“Άντε...
Φεύγα! Φεύγα...
Τι
δουλειά έχεις με 'μάς τους παλιανθρώπους;
Εσύ
είσαι πλασμένο από τον Ύψιστο για να
πετάς ελεύθερα, στους αιθέρες.”
Βασίλης
Λογοθετίδης
Οι
Γερμανοί Ξανάρχονται
Οι
Γερμανοί Ξανάρχονται
Μια
αληθινή ιστορία με μπόλικη δόση
πραγματικότητας και λίγες δόσεις
φαντασία
Αυτό
το κουνέλι ποτέ δεν το είδε με καλό μάτι
ο Βαγγέλης. Πάντα έλεγε όχι στην επιθυμία
της κόρης του, της Βασούλας, για ένα
κατοικίδιο στο σπίτι. Τα χάμστερ, μπρρρρ
τα σιχαινόταν, οι γάτες του φαίνονταν
πονηρές και εγωίστριες, τα σκυλιά πιστά
και καλοκάγαθα, αλλά μακριά του, “για
τα καημένα τα σκυλάκια χρειάζεται να
έχεις κήπο, εμείς ένα τριαράκι
νοικιάζουμε”
έλεγε και πρόσθετε “που
ώρα για βόλτες στα πάρκα, την καθαριότητα
που την πας;”
Για
κουνέλι; Αποκλείεται, όλοι το έλεγαν,
μυρίζει και έχει πολλή φασαρία, “θα σου
τρώει και τα έπιπλα, πάρε την Σοφία, την
φίλη μου, να σου πει για την δικιά της,
την Κούκου Μούκου” φόβιζε την σύζυγο
του Μάρω. Παραπανίσια χρήματα δεν υπήρχαν
ούτε για τους ίδιους και με την ανεργία
να φαντάζει σχεδόν βεβαιότητα λόγω της
κρίσης, ο Βαγγέλης τους προειδοποιούσε
ότι τα πράγματα θα γινόταν πολύ χειρότερα.
Ευτυχώς στα περισσότερα συμφωνούσε και
εκείνη, όμως δυστυχώς για τον Βαγγέλη,
η Μάρω το σκεφτόταν θετικά στο πίσω
μέρος του μυαλού της.
Αυτός
μπορεί να πίστευε πως είναι ήσυχος, αλλά
έλα που ο διάολος έχει πολλά ποδάρια.
Ένα ζεστό ανοιξιάτικο βράδυ την ώρα που
η οικογένεια καθόταν στο μπαλκονάκι
τους ακούστηκε ένα χρατς χρατς και δυο
αυτάκια εμφανίστηκαν κάτω από το χώρισμα
με το πλαϊνό
διαμέρισμα. Σε λίγη ώρα το κουνέλι των
διπλανών -
η Μπαλίτσα όπως την βάφτισαν - βρισκόταν
στην αγκαλιά των θηλυκών του σπιτιού.
Δυο τρεις μέρες αγκαλίτσες και την
ερωτεύτηκαν, όμως ξαφνικά
η κακούργα η γειτόνισσα έβαλε έναν
τεράστιο κουβά μπροστά
στο χώρισμα και
η Μπαλίτσα
τους δεν μπορούσε να περάσει. Αυτό ήταν,
η
Μάρω
το
αποφάσισε
και την επόμενη μέρα ο Βασίλης με το pet
shop τους
έφερε στο σπίτι το δικό τους κουνέλι. Ο
Βαγγέλης παρά
τις σθεναρές αντιρρήσεις του είχε
ηττηθεί,
η
Μπαλίτσα ήταν ο
δούρειος ίππος και
τώρα είχε
εισβάλει στο διαμέρισμα του ένα
κουνέλι – νάνος. Έτσι
που ήρθαν τα πράγματα τι
άλλο του έμενε από το να
τραγουδήσει,
“Αχ κουνελάκι, κουνελάκι, ξύλο που θα
το φας”...
Χώρος
δεν υπήρχε παρόλα
αυτά το
τεράστιο κλουβί με το μικροσκοπικό
κουνελάκι χώρεσε ανάμεσα στον διθέσιο
καναπέ και στο παράθυρο του μικρού
δωματίου, εκεί όπου κοιμόταν η γιαγιά
Νίτσα. Στην αρχή έφερε και εκείνη πολλές
αντιρρήσεις, αλλά μετά τα βρήκαν. Της
έκανε και παρέα η μικρούλα Μάγια, όταν
έλειπαν οι τρεις τους από το σπίτι.
Η
Μάγια ήταν
αδιαμφισβήτητα χαριτωμένη, ολόλευκη
με δυο γκριζωπά αυτάκια και μια μόνο
ρίγα ίδιου χρώματος, χαμηλά στην ράχη.
Χαδιάρα και σκερτσόζα, μόλις έβγαινε
από το κλουβί της άρχιζε να τους κάνει
ένα σωρό σκέρτσα και όλο στην αγκαλιά
τους, τις είχε ξετρελάνει. Εντάξει, το
παραδεχόταν ότι ήταν όμορφο αλλά δεν
ξετρελαινόταν κιόλας. Που και που του
έδινε και αυτός κανένα ανεπαίσθητο χάδι
εκεί κοντά στα αυτάκια αλλά για αγκαλιές
και άλλα παιχνίδια που έψαχνε το
κουνελάκι, ούτε λόγος.
Πέρασε
λίγος καιρός και η Μάγια είχε γίνει
αναπόσπαστο μέλος της οικογένειας. Εεε,
είπε και ο μπαμπάς της οικογένειας να
γνωρίσει το κατοικίδιο τους, στους
πολυπληθείς φίλους του στο Facebook.
“Χαριτωμένο”
“Κουκλί” “Όμορφο”
και ένα σωρό παρόμοια επίθετα προστέθηκαν
μαζί με πολλά Likes
κάτω
από την φωτογραφία της. “Όταν
μεγαλώσει αρκετά, έχω την λύση. Στιφάδο
με πατάτες τηγανητές”,
έγραψε και ο Ευθύμης Ταυρίδης, ο φίλος
και παλιός συνάδελφος. Οι γυναίκες εντός
σπιτιού και εντός διαδικτύου έφριξαν,
ο Ευθύμης με την “πρακτική”
του πρόταση τους έμοιασε κάτι σαν
σύγχρονος κανίβαλος. Μια διαδικτυακή
φίλη του μπαμπά, η Ρέα, έγραψε με χιούμορ
αλλά και τρόμο “Να
χαίρεστε το κουνελάκι σας και το κυριότερο
μακριά από τον κύριο
Ευθύμη
Ταυρίδη”
***
Θα
ήταν κανένα χρόνο μετά, το κουνελάκι
είχε μεγαλώσει αρκετά πια. Από μια μικρή
τριχωτή χνουδόμπαλα,
είχε γίνει ένα τροφαντό κουνέλι. Στην
χώρα η οικονομική κρίση είχε φθάσει στο
χειρότερο σημείο των τελευταίων έξι
ετών. Ήταν τέλη Ιούνη του 2015 όταν λόγω
ενός δημοψηφίσματος που προκήρυξε η
κυβέρνηση για τα οικονομικά μέτρα που
ζητούσαν οι Ευρωπαίοι εταίροι, οι
τράπεζες είχαν κλείσει αναγκαστικά
όντας στερεμένες από μετρητά. Τα ράφια
των εμπορικών είχαν αδειάσει απ'
τα τρόφιμα και τεράστιες ουρές είχαν
σχηματιστεί έξω από τις τράπεζες για
να λάβουν οι πολίτες μοναχά 50 – 60 €.
Εργαζόμενοι, συνταξιούχοι, άνεργοι από
την νύκτα συνωστίζονταν έξω από τις
τράπεζες, οι εταιρείες υπολειτουργούσαν,
ο τουρισμός πλήττονταν, η οικονομία της
χώρας είχε παγώσει μέχρι να βρεθεί μια
συμφωνία με τους Ευρωπαίους και ειδικά
με τους Γερμανούς που 70
χρόνια μετά τον
πόλεμο ηγεμόνευαν
αυτήν
την φορά, οικονομικά
την Ευρώπη.
Μετά
και τις νέες περικοπές των μισθών του
Βαγγέλη και της Μάρως, τα
λεφτά που έμπαιναν στο σπίτι δεν
επαρκούσαν ούτε και για τις βασικές
ανάγκες. Ήταν και εκείνο το ενοίκιο
βλέπεις που δεν τολμούσαν να αργήσουν
μια μέρα και αμέσως η αδιάλλακτη
ιδιοκτήτρια του σπιτιού Μαρία
άρχιζε
τα τηλεφωνήματα, “Εμένα
αυτή είναι η σύνταξη μου, δεν μπορώ να
με καθυστερείτε”
και στην όποια συζήτηση για μια μικρή
μείωση της τιμής “αν
δεν σας αρέσει, να φύγετε, δεν μπορώ να
κόψω ούτε ευρώ”
Τα
φθηνά ζυμαρικά, η
πατροπαράδοτη φασολάδα, τα ρεβίθια και
οι φακές έδιναν και έπαιρναν στο τραπέζι
τους. Το μάτι του Βαγγέλη
είχε γυαλίσει από την έλλειψη κρέατος,
παρόλα αυτά δεν παραπονιόταν όταν
περίσσευαν μερικά ευρώ και
η
Μάρω
έπαιρνε λίγο μοσχαρίσιο
κιμά
για
κανένα κεφτεδάκι μόνο
για την μικρή,
βλέπεις
η
Βασούλα
τους ήταν πάνω στην ανάπτυξη της
και είχε ανάγκη το κρέας.
Την
άλλη μέρα το απόγευμα οι γυναίκες του
σπιτιού θα κατέβαιναν στο κέντρο της
Θεσσαλονίκης για διάφορες δουλειές και
ειδικά για τον γιατρό της γιαγιάς και
έτσι θα έλειπαν για ώρες. Ο Βαγγέλης
θα έμενε μόνος στο σπίτι, κάτι που του
άρεσε ιδιαιτέρως. Το βράδυ όλοι μαζί
είδαν στην τηλεόραση την εξαιρετική
ταινία του 1948 “Οι
Γερμανοί ξανάρχονται”.
Ελάχιστα μετά την απελευθέρωση των
Ελλήνων από την γερμανική μπότα, σε μια
γειτονιά της Αθήνας ο μεγάλος ηθοποιός
Βασίλης Λογοθετίδης ονειρεύεται πως
οι Γερμανοί κατακτητές επέστρεψαν.
“Ορίστε,
τα βλέπετε ήρθαν και πάλι οι Γερμανοί
και όχι στον ύπνο μας, θα φάμε και τα
ζωντανά μας από την λιτότητα, σε λίγο
θα γίνει πείνα να μου το θυμάστε”
τις
προειδοποίησε ο Βαγγέλης. Μαμά και κόρη
ανατρίχιασαν βλέποντας στην μικρή
γειτονιά πρώτα να θυσιάζεται για
λίγη σούπα το
καναρίνι ο Τζιτζιφρίγκος, κι έπειτα το
σκυλάκι ο Φλοκς. Επί ματαίω του φώναζε
να βγει έξω από το σκυλόσπιτο ο Λογοθετίδης
σαν
του φάνηκε περίεργη η γεύση του κρέατος
που μόλις είχε δοκιμάσει από το ταψί
του γείτονα.
Την
επομένη είχε
βραδιάσει.
Όλο
το απόγευμα οι γυναίκες του σπιτιού
όπως ήταν κανονισμένο έλειπαν στο
κέντρο. Είχαν
γυρίσει παντού,
Μητροπόλεως,
Τσιμισκή, Εγνατία, πλατεία Αριστοτέλους,
είχαν ξεποδαριαστεί.
Πίσω
στο διαμέρισμα τους,
καθώς
στην άλλη μεριά του σπιτιού τα κλειδιά
έμπαιναν στην εξώπορτα, ο
Βαγγέλης
πάλευε ιδρωμένος στον καναπέ δίπλα στο
κλουβί της Μάγιας. Κατά
χρονολογική σειρά, προεξαρχούσης
φυσικά
της
γιαγιάς Νίτσας, εισήλθαν κατάκοπες στο
τριαράκι τους.
“Βαγγέλη; Βαγγέλη;” Τον αναζήτησε η
Μάρω αγχωμένη. Η αλήθεια είναι πως το
τελευταίο μισάωρο ήταν σκεπτική στο
αστικό λεωφορείο.
Καθώς επέστρεφαν
μαύρες
σκέψεις περνούσαν από το μυαλό της,
βλέπεις ήταν η έλλειψη του κρέατος που
αναγνώριζε τον τελευταίο καιρό στα
μάτια του Βαγγέλη. Ήταν και αυτή η
ταινία, βλέπεις.
Ναι
στα σίγουρα για τις κακές σκέψεις της
έφταιγε και η ταινία με τον Λογοθετίδη,
όπως
και τα λόγια του Βαγγέλη “Ορίστε,
τα βλέπετε ήρθαν και πάλι οι Γερμανοί
και όχι στον ύπνο μας, θα φάμε και τα
ζωντανά μας από την λιτότητα, σε λίγο
θα γίνει πείνα να μου το θυμάστε” και
ειδικά το “θα φάμε και τα ζωντανά μας”.
Άντε
μωρέ
δεν
φτάσαμε μέχρι εκεί παρηγοριόταν
μέσα
στο ασφυκτικά γεμάτο λεωφορείο του
ΟΑΣΘ, με
μια δεύτερη όμως σκέψη η αγωνία επέστρεφε,
δεν χρειάζεται
τόσο
ακραία πείνα γιατί εκεί ο
Φλοκς ήταν σκύλος, αλλά η Μάγια μας
είναι κουνέλι.
Κουνέλι το κακόμοιρο και στην Κρήτη τα
δίνουν ακόμα και στα μωρά, έχουν
καλό
κρέας λένε
και
ο Βαγγέλης κρατάει από την μάνα του από
το νησί. “Αχ Παναγία μου βοήθα”
επικαλούνταν την Μεγαλόχαρη κάθε τόσο
η Μάρω μπας και σπλαχνιστεί και σώσει
το κουνέλι της.
“Μάγιαααα,
Μαγιούλααααααααααααα” άρχισε να φωνάζει
το κατοικίδιο της η Βασούλα. Απάντηση
καμιά από τον Βαγγέλη, ένοχη σιωπή και
στο σπίτι απλωμένη μια μυρωδιά που
έσπαγε ρουθούνια. Μια βαριά μυρωδιά
τηγανίλας που η Μάρω δεν μπορούσε να
προσδιορίσει από τι
προερχόταν.
Η γιαγιά Νίτσα πάντα ευαίσθητη στις
μυρωδιές ρώτησε την κόρη της. “Καλέ τι
βρωμάει έτσι”
“Μάγιαααα,
Μαγιούλαααα” επέμενε η Βασούλα να
φωνάζει το κατοικίδιο της που ευτυχώς
δεν είχε τις ανησυχίες της μάνας της.
Το
σοκ ήταν τεράστιο, μπαίνοντας στο δωμάτιο
της Νίτσας και της Μάγια είδαν το
κλουβί άδειο και τον
Βαγγέλη να
κοιμάται, η κουρτίνα ανέμιζε εμπρός στο
ανοικτό παράθυρο.
Όταν
η Νίτσα μπήκε στο δωμάτιο με ένα πιάτο
με τα τηγανισμένα απομεινάρια ενός
κουνελιού, η Βασούλα πάτησε μια τσιρίδα,
η Μάρω κόντεψε να λιποθυμήσει και η
Νίτσα τον κοιτούσε με ειρωνεία καθώς
ξεστόμισε “Γουρούνιιιι”
Εκείνος αποδεχόμενος την πράξη και την
ενοχή του μέσα
στον ύπνο του στριφογύριζε βαρυστομαχιασμένος
και ομολογούσε
ξανά και ξανά “Γιατί; ... Γιατί; ... Γιατί
σε έφαγα; ... Αχ καημένο μου”
Οι
ελπίδες
είχαν πια πεθάνει μαζί με την Μάγια, οι
τσιρίδες τους πρέπει να ακούστηκαν σε
όλη την Τούμπα. Ο Βαγγέλης τρομοκρατημένος
ξύπνησε
από τα χτυπήματα και τα ταρακουνήματα
των γυναικών...
***
Σχεδόν
ένα μήνα μετά η κατάσταση στην χώρα
βελτιωνόταν σιγά σιγά μετά το άνοιγμα
των τραπεζών και ο λαός αυγουστιάτικα,
εξέδραμε
ησυχασμένος
στις
παραλίες. Στο σπίτι του Βαγγέλη είχαν
γεννητούρια, η Μάγια που
δεν
είχε γίνει τηγανητή αλλά ήταν
γερή και ολοζώντανη έγινε
μάνα και τώρα
τρία
κουνελάκια στριμώχνονταν στο κλουβί
της.
Επειδή
για όλα υπάρχει μια εξήγηση, εκείνο
το βράδυ πριν από
ένα
μήνα στο
τριαράκι της Μάρως και του Βαγγέλη
είχε συμβεί μια μεγάλη παρεξήγηση και
επίσης
είχε
γεννηθεί ένας “παράνομος” έρωτας. Το
κακό ξεκίνησε από τον Γιάννη τον αδερφό
του Βαγγέλη που έφτασε στο πατρικό -
όπως πάντα δίχως να προειδοποιήσει -
από την Κρήτη μαζί με διάφορα κρητικά
καλούδια και δυο κουνέλια δώρα από τις
θείες τους Τάνια και Ρηνιώ. Η μαμά
Ελευθερία, ετοίμασε στα γρήγορα το
ένα και
έτσι έφτασε το τηγανητό κουνέλι στο
πιάτο του Βαγγέλη που το τίμησε λαίμαργα
!!! Όσο για την Μάγια, ο ευαίσθητος
Βαγγέλης την έβγαλε τόσο για να ξεσκάσει
στο μπαλκονάκι τους όσο και για να μην
τον βλέπει να τρώει λαίμαργα τον ξάδερφο
της. Έλα όμως που ο διάολος έχει πολλά
ποδάρια και εκείνη την ημέρα η Στέλλα
η γειτόνισσα δεν έβαλε τον κουβά στο
χώρισμα και η Μπαλίτσα που τελικά ήταν
ο
Μπαλίτσος
αφού
έφαγε παρέα με την Μάγια όλα τα καλώδια
που βρήκαν στα χαμηλά
του μπαλκονιού, ζευγάρωσαν με τα γνωστά
καταμετρημένα “αποτελέσματα”
Ο
μεγάλος χαμένος
της
ιστορίας μας ο Βαγγέλης. Δυο μέρες
προσπαθούσε να μπαλώσει τα καλώδια που
του ροκάνισαν τα κουνέλια και από εκεί
που δεν δεχόταν ούτε ένα ζωάκι σπίτι
του, βρέθηκε και με τρία κουνελάκια
επιπλέον. Και το νόστιμο κουνέλι από
την Κρήτη που έτρεξε να του τηγανίσει
η μάνα του, ούτε αυτό το
χάρηκε
μιας και ο άτιμος εφιάλτης τον έκανε
κανίβαλο στα μάτια των γυναικών του
σπιτιού και
τις μάζεψε πριν προλάβει να δώσει τις
πρέπουσες εξηγήσεις.
Εδώ
που τα λέμε αυτόν τον εφιάλτη αν το
έψαχνε παραπάνω κάποιος ειδικός σίγουρα
θα του έλεγε πως ίσως έφταιγε η ταινία
“Οι
Γερμανοί Ξανάρχονται”,
ίσως και να έφταιγαν οι Γερμανοί, τα
μέτρα λιτότητας και η οικονομική κρίση.
Ίσως
προσθέτοντας
την απληστία στα
λόγια του Χρήστου
Τσαγανέα - στην
ίδια ταινία - θα
είχαμε τον λόγο για τους σύγχρονους
εφιάλτες του
κάθε
Βαγγέλη «Άνθρωποι,
Άνθρωποι, προς τι το μίσος και ο
αλληλοσπαραγμός»
Ιούλιος 2015
Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ
Στην Μαρία και την Κλαίρη
μου
Η ταινία “Οι
Γερμανοί Ξανάρχονται”
στο
διαδίκτυο
Τις
θερμές μου ευχαριστίες στον φίλο μου
Ντίνο Παπασπύρου για τις εξαιρετικές
ζωγραφιές τοπίων της πόλη μας.
1.
ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-201,
ΓΕΝΤΙ ΚΟΥΛΕ- ασπρόμαυρο
2.
ΠΙΝΑΚΑΣ-ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ-11 Από
την οδό Αριστοτέλους (πάνω μέρος),
τέμπερα, 23Χ43 εκ., 1992