Η αγάπη εμπνέει την αφοσίωση και όσο τρομερός κι αν είναι
ο θάνατος, μας εμπνέει το θάρρος να τον αψηφούμε και να πεθαίνουμε για 'κεινο
που αγαπούμε.
Ανρί Λακορντέρ
Ανρί Λακορντέρ
H αγάπη φωτίζει
με τη λάμψη του παραμυθιού την καθημερινότητα.
Percy Shelley
Percy Shelley
Ο ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ ΚΑΛΑΧΑΝ ΚΑΙ Η ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ
Εκείνο το παγερό
βράδυ παραμονή των Χριστουγέννων έγινε κάτι
τόσο παιδαριώδες, κάτι τόσο παράλογο μα και τόσο ρομαντικό, που όλη η Ελλάδα θα
μιλούσε γι’ αυτό. Και θα μιλούσαν όλοι
για μια πράξη ίσως και γελοία μα και συνάμα τόσο γενναία, μια πράξη όμως
παρακινημένη από αληθινή αγάπη. Μα πριν φτάσουμε στο βράδυ της παραμονής των
Χριστουγέννων της ιστορίας μας, ας γνωρίσουμε τα πρόσωπα της, ας γυρίσουμε αρκετά
χρόνια πίσω...
Ο Λάκης γεννήθηκε
σε μια φτωχογειτονιά της πόλης κατά τα Kάστρα, στην δύση της δεκαετίας του 70. Για την ακρίβεια η γειτονιά του ήτανε
σκαρφαλωμένη κάπου ανάμεσα μεταξύ του Επταπυργίου και των Συκεών, τότε που
ακόμα όλη αυτή η περιοχή ήταν γεμάτη από χορταριασμένες αλάνες.
«Ήπια πνευματική καθυστέρηση, συνοδευόμενη
από σοβαρά προβλήματα όρασης» γνωμάτευε ο παιδίατρος, στο βιβλιάριο του ΙΚΑ. Ο
πατέρας του δεν μπόρεσε να το χωνέψει, λίγο καιρό μετά χώρισαν με την κυρά
Φρόσω και έφυγε από την μικρή μονοκατοικία με τον ανθισμένο κήπο στα Κάστρα,
για την Λάρισα.
Νέα οικογένεια, νέα ζωή ξέχασε και μάνα και
γιο και τους παράτησε πίσω στην Θεσσαλονίκη μόνο ένα χρυσό ρολόι ξέχασε πίσω
του και ο Λάκης το κρατούσε πάντα πάνω του. Η Φρόσω όμως τον αγάπησε πολύ τον
Λάκη της, τον μονάκριβο της και έγινε μια αγκαλιά παντοτινή μόνο για εκείνον.
Άλλος άντρας δεν χωρούσε στην δική της αγκαλιά...
Τα χρόνια πέρασαν και όλοι έβλεπαν στην
γειτονιά ένα ψηλό, καλοκάγαθο πλάσμα που κακό δεν έκανε σε κανένα και αν
εξαιρούσες τα χοντρά μυωπικά γυαλιά του είχε ένα ζεστό, καλοσυνάτο πρόσωπο που
στόλιζαν δυο θερμά καστανά ματάκια. Απεναντίας όμως τα παιδιά της γειτονιάς ήταν
σίγουρο ότι δεν θα έβλεπαν την συμπαθητική του πλευρά, αντιθέτως θα ήταν για
χρόνια ο μόνιμος περίγελος τους. «Ο Λάκης ο πατομπούκαλος, ο ζαβός, ο χαζός, ο
στραβούλιακας, ο,ο,ο …» όλα τα κοσμητικά επίθετα τα είχε μαζέψει στην συλλογή
του, σαν τα παράσημα του επίτιμου περίγελου της γειτονιάς. Ο ίδιος πίσω από τα
χοντρά γυαλιά του κάποιες φορές χασκογελούσε στα πειράγματα λες και αφορούσαν
κάποιον άλλον, μα όσο και αν δεν το καταλάβαιναν πονούσε μέσα του...
