.
Απρόσμενα
ένα σύρσιμο ακούστηκε πίσω μου, γύρισα τρομαγμένη. Μέσα στα χόρτα ένας
τεράστιος σκύλος με κοίταζε ακίνητος ενώ απείχε λίγα βήματα πίσω μου. Ένοιωθα
τα πόδια μου κουρασμένα και βαριά όμως με όση δύναμη μου απέμενε άρχισα να
τρέχω προς το σπίτι. Πήδηξα τον χαμηλό τοίχο της αυλής και ανέβηκα τρία – τρία
τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην πόρτα του σπιτιού. Χτύπησα απαλά ζητώντας
βοήθεια όμως κανείς δεν απάντησε. Αναζήτησα το σκυλί με το βλέμμα μου αλλά δεν
το είδα πουθενά, κάπως ηρέμησα. Ξαφνικά πάγωσε όλο μου το αίμα. Ο σκύλος δίχως
να το καταλάβω είχε βάλει τα πόδια του στα πρώτα σκαλοπάτια, πάλι με κοίταζε επίμονα
δίχως να γαβγίσει καθόλου. Από την τρομάρα μου χτύπησα δυνατά τις γροθιές μου
στην πόρτα και εκείνη υποχώρησε, χώθηκα με βιασύνη μέσα στο σπίτι και την
έκλεισα πίσω μου. Ο Άργος - αυτός φυσικά ήταν - είχε ανέβει όλα τα σκαλοπάτια
και είχε ξαπλώσει επιδεικτικά εμπρός στην πόρτα κλείνοντας μου την έξοδο. Το
σπίτι ήταν επιπλωμένο μα έρημο, όσες φορές και να φώναξα κανείς δεν απάντησε.
Πήγα πάλι στην είσοδο μα ο Άργος δεν έλεγε να φύγει από την πόρτα. Δεν είχα δει
ποτέ μου ένα τόσο όμορφο σπίτι, έτσι και αλλιώς όμως δεν είχα μπει σε κανένα
άλλο εκτός από το άθλιο υπόγειο του κέντρου. Ήταν πολύ ευρύχωρο και στο σαλόνι
υπήρχε μια εσωτερική σκάλα που οδηγούσε στο ισόγειο, έκανα την σκέψη ότι ίσως
εκεί να είχε άλλη πόρτα και να έφευγα δίχως να με πάρει χαμπάρι ο σκύλος.
Κατέβηκα την ξύλινη σκάλα και βρέθηκα σε ένα δωμάτιο που το χώριζε μια πόρτα από
την κουζίνα. Ενώ εξερευνούσα δειλά με το βλέμμα μου τον χώρο ένα δυνατό
τράνταγμα ακούστηκε, ήταν η πόρτα του πάνω ορόφου. Κάποιος πρέπει να είχε μπει
στο σπίτι, μάλλον ο ιδιοκτήτης σκέφτηκα και έτρεξα για να του εξηγήσω τι μου
είχε συμβεί για να μην με περάσει για κλέφτρα και καλέσει την αστυνομία.
«Γεια σου, καλώς ήλθες» με καλωσόρισε μια κοριτσίστικη
φωνή. Εμπρός στην ανοικτή πόρτα έστεκε ένα ψιλόλιγνο κορίτσι και δίπλα της η
αιτία του φόβου μου γουργούριζε στα χαϊδέματα της. Τώρα ο Άργος με κοίταζε με
ένα καλοσυνάτο βλέμμα, ξαφνικά γάβγισε δυνατά σηκώνοντας το κεφάλι ψηλά και
βγήκε έξω αφήνοντας μας μόνες. Ήταν ένα άγουρο κορίτσι σαν και εμένα. Παρά τα λιγοστά
της χρόνια έμοιαζε μια μικρή κυρία, με το αραχνοΰφαντο λευκό της φόρεμα, την χλωμή
επιδερμίδα και τα καλοχτενισμένα καστανά μαλλιά που χύνονταν πλούσια μέχρι το στήθος
της. Σαν να συναντήθηκαν δυο διαφορετικοί κόσμοι από τις άκρες του γαλαξία. Ήταν
πανέμορφη, λυγερόκορμη, αριστοκρατική μια αέρινη οπτασία που είχε δραπετεύσει
από τις σελίδες ενός παραμυθιού ενώ εγώ ένα πάμφτωχο κορίτσι με αχτένιστα
κοντοκουρεμένα μαλλιά, μουτζούρες στο πρόσωπο και ρούχα λιγδιασμένα, βγαλμένα από
τα σκουπίδια.
