Ιστορίες της Απομόνωσης
αν είναι να χαθούμε για πάντα στο σκοτάδι,
τότε γιατί ανοίγει μέρα και νύχτα ο ουρανός.
γιατί η ψυχή μας δειλά προφέρει τα μυστικά
φωνήεντα, γιατί αλάνθαστα γνωρίζει την
πατρίδα.
τότε γιατί ανοίγει μέρα και νύχτα ο ουρανός.
γιατί η ψυχή μας δειλά προφέρει τα μυστικά
φωνήεντα, γιατί αλάνθαστα γνωρίζει την
πατρίδα.
αν είναι να χαθούμε για πάντα στο
σκοτάδι, γιατί ο δρόμος με τα χίλια αινίγματα,
η μουσική, τα χρώματα, η ποίηση γιατί. αν
είναι να χαθούμε για πάντα στο σκοτάδι,
τότε γιατί μας δόθηκε το φως
σκοτάδι, γιατί ο δρόμος με τα χίλια αινίγματα,
η μουσική, τα χρώματα, η ποίηση γιατί. αν
είναι να χαθούμε για πάντα στο σκοτάδι,
τότε γιατί μας δόθηκε το φως
Τόλης Νικηφόρου
Απαγόρευση Κυκλοφορίας
Ήταν η πρώτη μέρα απαγόρευσης της κυκλοφορίας.
Ποιος να το περίμενε λίγο καιρό πριν;
«Με
εντολή της κυβερνήσεως απαγορεύεται η κυκλοφορία εκτός…»
Αυτήν την πρωτάκουστη είδηση,
την άκουσε το προηγούμενο βράδυ στο ραδιόφωνο, από τα χείλη ενός νεαρού
μουσικού παραγωγού που αστειευόταν με το γεγονός, και εμψύχωνε τους ακροατές
γιατί όπως έλεγε “ότι και να γίνει το ελληνικό καλοκαιράκι είναι δικό μας.”
Πέρα όμως από την επιπόλαιη
αντιμετώπιση του νεαρού, το γεγονός ήταν πως από τις έξι το πρωί της επομένης, με
εντολή του πρωθυπουργού είχε απαγορευθεί η ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών
εκτός ειδικών εξαιρέσεων. Μετά την υιοθέτηση των αυξημένων περιοριστικών μέτρων
που είχε λάβει η κυβέρνηση λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, σε όλη την χώρα
απαγορεύονταν οποιαδήποτε άσκοπη κίνηση. Οι παραβάτες θα τιμωρούνταν με
χρηματικό πρόστιμο 150 € και με αυστηρότατες διοικητικές κυρώσεις στην
περίπτωση διασποράς του ιού. Λίγο αργότερα θα ανακοινώνονταν και οι ειδικές διαδικασίες
που θα έπρεπε να ακολουθήσει κάποιος για να μπορεί να βγει για ειδικούς και
μόνο λόγους.
Για εκείνη ήταν σαν να μην άκουσε αυτή την είδηση, σαν να μην την
αφορούσε ένα τόσο σημαντικό ζήτημα πιθανά, ζωής ή θανάτου…
Την πρώτη μέρα τήρησης του
μέτρου, ξύπνησε αργά το πρωί με την ησυχία της, δεν εργαζόταν εδώ και καιρό
εξάλλου. Ήπιε μόνο λίγο νερό μαζί με τις βιταμίνες της και ετοιμάστηκε για να
βγει. Φόρεσε την αγαπημένη της, μαύρη φούστα και την κόκκινη μπλούζα που της
είχε αγοράσει πριν δυο χρόνια η αδερφή της. Χτενίστηκε και βάφτηκε για να γίνει
μια κούκλα, περιποιήθηκε με επιμέλεια
τον εαυτό της όπως πάντα, όπως έκανε απαρέγκλιτα πριν βγει έξω, έστω και για να
πάει μέχρι το μικρομάγαζο της γειτονιάς.
Κατά της 10 το πρωί βγήκε απ’ το
σπίτι της και κατέβηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας. Είχε πάρει στην τσάντα της
και το σπαστό μπαστούνι πεζοπορίας∙ μόνο σε
περίπτωση που θα το χρειαζότανε. Έξω δεν κυκλοφορούσε ψυχή, ούτε πεζοί, ούτε
τροχοφόρα. Αν και σίγουρα δεν είχε τόσο ζέστη, η μέρα ήταν υπέροχη,
ανοιξιάτικη, μαγιάτικη. Φαινομενικά τουλάχιστον έμοιαζε με μια αυγουστιάτικη
μέρα που οι πόλεις αδειάζουν για να γεμίσουν οι παραλίες. Και στην
πραγματικότητα δεν απείχε και πολύ, όπως το ένοιωθε τώρα. Ο ήλιος θερμός,
αγκάλιαζε απαλά μα ζεστά το σώμα της. Άνετα θα μπορούσε να βγάλει και την καφέ,
μακριά ζακέτα της, αυτήν την σχεδόν καλοκαιρινή ημέρα.
Καθώς άρχισε σιγά σιγά να βαδίζει
και να κοιτά τα κλειστά καταστήματα στην γειτονιά της, να μην συναντάει ούτε
έναν αγαπημένο άνθρωπο, ένοιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος. Ο κυρ Γρηγόρης ο
γείτονας, με την γυναίκα του την Βιολέτα, συνήθως καθόταν στο πεζοδρόμιο στα
καρεκλάκια τους και την καλημέριζαν καθημερινά. Τώρα όπως όλοι, κι αυτοί οι δυο
ηλικιωμένοι φίλοι της είχαν κλειστεί στα σπίτια τους, σύμφωνα με τις συστάσεις των γιατρών.
Σκεφτόταν πως όχι μόνο η χώρα που
είχε περάσει μια τραγική δεκαετία, αλλά και ολόκληρος ο πλανήτης ζούσε πρωτοφανείς
στιγμές περιορισμού της προσωπικής ελευθερίας, σε περίοδο δημοκρατίας. Τα οργουελικά
σενάρια και οι συνωμοσιολογίες κατέκλυζαν το διαδίκτυο. Η πραγματικότητα όμως
ήταν απερίγραπτα τραγική. Στα 39 της χρόνια δεν είχε ξαναζήσει ποτέ τέτοια
κατάσταση και ήταν σίγουρη ότι δεν θα ξαναζούσε κάτι ανάλογο. Μικρούλι
κοριτσάκι, θυμόταν λίγο αμυδρά να μιλούν οι μεγάλοι έντρομοι για την
ραδιενέργεια από το Τσέρνομπιλ, τον διατροφικό πανικό, κι ύστερα για τις γρίπες
και τις άλλες μολυσματικές ασθένειες που απειλούσαν κάθε τόσο την ανθρωπότητα.
Τώρα όμως ήταν κάτι το διαφορετικό, κάτι το ανεπανάληπτο. Ήταν τόσο άγριο όλο αυτό
που γινόταν και στην Ελλάδα λόγω του ιού και των αυστηρότερων μέτρων, όμως
άγριος ήταν και ο φόβος πως η κατάσταση θα μπορούσε να γίνει τραγικά ανεξέλεγκτη
όπως στην Κίνα, αλλά πια και στην γειτονική Ιταλία, την Ισπανία, την Γαλλία,
την Αγγλία, τις ΗΠΑ. Αυτή η επιβεβλημένη καραντίνα, η απομόνωση, η απαγόρευση, η
ερήμωση των δρόμων, ο φόβος της επίσκεψης στους αγαπημένους γονείς και
παππούδες, η έλλειψη της αγκαλιάς, του χαμόγελου, της ματιάς τους, ανήκαν σε
μια νέα και τόσο τρομακτική περίοδο.
***
Κατηφόρισε την έρημη Παρασκευοπούλου. Λίγο κάτω από το Ράδιο Σίτυ στάθηκε ευλαβικά και άναψε ένα κεράκι στο μικρό παρεκκλήσιο της Αγίας Σολομονής, πλάι στην λεωφόρο. Βγήκε από το παρεκκλήσι και πέρασε απέναντι κι ύστερα κινούμενη αργά, ανέμελα, έφτασε στην επόμενη διασταύρωση όπου η Βασίλισσα Όλγα δίνει την σκυτάλη της κυκλοφορίας στον σύζυγο της τον Γεώργιο τον Ά. Λίγο πιο κάτω η θάλασσα λαμπύριζε στο βάθος, ανάμεσα σε δέντρα, παρκαρισμένα αυτοκίνητα, τις ψηλές πολυκατοικίες της παραλιακής και τον επιβλητικό όγκο του Μακεδονία Παλλάς. Σ’ αυτή την διασταύρωση, δύο αστυνομικοί, ελέγχαν την κίνηση των πολιτών.
Ο Στρατής, ήταν αστυνομικός στην ομάδα ΔΙ.ΑΣ. Μόλις είχε συμπληρώσει τα 33
του χρόνια, δυναμικός τύπος, ψηλός, γεροδεμένος. Από τις έξι το πρωί ήταν με
τον συνάδελφο του στην διασταύρωση της Αγίας Τριάδος με την Όλγας και την
Γεωργίου, για να ελέγξουν την τήρηση των μέτρων απαγόρευσης της κυκλοφορίας.
Φαίνεται πως οι περισσότεροι που δεν είχαν να πάνε στην εργασία τους, είχαν
παγώσει από την απαγόρευση, ίσως κάποιοι να είχαν μπερδευτεί και με την φόρμα
για την μετακίνηση που έπρεπε να συμπληρώνουν κάθε φορά που ήθελαν να βγουν από
το σπίτι. Έτσι οι αστυνομικοί είχαν ελέγξει κατά βάση οδηγούς αυτοκινήτων και
δικύκλων και ελάχιστους πεζούς. Δεν έλλειπαν όμως και τα ευτράπελα, πριν λίγο ο
Στρατής είχε κάνει αυστηρή σύσταση σε δυο νεαρούς που δήλωσαν ότι δεν γνώριζαν
τα περιοριστικά μέτρα και ήθελαν να πάνε λέει απλά για μονόζυγο στο πάρκο της
ΧΑΝΘ. Κανονικά θα τους έκοβε από δυο εκατοπενηντάρια πρόστιμα, αλλά ήταν πρώτη
μέρα και τους την χάρισε.
Την είδε να έρχεται προς το
μέρος του, ήταν μια κοπέλα μετρίου αναστήματος, καλοντυμένη. Σαν πλησίασε είδε
καλύτερα το πρόσωπο της, χαμογελούσε, το βλέμμα της ήταν τόσο όμορφο…
- Καλημέρα σας,
- Καλημέρα του απάντησε εκείνη,
- Παρακαλώ μπορώ να ελέγξω την φόρμα μετακίνησης σας; Την ρώτησε
ευγενικά ο Στρατής, θα χρειαστώ και την ταυτότητα σας πρόσθεσε. Την είχε
σταματήσει για τον έλεγχο ακριβώς στο παρκάκι με τα κυπαρίσσια και τα δυο
αγάλματα, κάτω από τα περίεργα βλέμματα του Γεωργίου και της Όλγας. Τα πουλιά
που φώλιαζαν στα ψηλά κυπαρίσσια του πάρκου έκαναν φασαρία, σίγουρα θα κουτσομπόλευαν
τους δυο τους με τις λεπτές φωνίτσες τους, κρυμμένα πίσω από τα βελονοειδή
φυλλώματα και τα κουκουνάρια.
Εκείνη τον κοίταξε μέσα στα μάτια με ένα απελπισμένο, βλέμμα και του
είπε,
- Δεν έχω χρόνο…
Ο Στρατής την κοίταξε τώρα κάπως θυμωμένα,
- Δεν έχετε χρόνο να συμπληρώσετε μία φόρμα; Έστω να στείλετε ένα
μήνυμα στο 13033;;; Δεν ακούσατε ότι πρέπει να συντρέχει ειδικός λόγος για να
βρίσκεστε από σήμερα εκτός σπιτιού και ότι θα έπρεπε να ακολουθήσετε την ειδική
διαδικασία; Την ρώτησε λίγο αυστηρά ο αστυνομικός.
- Μια μικρή βόλτα μόνο ήθελα να πάω, μέχρι την θάλασσα, να δω το γαλάζιο,
τα γλαροπούλια, τα καραβάκια που κόβουν βόλτες, σας παρακαλώ είπε ικετευτικά τώρα
εκείνη και χωρίς διακοπή συνέχισε.
- Το άκουσα… το άκουσα στο ραδιόφωνο μα δεν έδωσα άλλη σημασία, δεν
βλέπω καν τηλεόραση.
- Είναι υποχρέωση σας, απάντησε εκνευρισμένος με την απάθεια της το
όργανο της τάξης και έβαλε το χέρι του να τραβήξει το μπλοκ για το πρόστιμο.
- Έχετε δίκιο, όλοι πρέπει να κάτσουμε στο σπίτι μας, μα δεν μπορούσα
να χάσω αυτή την βόλτα, δεν έχω άλλο χρόνο για να ακούω ειδικές διαδικασίες, να
συμπληρώνω φόρμες του απάντησε εκείνη αφοπλιστικά. Δεν έχω χρόνο όπως οι
περισσότεροι για να κλειστώ στο σπίτι μου, να βγω έξω δυο μήνες μετά, να χαρώ
έστω το καλοκαίρι… καταλαβαίνετε… ΠΕΘΑΙΝΩ… του ψιθύρισε.
Η ησυχία του πρωινού έσπασε με
κρότο στα αυτιά του, διαλύθηκε εκκωφαντικά σε χιλιάδες μικρά κοφτερά κομμάτια. Τα
χαρούμενα τιτιβίσματα των πουλιών εξαφανίστηκαν.
Το βλέμμα του όσο σκληρό
μπορούσε να γίνει, τόσο μπορούσε να γεμίσει καλοσύνη και ανθρωπιά και αυτή την
στιγμή η λέξη “ΠΕΘΑΙΝΩ” σε ενεστώτα χρόνο τον τράνταξε σαν σιδερογροθιά στο
σαγόνι. Την κοίταξε με μια τεράστια απορία. Ως αστυνομικός απ’ το μυαλό του
περνούσαν χίλια διαφορετικά σενάρια, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αυτή η όμορφη
κοπέλα με την μαύρη εφαρμοστή φούστα, την κόκκινη μπλούζα και την καφέ ζακέτα
που ήταν τόσο θελκτική, πέθαινε…
- Είμαι βαριά άρρωστη, χρόνια πολέμησα με τον καρκίνο, μα τώρα πια οι
γιατροί δεν μου δίνουν παρά λίγες μέρες, ίσως λίγες ώρες πριν χειροτερέψω, πριν
να μην μπορώ καν να σηκωθώ από το κρεβάτι μου. Το Πάσχα είναι τόσο κοντά για
τους περισσότερους, μα τόσο μακριά για μένα…
Ο Στρατής ένοιωσε να πνίγεται,
δεν ήταν δυνατόν, ήταν μια αστεία δικαιολογία. Αυτό ήταν, ναι σίγουρα, αυτό
ήταν. Το βλέμμα όμως αυτής της κοπέλας δεν έλεγε ψέματα και το Πάσχα απείχε
τόσο απελπιστικά κοντά…
- Ο Νάσος σου μοιάζει λίγο, του είπε και χαμογέλασε αμήχανα… ο
αρραβωνιαστικός μου… ήταν… χαμογέλασε πάλι. Έφυγε πρώτα από κοντά μου όταν
άρχισε η μάχη μου, πριν έξι χρόνια και ύστερα κι απ’ την χώρα, δεν άντεχε. Μου το
έλεγε κάθε τόσο, δεν άντεχε τις μάχες, τα νοσοκομεία, τα χειρουργεία. Ήταν άδικο
για μένα το παραδεχόταν όμως και για εκείνον, δεν είχε δυνάμεις να παλέψει στο
πλάι μου. Λιποτάκτησε μια νύχτα, άνοιξε την πόρτα και έτρεξε όσο πιο μακριά
μπορούσε… Και όμως παρά την προδοσία, τον αγαπούσα και συνέχισα να τον αγαπώ.
Μα πως είναι δυνατόν θα μου πεις. Κι όμως είναι, πόσο θα ήθελα να ήταν εδώ τώρα,
έστω να κάναμε αυτήν την τελευταία βόλτα μαζί… Δικό του δώρο είναι αυτή η
ζακέτα για αυτό την φορώ, να τον νοιώθω… δεν πειράζει, έτσι είναι η ζωή… ψέλλισε και χαμήλωσε το κεφάλι της για να μην
φανούν τα δυο λαμπερά δάκρυα ...
Ο νεαρός αστυνομικός είχε
πραγματικά παγώσει και ας φορούσε την μαύρη, ενισχυμένη στολή των
μοτοσικλετιστών της αστυνομίας και ας ήταν αυτό το πρωινό τόσο ζεστό. Τα μάτια
του ήταν έτοιμα να βουρκώσουν κοιτώντας αυτό το κορίτσι. Οι φόρμες μετακίνησης,
τα SMS είχαν
χάσει κάθε σημασία. Τώρα έβλεπε καθαρά την λαβωμένη μορφή της, την πολεμίστρια
που μέχρι την τελευταία στιγμή δεν ήθελε να παραδοθεί, λες και με αυτό το
μακιγιάζ καμουφλαριζόταν από τον αδυσώπητο εχθρό, απ’ τα μάτια των ανθρώπων που
δεν πονούν, μόνο διεκπεραιωτικά συλλυπούνται.
- Μισό λεπτό, περίμενε με, της είπε και έτρεξε μακριά της. Μίλησε στον
συνάδελφο του που στεκόταν παραπέρα στην μοτοσυκλέτα τους. Εκείνος τον άκουσε
κατάπληκτος… σε ένα λεπτό επέστρεψε κοντά της, όπως υποσχέθηκε.
- Ξέρω ότι το μόνο που μπορώ να κάνω και θα ήθελα τόσο πολύ αυτή την
στιγμή, είναι να πάρω την θέση του Νάσου…
Η Ευαγγελία αυτή η τόσο
δυνατή πολεμίστρια, μα και τόσο ευάλωτη, λύγισε εμπρός στο μεγαλείο της ψυχής
του. Ο Στρατής σήκωσε το δακρυσμένη πρόσωπο της και με ένα πλατύ χαμόγελο
άπλωσε το δεξί του χέρι σε ορθή γωνία,
- Μου επιτρέπεις να σε συνοδέψω;
Την πρώτη μέρα της
απαγόρευσης της κυκλοφορίας, οι δυο τους απομακρύνθηκαν αγκαζέ για να
περπατήσουν μαζί στην τελευταία βόλτα της, που ήταν όμως η δική τους πρώτη. Καθώς
χάνονταν προς το γαλάζιο, ο πρωινός ήλιος τους τύλιξε στην αγκαλιά του και τα πουλιά
πέταγαν ψηλά πάνω από τα κυπαρίσσια, με τιτιβίσματα τρελά απ’ την χαρά τους. Τα
λυγερά κυπαρίσσια υποκλίθηκαν καθώς τα δυο αγάλματα κοιτιόντουσαν σαν να είχαν
ζωντανέψει από την παντοτινή τους λήθη…
Η συγγραφή αυτού του
διηγήματος ξεκίνησε λίγο πριν την ανακοίνωση από τον πρωθυπουργό της
απαγόρευσης της κυκλοφορίας λόγω του πανδημικού ιού COVID 19. Eίναι εμπνευσμένο και αφιερωμένο στην Βασιλική Ξαρχάκου που πολεμάει τον καρκίνο με την αμέριστην συμπαράσταση της οικογένειας της εδώ και τουλάχιστον 6 χρόνια χρόνια.
Δυο μήνες πριν την συγγραφή της Απαγόρευσης Κυκλοφορίας, καθώς βρισκόμουν μέσα σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων, είδα την συνέντευξη της Βασιλικής στην δημοσιογράφου του Vice, Νιόβη Αναζίκου. Η Βασιλική εξιστορούσε την πορεία της ασθένειας της, των χειρουργείων, των θερπαπειών, του πόνου,
μα και της δύναμης, της θέλησης για την ζωή, της αγάπης που στέκει πάνω από όλα. Η Βασιλική Ξαρχάκου ανέφερε στην συνέντευξη ότι ο
γιατρός της, την προετοίμασε ότι ίσως δεν θα ζούσε μέχρι το Πάσχα του 2020. Ήταν τόσο τρομερό για μένα, να βλέπω έναν νέο άνθρωπο να λέει πως ίσως σε 2 - 3 μήνες, ούτε μέχρι το καλοκαίρι ακόμη, δεν θα βρισκόταν στην ζωή... Δυο μήνες μετά, καθώς όλοι συζητούσαν
στην χώρα ότι θα απαγορευθεί η ελεύθερη κυκλοφορία μας και θα έπρεπε
οικειοθελώς να κλειστούμε στα σπίτια μας, άγνωστο πόσο, η σκέψη μου έτρεξε σε εκείνη, στην Βασιλική που δεν γνώριζα τίποτα για εκείνη, ένοιωσα όμως την ανάγκη της μέσα στην απαγόρευση κυκλοφορίας να βγει από το σπίτι, να περπατήσει πλάι στην θάλασσα, ίσως για τελευταία φορά...
Ελπίζω με όλη μου την ψυχή και εύχομαι μέσα από την καρδιά μου ο Θεός να χαρίσει στην Βασιλική πολλά πολλά χρόνια ζωής…
8/2021 Είμαι πολύ χαρούμενος γιατί εδώ και αρκετό διάστημα - έστω μέσα από το διαδίκτυο - γνώρισα την υπέροχη Βασιλική αλλά και την εξαιρετική αδερφή της Νατάσα Ξαρχάκου. Η Βασιλική συνεχίζει με απίστευτη δύναμη τον αγώνα της για την ζωή και αποτελεί πρότυπο για πολλούς ανθρώπους. Αγαπάει με όλη της την ύπαρξη τα ζώα και νοιάζεται για τους ανθρώπους, για έναν καλύτερο κόσμο.
Έναν χρόνο μετά την συγγραφή του διηγήματος, ο αρχισυντάκτης του περιοδικού Ιατρικά θέματα
του ιατρικού συλλόγου Θεσσαλονίκης, πνευμονολόγος Αντώνιος Παπαγιάννης, με τίμησε με την επιλογή του διηγήματος αυτού για την ύλη του τεύχους 74.
https://isth.gr/wp-content/uploads/2021/05/ISTH74.pdf
Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ
21 - 25/3/2020
Ποίηση Τόλη Νικηφόρου
Ποίημα, τα μυστικά
φωνήεντα
από τη συλλογή Γαλάζιο βαθύ σαν αντίο, 1999
Ζωγράφική Ντίνος Παπασπύρου
1. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-213, Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, τέμπερα, 22Χ17
εκ., 1995, Κωδ. 528
2. ΠΙΝΑΚΑΣ "Κινηματογράφος Πατέ", τέμπερα 20Χ16 εκ., 2016, Κωδικός 1524.
2. ΠΙΝΑΚΑΣ "Κινηματογράφος Πατέ", τέμπερα 20Χ16 εκ., 2016, Κωδικός 1524.