Ο εκλεκτός του
Θεού
Ξημέρωσε Κυριακή του
Αυγούστου, παραμονή της Παναγιάς.
Ο Ανδρέας απ' το Πάσχα είχε να πατήσει
στην εκκλησία. Για την κυριακάτικη Θεία
Λειτουργία; Εκεί πραγματικά δεν θυμόταν
και ας τον ξυπνούσε η καμπάνα κάθε
Κυριακή, εκείνος προτιμούσε να κάθεται
στο μπαλκόνι του. Θες λίγο η πολυκοσμία
και οι κρίσεις πανικού που τον ταλαιπωρούσαν
τον τελευταίο καιρό, θες λίγο η κούραση
που έβγαινε την Κυριακή μιας και ήταν
και η μοναδική μέρα ανάπαυσης από την
δουλειά και τις πολλές προσωπικές
υποχρεώσεις; Την Κυριακή δεν άντεχε να
πάει ούτε πέντε βήματα·
τόσο όσο απείχε η εκκλησία από το σπίτι
του. Μπορεί να άναβε σχεδόν καθημερινά
ένα κερί σε κάποιο παρεκκλήσι, να έκανε
όσο μπορούσε αγαθοεργίες, μα το 'θελε
να πηγαίνει έστω στην κυριακάτικη Θεία
Λειτουργία. Ήταν όλα αυτά που τον
κρατούσαν μακριά, ήταν όμως και οι
εσωτερικές αντιφάσεις που ένοιωθε για
τον Θεό, για τo αναπάντητο μυστήριο της
ζωής. Ύστερα ήταν αυτά που άκουγε, έβλεπε
ή μάθαινε από τρίτους για τον κλήρο.
Πολλές φορές συζητούσαν αυτά τα θέματα
με την Βαγγελιώ και ο Ανδρέας υποστήριζε
πως κάποιοι είναι ανάξιοι, άλλοι απλά
επαγγελματίες, πως πολλοί με την στάση
ζωής τους δεν αποτελούν το παράδειγμα
ταπεινοφροσύνης, αρετής και αγάπης εν
Χριστώ, όλα όσα θα περίμενε ο ίδιος. Όλα
αυτά είχαν επηρεάσει βαθιά τον Ανδρέα.
Τον Θεό δεν μπορούσε να τον εξηγήσει μα
τουλάχιστον για τους ιερείς Του, θεωρούσε
υποκριτικές και ανοίκειες τέτοιες
συμπεριφορές. Στην δική του αυστηρή
λογική δεν αναγνώριζε πολλά ανθρώπινα
ελαττώματα στον κλήρο, οι ιερείς έπρεπε
να είναι αφιερωμένοι στον Θεό και μόνον
να κηρύττουν την αγάπη Του και να
προσφέρουν στους μη έχοντες, στους
ασθενείς. Πολλές φορές Πάσχα και
Χριστούγεννα έψαχνε μια εκκλησία
μακρύτερα από την ενορία του για να
αισθανθεί ίσως πιο κοντά στους ιερείς
και στην ιεροσύνη τους.
Εκείνη την Κυριακή στις 14 του Αυγούστου
σαν άνοιξε τα μάτια του είδε την Βαγγελιώ
του να στέκει καλοντυμένη και χτενισμένη.
“Που πας;” την ρώτησε ο Ανδρέας σχεδόν
ξέροντας την απάντηση,
“Στην εκκλησία”, ήταν ακριβώς αυτό που
περίμενε να ακούσει.
“Έρχομαι και εγώ”, σχεδόν αστραπιαία
είχε πάρει την απόφαση για αυτό που τον
βάρυνε καιρό.
Λίγα μέτρα ήταν και βρέθηκαν στο
προαύλιο. Απ' έξω στεκόταν ένας άντρας
ταλαιπωρημένος, θα 'ταν γύρω στα 60 με
δυο πακέτα χαρτομάντιλα για πραμάτεια
του. Όπως συνήθιζε, του έδωσε λίγα χρήματα
και μπήκε στον πρόναο να ανάψει το κερί
του, να ασπαστεί τα εικονίσματα.
Παρά το τριήμερο του Δεκαπενταύγουστου,
ο κόσμος ήταν πολύς. Στην
αρχή η καρδιά του χτυπούσε γρήγορα,
σχεδόν τον έπιασε πανικός να σταθεί
όρθιος. Ευτυχώς βρήκε ένα
στασίδι ελεύθερο πίσω
πίσω, στην δεξιά πλευρά, των αντρών. Η
Βαγγελιώ προτίμησε να σταθεί όρθια στο
πλάι του. Η πομπώδης φωνή του ιερέα
αντηχούσε απ' τα
μεγάφωνα σ' όλη την εκκλησία. Τον γνώριζε
εδώ και καμιά δέκα χρόνια και τον
σκανδάλιζε με την παρουσία του και με
τα όσα κατά καιρούς ακούγονταν για
αυτόν. Τον θεωρούσε υποκριτή και αδίστακτο
με όλα όσα είχε ακούσει, στην πραγματικότητα
όμως δεν
είχε ιδία γνώση. Κάθισε στο στασίδι και
άρχισε να προσεύχεται, μέσα του προσπαθούσε
να ξεχαστεί και να αφεθεί στους
μακρόσυρτους βυζαντινούς των ψαλτάδων
ή στην τελειότητα των αγιογραφιών μέχρι
ψηλά στον τρούλο που ο Παντοκράτωρ
δέσποζε. Κάθε τόσο που άκουγε την
φωνή του παπά, η ίδια σκέψη
του ερχόταν “Αν είναι αλήθεια όλα αυτά,
πως επιτρέπεις Θεέ μου την υποκρισία
του”
Σε λίγο δεν
άργησε να ακουστεί απ' τα χείλη του
δεύτερου ιερέα, ενός λεπτοκαμωμένου
μεσήλικα το “Πάτερ ημών ο εν τοις
ουρανοίς”. Σαν το ολοκλήρωσε ανακοίνωσε
ότι μετά το μυστήριο της Θείας Κοινωνίας
θα γίνει η εναπόθεση του σώματος της
Παναγίας στο Ιερό Κουβούκλιο και ζήτησε
να παραμείνουν όλοι οι πιστοί μέχρι το
τέλος.
Τα παιδιά κρατώντας τα
εξαπτέρυγα βγήκαν από το ιερό και
στάθηκαν περιμένοντας τους ιερείς να
εξέλθουν, ο χώρος είχε γεμίσει από το
λιβάνι και τους ήχους του θυμιατού. Σε
λίγο οι ιερείς βγήκαν από την βόρεια
πύλη για την περιφορά της Παναγίας στον
ναό.
Ὁ
Πάντιμος Χορός, Τῶν Σοφῶν Ἀποστόλων,
Ἠθροίσθη Θαυμαστῶς, Τοῦ Κηδεῦσαι
Ἐνδόξως, Τὸ Σῶμά Σου Τὸ Ἄχραντον,
Θεοτόκε Πανύμνητε, Οἷς Συνύμνησαν, Καὶ
Τῶν Ἀγγέλων Τὰ Πλήθη, Τὴν Μετάστασιν,
Τὴν Σὴν Σεπτῶς Εὐφημοῦντες, Ἣν Πίστει
Ἑορτάζομεν.
Ο Ανδρέας σήκωσε το βλέμμα
του να κοιτάξει την ιερή πομπή. Σαν να
τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα η ψυχή του
τραντάχτηκε. Ένα παιδί, ναι ένα παιδί
που γνώριζε, ένα παιδί της ενορίας με
ειδικές ανάγκες έλαμπε
καθώς κρατούσε
στην αγκαλιά του την
υφαντή εικόνα με την αναπαράσταση της
κοιμήσεως. Πάντα την κρατούσε ένας
ιερέας, όμως σήμερα...
Κοίταγε αμίλητος μέχρι που
κατάλαβε, “Θεέ μου”
ψέλλισε.
Ύστερα αισθάνθηκε τα
μάτια του υγρά και έμεινε
να κοιτάει αποσβολωμένος μια το αγόρι
και μια την κεκοιμημένη
Παναγία με τον Ιησού και τους Αποστόλους γύρω της. “Αυτός ήταν
ο εκλεκτός Σου; Πάνω
από τις φθονερές σκέψεις μας, Εσύ...”.
Σαν έφτασε η εικόνα από την δική τους
πλευρά είδε την Βαγγελιώ του δακρυσμένη,
πήγε να της πει για το παιδί, όμως η ίδια
σκέψη είχε διαπεράσει ήδη και το δικό
της το μυαλό “Το παιδί” του ψιθύρισε
εκείνη με μάτια γεμάτα δάκρυα χαράς...
Αφιερωμένο στον Άγιο της εποχής μας,
τον Αγιορείτη Πατέρα Παίσιο που με την
ταπείνωση και την αγάπη στην ζωή του
βοήθησε όλους όσους τον γνώρισαν είτε
όσο ζούσε, είτε μέσα από την γραπτή και
άγραφη παρακαταθήκη που μας άφησε.
Βοηθός προς τον Θεό και δικός μου...
Α. Δ. Ε. ΒΑΛΜΑΣ
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2016