Εκείνο το Σαββατιάτικο απόγευμα ποτέ δεν
πίστευα ότι μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο όμως αυτό το εξαιρετικό πλάσμα μου
πρότεινε να γίνουμε φίλες. Την κοιτούσα απορημένη όσο και ευτυχισμένη,
αγωνιζόμουν να συγκρατήσω τα δάκρυα μου. Αυτό το κορίτσι με τους όμορφους
τρόπους και την λεπτή τραγουδιστή φωνή θα μπορούσε να είναι μια από τις μικρές πριγκίπισσες
της ανατολής που μου διηγιόταν η θεία πλάι στους κάδους, κάτω από τα μακρινά αστέρια,
λίγο πριν κατεβούμε στο υγρό υπόγειο μας. Στο δωμάτιο της μου έδειξε όλα τα
όμορφα παιχνίδια και της κούκλες που της είχαν αγοράσει οι γονείς της. Δεν
έμοιαζαν σαν όλα αυτά που έβρισκα στα σκουπίδια, παντού υπήρχαν χειροποίητα
περίτεχνα παιχνίδια με χρώματα φανταστικά και κούκλες ζωγραφισμένες στο χέρι
ντυμένες με αληθινά, κεντητά ρούχα. Είχα ολότελα χαθεί μέσα στον κόσμο της, οι
ώρες κυλούσαν σαν λεπτά μέσα σε αυτό το μαγικό σπίτι. Το να αντικρίζω τέτοια
ομορφιά γεννούσε μέσα μου πρωτόγνωρα συναισθήματα, αυτά πρέπει να είχαν
εξαφανίσει το βάρος μου, πετούσα στα σύννεφα. Σε αυτήν την πρώτη γνωριμία μας
δεν με ρώτησε τίποτα προσωπικό, στάθηκα τυχερή μιας και φοβόμουν να της πω
οτιδήποτε για μένα. Ούτε και εγώ ρώτησα τίποτε σχετικό για τους γονείς της, μα
σίγουρα πρέπει να ήταν πολύ πλούσιοι.
Κοίταξα έξω από το παράθυρο, πίσω από την ροζ
κουρτίνα ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει. Ψηλά από τους λόφους μικρά λαμπερά
σημαδάκια έριχναν το αρχαίο φως τους ενώ το ολόγιομο φεγγάρι απάνω από τις
βουνοπλαγιές αχνά χρύσωνε την βουερή πολιτεία. Συνήλθα απότομα «Λείπω πολλές
ώρες, οι δικοί μου θα ανησυχούν, πρέπει να φύγω» είπα απρόθυμα. Πριν να χαθώ
μέσα στο σκοτάδι θυμάμαι τα λόγια της σαν να ήταν τώρα «Αμίνα, θέλω να έρχεσαι να με βλέπεις, θα
είμαι εδώ και θα σε περιμένω…… και κάτι άλλο, μην φοβάσαι τον Άργο είναι το
καλύτερο σκυλί του κόσμου» είπε και
χαμογέλασε.
Ήμουν κουρασμένη, όμως πετούσα, σήμερα δεν
είχα μαζέψει ούτε λίγα λεπτά για το λεωφορείο γι’ αυτό μια έτρεχα και μια
περπατούσα στην μεγάλη λεωφόρο που με οδηγούσε προς το υπόγειο μας. Τούτο το
Σαββατόβραδο είχα μια φίλη μια αληθινή φίλη. Σκεφτόμουν πως ο καλός Αλλάχ, μα
και η Παναγία η γυναίκα με το μωρό στην αγκαλιά που προσεύχονταν η Παρασκευή, πρέπει
να με είχαν λυπηθεί. Όχι μόνο δεν μου στέρησαν την θεία αλλά μου είχαν χαρίσει
και δυο φίλες. Το βράδυ δεν κοιμήθηκα καθόλου γιατί σκεφτόμουν τα πάντα, την κάθε
πιθαμή του σπιτιού, τα υπέροχα παιχνίδια, τον Άργο, την όμορφη φίλη μου με το
παράξενο όνομα, την Αριάδνη. Είχα μια φοβερή κούραση, τον τελευταίο καιρό
κουραζόμουν εύκολα, δεν έτρωγα αρκετά όλες τις ημέρες και μάλλον αυτό πρέπει να
έφταιγε. Περίμενα να ξημερώσει η Κυριακή, να την δω και πάλι. Όλοι κοιμόταν στο
σκοτεινό υπόγειο, κάποιοι στριμωγμένοι σε ξεχαρβαλωμένα κρεβάτια, άλλοι σε
πολυθρόνες ακόμα και καταγής σε ξεσκισμένα στρώματα. Το νεογέννητο ενός
ζευγαριού που είχε έρθει πριν λίγες ημέρες από την πατρίδα, άρχισε να κλαίει. Η
μάνα του τινάχτηκε από τον φόβο μην ξυπνήσει τους άλλους, με μια απότομη κίνηση τράβηξε το λιγδιασμένο
σεντόνι που σκεπάζονταν ως το κεφάλι ώστε να μην την δει κάποιο αδιάκριτο μάτι
και το έβαλε αμέσως στο στήθος της, να θηλάσει. Βλέποντας την εικόνα αυτή η
σκέψη της δικιάς μου μάνας με πλημμύρισε και λίγες λέξεις σκαρφάλωσαν ψιθυριστά
στα χείλη μου ρωτώντας το σκοτάδι «Αχ
μανούλα μου που να ‘σαι;».
