Κάποτε στο Μακεδονία Παλλάς
Υπάρχει μέσα μου ένα φως.
καμιά φορά σαν δέντρο ή σαν πουλί
ή ξέφτι απ' το γαλάζιο στο περβάζι σου.
Υπάρχει μέσα μου ένα φως
που όλα τα ξέρει κι όλα τα αισθάνεται
μοναχικό που ταξιδεύει απ' την αρχή του
χρόνου
που αστράφτει μέσα στη μεγάλη νύχτα
και δεν παραδίδεται
Τόλης Νικηφόρου
Στον ένατο όροφο… στον ουρανό της πόλης... κοντά στα αστέρια…
“CORLEONE”
Αστέρια λαμπυρίζουν στους τοίχους, φωτίζουν ελαφρώς τα διάσπαρτα γυάλινα
τραπέζια με τις οβάλ πολυθρόνες και τους ευρύχωρους καναπέδες που είναι καμωμένοι
από μαύρο δέρμα. Στην επιβλητική μπάρα από χοντρό ξύλο τριανταφυλλιάς θαμώνες κάθονται
ακουμπισμένοι πάνω της, με ένα ποτό στο χέρι. Τους περιτριγυρίζουν πολύχρωμα
μπουκάλια γεμάτα αλκοόλ, κρυστάλλινα ποτήρια
κρέμονται ανάποδα, λαμπυρίζουν πάνω από τα κεφάλια τους ενώ πίσω τους η θάλασσα
και ο ουρανός απλώνονται μέχρι την εσχατιά της πλάσης.
Ο μπάρμαν πάντοτε άψογα ντυμένος,
όμοια με τον σερβιτόρο, φοράει την στολή του ξενοδοχείου και το καρτελάκι με το
όνομα του καρφιτσωμένο στο στήθος. Η μουσική παίζει χαμηλά και ο χώρος είναι
πλημμυρισμένος από χαμόγελα και συζητήσεις. Τα παπούτσια βουλιάζουν στην παχιά,
μαλακή μοκέτα, ένας δρόμος ζωγραφισμένος πάνω της οδηγεί σε άγνωστο προορισμό.
Επάνω στις τσιμεντένιες κολώνες που συγκρατούν την οροφή, ορθώνονται κάποιοι άντρες.
Φορούν γκρι παλτό και στα καλοκουρεμένα κεφάλια τους χαμηλά, στρογγυλά καπέλα.
Με γυρισμένη την πλάτη τους, θαρρείς ζωντανοί, στέκονται ανάμεσα μας,
μυστηριώδεις παρουσίες.
Πίσω
από την ξύλινη μπάρα, σύνορο με τον έξω κόσμο, η γυάλινη τζαμαρία. Αφήνει την
ματιά να απλώνεται όσο το μπορεί. Nα απλώνεται απ’ την θάλασσα μέχρι τον
ουρανό που τις βραδιές είναι γεμάτος αστέρια, γεμάτος φως από γαλαξίες
μακρινούς. Ίσως και να μην υπάρχουν πια, όμως έμεινε το φως, η μνήμη τους, να
ταξιδεύει στο άχρονο άπειρο.
Ποιος ξέρει αν και εκεί έξω ζουν κάποιοι
άλλοι σε ένα τόπο φιλόξενο, αν έχουν τις ίδιες αναμνήσεις παρέα με ένα ποτό στο
χέρι; Ίσως να κάθονται γύρω από μια μπάρα σαν εμάς, ίσως κάποιες φορές να αναρωτιούνται
και αυτοί αν ζουν μόνοι τους μέσα στο σύμπαν, ίσως μέσα στην νυχτιά να κοιτούν και
το λαμπερό αστέρι που δίνει ζωή στην μικρή μπλε υδρόγειο μας, ίσως...
To μπαρ
“Corleone” έγινε το αγαπημένο τους στέκι από την αρχή της γνωριμίας τους· κάπου στα 1998. Η Μαρία είχε πρωτοπάει
μερικές φορές με την παρέα της, αυτή το γνώρισε στον Τάσο. Ανέβηκαν μαζί για
πρώτη φορά στον ένατο όροφο του Μακεδονία Παλλάς στο δεύτερο τους ραντεβού,
μετά το μπαλκόνι του “Τόττη” στην παλιά παραλία. Εκείνος το λάτρεψε αμέσως. Από
εκεί ψηλά μπορούσε να δει όλη την πόλη, από τον Λευκό πύργο και το Επταπύργιο,
μέχρι την κορφή των 1201 μέτρων του Χορτιάτη και το αρχοντικό Πανόραμα στην
σκιά του. Μπορούσε να ταξιδεύει νοερά στον Θερμαϊκό, που άλλοτε γαλήνιος και
άλλοτε φουρτουνιασμένος έβρεχε από την Καλαμαριά μέχρι τα πέτρινα πόδια του
Ολύμπου.
Το μπαρ στεγαζόταν στον
ένατο όροφο του ξενοδοχείου «Μακεδονία
Παλλάς», πάνω από την νέα
παραλία. Ξενοδοχείο σημαντικό, δεμένο με την νεότερη ιστορία της πόλης. Θυμόταν
τον πατέρα του τον Δημήτρη να του περιγράφει πρώτα την γιγάντια επιχωμάτωση για
την δημιουργία της νέας παραλίας και έπειτα την ειδική κατασκευή των θεμελίων
του ξενοδοχείου μέσα στην θάλασσα από την τεράστια μπετοπρέσα. Μεγάλο επίτευγμα
της μηχανικής στην Ελλάδα για τις αρχές της δεκαετίας του 60. Αν θυμόταν καλά ένα
άρθρο της εφημερίδας “Μακεδονία” πρέπει να λειτούργησε στα 1972, την χρονιά της
γέννησης του.
Οι δυο τους
επισκέπτονταν το “Corleone” πολύ συχνά, ειδικά τα Σαββατόβραδα όταν κανόνιζαν μια έξοδο, μόνοι ή με φίλους. Πριν ανεβούν στον
ένατο πάντα θαύμαζαν το ψηφιδωτό δάπεδο του ισογείου και η Μαρία έριχνε μια
κλεφτή ματιά προς το lobby όπου πριν χρόνια ο πρόεδρος της μεγάλης εταιρείας τηλεπικοινωνιών εκεί
της είχε πάρει συνέντευξη. Την είχε επιλέξει μεταξύ πολλών άλλων υποψηφίων για
μια θέση στην επιτυχημένη εταιρεία του. Αυτός ήταν και ο λόγος να γνωριστεί με
τον Τάσο μιας και αυτός ήδη δούλευε ως τεχνικός στην ίδια εταιρεία. Άλλος ένας
λόγος που τους συνέδεε συναισθηματικά με το Μακεδονία Παλλάς.
Η ιστορία τους
συνεχίστηκε σ’ αυτό το ξενοδοχείο αφού στο “Corleone” πέρασαν ατελείωτες ώρες συζητήσεων και γεγονότων για τις πιο
σημαντικές στιγμές τους. Στην αρχή ήταν η προετοιμασία των αρραβώνων τους, μετά
από τέσσερα χρόνια εκεί και πάλι οργάνωναν τον γάμο τους. Εκεί περίμεναν λίγους
μήνες έπειτα και την Κλαιρούλα τους και αργότερα σχεδίαζαν το δωμάτιο της. Στο
φιλόξενο περιβάλλον του έκαναν γνωριμίες, συζήτησαν πολλά απ΄ τα μικρά θέματα
της καθημερινότητας, όπως κι ένα σωρό πολιτικά γεγονότα, πολέμους και
καταστροφές στην Ελλάδα και τον κόσμο.
Μέχρι και τα τρία αποτυχημένα προξενιά που ο Τάσος – και μόνον αυτός
- έβλεπε με βεβαιότητα ότι θα κατέληγαν
σε κουφέτα, εκεί έγιναν.
Με το προσωπικό είχαν
γίνει φίλοι και μόνο από ευγένεια περίμεναν την παραγγελία για το λευκό κρασί
της Μαρίας και την γλυκιά σοκολάτα του Τάσου. Όμορφο και φιλόξενο το εσωτερικό,
όμως το καλοκαίρι όταν η γυάλινη τζαμαρία άνοιγε το μπαρ αποκτούσε το πιο
όμορφο μπαλκόνι της πόλης. Τότε τους άρεσε να κάθονται δίπλα στο χώρισμα με το
πολυτελές εστιατόριο του ξενοδοχείου, την “Πορφύρα” που καταλάμβανε το υπόλοιπο
του ορόφου. Όλη η κοσμική Θεσσαλονίκη,
επιχειρηματίες, πολιτικοί περνούσαν κάθε βράδυ απ' το εστιατόριο του
ξενοδοχείου και όχι μόνο. Κατά καιρούς σημαντικοί Ευρωπαίοι πολιτικοί και
μεγάλοι αστέρες του κινηματογράφου είχαν διαμείνει σε κάποια από τις σουίτες
και γεύτηκαν τα εδέσματα των εξαιρετικών Σεφ της “Πορφύρας”. Και ο Τάσος
ονειρευόταν να κάνει μια μέρα έκπληξη
στην Μαρία μια μικρή διαμονή σε κάποια από τις όμορφες σουίτες του ξενοδοχείου,
να απολαύσουν το γαλάζιο από το κρεβάτι τους ξυπνώντας το πρωί, να χαρούν την
πόλη τους, σαν δυο ανέμελοι τουρίστες. Οι δυο τους πολλές φορές που έβρισκαν
κενό το ακριανό τραπέζι στο χώρισμα με την «Πορφύρα» καθόταν εκεί, όπου ο
θόρυβος από τις συζητήσεις και τα γέλια του Corleone ήταν λιγότερος και έτσι μπορούσαν να απολαμβάνουν τις όμορφες μελωδίες
από το πιάνο του εστιατορίου, έστω και “λαθραία”.
Ένα απρόσμενο γεγονός
Ένα
κρύο Σαββατόβραδο λίγο πριν τις γιορτές των Χριστουγέννων του 2008 ο
κατακόκκινος ουρανός κάθε τόσο άφηνε μερικές χιονονιφάδες να πέσουν στην
γιορτινά φωτισμένη πόλη. Η μικρούλα τους κοιμόταν
βαθιά παρέα με την γιαγιά Αγγελική και οι δυο τους, μετά από καιρό, βρήκαν την
ευκαιρία για μια βραδινή έξοδο στο αγαπημένο τους μπαρ. Σε λίγη ώρα από το
νοικιασμένο τριαράκι τους στο γήπεδο της Τούμπας είχαν φτάσει στην παραλία, στο
Φάληρο· μια κατηφόρα δρόμος. Με το μυαλό στην μικρή και με το ενδεχόμενο να
χτυπήσει το τηλέφωνο ανά πάσα στιγμή για μια εσπευσμένη επιστροφή, πέρασαν
βιαστικά την πολυτελή περιστρεφόμενη είσοδο του ξενοδοχείου και πήραν τον
ανελκυστήρα για τον ένατο όροφο. Στο άνοιγμα της πόρτας αντίκρισαν σκοτάδι και
στην θέση των γνώριμων ήχων του “Corleone” υπήρχε μόνο μια ανησυχητική βουβαμάρα. Μερικά
βήματα και μόνο έφταναν, με έκπληξη και με λύπη ανακάλυψαν πως το αγαπημένο
τους μπαρ είχε γίνει εργοτάξιο. Κοιτάχτηκαν αμήχανα,
λυπημένα, μετά από αυτό δεν είχαν καμία όρεξη για έξοδο. Πήραν το
ασανσέρ και κατέβηκαν στο πολυσύχναστο ισόγειο. Απέναντι από την ρεσεψιόν
παρατήρησαν τώρα την ενημερωτική πινακίδα που πληροφορούσε πως το αγαπημένο
τους μπαρ θα ανακαινίζονταν και σύντομα θα ήταν και πάλι έτοιμο να τους
υποδεχτεί με τον φιλόξενο τρόπο του ξενοδοχείου και την υπέροχη θέα στην πόλη.
«Ε, το χρειαζόταν
και λιγάκι αυτό το λίφτινγκ μετά από τόσα χρόνια», είπε ο Τάσος προσπαθώντας να
βρει κάτι το καλό στην όλη υπόθεση.
Έξω χιόνιζε τώρα έντονα, βιαστικά
μπήκαν στο μικρούλι Citroen τους
και ανηφόρισαν για τα ψηλά της Τούμπας. Στο δρόμο νοστάλγησαν τα όμορφα βράδια
που πέρασαν στον ένατο όροφο. Μέσα στην παγωνιά του χιονισμένου τοπίου , με το
καλοριφέρ στο μέγιστο, θυμήθηκαν εκείνα τα ζεστά σαββατόβραδα, έξω στο
μπαλκόνι, με τις μελωδίες του πιάνου από το κοσμικό εστιατόριο. Μπορεί ποτέ να
μην πέρασαν την είσοδο του, μα τόσες και τόσες φορές ταξίδεψαν νοερά οι δυο
τους, κάθε φορά για κάποιο άλλο νησί, παρέα με τους επιβάτες που αν και δεν
τους έβλεπαν στο βάθος της θάλασσας, είχαν τις ίδιες προσδοκίες και τα ίδια
εφήμερα όνειρα του καλοκαιριού. Με συνοδεία τις νότες έβλεπαν τα πλοία να
κινούνται αργά αργά, αναδεύοντας τα νερά με το φως
του φεγγαριού, να χάνονται μετά το Καραμπουρνάκι αφήνοντας πίσω τους την
Θεσσαλονίκη, μια ανάμνηση. Σαν το μπαρ
τους...
Μια ... έκπληξη
Από εκείνο το
σαββατόβραδο είχαν περάσει κοντά τρεις μήνες. Ανυπομονούσαν πότε επιτέλους θα
ερχόταν η στιγμή να ανεβούν στον ένατο όροφο ώστε να δουν το αγαπημένο
τους μπαρ στην νέα του μορφή. Αν και τους προβλημάτιζε λίγο το πως θα ήταν τελικά
αυτή η ακαθόριστη, νέα μορφή. Αν και αναρωτιόταν αν είχε ολοκληρωθεί η
ανακαίνιση, αποφάσισαν να κάνουν μια βόλτα ως εκεί. Ήταν φυσικά και πάλι
Σαββατόβραδο· η μόνη νύχτα εξόδου της
εβδομάδας, κι ήταν εξαίσια γλυκό, ύστερα από μια ζεστή μέρα που δεν θύμιζε
Μάρτη μα πιο πολύ προχωρημένο Μάη.
Έφτασαν κατά τις δέκα,
αφού φυσικά πριν είχαν βάλει
την κορούλα τους για ύπνο.
Πλάι
στο ασανσέρ είδαν με χαρά πως η
ενημερωτική πινακίδα για την ανακαίνιση είχε αφαιρεθεί. Σε λίγο επιτέλους το
ασανσέρ έφτασε στον ένατο, βγήκαν στο προθάλαμο. Άπλετο φως έλουζε το μικρό
σαλονάκι που είχε τοποθετηθεί τώρα αντί της κλασικής πολυθρόνας που βρισκόταν
στο σημείο παλιότερα.
-
Τι είναι αυτό; Ρώτησε ο Τάσος βλέποντας μια κλειστή πόρτα με κάθετες ρίγες και
ένα μικρό παραθυράκι στο ύψος των ματιών. Εκεί κάποτε ήταν η ανοικτή είσοδος προς το μπαρ τους, το “CORLEONE”. Μια ανησυχία τον κυρίευσε, κάτι δεν του ταίριαζε, κάτι δεν πήγαινε
καλά.
Η Μαρία προχώρησε πρώτη. Η ριγέ πόρτα άνοιξε από μέσα και ένας
ευπαρουσίαστος νεαρός τους χαιρέτησε. Αμέσως είδαν το σημείο που ήταν η είσοδος
του μπαρ και δίπλα της το μεγάλο παράθυρο, η γωνιά με τους καναπές. Τίποτα δεν
υπήρχε από όλα αυτά στην θέση τους ανοιγόταν ένας μακρύς διάδρομος. Στο βάθος
του μια ακόμη είσοδος, μέσα στο ημίφως που επικρατούσε διακρίνονταν μπροστά της
δυο κοπέλες. Η μία ήταν εντυπωσιακά ψηλή, με κοντά ασύμμετρα μαλλιά βαμμένα σαν
στάχυα, στα ζυγωματικά και γύρω από τα μάτια είχε έντονο μακιγιάζ που όμως δεν
τραβούσε καθόλου τα βλέμματα μιας και για αυτό φρόντιζε το αποκαλυπτικότατο
κομμάτι από μαύρο ύφασμα που ίσα ίσα έφτανε, δεν έφτανε να καλύψει τα επίμαχα
σημεία. Η δεύτερη καθόταν διπλά στην πόρτα της νέας εισόδου, πίσω από ένα
αναλόγιο. Ήταν μετρίου αναστήματος με ύφος μπλαζέ. Φορούσε ένα κόκκινο φόρεμα,
αρκετά ανταγωνιστικό της ξανθιάς. Σε αντίθεση στο σκούρο δέρμα της, είχε
φορέσει μπλε φακούς επαφής. Στον υποφωτισμένο διάδρομο το σκούρο μπλε βλέμμα,
της έδινε μια αλλόκοτη, ίσως και τρομακτική μορφή.
Το ζευγάρι δεν πίστευε
στα μάτια του. Η ζεστασιά και η οικειότητα που ένοιωθαν σ’ αυτόν τον χώρο είχαν
χαθεί ανεπιστρεπτί. Σε λίγο όμως και άλλες εκπλήξεις τους περίμεναν.
-
Παρακαλώ έχετε κάνει κράτηση; Ρώτησε η κυρία στο αναλόγιο με ύφος χιλίων
καρδινάλιων.
- Όχι, ξέρετε εμείς νομίζαμε... προσπάθησε να αρθρώσει ο Τάσος
που παράλληλα την αναγνώρισε από κάποια στιγμή στο παρελθόν, όντας υπεύθυνη
εκείνη σε ένα από τα κοσμικά στέκια της πόλης, που στεγαζόταν σε έναν χώρο στην παραλία λίγο πιο μακριά
από το “Μακεδονία Παλλάς”.
-
Δεν πειράζει τον διέκοψε άναψε ένα μικρό φωτιστικό και βάλθηκε να ελέγχει με
προσοχή τις κρατήσεις.
-
Την θυμάσαι; Ρώτησε ο Τάσος την γυναίκα του.
-
Δεν μπορώ να θυμηθώ
-
Στο in, στην παραλία.
-
Α, ναι στο in.
- Νοίκιασαν
τον χώρο, οι τύποι δεν έχουν καμιά σχέση με το ξενοδοχείο, με το αγαπημένο μας
μπαρ...
Αφού
γύρισε το κεφάλι δυο τρεις φορές δεξιά, αριστερά πάνω στις σημειώσεις της, η
μετρ τους ανακοίνωσε με αυστηρή φωνή,
-
Μόνο στο μπαρ ή σε κάποιο σταντ είπε η μετρ και ταυτόχρονα η ξανθιά άνοιξε την
είσοδο και τους έδειξε τον δρόμο προς το εσωτερικό του χώρου.
Ένα βήμα τους χώριζε από
το να τους αποκαλυφθεί η αλήθεια. Το νεαρό ζευγάρι μουδιασμένο από όλη την
κατάσταση πέρασε την είσοδο !!!
Ένας εντελώς νέος χώρος ανοίχθηκε μπροστά
τους. Ήταν ένα μοντέρνο, μεγάλο, μονοκόμματο, μπαρ - ρεστοράν αντί του παλιού
αγαπημένου τους μικρού και τόσο φιλικού μπαρ με την υπέροχη θέα και του
πολυτελούς εστιατορίου με τις όμορφες μελωδίες του πιάνου.
Γύρω τους παντού ρεζερβέ τραπέζια, περικυκλωμένα από κυκλικούς καναπέδες γεμάτους
από επίδοξους κοσμικούς της συμπρωτεύουσας.
Στο μπαρ “9 cloud level”, αυτή η ονομασία είχε πλέον αντικαταστήσει το
πάλλε ποτέ μαφιόζικο «CORLEONE», επικρατούσε συνωστισμός. Το ζευγάρι είχε βρει ευτυχώς λίγο χώρο σε
μια σανίδα ξύλου βιδωμένη στον τοίχο πλάι στο μπαρ. Έμειναν όρθιοι ελλείψει
σκαμπό, σαν τιμωρημένα σχολιαρόπαιδα. Έδωσαν την παραγγελία τους μετά από πολλά
επίμονα νοήματα του Τάσου σε μια γλυκύτατη μα αγχωμένη σερβιτόρα η οποία ήρθε
φουριόζα και εξαφανίστηκε σπρώχνοντας ελαφρά για να περάσει. Όταν ήρθαν τα δυο ποτήρια λευκό κρασί - η
σοκολάτα του Τάσου χάθηκε μαζί με το «Corleone» - συνοδεία λίγο ξηρών καρπών
και αυτά μόνο φιστίκια αράπικα, καβουρντισμένα και λύσσα αλατισμένα,
αναστέναξαν.
Όσο περνούσε η ώρα τόσο
το μαγαζί γέμιζε ασφυκτικά και από καινούργιους νιόφερτους καθώς η μουσική
έπαιζε όλο και πιο δυνατά. Οι δυο τους κοίταζαν τον τοίχο μην μπορώντας καν να
κουνηθούν από την θέση τους. Ο Τάσος όλο και γκρίνιαζε για όλους αυτούς που
είχαν μαζευτεί και δεν τους άφηναν να απολαύσουν τίποτα, τους έκρυβαν ακόμη και
το μόνο που είχε απομείνει από το παλιό τους στέκι.... την θέα...
Η
Μαρία που τον κοιτούσε στο μισοσκόταδο προσπάθησε να τον ηρεμήσει.
- Αχ, ηρέμησε μωρό μου...
- Τιιιιι;;;
Δεν ακούωωωω…
- Ηρέμησεεε, επανέλαβε δυνατά.
-
Τι να ηρεμήσω Μαρία, της φώναξε στο
αυτί, για να μπορέσει να τον ακούσει καθαρά, κάθομαι εδώ και κοιτάζω τον τοίχο.
Θυμάσαι που καθόμασταν δίπλα στο μπάρμαν, μπροστά στην τζαμαρία; Δεν περίμενε
την αυτονόητη απάντηση της και συνέχισε με την ανάμνηση ζωντανή στα μάτια του.
- Μπορούσαμε
να βλέπουμε τον Λευκό Πύργο, το λιμάνι, την θάλασσα, τα αστέρια.
Τι
ωραία που ήταν τότε. Τώρα είμαστε σαν τα ψάρια έξω από το νερό, να κοιτάμε τις
πλάτες των “δήθεν” νεοφερμένων που μας κλέβουν την θέα, που μας κλέβουν...
Η
Μαρία χαμογέλασε και του έπιασε το χέρι,
-
Πάμε, του είπε και τον οδήγησε έξω από το μπαρ...
Όταν άνοιξε η πόρτα του
ισογείου ήταν λες και ξύπνησαν από ένα κακό όνειρο. Ήταν και πάλι στην λαμπερή,
στην ζεστή ατμόσφαιρα του αγαπημένου τους ξενοδοχείου. Η ρεσεψιόν απέναντι τους
ήταν γεμάτη από τουρίστες που μόλις είχαν φτάσει από Φιλανδία, στο lobby
μερικές παρέες συζητούσαν χαμηλοφώνως. Η
Μαρία τον τράβηξε απαλά,
-
Έλα...
Χέρι χέρι διέσχισαν το ψηφιδωτό δάπεδο και
βγήκαν στην βεράντα του ξενοδοχείου όπου μπροστά τους απλώνονταν ήρεμος ο
Θερμαϊκός. Στάθηκαν αμίλητοι, τυλιγμένοι απ’ την ελαφριά αύρα που έφτανε από τα
βαθειά. Μέσα στην βραδινή υγρασία τα φώτα του λιμανιού τρεμόπαιζαν ανάμεσα απ’ τους
θηριώδεις βραχίονες των γερανών. Αγκυροβολημένο στα ανοιχτά ένα φορτηγό πλοίο
γεμάτο με κοντέινερ από την Άπω Ανατολή, λικνίζονταν ανάλαφρα.
Ο
χρόνος κύλησε αργά πάνω από την πόλη, πάνω από την θάλασσα, πάνω από την
βεράντα του Μακεδονία Παλλάς. Οι δυο τους κοιτούσαν εκστατικά τις φωτεινές
κουκίδες του ουρανού που άλλαζαν αργά αποχρώσεις και έμοιαζαν να έχουν κατεβεί
μια ανάσα απ’ το νερό. Ήταν τόσα πολλά που απορούσαν, ήταν σαν να μαζευτήκαν
από κάθε γωνιά του νυχτερινού ουρανού μόνο για αυτούς. Η Μαρία φάνταζε λες και μόλις
είχε γεννηθεί μέσα από ένα παιδικό παραμύθι, έλαμπε ανάμεσα στις φωτίτσες του
ουρανού. Κοίταξε τον Τάσο με εκείνο το υπέροχο μελαχρινό της βλέμμα και εκείνος
έλιωνε μέσα στα μάτια της, μέσα στα λόγια της,
- Για ότι και αν συμβαίνει, για ότι και αν
συμβεί, θα έχουμε για πάντα τον θησαυρό μας αγάπη μου, τις αναμνήσεις της ζωής μας.
Αυτές κανείς δεν θα μπορέσει να μας τις στερήσει γιατί θα ζουν παντοτινά. Θα
ζουν στις λεωφόρους και στα στενά δρομάκια της πόλης μας, στο γαλάζιο της
θάλασσας. Θα ζουν στο μαβί φέγγος που τις νυχτιές αγκαλιάζει τις βουνοκορφές,
στο άπειρο που μέσα στο σκότος του χορεύουν τα πιο λαμπερά χρώματα. Θα ζουν μέχρι
την άκρη του σύμπαντος, στα πιο μακρινά αστέρια, εκεί που γεννηθήκαμε πριν
δισεκατομμύρια χρόνια, εκεί που θα υπάρχουμε για πάντα αγάπη μου...
Της αγάπης
τροβαδούρος
πλάι σου
παντοτινά…
Στην Μαρία μου, την αληθινή ηρωίδα αυτού του
διηγήματος, στον άνθρωπο που με παρότρυνε να ταξιδεύω μέσα από την γραφή...
Στους
θείους μου Τάνια και Πέτρο Γιαννετάκη που έχουν τις δικές τους αναμνήσεις στο
Μακεδονία Παλλάς. Ένα εξαιρετικό ζευγάρι που ενσαρκώνει όλες τις αξίες της
ελληνικής οικογένειας. Δυο εξαιρετικούς ανθρώπους που έχω την τύχη να είναι
σημείο αναφοράς στην ζωή μου. Θα ήθελα όμως ξεχωριστά να αφιερώσω αυτό το
διήγημα στον Πέτρο Γιαννετάκη, με την ιδιότητα του ως ιατρός εδώ και δεκαετίες
αντιμετωπίζει με καλοσύνη, ανθρωπιά, ανιδιοτέλεια, γλυκύτητα τον ασθενή, τον
άνθρωπο που προσφεύγει στον ιατρό για καταφυγή, στον πόνο, στην απόγνωση…
Α.
Δ. Ε. ΒΑΛΜΑΣ
Μάρτιος 2017
Θερμές
ευχαριστίες:
ΠΟΙΗΣΗ, ΤΟΛΗΣ
ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ
ΠΟΙΗΜΑ ΚΑΜΙΑ
ΦΟΡΑ ΣΑΝ ΔΕΝΤΡΟ Η ΣΑΝ ΠΟΥΛΙ
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ, ΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-227, ΒΡΑΧΝΑ ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ
ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-227, ΒΡΑΧΝΑ ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