Τρίτη, Δεκεμβρίου 23, 2014

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑ



           Όταν πεθαίνει ένα παιδί
       οι λέξεις κι οι φωνές συντρίβονται
        τριγύρω ο κόσμος καταρρέει    

                           Τόλης Νικηφόρου  

   

                              Όταν πεθαίνει ένα παιδί
                               δεν έχει ελπίδα η ζωή
                           κι όταν πεθαίνει κι άλλο ένα
                              δε μένει όνειρο κανένα

                                  Ομαδικό ποίημα από την
                                                   έκτη αταξία
                                      
                              
Και εγώ αναρωτιέμαι γιατί συμβαίνουν τόσα
κακά πράγματα στους αγγέλους του πλανήτη μας
και κάποια μέρα βρήκα την απάντηση,
αυτοί οι μικροί Άγγελοι δεν φταίνε σε τίποτα
εμείς φταίμε που δεν τους αφήνουμε να
ανοίξουν τα φτερά τους και να πουν αυτό
που νοιώθουν !!!

                                                                                  Κλαίρη Βαλμά                                                                               



Ημερολόγιο νοσοκομείου”

Παπαγεωργίου,  Ά ογκολογική κλινική,  καταμεσής καλοκαιριού …


Του έλειπε το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας. Ήταν φορές που ένοιωθε τον ήλιο να τον χαϊδεύει απαλά στο πρόσωπο, τον άνεμο να χορεύει τριγύρω του, σιγοτραγουδώντας τις μελωδίες του πελάγους και την αλμύρα να πλέκει τα καστανά μαλλιά του σε μικρές ανεπαίσθητες μπουκλίτσες. Ώρες ώρες πάλι φανταζόταν ότι ήταν σε ένα μικρό βαρκάκι καταμεσής του Βοσπόρου. Στα χέρια κράταγε ένα ποτήρι αρωματικό τσάι που άχνιζε όλες τις ευωδιές της Ανατολής. Γύρω του, το κόκκινο του δειλινού χρωμάτιζε το νερό κι ο άνεμος κράταγε την αναπνοή του να μην ταράξει την ηρεμία των στιγμών. Ο ήλιος νυσταγμένος, βουτούσε στα νερά πέρα κατά την Ελλάδα.
Τώρα όμως έξω από το παράθυρο του νοσοκομείου έβλεπε μόνο λόφους∙ μονότονοι, σπαρμένοι από γκρίζα πέτρα και κάτι θάμνους χαμηλούς και μίζερους που πύρωναν κάτω απ’ τον ήλιο του μεσοκαλόκαιρου. Όταν η ματιά του Άρη επέστρεφε μέσα στο δωμάτιο έβλεπε τον φίλο του στο διπλανό κρεβάτι. Ο όγκος μέρα με την μέρα του παρέλυε όλες τις ζωτικές λειτουργίες του εγκεφάλου του. Θα έπρεπε να πονάει φρικτά, με μόνη του παρηγοριά τις μορφίνες. Αντίθετα όμως, σαν από κάποια παραδοξότητα που οι ογκολόγοι αδυνατούσαν να δώσουν μια πειστική εξήγηση, τον έβλεπαν να παραμένει γαλήνιος και χαμογελαστός, ακόμα και τώρα που διένυε τις τελευταίες του μέρες ή ακόμα και τις λιγοστές ώρες που του απέμεναν.

   Λίγο καιρό πριν δεν γνώριζε καν ο ένας την ύπαρξη του άλλου, είχαν γίνει όμως φίλοι στο δωμάτιο 308 της Ογκολογικής. Η αρρώστια τους είχε ενώσει με ένα δεσμό δυνατό. Ο ετοιμοθάνατος φίλος του ήταν γύρω στα εξήντα, γιατρός, ειδικός χειρούργος άνω και κάτω κοιλίας. Όσο ασκούσε την ιατρική είχε ανακαλύψει αμέτρητες φορές καρκινώματα που κρύβονταν μέσα στα σπλάχνα των ασθενών του και τα είχε εκριζώσει με την περισσή δεξιοτεχνία που τον διέκρινε. Δίχως λάθη, δίχως φακελάκια γινότανε όλες οι ιατρικές του πράξεις∙ ο μισθός του πανεπιστημιακού, του ήταν αρκετός. «Είσαι Άγιος γιατρέ» του έλεγαν πολλοί, «Το αυτονόητο καθήκον όταν εκπληρώνεται από κάποιους, δεν τους αγιοποιεί» απαντούσε αυτός χαμογελώντας. Μα η ζωή του δεν ήταν γεμάτη μόνο από επιτυχίες, μήτε στρωμένη με ροδοπέταλα. Πριν χρόνια ήταν που έχασε την μάνα του από την επάρατη νόσο. Στα 55 της την χτύπησε η αρρώστια, πάνω που ήθελε να χαρεί την σύνταξη και την προκοπή του Πέτρου της. Δυστυχώς τότε δεν είχε μπορέσει να κάνει πολλά για την ασθένεια της αγαπημένης του μητέρας, μόνο να απαλύνει τους αφόρητους πόνους της και να την φροντίζει μέχρι την ύστατη στιγμή. Τα βράδια οι δυο τους κοιτούσαν την Θεσσαλονίκη από τον πέμπτο όροφο του νοσοκομείου μέσα από το γραφείο του. Αυτή την λύση βρήκε ο γιατρός μιας και δεν μπορούσα να την πάει σπίτι της για να νοιώσει λίγη θαλπωρή μακριά από τον θάλαμο νοσηλείας. Η μάνα του, αν και κάθε μέρα παρακάλαγε τον Θεό να την πάρει, να γλυτώσει από τους αφόρητους πόνους, τα βράδια του ζητούσε να της δώσει κουράγιο για να κάτσει και άλλο ένα βράδυ πλάι στον γιόκα της. Πάντα η ίδια εικόνα στοργής, εκείνος να της πιάνει τα χέρια με τρυφεράδα και αυτή να του χαιδεύει τα μαλλιά σαν τότε που ήταν μικρό αγόρι. Με τα θολά της μάτια κοίταγε την πόλη, τα λαμπερά φώτα των λεωφόρων, την μεγάλη τσιμεντούπολη που τόσα χρόνια “όργωνε” για το μεροκάματο. Εκείνος και δίχως να μιλούν την ένοιωθε, η μάνα του έβλεπε την πόλη που τον ανέστησε μονάχη της. Μια μικροκαμωμένη γυναίκα ήταν, το μάτι σου δεν την έπιανε αλλά στη ψυχή της κρυβόταν ένα θεριό. Ολημερίς ξενοδούλευε ακούραστα από σπίτι σε σπίτι, νοιαζόταν μόνο για να εξοικονομήσει χρήματα για το παιδί δίχως μια μικρή πολυτέλεια για κείνη. Στέρευε μα δεν παραπονιόταν, όλα τα θυσίαζε για τον μονάκριβο της, για να μεγαλώσει ο Πέτρος της κι ύστερα να σπουδάσει, να σωθεί. Για αυτόν μοχθούσε, για να γίνει κάποιος σημαντικός στην κοινωνία... Και να που μεγάλωσε και μπήκε πρώτος στο πανεπιστήμιο στην ιατρική Θεσσαλονίκης. Έγινε γιατρός και το όνειρο της πραγματικότητα. Και για τον θάνατο; Δεν τον φοβόταν, ας είναι έτσι, ο άντρας της νέο παλικάρι έφυγε και δεν τον χάρηκε, ευχόταν τουλάχιστον να σμίξουν ξανά εκεί πάνω ... 

    Αυτή η ασθένεια ήταν καθοριστική για την μετέπειτα πορεία του, ο νεαρός γιατρός μετουσιώνοντας τον πόνο της απώλειας σε δημιουργικό αγώνα ζωής, δόθηκε ολότελα στην επιστήμη του. Πολέμησε άοκνα τον καρκίνο για χρόνια. Συνέδρια, μελέτες, κλινική εμπειρία, πρόσφερε στους συναδέλφους του πολλά μα και στους ασθενείς, όπου εκτός από γιατρός στεκόταν και σαν άνθρωπος. Μια ιστορία, σαν αστικός μύθος,  όμως πέρα για πέρα αληθινή ήταν αυτή της Ισμήνης. Ήταν μια εβδομηντάχρονη χήρα η οποία όντας βαριά άρρωστη είχε έρθει σε εκείνον, για να την κρατήσει όσο ήταν εφικτό στην ζωή. Η Ισμήνη είχε ένα αγόρι 45 χρονών που δεν μεγάλωσε σαν όλα τα άλλα. Ήταν ο Σάκης, ένα αγόρι με αυτισμό. Τώρα που της απέμενε λίγος καιρός ανησυχούσε πολύ για αυτόν, ο πατέρας του είχε είχε πεθάνει πριν από χρόνια και εκτός από αυτήν δεν είχε κανένα άλλον στον κόσμο να τον νοιαστεί πραγματικά. Σαν του έπιασε ικετευτικά τα χέρια, απ' τα βαθιά πηγάδια του μυαλού του ανέβηκαν οι πιο τρυφερές θύμισες της μάνας του. Ορκίστηκε πως θα την σώσει αυτήν την γυναίκα, σαν να ήταν η δική του μάνα. Και ύστερα από τρία μεγάλα χειρουργεία το πέτυχε. Εκείνος της κάλυψε όλα τα έξοδα. Σαν έγινε καλά και έφυγε με δάκρυα ευγνωμοσύνης απ' το κρεβάτι του πόνου, ο γιατρός, μια μέρα την επισκέφτηκε στο σπίτι της. Αφού της άφησε κρυφά χρήματα κάτω απ' την φρουτιέρα, πήγαν μαζί στην στάση, δίπλα στον φούρνο με τα καλουράκια που τόσο αγαπούσε ο Σάκης. Κάθε πρωί στις 8.15 εκεί περίμεναν το λεωφορείο της ειδικής σχολής που περνούσε τα πρωινά του. Σαν ξεκίνησε το λεωφορείο μέσα σε ένα σύννεφο καμμένου πετρελαίου, ο Σάκης με ορθάνοιχτα τα καλοσυνάτα μάτια του και ένα τεράστιο χαμόγελο κουνούσε συνέχεια τα χέρια του μέχρι να χαθεί στο βάθος, ανάμεσα από τις κίτρινες κουρτίνες του λεωφορείου. Τι άλλο θα μπορούσε να κερδίσει απ’ την ιατρική; Τι άλλο θα μπορούσε να του δώσει μεγαλύτερη χαρά;

   Χρόνια μετά όταν έμαθε πως πάσχει και ο ίδιος από καρκίνο δεν το έβαλε κάτω, αφού πότιζε το σώμα του με τις απαραίτητες χημειοθεραπείες, αμέσως έπιανε βάρδια στο ιατρείο του νοσοκομείου. Παρά τις παρενέργειες και τις φρικτές ζαλάδες καθόταν μέχρι αργά, για να σώσει όσους περισσότερους ανθρώπους μπορούσε. Ιατρεία, διαγνωστικές, χειρουργεία πάντα με το χαμόγελο˙ έπαιρνε κουράγιο από τα βλέμματα των ανθρώπων που γιάτρευε. Μέρα με την μέρα η φήμη του γιγαντωνόταν στο νοσοκομείο και στην πόλη, οι ασθενείς σαν σε θαυματουργό άγιο, έτρεχαν στον γιατρό που κι ο ίδιος έπασχε και θα τους ένοιωθε καλύτερα από τον καθένα. Όλοι είχαν να πουν έναν καλό λόγο για τον επιστήμονα, για τον άνθρωπο, για τον θνητό που αψηφούσε με αλτρουισμό τον θάνατο. Στο τέλος όμως ηττήθηκε μοιραία, σαν σε ταινία που ο ήρωας πολεμάει γενναία μα κάποια στιγμή κουράζεται και τον κυκλώνουν οι κακοί...
     Ο Άρης, ο δεύτερος της παρέας, είχε φτάσει λίγο πριν την τρίτη δεκαετία της ζωής του. Η μάνα του η Ασπασία “χάθηκε”  απ’ τα τρυφερά του χρόνια και από την μνήμη του τώρα πια. Μερικές μόνο φωτογραφίες του την θύμιζαν. Ο πατέρας ίσως και να ζούσε κάπου στην Θεσσαλονίκη, μπορεί και όχι, το ίδιο ήταν μιας στην ληξιαρχική πράξη γεννήσεως  και στην ζωή του ήταν «Αγνώστου πατρός». Μια γιαγιά Κωνσταντινου-πολίτισσα είχε από την μητέρα του που όλα τα καλοκαίρια τα περνούσε στο πλάι της, στις όχθες του Βοσπόρου. Σαν πέθανε η μητέρα του, τον πήρε δίπλα της. Στην Πόλη φοίτησε στο ξακουστό «Ζωγράφειο» στο Πέραν και έπειτα στην φημισμένη «Μεγάλη του Γένους Σχολή» στο Φανάρι. Μέσα σε αυτούς τους αριστοτεχνικούς “ναούς της γνώσης”, με τους σημαντικούς δασκάλους αγάπησε τα γράμματα και την Ελλάδα.  Όσα χρόνια και να πέρασαν κοιτούσε και μαγεύονταν, στο εσωτερικό τους ο περίτεχνος στολισμός με  τις αναπαραστάσεις, τους πίνακες και τις ζωγραφιές, τα γλυπτά, τα γύψινα διακοσμητικά και τις προτομές του δημιουργούσαν πάντα το ίδιο δέος, μέχρι την τελευταία μέρα που αποφοίτησε. Αυτά τα κομψοτεχνήματα ποτισμένα από την μακραίωνη ιστορία του ελληνισμού της πόλης, δημιουργούσαν μια επιβλητική ατμόσφαιρα στον χώρο που δύσκολα κάποιος μαθητής αψηφούσε να ταράξει. Ό Άρης έκανε καλά φιλαράκια στα σχολεία και στην ελληνική κοινότητα της πόλης, όμως γνώρισε και πολλά παιδιά Τούρκων ψαράδων και έγινε κολλητός με τον Ναζίμ. Αγαπητό παιδί το ορφανό από την Ελλάδα, ξεχώριζε για τους τρόπους και την ανατροφή του. Τον καμάρωνε η γιαγιά του, όμως η πίκρα για την ορφάνια του πάντα της έκαιγε τα τζιέρια της.

   Τα καλοκαίρια οι ψαράδες  έπαιρναν τους πιτσιρικάδες τους στα ψαροκάικα, μαζί τους και ο Άρης. Η γιαγιά του, η κυρία Πολυξένη που ήταν αγαπητή στην ομογένεια μα και στους αλλόθρησκους, τον εμπιστευόταν στον κύριο Ορχάν, παλιό φίλο του συγχωρημένου του άντρα της. Πόσες αναμνήσεις δεν είχε από εκείνα τα χρόνια ο Άρης. Σαν όνειρο έρχονταν στην θύμηση του εκείνες οι λαμπερές μέρες και οι ξένοιαστες νύχτες του Βοσπόρου, του Μπογκαζιτσί των Τούρκων. Ο μαγικός αυτός πορθμός, πανέμορφος, μια λωρίδα θάλασσας που χωρίζει αλλά και ενώνει την Ευρώπη με την Ανατολή, τους λαούς και τους πολιτισμούς. Σαν ταξίδευαν με το καΐκι δεν χόρταινε να κοιτάει τα αριστουργήματα της αρχιτεκτονικής, τα ξακουστά παλάτια και τις επαύλεις των πλουσίων εμπόρων του χθες κάτω από τον βαθυγάλανο ουρανό της Πόλης.  Πάντα όμως θα θυμάται όταν αργά το βράδυ μόλις όλοι ησύχαζαν αυτός και ο Ναζίμ ξάπλωναν στην πλώρη. Με τις ώρες μίλαγαν για τα παιδικά τους όνειρα και κοιτούσαν ονειροπόλα τον ορίζοντα, εκεί που η θάλασσα ακουμπάει το σύμπαν. Και τότε λες και γίνονταν αυτοί οι καπετάνιοι και έπαιρναν το τιμόνι και το μεγάλο αλιευτικό σαν καρυδότσουφλο έπλεε στην αχανή απεραντοσύνη του γαλαξία.  Όλοι μαζί γίνονταν ένα, καταμεσής του χάους, ελεύθεροι, δίχως συρματοπλέγματα και σύνορα...
     Χρόνια ο μικρός Ρωμιός μαζί με τους Τούρκους ψαράδες, είχε μάθει την θάλασσα και την τέχνη τους. Την αγάπησε και όποτε έβρισκε ελεύθερο χρόνο από τα μαθήματα του τραβούσε κοντά της. Για να είναι μέσα στην αγκαλιά της είχε γραφτεί σε ιστιοπλοϊκή ομάδα και είχε πάρει και το δίπλωμα για την ανοιχτή θάλασσα.  Μα ήταν και άριστος μαθητής, πάντα ξεχώριζε στις θετικές επιστήμες. Για το πανεπιστήμιο ήρθε στην Θεσσαλονίκη και σπούδασε με υποτροφία της ομογενειακής κοινότητας της Πόλης. Στο αμφιθέατρο του πολυτεχνείου γνώρισε την Νένα, τον μεγάλο του έρωτα. Στα αισθηματικά του, αντίθετα με την θετική επιστήμη του, ήταν ευαίσθητος και ρομαντικός. Εκείνος την αγάπησε από τον πρώτο καιρό. Τα βράδια στην φοιτητική γκαρσονιέρα οι δυο τους ονειρεύονταν να κάνουν οικογένεια και πολλά παιδάκια να τρέχουν στο σπιτικό τους. Αν και μοναχοπαίδι, τα λάτρευε τα παιδιά και κάτι μέσα του, του έδινε την βεβαιότητα πως θα γινόταν καλός σύζυγος και πατέρας... 

     Ο καιρός είχε περάσει και ο Άρης πριν λίγους μήνες είχε τελειώσει το στρατιωτικό του. Πριν από λίγους μήνες πετούσε στα σύννεφα γιατί θα ζούσαν μαζί με την Νένα στο νέο σπίτι τους και επιτέλους θα είχε όσο χρόνο ήθελε για να τελειώσει την δουλειά στο κονσερβοποιείο της Σίνδου. Κόκκινες πιπέριες, φασόλια γίγαντες, κεφτεδάκια σε κόκκινη σάλτσα, ντολμαδάκια, ντοματοχυμοί,  πελτέδες, ένας σωρός κωδικοί για εξαγωγή και εγχώρια κατανάλωση. Εκεί έκανε την πρακτική του και δούλευε με ημιαπασχόληση όσο σπούδαζε. Η αγαπημένη του γιαγιά το είχε κανονίσει με τον γνωστό της τον κύριο Συμεόνογλου  - τον διεθυντή πωλήσεων του εργοστασίου -  όπου η καταγωγή του κρατούσε από σημαντική πολίτικη οικογένεια. Θα εργάζονταν εκεί μέχρι να ολοκληρώσει αυτό που χρόνια σχεδίαζε. Ένα καινοτόμο πρόγραμμα για την αυτοματοποιημένη λειτουργία του εργοστασίου, μια ολοκληρωμένη ευφυής πλατφόρμα λογισμικού που θα ελέγχει τα πάντα και θα προκρίνει τις βέλτιστες λύσεις από τη στιγμή παραλαβής της πρώτης ύλης μέχρι το τελευταίο στάδιο παραγωγής, την αποθήκευση, την πώληση και την μεταφορά στα τελικά σημεία οπουδήποτε στον κόσμο. Έπειτα με αυτό το «χαρτί» στις αποσκευές του θα αναζητούσε μια θέση σε ένα από τα παγκοσμίως σημαντικά ερευνητικά κέντρα. Πιστός στην υπόσχεση προς τον εαυτό του, θα εργαζόταν επάνω στην έρευνα για τις νέες τεχνολογίες λογισμικού στην υπηρεσία του ανθρώπου.
   Όνειρα, όνειρα… Λίγο πριν τελειώσει το μεταπτυχιακό του η γιαγιά στα εβδομήντα πέντε της “έφυγε” απ’ την Πόλη και τον άφησε. Και όπως γίνεται πάντα η κακοδαιμονία συνεχίστηκε. Μέσα στην μεγάλη χαρά, έξι μήνες από την απόλυση του από τον στρατό, η ασθένεια ήρθε εντελώς απρόσκλητη στην ζωή του. Όταν εμφανίστηκε ο καρκίνος στο σώμα του, η μοναδική του πια αγάπη, η Νένα, τον εγκατέλειψε σαν έμαθε από τι έπασχε, τον άνισο αγώνα που εκείνος θα έδινε. «Τον αγαπούσε» του είχε πει, όμως δεν άντεχε να παλέψει μαζί του, «θα σε θυμάμαι πάντα...» ήταν οι τελευταίες της λέξεις. Δακρυσμένη άνοιξε την πόρτα της γκαρσονιέρας και εξαφανίστηκε ένα μαγιάτικο δειλινό... Τώρα στην μέση του κατακαλόκαιρου πάλευε μόνος με τον καρκίνο και έχανε τον φίλο του, τον γιατρό…

      Κι ο γιατρός στην ζωή μόνος έμεινε, παρέα με την επιστήμη του. Στο δωμάτιο όταν η κατάσταση του το επέτρεπε μιλούσαν ώρες ατέλειωτες. Τον ένοιωθε σαν γιο του, κι ο Άρης τον αφουγκράστηκε σαν τον πατέρα που δεν γνώρισε ποτέ. Πολλές φορές του μιλούσε για την θάλασσα την μεγάλη του αγάπη. Αν είχε χρήματα θα είχε ένα μεγάλο σκαρί με πανιά και θα ταξίδευε από τον Βόσπορο ως το απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου παρέα με τα βιβλία του Ιουλίου Βέρν∙ που τον γοήτευαν από παιδί. Όπως τον διάσημο συγγραφέα θα γυρνούσε και θα γνώριζε και εκείνος τόσα και τόσα όμορφα μέρη, τους ανθρώπους, τον τρόπο ζωής τους. Τις τελευταίες μέρες του ο γιατρός λίγο πριν βυθιστεί για πάντα καθώς ο Άρης του μιλούσε για την φρεσκάδα του ανοικτού πελάγους και τις ομορφιές που συναντά κανείς σαν ανακαλύψει μια απόμερη παραλία, εκείνος του είχε πει, «Να με πάρεις μαζί σου…» και μετά μια μικρή παύση «Θα έρθω Άρη κι εγώ». Δεν ήταν πάρα μια επιθυμία του ετοιμοθάνατου να ταξιδέψει σε αυτούς τους επίγειους παραδείσους, μα και παράλληλα μια βεβαιότητα λες και ότι θα ταξίδευαν μαζί. Μα το ήξερε, δεν θα γινόταν ποτέ αυτό, ο χρόνος του στην γη τελείωνε σε λίγο...                  

  Παραμονές της Παναγίας ο Άρης αποχαιρέτησε τον γιατρό Πέτρο Δροσίνη. Όση ώρα το κορμί του παραδινόταν στην λήθη, εκείνος του κρατούσε σφιχτά το χέρι όπως θα έκανε στον αληθινό του πατέρα. Λίγο πριν το τέλος οι ματιές τους συναντήθηκαν για τελευταία φορά. Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του γιατρού μα ένα δάκρυ έτρεξε στο μάγουλο του Άρη... Σαν τέλειωσαν όλα βγήκε από το δωμάτιο με ένα τεράστιο κενό στην ύπαρξη του, ήταν ο πρώτος θάνατος που βίωνε εμπρός του.  Πρώτα η μητέρα του, ύστερα η γιαγιά, ο χωρισμός από την Νένα και τώρα ο γιατρός. Ότι αγαπούσε στην ζωή είχε χαθεί πια, σε λίγο καιρό ίσως και ο ίδιος θα ήταν μια ανάμνηση. Περπάτησε αργά, δίχως σκοπό στον μακρύ γκρίζο διάδρομο. Στο αδειανό γραφείο των γιατρών βρήκε ανοικτό ένα παράθυρο. Ένα κομμάτι του Θερμαϊκού φαινόταν στο βάθος. Πάνω από δυο καράβια που ξαπόσταιναν στα γαληνεμένα νερά του κόλπου ο ήλιος έδυε μέσα σε κόκκινες και μπλε πινελιές. Σκέφτηκε πως κάπως έτσι και η ζωή του γιατρού έδυσε, μόνο που η ανατολή δεν θα έρχονταν το επόμενο πρωί. Ένιωσε να βυθίζεται αργά αργά και ο ίδιος στο πυρωμένο ασήμι του, στην απεραντοσύνη του ορίζοντα… 

Ημερολόγιo καταστρώματος”

19 Δεκεμβρίου, οι δέκα προσκεκλημένοι, έφθασαν μόνο με λίγες ώρες διαφορά. Οι αφίξεις τους στο αεροδρόμιο “Μακεδονία” προέρχονταν από μεγάλες πρωτεύουσες, διάσπαρτες στην υδρόγειο. Το πρόγραμμα του τουριστικού πρακτορείου που είχε οργανώσει το ταξίδι τους περιελάμβανε για την ημέρα αυτή μόνο την απευθείας μετάβαση τους στο ξενοδοχείο. Μετά την πολύωρη πτήση η ανάπαυση τους θεωρήθηκε αναγκαία από τον έμπειρο ταξιδιωτικό πράκτορα κι έτσι διαδοχικά μέσα στην ημέρα μεταφέρθηκαν όλοι από το αεροδρόμιο στο Hotel Atlantis το οποίο στεγαζόταν σε ένα ιδιαιτέρους αρχιτεκτονικού κάλλους κτήριο των αρχών του 20 αιώνα, στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Εκεί θα φιλοξενούνταν για μια βραδιά, όπως και στην αναχώρηση τους από την Θεσσαλονίκη, σε 15 ημέρες.
   Το επόμενο πρωί μετά από μια μικρή ξενάγηση στις αρχαιότητες της πόλης, κατέληξαν στην μαρίνα της Αρετσούς για την επιβίβαση τους στο ιστιοπλοϊκό “Σεν Μισέλ”. Μετά τους τυπικούς χαιρετισμούς και την γνωριμία με τον κυβερνήτη και παράλληλα υπεύθυνο αυτής της βιωματικής κρουαζιέρας στο Αιγαίο του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, το σκάφος βιράρισε τις άγκυρες και ανοίχτηκε αργά στα ήρεμα νερά του Θερμαϊκού κόλπου.  

    Οι επιβαίνοντες ήταν νέοι επιστήμονες που διέπρεπαν σε σημαντικές πολυεθνικές εταιρείες. Τελικά μόνο δυο από όλους όσους προσκλήθηκαν δεν μπόρεσαν να ταξιδέψουν στην Ελλάδα. Η κρουαζιέρα τους θα κρατούσε αρκετές ημέρες ώστε να απολαύσουν τις ομορφιές του Αιγαίου και να γνωρίσουν τον ελληνικό πολιτισμό και την φιλοξενία των Ελλήνων.
Όμορφο σκαρί, καλοφτιαγμένο, πρέπει να είναι τύπου catamaran διαπίστωσε ο Ντέρεκ, υπήκοος Ηνωμένων Πολιτειών, ψιλόλιγνος, τριαντάρης, με ξανθά μαλλιά που έπεφταν ατημέλητα στο πρόσωπο του και στα κοκάλινα γυαλιά με τον υψηλό βαθμό μυωπίας.

- Πολύ σωστά, Lagoon 52, catamaran πολύ ασφαλές και άνετο για κρουαζιέρα, είναι πρακτικά αβύθιστο απάντησε ο Τόνι, ο Αυστραλός επιστήμονας που ποτέ δεν άφηνε τίποτα στην τύχη του και φυσικά για το ταξίδι του είχε αναζητήσει διάφορες πληροφορίες στο διαδίκτυο.
- Όμορφο σκάφος σαν την θάλασσα του Αιγέα συμπλήρωσε ο Φριτς, γερμανός και αρχαιολάτρης που διέπρεπε σε σημαντικές βιομηχανίες της πατρίδας του.
- Όσο και να το ταξιδέψεις, το Αιγαίο πάντα θα σε εκπλήσσει, ο νεαρός Γάλλος επιστήμονας Ζαν Μπεσόν ταξίδευε για τρίτη φορά στην Ελλάδα και την λάτρευε.   
- Σεν Μισέλ, κάτι μου θυμίζει το όνομα του σκάφους; Ξέρετε την ιστορία του; Ρώτησε με τα υποφερτά αγγλικά του, ο κινέζος Μέι Λι που ήταν και ο μεγαλύτερος της παρέας με τα τριανταπέντε του έτη.
- Φυσικά απάντησε χαμογελαστός ο Έλληνας κυβερνήτης, έχουμε πολλά να πούμε και να δούμε όλες τις επόμενες ημέρες. Πρώτα όμως μιας και θα είσαστε οι συνταξιδιώτες μου, θέλω να δούμε μαζί λίγα πράγματα για τον χειρισμό αυτού του όμορφου σκάφους και αν χρειαστεί ίσως και να με βοηθήσετε. Όλοι ενθουσιάστηκαν, ακόμα και το μικρό ολόλευκο σκυλάκι που επέβαινε μαζί τους.

*** 


     “Χριστός γεννάται σήμερον... Παραμονή του Χριστού και τα λιγοστά παιδιά στο νησί έτρεχαν από πόρτα σε πόρτα με τα τρίγωνα και τα καραβάκια τους  στα χέρια για λίγα κέρματα και τα νόστιμα κεράσματα που πρόσφεραν οι παλιές κυράδες. Ο καιρός είχε αγριέψει για τα καλά. Ένας ελαφρύς πουνέντες  έφθασε στο νησί τα ξημερώματα, παρέα με μια αραιή συννεφιά μα γρήγορα εκδιώχθηκε πρόσφυγας στα ανοιχτά της Μεσογείου από έναν βοριά θεριό.  Ίδιος Αττίλας, μπούκαρε από τα βάθη της Ανατολίας και τρικύμισε τα νερά του Καστελόριζου,  μεμιάς πάγωσε τις στράτες του νησιού. Λίγο πριν γείρει ο ήλιος πίσω από τον Αϊ Γιώργη του Βουνού εκείνος λυσσομανούσε μανιασμένος μέσα στα σοκάκια της Μεγίστης.” 
  
  Ο λιμενάρχης ακούμπησε το στυλό του ενδιάμεσα στις σελίδες της ατζέντας, ύστερα σηκώθηκε και άνοιξε το ξύλινο παντζούρι του γραφείου του. Ο αέρας ήταν θυελλώδης, άφριζε την θάλασσα και τα ψηλά κύματα έσκαγαν με ορμή στα βράχια, στην μπούκα του λιμανιού.
- Ελπίζω να μην βγει τίποτα εκεί έξω… ανήμπορος να προσφέρει οτιδήποτε, ευχόταν να μην έπλεε κανείς τέτοιες μέρες. Με τέτοιο καιρό θα ήταν αυτοκτονία, μα από την άλλη ήξερε πως τέτοιο καιρό ζήταγαν όλοι οι διακινητές... και όποιον πάρει ο Χάρος. Το σκάφος του λιμενικού, το μοναδικό που διέθετε το νησί, εδώ και μήνες βρισκόταν στην Ρόδο για μια επισκευή που δεν έλεγε να τελειώσει μιας και λεφτά δεν υπήρχαν.  Μέσ’ το σούρουπο βγήκε έξω από το κτήριο της διοίκησης βρήκε μια κόγχη που τον προστάτευε από την θύελλα και φούμαρε αργά ένα τσιγάρο. Ήταν μόνος στην υπηρεσία, τους δυο αξιωματικούς που υπηρετούσαν μαζί, τους είχε στείλει στα σπίτια τους για την μεγάλη γιορτή. Κράτησε μόνο έναν λιμενικό που έτσι κι αλλιώς ζούσε στο νησί και μοναχά σε μεγάλη ανάγκη θα τον καλούσε. Έτσι κι αλλιώς άχρηστοι ήταν όλοι τους χωρίς σκάφος στο καταχείμωνο. Αυτός το είχε πάρει απόφαση εδώ και καιρό. Έστειλε την οικογένεια στα πεθερικά του στα Ιωάννινα και θα περνούσε τις γιορτές μόνος του στο Καστελόριζο, παρέα με το τηλέφωνο και τα γραπτά του. Του άρεσε να γράφει, έτσι, δίχως κάποιο συγκεκριμένο θέμα. Ίσως κάποτε να τα συγκέντρωνε όλα μαζί… ποιος ξέρει. Εδώ πάντως στην μοναξιά είχε πολύ καιρό στην διάθεση του και η γραφή του ήταν μεγάλη συντροφιά και ανάγκη ταυτόχρονα.

***

“Άνθρωποι στην θάλασσα” “Άνθρωποι στην θάλασσα”, ο κυβερνήτης του “Σεν Μισέλ” σήμανε συναγερμό και άναψε τον μεγάλο προβολέα να βλέπει μέσα στο πυκνό σκοτάδι. Όλοι οι επιβάτες με πρώτο τον μάγειρα του σκάφους πετάχτηκαν από τα δωμάτια τους και ανέβηκαν στο κατάστρωμα να δουν τι συμβαίνει. Στην θέα μιας βάρκας που σαν καρυδότσουφλο παρασύρονταν από τα κύματα όλοι πάγωσαν. Μέσα στο μικρό πλεούμενο ίσα που διακρίνονταν κάποιες ανθρώπινες φιγούρες.
- Είναι παιδιά, φώναξε ο κυβερνήτης και η φωνή του χάθηκε πάνω στα αφρισμένα κύματα. Ετοιμάστε σχοινιά και σωσίβια, φορέστε όλοι μπότες, αδιάβροχα και σωσίβια, δεθείτε στο σκάφος. Είμαστε μόνοι μας εδώ, δεν υπάρχει βοήθεια από πουθενά, δικό μας το χρέος. Η φωνή του κυβερνήτη αποφασιστική, εμψύχωσε όλους τους απαίδευτους επιστήμονες που ούτε στο ελάχιστο δεν φαντάζονταν ότι μια τέτοια σκηνή θα εξελίσονταν μπροστά τους. Ο Τόνι, ο Ζαν, η Πρίσιλα, ο Φρίτς, ο Ντέρεκ, ο Μέι, η Καμμίλα, ο Χουάν, ο Αλεξέι και η Σάντρα πήραν θέσεις “μάχης” ενώ ο Άρης με επιδέξιες κινήσεις προσπαθούσε να προσεγγίσει την βάρκα. Κλάματα και φωνές έφταναν όλα και πιο δυνατά στα αυτιά τους ανάμεσα στο τρομαχτικό βουητό της θύελλας.
“Από δεξιά...”  “Κόψε αριστερά...”  “Αντίθετα...”  “Προσοχή...” “Τώρα, ρίξτε τα σχοινιά...” 

Πάλευαν ώρες με τα κύματα. Πέντε παιδιά μόνα μέσα στο νερό, εξουθενωμένα από την πείνα και την δίψα, ανήμπορα είχαν αφεθεί στην τύχη τους.  Το βαρκάκι τους είχε ξεκινήσει από ένα μικρό ψαροχώρι απέναντι απο το Καστελόριζο στην Τουρκία. Προσφυγόπουλα από την Συρία∙ ο μεγαλύτερος ήταν 13 χρονών, δυο κοριτσάκια 5 και 7 ετών και άλλα δυο αγοράκια πάνω κάτω στα ίδια χρόνια καταδικασμένα σε θάνατο αν έμεναν πίσω. Μέσα στην φωτιά του πολέμου αυτά τα ορφανά παιδιά που όλα έμεναν σε μια γειτονιά που βομβαρδίστηκε ανελέητα, ακολούθησαν έναν θείο του δεκατριάχρονου Χαφέζ. Θα πήγαιναν όλοι στο Βέλγιο όπου ζούσαν κάποιοι συγγενείς του Χαφέζ. Ο θείος του όμως ήταν καρδιοπαθής και δεν άντεξε στο μεγάλο ταξίδι μετά την αναγκαστική φυγή τους. Πέθανε λίγο μετά αφού έφθασαν στα παράλια της Τουρκίας απέναντι από το Καστελόριζο, Λεφτά δεν είχαν και ο Χαφέζ έπρεπε να κάνει κάτι γρήγορα. Έμειναν κρυμμένα λίγες ώρες στο μικρό ψαροχώρι. Στο μεγάλο αγόρι φάνηκε πως η απέναντι χώρα η Ελλάδα ήταν τόσο κοντά.
Αν έκλεβαν μια βάρκα θα έφταναν γρήγορα, εκεί είχε όλες του τις ελπίδες, σαν τον θείο.  Όλες οι δυσκολίες ήταν στο μυαλουδάκι του μικρές. Μήτε η θάλασσα τον φόβισε νυχτιάτικα που σαν ανοίχτηκαν λίγο, έδειξε την δύναμη της. Αυτός ήταν τώρα ο πατέρας όλων των παιδιών και ο Αλλάχ μαζί  με τον Χριστό τους κράταγαν στα χέρια τους...



“Μεγάλο κύμα καταπάνω μας, κρατηθείτεεε...”   “Άνθρωπος στην θάλασσα, άνθρωπος στην θάλασσα...” φώναζαν όλοι έντρομοι. Ο μάγειρας γλίστρησε και επάνω στην προσπάθεια του να πιάσει την βάρκα των παιδιών έπεσε στο φουρτουνιασμένο πέλαγος...  
  Λίγο μετά το ξημέρωμα, όταν ο ήλιος σηκώθηκε στο βάθος πέρα κατά την Κύπρο, ο άνεμος είχε κοπάσει μα ακόμα ήταν αρκετά δυνατός για να βυθίσει τα μικρά πλεούμενα. Η παγωνιά σαν κοφτερό ξυράφι έφτανε μέχρι το κόκκαλο και ας ήταν ντυμένος βαριά ο λιμενάρχης. Άναψε τσιγάρο και το έβαλε στα χείλη του, ύστερα σήκωσε τα κιάλια σε θέση παρατήρησης.
- Ποιός ξέρει τι να έγινε εκεί έξω; Αναρωτήθηκε ενώ τα μάτια του κοίταγαν ερευνητικά κατά τα παράλια της Τουρκίας, από εκεί που πάντα έφταναν όλοι οι απόκληροι, ζωντανοί οι νεκροί. Άφησε τα κιάλια να κρεμαστούν και τράβηξε μια τζούρα από το στριφτό τσιγάρο του, τρία δαχτυλίδια καπνού σκόρπισαν στον κρυστάλλινο αέρα. Μέσα του ευχόταν να μην υπήρχε κανένα συμβάν ανήμερα Χριστούγεννα ήταν διάολε ας ήταν όλα ήρεμα που να πάρει. Το μεσημέρι θα μιλούσε με την οικογένεια στα Γιάννενα και ύστερα θα έτρωγε ότι τραβούσε η ψυχή του από την γεμάτη κατάψυξη με τα φαγητά που του είχε μαγειρέψει η Νίκη του.
-  Πάγωσα, έτριψε τα γυμνά του χέρια και έκανε να γυρίσει κατά το λιμεναρχείο όταν στην περιφέρεια της ματιάς του κάτι του τράβηξε την προσοχή. Σήκωσε αμέσως τα κιάλια του και εστίασε προσεκτικά. Ένα λευκό σκάφος ανεβοκατέβαινε στα κύματα, έπλεε στο βάθος, ανάμεσα στο Καστελόριζο και τις τουρκικές ακτές. Έτρεξε μέσα στους χάρτες του και πήρε τις συντεταγμένες του σκάφους, γύρισε τον ασύρματο VHF στην συχνότητα επικοινωνίας σκαφών σε κίνδυνο και κάλεσε το σκάφος να απαντήσει.
- Σκάφος με συντεταγμένες 36ο10'04.81΄΄Β    29ο36'07.90΄΄Ε  από λιμεναρχείο Καστελόριζου, έτοιμος. Καμιά απάντηση, πίεσε πάλι το κουμπί του μικροφώνου και επανέλαβε δυνατά,
-Σκάφος με συντεταγμένες 36ο10'04.81΄΄Β    29ο36'07.90΄΄Ε  από λιμεναρχείο Καστελόριζου, έτοιμος. Επανέλαβε και τρίτη και τέταρτη φορά αλλά τίποτα. Χτύπησε το χέρι του δυνατά στο γραφείο,
- Να πάρει, χριστουγεννιάτικα θα πνιγούν και δεν μπορώ να βοηθήσω. Ετοιμάστηκε να ειδοποιήσει το εθνικό συντονιστικό κέντρο  του υπουργείου ναυτιλίας. Τότε όμως ο λιμενάρχης άκουσε,
- Λιμεναρχείο Καστελόριζου από Σεν Μισέλ  36ο10' 04.81 Β  29ο36' 07.90 Ε, έτοιμος.
- Σεν Μισέλ από λιμεναρχείο Καστελόριζου, αναφέρατε κατάσταση, έτοιμος.
- Λιμεναρχείο Καστελόριζου από Σεν Μισέλ, έχουμε περισυλλέξει πέντε ναυαγούς ηλικίας 5 – 10 ετών και κατευθυνόμαστε προς Καστελόριζο, έτοιμος.

Μια τεράστια  ανακούφιση πλημμύρισε τον λιμενάρχη όταν άκουσε τα λόγια του Έλληνα κυβερνήτη. Όταν έφτασαν στο λιμάνι τους περίμενε μαζί με τον λιμενικό που είχε ωστόσο καλέσει στην υπηρεσία. Στα παιδιά και τον μάγειρα δώθηκαν άμεσα οι πρώτες βοήθειες στο κέντρο υγείας του νησιού, αν και ευτυχώς όλοι ήταν καλά στην υγεία τους. Μόλις μαθεύτηκε το νέο στο νησί από τις γειτονιές με τα γραφικά δρομάκια ήρθαν γονείς με τα παιδιά τους και έφεραν φαγητό και δώρα στα προσφυγόπουλα. Το αληθινό νόημα της γέννησης του μικρού Χριστού έγινε μια αγκαλιά και τα ματάκια των παιδιών απ' την Συρία στέρεψαν από τα δάκρυα και πλημμύρισαν από λάμψεις χαράς. Έκπληκτα κοιτούσαν γύρω τους, λες και είχαν φτάσει σ' έναν άλλο κόσμο, τόσο μακρινό. Εδώ δεν υπήρχε λύπη και πόνος, δεν υπήρχαν δάκρυα και σκοτωμοί, μόνο χαμόγελα και αγάπη.

Ημερολόγιο ψυχής”

   2 Ιανουαρίου Θεσσαλονίκη, ημέρα αναχώρησης. Κανείς από τους δέκα επιστήμονες αλλά και ο “κάπτεν Άρη” όπως τον φώναζαν πια όλοι, δεν περίμεναν αυτά που έζησαν τούτες τις ημέρες, αυτά τα βιώματα που θα άλλαζαν τις ζωές τους. Πάλεψαν με τα κύματα και ένοιωσαν το χτυποκάρδι της καρδιάς μπροστά στην δύναμη της φύσης. Δάκρυσαν εμπρός στην προσφυγιά και τον θάνατο που προκαλούσαν τα όπλα που αυτοί σχεδίαζαν μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή τους μέσα από το ασφαλές γραφείο τους. Χάρηκαν με την αγάπη των απλών ανθρώπων του νησιού, το αγκάλιασμα των παιδιών της προσφυγιάς. Μπήκαν στα αεροπλάνα για τις πατρίδες τους τις μακρινές με μια υπόσχεση... 
   Το υπέροχο ταξίδι τους ξεκίνησε λίγους μήνες πριν. Ένα ηλιοβασίλεμα στην Αρετσού την ώρα που ο Άρης αγνάντευε τον ορίζοντα, ένα μικρό ολόλευκο σκυλάκι στάθηκε εμπρός του, στο στόμα του είχε γερά κρατημένο κάτι τόσο πολύτιμο. Μια μικρή σακούλα, μέσα υπήρχε ένα κομπολόι και ένα σημείωμα που έγραφε:
 Θυμάσαι; Σου είχα πει ότι θα έρθω μαζί σου. Αυτό το κομπολόι το είχα πάντα στην τσάντα μου, ποτέ όμως δεν χασομέρησα μετρώντας μία μία τις τριάντα τρεις του χάντρες. Ποτέ δεν έμενε χρόνος, προηγούνταν πάντα οι ασθενείς μου. Ελπίζω τώρα πια να είμαι ένα ανέμελο φάντασμα και να μην έχω περάσει στο βασίλειο της αιώνιας ανυπαρξίας. Στα ταξίδια μας, μιας και δεν θα έχω να νοιαστώ για τους ανθρώπους μου, δεν θα πονάω και δεν θα ζαλίζομαι, θα κάθομαι στην πλώρη και θα ρεμβάζω μέσα στην απεραντοσύνη του γαλάζιου, χτυπώντας γλυκά το κεχριμπάρι του.
Να κάνεις πάντα τους ανθρώπους να χαμογελούν.
 Πέτρος Δροσίνης”
Πήρε το σκυλάκι αγκαλιά, καυτά δάκρυα έτρεξαν στα μάτια του.
- Αυτός είναι ο Τίκο, το σκυλάκι του Πέτρου, τώρα είναι δικός σου.
Ο Άρης γύρισε ξαφνιασμένος, τα είχε χάσει με όλα όσα συνέβαιναν,
- Ήταν υπέροχος άνθρωπος ο Πέτρος και είχε καλούς φίλους, μιλούσε ένας άντρας μετρίου αναστήματος γύρω στα πενήντα που στεκόταν λίγο πιο πίσω του. Ο νέος τον αναγνώρισε από το νοσοκομείο όπου τον είχε δει μια φορά να μιλάει με τον Πέτρο Δροσίνη.  Σεν Μισέλ; Άρη έτσι δεν ονομάζονταν το πρώτο σκάφος του Ιουλίου Βερν; Ο Άρης που τον κοιτούσε κατάπληκτος ψέλλισε μοναχά ένα ανεπαίσθητο, “Nαι”
«Λοιπόν λίγο πιο πέρα, σε περιμένει μια σύχρονη εκδοχή του, πιστεύω ότι ο Ιούλιος θα συμφωνούσε με την επιλογή μου». Ο άγνωστος ευεργέτης Στέφανος Διγγόπουλος ήταν το ίδιο σίγουρος με τον Πέτρο Δροσίνη ότι αυτό το παλικάρι, άξιζε πολλά. Την γνώμη του εκτός από τον γιατρό την είχε εδραιώσει και ο Διαμαντής Συμεόνογλου ο διευθυντής του εργοστασίου που δούλευε ο Άρης. Ο Διγγόπουλος κάποτε ήταν ασθενής και έπειτα επιστήθιος φίλος του Δροσίνη. Ήταν βαθύπλουτος επιχειρηματίας και είχε αναλάβει με σεβασμό, να εκπληρώσει την τελευταία επιθυμία του φίλου του που ποτέ δεν του είχε ζητήσει τίποτα για τον εαυτό του. Επιπλέον ανέλαβε και κάτι άλλο, να βρει τον πατέρα του Άρη. Δεν δυσκολεύτηκε με αυτό ιδιαιτέρως, οι πληροφορίες του κυρίου Συμεόνογλου που γνώριζε εξίσου καλά την μητέρα του Άρη και ένα από τα πιο ακριβοπληρωμένα γραφεία ιδιωτικών ερευνών στην χώρα ήταν αρκετά για να ανακαλύψει τον Θεσσαλονικιό μάγειρα Βασίλη Θωμόπουλο. Άνεργος και εξουθενωμένος από την οικονομική κρίση σαν άκουσε την αμοιβή που του προσφέρθηκε για να προσληφθεί ως μόνιμο προσωπικό σε σκάφος αναψυχής, πίστεψε και πάλι στους ανθρώπους. Ο ίδιος ο Διγγόπουλος τον προσέλαβε θέλοντας να καταλάβει τι άνθρωπος είναι μα χωρίς όμως να του πει τίποτα για τον γιο του, αυτό το άφησε στην τύχη ή στον Θεό ποτέ δεν είχε αποφασίσει ποιός είχε το πάνω χέρι στον κόσμο.      
  Η ευκαιρία για το ταξίδι ήρθε γρήγορα, αφορμή ο εορτασμός της παγκόσμιας ημέρας επιστήμης για την Ειρήνη και την Ανάπτυξη. Προφασιζόμενος λοιπόν μια βιωματική κρουαζιέρα τις ημέρες των γιορτών στο Αιγαίο που δύσκολα θα αρνιούνταν οι ανύπαντροι επιστήμονες, τους κάλεσε στην Ελλάδα. Κοινό στοιχείο για την πρόσκληση τους ήταν ότι όλοι τους εργάζονταν σε πολεμικές βιομηχανίες. Από την επιστημονική τους έρευνα  θα αναπτυσσόταν σίγουρα ένα σωρό νέα όπλα λες και όλα αυτά που έχουν ανακαλυφθεί δεν έφθαναν να μας αφανίσουν όλους. Δεν ήξερε πόσο καιρό είχε στην γη αλλά πριν να φύγει ήθελε να δώσει την ευκαιρία σε αυτούς τους επιστήμονες αλλά και σε άλλους μέσα από αυτούς, να αναπτύξουν “όπλα” με την ψυχή τους. Ο Άρης σε αντίθεση με το όνομα του που θύμιζε τον αρχαίο θεό του πολέμου έβαλε έναν πρακτικό στόχο, να μειωθούν δραματικά οι επιστήμονες που ασχολούνται με τον πόλεμο και να δοθεί όλη αυτή η επιστημονική σκέψη στην υπηρεσία της ανθρωπότητας. Με αυτό το ταξίδι έγινε η αρχή ώστε τα επόμενα χρόνια, πολλοί επιστήμονες να εργαστούν στο ερευνητικό ινστιτούτο που ίδρυσαν οι έντεκα επιστήμονες. Νέες τεχνολογίες ξεπήδησαν απο εκεί στην υγεία, στην αγροτική παραγωγή, στην διαχείρηση των υδάτων, στην πράσινη ενέργεια, όλες στην υπηρεσία του ανθρώπου...
   Ο Άρης Ευαγγέλου όμως κέρδισε και κάτι άλλο τόσο πολύτιμο για αυτόν. Έσωσε τον πατέρα του από την θάλασσα και ένοιωσε την ζεστασιά της αγκαλιάς του. Στο πορτοφόλι του είχε μια φωτογραφία της μητέρας του και έτσι έμαθε για εκείνον. Του μίλησε για αυτήν, για την αγάπη τους και τα μοιραία λάθη που τους χώρισαν πριν ακόμα να μάθει την ύπαρξη του γιού τους. Τώρα πια είχε έναν άνθρωπο που θα τον νοιάζονταν και θα τον αγαπούσε όσο κανείς άλλος στον κόσμο, είχε δυο αδελφές που αγάπησε και τον αγάπησαν σαν να μεγάλωσαν στην ίδια αγκαλιά.
***

Στον Βόσπορο ο ουρανός είχε γεμίσει από λαμπερά ουράνια σώματα. Το μεγάλο αλιευτικό είχε ανοιχτεί στον Kεράτιο κόλπο. Δεν ήταν μια πολύβουη βραδιά με τους εργάτες να γεμίζουν τα αμπάρια του καϊκιού με ψάρια. Ναζίμ και Άρης, δυο άνθρωποι από την δύση και την ανατολή μόνοι σε ένα πλεούμενο γεμάτο αναμνήσεις. Τώρα ιδιοκτήτης ήταν ο φίλος του. Ο κύριος Ορχάν είχε αποσυρθεί, το ταλαιπωρημένο κορμί του αποζητούσε την πιο ζεστή γωνιά στο κονάκι του, στην γειτονιά της κυρα Πολυξένης.

    Μια λεπτή φέτα από φεγγάρι ανέβαινε στον ορίζοντα. Από το πρωί χιόνιζε και η Πόλη είχε ντυθεί στα λευκά, τώρα όμως ο ελαφρύς βοριάς είχε αποκαλύψει τα αστέρια. Στην κουπαστή το αρωματικό τσάι άχνιζε μέσα από δυο ποτήρια σκορπώντας της ευωδιές της ανατολής στον παγερό αέρα. Αν και είχαν τόσα πολλά να πουν, δεν μιλούσαν. Όπως παλιά, κάτω από τους αστερισμούς κοιτούσαν ονειροπόλα τον ορίζοντα, εκεί που η θάλασσα ακουμπάει το ανεξερεύνητο σύμπαν. Όσο περνούσε η ώρα τόσο ο χρόνος όσο και ο χώρος μοιάζανε ασήμαντοι και η γης ερχόταν πιο κοντά στον ουρανό. Σε μια στιγμή τα χρόνια έφυγαν πάνω από τα κορμιά τους και δυο μικρά αγόρια απέμειναν πάνω σε ένα καρυδότσουφλο που αρμένιζε στην αχανή απεραντοσύνη του σύμπαντος. Η θάλασσα γιόμισε αστέρια κι ο ουρανός νερό. Οι δυο τους γινήκανε ένα καταμεσής του θαύματος , δίχως σκέψεις μικρές, δίχως επιθυμίες ανθρώπινες, δίχως συρματοπλέγματα για τους λαούς, ελεύθεροι, με μόνο σύνορο το άπειρο της αγάπης...   
Αντί επιλόγου
    Πέρασαν είκοσι χρόνια από τότε, αν και θα χαρακτηρίζονταν ως θαύμα για τους θρησκευόμενους ή  παράδοξο για την επιστήμη ακόμη ζω… Γιατί κάποιος λοιπόν να είναι ο αφηγητής σαν γράφει στο ημερολόγιο του; Εγώ μάλλον πρέπει να σας δώσω την απάντηση. Ίσως ήταν μια απόπειρα διαφυγής και αποστασιοποίησης από το πρόβλημα της υγείας μου εκείνο τον καιρό. Ίσως γιατί ζητούσα να είμαι κι εγώ, ένας μικρός θεός…

Άρης Ευαγγέλου 


Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ   23.12.2014


  Αφιερωμένο στον αείμνηστο ιατρό Θανάση Τριαρίδη του Θεαγενείου Άντικαρκινικού Νοσοκομείου που ένα χρόνο πριν έφυγε από την ζωή μαχόμενος μέχρι την τελευταία στιγμή στο πλευρό των ασθενών του. Τους πάσχοντες ιατρούς του Αγίου Σάββα στην Αθήνα που δεν σταματούν να χαρίζουν χαμόγελα μέσα από την δική τους μάχη. Στον υποδειγματικό χειρουργό Δήμο Μπιντούδη που τον ευχαριστώ δημοσίως για την ιατρική του φροντίδα και την ανθρωπιά που επέδειξε στις δύσκολες ώρες του πατέρα μου. Όλοι αυτοί οι λαμπροί επιστήμονες και ο καθένας ξεχωριστά είναι ένας Πέτρος Δροσίνης, που συναισθάνεται το χρέος του στην κοινωνία μέχρι την τελευταία στιγμή.

    Για ακόμη μια φορά τις θερμότερες ευχαριστίες μου στους καλούς μου φίλους στον Ντίνο Παπασπύρου για τους υπέροχους πίνακες που μου παραχώρησε και στον Τόλη Νικηφόρου για την ποίηση του και το ποίημα του «Όταν πεθαίνει ένα παιδί» το οποίο πρόσφερε την έμπνευση στους μαθητές της ποιήτριας και εκπαιδευτικούΤζούλιας Φορτούνη για το υπέροχο ποίημα τους που ολόκληρο θα βρείτε εδώ: http://ektiataxia.blogspot.gr/2008/12/blog-post_15.html
    Επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω από καρδιάς τον Χρήστο Τσιμπουκίδη  που μέσα στον βαρύ φόρτο εργασίας του μου πρόσφερε πολλές από τις γνώσεις του στην ιστιοπλοϊα.

   Στην υπέροχη μικρή μου Κλαίρη για το τμήμα από το ποίημα της «Οι Άγγελοι του κόσμου» που εμπνεύστηκε το καλοκαίρι του 2014 από τον λαμπρό εκπαιδευτικό και κινηματογραφιστή Φώτη Συμεωνίδη και την ταινία «Ο Βούδας λιποθύμησε από Ντροπή»

    
Πίνακες του Ντίνου Παπασπύρου:
1.      Τμήμα ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-75, Θερμοκρασία σε πτώση, με χιόνια στα γύρω ορεινά (Κωδ.685)
2.      Τμήμα ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-99, Λιόγερμα στη Νέα Παραλία, τέμπερα, 12Χ12 εκ., 2011, Κωδ. 813
3.      ΠΙΝΑΚΑΣ-ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ-15, Το ξενοδοχείο ΑΤΛΑΝΤΙΣ επί της Εγνατία, τέμπερα, 31Χ25 εκ., 1993
4.      ΠΙΝΑΚΑΣ-ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ-72, Η Θεσσαλονίκη από τη θάλασσα, τέμπερα, 12Χ12 εκ., 2011, Κωδ. 811
5.      Τμήμα ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-108, Νησιώτικο (Κωδ.726)
6.      Τμήμα ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-72, Ημερολόγιο καλοκαιριού 2012 -(6)- Μπουρίνι στην Παραλία Διονυσίου, τέμπερα, 12Χ12 εκ., 2012, Κωδ. 997
7.      ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-201,  Καράβια (λεπτομέρεια), τέμπερα, 2001
8.      Τμήμα ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-200,   (Κι όσο πλησίαζες ήσουν εσύ)



ΦΙΛΟΙ ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΓΗ