Κυριακή, Μαΐου 31, 2020

Η αγάπη στα χρόνια της πανδημίας


Ιστορίες της απομόνωσης


Η αγάπη στα χρόνια της πανδημίας


Απρίλιος 2020…
   Στο πολυκαιρισμένο ραδιόφωνο, το πράσινο φως τρεμόπαιζε στο καντράν και στα μικροσκοπικά κουμπάκια τριγύρω του. Ο οδηγός άκουγε δυνατά στο ράδιο μια σύνθεση από ντίσκο επιτυχίες, είχε πολύ καλή διάθεση αυτό το Απριλιάτικο απόγευμα. Κάθε τόσο κοιτούσε τον συνοδηγό του και χαμογελούσε σίγουρος για την απόφαση του. Χαρούμενος όπως ήταν τραγουδούσε μια ντουέτο με την Γκλόρια Γκέινορ, μια με τους Μπι Τζιζ και την άλλη με την Τσάκα Καν.
   Από ένα στενάκι πλάι στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο, μπήκε στην Λεωφόρο Καραμανλή και έπειτα έστριψε απ’ το φανάρι στην Κλεάνθους. Οι Ζητάδες ήταν σταματημένοι λίγο πιο μέσα, στην αριστερή πλευρά του δρόμου και δεν φαινόταν καθόλου. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει πριν λίγο, ψηλά οι κεραίες των πολυκατοικιών ακόμα ήταν χρυσαφιές από τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου όμως στον δρόμο το φως ήταν λιγοστό και είδε μόνο τον φακό του ενός που του έκανε νόημα να σταματήσει. Έβαλε τα αλάρμ και ακινητοποίησε το skoda μπροστά στους δυο αστυνομικούς. Ο ένας ήταν πολύ ψηλός και αδύνατος, ο άλλος πιο κοντός και πολύ γεροδεμένος. Ο ψηλός του ζήτησε το έντυπο μετακίνησης και την ταυτότητα του λόγω της απαγόρευσης κυκλοφορίας που ίσχυε εξαιτίας της πανδημίας του νέου κορωνοϊού. Υπό τον ήχο του Άφρικα, τον Τότο, τους απάντησε πως δεν έχει μαζί του την δήλωση, ούτε έστειλε sms. Χαμογελώντας τους πληροφόρησε για τον ιδιαίτερο λόγο της εξόδου του που σίγουρα δεν περιλαμβάνονταν στους λόγους 1 – 6 που ήταν όλοι και όλοι στο έντυπο.    
Ο ψηλός κοίταξε τον συνάδερφο του και χαμογέλασε,
-  Ώστε πάτε στα…;;; Μάλισταααα… επανέλαβε ο αστυνομικός χαμογελαστός στον οδηγό και δίχως να χάσει χρόνο τράβηξε το μπλοκ των κλήσεων για να βεβαιώσει την παράβαση…