Όσο
μεγάλωνε, η μάνα του πολλές φορές τον κράταγε σπίτι. Παρά την φτώχεια της από
τα λιγοστά χρήματα που της περίσσευαν από το φασόν ενδυμάτων όπου και
εργάζονταν ως γαζώτρια, μέχρι και συσκευή βίντεο του αγόρασε. Το πήρε για να τον
ξεγελάει, να τον απασχολεί, για να μην της ζητάει να βγει στην αλάνα με τα άλλα
παιδιά που τον πλήγωναν ακόμη και μπροστά στα μάτια της. Και τα κατάφερε, ο
Λάκης με το μαύρο blaupunkt που τις στοίχισε 100 χιλιάδες δραχμές, τέλη της δεκαετίας του 80 έγιναν
αχώριστοι. Με τις ώρες καθόταν και έβλεπε ότι κασέτα έβρισκε στο βιντεοκλάμπ
του κυρ Απόστολου. Τα γουέστερν και οι αστυνομικές ταινίες ήταν η αδυναμία του,
τρεις την ημέρα έβλεπε. Πολλοί οι σκληροτράχηλοι ήρωες, όμως ο Κλίντ Ίζγουντ, ο
θρυλικός επιθεωρητής Κάλαχαν ήταν ο αγαπημένος του ήρωας. Στις πέντε ταινίες
του, ήξερε από έξω και ανακατωτά κάθε ατάκα του ήρωα του. Ο Λάκης ζούσε κάθε
κίνηση, κάθε φράση του, το ειρωνικό χαμόγελο και την σκληρή παγερή ματιά του
πριν την ατάκα «Make my day». H καρδούλα του
φούσκωνε από περηφάνια κάθε φορά που ο ανορθόδοξος ήρωας του κατατρόπωνε τους
κακούς και ας μην καταλάβαινε την υπερβολική σκληρότητα και του ίδιου απέναντι
στους κακοποιούς. Δεν άργησαν οι πάντες στην γειτονιά να του κολλήσουν το
παρατσούκλι «Κάλαχαν» κάτι που τον Λάκη τώρα τον ευχαριστούσε ιδιαιτέρως. Η
κυρά Φρόσω για να τον ευχαριστήσει βρήκε σε ένα μαγαζί της Εγνατίας και του
αγόρασε και μια πλαστική ρέπλικα του όπλου του θρυλικού επιθεωρητή, ένα Σμιθ
& Γουέσον, Μάγκνουμ 44. Ένα πράγμα του ζήτησε όμως, να μην πάρει ποτέ το
όπλο του έξω, να το κρατάει στο σπίτι πάντα. Το γνώριζε ήταν καλό παιδί και θα
το έκανε και εκείνος της το υποσχέθηκε κοιτώντας την με εκείνο το αθώο βλέμμα
του που της ζέσταινε την καρδιά. Κάπως έτσι γεννήθηκε ο επιθεωρητής Κάλαχαν
στην Άνω Πόλη…
Στα 20 του σαν γνώρισε την Σούλα, το βίντεο
και οι ταινίες ήρθαν σε δεύτερη μοίρα καθώς δεν ξεκολλούσε έξω από το σπίτι
της. Που τον έχανε, που τον έβρισκε η κυρά Φρόσω θα ήταν ή κάτω από το παράθυρο
της ή απέναντι από την είσοδο του παντοπωλείου των γονέων της που ονομαζόταν «Η
Αφθονία», δυο τετράγωνα από την γειτονιά του. Η Σούλα ήταν λίγα χρόνια μικρότερη
του και έμενε στον τρίτο όροφο μιας παμπάλαιας πολυκατοικίας με τους τοίχους
μαυρισμένους από την πολυκαιρία. Η Σούλα ήταν ένα ιδιαίτερο παιδί όπως ο Λάκης,
εκείνη είχε αυτισμό. Όλη η γειτονιά έμαθε σιγά σιγά για τον μεγάλο τους
πλατωνικό έρωτα. Εκείνη καθόταν στο παράθυρο της στην γκριζωπή πρόσοψη του
τρίτου και εκείνος ακριβώς από κάτω στο χώμα της αλάνας να την περιμένει να
φανεί. Όταν δεν ήταν εκείνη στο παράθυρο, ο Λάκης έβλεπε τους τοίχους γκρίζους,
σαν όλους τους άλλους. Σαν όμως την αντίκριζε πίσω από το θαμπό τζάμι να
τραβάει την ολόλευκη δαντελωτή κουρτίνα, λες και οι τοίχοι ξαφνικά άλλαζαν και
παίρνανε όλα τα χρώματα που υπάρχουνε στην γη.
Με κρύα και βροχές ή με αφόρητη ζέστη κάτω
από το λιοπύρι, τον έβλεπαν οι γειτόνοι με τις ώρες να περιμένει να βγει στο
παράθυρο της, να δει ένα της χαμόγελο. Άλλες πάλι φορές παραφιλούσε κρυμμένος για
να την δει να μπαίνει στο μεγάλο κόκκινο σχολικό που την μετέφερε στο ειδικό
σχολείο, μακριά, στο Ωραιόκαστρο. Τόσο την αγαπούσε που σκέφτηκε μέχρι και ένα
τραγούδι και το σιγοτραγουδούσε τις ατέλειωτες ώρες της αναμονής κάτω απ’ το
παραθύρι της,
“Ντούρου,
ντούρου, ντουρουντού, ντούρου, ντούρου, ντουρουντό, παπαρούνα σ’ αγαπώ” Εκείνη
του χαμογελούσε από ψηλά και αυτός έλιωνε στο χώμα της αλάνας. Στην γειτονιά φυσικά
σχολίαζαν το ειδύλλιο του Κάλαχαν και της Παπαρούνας και όλοι μα όλοι
αναρωτιόταν, γιατί την έλεγε παπαρούνα; Μήπως γιατί η Σούλα είχε χειμώνα
καλοκαίρι κατακόκκινα μάγουλα; Μήπως για το κόκκινο λεωφορείο που την πήγαινε
στο ειδικό σχολείο; Ή μήπως γιατί στα μάτια του φάνταζε όμορφη σαν τις όμορφες
παπαρούνες του Μαγιού; Κανείς δεν γνώριζε πραγματικά, ούτε η Φρόσω και του Λάκη
το στόμα σφραγισμένο επί του θέματος, όσο και να τον ρωτούσαν. Ήταν η δική του
παπαρούνα και δεν σήκωνε χωρατά ο επιθεωρητής…
Αυτή λοιπόν ήταν η αρχή της ιστορίας του Λάκη
και της Παπαρούνας, ας γυρίσουμε πια στο σήμερα για να φθάσουμε εκείνο το βράδυ
της παραμονής των Χριστουγέννων…
***
Είχαν περάσει χρόνια, ο Λάκης έφτανε τα
σαράντα και τα μαλλιά του είχαν λίγο γκριζάρει όμως αν και ο χρόνος “σημάδεψε”
το πρόσωπο αυτού του παντοτινού παιδιού, δεν μπόρεσε να το κάνει και στην ψυχή
του. Κοντά ένα μήνα πριν τα Χριστούγεννα ο Λάκης είχε ξετρελαθεί απ’ την χαρά
του, όχι όμως δίχως λόγο, έφταιγε το
δώρο του νέου του γείτονα. Ήταν για εκείνον ένα πραγματικά αληθινό δώρο για τα
Χριστούγεννα που πλησίαζαν. Σε πλήρη άγνοια όμως του ανθρώπου που του το
πρόσφερε δεν ήταν απλώς ένα δώρο, ήταν κάτι που θα του άλλαζε πράγματι την ζωή.
Σαν από τύχη ανείπωτη για τον Λάκη όπως
καθόταν στο μπαλκόνι του λίγες ημέρες πριν, είδε προς την απέναντι ταράτσα όπου
ένας άντρας παιδευόταν μόνος του να στήσει μια περίεργη μεταλλική κατασκευή.
«Ε, γείτονα τι είναι αυτό» τον ρώτησε εντελώς αυθόρμητα, με τον τρόπο που τον
χαρακτήριζε από παιδί. «Κεραία βραχέων» πήρε σχεδόν αμέσως την απάντηση από την
απέναντι ταράτσα «Ε και τι κάνει αυτή η κεραία βραχέων;» ρώτησε πάλι, «Έλα να
βοηθήσεις να σου πω» του απάντησε ο άντρας κεφάτα μιας και κατάλαβε πως είχε
βρει τον βοηθό που αναζητούσε, αφού από ώρα τα είχε βρει δύσκολα εδώ πάνω. Ο
Λάκης τον βοήθησε και ο κ. Νικήτας ο ραδιοερασιτέχνης που τον συμπάθησε πολύ, του
χάρισε την άλλη μέρα μια μικρή φορητή Motorola από την συλλογή του. Την λάτρεψε την Motorola του ο Λάκης, την κοιτούσε σαν θείο
δώρο και την περιεργάζονταν με τις ώρες εκστασιασμένος. Πατούσε, θα έλεγε
κανείς χάιδευε τα λεπτά κουμπάκια της λες και ακουμπούσε ροδοπέταλα. Δεν
χόρταινε να βλέπει τις συχνότητες να ανεβοκατεβαίνουν στην μπλε οθόνη και να
ακούει τα φέροντα σήματα που ταξίδευαν στον κόσμο ολόκληρο καβάλα στους
μεγάκυκλους, όπως του είχε πει ο γείτονας. Ο μικρός ασύρματος του είχε συχνότητες
που συντόνιζαν με τα αεροπλάνα, τα ασθενοφόρα, ακόμα και με την αστυνομία. Από
την πρώτη στιγμή ερωτεύτηκε και τον ασύρματο του μα και τον θόρυβο που
δημιουργούν στην μπάντα τα ηλεκτρομαγνητικά σήματα, αυτήν την μίξη από τις
απόκοσμες βοές των ραδιοκυμάτων και των πάσης φύσεως ακτινοβολιών του σύμπαντος.
Αν και δεν γνώριζε σχεδόν τίποτα από τα μυστικά του κόσμου, ο ασύρματος του
έγινε ο ενδιάμεσος, ο δέκτης που μέσα από αυτόν βίωνε όλη αυτήν την μαγεία του.
Το κυριότερο όμως ήταν πως μετά από τόσα χρόνια με αυτόν τον μικρό ασύρματο
μπόρεσε να γίνει ένα κομμάτι της αστυνομίας. Τώρα πια άκουγε τις συνομιλίες του
κέντρου της αμέσου δράσεως με τα περιπολικά και τις μηχανές που περιπολούσαν σε
όλη την Θεσσαλονίκη. Ο Κάλαχαν είχε πάρει σάρκα και οστά έγινε ένα μαζί με τους
αστυνομικούς, φαντασιώνονταν πως είναι ένας από αυτούς και περίμενε την δική
του εντολή για δράση από το κέντρο…
Τα Χριστούγεννα πια είχαν φτάσει μα για τον
Λάκη αυτές οι γιορτινές μέρες ήταν πάντα μια πηγή μελαγχολίας. Η γειτονιά άδειαζε
σχεδόν και το χειρότερο είναι πως έφευγε και η Παπαρούνα του στο χωριό των
γονιών της. Παραμονή Χριστουγέννων βράδυ μόλις έκλειναν το μαγαζί, ο πατέρας
της τους έβαζε στο αυτοκίνητο και
αναχωρούσαν για το Κιλκίς. Τι και αν στόλιζε κυρά Φρόσω πανέμορφα όλο το σπίτι
και τον κήπο τους με ένα σωρό στολίδια και λαμπάκια, μέχρι να ξαναγυρίσει η
Παπαρούνα του ήταν στις μαύρες του ο Λάκης.
Την παραμονή των Χριστουγέννων παρά το
τσουχτερό κρύο από το πρωί τα παιδιά είχαν οργώσει όλη την γειτονιά για να πουν
τα κάλαντα, να μαζέψουν χαρτζιλίκι για δώρα. Τα κάστρα αντηχούσαν από το “Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει, οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η
φύσις όλη” και οι
φωνές και τα γέλια τους κατηφόριζαν μέχρι το γιορτινό κέντρο της πόλης και στο
λιμάνι.
Κατά τις 5 το απόγευμα είχε αρχίσει να
σουρουπώνει. Ο γκρίζος ουρανός που από το πρωί ήταν γεμάτος βαριά σύννεφα, τώρα
φάνταζε κόκκινος. Ο Λάκης καθόταν στο παράθυρο της παλιάς μονοκατοικίας και
κοιτούσε έξω στο δρόμο. Πριν λίγο είχε ανάψει ο δημοτικός φωτισμός και στις
μεγάλες κίτρινες λάμπες των στύλων αχνοφαίνονταν μικρούλες χιονονιφάδες. Η κυρά
Φρόσω στην κουζίνα μόλις είχε ψήσει λαχταριστούς κουραμπιέδες και η ευωδιά τους
είχε πλημμυρίσει το σπίτι.
Πέρασε λίγη ώρα και ο Λάκης πήρε τον ασύρματο
του, ανεβοκατέβαζε συνεχώς τα μεγαχέρτς για να ακούσει καμιά συνομιλία της αστυνομίας.
Παρά τις προσπάθειες τίποτα όμως, μόνο ηλεκτρικός θόρυβος ακούγονταν από το
ηχείο, ήσυχο απόγευμα. Ήταν η ώρα, σε λίγο έκλεινε η αγορά έπρεπε να πάει στο
μαγαζί να αποχαιρετήσει την Παπαρούνα του, έστω από μακριά όπως πάντα. Η μητέρα
της, τον έβλεπε και πάντα του χαμογελούσε κάποιες φορές τον είχε κεράσει και σοκολάτα
με αμύγδαλα που πολύ του άρεσε. Όμως τόσα χρόνια δεν είχε πει μια καλημέρα, ένα
γεια με τον πατέρα της, δύσκολος άνθρωπος κλειστός και ο Λάκης από μακριά, δεν
τολμούσε να πλησιάσει σαν τον έβλεπε. Του έφθανε όμως που την κοιτούσε, έστω
από μακριά, εκείνη πάντα έλαμπε στα μάτια του. Και η αλήθεια είναι πως πια ήταν
μια όμορφη γυναίκα και αν ήταν αλλιώς τα πράγματα θα ήταν περιζήτητη νύφη στην
γειτονιά, όμως.
- Λάκη αγόρι μου
πάω στην κυρά Κούλα να δώσω λίγους κουραμπιέδες για το καλό, του φώναξε η μάνα
του και βγήκε αργά στην αυλή κρατώντας για σιγουριά το μπαστούνι της. Ο Λάκης
κόλλησε την μούρη του στο τζάμι και έμεινε να την κοιτά μέσα από τα χοντρά
γυαλιά του. Η μητέρα του απομα-κρύνονταν αργά ανάμεσα στα κίτρινα λαμπιόνια και
τις χιονονιφάδες που χόρευαν τριγύρω της…
- Προς όλες τις
μονάδες, πιθανή ληστεία σε εξέλιξη, οδός Σαρανταπόρου 13 περιοχή Κάστρων, παντοπωλείο «Η Αφθονία», επαναλαμβάνω… η φωνή του
εκφωνητή από το κέντρο της αμέσου δράσεως πάγωσε τον Λάκη που μόλις είχε
ντυθεί. Ήταν το μαγαζί της, η παπαρούνα του κινδύνευε από τους κακούς. Έτρεξε
στην μικρή ντουλάπα η υπόσχεση που είχε τηρήσει τόσα χρόνια τώρα δεν μπορούσε
πια να κρατηθεί, βγήκε στον δρόμο τρέχοντας…
Έφθασε σαν σίφουνας, η καρδιά του χτυπούσε
σαν τρελή και τα πνευμόνια του έκαιγαν από τον κρύο αέρα που ανάσαινε αχόρταγα.
Σκούπισε τα χοντρά γυαλιά του που είχαν θολώσει από το τρέξιμο. Μέσα στο
ευρύχωρο παντοπωλείο όλα φαίνονταν καθαρά. Οι ληστές ήταν δυο, ο ένας σημάδευε
τον πατέρα της έτοιμος να πυροβολήσει. Δεν γνώριζε πως ο ηλικιωμένος ιδιοκτήτης
είχε ήδη πατήσει τον συναγερμό που ήταν συνδεδεμένος με την αστυνομία. Ο
δεύτερος κρατούσε ένα μαχαίρι στον λαιμό της αγαπημένης του. Ευτυχώς δεν
φαινόταν κανείς πελάτης μέσα, ήταν στο κλείσιμο όταν τους αιφνιδίασαν οι
ληστές.
Πίσω
από τα μυωπικά γυαλιά του ένα δάκρυ κύλησε μέχρι τον λαιμό του. Η παπαρούνα
του, η μοναδική αγάπη της ζωής του, η λατρεμένη του παπαρούνα βρισκόταν όμηρος
στα χέρια των ληστών.
- Τα πήρες όλα,
φώναξε ο ληστής που κρατούσε τον πατέρας της σε έναν τρίτο ληστή που μόλις είχε
κατεβεί από το γραφείο που ήταν το χρηματοκιβώτιο, κατέβαινε με την μητέρα της αγαπημένης
του και την σημάδευε με ένα περίστροφο.
Ήταν η στιγμή του, σαν άλλος επιθεωρητής
Κάλαχαν ετοιμάστηκε να δράσει. Έβγαλε την παπαρούνα του από την τσέπη του
μπουφάν, την έσφιξε δυνατά μέσα στην χούφτα του για λίγα δευτερόλεπτα. Ύστερα
την τοποθέτησε σαν φυλακτό πάλι πίσω στην θέση της και βγήκε στον δρόμο ακριβώς
απέναντι από την είσοδο του καταστήματος.
- Αστυνομίαααα,
ακίνητοιιιι, τους φώναξε με αποφασιστική φωνή, οι δυο ληστές έχασαν την
ψυχραιμία τους με την εξέλιξη αυτή, μέσα στον πανικό τους δεν μπορούσαν να
σκεφτούν ψύχραιμα για αυτόν τον ψηλό και ασυνήθιστο τύπο που τους κοιτούσε
ατάραχος πίσω από τα χοντρά γυαλιά του. Η Σούλα τον κοιτούσε έκπληκτη, φοβόταν,
φοβόταν τόσο πολύ και ο Λάκης το ένοιωθε στην καρδιά του, στο παρακλητικό της βλέμμα
που ικέτευε για βοήθεια από τον άνθρωπο που αγαπούσε όσο τίποτε άλλο.
Πάνω που ετοιμάστηκε ο ένας να τον σημαδέψει
με το όπλο, ξαφνικά τον είδε να περπατάει και να εξαφανίζεται στην γωνία.
- Ποιός βλαμμένος
ήταν αυτός; Γρήγορα, κουνηθείτε, φώναξε αυτός που κρατούσε τον πατέρα και είχε
το πιο σκληρό πρόσωπο από τους τρεις, μπορεί να καλέσει τους μπάτσους. Έδωσε
μια σπρωξιά στον πατέρας της Σούλας και εκείνος του αντιστάθηκε, ο ληστής τότε
του έδωσε ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι.
- Προχώρα ρε
κωλόγερε τον πρόσταξε.
- Μη φώναξε, η
μητέρα, μη σας παρακαλώ είναι άρρωστος, έχει την καρδιά του.
Στο βάθος του δρόμου ο Κάλαχαν είδε το φως
από τους μπλε φάρους των μηχανών της ομάδας Δίας να παιχνιδίζουν πάνω στα
κτήρια. Τέσσερις μηχανές με 8 πάνοπλους αστυνομικούς κατέφθαναν με ιλιγγιώδη
ταχύτητα. Ο Λάκης περπάτησε ατάραχος τα λίγα
βήματα που τον χώριζαν από το μαγαζί και εμφανίστηκε ξανά μπροστά από την πόρτα
του παντοπωλείου. Στάθηκε ακριβώς απέναντι από τους ληστές και την Παπαρούνα
του.
Ο Λάκης πια ζούσε
τον “ρόλο” του, κοίταξε την παπαρούνα του, έπειτα τους κακοποιούς και εντελώς
απροσδόκητα άρχισε να σιγοτραγουδάει το τραγουδάκι του.
“Ντούρου,
ντούρου, ντουρουντού, ντούρου, ντούρου, ντουρουντό, παπαρούνα σ’ αγαπώ”
Όλοι τον
κοιτούσαν αποσβολωμένοι και εκείνος με μια ασυνήθιστη καθαρότητα στην σκέψη και
την ομιλία του ξεκίνησε να μιλάει όπως στην ταινία, ο βρώμικος Χάρι.
- Κάθε μέρα στέκομαι σε αυτό το πεζοδρόμιο,
κάθε μέρα τα τελευταία 20 χρόνια, κάθε μέρα έρχομαι εδώ για μια μόνο της ματιά…
Φύγε ρε μαλάκα,
φώναξε ασυγκίνητος και τρομερά εκνευρισμένος αυτός που κρατούσε τον πατέρα.
Η Παπαρούνα συνέχεια
τον κοιτούσε μέσα από τα υγρά της μάτια, δεν υπήρχε τίποτα άλλο γύρω της εκτός
από την εικόνα του,
- Λάκηηηη, του
φώναξε σπρώχνοντας τον κακοποιό που την κρατούσε, αυτός όμως την βάσταξε δυνατά
στην θέση της. Η Σούλα ταρακουνιόταν και φώναζε, βρισκόταν σε τρομερή σύγχυση
και δεν μπορούσε να ηρεμήσει, μόνο με την βία την κρατούσε στην θέση της.
- Αγάπη μου, της
είπε τρυφερά εκείνος τείνοντας της το χέρι του.
- Σούλα μη αγάπη μου, ηρέμησε όλα θα πάνε καλά
της φώναξε η μητέρα της που ήξερε σε τι ταραχή βρισκόταν. Η γυναίκα είχε
δακρύσει, ήταν για όλη αυτή την κατάσταση αλλά δάκρυσε και για αυτό το υπέροχο παιδί που όλοι
το περιέπαιζαν και όμως ήταν σε θέση να αγαπάει τόσο αληθινά, όσο λίγοι στον
κόσμο.
- Φύγε ρε από μπροστά μου, θα σε καθαρίσω ρε
μπάσταρδε τον απείλησε πάλι ο ληστής.
Ο Λάκης μεταξύ
πραγματικότητας και φαντασίας τον κοίταξε στα μάτια, με εκείνο το ψυχρό βλέμμα
του Κλιντ Ίσγουντ,
- Άφησε τους τώρα,
του είπε αποφασιστικά, σε λίγο φτάνουν οι δικοί μου, είστε περικυκλωμένοι.
- Ποιοι δικοί σου
ρε τρελέ; Ο Κάλαχαν ατάραχος συνέχισε,
- Αν τους αφήσετε τώρα και φύγετε ήσυχα θα σου
δώσω αυτό το… Η μοιραία κίνηση είχε γίνει, ο Κάλαχαν ανοίγοντας απότομα το
μπουφάν του, φάνηκε το μεγάλο πλαστικό περίστροφο, αυτό που του είχε αγοράσει η
κυρά Φρόσω όταν ήταν παιδί. Μέσα στο ημίφως όμως ο ληστής το πέρασε για
αληθινό. Όλα έγιναν σε μια και μόνο στιγμή.
- Κωλόμπατσε, φώναξε
και το πρόσωπο του σκλήρυνε παίρνοντας μια τρομερή έκφραση, στα μάτια του
φάνηκε καθαρά η παντελής έλλειψη σεβασμού προς την ανθρώπινη ύπαρξη. Σχεδόν
αυτόματα πάτησε την σκανδάλη. Η λάμψη από την πυρίτιδα που πυροδότησε το
καψίλιο του βλήματος φώτισε τα μάτια του Κάλαχαν, ύστερα ακούστηκε ο κρότος της
έκρηξης. Η μυτερή βολίδα ήδη είχε εκτιναχθεί ευθύβολα απ’ την κάνη του όπλου για
να υπογράψει την άδοξη μοίρα του επιθεωρητή Κάλαχαν...
Η βολίδα βρήκε
τον Λάκη στο στήθος, δεν ακούστηκε τίποτα πάρα μόνο ο γδούπος από το πέσιμο στο
παγωμένο πεζοδρόμιο. Επικράτησε πανδαιμόνιο, ο πατέρας της Σούλας με όση δύναμη
είχε χτύπησε τον ληστή που παραπάτησε. Φωνές, δυνατές, ύστερα εκκωφαντικές
ακούστηκαν,
- Ακίνητοι, ακίνητοι,
όλοι κάτω, κάτω… Οι αστυνομικοί κινήθηκαν αστραπιαία και χωρισμένοι σε τρεις
ομάδες κύκλωσαν τους ληστές από παντού και τους αφόπλισαν. Οι όμηροι ήταν πια
ασφαλείς. Ο αρχηγός τους ήταν ένας αδίστακτος βαρυποινίτης που είχε αποδράσει
πριν λίγο καιρό.
Ο Κάλαχαν δεν είχε πρόθεση να τραβήξει το
όπλο του, δεν θα το έκανε ποτέ. Μόνο πήγε να τους δώσει ένα ρολόι, ένα χρυσό
ρολόι με αντάλλαγμα τους ομήρους, την λατρεμένη του παπαρούνα. Ήταν το μοναδικό
αντικείμενο που είχε από τον πατέρα του, το μοναδικό αντικείμενο που είχε αφήσει
στην φυγή του, το μοναδικό πράγμα που τον συνέδεε με εκείνον. Η αληθινή αγάπη του
όμως ήταν πιο δυνατή από κάθε ανάμνηση, από κάθε χρυσό ρολόι του κόσμου...
Η νεαρή
αστυνομικός αφού πέρασε τις χειροπέδες στον κακοποιό που κρατούσε την Σούλα, πήρε
τον ασύρματο στα χέρια της και κάλεσε το κέντρο της αμέσου δράσεως.
- Κέντρο, κέντρο χρειαζόμαστε
άμεσα ασθενοφόρο, έχουμε αιμόφυρτο άντρα χωρίς αισθήσεις που πυροβολήθηκε από τους
δράστες.
Πυκνές χιονονιφάδες έπεφταν τώρα από τον
ουρανό και στρώνονταν σε κάθε επιφάνεια. Η παπαρούνα είχε αγκαλιάσει τον Λάκη της
και έκλαιγε με αναφιλητά, κάθε τόσο του μιλούσε και ας μην έπαιρνε καμία
απάντηση, εκείνη του έλεγε συνέχεια πόσο τον αγαπούσε. Του υποσχόταν ότι θα
έβλεπαν μαζί τις αγαπημένες του αστυνομικές ταινίες, μα ο Λάκης δεν άνοιγε τα
μάτια του, δεν τις μιλούσε. Η Σούλα τον αγκάλιαζε σφιχτά και είχε βαφτεί κόκκινη
από το δικό του αίμα, η παντοτινή του παπαρούνα.
Η σειρήνα του ασθενοφόρου ακούστηκε από
μακριά, έτρεχε στους άδειους γιορτινούς δρόμους για να φτάσει στον Λάκη. Η
χιονόπτωση όλο και δυνάμωνε όμως είχε μαζευτεί πολύς κόσμος που ρωτούσε να
μάθει τι συνέβη. Από στόμα σε στόμα όλοι
έμαθαν πως ο Κάλαχαν είχε πυροβοληθεί από τους ληστές.
- Μα πως το έκανε
αυτό με ένα πλαστικό πιστόλι, είναι τόσο βλάκας; Αναρωτήθηκε απορώντας για το
μέγεθος της αποκοτιάς του θύματος ένας από τους κατοίκους της περιοχής που
είχαν κατακλύσει το σημείο της ληστείας.
- Μάλλον ένας
ρομαντικός ήρωας, του απάντησε κοιτώντας τον αυστηρά η νεαρή αστυνομικός της ομάδας
Δίας που είχε καλέσει το ασθενοφόρο και ήδη είχε μάθει για τον Κάλαχαν από τους
γονείς της Σούλας…
Η μεγάλη, η αγνή αγάπη αυτών των δυο “παιδιών” έγινε γνωστή στο πανελλήνιο
από κάθε μέσο ενημέρωσης. Από την ημέρα των Χριστουγέννων και μέχρι την
Πρωτοχρονιά η είδηση έπαιζε παντού και οι συνδέσεις των τηλεοπτικών σταθμών παρά
το χιόνι ήταν συνεχής απ’ την γειτονιά του Λάκη, το παντοπωλείο και το νοσοκομείο
Γ. Γεννηματάς όπου μεταφέρθηκε ο τραυματίας. Το κοινό ήθελε να μάθει λεπτομέρειες
για αυτήν την “παράξενη” αγάπη, για τον ρομαντικό ήρωα, για την αγαπημένη Παπαρούνα
του και την αιματηρή κατάληξη της ιστορίας τους από τον σκληρό κακοποιό.
Και όμως παρά τον πυροβολισμό που τον βρήκε
κατάστηθα αυτή η αγάπη δεν θα τελείωνε εδώ. Ο Λάκης τραυματίστηκε σοβαρά, όμως η
παπαρούνα, το πολύτιμο φυλακτό που χρόνια πριν του είχε δώσει η Σούλα, του είχε
σώσει την ζωή. Αυτή η χοντροκομμένη πέτρα που πάνω της είχε ζωγραφίσει η
αγαπημένη του μια ολοκόκκινη παπαρούνα στο μάθημα της ζωγραφικής, συμβόλιζε την
αγάπη τους. Η πέτρινη παπαρούνα που τόσα χρόνια δεν είχε αποχωριστεί ποτέ του ο
Λάκης και την έκανε τραγούδι, έγινε κομμάτια, όμως τον κράτησε στην ζωή. Η
σφαίρα χτύπησε το στήθος του μα πρώτα όλη της την δύναμη την απορρόφησε η
παπαρούνα που ο Λάκης είχε τοποθετήσει στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν για να
ακουμπάει την καρδιά του, να νοιώθει την Σούλα, την γλυκιά του παπαρούνα…
“Ντούρου,
ντούρου, ντουρουντού, ντούρου, ντούρου, ντουρουντό, παπαρούνα σ’ αγαπώ”
Αφιερωμένο στην αληθινή
αγάπη που μπορεί να νοιώσει ο κάθε άνθρωπος…
Στους Έλληνες αστυνομικούς, γυναίκες
και άνδρες, οι οποίοι με ελάχιστους πόρους μάχονται καθημερινά για την ασφάλεια
του πολίτη...
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2017
Α Δ. Ε. ΒΑΛΜΑΣ
Οι ζωγραφιές
είναι έργα του αγαπητού μου φίλου ζωγράφου Ντίνου Παπασπύρου
- ΠΙΝΑΚΑΣ-ΕΡΓΟ -ΤΟ ΓΕΝΤΙ ΚΟΥΛΕ-
- ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-18, ΑΝΟΙΞΗ ΣΤΟΝ ΛΕΥΚΟ ΠΥΡΓΟ-2
- ΠΙΝΑΚΑΣ Λάμπουν σαν δάκρυα τα Χριστούγεννα