Με το πρώτο φως βγήκα έξω. Μέχρι το μεσημέρι
δούλεψα με πολύ κόπο στις γειτονιές του κέντρου και έπειτα αφού πλύθηκα καλά με
νερό και σαπούνι πήρα το λεωφορείο για την Τούμπα. Επιτέλους οι ώρες πέρασαν
και θα βρισκόμουν πάλι με την φίλη μου, στο ονειρικό δωμάτιο της. Περάσαμε τις
δυο χριστιανικές εκκλησίες που στέκουν αντίκρυ από την αψίδα των Ρωμαίων, δυο
σκυλιά μάλωναν ανάμεσα στις αρχαίες κολώνες για ένα μακρόστενο πράγμα,
προσπάθησα να δω τι ήταν και έπειτα όλα ένα κενό. Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο, μόνο
την Παρασκευή να με χαϊδεύει απαλά στο μέτωπο σε ένα ροζ δωμάτιο με ζωγραφιές
και πολύχρωμα αυτοκόλλητα στο νοσοκομείο παίδων «Αγία Σοφία».
Είχε μπει ο Δεκέμβριος, τα πρωινά πριν
έρθουν οι γιατροί μου άρεσε να κάθομαι στο παράθυρο και να κοιτώ από ψηλά την
πόλη και τα μολυβί σύννεφα να ταξιδεύουν αργά στον ουρανό. Πολλές φορές μέσα
στην παγωνιά αμέτρητα σπουργίτια, μολυβί σμήνη, σηκώνονταν από τα πεύκα που
κούρνιαζαν όλο το βράδυ και γιόμιζαν τον ουρανό πάνω από το νοσοκομείο μας. Λες
και προετοιμάζονταν για κάποια μυστική γιορτή, πετούσαν γρήγορα σ’ όλα τα σημεία του
ορίζοντα, σε απίστευτα σχήματα με συγχρονισμό που θα ζήλευαν ακόμα και οι
καλύτεροι χορευτές. Τι πανέξυπνα πλάσματα, θα ήθελα να μπορούσα να μιλήσω μαζί
τους, να τα κατανοήσω και να μου πουν τι σκέφτονται για εμάς τους ανθρώπους. Σαν
ζαλιζόμουν να τα κοιτώ έριχνα το βλέμμα μου χαμηλά στους δρόμους. Φρενιασμένα αυτοκίνητα
έτρεχαν πάνω κάτω. Άνθρωποι ζεστά ντυμένοι περίμεναν στις στάσεις, άλλοι
περπατούσαν γρήγορα με τσάντες και σακούλες και κάποιοι αργά σαν να μην τους
ενδιέφερε ο χρόνος. Στον θάλαμο συνέχιζα να είμαι μόνη, το διπλανό κρεβάτι
πάντα άδειο. Θα ήθελα τόσο πολύ να έχω ένα κορίτσι δίπλα μου. Η φίλη μου που να
ήταν τώρα; Χαθήκαμε και πώς να μπορούσα να την βρω πάλι; Έπρεπε να μιλήσω στην
Παρασκευή να της πω για το σπίτι να πάει να την βρει, μα δίσταζα. Η Αριάδνη δεν
με γνώριζε πολύ και φοβόμουν. Τι θα της έλεγε η Παρασκευή για μένα, ότι είμαι μια
ξένη, ένα παιδί χωρίς οικογένεια, ένα χαμίνι του δρόμου που μαζεύει σκουπίδια
για να ζήσει;
Η θεία έρχονταν κάθε μέρα. Δεν έμενε πια στο
υπόγειο, ο πάτερ Παντελεήμονας της είχε παραχωρήσει μια μικρή κάμαρα πλάι στην
νέα του εκκλησία. Της είχε βρει και κάποια σπίτια ηλικιωμένων για να τους
βοηθάει στις δουλειές έτσι ώστε να κερδίζει χρήματα δίχως να είναι αναγκασμένη
να ψάχνει στα σκουπίδια. Πόσο χαιρόμουν όταν έρχονταν κοντά μου και με αγκάλιαζε
μου χάιδευε τα μαλλιά όπως όλα τα άλλα παιδιά στο νοσοκομείο που είχαν τις
μητέρες τους στο προσκεφάλι. Τις τελευταίες μέρες όμως κρυβόμουν για να μην
προδοθώ, μόνο ο ιερέας γνώριζε την αλήθεια. Σαν έμπαινε στο δωμάτιο με κοιτούσε
όλο στοργή με το γαλήνιο βλέμμα του. Ήξερα και εγώ όλη την αλήθεια για την
κατάσταση μου γιατί είχα κρυφακούσει μια συζήτηση των γιατρών. Ήταν ένα από αυτά πρωινά που γέμιζε το
νοσοκομείο από φοιτητές. Αφού με είχαν εξετάσει όλοι τους στέκονταν γύρω από
τον γκριζομάλλη καθηγητή τους, τον κύριο Βορεάδη. Συμφωνούσαν με τα λόγια του ότι
το δυστυχισμένο πλάσμα όχι μόνο δεν είχε πολλές ελπίδες, ίσως και καμιά. Για
εμένα μιλούσαν, για την καρδιά μου που ήταν πολύ άρρωστη. Δεν φοβήθηκα ούτε
λεπτό, μέσα μου πίστευα πως άμα πέθαινα τα σπουργίτια θα με έπαιρναν μαζί στην
μυστική γιορτή τους και ύστερα θα πετούσαμε ψηλά μέχρι τα σύννεφα. Εκεί που οι
γονείς μου θα με περίμεναν για να γίνουμε και πάλι μια ευτυχισμένη οικογένεια.
Όμορφα θα ήταν, όπως στα όνειρα μου. Όμως ήμουν και θλιμμένη. Η θεία δεν είχε
κάποιον άλλον τον κόσμο, θα μαράζωνε αν έφευγα από κοντά της.
Πέρασαν λίγες ημέρες ακόμα, πλησίαζε η γιορτή
του Χριστού για τους Έλληνες. Σήμερα το απόγευμα οι νοσοκόμες είχαν βάλει πολύχρωμα λαμπάκια στα παράθυρα και δεντράκια
με χρωματιστές μπάλες. Αν και ήμουν άρρωστη, ήμουν χαρούμενη. Είχα ένα δωμάτιο
δικό μου, πεντακάθαρο με μια γλυκιά ζέστη που με έκανε να ξεχνώ ολότελα το υγρό
υπόγειο και τα σκουπίδια. Κάθε μέρα έτρωγα νόστιμα φαγητά χωρίς να χρειάζεται
να δουλέψω ούτε ένα λεπτό. Είχε νυχτώσει εδώ και ώρες και στα δωμάτια επικρατούσε
ησυχία. Νύσταζα πολύ όπως και το ρολόι που λίγο πριν της 11 το βράδυ κουρασμένο
και αυτό από την χειμωνιάτικη μέρα χτυπούσε αργά, έτοιμο να κοιμηθεί. Η σκέψη
μου έτρεξε στην Αριάδνη, τι να έκανε τώρα; Μάλλον δεν θα την ξαναέβλεπα ποτέ. Τα
βλέφαρα μου βάρυναν και βυθίστηκα σε ύπνο βαθύ………….. «Αμίνα» πετάχτηκα ζαλισμένη, δεν ήταν δυνατόν η
Αριάδνη ήταν μπροστά μου. Ανασηκώθηκα έκπληκτη και εκείνη με πήρε από το χέρι. Περπατήσαμε
μέχρι το παράθυρο, η πόλη κοιμόταν ήσυχα, βλέπαμε μόνο λαμπιόνια που αναβόσβηναν
βάφοντας με χρώμα το σκοτάδι. «Μου έλειψες πολύ Αριάδνη», «και σε εμένα Αμίνα».
«Κοίτα εκεί κάτω κάποιοι φίλοι ήρθαν για εσένα, ο κύριος Οδυσσέας και ο φίλος
του ο Άργος, τον θυμάσαι;» Ήταν κάτι απίστευτο,
οι δυο τους ήταν ανεβασμένοι σε ένα χρυσαφένιο λόφο που έλαμπε έντονα μέσα στο
σκοτάδι. Ο κύριος Οδυσσέας κούνησε το χέρι πάνω από το κάτασπρο κεφάλι του και
ο Άργος μου έστειλε για χαιρετισμό τα γαβγίσματα του, που έφτασαν μέχρι ψηλά σε
εμάς. Με πήρε από το παράθυρο σταθήκαμε στο κέντρο του δωματίου και είπε
χαμογελώντας «Έλα ας χορέψουμε». Έβαλε το χέρι της γύρω από την μέση μου και
έπιασε το δεξί μου χέρι ενώ άρχισε να μουρμουρίζει σιγανά έναν ρυθμικό σκοπό. Αρχίσαμε
να στροβιλιζόμαστε απαλά μέσα στο δωμάτιο, σε λίγο ένοιωθα σαν να χορεύαμε στον
αέρα. Λες και η φίλη μου είχε μεγαλώσει απότομα και εγώ είχα εξαφανισθεί μέσα
στην αγκαλιά της και στην μελωδία που τώρα ακούγονταν σαν κάποια αόρατη
ορχήστρα να έπαιζε μόνο για εμάς τις δυο. Κοίταξα γύρω μου και όλα είχαν
αλλάξει, βρισκόμασταν στο σαλόνι του σπιτιού της που ήταν στολισμένο με
χιλιάδες μικρά λαμπάκια που αναβόσβηναν. Κάποια στιγμή η εξώπορτα άνοιξε και
χαμόγελα παιδιών ξεχύθηκαν μέσα στο σπίτι μαζί με τις χιονονιφάδες που
παρέσερνε ο άνεμος. Όλη η περιοχή είχε πλημμυρίσει από αμέτρητα παιδιά που
έπαιζαν ευτυχισμένα χιονοπόλεμο, ο μόνος πόλεμος που υπήρχε στον κόσμο τους. Η
φωνή της Αριάδνης ακούστηκε ανάμεσα από τα γέλια των παιδιών «Σήμερα είναι μια
νέα μέρα, όλα θα πάνε καλύτερα Αμίνα». Όταν ξύπνησα η Αριάδνη δεν ήταν στο
δωμάτιο μου, δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν πράγματι μαζί μου ή αν όλα αυτά
ήταν ένα όνειρο. Σηκώθηκα να δω έξω τον χρυσαφένιο λόφο, τον κ. Οδυσσέα και τον
Άργο. Τίποτα δεν υπήρχε, κανείς. Όλα ήταν λευκά, στέγες, δρόμοι, αυτοκίνητα, η
πόλη είχε παραλύσει ολοσχερώς καθώς μαίνονταν μια ισχυρή χιονοθύελλα.
Ακούστηκαν ομιλίες έξω στον διάδρομο, έρχονταν οι γιατροί και εγώ χώθηκα ξανά
στα σκεπάσματα μου. Ο καθηγητής Βορεάδης δεν είχε πει την τελευταία του λέξη.
Επικοινώνησε με ένα παλιό συμφοιτητή του τον διάσημο καρδιοχειρουργό Αυξέντιο
Καλαγκό, «τον γιατρό των φτωχών παιδιών». Ο γιατρός ήρθε με χαρά από την Αφρική
που εγχείριζε εκεί κάποια παιδιά όσο πιο σύντομα γίνονταν. Στο πρόσωπο του
έλαμπε το ευγενικό του χαμόγελο που πάντα θα θυμάμαι. Αποφάσισε ότι θα
αναλάμβανε αυτό το δύσκολο εγχείρημα όπου η ζωή μου κρεμόταν από μια κλωστή. Την επόμενη μέρα με χειρούργησε με
την βοήθεια του θεού του.
Μια εβδομάδα ήμουν στην εντατική για παρακολούθηση,
γυρνώντας στο δωμάτιο οι αγαπημένοι μου με περίμεναν. Η θεία, ο πάτερ
Παντελεήμων και η Παρασκευή ήταν εκεί και χαμογελούσαν από ευτυχία. Ο καλός μου
“άγγελος” ήρθε να με δει τελευταία φορά, πριν φύγει από την Ελλάδα για να
βοηθήσει τα παιδιά που τον είχαν ανάγκη σε όλον τον κόσμο. Στο τραπεζάκι δίπλα
μου υπήρχε το αγαπημένο μου κουτί. Το είχα βρει στα σκουπίδια πριν χρόνια, ήταν
ένα όμορφο μικρό κουτί με καπάκι, φτιαγμένο από ξύλο. Πάνω του είχε ζωγραφισμένο
ένα δάσος από έλατα που περιτριγύριζαν μια όμορφη λίμνη, στο βάθος δέσποζαν
χιονισμένα βουνά. Του το χάρισα λέγοντας,
“Δεν έχω τίποτα άλλο, για αυτό
έβαλα μέσα όλη μου την αγάπη”
Ο Αυξέντιος Καλαγκός με κοίταξε με εκείνο το γαλήνιο βλέμμα του, το
πήρε στα χέρια του και το κοίταζε δακρυσμένος “Σε ευχαριστώ Αμίνα, θα το έχω
στο γραφείο μου ώστε να θυμάμαι για πάντα πως μόνο η αγάπη αξίζει στην ζωή μας”
Μια εβδομάδα ήμουν στην εντατική, γυρνώντας
στο δωμάτιο όλοι χαμογελούσαν από ευτυχία. Τα όσα μεσολάβησαν αυτήν την
εβδομάδα δεν χωράνε εύκολα σε ανθρώπου νου. Ήταν απόγευμα παραμονής των
Χριστουγέννων όταν πολλοί δημοσιογράφοι και η αστυνομία έλαβαν ειδοποίηση από
ένα άντρα να μεταβούν αμέσως σε ένα
εγκαταλειμμένο σπίτι σε μια περιοχή της Θεσσαλονίκης που την ονόμαζαν Πυλαία. Η
περιοχή κοντά στο σπίτι ήταν ανάστατη,
από το σπίτι του Καρούζου που όλοι πίστευαν ότι ήταν στοιχειωμένο και
δεν πλησίαζε ποτέ κανείς, ακούγονταν δυνατοί θόρυβοι και κάποιο φως που περιφέρονταν
μέσα στο σκοτάδι. Οι αστυνομικοί που έφτασαν πρώτοι αρχικά δεν παρατήρησαν τίποτα
περίεργο. Σε λίγο κατέφθασαν και οι δημοσιογράφοι και οι περίοικοι άρχισαν να
τους περιγράφουν την κατάσταση. Ο επικεφαλής αξιωματικός για να δώσει τέλος
στην σύγχυση και τις αοριστολογίες αποφάσισε να γίνει επιτόπου έρευνα των χώρων
του σπιτιού. Το εσωτερικό του ακατοίκητου οικήματος ήταν καλυμμένο από ιστούς αραχνών,
ενώ ήταν στην θέση τους όλα τα έπιπλα των παλαιών του κατοίκων. Έκπληκτοι οι αστυνομικοί ανακάλυψαν μέσα σε
ένα δωμάτιο του ισογείου ένα ήμερο μεγαλόσωμο λευκό σκυλί με χοντροκομμένο κεφάλι
που κρατούσε στο στόμα του ένα ηλεκτρικό φακό. Οι αστυνομικοί χαμογέλασαν αφού
ήδη είχαν βρει την λύση στο φαινόμενο με το φως που περιφέρονταν μέσα στο
σπίτι. Κάτω από τα μπροστινά του πόδια υπήρχε ένας χοντρός κιτρινισμένος
φάκελος. Μέσα του βρέθηκαν πολλά έγγραφά
του ιδιοκτήτη του Βασίλειου Καρούζου, το προσωπικό του ημερολόγιο, μια διαθήκη,
και μια φωτογραφία. Ο λευκός σκύλος άφησε τον φακό και σηκώθηκε από την θέση
του και με τα πόδια του άρχισε να σκαλίζει με επιμονή το ξύλινο πάτωμα σε ένα
σημείο γαβγίζοντας ασταμάτητα. Όταν οι αστυνομικοί έσκυψαν για να δουν τι
προσπαθούσε να τους δείξει το σκυλί, εκείνο βγήκε έξω από το σπίτι. Εκεί τον
περίμενε ανάμεσα στον κόσμο και τις κάμερες ο κυρ Οδυσσέας. Του χάιδεψε το
κεφάλι του περήφανος και οι δυο τους χάθηκαν αθόρυβα μέσα στο σκοτάδι δίχως να
τους πάρουν είδηση. Μέσα στο σπίτι δεν άργησε να αποκαλυφθεί μια ειδική
καταπακτή που στο εσωτερικό της βρέθηκε ένας θησαυρός χιλιάδων λιρών και διαφόρων
αξιόγραφων της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας.
Η διαθήκη όριζε ως νόμιμο κληρονόμο της περιουσίας του Καρούζου το
ελληνικό δημόσιο με την σαφή εντολή για την ανέγερση ξενώνα και την λειτουργία
ιδρύματος για τα παιδιά του πολέμου που χρειάζονται στέγη και φροντίδα καθώς και
την θέσπιση ειδικών υποτροφιών για τις σπουδές τους. Σημειωνόταν ότι η
λειτουργία αυτού του ιδρύματος ήταν επιθυμία της κόρης του βαθύπλουτου
εμπόρου, Αριάδνης Καρούζου η οποία ήθελε
να βοηθήσει τα παιδιά που υποφέρουν από τους πολέμους των μεγάλων. Τις επόμενες
ημέρες εφημερίδες, τηλεόραση και ραδιόφωνα δεν κατακλύζονταν από δυσοίωνες ειδήσεις
για την οικονομική κρίση που τότε ταλάνιζε την χώρα αλλά από τις πιο πιθανές
και απίθανες εξηγήσεις για το ανεξήγητο γεγονός του θαύματος. Εκτός λίγων σκεπτικιστών έτσι αποκαλούσε η
πλειοψηφία των μέσων ενημέρωσης τα γεγονότα της παραμονής των Χριστουγέννων που
συνέβησαν στο αρχοντικό της Καπουτζήδας όπως ήταν η παλιά ονομασία της Πυλαίας.
Η φωτογραφία της δεκατετράχρονης Αριάδνης Καρούζου που βρέθηκε μαζί με ένα
απόκομμα από την νεκρολογία της στην εφημερίδα Μακεδονία της 16.4.1948 τυπώθηκε
και μεταδόθηκε αμέτρητες φορές. Η λήψη είχε πραγματοποιηθεί στον κήπο του
σπιτιού όπου διακρίνονταν η Αριάδνη Καρούζου, ένα μεγαλόσωμο σκυλί και ένας ηλικιωμένος
άντρας που κρατούσε στα χέρια του ένα μεγάλο ψαλίδι κηπουρού. Κάποιοι αυτόπτες
μάρτυρες είχαν δηλώσει σίγουροι ότι αυτός ο ηλικιωμένος άντρας ήταν εκεί μαζί
με αυτό το σκυλί που είχαν δει και οι αστυνομικοί. Πολλοί ηλικιωμένοι από τις
περιοχές της Τούμπας και της Χαριλάου τηλεφώνησαν σε δημοσιογράφους λέγοντας
τους ότι αυτόν τον άντρα και το σκυλί τους έβλεπαν πριν από πολλά χρόνια όμως και
τότε ήταν ηλικιωμένος και σίγουρα σήμερα θα ήταν αδύνατον να ζούσε αφού θα
έπρεπε όπως υπολόγιζαν να είναι κάπου κοντά 140 - 150 ετών.
Για αυτά τα γεγονότα που έζησα στα
παιδικά μου χρόνια μέχρι και σήμερα στα γεράματα μου δεν είχα μιλήσει σε
κανέναν, τα κράτησα μέσα στην καρδιά μου. Όπως την φίλη μου την Αριάδνη, τον
κύριο Οδυσσέα τον κηπουρό και τον Άργο. Το όνειρο της φίλης μου έγινε αληθινό,
το ίδρυμα με το όνομα της λειτούργησε δυο χρόνια μετά δίπλα στο σπίτι που έζησε
την μικρή αλλά σημαντική ζωή της. Με την βοήθεια του σπούδασα και εγώ όπως και
τόσα άλλα φτωχά παιδιά από όλο τον κόσμο.
Η δασκάλα δακρυσμένη σταμάτησε την ανάγνωση.
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες του Δεκέμβρη διαβάζονταν στα σχολεία η ιστορία της
κυρίας Αμίνα της πρώτης γυναίκας πρωθυπουργού του Αφγανιστάν, αυτήν που σε όλο
τον κόσμο για την κοινωνική της δράση την αποκαλούσαν « η νέα Ίντιρα Γκάντι». Η δασκάλα σηκώθηκε όρθια και διάβασε λίγους
στίχους της Αμίνα, την μεγάλη της ελπίδα, αυτό για το οποίο αγωνίστηκε. Άλλωστε
ένα παιδί του πολέμου ήταν και αυτή που
μάχονταν την αλλοφροσύνη των ανθρώπων.
ΒΛΕΠΩ ΚΑΙ ΘΥΜΑΜΑΙ
Βλέπω
και θυμάμαι
Τον
σακάτη των φαναριών
Τον άστεγο
στην παγωνιά
Το
παραπληγικό κορίτσι πλάι στην μεγάλη γέφυρα
Τα
τυμπανισμένα κορμάκια στις ειδήσεις των οκτώ
Τους δίκαιους
πολέμους με τα ένοχα θύματα
Δακρυσμένα μάτια, χέρια που εκλιπαρούν βοήθεια.
Βλέπω
και θυμάμαι την κατάντια της ανθρωπότητας.
Κάθε
πρωί όμως ξυπνάω ελπίζοντας ότι θα πάψω να βλέπω,
θα πάψω
να θυμάμαι, θα αισθάνομαι μόνο την αγάπη γύρω μου, παντού.
Αφιερωμένο,
Στον
υπέροχο ιατρό Αυξέντιο Καλαγκό που λαμπρύνει τον κόσμο μας με την παρουσία του.
Στον ιερομόναχο Παντελεήμονα που έφυγε απροσδόκητα τον Αύγουστο του 2012.
Στον
μικρό Γιώργο μας του 23ου Δημοτικού Τούμπας που δίνει στο νοσοκομείο
της «ΕΛΠΙΔΑΣ» την πιο σκληρή του μάχη για την ζωή.
Στην ανιψιά
μου Ελευθερία στην μακρινή Αγία Πετρούπολη με τις καλύτερες ευχές μου για τα
γενέθλια της.
Σε όλα
τα παιδιά του κόσμου που υποφέρουν στον άδικο κόσμο των μεγάλων.
Επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω τον κ. Γεώργιο Πούλιο για τις τεχνικές του συμβουλές.
Όλη μου την αγάπη στον Τόλη και την Σοφία, στον Ντίνο και στην Λένα, για την φιλία τους για όσα απλόχερα μου πρόσφεραν στην τέχνη αλλά και στην ψυχή.
Στις δυο γυναίκες της ζωής μου Μαρία και Κλαίρη, για την αγάπη τους και την υπομονή τους.
Πολλές
ευχαριστίες στον ζωγράφο Ντίνο Παπασπύρου που πάντα είναι πρόθυμος να ομορφύνει
τα διηγήματα μου με τα εμπνευσμένα έργα του.
- Τμήμα
από τον πίνακα «Τα πρώτα χελιδόνια» τέμπερα 28Χ38 εκ. 2012
- Πίνακας:
Ο ειρηνικός ύπνος του στρατιώτη. Μικτή τεχνική 29Χ39 εκ. 2012
- Πίνακας: Η υπό ανέγερση εκκλησία Αγίου
Χριστοφόρου, τέμπερα 27Χ20 εκ. 1991
- Πίνακας: Σπίτι στην περιοχή Πυλαίας, τέμπερα
28Χ38 εκ. 1994
- Τμήμα
από το πίνακα Γατούλες 56 θερινή συνύπαρξη, τέμπερα 28Χ38 εκ. 2006
- Πίνακας: Επίκληση (δυο χέρια στον ουρανό), τέμπερα, 28Χ33 εκ. 2002
Το
παρόν διήγημα είναι προϊόν μυθοπλασίας. Κάποια πρόσωπα και καταστάσεις όμως είτε
είναι πραγματικά είτε περιέχουν δόσεις αλήθειας και έχουν αποτελέσει πηγή της
έμπνευσης μου.
Η σκηνή με το κουτί είναι
πραγματικό περιστατικό από συνέντευξη του Αυξέντιου Καλαγκού στο «ΒΗΜΑ» μιλώντας
για την μικρή Έλγκα από την Γεωργία.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ
2012
Α. Δ.Ε.
ΒΑΛΜΑΣ