Πέμπτη, Ιανουαρίου 09, 2014

ΟΔΟΣ ΑΔΑΜΙΔΟΥ


Στη Μαρία και την Κλαίρη


Αργά την νύχτα…

  Το μικρό ταξίδι τέλειωσε αδόκητα. Η γαλήνη της νυχτιάς ταράχτηκε βίαια στην μεγάλη πεδιάδα της μακεδονικής γης, στον χωμάτινο δρόμο. Πρώτα θόρυβος οξύς ακούστηκε∙ από μέταλλο που συνθλίβεται με την ζωή αντάμα, και έπειτα μοναχά ένα σύννεφο σκόνης που γρήγορα καταλάγιασε. Η φύση σαν στοργική μητέρα άνοιξε την αγκαλιά της να δεχθεί πίσω το σπλάχνο της. Η μεγάλη πεδιάδα αποκοιμήθηκε και πάλι μετά την ταραχή…






Πριν το ξημέρωμα…

   Το  ασημογάλαζο νήμα δεμένο γερά στα μυστήρια του ουρανού έσερνε ξοπίσω του την μέρα. Λεπτό και μεταξένιο, μα από ατσάλι πιο ισχυρό. Πλασμένο ήταν απ’ τα επιδέξια δάκτυλα γριάς τεχνίτρας. Νύχτες πολλές έμεινε ξάγρυπνη με μόνη συντροφιά τις λάμψεις της φωτιάς, το ραβδί και το σφοντύλι του αδραχτιού της. Με τραγούδια και ξόρκια ανείπωτα από χείλη ανθρωπινά το έγνεψε με υπομονή, τρία ολόγιομα φεγγάρια. Ήταν ήσυχη πια μιας και το είχε γνέσει ακλόνητο∙ σαν και την θέληση της. Είχε το χρώμα της πανσέληνου τ’ Αυγούστου μα και του ανέφελου ουρανού του Μάη. Στα βάθη του χρόνου η γριά το στέριωσε στον ουρανό επάνω, με μάγια φοβερά. Ακλόνητα έδεσε στην άλλη άκρη του το φως της αυγής, να μην μπορούν οι δαίμονες του σκοταδιού να το αρπάξουνε ξανά.
    Πάνω από τον κόσμο, το φως της αυγής στο ασημογάλαζο δεμένο, ξεγλιστρούσε θαρρετά, ανάμεσα από τα σκόρπια σύννεφα. Ακόμα, άγουρο, αμυδρό, χόρευε αγκαλιασμένο με τα στερνά αστέρια της αυγής. Καθώς εκείνα το αποχαιρετούσαν στο βάθος του ορίζοντα τούτο λάμπρυνε κι έπεφτε αργά απάνω στην γη. Το σκοτάδι ανήμπορο υποχωρούσε υποταγμένο στα βάθη της ανυπαρξίας του.
    Στις γειτονιές της πόλης βασίλευε η ησυχία της βραδιάς ακόμη, για λίγο μόνο, πριν να ξυπνήσουν άνθρωποι και μηχανές, πριν να γυρίσει ο διακόπτης της καθημερινότητας, με τα άγχη και τις σκοτούρες, με τις χαρές και τις λύπες της…