***

Απρίλιος 2025…
   Εκείνη την Τετάρτη του Απρίλη βρέθηκε και πάλι μόνος στο σπίτι του. Ο ήλιος μόλις είχε δύσει όταν μπήκε, στο διαμέρισμα όλα ήταν ήσυχα. Η γυναίκα και η κόρη του είχαν βγει έξω για κάποια ψώνια. Μπήκε στην τουαλέτα, εκείνος ο εξαεριστήρας του μπάνιου είχε χαλάσει και έκανε έναν αναθεματισμένο θόρυβο τις τελευταίες μέρες. Πλύθηκε αργά, με επιμέλεια, τελετουργικά. Βλέπεις η συνήθεια του είχε μείνει από την εποχή της πανδημίας, το 2020. Άναψε τον φούρνο μικροκυμάτων να ζεστάνει τον αρακά με τις πατάτες που του είχε αφήσει η γυναίκα του στο ψυγείο. Μέχρι να γίνει αυτό θα περνούσαν κάπου πέντε λεπτά∙ αφού του άρεσε να τρώει σχεδόν ζεματιστό το φαγητό του.
   Είχε λοιπόν λίγο χρόνο, βγήκε από την κουζίνα και μπήκε στο γραφείο του ακριβώς απέναντι. Ήταν το προσωπικό του καταφύγιο εκείνο το δωμάτιο του διαμερίσματος. Η διακόσμηση σίγουρα δεν ταίριαζε για την ηλικία του, αυτόν όμως τον ευχαριστούσε. Στην μια πλευρά του δωματίου, ήταν το γραφείο του και από επάνω είχε βιβλιοθήκη. Στους υπόλοιπους τοίχους τώρα πια παντού υπήρχαν ράφια με βιβλία, ένα σωρό φωτεινά χριστουγεννιάτικα διακοσμητικά και σειρές από λογιών – λογιών λαμπιόνια. Ένα παραμύθι, που ζούσε μέσα σε δωμάτιο.
   Κάθισε στην αναπαυτική πολυθρόνα που βρισκόταν αντίκρυ από το γραφείο του και άναψε το επιδαπέδιο φωτιστικό, στο πλάι της. Κουρασμένος από την δουλειά και την τρέλα της καθημερινότητας, έκλεισε για λίγο τα μάτια του…
   Το κουδουνάκι του φούρνου τον τρόμαξε, άνοιξε τα μάτια όμως δεν κουνήθηκε από την θέση του, ήταν τόσο κουρασμένος. Το βλέμμα του κόλλησε απέναντι, χαμηλά στο πάτωμα, στο ράφι της βιβλιοθήκης δίπλα στην πόρτα του δωματίου του. Η σκέψη ήρθε μόνη της, απρόσκλητη, όπως συνήθως…
   Τέτοια εποχή ήταν πάλι, αρχές Απρίλη του 2020. Τότε δεν υπήρχε εκεί η βιβλιοθήκη, ήταν το μέρος Του, εκεί την άραζε Εκείνος, Ζόρικο Αρσενικό. Αυτές τις ώρες του άρεσε πότε να κοιμάται και πότε να χουζουρεύει, αφού το βράδυ πάντα ξενύχταγε. Δεν είχαν κακές σχέσεις όμως θα το προτιμούσε να έφευγε από το γραφείο του και να την άραζε αλλού, ακόμη και στο σαλόνι, δεν τον πείραζε. Αλλά όσο και να το ήθελε ο ίδιος, αυτός ο μάγκας δεν το κουνούσε από εκεί, του έδιναν θάρρος βλέπεις και οι γυναίκες του σπιτιού. Τον κοιτούσε εκεί να στριφογυρνάει, να λιώνει ολημερίς στην ξάπλα, μέσα, συνεχώς και αδιαλείπτως μέσα, σαν τον φυλακισμένο.
   Εκείνο το απριλιάτικο απόγευμα, όμως δεν άντεξε, του γύρισαν τα μυαλά. Και ο ίδιος κλεισμένος ήταν∙ κοντά ένα μήνα μέσα στο σπίτι με την γυναίκα και την κόρη του. Η επιχείρηση όπου εργαζόταν την περίοδο της πανδημίας, είχε κλείσει τα γραφεία μετά την εντολή της κυβερνήσεως και έμενε συνεχώς μέσα το διαμέρισμα του, όπως όλοι. Τηλεργαζόταν και από την μια ξεχνιόταν μα και από την άλλη πιεζόταν με τις πολλές ώρες που έπρεπε να αφιερώνει στην δουλειά και τα χίλια μύρια προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπίσει μέσα απ’ το δωμάτιο του.
   Κόντευε να πάθει νευρικό κλονισμό και για να βγει έπρεπε να συμπληρώνει έντυπα και να στέλνει μηνύματα. Και εκτός από τα ψώνια και ένα σύντομο περπάτημα, που να αλλού να πήγαινε; Δεν μπορούσε να συναντήσει ούτε σε έναν γνωστό να πιούν έναν καφέ ρε αδερφέ να πούνε δυο κουβέντες, να ξεσκάσουν. Όλοι μένανε στο σπίτι, όλοι στα καβούκια τους. Μόνο αυτοί οι λίγοι που πηγαίνανε στις δουλειές τους, δραπέτευαν για λίγο και από το απόγευμα μέσα και αυτοί. Και στις 18:00 κάθε μέρα όλοι κρέμονταν από τα χείλη του καθηγητή Τσιόδρα για την εξέλιξη της πανδημίας στην Ελλάδα και του υπουργού πολιτικής προστασίας Χαρδαλιά, για τα μέτρα και τα πρόστιμα στους παραβάτες της καραντίνας. Όλα είχαν αλλάξει, ακόμη και το Πάσχα που πλησίαζε σε λίγο, δεν θα ήταν το ίδιο φέτος. Κλεισμένοι μέσα στα σπίτια θα το περνούσαν και αυτό, μακριά από συγγενείς και φίλους…
    Και δεν ήταν μόνο η κλεισούρα, η τηλεόραση συνεχώς πρόβαλε εικόνες φόβου, απομόνωσης, φρίκης. Ειδήσεις από όλη την Ευρώπη και τον κόσμο. Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Η.Π.Α. Σαν σε μακάβριο διαγωνισμό κάθε μέρα προβάλλονταν και καταμετρούνταν τα κρούσματα και οι χιλιάδες απώλειες ενός αόρατου πολέμου.
   Με όλη αυτήν την ψυχολογική πίεση είχε φθάσει στα όρια του. Έτσι ήρθε εκείνη η στιγμή που λείπανε από το σπίτι η σύζυγος και η κόρη του για την δραστηριότητα νούμερο 6 “Βόλτα κατοικίδιου και σωματική άσκηση”. Από ώρα έγραφε μια επείγουσα προσφορά για την δουλειά, πιεζόταν, δεν του βγαίνανε οι τιμές, δεν είχε τα είδη που του ζητήσανε και έπρεπε να προτείνει άμεσα κάποια άλλα, άρα έπρεπε να βρει τους πελάτες όμως εκείνοι δεν απαντούσαν. Φυσούσε και ξεφυσούσε μέσα στο δωμάτιο του, γύρισε την καρέκλα του και τον κοίταξε να ξαπλώνει φαρδύς πλατύς. «Εεεε» του φώναξε, ξύπνησε τρομαγμένος και ανασήκωσε το κεφάλι του, τον κοίταξε και εκείνος. Τα βλέμματα τους ενώθηκαν και έτσι έμειναν να κοιτιούνται για ώρα. όχι μόνο τον λυπήθηκε, ταυτίστηκε μαζί του. Ήταν και οι δυο τους τώρα φυλακισμένοι, τον ένιωσε πιο πολύ από κάθε άλλη φορά, άντρας προς άντρα. Τι και αν ήταν σε όλα τους τόσο διαφορετικοί, μέσα στο μισοσκόταδο ένοιωσε σαν εκείνον. Ήταν ανελεύθερος πια, φυλακισμένος, απελπισμένος, μέσα σε μια κατάσταση που κανείς δεν γνώριζε που θα οδηγούσε.. Τι και αν ήταν σε καραντίνα η χώρα και υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας, τον άρπαξε με μάτια που γυάλιζαν από τον ενθουσιασμό και του είπε “Ας λένε ότι θέλουν οι γυναίκες ρε μάγκα, πάμε στα…” 

    Η συνέχεια της ιστορίας, τον Απρίλη του 2020 είναι εν μέρει γνωστή. Ξεκίνησε με ντίσκο τραγούδια στο ραδιόφωνο και τους αστυνομικούς να τον σταματάνε για έλεγχο…

- Το έντυπο μετακίνησης και την ταυτότητα σας… Στο μισοσκόταδο παρατηρούσε τον αστυνομικό που τον έλεγχε. Ψηλός και ξερακιανός, ενώ είχε μικρά μάτια, η μύτη του ήταν τεράστια και με μια τοξοειδής διαδρομή έφτανε κοντά στο άνω χείλος του. Σαν μιλούσε έκανε μια περίεργη σύσπαση το στόμα του∙ μάλλον εκούσια για να μην το ακουμπάει η μύτη του, πράγμα που όμως έκανε την φωνή του να αλλοιώνεται μακρόσυρτα και ήταν και λίγο αστείο όλο αυτό καθώς παράλληλα το όργανο προσπαθούσε να φαίνεται αυστηρό. Το ότι βγήκε όμως χωρίς το έντυπο μετακίνησης, δεν ήταν καθόλου αστείο στην εποχή του κορονοϊού. Ο οδηγός χαμήλωσε το Άφρικα που ακουγόταν δυνατά και για λίγο κοίταξε τον συνοδηγό του δίχως να μιλάει...
- Ναι, με ακούσατε; Τον επανάφερε ο αστυνομικός.
-  Ωχ… δεν έχω ρε παιδιά, την πάτησα από τον ενθουσιασμό μου, είπε χαμογελαστός χαμογελάστος, μόνο την ταυτότητα έχω. Ααα, να σας δώσω άδεια και δίπλωμα; Να πάνω στον ενθουσιασμό μου τα ξέχασα γιατί επιτέλους έκανα πράξη αυτό που τόσο καιρό του έταζα, πάμε στα κορίτσια…
Ο ψηλός τώρα είχε πάρει πραγματικά αστεία όψη, με το σαρδόνιο χαμόγελο που είχε σχηματιστεί στο πρόσωπο του. Κοίταξε τον συνάδερφο του και έπειτα γύρισε πάλι στον οδηγό,
-  Ώστε πάτε στα κορίτσιαααα;;; Μάλισταααα… Έχεις διάθεση για πλακίτσα μου φαίνεται, σοβάρεψε απότομα και τον επέπληξε. Αστραπιαία τράβηξε από την θήκη το μπλοκ για να βεβαιώσει το πρόστιμο – Χαρδαλιά, των 150 €.
     Στην θέα του μπλοκ κόπηκε το χαμόγελο του οδηγού, στο ραδιόφωνο ο μουσικός παραγωγός λες και έβλεπε την σκηνή κι έβαλε το αδερφάκι του Τζάκσον με την Πία Ζαντόρα να τραγουδήσουν την βροχερή επιτυχία τους. Καθώς η μουσική βροχή τους άρχισε να πέφτει λίγο πριν πέσει και το πρόστιμο, ενστικτωδώς άνοιξε την πόρτα του για να βγει λέγοντας,
- Παιδιά να σας εξηγήσω, να σας εξηγήσω, ένα λεπτό, ζήτησε λίγη πίστωση χρόνου πριν το στυλό του ψηλού αρχίσει να γράφει και βγήκε έξω από το αμάξι του. Τώρα πλέον τα έπαιζε όλα για όλα και συνέχισε,
- Είστε παντρεμένοι; Έχετε τέλος πάντων μια κοπέλα; Τον κοίταξαν με απορία, αλήθεια που το πήγαινε ο τύπος; Εκείνος είδε τα βλέμματα τους, κατάλαβε ότι ο ουρανός όχι μόνο γέμιζε με σύννεφα αλλά η καταιγίδα ήταν προ των πυλών, όμως συνέχισε,
- Τέτοια παλικάρια, τόνισε ηχηρά την λέξη, σίγουρα έχετε κάψει πολλές καρδιές, είπε μόνος του χωρίς να τους αφήσει να του απαντήσουν, κάνοντας έτσι και κομπλιμέντο αλλά επίσης αποσκοπώντας να κερδίσει χρόνο και φυσικά την συμπάθεια τους. Και αυτός ο κακομοίρης, κούκλος είναι, το βλέπετε, όμως δεν γνώρισε θηλυκό.
Το στυλό απείχε κάποια εκατοστά, με το ζόρι το κρατούσε ο ψηλός, ήταν αυτός ο τύπος πολύ περίεργος…
- Τις προάλλες άκουσα κάτι το συγκλονιστικό, συνέχισε ο οδηγός, άκουσα για κάποιους γέροντες, βαθιά ηλικιωμένους μοναχούς στο Άγιο Όρος, που για διάφορους λόγους μεγάλωσαν από μωρά σε μοναστήρια και δεν έχουν δει γυναίκα ζωντανή μπροστά τους. Και αυτός, την μόνη γυναίκα που γνώρισε ήταν η μάνα του, αν την θυμάται… Το σκεφτόμουν αυτό από καιρό βλέποντας τον κλεισμένο μέσα στο κλουβί, να περιμένει πότε θα γυρίσουμε, πότε θα βρούμε χρόνο να τον βγάλουμε έξω. Ναι τον αγαπούν πολύ η γυναίκα και η κόρη μου και φοβάμαι την αντίδραση τους, όμως αν και το ξέρω πολύ καλά, πολλές φορές το έλεγα μπροστά τους. “Μια μέρα θα σε αρπάξω και θα σε πάω στα κορίτσια, να γνωρίσεις μια γυναίκα και εσύ, να σπάσει η μοναξιά σου, να ερωτευτείς, να κάνεις τα δικά σου παιδιά.”
- Όποιος και να είσαι, είναι τόσο άδικο αυτό… Ξέρετε είναι ένα κορίτσι που ζει στην πολυκατοικία μου και πάντα ρωτάει για την αγάπη, στον δικό της κόσμο όλοι την αξίζουν. Το ίδιο και αυτός, δεν έχει δικαίωμα να ερωτευτεί, να αγαπήσει; Όλοι το έχουν, όπως και αν είναι, όπως και αν μοιάζουν, έτσι πιστεύει αυτό το υπέροχο κορίτσι.
   Οι δυο αστυνομικοί τον κοιτούσαν περίεργα, αυτός ο τύπος ίσως ούτε παλαβός ήταν, ούτε βγήκε έξω να τους δουλέψει…
- Πόσο χρονών είναι; Τον ρώτησε ο πιο κοντός,
- Κάπου κοντά στα σαράντα θα έλεγα, ναι, σχεδόν συνομήλικος μου είπε ο οδηγός.
- Το φαντάζεσαι ρε; Ρώτησε ο ψηλός στον συνάδελφο του,
- Τι να φανταστώ ρε, φοβερό δεν είναι; Του απάντησε με ερώτηση του ψηλού και γυρνώντας στον οδηγό του είπε, τι να σου πω, με συγκλόνισες τώρα, έχεις πολλές ευαισθησίες, εγώ δεν θα το σκεφτόμουν έτσι, αλλά τώρα..
   Οι αστυνομικοί πήγαν από την πλευρά του συνοδηγού και ο οδηγός μπήκε στο αυτοκίνητο υπό τους ήχους των Γουάμ και κατέβασε το τζάμι να τον δουν.
 - Είναι κουνέλι νάνος, τους πληροφόρησε.
    Ήταν πολύ όμορφος, όλος λευκός, μόνο το περίγραμμα τον ματιών του ήταν γκρίζο, τα μικρούλικα αυτάκια του και μια λωρίδα στην πλάτη του. Μόλις αντιλήφθηκε τους απρόκλητους παρατηρητές του, στην αρχή στριφογυρνούσε με φόρα μέσα στο κλουβί, έπειτα δάγκωνε σαν τρελός το μπολ της τροφής του και το σκουντούσε πέρα δώθε και στο τέλος έβαλε τα μπροστινά ποδαράκια του ψηλά επάνω στα συρμάτινα κάγκελα του κλουβιού και ανασηκώθηκε κοιτώντας τους…  Οι αστυνομικοί τον παρατηρούσαν γελώντας και σχολιάζοντας,
- Πώς τον λένε; Ρώτησε ο ένας.
- Λωρίδα, από εκείνη την Χριστουγεννιάτικη αμερικάνικη ταινία, τα Γκρέμλινς. Τον βαφτίσαμε έτσι γιατί είναι ζόρικος, αντράκι. Ορμάει και δαγκώνει άμα τον πειράξεις και να φανταστείς όταν μας τον έφεραν στο σπίτι πριν πέντε χρόνια σχεδόν, τον νομίζαμε για κορίτσι και τον φωνάζαμε Μάγια. Όλοι τους γέλασαν…
Ο ψηλός έχωσε στην θήκη το μπλοκ του,
- Και που θα τον πας τώρα;
- Που είναι τα κορίτσια;
Τον ρώτησαν σχεδόν ταυτόχρονα,
- Στον λόφο, ψηλά, τέρμα στα Κωνσταντινουπολίτικα. Είναι ένας κύριος εκεί που έχει κτήμα και έχει μαζέψει πολλά κουνελάκια και άλλα μικρά ζωάκια από τα σπίτια που τα βαρέθηκαν, όπως κάνουμε με τόσες άλλες αδέσποτες ψυχές βλέπεις. Πάει κόσμος με τα παιδιά του και τα βλέπουν. Εκεί σίγουρα ο Λωρίδας θα βρει το κορίτσι που δεν ήξερε ότι υπήρχε, την αγάπη στα χρόνια της πανδημίας…

  
Επιστροφή στον Απρίλη του 2025…
   Η είσοδος του σπιτιού άνοιξε, ήταν η κόρη και η γυναίκα που μπήκαν στο σπίτι,
- Μπαμπά; Η κόρη του είχε μεγαλώσει, ήταν πια φοιτήτρια.
- Εδώ στο δωμάτιο είμαι.
- Καλησπέρα, πότε γύρισες; Τον ρώτησε η γυναίκα του.
- Πριν λίγο.
- Τι κάνεις στα σκοτεινά, δεν έφαγες ακόμη;
- Τώρα, τώρα μόλις το ζέστανα απάντησε στην σύζυγο του…



Λίγα λόγια από έναν αφηγητή που γνωρίζει πολλά…

   Ο Λωρίδας δεν ζούσε πια κοντά τους, ζούσε εδώ και καιρό στο κτήμα και όπως του έπρεπε ήταν τώρα πια παππούς. Στην αρχή για κάποιο διάστημα τον πήγαιναν και τον έφερναν στο κτήμα, μα όσο και να τον αγαπούσαν, όσο και να τον φρόντιζαν, στο τέλος κατάλαβαν πως δεν τους ανήκε. Είχε γεράσει, μέρα με την μέρα έφθινε όπως κάθε ζωντανός οργανισμός επάνω στην γη. Δεν έκανε εκείνα τα απότομα τινάγματα και τα χοροπηδηχτά ακροβατικά του, ούτε νευρίαζε και ορμούσε σε ότι τον ενοχλούσε. Κινούταν αργά, έκανε μόνο λίγα βαριά βήματα σπρώχνοντας με κόπο τα πίσω ποδαράκια του και την περισσότερη ώρα καθόταν σε μια γωνιά νωχελικός, μυρίζοντας που και που εκεί τριγύρω του. Τις ατέλειωτες ώρες που έμενε ξύπνιος τα βράδια στην γωνιά του, μπορεί και να θυμόταν το δωμάτιο της γιαγιάς μπροστά στο πάρκο της Τούμπας όταν ήταν παιδί και αργότερα στο νέο σπίτι την γωνιά του∙ στο παραμυθένιο γραφείο του συγγραφέα. Σίγουρα όμως θυμόταν τα χάδια και τις αγκαλιές που δέχθηκε, τα γλυκόλογα που άκουσε από την κόρη και την μητέρα της, τα παιχνίδια της νιότης του μαζί τους. Τώρα ζούσε με τους δικούς του, τα κορίτσια, τα παιδιά και τα εγγόνια του. Που και που η οικογένεια ενώνονταν κάποια Κυριακή στο κτήμα, όταν τον έπαιρναν και πάλι στην αγκαλιά τους, όπως και τότε και η καρδούλα του χτυπούσε ξανά από αυτό που λέγεται αγάπη και δεν γνωρίζει σύνορα, δεν κάνει διακρίσεις, σε πρόσωπα, πλάσματα και μορφές…



Στον πατέρα μου που αγαπούσε και σεβόταν όλα τα πλάσματα του Θεού.
Στις αθώες ψυχές όλου του κόσμου που ζητούν την αγάπη και ζουν σε φανερά ή μη κλουβιά…
 
Α. Δ.Ε.  ΒΑΛΜΑΣ  
31/5/2020

Θερμές ευχαριστίες στον φίλο και εξαιρετικό ζωγράφο Ντίνο Παπασπύρου,
1. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-159, Τζακαράντες-2, τέμπερα, 24Χ36 εκ., 2010, Κωδ. 732
2.ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-11, Αμπελώνες στην περιοχή Επανομής, τέμπερα, 12Χ12 εκ., 2012, Κωδ. 942



ΦΙΛΟΙ ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΓΗ