Το άγραφο βιβλίο των Χριστουγέννων
ένας μικρός
χριστός γεννιέται πάλι αύριο,
μόνος στον κόσμο.
ένας μικρός χριστός που ζωγραφίζει θαμπά
στο τζάμι δέντρα για τα παιδιά,
καράβια για τα όνειρα,
ένα παραμύθι της αγάπης για τους απελπισμένους.
παραμονή και τα χιλιάδες φώτα της πλατείας
στα μάτια του λάμπουν σαν δάκρυα
Τόλης Νικηφόρου
Όπου ο αφηγητής εξιστορεί,
294 ημέρες - 18 ώρες - 45 λεπτά
και κάποια δευτερόλεπτα έλλειπε από το σπίτι, το σχολείο, απ’ τα φιλαράκια του.
Πολλές ήταν οι ανυπόφορα δύσκολες μέρες που πέρασαν στην Αθήνα, όμως σήμερα
ήταν μια μέρα γιορτής !!!
Τα μάτια του Άρη έλαμπαν απ’ τον ήλιο που έμπαινε μέσα από το παράθυρο.
Το αεροπλάνο προσέγγισε την πόλη από τα νότια και ύστερα έστρεψε δυτικά της.
Στις 8:05 αυτό το ανέφελο πρωινό, ο πιλότος ακολουθώντας τις οδηγίες του πύργου
ελέγχου ξεκίνησε την διαδικασία προσγείωσης στο αεροδρόμιο Μακεδονία.
Ήταν ενθουσιασμένος, μέσα απ’ το παράθυρο παρακολουθούσε με κομμένη
την ανάσα καθώς το αεροσκάφος πήρε ανοικτή στροφή περνώντας πάνω από το
Αγγελοχώρι. Σε όλη την πτήση με το κινητό του τραβούσε φωτογραφίες και βίντεο, τα
σύννεφα, τα βουνά, τα νησιά της Ελλάδας. Το αεροσκάφος είχε πραγματοποιήσει ένα
μεγάλο κύκλο πάνω από το Δέλτα του Αξιού, την δυτική Θεσσαλονίκη και τώρα ήταν
ακριβώς επάνω από το λιμάνι. Έβλεπε καθαρά τους μεγάλους γερανούς που άρπαζαν
σαν σπιρτόκουτα τα τεράστια κοντέινερ από τα φορτηγά πλοία και τα απίθωναν στην
προβλήτα. Το τεράστιο πουλί ίσκιωσε τα φτερά του και χαμήλωσε σιγά σιγά κοντά
στον Λευκό Πύργο, ο ήχος και το τράνταγμα από το υδραυλικό σύστημα των τροχών
δήλωσε ότι όλα δούλευαν ρολόι. Ο Άρης έπιασε το χέρι της μητέρας του που ήξερε ότι
φοβάται τα αεροπλάνα. Πέρασαν γρήγορα πάνω από το Καραμπουρνάκι και με μια
ανάσα είδε να περνούν κάτω από τα πόδια του οι πολυκατοικίες της Καλαμαριάς και
έπειτα τα σκάφη στην μαρίνα της Αρετσούς. Στις 8:13 προσγειωνόταν θριαμβευτικά
στο ηλιόλουστο αεροδρόμιο Μακεδονία καθώς οι ρόδες στρίγκλιζαν στην επαφή με το
έδαφος και τα σώματα των επιβατών κολλούσαν στα καθίσματα.
Πόσοι άνθρωποι και με πόση αγάπη τους περίμεναν μέσα στο αεροδρόμιο Θεέ
μου. Όλοι οι φίλοι του Άρη είχαν στηθεί πίσω από την πύλη αφίξεων ανυπομονώντας
να τον δουν μετά τόσο καιρό και μόλις άνοιξε η γυάλινη πόρτα των αφίξεων, πάρτυ
πραγματικό. Φωνές, χειροκροτήματα, ντουντούκες, φιλιά και ζεστές αγκαλιές στο
παρόν μα και στην μνήμη, αφού τα κινητά και οι φωτογραφικές τους αποτύπωσαν στα
μεγαπίχελ∙ στα δικά τους τεχνολογικά πειστήρια, την προσμονή, το ξέσπασμα, την
χαρά, την αγάπη που δεν αφήνουν την λησμονιά να αφανήσει τα πρόσωπα, τις
ιστορίες των ανθρώπων…
Οι επόμενες μέρες κύλησαν υπέροχα για τον δωδεκάχρονο Άρη. Καθημερινά
μετά το σχολείο, έρχονταν οι συμμαθητές του να τον δουν στο σπίτι και περνούσαν
απίθανα, κρατούσαν τις κοιλιές τους από τα γέλια εξιστορώντας του πολλά που
είχαν συμβεί κατά την απουσία του. Πόσο του είχαν λείψει τα φιλαράκια του και
πόσα είχε χάσει από τις βόλτες τους με τα ποδήλατα στην παραλία∙ απ’ την Περαία μέχρι την Αγία Τριάδα, απ’ τις διάφορες αστείες
“φάσεις” στο σχολείο και την γειτονιά. Τους άφησε στο δημοτικό και τους βρήκε
στο γυμνάσιο. Τα παιδιά δεν προλάβαιναν να του πουν παρά μόνο ελάχιστα.
Τα απογεύματα είχε αρχίσει σιγά σιγά και τα μαθήματα με τον κ. Δρούγο
τον γείτονα τους, τον φιλόλογο. Προσπαθούσε ακόμη να δει τι ύλη είχε καλύψει ο
Άρης στο σχολείο του νοσοκομείου και του έδινε λίγες ασκήσεις για να
διαπιστώσει το επίπεδο των γνώσεων του. Όταν είχε ελεύθερο χρόνο επισκεπτόταν
την μεγάλη οικογενειακή βιβλιοθήκη στο γραφείο της μαμάς όπου μαζί με των
γονιών του, υπήρχαν και όλα τα δικά του αγαπημένα βιβλία. Το βράδυ όμως έκλεινε
οικογενειακά, καθώς ο ίδιος, ο μπαμπάς και τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια του είχαν
χάσει πολλές βραδιές οικιακού κινηματογράφου.
Ωραία όλα αυτά, όμως το πρωί βαριόταν και ήθελε να βγει μια βολτίτσα έξω.
Εντάξει είχε καιρό ακόμη, θα καθόταν αρκετά∙ τουλάχιστον μέχρι και το Πάσχα. Του
το είχαν υποσχεθεί οι γιατροί αφού τα Χριστούγεννα ήταν στο νοσοκομείο. Θα
περνούσε όμορφα, μέχρι να γυρίσει πάλι στο νοσοκομείο της Αθήνας, στις λευκές
ρόμπες των γιατρών που προσπαθούσαν να διώξουν τις άσχημες αυτές μέρες απ’ την
ζωή του, στις χαλογελαστές νοσηλεύτριες με τις πολύχρωμες μάσκες. Μα θα
γυρνούσε και στις βελόνες και τις ατελείωτες εξετάσεις, ίσως στον εξαντλητικό
πυρετό και τον πόνο, αυτόν τον φρικτό πόνο που επέστρεφε απρόσκλητος...
“Σε παρακαλώ μαμά μόνο για λίγο, να δω
την θάλασσα και τα καράβια να περνούν στο ορίζοντα”. Η μητέρα του όλο και του αρνιόταν
καθώς ο καιρός ήταν κρύος, όμως η ευκαιρία δεν άργησε να έρθει...
Αν και μέσα Φεβρουάρη η ημέρα ήταν ηλιόλουστη και ζεστή. Ο ήλιος κατέβαινε και αγκάλιαζε τα σώματα με τις θερμές αχτίδες του πονετικά, όχι ανελέητα, σαν στο μεσουράνισμα του το κατακαλόκαιρο. Η μάνα του δεν άντεξε άλλο τα παρακάλια και τον έβγαλε έξω ντυμένο σωστά, όχι βαριά, μα ζεστά, γιατί καλός ο καιρός, όμως “Φεβρούαρης ήταν και είχε ρεύμα”∙ όπως του έλεγε συνεχώς. Έφτασαν στην θάλασσα και περπάτησαν στην τσιμεντένια σκάλα της Περαίας. Τι όμορφα που ένοιωθε, η θάλασσα απλώνονταν γαλήνια γύρω του και απέναντι έβλεπε την Θεσσαλονίκη. Στα αριστερά του, έβλεπε τους Νέους Επιβάτες και την Αγία Τριάδα.
Έβλεπε τα πεύκα, τις μαζεμένες
ανοιχτόχρωμες ομπρέλες και της καλαμωτές της πλάζ. Πέρυσι δεν είχε κάνει ούτε
ένα μπάνιο, άλλες χρονιές μαζί με την παρέα μετρούσαν πάνω από εκατό μπάνια,
από τον Μάη μέχρι τον Σεπτέμβρη…
Έφυγαν απ’ την σκάλα και μπήκαν στον πεζόδρομο, με τα καφέ και τις πασίγνωστες
σε όλη την Θεσσαλονίκη, ψαροταβέρνες. Στάθηκαν για λίγο στο πλακόστρωτο και το
αγόρι έβγαλε κάτι μικρά κυάλια από την τσέπη του. Τα λευκά, λευκά τετραγωνάκια,
πήραν χρώμα και μορφή στα μάτια του. Ήταν τα σπίτια, τα εργοστάσια, τα μνημεία,
οι πλατείες της πόλης, το λιμάνι και το Καλοχώρι, οι εκβολές των τριών ποταμών
στην μέση του Θερμαϊκού. Με τα κυάλια του φαινόταν πολύ καθαρά και το αεροδρόμιο
που το προσέγγιζαν κάθε τρεις και λίγο τα σιδερένια πουλιά, σαν αυτό που τον
έφερε από την Αθήνα.
Στο βάθος είδε να περνά ένα εμπορικό γεμάτο
πολύχρωμα κοντέϊνερ, έπλεε αργά προς τον λιμένα της πόλης. Θα έπιανε λιμάνι, να
αδειάσει τα εμπορεύματα που κουβαλούσε σε κάποια από τις προβλήτες με τους
γιγάντιους γερανούς που είχε δει απ’ το αεροπλάνο. Κοιτώντας το πλοίο, το αγόρι
αναρωτήθηκε “ποιός ξέρει από ποια χώρα μακρινή να ξεκίνησε; Ποιες απέρνατες
άγριες θάλασσες να διέσχισε μέχρι να φτάσει στα ήρεμα νερά μας;” Το κοίταγε
καλά καλά, με μάτια γεμάτα θαυμασμό. Τι μεγάλο, στέρεο και ανίκητο απ’ τις φουρτούνες
που φαινότανε; Λες και ήταν εργοστάσιο μέσα στον Θερμαϊκό. Ο Άρης που γεννήθηκε
δίπλα στην θάλασσα και τόσο την αγαπούσε, ήθελε σαν μεγαλώσει να γίνει
πλοίαρχος. Ο πατέρας του τον είχε πάει από μικρό στον ναυτικό όμιλο της Ακτής
Θερμαϊκού και μάθαινε τις τεχνικές της ιστιοπλοίας και της πλεύσης, να
αναγνωρίζει τα σημάδια του καιρού, να ταξιδεύει με οδηγό τόσο τα όργανα, όσο
και τα αστέρια τις νυχτιές.
Ονειρεύτανε να κάνει ταξίδια μακρινά στους ωκεανούς. Να
πάει λέει μέχρι την Αμερική και την Ασία, την Ευρώπη και την Αφρική, την
Ωκεανία,τα νησιά του Ατλαντικού και του Ειρηνικού, σε μέρη μαγεμένα. Να πιάσει
σε όλα τα μικρά και τα μεγάλα λιμάνια του κόσμου. Μερικές φορές του μπαίνανε
ιδέες να κάνει τα ταξίδια του και μετά να υπηρετήσει στο Αιγαίο με τους ήρωες
του λιμενικού που σώζουν τα παιδιά του πολέμου, από την φουρτουνιασμένη θάλλασα.
Καθώς το ελαφρύ αεράκι του χαίδευε το πρόσωπο, έκλεισε τα μάτια του και
ονειρεύτηκε…
“Είχε μεγαλώσει λέει, άντρας σωστός και ήταν καπετάνιος σε ένα τεράστιο
εμπορικό. Είχε θαραλλέο πλήρωμα στις διαταγές του. Μαύροι, κίτρινοι, λευκοί,
όλα ατρόμητα παλικάρια, που δεν φοβούνταν θάλασσες και ανέμους, μονάχα τον Θεό λογαριάζαν…”
Ό Άρης μπορεί να ήθελε να γίνει ένας καπετάνιος που θα κυβερνούσε το πλοίο του με τα σύγχρονα μέσα, τα ραντάρ και τους δορυφόρους, όμως ήταν συνεπαρμένος και από τις παλιές ιστορίες των πειρατών. Κάποτε αυτοί κυριαρχούσαν στις θάλασσες και αν και τους παρουσίαζαν κακούς και αιμοσταγείς εκείνος πάντα πίστευε στους καλούς και δίκαιους που βοηθούσαν τους αδύνατους. Έτσι είχε διαβάσει για τον Ιρλανδό κουρσάρο, Edward England, τον «Captain» Kidd ή τον Amaro Pargo και τις καταπληκτικές ιστορίες τους. Μετά τις τόσες πολλές ιστορίες και θρύλους γύρω από αυτά τα θέματα στους αχανείς ωκεανούς, κάποιες φορές έπλαθε στο μυαλό του τις δικές του σύγχρονες ιστορίες, με τους δικούς του ήρωες, σαν τον Τζιμ Χώκινς από το “Νησί των θυσαυρών” του Λούις Στίβενσον
Η μητέρα του φώναξε και έτσι διέκοψε
το όνειρο του, φοβόταν να μην κρυώσει γιατί παραέκανε ζέστη για Φλεβάρη μήνα…
και αν ίδρωνε, άστα. Την έπιασε βιάση να επιστρέψουν...
Περπατώντας αργά πήραν την ανηφόρα για το σπίτι, πριν όμως έκαναν μια
στάση. Η μαμά μπήκε στο αρτοποιείο της κ. Αρετής και εκεί βρήκε μια πελάτισσα της
που της έπιασε την κουβέντα και την ευχαριστούσε για μια παλιά της υπόθεση. Η μαμά
του Άρη ήταν μια πολύ πετυχημένη δικηγόρος, όμως με την ασθένεια του παιδιού τα
παράτησε όλα για να πολεμήσει μαζί με το παιδί της. Ο Άρης είχε καθήσει σε μια
καρέκλα έξω απ’ το αρτοποιείο ώστε να ξεκουραστεί. Απέναντι του απλωνόταν το
πάρκο κυκλοφοριακής αγωγής, στο φόντο η εκκλησία των Αποστόλων Πέτρου και
Παύλου και το γυμνάσιο του∙ που ποτέ του δεν είχε φοιτήσει, λόγω της ασθένειας
του. Δεν πρόλαβε όμως καλά καλά να καθίσει και πετάχτηκε καθώς η ματιά του έπεσε
σε κάτι εκπληκτικό. Πέρασε τον δρόμο και προχώρησε μέσα στο πάρκο ακούγοντας
τις φωνές των παιδιών που είχαν βγει διάλειμμα. “Πόσο θα ήθελα να ήμουν εκεί, Θεούλη
μου, ας γίνω γρήγορα καλά…” ψιθύρισε…
Έφτασε κοντά, εμπρός του ήταν ένα καράβι παρατημένο, στην μέση του
πάρκου. Ήταν ένα καράβι διαφορετικό, ένα μεγάλο σιδερένιο σκαρί, τρία τεράστια κατάρτια
και συρμάτινα πανιά βρισκόταν σκορπισμένα στο πλάι του. Το περιεργαζόταν
θαμπωμένος, πόσο λεπτομέρεις είχε, οι γωνιές, οι καμπύλες του, έμοιαζε σαν αληθινό
ιστιοφόρο. Σαν ένα πειρατικό του 16ου αιώνα. “Πως να βρέθηκε εδώ;
Κάπου το έχω ξαναδεί, σίγουρα, δεν κάνω λάθος” Το κοιτούσε επίμονα, έκλεινε τα
μάτια του και ξανά το κοιτούσε για να θυμηθεί…
Και ναι, ναι, ήταν σίγουρος τώρα, ναι,
ήταν σίγουρος, είχε θυμηθεί. Ήταν το χριστουγεννιάτικο καράβι που στολιζόταν στην
μεγάλη πλατεία της Θεσσαλονίκης. Πόσο όμορφο ήταν κάποτε !!!
Τα Χριστούγεννα∙ δυο μήνες πριν, τα είχε περάσει στο νοσοκομείο, δεν
θυμόταν τίποτα όμως με όσα περνούσε εκείνες τις ημέρες. Βλέποντας αυτό το
τεράστιο σκαρί, θυμήθηκε πως όταν ήταν πολύ μικρούλης είχαν πάει οικογενειακώς
βόλτα στην γιορτινή Θεσσαλονίκη, στην πλατεία με τα παλιά αρχοντικά κτίρια και
τις ψηλές καμάρες πλάι στην θάλασσα. Εκεί στην άκρη της πλατείας ήταν
στολισμένο από την μια το ψηλό χριστουγεννιάτικο έλατο με την Φάτνη του Χριστού
στην αγκαλιά του και απ’ την άλλη το θεόρατο καράβι που το στόλιζαν αμέτρητα
λαμπάκια, σαν μικρά αστέρια. Έτσι που ήταν δίπλα στην θάλασσα, του Άρη του φαινόταν
σαν να ταξίδευε και τα αστέρια είχαν κατεβεί πάνω στο καράβι για να το συντροφεύσουν
στο ταξίδι του.
Στεναχωρέθηκε το αγόρι έτσι που το έβλεπε τώρα γυμνό από τα λαμπάκια
του, διαλυμένο, παρατημένο στο πάρκο. Το σκαρί είχε τυλιχθεί από ψηλά αγριόχορτα
και ήταν σκουριασμένο σε πολλά σημεία, όπως και τα χοντρά κατάρτια του.
Ξεχάστηκε ο Άρης καθώς περιεργάζονταν για ώρα το καράβι. Έτσι διαμελισμένο όπως
ήταν, φαινόταν σαν να το επιθεωρούσε για να το φτιάξουν έπειτα οι μάστορες στο
καρνάγιο. Κουνούσε το κεφάλι του από θαυμασμό, ανακάλυπτε τόσες πολλές λεπτομέρεις
λες και ήταν πραγματικό καράβι. Η πλώρη, η πρύμνη, τα κατάρτια, τα τετράγωνα
και τα μακρόστενα ιστία, ακόμη και το πηδάλιο του ήταν εκπληκτικά πιστό∙ σαν
αληθινό. Του θύμισε τις μινιατούρες των πλοίων που είχε πάνω στην βιβλιοθήκη
του, ήταν σχεδόν ίδιο σαν το πανέμορφο ιστιοφόρο που του είχε χαρίσει ο μπαμπάς,
λίγο πριν αρρωστήσει
Το αεράκι που σηκώθηκε του ανακάτωσε τα μαλλιά∙ λες και βρισκόταν μεσοπέλαγα. Φαίνεται όμως πως φούσκωσε και τα πανιά του ιστιοφόρου στην φαντασία του, γιατί ο Άρης απορροφήθηκε εντελώς και ονειρευόταν πως αυτό το παρατημένο στολίδι, ήταν ένα πανέμορφο αξιόπλο καράβι…
“Το κομμάτιασαν, γιατί νόμιζαν πως είναι
φτιαγμένο μόνο από σκουριασμένο σίδερο… To ακούς
αγόρι μου; Έτσι νόμιζαν, μα να ξέρεις, έχει ψυχή αυτό το πλεούμενο. Τα γράμματα,
οι λέξεις, οι φράσεις που έχουν γραφεί σε κάθε βιβλίο, πάντα θα ταξιδεύουν…”
Ο Άρης ξαφνιάστηκε, ένας ψηλός, επιβλητικός άντρας με μακριά γενειάδα, έντονα γαλάζια μάτια και περίεργα ρούχα στεκόταν δίπλα του. Τάιζε τους γλάρους που μεμιάς είχαν τώρα εμφανιστεί και φτεροκοπούσαν γύρω απ’ το καράβι. Τα χέρια του ήταν γεμάτα από σειρές δαχτυλίδια, σε διάφορα σχήματα, τα ρούχα του προξενούσαν εντύπωση, φαντάζανε σαν να ήταν από μια άλλη εποχή και αυτά τα παπούτσια; Μα δεν ήταν παπούτσια, κάτι καφέ βελούδινες μπότες με στριφογυριστό τελείωμα, σαν γιακάς από πουκάμισο. Τι περίεργο; Λες και το είχε σκάσει από κανένα θέατρο, σκέφτηκε ο μικρός. Υπέθεσε πως ήταν κάποιος άστεγος, ένας άνθρωπος ταλαιπωρημένος όπως τόσοι άλλοι που ζούσαν μόνοι στους δρόμους. Ο μυστηριώδης άντρας πετούσε ψηλά στον αέρα τα ψύχουλα από ένα κομμάτι ψωμί και μιλούσε στους γλάρους κρώζοντας, λες και συνεννοούνταν στην γλώσσα τους. Ο Άρης τρόμαξε όπως εμφανίστηκε έτσι ξαφνικά δίπλα του, όμως επειδή η καρδιά του ήταν ένα κομμάτι μάλαμα∙ όπως έλεγαν στα παραμύθια, σαν είδε καλύτερα τον φτωχό άνθρωπο, άπλωσε το χεράκι του και του έδωσε δυο ευρώ, ότι είχε και δεν είχε στην τσέπη του. Ο άντρας τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη. Αυτός ο άνθρωπος του έκανε μεγάλη εντύπωση, πρώτη φορά έβλεπε κάτι τέτοιο. Στην πλάτη του δεν κρατούσε σαν άλλους αστέγους σακούλες με ρούχα ή φαγητό, παρά κρατούσε έναν υφασμάτινο σάκο, έναν σάκο που κατέβασε στα πόδια του και τότε είδε ο Άρης πως ήταν γεμάτος με διάφορα βιβλία. Ο άντρας τράβηξε ένα από τον σάκο του, “Πάρτο αγόρι μου, είναι δώρο για την καλοσύνη που μου έκανες. Με αυτά τα χρήματα θα φάω κάτι από τον φούρνο, να εκεί απέναντι” του είπε, καθώς ο Άρης του χαμογέλασε και πήρε το βιβλίο…
“Άρηηηη, Άρηηη” Η μητέρα του έντρομη τον
έψαχνε. Το παιδί είχε αποροφηθεί στο πάρκο με το καραβάκι και είχε ξεχάσει
τελείως την μητέρα του που έτρεχε πάνω κάτω αλαφιασμένη στους δρόμους, βάζοντας
χίλια δυο κακά στο μυαλό της.
***
Για άλλη μια
χρονιά ο κύκλος γιόμισε
κι ήρθαν πάλι οι μέρες οι χαρούμενες
που έφεραν τα
Χριστούγεννα.
Η πλατεία
στολίστηκε από αμέτρητα φωτάκια,
από παιχνίδια και
χαρούμενα πρόσωπα…
Κι εγώ πάντα
μοναχό μου,
πάντα σκοτεινό.
Το καραβάκι που
αγαπούσε τα Χριστούγεννα
Ήταν αργά το βράδυ 23 προς 24 του Δεκέμβρη, παραμονές Χριστουγέννων. Εδώ
και τρεις μέρες χιόνιζε ασταμάτητα. Ήταν μαγική και ανεπανάληπτη αυτή η
χειμερινή θύελλα για την χώρα μα και για όλο το Βόρειο ημισφαίριο. Στην Αμερική
όπως έλεγαν στις ειδήσεις, φέτος ήταν απανωτές οι χιονοθύελλες που σάρωναν πολλές
περιοχές των Ηνωμένων πολιτειών και του Καναδά αλλά ακόμη και του Μεξικού, πράγμα
ασυνήθιστο. Στην Ευρώπη επίσης τις τελευταίες ημέρες η κακοκαιρία χτυπούσε δυνατά
την μία μετά την άλλη χώρα και όλες τους ντύνονταν στα λευκά. Ο Βόρειος Πόλος
δεν σταματούσε να στέλνει την παγωμένη ανάσα του και η θερμοκρασία είχε πέσει
πολλούς βαθμούς κάτω από το μηδέν.
Για την Ελλάδα ήταν μια σπάνια χιονοθύελλα που συνέβαινε ίσως κάθε εκατό χρόνια. Χιόνιζε από τον βορρά ως τον νότο, απ’ τα βουνά μέχρι τις θάλασσες. Η πανδημία των τελευταίων μηνών μια ηρεμούσε και μια θέριευε και έτσι όλοι ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους. Σε τζάκια, σόμπες και καλοριφέρ οι άνθρωποι έβρισκαν το μόνο πράγμα που ήθελαν αυτές τις παγερές μέρες, λίγη ζεστασιά.
Ο Άρης άκουγε δυνατά μουσική στα ακουστικά του ραδιοφώνου του και κοιτούσε
το χιόνι που έπεφτε με δύναμη καθώς στροβιλιζόταν έξω από το παράθυρο του. Ευτυχώς
μόλις του είχαν βγάλει τον ορό από το δεξί του χέρι. Το αγόρι φυσικά και δεν
μπορούσε να βγει, όμως ήθελε έστω να δει το λευκό τοπίο, την χιονισμένη πόλη. Κατέβηκε
σιγά – σιγά γιατί ήταν λίγο αδύναμος. Για να φτάσει στο παράθυρο χωρίς να πέσει
πιάστηκε πρώτα από το κρεβάτι και ύστερα την πολυθρόνα που είχε αποκοιμηθεί μόλις
πριν λίγο η μητέρα του.
Πανέμορφες εικόνες, κοιτούσε μαγεμένος !!!! Το χιονισμένο τοπίο φεγγοβολούσε και ο ουρανός ήταν κατακόκκινος, φορτωμένος με σύνεφα και αμέτρητες χιονονιφάδες. Πώς να ήταν τώρα στην Περαία αναρωτήθηκε; Παρότι η μητέρα του είχε πει ότι απαγορευόταν να βγει κάποιος ελεύθερα από το σπίτι του εκτός για να ψωνίσει, να πάει στον γιατρό, άντε και για να τρέξει λίγο μαζί με το κατοικίδιο του, ήταν σίγουρος πως οι φίλοι του έπαιζαν χιονοπόλεμο όλη μέρα και τέποια ώρα θα είχαν μαζευτεί στο σπίτι κάποιου απ’ την παρέα. Τι κρίμα το κινητό που του είχε αγοράσει η μητέρα πριν λίγο καιρό για να μιλάει με τους φίλους του είχε χαλάσει και δεν μπορούσε να ανταλλάξει μηνύματα με κανέναν.
Τι άδικη που είναι η ζωή; Τι όμορφα που
θα ήταν να μπορούσε να ήταν τώρα στο σπίτι του με τα αδέρφια του, όπως του το
είχαν υποσχεθεί οι γιατροί. Πόσες γιορτές είχε χάσει; Να μην θυμηθεί πιο πίσω, όμως
τα περασμένα Χριστούγεννα και το Πάσχα εδώ τα πέρασε, είχαν γυρίσει εσπευσμένα
στην Αθήνα αρχές του Μάρτη, αφού αυτός ο απαίσιος ιός είχε επιτεθεί στον κόσμο
και θα κλείνανε τα πάντα και τότε θα έμενε σε κίνδυνο έξω από το νοσοκομείο και
τις θεραπείες του. Και τώρα πάλι, τι ατυχία. Ήρθε πίσω εκείνος ο καταραμένος
πυρετός που του έκαιγε το σώμα. Οι αιματολογικοί δείκτες αναποδογύρισαν, αρχές
Δεκέμβρη, λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Πάνε τα όνειρα που έκανε για κάλαντα, έστω
στο σπίτι του παππού. Πόση χαρά θα έπαιρνε ο σκυφτός από τα χρόνια και τα
βάσανα της ζωής, άντρας; Πόση χαρά μόνο να τον έβλεπε να του λέει τα κάλαντα.
Είχε μείνει μόνος του στην ζωή∙ εδώ και τρία χρόνια και πάνω στον πόνο του δεν
πρόλαβε να ανασάνει, ήρθε και η ασθένεια του Άρη που τον τσάκισε. Έτσι παρά τα
σχέδια και τις υποσχέσεις, τα Χριστούγεννα πάλι θα περνούσαν στο νοσοκομείο. Ο
μπαμπάς, βράχος και αυτός για την οικογένεια, θα φρόντιζε τα αδέρφια του στην
Θεσσαλονίκη.
Ευτυχώς αν και φέτος δεν θα γινόταν γιορτές
λόγω του ιού, ήρθαν εθελοντές από διάφορους συλλόγους για τα Χριστούγεννα και άφησαν
δώρα. Κάποιος είπε πως τα παιδιά είναι γενναία !!!! Η αλήθεια που εξομολογήθηκε
ο Άρης στην μητέρα του ήταν ότι δεν αισθάνεται γενναίος, όμως πολεμάει γιατί θέλει
να γίνει καλά. Θέλει να γυρίσει στην γειτονιά του, να παίξει με τους φίλους
του, να μεγαλώσει, να ζήσει, να γίνει όλα αυτά που ονειρεύεται. Η μητέρα του τα άκουγε
όλα αυτά χαμογελώντας και δίνοντας του, θάρρος. Όταν όμως ήταν στεναχωρημένη
από την κατάσταση της υγείας του, κάποια δύσκολη εξέταση που έπρεπε να γίνει, κάποια
άσχημα αποτελέσματα, τότε του κρυβόταν. Του κρυβότανε τόσο καλά που καθώς
καθόταν στο παράθυρο είχε μάθει - όπως όλες οι μαμάδες των νοσοκομείων - να
κλαίει από το ένα μάτι, αυτό που κοιτούσε τα αστέρια. Ήταν πάντοτε στο πλάι του
σαν υπερηρωίδα, δυνατή όλη την ημέρα, με ελάχιστο ύπνο. Κάθε μέρα με μια νέα
διαφορετική μάσκα, όλες με χαρακτήρες από κινούμενα σχέδια. Μερικές τις
ζωγράφιζε μόνη της, πολλές φορές πάνω στην μπλε χειρουργική μάσκα, του ζωγράφιζε
με μαύρο μαρκαδοράκι καραβάκια, που τόσο του άρεσαν…
Γύρισε
στο κρεβάτι του και κάθισε στο πλάι για να κοιτά απ’ το παράθυρο. Ένας τεράστιος
άγγελος καμωμένος από τα χέρια της μητέρας του∙ από ασημένιο χαρτόνι, ήταν
κολλημένος στο τζάμι και έβλεπε λες μαζί με το αγόρι την χιονοθύελλα, που όμοια
της δεν είχε ξαναδεί κανείς από τους δυο τους. Πόσο κρίμα όμως να είναι άρρωστος,
κλεισμένος σχεδόν δυο χρόνια μέσα σε ένα δωμάτιο
να κοιτάει μόνο από απόσταση, χωρίς να μπορεί να τρέξει μέσα στο χιόνι, να
το πιάσει, να παγώσουν τα δάκτυλα του, να νοιώσει την ζωή…
Η μητέρα συνέχιζε να κοιμάται πολύ κουρασμένη απέναντι του, είχε εδώ και
τρεις μέρες που δεν ησύχαζε με την υγεία του. Όλη την ημέρα όρθια προσπαθούσε
να εκπληρώνει κάθε μικρή και μεγάλη ανάγκη του, κάθε επιθυμία του. Και τα βράδια
ακόμη δεν ησύχαζε, πετιόταν με το παραμικρό για να ελέγξει χίλια δυο πράγματα, για
να ακούσει μόνο και μόνο την ανάσα του.
Λίγες
λέξεις του ήρθαν στα χείλη και γέμισαν το δωμάτιο του παράπονο… ένα και μόνο
δάκρυ κύλησε από τα μάτια του…
Μακάρι και να ήταν όλα όπως παλιά,
για μένα
για όλα τα παιδιά
Τι να έκανε τώρα το
κορίτσι από την Ιθάκη; Έτσι έλεγε την Διονυσία την συνομίλικη του που νοσηλευόταν
σε ένα δωμάτιο στο τέλος του διαδρόμου. Η ειδική πόρτα που προφύλασσσε το
δωμάτιο από τον αέρα των υπόλοιπων χώρων, ήταν κλειστή για το βράδυ. Κάποια
νοσοκόμα μόνο που θα περνούσε από τον στολισμένο διάδρομο, ίσως θα έμπαινε αργότερα
όταν θα τον είχε πάρει ο ύπνος. Σηκώθηκε πάλι με προσοχή απ’ το κρεβάτι και
πήγε μέχρι την πόρτα. Κοίταξε από το τζάμι στον διάδρομο, απόλυτη ησυχία, τέτοια
ώρα κανείς δεν κυκλοφορούσε. Ήταν όμορφα στολισμένος, όλη η οροφή ήταν γεμάτη
από χειροποίητες μπάλες των παιδιών που είχαν κρεμάσει οι νοσηλευτές και στο
βάθος το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Όλα τους είχαν τοποθετήσει έστω από μία
μπάλα για να το στολίσουν. Επειδή πλησίαζαν τα Χριστούγεννα είχαν φύγει αρκετά παιδιά
από την κλινική, την ΤΑΟ, όπως την ονόμαζαν οι μεγάλοι. Κοίταξε πλάγια μέχρι το
βάθος, μέχρι την πόρτα της Διονυσίας. Πρέπει να κοιμόταν μαζί με την μητέρα της
γιατί δεν φαινόταν στο δωμάτιο κανένα παραπανίσο φως εκτός του βραδινού
φωτισμού. Όταν ήταν καλά∙ πράγμα σπάνιο να τύχει και για τους δυο, είχαν μιλήσει με
την Διονυσία κάποιες φορές, στο κτίριο όπου παρακολουθούσαν τα μαθήματα του
σχολείου. Οι μανάδες τους όμως είχε δει ότι μιλούσαν πολύ συχνά στους
διαδρόμους. Ήταν μικρός για να καταλάβει αυτή την σχέση των μεγάλων, μα έτσι
συμβαίνει στα νοσοκομεία, ο πόνος ενώνει και οι άνθρωποι πλέκονται σαν τα
κλαδιά, αγκαλιάζονταν, για να δυναμώσουν, να μην σπάσουν από το δυνατό άνεμο
που έτυχε να φυσήξει στις δικές τους ζωές. Μπορεί να μην μιλούσαν συχνά με την
Διονυσία, μα τα βλέμματα τους είχαν συναντηθεί πολλές φορές. Ήταν ένα αδύνατο
κοριτσάκι με ωχρό πρόσωπο και ροζ μπαντάνα στο όμορφο κεφαλάκι της. Οι
δυσκολίες πολλές μα τα υπέροχα μελιά μάτια της κρατούσαν την δύναμη και την ελπίδα
για ζωή. Της άρεσε πολύ το διάβασμα και είχε ένα
σωρό βιβλία στο δωμάτιο της⸱ εκτός από το σπίτι και εδώ στην κλινική.
Την είχε ακούσει να συζητάει με την φιλόλογο και να της λέει για τους
αγαπημένους της λογοτεχνικούς ήρωες. Της άρεσε πολύ ένα ζευγάρι καρκινοπαθών εφήβων,
από ένα βιβλίο που έγινε και ταινία του Χόλιγουντ.
Ο Άρης κουράστηκε και επέστρεψε σιγά σιγά στο κρεβάτι του. Σκεφτόταν
διάφορα για τα παιδιά που νοσηλευόταν μαζί του, όπως τον Αλί από την Τουρκία,
ένα πολύ ντροπαλό αγόρι. Νύσταζε λιγάκι και είπε πριν κοιμηθεί να πάρει στα
χέρια του το βιβλίο. Τεντώθηκε για να ανοίξει την πόρτα του κομοδίνου και με
λίγη προσπάθεια το έπιασε. Ήταν το βιβλίο που του είχε χαρίσει μήνες πριν στην Περαία ο άντρας με
τα γαλάζια μάτια. Αυτό το βιβλίο όμως είχε μόνο λευκές,
άγραφες σελίδες. Όλες άγραφες εκτός από την τελευταία. Αυτή ήταν βαμμένη με ένα
σκούρο μπλε για φόντο και πάνω του ήταν ζωγραφισμένα σειρές σειρές από χιονισμένα
σπίτια, στολισμένα με χριστουγεννιάτικα δέντρα που φώτιζαν μέσα από τα παραθύρια.
Απ’ τον συννεφιασμένο ουρανό έπεφταν λευκές χιονονιφάδες σε όλη την πόλη. Στην
μέση της σελίδας στολισμένο σε μια μεγάλη πλατεία ένα καραβάκι με πολλά έγχρωμα
λαμπιόνια… Τι όμορφη εικόνα, πόσο του άρεσε να την βλέπει από την μέρα εκείνη
του Φεβρουαρίου στην Περαία. Το περίεργο όμως ήταν ότι στην βάση του καραβιού είχε έναν αριθμό γραμμένο με λευκούς χαρακτήρες και από
κάτω με μικρά και πολύ αχνά γράμματα ένα αίνιγμα,
5 107 2012
“Μπες στην μέση και ύστερα γύρνα και σπρώξε μια στα αριστερά
έπειτα κάνε ακόμη δυο βήματα και γύρνα να δώσεις μια στα δεξιά.
Τώρα κοίτα πολύ προσεκτικά, κάνε δυο περιστροφές,
Τι βλέπεις; Μάντεψες σωστά; Τότε θα έρθω να σε πάρω μακριά”
Τι περίεργο αίνιγμα… και αυτοί οι αριθμοί;;;
Μοναχικό παιδί
του κόσμου εγώ, με ένα χαμόγελο γλυκό
Εσέ θα καρτερώ,
στου καραβιού την πλώρη.
Το καραβάκι που
αγαπούσε τα Χριστούγεννα
Όπου ο Άρης αφηγείται,
Έφθαναν τα Χριστούγεννα του 2020 και τίποτα μαγικό δεν περίμενα. Τι μαγικό να υπάρχει σε ένα νοσοκομείο; Μόνο μηχανήματα, φάρμακα και βελόνες. Όμως και έξω δεν ήταν καλύτερα, φέτος ο απαίσιος κορονοϊός είχε κλείσει όλο τον κόσμο μέσα στα σπίτια. Δυστυχώς αυτές οι γιορτές δεν θα έμοιαζαν με καμιά άλλη όπως έλεγαν στις τηλεοράσεις. Ούτε κάλαντα θα ψέλνανε φέτος τα παιδιά στις γειτονιές, ούτε επισκέψεις σε φίλους, ούτε βόλτες και ταξίδια στις στολισμένες πόλεις. Μια ανάσα λοιπόν απ’ αυτά τα περίεργα Χριστούγεννα και όμως όλοι συζητούσαν για τον τρομερό ιό. Η μητέρα μου νευρίαζε και θύμωνε όλο αυτόν τον καιρό, θύμωνε πιο πολύ γιατί κάποιοι άνθρωποι δεν άντεχαν λέει να φορέσουν για λίγη ώρα την μάσκα τους σωστά ή και καθόλου και όλο έβρισκαν δικαιολογίες και έκαναν ένα σωρό πονηριές. Τι ωραίο θα ήταν και εμείς τα παιδιά των νοσοκομείων και οι γονείς μας, να έπρεπε να φοράμε την μάσκα μας μόνο λίγη ώρα για τα ψώνια ή για την βόλτα του τετράποδου φίλου μας.
Δεν μας έφταναν δηλαδή όλα τα άλλα, ήρθε και αυτός ο αόρατος εχθρός. Ε
τώρα αν το σκεφτείς έτσι και αλλιώς ο κόσμος μας πήγαινε από το κακό στο
χειρότερο. Μπορεί να είμαι μικρός όμως καταλαβαίνω πολλά, γεννήθηκα σε ένα
κόσμο που οι πόλεμοι συμβαίνουν κάθε τόσο. Ο πατέρας μου, μου έλεγε πως όταν
ήταν παιδί τον πόλεμο τον γνώρισε μόνο μέσα από τις θύμησες του παππού. Εμείς
τα εγγόνια όταν τον ρωτάμε, λέει πως στα χρόνια του υπήρχε ένα τρελός που τον
λέγανε Χίτλερ και ένας ακόμη ο Μουσολίνι. Σήμερα όμως, όταν βλέπει στις ειδήσεις
όλες αυτές τις άσχημες εικόνες με τους πρόσφυγες από τόσα μέρη της γης, λέει
πως τα τελευταία χρόνια όλος ο κόσμος είναι γεμάτος από επικίνδυνους ηγέτες και
οι πόλεμοι είναι πολλοί γιατί γίνονται για την απληστία και τον εγωισμό των ανθρώπων…
Πίσω στο δωμάτιο μου και εγώ μετά από τόσο καιρό ακόμη αγωνιζόμουν για
την ζωή μου. Κάποιες μέρες αισθανόμουν δυνατός να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι, να φάω
με όρεξη, να πάρω τον ορό και να αρχίζω να τρέχω στους διαδρόμους με την μητέρα
μου. Όμως άλλες φορές δεν είχα κουράγιο να κουνήσω ούτε τα δάκτυλα μου. Πολλές
μέρες ήμουν σαν υπνωτισμένος, κάθε τόσο κοιτούσα το ταβάνι και αποκοιμιόμουν.
Τότε το ταβάνι πρασίνιζε και ξαφνικά βρισκόμουν στην αλάνα, έπαιζα ξανά και
ξανά μπάλα με τους φίλους μου μέχρι να κουραστούμε. Όταν τελείωνε το παιχνίδι
οι φίλοι μου πάντα με χαιρετούσαν και έφευγαν παρέα, εγώ τους αποχαιρετούσα με
βαριά καρδιά και καθώς το πράσινο ξεθώριαζε, χανόμουν στην ομίχλη και το λευκό
ταβάνι γυρνούσε στην θέση του.
Η μητέρα πάντοτε δίπλα μου, πάντα εκεί, ακούραστος άγγελος με ένα μόνιμο χαμόγελο, μόνο για μένα. Ακόμα και τις δύσκολες μέρες που ο αγώνας μας φαινόταν χαμένος και εγώ δεν μπορούσα άλλο, η μητέρα χαμογελούσε, μου έπιανε το χέρι και με αγκάλιαζε για να μου δώσει δύναμη. Με έπαιρνε και κατεβαίναμε να παίξουμε επιτραπέζιο ή να ανταγωνιστούμε στο τρέξιμο μόνο για λίγα μέτρα, όσο άντεχα δηλαδή. Κάποιες φορές έκλαιγε κρυφά, πάντα γυρισμένη προς το παράθυρο για να μην καταλαβαίνω ή έβγαινε από το δωμάτιο για να βρει την ανοιχτή αγκαλιά μιας άλλης μητέρας...
Όλα δύσκολα λοιπόν, όμως εγώ χαιρόμουν με
αυτήν την τρομερή χιονοθύελλα. Με τόσο χιόνι που έχει καλύψει τα πάντα η πόλη έμοιαζε
μαγική, σαν ένας τεράστιος κουραμπιές πασπαλισμένος με τόνους άχνη !!!! Πόσο θα
ήθελα να παίξω χιονοπόλεμο Χριστούλη μου, πόσο μου λείπει η οικογένεια μου, οι
φίλοι μου...
Το μικρό ρολόι στο κομοδίνο έλεγε 01:00, είχε μπει η 24η Δεκεμβρίου, τα δεύτερα μου Χριστούγεννα στο νοσκοκομείο. Όπως πάντα επικρατούσε απόλυτη ησυχία, πριν λίγο είχα δει τον άδειο διάδρομο, όλοι κοιμόντουσαν τέτοια ώρα, μαζί και το κορίτσι από την Ιθάκη, η Διονυσία. Πως να ήταν ο Αλί στον τέταρτο; Είχε έρθει για θεραπείες στο νοσοκομείο μας, είχε βρεθεί κάποιος δότης λέγανε, εθελοντής από το εξωτερικό, που μπορεί να έσωζε τον Αλί. Αυτό το αγόρι το συμπαθούσα πολύ, ήταν στην ηλικία μου∙ ένα κοντό παιδί με κατάμαυρα μαλλιά και μάτια. Όταν πολύ σπάνια χαμογελούσε, το πρόσωπο του έπαιρνε μια πολύ αστεία έκφραση, φορούσε και δυο τεράστια γυαλιά που τον έκαναν να μοιάζει ακόμη πιο αστείος και συμπαθητικός. Ήταν από την Τουρκία, να δεις... Α ναι μια πόλη που το όνομα της μου φαινόταν πολύ αστείο, Ζονγκουλντάκ κάπου στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Πωπω φανταστικό, η φαντασία μου οργίαζε, Μαύρη Θάλασσαααα. Η μαμά, μου είπε ότι της θύμιζε την Θεσσαλονίκη αφού ήταν μια πόλη παραθαλάσσια με λόφους πίσω της. Ο Αλί ήταν καλός στα Αγγλικά και είχαμε μιλήσει λίγο. Έλληνας και Τούρκος και τι είχαμε να χωρίσουμε οι δυο μας στα αλήθεια; Τίποτα, ενώ είχαμε κάτι κοινό, είμασταν δυο παιδιά στο νοσοκομείο. Η μητέρα του είχε πεθάνει όταν ήταν μωρό και βρισκόταν εδώ με την θεία του, που ήταν μια όμορφη κοπέλα γύρω στα εικοσιοπέντε. Στιγμές στιγμές ήταν τόσο θλιμμένος ο Αλί. Ποιος ξέρει πως να ένοιωθε και δεν μιλούσε; Τον καταλάβαινα, ήταν τόσο μακριά από την γειτονιά του και τους φίλους του. Αν ήμουν εγώ στην θέση του, σε ένα νοσοκομείο στην πατρίδα του; Σίγουρα κάπως έτσι θα ένοιωθα…
Άρχισα να νυστάζω αλλά με το χιόνι που έπεφτε τόσο όμορφα έξω δεν ήθελα
να κοιμηθώ και είπα να βλέπω και το βιβλίο μου. Πήρα από το κομοδίνο λοιπόν το
βιβλίο που μου είχε χαρίσει εκείνος ο μυστυριώδης άντρας στην γειτονιά μου. Άγραφο,
λευκές σελίδες μόνο, στην τελευταία όμως υπήρχε η ζωγραφιά με την χριστουγεννιάτικη
χιονισμένη πολιτεία, που μου άρεσε τόσο πολύ.
Και αυτοί οι αριθμοί και το αίνιγμα;
5 107 2012
“Μπες στην μέση και ύστερα γύρνα και σπρώξε μια στα αριστερά
έπειτα κάνε ακόμη δυο βήματα και γύρνα να δώσεις μια στα δεξιά.
Τώρα κοίτα πολύ προσεκτικά, κάνε δυο περιστροφές,
Τι βλέπεις; Μάντεψες σωστά; Τότε θα έρθω να σε πάρω μακριά”
Μέσα στην απόλυτη ησυχία ο δυνατός ήχος τράνταξε τα τζάμια του δωματίου,
το κρεβάτι μου σείστηκε. Το δυνατό λευκό φως που στριφογυρνούσε πέρα δώθε μέσα
στο δωμάτιο με τύφλωνε. Μέσα μου ένοιωσα μια δύναμη να με τραβάει να σηκωθώ.
Πετάχτηκα από το κρεβάτι, χωρίς να καταλάβω τι συνέβαινε στα αλήθεια. Ένα τεράστιο
ιστιοφόρο, κατάφωτο από χιλιάδες φωτάκια είχε αράξει μέσα στον χιονισμένο κήπο
και τα κατάρτια του έφταναν μέχρι ψηλά∙ πολύ επάνω από το κτίριο. Πάλι
ακούστηκε ένας δυνατός ήχος, τώρα ήταν η κόρνα του πλοίου που τράνταξε ξανά το
δωμάτιο μου, οπισθοχώρησα προς το κρεβάτι μου. Η μητέρα κοιμόταν σαν να
επικρατούσε απόλυτη ησυχία, λες και ο άγγελος από ασημόχαρτο που είχε κρεμάσει
η μαμά στο παράθυρο, την είχε σκεπάσει με τις φτερούγες του. Το καράβι, ναι αυτό
ήταν το καράβι, το παρατημένο χριστουγεννιάτικο στολίδι !!!! Ένας δυνατός ήχος
ακούστηκε, σαν να χτυπούσε κάποιος με κάτι μεταλλικό το τζάμι μου. Όταν κοίταξα
προς τα εκεί, τον είδα να με κοιτάζει έξω από το παράθυρο μου.
- Δόκιμε, μου φώναξε, σε λίγο σαλπάρουμε,
ετοιμάσου γρήγορα. Αυτός που φώναζε δεν ήταν κάποιος άνθρωπος μα όσο και να μην
το πιστεύετε μου μίλαγε ένας παπαγάλος. Άνοιξα το παράθυρο και ο παπαγάλος σαν τον
άνεμο χώθηκε στο δωμάτιο μου.
- Γρήγορα παιδί μου, όρθιοςςςς, μου
φώναξε.
Δεν πίστευα ότι αυτό συμβαίνει στα αληθινά,
κάποια παραίσθηση θα ήταν, σίγουρα από τον πυρετό όπως έλεγαν οι γιατροί. Έκανα
να πάω στην ντουλάπα για να πάρω το μπουφάν μου.
- Τι κάνεις παιδί μου;
- Μια στιγμή να πάρω το μπουφάν μου, απάντησα.
- Κανένα μπουφάν δεν χρειάζεσαι παιδί
μου, μόνο Πίστη, Πίστη και Ελπίδα.
Ακούστηκε θόρυβος και έπειτα η πόρτα του
δωματίου άνοιξε.
- Μάλιστα, μάλιστα ο νεαρός κ. Δαμιανός;
Ρώτησε ο παπαγάλος.
- Ναι, είπε εκείνος ξαφνιασμένος…
- Ωραία, πάνω στην ώρα, συμπλήρωσε.
Είχα ακούσει να μιλάνε για τον Δαμιανό, ζούσε σε ένα ίδρυμα για παιδιά. Κάποια
στιγμή αρρώστησε βαριά και είναι εδώ με μια κυρία, κοινωνική λειτουργό, όπως
λέει η μητέρα μου. Ο Δαμιανός είναι ζόρικος τύπος και δεν είχαμε καμιά απολύτως
σχέση, όχι ότι έχω πρόβλημα μαζί του εγώ, απλά έτσι έτυχε. Δεν ανοίγεται όμως εύκολα,
στο σχολείο δεν πολυμιλάει κι πολλές φορές κλείνεται στον εαυτό του. Πιστεύω
ότι φοβάται για αυτό το παίζει ζόρικος, σαν τον μικρούλη σκαντζόχοιρο στο δάσος.
Ο Δαμιανός είδε έξω το καράβι και ύστερα με κοίταξε με έκπληξη και απορία.
- Ναι δεν κάνεις λάθος, είναι ένα
ολόφωτο καράβι, σαν χριστουγεννιάτικο, στην αυλή. Επίσης και ένας παπαγάλος που μας
δίνει εντολές, του απάντησα.
- Τι φώτα είναι αυτά; Ήταν η ανάλαφρη
φωνή της, στην πόρτα εμφανίστηκε η Διονυσία.
- Η υπέροχη νησιώτισσα μας, η δεσποινίς
Διονυσία σωστά; Έκανε πως μαντεύει ο Παπαγάλος.
- Ναι αλλά, εσείς ποιος είστε; Του
απάντησε με θάρρος,
- Να σας συστυθώ λοιπόν, είμαι ο συγκυβερνήτης
της “Ελευθερίας”.
- Ελευθερία; Ρώτησε ο Δαμιανός.
- Το όνομα του πλοίου νεαρέ μου,
Ελευθερία. Ναι ναι το καράβι που βρίσκετε έξω από το παράθυρο σας σε λίγο
αναχωρεί για μακρινό ταξίδι και σας πληροφορώ ότι στον κυβερνήτη Αμύ-ενπ Νωτ Νώκι-διαπ
Νωίλ-βιβ, δεν αρέσουν καθόλου οι καθυστερήσεις.
- Ποιος; Τι όνομα είναι αυτό ρώτησε έκπληκτη
η Διονυσία.
- Ναι είναι δύσκολο λιγάκι αλλά μπορείτε
να τον φωνάζετε απλά Νωίλ-βιβ. Λοιπόν σε λίγο σαλπάρουμε, έχω να περάσω ακόμη από
ένα σωρό μέρη και δεν έχω πολύ ώρα στην διάθεση μου.
Καθώς βγαίναμε ένας ένας από το παράθυρο και μπαίναμε στο φωτισμένο
καράβι, κοίταξα την μαμά. Κοιμόταν σαν πουλάκι, πρώτη φορά εδώ και τόσο καιρό έφευγα
μακριά της…
Τι σόι καράβι να
‘μαι εγώ;
Καράβι που δεν
έχει ακουμπήσει
ποτέ του το νερό, καράβι να το λες;
Το καραβάκι που
αγαπούσε τα Χριστούγεννα
Όπου ο αφηγητής παίρνει ξανά την σκυτάλη μιας αξέχαστης χριστουγεννιάτικης ιστορίας,
Μα ποιος μπορούσε να το πιστέψει, το καράβι του πάρκου ήταν αληθινό και ο κυβερνήτης Νωίλ-βιβ περίμενε τα παιδιά στην μέση του καταστρώματος. Ο Άρης τον αναγνώρισε αμέσως, ήταν ο άνθρωπος με το βαθύ γαλάζιο βλέμμα που είχαν συναντηθεί εμπρός απ’ το παρατημένο καραβάκι στο πάρκο της Περαίας. Τότε κάτι του θύμιζαν τα ρούχα, τα χέρια με τα περίεργα δαχτυλίδια, όμως τώρα φαινόταν καθαρά, ήταν ντυμένος με τα ρούχα των πειρατών. Φορούσε μια γαλάζια μπαντά στο κεφάλι του σαν και εμάς και στο στήθος του μια ντουζίνα από πολύχρωμα κολιέ, στην μέση του είχε ζωσμένο ένα τεράστιο σπαθί. Μα και το πλήρωμα του καραβιού, ήταν όλοι τους πειρατές, ντυμένοι σαν και τις ταινίες. Τα παιδιά έτριβαν τα μάτια τους. Ο κυβερνήτης ήρθε κοντά στον Άρη και την παρέα του∙ που δεν πίστευαν αυτό που ζούσαν και τους καλοσώρισε ένα – ένα.
- Που πηγαίνουμε; Τον ρώτησε η Διονυσία
γεμάτη απορία. Εκείνος τους κοίταξε χαμογελαστά όλους και απάντησε,
- Υπομονή παιδιά μου, υπομονή και θα
μάθετε πολύ σύντομα.
- Γρήγορα, φώναξε ο παπαγάλος στους ναύτες, ανοίξτε τα πανιά. Αμέσως οι πειρατές που βρισκόταν σκαρφαλωμένοι στην κορφή των πανύψηλων καταρτιών, ρίξανε μεμιάς κάτω τα λευκά πανιά που μόλις και ξεχώριζαν μέσα στην χιονοθύελλα που όλο και δυνάμωνε, ενώ απ’ το πιο ψηλό κατάρτι του πλοίου ξετυλίχτηκε η μαύρη πειρατική σημαία μας και κυμάτισε αγέρωχη μέσα στην θύελλα. Είμασταν έτοιμοι...
Το καράβι άρχισε να σηκώνεται και ο ίδιος ρυθμικός εκκωφαντικός ήχος ακούστηκε ξανά. Ακουγόταν από το τύμπανο που χτυπούσε ένας γιγαντόσωμος πειρατής !!!! Αυτή η πολύ δυνατή δόνηση, τράνταζε όλα τα τζάμια του νοσοκομείου. Ναι ήταν εκπληκτικό, πέρα από κάθε φαντασία το καράβι άρχισε να αιωρείται και η κόρνα του πλοίου ήχησε την αναχώρηση μας. ‘Ηταν ανεπανάληπτο να βλέπουν το νοσοκομείο από ψηλά, να αφήνουν τα πάντα πίσω τους.
- Άρρρηηηη, ‘Αρρρηηηη… η φωνή με την ξενική
προφορά ακουγόταν τόσο αχνά που δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να τον ακούσουν επάνω
στο καράβι. Η Διονυσία καθώς κοιτούσε δεξιά – αριστερά είδε τον Αλί πίσω απ’ το
ανοικτό παράθυρο του δωματίου του, να κοιτάει έκπληκτος και φώναξε τον Άρη,
εκείνος μόλις τον είδε έτρεξε γρήγορα στον κυβερνήτη,
- Σας παρακαλώ, πρέπει να έρθει μαζί μας,
είναι τόσο λυπημένος και μόνος του στην Ελλάδα. Εκείνος δεν το σκέφτηκε καθόλου
και με τα μάτια του έκανε ένα νεύμα, τότε ένας πειρατής έπιασε ένα χοντρό
σκοινί, δεμένο ψηλά στα κατάρτια και όρμησε στο κενό. Μεμιάς πάτησε στο παράθυρο
και άρπαξε στην αγκαλιά του τον Αλί, κι ύστερα με ένα τίναγμα έκανε ένα τεράστιο
ημικύκλιο και οι δυο τους πάτησαν πάνω στο καράβι. Ο Αλί πήγε κοντά στον Άρη και
τον κοίταξε χαρούμενος που δεν τον είχε αφήσει πίσω. Τώρα ήταν πραγματικοί
φίλοι…
Αυτό
ήταν, η “Ελευθερία” είχε σηκωθεί πολύ ψηλά κι πόλη άρχισε να μικραίνει.
Καθώς ανέβαιναν ο κυβερνήτης έδινε εντολές
στον τιμονιέρη να κάνει μανούβρες με το πηδάλιο πότε στα δεξιά και πότε στα αριστερά.
Πόσο όμορφη είναι η Αθήνα από εδώ πάνω, σκεφτόταν ο Άρης. Την είχε δει από το
αεροπλάνο όμως τώρα όλα ήταν διαφορετικά, βγαλμένα λες από παραμύθι. Ο άνεμος
ήταν παγωμένος εκεί ψηλά, κι όμως τα παιδιά δεν κρύωναν, αντίθετα όλα
χαμογελούσαν και φώναζαν από την χαρά τους. Ο Άρης είχε γαντζωθεί στην κουπαστή
και κοιτούσε κάτω και φώναζε για ότι έβλεπε,
”Κοιτάξτε ο Λυκαβηττός, η Ακρόπολη, η
Ακρόπολη είναι πανέμορφη χιονισμένη…” Ανέβαιναν, ανέβαιναν και ξαφνικά χάθηκαν
μέσα στα παγωμένα σύννεφα. Οι φωνές τους αντηχούσαν “ναιιιιι, ωωωωωω, γιούπι,
ουάου !!!!!!!” Τα παιδιά είχαν ξετρελαθεί, μα ήταν μόνο η αρχή…
Η Θεσσαλονίκη είχε σειρά και έπειτα πιο βόρεια Σκόπια, Σόφια, Βελιγράδι,
Βουδαπέστη, Πράγα. Κάνανε σβούρες πάνω από την Ευρώπη, πιο γρήγορα κι απ' το φως. Ζυρίχη, Βιέννη, Γενεύη, Μόναχο, Βερολίνο, Αμστερντάμ, Λονδίνο,
Δουβλίνο, Όσλο, Στοκχόλμη, Ελσίνκι, Αγία Πετρούπολη, Μόσχα, Παρίση, Μαδρίτη,
Βαρκελώνη, Λισαβόνα…
Το καραβάκι με τα παιδιά πετούσε σαν τον άνεμο στον νυκτερινό ουρανό και
μόλις έβρισκε θάλασσα ή ποτάμι χαμήλωνε και έσχισε τα νερά του 100 φορές πιο
γρήγορα από το γρηγορότερο καράβι. Όλο το βράδυ έφταναν σε νοσοκομεία και τα παιδιά
με τα νυχτικά τους, επιβιβάζονταν στο μαγικό καράβι. Η Διονυσία με τον Αλί και
τον Δαμιανό ήταν στην υποδοχή και ξεναγούσαν τα παιδιά που ανέβαιναν. Κανείς
δεν γνώριζε τίποτα για αυτήν την περίεργη νυκτερινή βόλτα, μόνο ο Παπαγάλος, μα
κρατούσε το στόμα του κλειστό. Ακόμη και αν τον βασάνιζαν με γαργαλητά τα
παιδιά, δεν θα πρόδιδε το επτασφράγιστο μυστικό.
Ο Νωίλ-βιβ κοίταξε το ρολόι του και έπειτα χάιδεψε την μακριά και παχιά γενειάδα του. Ο Άρης ήταν μαζί του στο γραφείο του κυβερνήτη και παρακολουθούσε κάθε του κίνηση μήπως και καταλάβει έστω που πηγαίναν. Πάνω στο στρογγυλό τραπέζι ο κουρσάρος χάραζε την πορεία τους στον χάρτη, χρησιμοποιώντας μια μανητική πυξίδα και κάποια παμπάλαια όργανα χάραξης πορείας∙ ένα σκευρωμένο διπαράλληλο και ένα χρυσό κουμπάσο. Ο Νωίλ-βιβ γύρισε τον χάρτη και με το κουμπάσο του σημάδεψε μια περιοχή. Ο Άρης κοιτούσε έκπληκτος την πορεία στον χάρτη.
- Sable island; Ρώτησε παραξενεμένο το αγόρι.
- Ναι η νήσος της Άμμου του απάντησε,
ναι, ένα ακατοίκητο νησί είναι ότι πρέπει, φυσικά έχει έναν μετεωρολογικό σταθμό
με τέσσερις άνδρες μα δεν θα είναι καθόλου πρόβλημα για εμάς.
Ο Άρης δεν μπορούσε να το πιστέψει, θα διασχίσουμε
τον Ατλαντικό;;;
- Φυσικά αφού μας χωρίζει αυτός ο τεράστιος
ωκεανός, από το σκοπό μας.
- Ο σκοπός μας; Κανείς μας δεν ξέρει
τίποτα γι’ αυτό, ούτε καν ποιος είστε κυβερνήτη Νωίλ-βιβ. Τότε που σας συνάντησα
στο καραβάκι μου δώσατε εκείνο το λευκό βιβλίο με την χριστουγεννιάτικη
ζωγραφιά, τώρα πως έγιναν όλα αυτά; Η ζωγραφιά ήταν ένα μήνυμα για το σημερινό
ταξίδι, παραμονή Χριστουγέννων, σωστά; Πως γίνονται όλα αυτά, πως ζωντάνεψε αυτό το παρατημένο χριστουγεννιάτικο
καραβάκι και γέμισε με παιδιά από τόσα πολλά νοσοκομεία;
- Τίποτα δεν είναι αδύνατο όταν έχεις Πίστη
και Αγάπη παιδί μου. Σύντομα θα έρθει η ώρα που θα σας τα εξηγήσω όλα…
Αν μπορούσε να
νοιώσει, θα νοιώθε στο ψηλό του κατάρτι
τον αγέρα που
κατέβαινε βαρύθυμος απ’ τις βουνοπλαγιές,
το χιόνι που είχε
πέσει στο σκαρί του ανάλαφρο, αποβραδίς.
Αν μπορούσε να
ακούσει, θα άκουε το τραχύ τραγούδι του
Βαρδάρη σαν
σπρώχνει τα παγωμένα σύννεφα
σε άγνωστο ταξίδι, μακρινό.
Το καραβάκι που
αγαπούσε τα Χριστούγεννα
Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ
Όπου ο Άρης θυμάται…
Αυτό που
ακολούθησε δεν θα μπορούσε να το φανταστεί κανείς, ούτε ο πιο μεγάλος παραμυθάς.
Μετά από ένα φανταστικό ταξίδι με πολλές περιπέτεις πάνω από τον Ατλαντικό φτάσαμε
στην Νήσο Sable. Είναι ένα ακατοίκητο νησί του Καναδά πέρα
από την Νέα Σκωτία. Είναι ένα αμμουδερό νησάκι σε σχήμα σαν την νέα σελήνη, που ανατείλει μέσα
σε ωεκανό. Στην τεράστια παραλία της νήσου, αμέτρητα φωτισμένα καραβάκια,
ήταν ήδη αγκυροβολημένα και μας περίμεναν. Καπετάνιοι τους οι πιο διάσημοι
πειρατές όλων των εποχών. Όπως και το καραβάκι μας ήταν γεμάτα από παιδιά, παιδιά
από τα νοσοκομεία όλου του κόσμου. Εκεί ήταν που ο Νωίλ-βιβ μίλησε μπροστά σε
όλους και μας εξήγησε για το που είχαμε βάλει πλώρη…
Ο κυβερνήτης Νωίλ-βιβ στάθηκε ψηλά επάνω στην πλώρη και αγέρωχος έδωσε το σύνθημα. Τα καραβάκια άναψαν τα φώτα τους και άρχισαν
να χτυπούν δυνατά οι κόρνες τους, τράνταζε ο τόπος, τα τζάμια των κτιρίων ήταν
έτοιμα να σπάσουν. Ένα χάος επικράτησε όταν ταυτόχρονα γέμισε ο ουρανός από αμέτρητους
σταχτιούς γλάρους του βορείου Ατλαντικού και η γη με χιλιάδες παιδιά που ξεχύθηκαν γύρω από το κτίριο
του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Οι καημένοι οι φύλακες του κτιρίου, ούτε στους
πιο τρελούς τους εφιάλτες δεν περίμεναν να βρεθούν αντιμέτωποι με μια θάλασσα γλάρων
και παιδιών που βρέθηκε ξαφνικά εμπρός τους.
Την ώρα εκείνη κατέβαινε από το βήμα της γενικής συνέλευσης ο πρόεδρος της
Γαλλίας. Το κλίμα δεν ήταν καθόλου καλό, οι πολιτικοί ήταν χωρισμένοι σε ομάδες
και δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν σε τίποτα μόνο κατηγορούσε ο ένας τον άλλο και
πίεζαν για να περάσει το δικό τους.
Ο
εκφωνητής ανακοίνωσε,
- Επόμενος ομιλητής, ο κυβερνήτης Αμύ-ενπ
Νωτ Νώκι-διαπ Νωίλ-βιβ. Όλοι μέσα στην τεράστια αίθουσα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους,
μα τι περίεργη φωνή ήταν αυτή; Λες και μιλούσε παπαγάλος. Και τι όνομα ήταν αυτό
που άκουγαν από τον μεταφραστή τους, σίγουρα κάτι θα είχε χαλάσει. Η απορία τους
λύθηκε σύντομα, καθώς η αίθουσα πλυμμύριζε από παιδικά χαμόγελα, παιδιά που
φορούσαν τα νυχτικά και τις μασκούλες τους, πολλά μπαντάνες σε διάφορα σχέδια
και χρώματα. Τα ωχρά προσωπάκια έλαμπαν πιο πολύ κι απ’ τα φώτα της αίθουσας. Ήταν
λες και μόλις είχαν σηκωθεί από τα ζεστά κρεβατάκια τους, χαμογελούσαν και
πειράζονταν σαν να ήταν σε σχολική εκδρομή, εντυπωσιασμένα από όλα όσα συμβαίνανε
αυτό το βράδυ !!!
Μα τι γινόταν, τι ήταν όλα αυτά τα παιδιά που είχαν γεμίσει την αίθουσα.
Τα τηλέφωνα των ηγετών χτυπούσαν για να τους πληροφορήσουν τι συνέβαινε απ’ έξω.
Το κτίριο του ΟΗΕ είχε καταληφθεί από χιλιάδες παιδιά και οι ηγέτες ήταν μέσα στην
αίθουσα εγκλωβισμένοι. Τι περίεργη κατάσταση, κάποιοι μιλούσαν για κατάληψη, άλλοι
για διαμαρτυρία, μήπως ήταν κάποια οργάνωση πίσω από όλο αυτό; Πάντως με τόσα
παιδιά κανείς δεν αναλάμβανε να κάνει κάποια επέμβαση στην αίθουσα. Εξάλλου δεν
φαινόταν τίποτα το κακό, μόνο που ήταν ανεξήγητο το πως και το γιατί συνέβαιναν
όλα αυτά. Οι πληροφορίες έλεγαν πως στον ανατολικό ποταμό είχαν εμφανιστεί εκατοντάδες
χριστουγεννιάτικα καραβάκια, πανέμορφα ιστιοφόρα μιας άλλης εποχής. Τα φώτα τους
αναβόσβηναν και δημιουργούσαν ένα θέαμα που κανείς δεν είχε ξαναδεί. Ρεπόρτερ
και ανταποκριτές τηλεοπτικών σταθμών έδιναν ήδη τις πρώτες εικόνες μέσα και έξω
από το κτίριο.
Ξαφνικά έπεσε απόλυτη ησυχία στην αίθουσα, αμέσως ανέβηκε στο βήμα ο
τρομερός πειρατής Αμύ-ενπ Νωτ Νώκι-διαπ Νωίλ-βιβ. Αυτός ο άντρας επάνω στο βήμα
του ΟΗΕ δεν είχε καμία απολύτως σχέση με τον χαμογελαστό κυβερνήτη, που μιλούσε
στα παιδιά με τόση αγάπη. Μπροστά στους παντοδύναμους ηγέτες, το πρόσωπο του ήταν
πολύ σοβαρό και τα γαλανά μάτια του πετούσαν σπίθες. Ο επιβλητικός Αμύ-ενπ Νωτ Νώκι-διαπ Νωίλ-βιβ
άρχισε να μιλάει
- Καθίστε κάτω και ακούστε με ηγέτες του
κόσμου. Είμαι ο Αμύ-ενπ Νωτ Νώκι-διαπ Νωίλ-βιβ, τους συστήθηκε περήφανα με
φόντο τα πράσινα μάρμαρα του προεδρείου.
- Μα τι όνομα είναι αυτό; Φώναξε ο
πρόεδρος των ΗΠΑ, τι είδους αστείο είναι αυτό πειρατή;
- Αστείο; Βλέπεις κάποιο αστείο αγόρι
μου; Διασκεδάζεις σαν τα αστεία βράδια στο δεντρόσπιτο στην λίμνη Μίσιγκαν;
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ τον κοιτούσε τώρα με
μάτια γουρλωμένα, ποιος μπορούσε να ξέρει αυτές τις στιγμές που έζησε όταν ήταν
παιδί;
- Μα τι στην οργή, ποιος είσαι; Πως
τολμάς και αποκαλείς αγόρι μου τον πρόεδρο των ΗΠΑ απάντησε όλο οργή ο πρόεδρος
της Ρωσίας.
- Μάλιστα, χαμογέλασε ο Νωίλ-βιβ στον
Ρώσο Πρόεδρο, σε θυμάμαι τότε που ήσουν δέκα χρονών, στο δωμάτιο σου στον 5ο
όροφο, στο διαμέρισμα της θείας σου Ταμάρα, στην Τασκένδη. Διάβαζες αρκετά και ήσουν
καλός στους γρίφους αγόρι μου, αλλά τώρα πια έχεις χάσει την μαγεία των
παιδικών σου χρόνων, όπως και όλοι σας εδώ μέσα. Οι πρόεδροι Ρωσίας και ΗΠΑ κοιτάχτηκαν
σαν απελπισμένοι, ποιος μπορούσε να ξέρει τέτοιες λεπτομέρειες για την ζωή τους.
Ο Κινέζος πρόεδρος τον κοιτούσε υποτιμητικά, κάτι πήγε να του φωνάξει οργισμένος
αλλά πριν προλάβει να πει μια ολόκληρη φράση, ο πειρατής του απάντησε στην γλώσσα
του ότι στην πόλη Σιάν υπάρχει μια σοφίτα που τον περιμένει πάντα. Δεν ήταν
δυνατόν, πως να το γνώριζε αυτό; Ο κινέζος πρόεδρος κόντεψε να καταπιεί την
γλώσσα του.
Στον Βρετανό πρωθυπουργό που τον κοιτούσε έτσι
και αλλιώς με ηρεμία και αρκετή δόση φλεγματικού χιούμορ στην σκέψη του, χρειάστηκε
μόνο το επίθετο Γκριν…
Ο Γάλλος πρόεδρος κάτι ψιθύρισε στην καγκελάριο της Γερμανίας.
- Και εσείς οι δυο, σας θυμάμαι πολύ
καλά, εσύ μικρή μου έμενες στο Βερολίνο απέναντι από την δημοτική βιβλιοθήκη και
εσύ παιδί μου στην Λυών, ναι, ναι στο πανέμορφο σπίτι με θέα τον Ροδανό ποταμό.
Σαν και τώρα σας βλέπω μπροστά μου. Είσασταν καλά παιδιά, περνούσατε ώρες τα
μεσημέρια και τα βράδια παρέα με…
Στην αίθουσα κάποιοι ηγέτες άρχισαν τις διαμαρτυρίες,
<<Μα ποιος είναι αυτός ο αυθάδης και μυστηριώδης τύπος;>> <<Πως
ξέρει όλες αυτές τις πληροφορίες και πως μπόρεσε να φέρει όλα αυτά τα παιδιά, μήπως
τα έχει απαγάγει από κάποιο νοσοκομείο της Νέας Υόρκης;>>
- Απορείτε, όμως με ξέρετε τόσο καλά. Σας
ακούω και σας βλέπω που φουσκώνετε σαν τα παγώνια από τον εγωισμό σας, που δεν
συμφωνείτε σε τίποτα, το μόνο που σας ενδιαφέρει είναι να μην χάσετε τα
συμφέροντα σας, τους φώναξε με θυμό, ο σωματώδης πειρατής. Ακόμη και σήμερα που τόσοι άνθρωποι έχουν πεθάνει και κινδυνεύουν
και πεθαίνουν από την πανδημία, κάποιοι σκέφτεστε μόνο τα χρήματα και όχι την
ανθρώπινη ζωή. Τόσο μεγάλη είναι η αξία της που και να δώσετε τα χρήματα όλου του
κόσμου, ούτε μια δεν μπορείτε να αγοράσετε. Ντρέπομαι γιατί κοιτάτε να πάρετε εμβόλια
μόνο για τα κράτη σας και κανείς δεν σκέφτεται τους φτωχούς αυτού του κόσμου.
Πόλεμοι, φτώχεια, δυστυχία, καταστροφή του πλανήτη από την μια και απ’ την άλλη απληστία, φανατισμός, μισαλλοδοξία, το κέρδος, τα χρήματα, τα χρήματα έγιναν ο Θεός σας. Που τα διαβάσατε όλα αυτά; Πως γίνατε έτσι; Ειδικά εσείς οι ισχυροί, τα ισχυρά και πλούσια κράτη όπως σας αρέσει να αποκαλείστε. Πόσους πολέμους ακόμη, πόση δυστυχία, πόσο πόνο θα προκαλέσετε στην ανθρωπότητα; Πόσα όπλα θα φτιάξετε, πόσα τάνκ, πόσα μαχητικά αεροπλάνα, πόσα πολεμικά πλοία και υποβρύχια, πόσους πυραύλους, πόσα πυρηνικά όπλα; Πόσο θα καταστρέψετε ακόμη το περιβάλλον; Δεν σας φτάνει η γη, μέχρι και για τους πλανήτες μαλώνετε, θέλετε όλα να γίνουν δικά σας, άπληστοι. Ακόμη και την αγάπη σας για τον Θεό, την κάνατε μίσος για τον αδερφό σας. Τα γαλάζια μάτια του πετούσαν φλόγες, στην αίθουσα είχε πέσει νεκρική σιγή…
Κοιτάξτε αυτά τα παιδιά στα μάτια και πείτε τους τι συζητάτε εδώ μέσα; Είναι παιδιά από κάθε λαό, χρώμα και θρησκεία, είναι παιδιά από όλα τα αντικαρκινικά νοσοκομεία του κόσμου. Είναι παιδιά που πολεμούν να γίνουν καλά, θέλουν να γυρίσουν σπίτι τους, να παίξουν, να χαρούν την παιδική τους ηλικία, θέλουν να ζήσουν. Θέλουν μια ζωή όμορφη, μακριά από νοσοκομεία, κοντά στις φίλες και τους φίλους τους, όπως την ζήσατε και εσείς κάποτε. Μιλήστε λοιπόν, πείτε τους πόσο ενδιαφέρεστε για αυτά τα παιδιά και τόσα ακόμη, που πεθαίνουν αβοήθητα από αρρώστιες και πείνα. Μιλάτε για λιτότητα και οικονομική κρίση όμως πως βρίσκετε και σπαταλάτε τόσα χρήματα για τα όπλα και τους πολέμους σας; Γιατί με αυτά δεν βοηθάτε τους επιστήμονες να βρουν καλύτερες θεραπείες για τούτα τα παιδιά; Γιατί δεν ανοίγετε σχολεία και βιβλιοθήκες; Δεν δίνετε νερό και τροφή, φάρμακα σε όλα τα παιδιά του κόσμου; Γιατί δεν ανοίγετε την αγκαλιά σας, για τα παιδιά, για αυτό που είσασταν κάποτε και εσείς;
Κάποιοι πολιτικοί που τόση ώρα τον άκουγαν με προσοχή,
άρχισαν να ρωτούν,
«Μα πως, πως να γίνουμε παιδιά;» «Ποιος είσαι; Ποιος είσαι πειρατή;»
Ο κυβερνήτης Νωίλ-βιβ, κατέβηκε από το βήμα και στάθηκε εμπρός στις παγκόσμιες
αντιπροσωπείες. Άνοιξε διάπλατα τα χέρια του σε ανατολή και δύση και τότε μια
λάμψη τύλιξε την αίθουσα που μας τύφλωσε όλους. Ο πειρατής είχε εξαφανιστεί και
εμπρός μας στεκόταν ένας συμπεθέστατος ηλικιωμένος με μακριά μαλλιά και γένια. Πάνω
από το κεφάλι του άριχζαν να στριφογυρνούν γράμματα σε όλες τις αλφαβήτους και τις
γλώσσες του κόσμου…
Α μ ύ ε ν π Π ν ε ύ
μ α
Ν ω τ Τ ω ν
Ν ώ κ ι δ ι α π Π α ι δ ι κ ώ ν
Ν ω ί λ β ι β Β ι β λ
ί ω ν
Είμαι το Πνεύμα Των Παιδικών Βιβλίων, όλοι
κοιτούσαν μαγεμένοι, μα τι συνέβαινε μπροστά τους !!! Δεν ήρθα μόνο για να σας κατηγορήσω,
ήρθα πάνω από όλα για να σας θυμίσω. Κάποτε όταν είσασταν όλοι παιδιά διαβάζατε
βιβλία, αγαπήσατε τους ήρωες τους, θέλατε να τους μοιάσετε, να κάνετε τον κόσμο
σας πιο δίκαιο, ομορφότερο.
Ενώ όλοι τους άκουγαν το πνεύμα, ξαφνικά κάθε
ηγέτης βρήκε εμπρός του το αγαπημένο βιβλίο των παιδικών του χρόνων. Καθώς άνοιγαν τα βιβλία τους, από κάθε γωνία της
αίθουσας άρχισαν να ξεπηδούν στον αέρα όλοι οι ήρωες της παιδικής λογοτεχνίας. Ήταν
οι αγαπημένοι ήρωες των, Αισώπου, Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, Τσάρλς Ντίκενς, των Αδελφών
Γκριμμ, Θερβάντες, Αλέξανδρου Δουμά, Μαρκ Τουέιν, Ιουλίου Βέρν, Χάριετ Μπίτσερ Στόου, Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον, Λουίζα Μέι Άλκοτ,
Λούις Κάρολ, Ρότζερ Λάνσελιν Γκριν, Αντουάν ντε Σαιντ Εξιπερί, Ρίτσαρντ
Μπαχ, Σεπούλβεδα, Έρικ Καρλ, Τζάνι Ροντάνι, της Άλκης Ζέη, των αράβων συγγραφέων
της ανατολής απ’ τις χίλιες και μια Νύχτες και τόσων άλλων δημιουργών κάθε λαού
και γλώσσας.
Ήταν η πιο φανταστική συνάντηση που έγινε ποτέ, οι ηγέτες όλων των κρατών του κόσμου συναντιόταν με τους αγαπημένους τους ήρωες. Ναι και πρέπει να ξέρετε πως δεν ήταν καθόλου βολικοί και ευχάριστοι μαζί τους. Έβαλαν τους μεγάλους στην θέση τους, για τα ψέματα και την απληστία τους. Τους έβαλαν να υποσχεθούν ότι θα προσπαθήσουν να διαβάζουν και πάλι βιβλία σαν να είναι παιδιά και να αποφασίζουν με αγάπη και εντιμότητα μόνο για το καλό, όλου του κόσμου. Τους θύμισαν και πάλι πως είναι να είσαι παιδί, πως είναι να είσαι ευτυχισμένος με τα πιο απλά και καθημερινά πράγματα, πως είναι να διασκεδάζεις και να γελάς με την καρδιά σου∙ έστω και με το παραμικρό αστείο. Έτσι, ο κόσμος τους που βάδιζε πολύ λοξά, μπορούσε να γίνει καλύτερος και για αυτούς και για τα παιδιά όλης της πλάσης…
Εκείνη την μαγική βραδιά, όλα γινήκανε σαν τα παραμύθια τα παλιά που μας έλεγε
η γιαγιά.
Αν και φέτος
στις έρημες τις γειτονιές, τρίγωνα και κάλαντα δεν ηχήσαν ποτές,
αυτά ακούστηκαν από ψηλά από τα παιδιά με την
δυνατή καρδιά,
από ένα καραβάκι που ήρθε να φέρει την αγάπη του
παντοτινά.
Τα Χριστούγεννα και την πρωτοχρονιά συνέβησαν
πράγματα θαυμαστά
που μάθανε οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο με
χαρά.
Οι πολιτικοί αποφασίσανε
να γίνουνε πάλι τους μικρά,
Να ξεχάσουνε τους πολέμους, τα όπλα, τα χρήματα
τα πολλά
και σαν παιδιά, να τα ξεκινήσουν όλα απ’ την αρχή ξανά…
Ο καιρός περνούσε και τα Χριστούγεννα
κόντευαν,
τις τελευταίες μέρες κάτω στην
πόλη στολίζονταν οι δρόμοι,
τα δέντρα και οι βιτρίνες των
καταστημάτων
Το καραβάκι που
αγαπούσε τα Χριστούγεννα
Όπου ο αφηγητής εξηγεί
και εξηγείται,
Το ρολόι έδειχνε 01:00, σε λίγες ώρες θα ξημέρωνε η παραμονή των Χριστουγέννων. Έξω όλα ήταν στεγνά και όσο και να παρακαλούσα δεν είχε πέσει ούτε μια νιφάδα
από τον ουρανό. Στο δωμάτιο δεν με περίμενε η μητέρα, όχι γιατί έλλειπε, αλλά γιατί ποτέ δεν βρέθηκε σε αυτό το δωμάτιο, γιατί ποτέ
δεν είχα γνωρίσει την μητέρα μου. Μάταια στεκόμουν στο παράθυρο με τον τεράστιο άγγελο από
ασημόχαρτο που με κοιτούσε χαρούμενος. Το αγαπούσα αυτό το αγγελάκι και το
έλεγα Νίκο, όπως τον φίλο μου, τον νοσηλευτή, αυτός μου το είχε φτιάξει. Ξάπλωσα
στο κρεβάτι μου και καθώς έκανα την προσευχή μου αποκοιμήθηκα. Το πρωί της παραμονής των
Χριστουγέννων οι λαμπερές αχτίδες του χειμωνιάτικου ήλιου, τρύπωσαν στο δωμάτιο
και με ξύπνησαν. Πετάχτηκα στο παράθυρο να δω μήπως είχε χιονίσει, αλλά τα
όνειρα είναι όνειρα σκέφτηκα και με πήρε πάλι ο ύπνος μέχρι που ο Νίκος ήρθε
και είπαμε τα κάλαντα,
Καλήν εσπέραν άρχοντες,
κι αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την Θείαν γέννησιν,
να πω στ' αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον,
εν Βηθλεέμ τη πόλη,
οι ουρανοί αγάλλονται,
χαίρει η φύσις όλη.
Η κυρία Μαίρη η κοινωνική
λειτουργός λόγω του ιού δεν μπορούσε να έρθει, με πήρε όμως τηλέφωνο για να μου
δώσει τις ευχές της. Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων κοιμήθηκα με την
ίδια ευχή, αύριο το πρωί που θα ξυπνήσω, να είναι όλα λευκά όπως στις χριστουγεννιάτικες
ταινίες στην τηλεόραση.
Αν και ο καιρός ήταν
ζεστός τις προηγούμενες μέρες και τίποτα δεν προμήνυε ότι θα θύμωνε, όταν
ξύπνησα τα πρωί των Χριστουγέννων, φυσούσε ένα δυνατός άνεμος και χιόνιζε !!!!
Εκείνα τα αξέχαστα Χριστούγεννα, χιόνιζε ασταμάτητα όλη την ημέρα. Αυτή η
μαγική εικόνα με έκανε να πιστέψω πως θαύματα γίνονται κάθε μέρα, αρκεί να το θελήσεις
και να το πιστέψεις δυνατά. Αγαπώ να διαβάζω βιβλία, διάβαζα από παιδί γιατί
κάθε βιβλίο είναι ένα νέο θαύμα για το μυαλό και την ψυχή. Ήταν εκείνο το χριστουγεννιάτικο πρωινό που όπως
έπεφτε το χιόνι, στο παιδικό μου μυαλό γεννήθηκε η ιδέα να γράψω μια δική μου χριστουγεννιάτικη
ιστορία, ένα δικό μου βιβλίο. Έτσι εντελώς μαγικά θυμήθηκα το παρατημένο
καραβάκι που έβλεπα στο πάρκο, δίπλα στο σχολείο μου. Τα πρωινά με άφηνε το λεωφορείο
ακριβώς μπροστά του και μια μέρα ο οδηγός του ιδρύματος που ζούσα, μου είχε πει
ότι αυτό το χριστουγεννιάτικο καραβάκι ήταν χρόνια πριν το πιο αγαπημένο
χριστουγεννιάτικο στολίδι της Θεσσαλονίκης. Όπως ήταν μόνο και παρατημένο στο
πάρκο, μου θύμιζε εμένα, την δική μου ιστορία. Μέσα από τις σελίδες του δικού
μου βιβλίου θα έδινα και πάλι νέα ζωή στο καραβάκι και ποιος ξέρει ίσως και σε
εμένα.
Η ιστορία μου ήθελε και ήρωες και έτσι μου ήρθε στο μυαλό ο κύριος
Βασίλης, ο άστεγος που έβρισκε καταφύγιο απέναντι από το πάρκο, λίγο πιο πέρα
απ΄τον φούρνο με τις ζεστές λαχταριστές τυρόπιτες. Ποιος να είναι καλύτερος κυβερνήτης ενός
καραβιού που θα τους ξεγελάσει όλους και θα μπει στο πιο καλό φυλασσόμενο
κτίριο, από έναν πειρατή; Αυτό λοιπόν ήταν το μαγικό καραβάκι και ο άστεγος
άνθρωπος που έγινε το πνεύμα των παιδικών βιβλίων. Ύστερα σκέφτηκα τον
παγκόσμιο χάρτη που είχαμε στο νοσοκομείο μας και τις σημαίες που έχει σε κάθε
πόλη του κόσμου με τα νοσοκομεία σαν και το δικό μας. Το καραβάκι μας θα περνούσε
από πολλά νοσοκομεία και άλλα καραβάκια όμοια με αυτό θα έφερναν τα παιδιά από
τα νοσοκομεία όλου του κόσμου. Έτσι με μια απόβαση
από χιλιάδες καραβάκια, απ’ τα παιδιά που δίνουν γενναίες μάχες στα νοσοκομεία
της γης, ο κόσμος μας θα γινόταν καλύτερος.
Μιας και δεν γνώρισα γονείς,
αδέρφια, παππού και γιαγιά, την αγάπη τους σε ένα δικό μου σπιτικό, για τον Άρη - τον μυθικό θεό του πολέμου και της δικής μου μάχης - έγραψα ότι έλειπε σε εμένα. Όμως όχι για πολύ, γιατί πολύ σύντομα όταν γύρισα
στην Θεσσαλονίκη, δυο καλοί άνθρωποι με υιοθέτησαν, γίνανε γονείς μου και με την αγάπη και
την φροντίδα τους έγινα ότι είμαι σήμερα. Η Διονυσία και ο Αλί ήταν παιδιά που
γνώρισα στην πραγματικότητα όπως και στο βιβλίο και η αλήθεια είναι ότι αγαπιόμασταν
πολύ, γιατί η ζωή και η ασθένεια μας, ήταν ότι μας ένωνε και μας ενώνει ακόμη
και σήμερα που είμαστε μεγάλοι. Σήμερα η επιστήμη έχει προχωρήσει πάρα πολύ και
όλα τα παιδιά που νοσούν από καρκίνο, σύντομα έχουν μια χαρούμενη ζωή. Τότε όμως την δεκαετία του 2020 εμείς
οι τρεις φίλοι, ζούμε σήμερα γιατί κάποιοι άνθρωποι που λέγονται δότες μυελού των οστών, δώσανε
ένα κομμάτι από το σώμα και την ψυχή τους…
Έτσι λοιπόν γράφτηκε αυτό το άγραφο
βιβλίο για τα Χριστούγεννα.
- Και το παρατημένο καραβάκι στο πάρκο; Ρώτησε λυπημένα ένα αγοράκι κάπου επτά με οκτώ χρονών.
Αν σας μιλούσε το ίδιο, το ξέρω πως θα σας έλεγε “Χρόνια παρατημένο πάλι, παρατημένο σε έναν νέο τόπο, τα Χριστούγεννα ήταν γκρίζα για μένα, ήρθαν και έφυγαν πολλές φορές, μέχρι που ένα παιδί που με αγάπησε, μου έδωσε νέα ανάσα, νέα ζωή…”Τα παιδιά χάρηκαν και χαμογέλασαν !!!!
- Μα δεν μας είπατε για τον αριθμό και τον γρίφο; Τι σήμαιναν όλα αυτά; Ρώτησε
τώρα ένα κορίτσι περίπου εννιά χρονών.
- Ναι φυσικά είναι ο αριθμός και ο γρίφος. Ακούστε λοιπόν τον αφηγητή τι έχει να μας πει,
“Κοιμάσαι Δαμιανέ, αγόρι μου; Πάλι ξενύχτησες με την Χριστουγεννιάτικη ιστορία σου;” Ήταν η Μαίρη η κοινωνική λειτουργός, κάθε μέρα την ρωτούσε μαζί με τον Νίκο τον νοσηλευτή, ένα σωρό απορίες και ζητούσε πληροφορίες για να γράψει την ιστορία του. Η Μαίρη ήταν ιδρωμένη, αν και πρωί η ζέστη ήταν αποπνικτική έξω. Ήταν μέσα του Ιούλη του 2021 και ο δεύτερος καύσωνας του καλοκαιριού, χτυπούσε το λεκανοπέδιο όπως και την υπόλοιπη χώρα. Κάτω τους περίμενε το ταξί για το αεροδρόμιο. Σήμερα θα έφευγαν για την Θεσσαλονίκη, ήταν πολύ καλά πια το παιδί και όταν χρειαζόταν θα συνέχιζε εκεί τις θεραπείες του.
Ο Δαμιανός, κρατούσε ακόμα το στιλό στο χεράκι του ενώ το λευκό του σημειωματάριο, είχε πέσει στο πλάι του. Ο αριθμός ήταν το τελευταίο στοιχείο της ιστορίας του, και το έγραψε στο σημειωματάριο του εχθές αργά το βράδυ όταν ετοίμαζε τα ρούχα του για το ταξίδι της επιστροφής
5 107 2012
Την
περίμενε με τόση αγωνία αυτήν την μέρα που θα έφευγε υγιής για να συμπληρώσει
τον αριθμό που αν έλυνες τον γρίφο έβρισκες μια ημερομηνία, την ημέρα που
ο Δαμιανός ή ο Άρης της χριστουγεννιάτικης ιστορίας θα έφευγε για πάντα, από το νοσοκομείο…
15.07.2021
“Τι βλέπεις; Μάντεψες σωστά; Τότε
θα έρθω να σε πάρω μακριά”
Ο επίκουρος καθηγητής
παιδιατρικής, Δαμιανός Στεργιάδης, εκείνο το κάποτε μικρό αγόρι που ξεκίνησε
αυτή την όμορφη χριστουγεννιάτικη ιστορία, σηκώθηκε και κάλεσε δίπλα του τα
παιδιά. Η αίθουσα του νοσοκομείου είχε μεγάλα παράθυρα, στολισμένα με ασημένιους αγγέλους από
χαρτόνι. Έξω μια τεράστια χειμωνιάτικη πανσέληνος είχε εμφανιστεί επάνω από την
πόλη. Όλα τα παιδιά μαζεύτηκαν γύρω του.
- Παιδιά αύριο το πρωί ξημερώνει η παραμονή των
Χριστουγνέννων σαν και την ιστορία μας, τους είπε ο Δαμιανός Στεργιάδης και
συνέχισε,
Εκείνο το βράδυ σαν έφτασε η στιγμή του αποχωρισμού, ο
κυβερνήτης Ν ω ί λ-β ι β κοίταξε ένα ένα τα παιδιά και έδωσε μια υπόσχεση παντοτινή.
“Κανείς δεν θα ξέρει
το πότε και το που, μα κάποια βράδια κοιτώντας τον έναστρο ουρανό, ένα καραβάκι
θα εμφανίζεται κάπου εκεί ψηλά, για να φέρει σε κάθε παιδί ξεχωριστά, την Πίστη
και την Ελπίδα, ότι πάντα θα συμβαίνουν θαύματα στις καρδιές αυτών που πιστεύουν
αληθινά.”
Εγώ πιστεύω στα θαύματα, εσείς;;;
Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ
ΜΑΪΟΣ 2019 –
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2020
Αφιερωμένο σε όλα τα παιδιά που γίνανε αστέρια στο ουρανό, σε όλα τα παιδιά
που πολεμούν με τον καρκίνο…
Στην κυρία Μαριάννα Βαρδινογιάννη
για την αγάπη και τον προσωπικό της αγώνα για τον παιδικό καρκίνο στην Ελλάδα.
Για την υπέροχη ιδέα της για την διπλωματία της υγείας που έχει να δώσει τόσα
στο κόσμο μας.
Με όλη την αγάπη, τον θαυμασμό και
την εκτίμηση μου για το φιλανθρωπικό της έργο στην Χριστίνα Λαζαρίδου την
πρόεδρο του συλλόγου εικαστικών Λάνασσα, που με παρακίνησε να γράψω αυτή την χριστουγεννιάτικη ιστορία. Έμπνευση μα και σημαντική βοήθεια με τις πληροφορίες
που μου παρείχε και με την μοναδική ικανότητα της να κινεί τα νήματα για το καλό
του συνανθρώπου.
Στην μνήμη του Χρήστου Βλάχου αειμνήστου προέδρου του συλλόγου γονέων παιδιών
με νεοπλασματικές παθήσεις “Η Πίστη” που κάποτε του είχα υποσχεθεί ότι θα έρθω
με το καραβάκι στο Αγία Σοφία. Για τους αγώνες του για τα παιδιά και τους
γονείς στα ογκολογικά τμήματα του νοσοκομείου.
Σε όλους τους συλλόγους παιδιών με καρκίνο, πάντα να είναι μια αγκαλιά για
όλα τα παιδιά.
Στην μνήμη του Στυλιανού Χριστοφή.
Στην μνήμη του Αλέξανδρου Δαρδώνη και στην μαμά Ματίνα που τα λόγια και οι
πράξεις της αποτέλεσαν έμπνευση για μένα
και αυτήν την ιστορία. Η μητέρα του Αλέξανδρου κατάφερε να μετατρέψει τον αβάσταχτο
πόνο της απώλειας, σε αγάπη για όλα τα παιδιά που πολεμούν με απίστευτη δύναμη.
Στην Αθηνά και την Αντωνία με τις θερμότερες ευχές μου.
Στην Εύα Μαρκάκη την αγαπημένη φίλη, την γιάγια, που θα ψάχνω και εγώ στον
έναστρο ουρανό.
Στους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό που με τόση αγάπη φροντίζουν
όλα τα παιδιά.
Στον Παναγιώτη Γεωργίου, τον πειρατή του Θερμαϊκού που αποτέλεσε την έμπνευση μου, για το Πνεύμα των βιβλίων. Στον αγαθό πειρατή που διαβάζει παραμύθια στα παιδιά.
Θερμά ευχαριστώ για τις πληροφορίες που μου παρείχε για την συγγραφή αυτού
του έργου, στην εκλεκτή φίλη και μαμά Βάσω Ράδου.
Ποίηση Τόλης Νικηφόρου
Λάμπουν σαν δάκρυα τα
Χριστούγεννα, από τη συλλογή Γαλάζιο βαθύ σαν αντίο (1999)
Αποσπάσματα από το διήγημα, Το καραβάκι που αγαπούσε τα Χριστούγεννα Α. Δ.Ε.
ΒΑΛΜΑΣ Απρίλιος 2014
Ζωγράφος Ντίνος Παπασπύρου
1. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-199, Γλυκό+Μαγιάτικο+ξημέρωμα+στη+Χαλκιδική
2. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-123, ΠΑΙΔΙ και ΘΑΛΑΣΣΑ, τέμπερα, 11Χ11 εκ., 2005, Κωδ. 305
3. Λάμπουν σαν δάκρυα τα Χριστούγεννα
4. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΓΥΝΑΙΚΑ-16, Μυρτώ αντικρύ του πελάγους, τέμπερα, 30Χ21.5 εκ.,
2012, Κωδ. 980
5. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-237, Ουρανοξύστες, Τέμπερα, 20.5Χ13.5 εκ., 2003
Φωτογραφία Το αυθεντικό καραβάκι της πλατείας Αριστοτέλους χρονολογία 2011