Στην μέρα που έρχεται…
- Σήκω υπναρούλη, έλα, έλα, ήταν η κόρη του που με γρήγορες κινήσεις άνοιξε πατζούρι και παράθυρο, να μπει φως και φρέσκος αέρας.
- Ακόμα επτά είναι, μονολόγησε ο άντρας πριν βυθιστεί για δευτερόλεπτα μονάχα στην αγκαλιά του Μορφέα. Τι γλυκό όνειρο ήταν αυτό ή μάλλον θα ήταν αν δεν το διέκοπτε με την επιμονή της η κόρη του.
    Το αγουροξυπνημένο βλέμμα του πρώτα αντίκρισε την αχνοφωτισμένη αλάνα της Τούμπας και το δημοτικό κολυμβητήριο με τις κόκκινες κερκίδες. Έπειτα το γήπεδο του “Δικεφάλου του Βορρά” που δέσποζε στο πλάι της. Ανάμεσα από σκουριασμένες σιδεριές και ανεμοδαρμένες αφίσες, οι πυλώνες φωτισμού του γηπέδου ορθωνόταν στον ουρανό, λουσμένοι απ’ το φως του ήλιου που είχε υψωθεί, πάνω από τον Χορτιάτη. Τα έργα στο τελευταίο κομμάτι της ιστορικής αλάνας ανάμεσα στο γήπεδο και το νεότευκτο δημοτικό κολυμβητήριο είχαν τελματώσει εδώ και καιρό. Η οικονομική κρίση και μια δικαστική διαμάχη για την κυριότητα της, αντί για ένα όμορφο πάρκο είχαν αφήσει μοναχικές κολώνες φωτισμού, άδειες λακούβες και σκόρπιες τσιμεντόπλακες στο στοργικό φως του πρωινού.
     Αυτή η σκηνή επαναλαμβανόταν κάθε Σαββατοκύριακο. Μπορεί να γκρίνιαζε ο πατέρας που δεν τον άφηνε να κοιμηθεί λιγάκι παραπάνω, όμως το έκανε με ευχαρίστηση. Όταν ο καιρός ήταν καλός έβγαιναν στο στενό μπαλκόνι τους με τις μικροσκοπικές καρέκλες και το πτυσσόμενο τραπεζάκι και εκείνος της διάβαζε χαμηλόφωνα με την αισθαντική φωνή του. Η Κυριακή που κανονικά θα ήταν απόλυτα αφιερωμένη στην ξεκούραση του, πάλι τους έβρισκε με ένα βιβλίο που εκείνος διάβαζε στην μοναχοκόρη του, την Κλαίρη. Το κορίτσι με τις ώρες τον άκουγε ακούραστα. Παρακολουθούσε τις διακυμάνσεις της φωνής του που  πάλευαν να αποδώσουν το κείμενο, τις μορφές και τους χαρακτήρες, τα συναισθήματα των ηρώων. Μια μικρή παύση για το μεσημεριανό γεύμα και έναν υπνάκο για τον πατέρα και έπειτα από τα μαθήματα της μέχρι το βράδυ παρέλαυναν από μπροστά της οι σκέψεις, οι πόθοι, οι αγωνίες, σημαντικών συγγραφέων της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ιδιαιτέρως της άρεσαν αυτές οι σύντομες μικρές ιστορίες, τα διηγήματα. Μέσα σε λίγες σελίδες άκουγε μια ολόκληρη ιστορία και μετά μια άλλη, και μια άλλη. Τώρα που μεγάλωσε όταν ο καιρός ήταν καλός ακόμα και στις βόλτες τους κουβαλούσαν ένα βιβλίο, μάλιστα το τακτοποιούσε η ίδια προσεκτικά - προσεκτικά στην ροζ τσαντούλα της.  
     Ο πατέρας τις καθημερινές έλειπε πολλές ώρες, παραπονιόταν ότι με την κρίση έχει μείνει μόνος και έπρεπε να δουλεύει για να καλύψει και την δουλειά αυτών που είχαν απολυθεί, «με τρώνε οι δρόμοι για ένα πενιχρό μεροκάματο» μονολογούσε. Οι διανυκτερεύσεις μακριά από το σπίτι πολλές φορές της τον στερούσαν. Μα σαν ερχόταν το Σαββατοκύριακο ήταν όλος δικός της.  Αγαπημένε μου πατέρα…….
      Η μητέρα πάντα ήταν απόμακρη. Την θυμάται από τότε που ένιωσε τον κόσμο, μια μελαχρινή ολόλευκη σιλουέτα κλεισμένη στο σπίτι. Μαγείρευε, έπλενε, αχνά χαμογελούσε. Πολλές φορές την παρακολουθούσε κρυφά να κάθεται στο δωμάτιο της, και να κοιτάει, να κοιτάει την κουρτίνα, πάντα την κουρτίνα, αμίλητη, μελαγχολική. Ο άντρας της την αγαπούσε πολύ, μα λες και η αγάπη του δεν έφτανε να την τραβήξει από τα βαθιά νερά που είχε βυθιστεί μετά την γέννηση της μικρής, χρόνο με τον χρόνο βούλιαζε πιότερο…

…..Λίγο καιρό μετά…..

    Αυτήν την ζεστή καλοκαιριάτικη ημέρα όλα ήταν διαφορετικά, Σάββατο μα ο πατέρας έλειπε. Το κορίτσι του η Κλαίρη στα 12 της πια, βγήκε στο στενό μπαλκόνι του διαμερίσματος, στην αγκαλιά της κρατούσε ένα βιβλίο. Ήταν ένα πανέμορφο πλάσμα. Το ευγενικό, οβάλ πρόσωπο στόλιζαν τα ολόγλυκα καστανά μάτια και οι μακριές σγουρές μπούκλες∙ ένα τόνο πιο ανοιχτές από το βλέμμα της.  Ο κυρ Κώστας εμφανίστηκε στο διπλανό, εξίσου στενό μπαλκόνι με το κίτρινο λάστιχο του. Πότιζε τα λουλουδάκια του∙ πάντα από τα δεξιά προς τα αριστερά του μπαλκονιού. Πότιζε ήρεμα, αργά, τελετουργικά σχεδόν κι έπειτα συνέχιζε με τα διψασμένα δέντρα που έστεκαν στην άκρη του πεζοδρομίου. Εκεί το πρόσωπο του άλλαζε λες και ριχνόταν σε μια μάχη επιβίωσης. Αποφασιστικά ρύθμιζε σε οξεία ροή και άνοιγε ως το τέρμα την βρύση, έσφιγγε τα δόντια και με μεγάλη προσοχή για να μην καταβρέξει τα πάντα, έδινε την μάχη του νερού. Η Κλαίρη παρατηρούσε μια τον κυρ Κώστα και μια τον τεράστιο, κυρτό πίδακα του νερού που έφτανε να δροσίσει μέχρι και τα μακρινά, ταλαίπωρα δεντράκια του πεζοδρομίου τους.
  Κάποτε το πότισμα τελείωσε και ο αποκαμωμένος πολεμιστής αποτραβήχτηκε στο εσωτερικό του σπιτιού του. Η μικρή τράβηξε ήσυχα την μικροσκοπική καρέκλα κάτω από το πτυσσόμενο τραπεζάκι και κάθισε απλώνοντας τα ποδαράκια της μέχρι το κάγκελο. Κράτησε το βιβλίο μπροστά της, οι μακριές μπούκλες έπεσαν απαλά στο λευκό εξώφυλλο και χάιδεψαν τον τίτλο με τα σκουρόχρωμα γράμματα. Στην πρώτη σελίδα με μολύβι βρήκε γραμμένο το όνομα του πατέρα και την ημερομηνία 19/7/1988, ήταν ο γραφικός του χαρακτήρας. Προς το τέλος της σελίδας με ένα μαρκαδοράκι είχε συμπληρώσει «κι όμως ο πόλεμος δεν θα τελειώσει ποτέ». Έπιασε τον πολυκαιρισμένο σελιδοδείκτη που περίμενε υπομονετικά στην σελίδα 7, 

«ΟΔΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟΥ»

στάθηκε κοιτάζοντας τα γράμματα, τις λέξεις,  σαν να ήταν πρώτη φορά που τα αντίκριζε.  Τα κοιτούσε έτσι άβουλη, σαν υπνωτισμένη για πολύ ώρα, ξανά και ξανά χωρίς να μπορεί να μπορεί να διαβάσει λέξη, λες και στις σελίδες ήταν αποτυπωμένες φράσεις μιας άγνωστης γλώσσας. Κάτω από το μπαλκόνι περνούσε περαστικός κόσμος, γονείς με τα μωρά τους, μερικές ηλικιωμένες κυρίες που τραβούσαν για την χορωδία της Αγίας Βαρβάρας, φιλόζωοι με τα σκυλιά τους. Όταν κάποια στιγμή σήκωσε το κεφαλάκι της από το βιβλίο έμεινε έκπληκτη, το βλέμμα της ακινητοποιήθηκε. Ακριβώς μπροστά από το μπαλκόνι τους είχε οριοθετηθεί ένας δρόμος που διέσχιζε από άκρη σε άκρη την αλάνα. Ήταν ένας δρόμος ίσιος και μακρύς, σπαρμένος με χαλίκια που έστεκε πυρωμένος, αφιλόξενος κάτω από τον καυτό ήλιο. Σήμερα ο πανάρχαιος θεός των ανθρώπων ήταν πιο λαμπερός από κάθε άλλη μέρα, εκτυφλωτικός έριχνε ένα σκληρό φως στα ματάκια της και τύφλωνε το επίμονο βλέμμα. Άρχισε να δακρύζει, μα δεν έλεγε να σηκώσει την ματιά της από τον δρόμο. Όσο περνούσαν τα λεπτά υπέφερε όμως συνέχιζε να κοιτά τον δρόμο. Στην αρχή νόμισε ότι είδε μια αδιευκρίνιστη σιλουέτα πολύ μακριά της, σε λίγο τον είδε να περπατάει πάνω στον σκονισμένο δρόμο αργά αργά προς το μέρος της. Σαν ήρθε κοντά άκουσε την φωνή του να της διαβάζει, να διαβάζει αυτά τα ακατανόητα γράμματα που είχε μπροστά της και να τα κάνει λέξεις. Τον κοίταξε με λαχτάρα, τα μελιά μάτια του ήταν τόσο φωτεινά και της χαμογελούσε όπως πάντα. Τα γράμματα τώρα αποκρυπτογραφήθηκαν, οι λέξεις είχαν νόημα, βρήκε την γραμμή και ξεκίνησε και η ίδια να διαβάζει μαζί του με ρυθμό:

«Τράβηξε λίγο την κουρτίνα και κόλλησε το πρόσωπο του στο τζάμι. Κοίταξε έξω τον κήπο, τα δέντρα, τη στέρνα, τις πολύχρωμες γλάστρες, και πάλι τα δέντρα, το λάστιχο του ποτίσματος κουλουριασμένο στο χώμα σαν πελώριο φίδι που καραδοκεί, το σπίτι του σκύλου με την ειδοποίηση:

ΕΔΩ ΜΕΝΩ ΕΓΩ
ΚΑΙ ΔΑΓΚΩΝΩ

  Ήταν ευτυχισμένη τώρα και διάβαζε δυνατά, όλο και πιο δυνατά λες και ήθελε να ξεπεράσει την φωνή του πατέρα· που κι εκείνος λες και διαγωνίζονταν οι δυο τους όλο και δυνάμωνε τις λέξεις του.  Ο γείτονας ο κύριος Αρτέμης και το λευκό κανίς του σταμάτησαν κάτω από το μπαλκόνι. Άκουγαν την παιδική φωνή να διαβάζει τόσο υπέροχα που διέκοψαν την βόλτα τους, δίχως δεύτερη σκέψη. Σε λίγο σταμάτησαν και άλλοι περαστικοί.
- Είναι διήγημα του Σαμαράκη, πληροφόρησε τους γύρω του ο φιλομαθής κύριος Αρτέμης, συνταξιούχος νομικός.  Σαν μαγικός αυλός συνέπαιρνε η φωνή του κοριτσιού τους ανθρώπους που κοντοστέκονταν κάτω από το μπαλκόνι για να ακούσουν:

«Πήγε αμέσως στον μπουφέ και πήρε το μικρόφωνο, το κοίταξε για λίγο, τόσφιξε στην χούφτα του, η φωνή του ήρθε ζεστή, ζεστή και τρυφερή:

Τον πόλεμο αυτόν τον κάνουμε εμείς για νάρθει, όταν τελειώσει ο πόλεμος, ένας καινούργιος κόσμος… ένας κόσμος αλλιώτικος... ένας κόσμος που θα δώσει σε όλους τους ανθρώπους ελευθερία και ειρήνη και ψωμί.
    Όσο περνούσε η ώρα δίπλα σε αυτούς σταματούσαν κι άλλοι, κι άλλοι άνθρωποι. Μια παρέα εφήβων άρχισε να τραβάει φωτογραφίες και να στέλνει μηνύματα σε φίλους. Όλοι άκουγαν σιωπηλά τον «Στρατηγό των μεγαφώνων», από το πεζοδρόμιο με τους μονούς αριθμούς να διεξαγάγει στην ανακωχή της πραγματικής μάχης, τον δικό του πόλεμο. Το «Στρατηγείο» του στην οδό Ταχυδρομείου στον αριθμό 37, στην κατεστραμμένη πόλη. «Στρατηγός» ο έφεδρος αξιωματικός του 3ου λόχου του 144 τάγματος πεζικού. Μοναδικά του όπλα ένα μικρόφωνο και  113 σπαρμένα μεγάφωνα που στόχευαν το αντικρινό πεζοδρόμιο. Μα και η άλλη πλευρά του πεζοδρομίου είχε τον δικό της «Στρατηγό»…
«Άξαφνα, τα μεγάφωνα από το αντικρινό πεζοδρόμιο, η φωνή του άλλου:
Τον πόλεμο αυτόν τον κάνουμε εμείς για νάρθει, όταν τελειώσει ο πόλεμος, ένας καινούργιος κόσμος… ένας κόσμος αλλιώτικος... ένας κόσμος που θα δώσει σε όλους τους ανθρώπους ελευθερία και ειρήνη και ψωμί. 


                                                         ***


    Το ποτάμι του χρόνου είχε φέρει με ορμή άλλη μια δύσκολη χρονιά στην Ελλάδα. Ήταν 2014 και η πόλη φιλοξενούσε έναν μεγάλο θεσμό, «Πόλη της Νεότητας». Χιλιάδες νέοι άνθρωποι από όλη την Ευρώπη συναντιόνταν στην Θεσσαλονίκη για διάφορες εκδηλώσεις γνωριμίας, για το χτίσιμο της αλληλεγγύης, για μια Ευρώπη διαφορετική, μια Ευρώπη των νέων και των λαών. Όλα ξεκίνησαν από την εφηβική παρέα, από τα παιδιά που στάθηκαν από περιέργεια να ακούσουν το κορίτσι της οδού Αδαμίδου. Όσο προχωρούσε η μέρα ένα κύμα από ηλεκτρονικά μηνύματα, εικόνες, βίντεο άρχισαν να διαδίδονται στον ηλεκτρονικό κόσμο του διαδικτύου με τρομερή ταχύτητα και να αναπαράγονται σαν πανδημία ξανά και ξανά στο παγκόσμιο χωριό. Μεσημέριαζε για τα καλά, οι δυο τους διάβαζαν, διάβαζαν με πάθος, ο κόσμος πλήθυνε και η παρατημένη αλάνα άρχισε να παίρνει ζωή. Πολύβουα σμάρια από νεαρά, γεμάτα πάθος κορίτσια και αγόρια άφηναν τα διάφορα σημεία της πόλης και κατευθύνονταν στην Τούμπα για να δουν αυτό το παιδί που είχε εξάψει την φαντασία όλων. Στην αρχή έφτασαν κάποιοι νέοι από την Γαλλία, ύστερα Ισπανοί, Ιταλοί, Γερμανοί, Σουηδοί και άλλοι και άλλοι νέοι από όλη την Ευρώπη αλλά και τον κόσμο. Πρώτα η οδός Αδαμίδου, μετά οι γύρω δρόμοι, η αλάνα γέμιζαν ασφυκτικά. Όρθιοι, σιωπηλοί όλοι άκουγαν. Όσοι δεν γνώριζαν ελληνικά περίμεναν  την μετάφραση από τους φίλους, όσοι ήταν πολύ μακριά παρακολουθούσαν βίντεο στα κινητά τους. Τηλεοπτικά συνεργεία άρχισαν να καταφθάνουν αστραπιαία και οι δαιμόνιοι ρεπόρτερ αποβιβάζονταν στην περιοχή ασθμαίνοντας, για το κυνήγι της πρωτότυπης είδησης.   
    Αντίτυπα του βιβλίου άρχισαν να κυκλοφορούν από χέρι σε χέρι, οι τεχνολογικά άρτιοι δεν άργησαν να το βρουν και σε ηλεκτρονική μορφή, σε διάφορες γλώσσες και να μοιράζεται σε όλες τις διαθέσιμες συσκευές.
  Η Κλαίρη συνέχιζε να διαβάζει μαζί με τον πατέρα της, στις παύσεις του κειμένου κοιτούσε τα μάτια του που έλαμπαν τόσο πολύ, και ολοένα του χαμογελούσε ευτυχισμένα και συνέχιζαν να διαβάζουν δυνατά, ήταν μόνοι τους, κατάμονοι στην οδό Αδαμίδου ένα ακόμα συνηθισμένο Σάββατο….

- Από το πρωί ασταμάτητα το μικρό κορίτσι διαβάζει την συλλογή διηγημάτων -  η νεαρή ρεπόρτερ κοίταξε τις σημειώσεις της  -  “Αρνούμαι”, του Αντώνη Σαμαράκη σας διαβάζω μερικές γραμμές που ακούστηκαν πριν από λίγο από το διήγημα «Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» :

Βαδίζετε ακριβώς επάνω εις την Γραμμή την οποία έχει χαράξει η  τροχαία,
μόνον τότε είσθε εν ασφαλεία…
βαδίζετε ακριβώς επάνω εις την Γραμμή την οποία έχει χαράξει το Κράτος,
μόνον τότε είσθε εν ασφαλεία…

αυτό είναι ένα μόνο μικρό απόσπασμα από όσα εδώ και ώρες διαβάζει καλύτερα απαγγέλει στο πλήθος των συγκεντρωμένων το μικρό κορίτσι από την Τούμπα, έκλεισε το ρεπορτάζ της…

    Πίσω από την πλάτη της, στην μπαλκονόπορτα με την σκυθρωπή κουρτίνα διαγράφονταν ένα γυναικείο πρόσωπο, τα θλιμμένα από καιρό μάτια της μητέρας την παρακολουθούσαν. Η μικρή έφτασε στο τέλος, στις τελευταίες γραμμές, είχε κουραστεί πια, το ίδιο και ο πατέρας. Με ένα ελαφρό τρέμουλο διάβασε:

Έσκυψε πήρε το μπικ… πήγε προς τον τοίχο της καπναποθήκης… με κεφαλαία νευρικά γράμματα, ακριβώς σαν και τότε στην Κατοχή, έγραψε:

ΑΡΝΟΥΜΑΙ

   Τράβηξε ελαφρά το καρεκλάκι της, η πόρτα ήταν ανοιχτή πίσω της τώρα. Χώθηκε στο σπίτι, η αγκαλιά της μητέρας είχε καλύψει το δωμάτιο, έκλαψαν μαζί για ώρα. Η φωτογραφία του πατέρα, η αγαπημένη του ασπρόμαυρη λήψη βρίσκονταν στο τραπεζάκι πλάι στο παράθυρο περιτριγυρισμένη από μικροσκοπικά ρεσώ και ένα φρέσκο τριαντάφυλλο αφημένο στο πλάι της.   
   Η τρομερή μοίρα του τον περίμενε υπομονετικά εκείνο το βράδυ πριν μερικούς μήνες, στην μεγάλη πεδιάδα της μακεδονικής γης, στον χωμάτινο δρόμο… Έφυγε μα όχι από κοντά τους, για πάντα θα ζούσε σαν μια ανάμνηση στα βουρκωμένα μάτια τους, μια ανάμνηση από ένα μικρό ταξίδι που τέλειωσε αδόκητα, μια ανάμνηση από τον προσωπικό του αγώνα για ένα καλύτερο κόσμο, μια ανάμνηση όμοια με τα όνειρα μας που κρέμονται από ένα νήμα ασημογάλαζο…

   Έξω ανάμεσα στο πλήθος των νέων κυκλοφορούσαν λέξεις, φράσεις, νοήματα διαχρονικά, μεστά σε όλες τις γλώσσες:  πόλεμος, guerra, war , oorlog, ισότητα, equality, igualdad, égalité, gelijkheid, uguaglianza ελευθερία, freedom, liberté, libertà , vrijheid, ειρήνη, peace, paix, pace, vrede, ψωμί,bread, pan, pain, pane, duona, brood, μαζική παραγωγή, mass production, massaproduktie,  production en grande série, producción masiva….

ΑΡΝΟΥΜΑΙ, NEGATE, NEGARE, NIER

   Οι νέοι του κόσμου βροντοφώναζαν, έβραζαν, έψαχναν την αφορμή να υψώσουν την φωνή τους, να σηκώσουν το ανάστημα τους, την δύναμη του νέου που έρχεται να φέρει το φως απέναντι στα δαιμόνια του σκοταδιού, για να αποκτήσουν νόημα τα όνειρα τους. Το κύμα απλώθηκε σε σχολεία, πανεπιστήμια, χώρους δουλειάς. Πολυσέλιδα ρεπορτάζ, πολύωρες τηλεοπτικές συζητήσεις αφιερώθηκαν για την ανάλυση του πρωτόγνωρου πολιτικού φαινόμενου. Την αφορμή για την «επανάσταση» την έδωσε αυτό το κορίτσι, ο θάνατος του πατέρα της, η πόλη της νεότητας. Μια αλυσίδα ασύνδετων γεγονότων που ξαφνικά συνδέθηκαν και απόκτησαν νόημα και ουσία. Οι νέοι από εκείνη την ημέρα «Αρνήθηκαν», «Κήρυξαν τον πόλεμο τους» στο αντικρινό πεζοδρόμιο για ένα καλύτερο αύριο για ένα καλύτερο κόσμο… για «ένα κόσμο που θα δώσει σε όλους τους ανθρώπους ελευθερία και ειρήνη και ψωμί».



Το διήγημα γράφτηκε προς τιμήν του Αντώνη Σαμαράκη και συμμετείχε στον ΄Δ  λογοτεχνικό διαγωνισμό του δήμου Μορφοβουνίου.  Οι πίνακες που επέλεξα για να κοσμήσουν  το διήγημα, είναι  για ακόμη μια φορά του εξαίρετου ζωγράφου και φίλου μου Ντίνου Παπασπύρου και τον ευχαριστώ θερμά για την αμέριστη εμπιστοσύνη του.


1. ΠΙΝΑΚΑΣ - ΤΟΠΙΑ-119, Ορεινή διαδρομή  (Κωδ.489)
2. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-185, Φεγγαρόστρατα, τέμπερα, 18Χ38 εκ., 2011, Κωδ. 859
3. ΠΙΝΑΚΑΣ -  Γλυκό Μαγιάτικο ξημέρωμα στη Χαλκιδική
4. ΠΙΝΑΚΑΣ-Τοπιογραφία Θεσσαλονίκης-4, Τέμπερα 38Χ48 εκ., 2011, Κωδ. 763
5. ΠΙΝΑΚΑΣ-Τα πρώτα χελιδόνια τέμπερα 28Χ38 εκ  2012 Κωδ  951


Σεπτέμβριος 2013

Α.  Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ

ΦΙΛΟΙ ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΓΗ