Τετάρτη, Νοεμβρίου 04, 2015

Στον κήπο του Καλού

«Η δράση του Τούρινγκ έσωσε αμέτρητες ζωές.
Άφησε πίσω του σημαντική κληρονομιά,
χάρη στα επιστημονικά του επιτεύγματα.
Το μέγεθος της ευγνωμοσύνης που του
οφείλουμε καθιστά ακόμη πιο τρομακτικό
το γεγονός ότι του συμπεριφερθήκαμε
τόσο απάνθρωπα. 


Γκόρντον Μπράουν Πρωθυπουργός Μεγ. Βρετανίας, 2009


  Στον κήπο του Καλού


Ώρα 16.45  -  2 Οκτωβρίου 2015

   Αυτό το ζεστό απόγευμα του Οκτώβρη ο Στεφάν τριγυρνούσε στην Χαριλάου.  Περπατούσε σχεδόν στα δάκτυλα, το σώμα του λικνιζόταν ανάλαφρα, το βάδισμα του είχε μια ρυθμική κίνηση που θα ζήλευε και χορευτής. Φορούσε ένα μαύρο χαμηλοκάβαλο παντελόνι, η ροζ μπλούζα του ήταν δεμένη σε κόμπο λίγο πάνω από τον αφαλό και έτσι ο συνδυασμός τους αποκάλυπτε την επίπεδη κοιλιά του. Τα χέρια του ήταν στολισμένα με μια σειρά από δαχτυλίδια και βραχιόλια. Το χρυσαφί σκουλαρίκι με την ροζ πέρλα στον δεξιό λοβό του, ταίριαζε χρωματικά μα ήταν τόσο τεράστιο και κακόγουστο όπως και τα υπόλοιπα κοσμήματα για το σήμερα, που μόνο μια ογδοντάχρονη θα μπορούσε να κατέχει, κομμάτι από την μπιζουτιέρα της νιότης της. Η χρωματική πανδαισία ολοκληρώνονταν με μια μαύρη μοδάτη τραγιάσκα στο ξανθό του κεφάλι και τα σιέλ σταράκια στα ασυνήθιστα μικροσκοπικά του πόδια. Παρόλη όμως την αλλοπρόσαλλη εμφάνιση του, το σκουρόχρωμο οβάλ πρόσωπο και τα πράσινα, εκφραστικά μάτια του, αναδεικνύανε την ευγενική του ύπαρξη.

***


   Ήταν τρία χρόνια πριν, αρχές Σεπτέμβρη όταν πήρε την απόφαση να έρθει στην Θεσσαλονίκη. Παρά τα δεκαοχτώ του χρόνια σαν βρήκε την ευκαιρία δεν δίστασε ούτε λεπτό. Μια κρύα βραδιά παράτησε το σκληρό τοπίο της ορεινής κωμόπολης στην Βουλγαρία και τους ανθρώπους της και κρυφά από όλους έφτασε σε αυτήν την πόλη εντελώς μόνος του, με όλη του την περιουσία σ' έναν σάκο και λίγα λεβ στην τσέπη.


    Σαν πρωτοείδε ο Στεφάν την θάλασσα έμεινε αποσβολωμένος να την κοιτά για ώρες, περπάτησε από το λιμάνι και έφτασε μέχρι το Μέγαρο της Μουσικής μαγεμένος. Σ' αυτόν τον πρώτο περίπατο στην νέα πόλη - την τόσο διαφορετική από τον τόπο του - με όλα του τα ένστικτα αισθάνθηκε πως εδώ ήταν μια άλλη γη, μια γη αλλιώτικη, που ζούσε απάνω της ένας Θεός γεμάτος έλεος, σπλαχνικός, στα μέτρα των ανθρώπων. Του έκανε εντύπωση πόσοι πολλοί άντρες, γυναίκες και παιδιά, βρισκόταν σ' αυτήν την παραλία και απολάμβαναν τον περίπατο τους με τα πόδια ή τα ποδήλατα τους.
Την ώρα του ηλιοβασιλέματος φύσαγε ένα αεράκι που έφερνε την αρμύρα μέσα από τον κόλπο και καθώς έβλεπε τις βαθιές αποχρώσεις του ορίζοντα αισθάνθηκε τα μάτια του υγρά, ένιωσε πως ήταν και αυτός άνθρωπος, ίσος με όλους. Αν και δεν είχε ούτε μια προοπτική για να βρει δουλειά καθώς δεν γνώριζε σχεδόν τίποτα εκτός από αγροτικές δουλειές, μπορούσε να πιστεύει πως αυτή θα γινόταν η πραγματική του πατρίδα, μακριά από όλα και όσους τον είχαν πληγώσει στην ζωή του.
Το βράδυ ήρθε δίχως να το καταλάβει, σκοτείνιασε, έπρεπε κάπου να μείνει. Περπατώντας λίγο πιο πάνω από την παραλία βρέθηκε μπροστά σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο. Ο σκοτεινός όγκος του, οι απόκοσμες ιστορίες που έλεγαν στα μέρη του, μεμιάς ήρθαν στο μυαλό του με κάθε λεπτομέρεια και του έκοψαν τα γόνατα από τον φόβο. Αφού όμως δεν είχε αρκετά χρήματα για ξενοδοχείο ούτε άλλη επιλογή για να μείνει, χώθηκε μέσα απ' την περίφραξη και κούρνιασε σε ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι που κάποτε το χρησιμοποιούσαν σαν αποθήκη οι μηχανουργοί του εργοστασίου. Όλη την νύχτα άκουγε περίεργους θορύβους από το βοριαδάκι που χώνονταν ανάμεσα από τις σκουριασμένες λαμαρίνες και τα σπασμένα παράθυρα. Αργά την νύχτα, στο ημίφως απ' τα μακρινά φώτα του δρόμου, νόμισε ότι είδε σκιές και ύστερα πως άκουσε φωνές και γέλια. Ήταν μπουλούκια από εργάτες, άντρες και γυναίκες που έρχονταν να πιάσουν δουλειά στην βάρδια τους. Το πρωί τον βρήκε στην μεγάλη αυλή του εργοστασίου, κάτω από το ψηλό φουγάρο με τα μάτια του κατακόκκινα από την αϋπνία να κοιτά τον ήλιο που ορθώνονταν πάνω από τον Χορτιάτη.

Σιγά σιγά συνήθισε την καινούργια του στέγη, τους μυστηριώδεις θορύβους και τις σκιές του παρελθόντος. Αποφάσισε να μείνει εκεί, εκτός όλων των άλλων δεν ήθελε καθόλου πάρω δώσε με τους συμπατριώτες του. Καθάρισε έναν μικρό χώρο στο ισόγειο, που πριν πολλά χρόνια τον χρησιμοποιούσαν οι επιστάτες και τον γέμισε με έπιπλα που βρήκε στα σκουπίδια. Αυτός ο χώρος ήταν ολόδικος τους, τον μοιραζόταν μόνο με κάποια κυρία. Ήταν η παχουλή καφέ γάτα, η Γκαλένα. Σύντομα έγιναν αχώριστοι φίλοι, αυτός την τάϊζε και εκείνη φρόντιζε να μην πλησιάζουν άλλοι ενοχλητικοί εισβολείς στην φωλίτσα τους. Τα κρύα βράδια κοιμόταν στα πόδια του για να ζεσταθούν κι δυο τους. Αυτό το αραχνιασμένο δωμάτιο, έγινε για αυτόν ότι καλύτερο είχε ποτέ στην ζωή του.



   Κάθε μέρα έβγαινε για το μεροκάματο με το καρότσι του. Το είχε βρει μέσα στα αγριόχορτα, κάτω από τα άδεια σιλό που κάποτε ξεχείλιζαν από χρυσαφένια σιτηρά. Μπορεί να ήταν σκουριασμένο μα κράταγε ολόγερο όπως την εποχή που το φόρτωναν σακιά γεμάτα αλεύρι. Πρωί πρωί έπαιρνε στην σειρά τους κάδους της πόλης φτάνοντας απ' το Καμπουρνάκι, μέχρι ψηλά, Τούμπα και Χαριλάου. Τα απογεύματα πουλούσε τα μέταλλα και τις συσκευές που είχε βρει σε παλιατζίδικα κατά την Ν. Ελβετία και έπειτα κατηφόριζε στην αγαπημένη του θάλασσα.
Όταν ο καιρός το επέτρεπε καθόταν με τις ώρες στο παγκάκι του απέναντι απ' τον ναυτικό όμιλο και το εκκλησάκι του Αϊ Νικόλα. Λίγους μήνες μετά, εκεί είχε γνωριστεί με έναν ηλικιωμένο κύριο, τον Ηρακλή. Πιστός και αυτός στο ραντεβού τους, συναντιόταν σχεδόν κάθε μέρα. Ο Ηρακλής τον συμπάθησε πολύ και ο Στεφάν τον εμπιστεύτηκε και του άνοιξε την καρδιά του. Από αυτόν έμαθε ότι το παλιό εργοστάσιο, το σπίτι του, ήταν ένας παλιός αλευρόμυλος και λεγόταν Αλλατίνη όπως και η ομώνυμη πάμπλουτη οικογένεια των Ισπανοεβραίων ιδιοκτητών του που είχαν φτάσει ξένοι και αυτοί σε τούτη την πόλη από το Λιβόρνο της Ιταλίας, τρεις αιώνες πίσω στον χρόνο.
Μια μέρα του είπε ότι για να μπορέσει να ζήσει σε ένα τόπο, για να έχει ένα καλύτερο αύριο, πρέπει να μάθει καλά την γλώσσα των ανθρώπων του και έτσι άρχισε να του μαθαίνει γραφή και ανάγνωση. Στην αρχή αυτός ήταν ο δάσκαλος του, μετά τον έστειλε σε ένα σχολείο, όπου τα απογεύματα μάθαιναν οι μετανάστες ελληνικά. Πολλές φορές τον καλούσε στο σπίτι του. Εκεί ο Στεφάν είχε δει την πραγματική ζωή του. Ο Ηρακλής ήταν ένας σπουδαίος ηθοποιός. Ο Στεφάν κοιτούσε όλες αυτές τις φωτογραφίες από τις παραστάσεις του έκθαμβος, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αυτός ο εξαιρετικός άνθρωπος ήταν φίλος του και τον νοιαζόταν πραγματικά...

  Ένα ηλιόλουστο ανοιξιάτικο μεσημεράκι την ώρα που σκάλιζε έναν μπλε κάδο ανακύκλωσης βρήκε ένα ξύλινο σκαλιστό κουτί. Του έκανε μεγάλη εντύπωση, το πήρε στα χέρια του και άνοιξε το καπάκι. Ένας μικρός θησαυρός αποκαλύφθηκε στα μάτια του, το τύλιξε σε κάτι πανιά, πήρε το καρότσι του και αμέσως γύρισε στο εργοστάσιο. 

  Δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, βραχιόλια και ένας σωρός από γράμματα γέμισαν το κρεβάτι του. Η Γκαλένα περπάτησε αργά και με ένα σάλτο ανέβηκε στο κρεβάτι, ξάπλωσε δίπλα του και παρατηρούσε ήσυχα μια τα κοσμήματα που λαμπύριζαν στο φως που έμπαινε από τον ανασηκωμένο μουσαμά του παραθυριού και μια τον Στεφάν που τα κοιτούσε σαν υπνωτισμένος. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό το ανέλπιστο δώρο, ήταν φθηνές ρεπλίκες κοσμημάτων, όμως για αυτόν άξιζαν τόσα πολλά, άξιζαν για τα αμέτρητα συναισθήματα που του χάρισαν...





***


Ώρα 16.50 - 2 Οκτωβρίου 2015

  Έβγαλε την μαύρη τραγιάσκα του και σκούπισε το ιδρωμένο του πρόσωπο, είχε φτάσει ακριβώς απέναντι από το ανθοπωλείο που είχε απομείνει από το κάποτε ονομαστό αγρόκτημα του Καλού. Πολύς κόπος για το τίποτα για ακόμη μια μέρα. Τα τελευταία χρόνια τα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα φαινόταν καθαρά ακόμα ακόμα και στους κάδους απορριμάτων και το πενιχρό μεροκάματο του έβγαινε όλο και πιο δύσκολα. Βιαστικά έβαλε την τραγιάσκα του και συνέχισε για τον επόμενο κάδο. Την ώρα που έψαχνε με την μακριά σιδερένια λαβίδα του τα σκουπίδια, μια παρέα παιδιών πέρασε δίπλα του.
Πω ρε φίλε βρωμάνε τα σκουπίδια, πως βάζει ρε το κεφάλι του εκεί μέσα ο τύπος;”
Κοίτα ντύσιμο, σκουλαρικάκι ροζ, υπερπαραγωγή”
Αααα είναι... ” Τα παιδιά έσκασαν στα γέλια και απομακρύνθηκαν γρήγορα από τον Στεφάν. Δεν μίλησε, μόνο τα κοίταζε καθώς ξεμάκραιναν.
Στην πατρίδα του καθημερινά τον κορόιδευαν άγρια για το θηλυπρεπές του φέρσιμο, κάποιες φορές τον είχαν χτυπήσει για αυτό που ήταν, αυτό το ξένο και ανώμαλο για αυτούς. Για αυτό έφυγε από την πατρίδα του, για να βρει την ελευθερία του μακριά τους, ξένος ανάμεσα σε ξένους. Τα παιδιά ίσα που φαίνονταν ακόμα στο βάθος του δρόμου,
Τα σκουπίδια μπορεί να βρωμάνε, μα υπάρχουν άνθρωποι που οι ψυχές τους βρωμάνε χειρότερα.” μονολόγησε στην μητρική του γλώσσα...
Έκλεισε το καπάκι του κάδου και εμφανίστηκαν τα πράσινα γράμματα της φωτεινής επιγραφής του ανθοπωλείου. “ΚΗΠΟΣ ΚΑΛΟΥ”. “Καλό” ψέλλισε με την σπαστή προφορά του, χάιδεψε το το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα από γυαλί και ακούσια σκέφτηκε πόσο καλό είχε δεχθεί αυτός στην ζωή του, από δυο ανθρώπους τελείως ξένους. Ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπο του, ήταν ένα απέραντο ευχαριστώ για τον φίλο του τον ηθοποιό, τον καλό του κύριο Ηρακλή που “έφυγε” πριν λίγες ημέρες. Για αυτόν που του έμαθε τα πρώτα του ελληνικά και τώρα κατάφερνε στο ανοιχτό σχολείο μεταναστών να παίρνει πτυχίο στους υπολογιστές. Όμως αυτός ο άνθρωπος εκτός από γράμματα του έμαθε και κάτι άλλο πολύ σημαντικό, να σέβεται τους άλλους μα πρώτα να εκτιμάει τον εαυτό του και να μην ντρέπεται για την διαφορετικότητα του. Αυτό το δάκρυ ήταν και για την κυρά Πολυξένη την “σαλεμένη” όπως την αποκαλούσαν όλοι στην γειτονιά της. Αυτήν την αγαθή γυναίκα που αν και εκείνος ποτέ δεν είδε το καλοσυνάτο της πρόσωπο, αυτή του “χάρισε” τα υπέροχα, πάμφθηνα παλιομοδίτικα κοσμήματα που μάζευε για τον γάμο της, για την κόρη που ονειρευόταν να αποκτήσει μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής της. Δάκρυσε για την δική της ιστορία, αυτήν που έζησε μέσα από τα γράμματα της, όλα αυτά που οι συγγενείς της μαζί με τα άνευ αξίας κοσμήματα της, την επομένη κιόλας του θανάτου της τα πέταξαν στα σκουπίδια, μαζί με τα ανεκπλήρωτα όνειρα της.
Έσπρωξε το καρότσι και άρχισε να περπατάει για το εργοστάσιο του, εκεί θα τον περίμενε όπως πάντα η Γκαλένα του. Τώρα με μια λάμψη στα μάτια, με το κεφάλι του ψηλά σαν κύκνος, λίκνιζε το κορμί του τόσο ρυθμικά και τόσο εξόφθαλμα σαν να φώναζε σε όσους τον έβλεπαν από τα αυτοκίνητα, τα πεζοδρόμια, τα εμπορικά και τα γεμάτα καφέ, την διαφορετικότητα του. Δεν ντρεπόταν για αυτό που ήταν, για αυτό που ένιωθε. Ήταν ο Στεφάν και θα ζούσε την ζωή του όπως ακριβώς πρόσταζε η καρδιά του. Εξάλλου δεν είχε τίποτα να φοβηθεί, δεν ήταν μόνος του, κατηφόριζε για το Αλλατίνη με δυο αγαπημένους στην καρδιά του...



Στην Αγγελική Φατίση που στάθηκε η αιτία για μια φευγαλέα εικόνα στον Κήπο Καλού, αρχές Οκτώβρη...
Στον Τόλη Νικηφόρου που μου έδειξε τον δρόμο προς την μεστή λιτότητα στην λογοτεχνία...


Για ακόμη μια φορά – και ελπίζω πολλές και στο μέλλον – επέλεξα ζωγραφιές από το προσωπικό αρχείο του φίλου μου και εξαιρετικού ζωγράφου της Θεσσαλονίκης, Ντίνου Παπασπύρου.

1. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ-102, Από τη Νέα Παραλία, τέμπερα, 25.5Χ43.5 εκ., 2014, Κωδ. 1228
2. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ-48, Από την οδό Ανθέων (Ο παλιός αλευρόμυλος Αλατίνι)
3. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΓΑΤΟΥΛΕΣ-15, Γατούλα στον ήλιο (5), τέμπερα, 12Χ12 εκ., 2011, Κωδ. 831
4. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-67, Ημερολόγιο καλοκαιριού 2012 Αγνάντεμα από το Σέιχ-Σου, τέμπερα. 12Χ12 εκ., 2012, Κωδ. 992

Α. Δ. Ε. ΒΑΛΜΑΣ
10.2015

ΦΙΛΟΙ ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΓΗ