Ιστορίες της απομόνωσης
Τούτη είναι η ζωή μας
τούτο το μεγάλο, τίποτ’ άλλο
γέλα κλάψε, πες ό,τι θες
Το παιδί ζωή: ζωή
τίποτ’ άλλο!»
Γιάννης Ρίτσος
Η μπλε σακούλα
Ο Ιούλιος είχε φτάσει στις μέρες που θα αντάμωνε με τον Αύγουστο. Φέτος ήταν ένα διαφορετικό καλοκαίρι για την Ελλάδα, όπως και για τον υπόλοιπο κόσμο. Εκείνος ο αόρατος εισβολέας που οι επιστήμονες τον ονόμαζαν covid 19, από την αρχή του έτους είχε σκορπίσει τον θάνατο και είχε επιβάλλει νέες συνήθειες, φόβο και περιορισμούς σε ολόκληρο τον πλανήτη. Παρότι η καραντίνα μετά από το πρώτο κύμα της πανδημίας τον Μάρτιο του 2020, είχε αρθεί από τις αρχές του Μάη και τα σύνορα της χώρας είχαν ανοίξει σιγά σιγά για το καλοκαίρι, δεν ήταν πολλοί οι Έλληνες και οι αλλοδαποί που έφταναν για διακοπές σε κάποιο νησί. Μετά τους εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους σε Ευρώπη και ΗΠΑ, δεν υπήρχε μεγάλη διάθεση για διακοπές υπό τον φόβο της επίθεσης του ορμώμενου από την Ανατολή ιού, ακόμη και στην σχετικά αλώβητη Ελλάδα. Ευτυχώς, οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης∙ έστω και για λίγες ώρες, απολάμβαναν το μπάνιο τους σε κάποια από τις πολλές παραλίες της Χαλκιδικής.
Στο μπετοναρισμένο κέντρο της πόλης όμως, ήταν άλλος κόσμος. Ζέστη αφόρητη, πνιγηρή, σερνόταν σαν βαρύθυμος δράκοντας που ξεχύνει τις φωτιές του στους δρόμους. Δυστυχώς στην εποχή της πανδημίας υπήρχαν και χειρότερα. Πήχτρα στο πολυκαιρισμένο, αρθρωτό λεωφορείο, καθώς διέσχιζε την πόλη από τα δυτικά προς τα ανατολικά. Κάτω από τον καυτό ήλιο, μέσα στο κονσερβοκούτι που κάπνιζε σαν τσιμινιέρα, οι επιβάτες του μοιάζανε σαν σαρδέλες, μαριναρισμένες στον αλμυρό ιδρώτα τους. Κλειστός και ο κλιματισμός σύμφωνα με τα μέτρα για τον κορονοϊό και με την υποχρεωτική μάσκα να μην μπορείς να αναπνεύσεις με 35 και βαθμούς.
Σε όλη αυτή την κατάσταση μέσα στο λεωφορείο, να έχει μπροστά του και
εκείνα τα γυφτάκια, καταμεσής του οχήματος να φωνάζουν, να πειράζονται, να
τσιμπιούνται, να χοροπηδάνε πέρα – δώθε.
Όσο περνούσε η ώρα, τα νεύρα του ήταν έτοιμα να εκραγούν με δαύτα τα διαoλογυφτάκια. Δυο ήταν, το ένα
του έκανε καμιά οκτώ χρονών και το άλλο λίγο μικρότερο. Δίπλα τους στεκόταν όρθιος
ο παππούς τους, όσο και να του φωνάζαν ξανά και ξανά τα μικρά, εκείνος <<Αγρόν
ηγόραζε>>. Ήταν ένας ψηλός, μελαμψός κοιλαράς, με μια μύτη γαμψή και μια
ολόμαυρη μουστάκα που από κάτω της πρόβαλε μια σειρά ολόχρυσα δόντια. Καμιά
εξηνταριά χρονών τον έκανε το πολύ, ίσως και να ήταν και λιγότερο. Παίζοντας αργά
αργά με τις κεχριμπαρένιες χάντρες της κομπολόγας του, κοίταγε έξω απ’ το
παράθυρο ατάραχος, λες και ήταν αλλουνού τα παιδιά. Αμ εκείνη η μάνα, τα
κοιτούσε που δεν αφήναν τον κόσμο να ησυχάσει και γελούσε τόσο ξέγνοιαστη, λες
και είχε όλα της τα προβλήματα λυμένα. Είχε ακουμπισμένη πάνω της μια μεγάλη
μπλε σακούλα που μια την πήγαινε από εδώ και μια από εκεί. Που και που άλλαζε
και καμιά κουβέντα με την γιαγιά που καθόταν δίπλα της - ίσως η μάνα, ίσως η
πεθερά της; - όπου μια την έπαιρνε ο ύπνος από το κούνημα του λεωφορείου και
μια ξυπνούσε και άντε πάλι από την αρχή.
Ο ηλικιωμένος άντρας καθόταν μια σειρά πιο πίσω – η οποία έμενε υποχρεωτικά
κενή λόγω των μέτρων της πανδημίας, ενώ τι ειρωνεία, οι όρθιοι παρέμεναν
απελπιστικά στριμωγμένοι – από τις γυναίκες και κοίταζε με θυμό την οικογένεια των
Ρομά. Τους έβλεπε εμπρός του όλη αυτή την ώρα και σκεφτόταν πως είναι κλέφτες
και ρεμάλια όλοι τους∙ άντρες και γυναίκες, κανείς δεν άξιζε από δαύτους. Άντε το πολύ πολύ να κάνουνε τους εμπόρους ή
τους παλιατζήδες, αλλά και εκεί πονηριά μόνο και Άγιος ο Θεός. Έτσι όμως τους αρέσει,
να γυρνάνε ανέμελοι, να γλεντοκοπάνε, να κλέβουν από τον κόπο του άλλου. Ούτε και
αυτά τα μικρά αγόρια δεν μπορούσε να συμπαθήσει. Τα κοίταγε και σκεφτόταν ότι κάπως
έτσι θα καταλήξουνε και αυτά.
Και τι, ψέματα έλεγε; Ρωτούσε τον εαυτό του. Αν ανοίξεις την τηλεόραση στα νέα, τι βλέπεις; Όλο τέτοιες ειδήσεις, ληστείες, πυροβολισμοί, ξεκαθαρίσματα λογαριασμών με δαύτους σε όλη την χώρα. Μα και ο ίδιος δεν την έπαθε στο λεωφορείο; Μόλις είχε πάρει την σύνταξη του, 640 € παρακαλώ. Ήταν σίγουρος πως αυτοί του τα άρπαξαν. Ανέβηκαν τρεις νεαροί από την φάρα τους και στριμώχτηκαν πίσω του στις σκάλες !!!! Αυτό πρέπει να ήταν, αφού στην επόμενη στάση κατέβηκαν αυτοί και τα λεφτά του κάνανε φτερά. Τα γλεντήσανε αυτοί οι κοπρίτες και εκείνος πέρασε ένα μήνα στεναχώριας και λιτότητας…
Ουφ, επιτέλους, με τις σκέψεις τούτες πέρασαν δυο – τρεις στάσεις χωρίς να το πολυκαταλάβει !!!! Το λεωφορείο είχε μπει από την Στρατού στην Κωνσταντινουπόλεως και κόντευε στο Ιπποκράτειο πια. Θα κατέβαινε στην επόμενη στάση, εδώ παρακάτω ήταν το σπίτι του μεγάλου του γιού και εκείνος ερχόταν για να δει τα εγγόνια του.
Ο ζεστός αέρας έξω από το λεωφορείο του φάνηκε τόσο δροσερός, τράβηξε μεμιάς την μάσκα να ανασάνει. Ξοπίσω του κατέβηκαν και εκείνοι. Τους κοίταξε στραβά πάλι, αυτοί ούτε που είχαν καταλάβει τον ηλικιωμένο άντρα που τους κοιτούσε τόση ώρα επίμονα και τον προσπέρασαν μιλώντας δυνατά. Πάνω εκεί ένοιωσε στο πόδι του ένα χτύπημα, ευτυχώς όχι πολύ δυνατό. Ήταν η μάνα, που κρατούσε την μεγάλη μπλε σακούλα και προσπερνώντας τον, τον χτύπησε με αυτήν. Εκείνη ούτε το πήρε χαμπάρι, ο άντρας όμως νευρίασε πολύ, γιατί αυτή η σακούλα είχε κάτι αιχμηρό μέσα και τον πόνεσε λίγο. Του ήρθε να δώσει μια κλωτσιά στην τσάντα, γρύλισε μέσα από τα δόντια του αλλά απομακρύνθηκαν γρήγορα μακριά του και έτσι έδωσε τόπο στην οργή, αφού σε λίγο θα τους ξεφορτώνονταν και δεν άξιζε να συγχιστεί παραπάνω. Σε λίγα μέτρα εκείνος μπήκε σε ένα ψιλικατζίδικο να αγοράσει κάτι για τα εγγονάκια του και οι δρόμοι τους χωρίστηκαν...
Βγαίνοντας από το ψιλικατζίδικο
άκουσε πάλι τις φωνές τους, οχλοβοή !!! Πλάι στο εκκλησάκι του Ιπποκράτειου, είδε
τα γυφτάκια που ήταν σκαρφαλωμένα πάνω στον τσιμεντένιο μαντρότοιχο του
νοσοκομείου και κρατιόνταν από τα κάγκελα. Ο παππούς, η μάνα και η γιαγιά από
κάτω τους έλεγαν διάφορα. Άναρθρες έφταναν στα αυτιά του οι φωνές τους. Τι κάνουν
πια εκεί, τι φωνάζουν; Νοσοκομείο είναι, μονολογούσε θυμωμένος… Ούτε ιερό, ούτε
όσιο έχουν; Απολίτιστοι…
Έκανε να φύγει όμως οι συνεχείς φωνές τους τον κέντριζαν, “Μα τι συμβαίνει”
αναρωτήθηκε και πάλι.
Προχώρησε λίγο πιο κοντά, όλοι τους
ήταν μαζεμένοι στην γωνία του μαντρότοιχου. Τα παιδιά είχαν γυρίσει τώρα την
πλάτη τους και κοίταγαν μέσα στο νοσοκομείο, όλοι τους κουνούσαν χέρια και
πόδια σαν κωμικός θίασος, τα παιδιά χοροπηδούσαν σαν τρελά επάνω στα κάγκελα. Του
έκανε τόσο εντύπωση που πέρασε τον δρόμο να πάει πιο κοντά. Έφτασε λίγο πιο
πίσω τους, οι φωνές τους ακούγονταν πιο καθαρά. Μέσα στις άγνωστες λέξεις και
στις λίγες που γνώριζε από την γλώσσα τους ξεχώρισε το “Βαγγέλη” “Βαγγέλη” “Βαγγέλη”.
Δίπλα του ήταν η στάση του αστικού για την αντίθετη τώρα κατεύθυνση, για
το κέντρο της πόλης. Δεν περίμενε κανείς άλλος το λεωφορείο, κάθισε στο
πυρωμένο παγκάκι της στάσης για να μην τον δουν.
Στην γωνία του νοσοκομείου, διέκρινε την μορφή μιας γυναίκας με
σκουρόχρωμο δέρμα και ατημέλητα μαυρόξανθα μαλλιά. Στεκόταν πίσω από ένα
ανοικτό παράθυρο, σε ένα χαμηλό ανώγειο. Ο ηλικιωμένος άντρας τώρα θυμήθηκε ότι
εκεί ήταν το παιδιατρικό νοσοκομείο. Πόσες ιστορίες δεν του είχε πει ο
συγχωρεμένος ο φίλος του, ο κύριος Νίκος. Πόσες ανθρώπινες ιστορίες, ειπωμένες από
τους γονείς που ερχόταν στο μαγαζί του∙ ακριβώς απέναντι από το νοσοκομείο,
για να αγοράσουν παντόφλες, πιζάμες και εσώρουχα για αυτούς και τα νοσηλευόμενα
παιδιά τους.
Κοίταξε δίπλα, την εξωτερική τσιμεντένια σκάλα με τα πολυκαιρισμένα κόκκινα
κάγκελα και τους ξεφλουδισμένους τοίχους του παιδιατρικού νοσοκομείου. Κάποιοι
είχαν δέσει ένα σχοινί σε δυο σίδερα και είχαν απλώσει δυο τρία παιδικά
ρουχαλάκια. Πιο ψηλά ένας άντρας ακουμπούσε στην κουπαστή της σκάλας και
κάπνιζε, κοιτούσε την πόλη, την θάλασσα στο βάθος. Αν και τόσο μακριά του, ένοιωσε
τον πόνο του ανθρώπου, την ελπίδα ότι όλα θα πάνε καλά, την προσευχή στα χείλη
του για το παιδί, για ένα νέο ταξίδι…
Όταν κατέβασε το βλέμμα του, είδε την γυναίκα καθώς έσκυψε και ανέβασε
πάνω στο ανοικτό παράθυρο ένα αγοράκι, “Βαγγέλη” “Βαγγέλη” “Βαγγέλη” τσίριζαν
όλοι και το χαιρετούσαν. Ήταν ένα παιδάκι γύρω στα 6 με 7 χρονών. Λιπόσαρκο και
ωχρό σαν κερένια κούκλα. Τα μαλλάκια του λιγοστά και στο αδυνατισμένο του
πρόσωπο ξεχώριζαν μόνο τα μάτια του, βαθουλωμένα μέσα στις κόγχες τους.
Βλέποντας τα γνώριμα πρόσωπα που το χαιρετούσαν μέσα από τα κάγκελα, αργά αργά σήκωσε
το χεράκι του να χαιρετίσει. Τα δυο αγόρια χοροπηδούσαν πάνω στα κάγκελα και
φώναζαν με όλη τους την δύναμη το αγοράκι.
Κάτι έσπασε μέσα του, κοιτούσε μια το παιδί στο νοσοκομείο και μια τα
δυο αγόρια στα κάγκελα. Αυτή την στιγμή ένοιωσε συγκινημένος. Ήταν ολοφάνερο, η
οικογένεια είχε έρθει για το επισκεπτήριο και αφού δεν γινόταν να βρεθούν από
κοντά λόγω της πανδημίας, έβλεπαν τους αγαπημένους έστω από μακριά.
“Βαγγέλη” “Βαγγέλη” “Βαγγέλη” πάλι
φώναζαν τα αγόρια, αυτή την φορά όμως το μεγαλύτερο κρατούσε κάτι στα χέρια,
ήταν αυτό που τον χτύπησε στην μπλε σακούλα, αυτό που ήθελε να διαλύσει με μια
κλωτσιά. “Ο μπουλντόζας ρε Βαγγέλη, Ο μπουλντόζας…” Αν και η όραση του δεν τον
βοηθούσε κάτω από τον καυτό ήλιο διέκρινε την συσκευασία ενός παιχνιδιού. Ναι μέσα
στην μπλε σακούλα κρυβόταν μια μεγάλη κίτρινη μπουλντόζα. Το μεγαλύτερο αγόρι κρατούσε
το δώρο του Βαγγέλη ψηλά, λίγο πιο πάνω από τα κάγκελα του νοσοκομείου. Το
αγοράκι φωτίστηκε, σήκωσε αργά το χεράκι του να το πιάσει, μα ήταν τόσο μάταιο,
τους χώριζαν τουλάχιστον 15 μέτρα. Τέντωνε το χεράκι του, κοιτούσε την μάνα
του, τέντωνε το χεράκι του και πάλι, κοιτούσε την μητέρα του στεναχωρημένο, μάταια
όμως…
Ο ηλικιωμένος άντρας ταράχτηκε, είχε
δακρύσει… Πόσο άδικο ήταν για αυτό το παιδί να μην μπορεί να πάρει το δώρο του,
να είναι άρρωστο, να βρίσκεται στο νοσοκομείο παλεύοντας για την ζωή του…
Τι παιχνίδια παίζει το μυαλό κάποιες στιγμές, στην θέα του παιδιού θυμήθηκε
το μαύρο γατάκι στην γειτονιά του. Το είχε δει να είναι μοναχό του σε έναν ακάλυπτο,
κοντά στο σπίτι του. Ήταν φοβισμένο και μπαινόβγαινε μέσα σε κάτι θάμνους, καθώς
τρόμαζε με τα τροχοφόρα που πάρκαραν εκεί δίπλα. Η μάνα του δεν φαινόταν
πουθενά και έτσι μάλλον είχε μείνει μόνο του, χωρίς ίσως καμιά ευκαιρία να
επιβιώσει. Νιαούριζε συνεχώς, το τάισε μερικές μέρες και μετά ξαφνικά, το γατί
χάθηκε. Ποιος να ξέρει αν είχε πεθάνει ολομόναχο σε μια γωνία ή κάτω από τις
ρόδες κάποιου οχήματος; Μπορεί και να είχε μπερδευτεί χάνοντας την φωλιά του, και
ύστερα νομοτελειακά να ακολουθούσε την μοίρα του…
Ο ήλιος του Ιούλη τον ζεμάτιζε
όπως το μέταλλο της στάσης, όμως δεν το αντιλαμβάνονταν καθώς είχε απορροφηθεί
στις σκέψεις του. Ένας κόμπος του έπνιγε τον λαιμό. Σκέφτηκε τα παιδιά του, τα
δικά του εγγόνια, τις ευκαιρίες που είχαν για μόρφωση, για ένα καλύτερο αύριο. Κοίταξε
το παιδί στο παράθυρο. Ακόμη και να ζούσε, ακόμη και να επιβίωνε ο μικρούλης -
που τώρα το ευχόταν με όλη του την ψυχή - ποιο θα ήταν το αύριο του; Ακόμη ένα
μαύρο γατάκι; Ένα μαύρο γατάκι για το οποίο και αυτός τώρα, ένοιωθε το βάρος
του, στους δικούς του ώμους…
Ο μεγαλύτερος από τα δυο παιδιά
έδωσε ένα σάλτο και ανέβηκε πάνω απ’ τα κάγκελα, ο μικρός με μεγάλη προσπάθεια
του έδωσε το κουτί με το παιχνίδι και έπειτα τον ακολούθησε πέρα από τα κάγκελα.
“Βαγγέλη, Βαγγέλη, ο Μπουλντόζας…” φώναζαν τα αγόρια καθώς έτρεχαν μέσα στα
χόρτα τα λίγα μέτρα που τους χώριζαν απ’ την μάνα και το παιδί της. Ο άντρας, ο
κυρ Τάσος, δεν μπορούσε να τους δει τώρα. Πετάχτηκε όρθιος και έκανε όσο πιο
γρήγορα μπορούσε για να φτάσει μέχρι τον μαντρότοιχο. Ήταν ενθουσιασμένος με αυτά
τα δυο παιδιά. Δίπλα στην οικογένεια των Ρομά παρακολουθούσε με συγκίνηση καθώς
συνεννοούνται τα δυο τους κι ύστερα είδε να παίρνει ο μεγάλος τον μικρό στους
ώμους, να ψηλώσουν μέχρι το παράθυρο στο χαμηλό ανώγειο του νοσοκομείου, να
φτάσει ο Μπουλντόζας στα χέρια του Βαγγέλη...
Το δώρο ήταν στα χέρια του Βαγγέλη !!!! Τα αγόρια το πανηγύρισαν και ύστερα έτρεξαν πίσω
να ξανακαβαλήσουν τα κάγκελα. Έκλαιγε σχεδόν ο άντρας, με τα αγόρια που με το
τσαγανό, την δύναμη και την ορμή τους κατάφεραν να φτάσει το δώρο στα χεράκια
του ξαδέρφου τους. Πλησίασε και άφησε την δική του μπλε σακούλα, από το ψιλικατζίδικο,
στα χέρια της μάνας των αγοριών. Εκείνη κοιτούσε έκπληκτη τον δακρυσμένο κυρ
Τάσο καθώς με κόκκινα μάτια της έδωσε την σακούλα με τις λιχουδιές και τα
δωράκια που προοριζόταν για τα δικά του εγγόνια,
“Να τα χαίρεσαι, τα αγόρια σου”
Έφυγε σκυφτός, θλιμμένος μα και
χαρούμενος…
Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ
Νοέμβριος 2020
Στον Παναγιώτη Σαββαΐδη, τελειόφοιτο φοιτητή της ιατρικής που με θάρρος
και αγάπη στον συνάνθρωπο δίνει από τώρα τον δικό του αγώνα στο Ιπποκράτειο
νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, μαζί με όλους τους ήρωες υγειονομικούς του εθνικού
συστήματος υγείας. Έναν αγώνα επιστημοσύνης, αυταπάρνησης και ανθρωπιάς…
Στην Εύα Μαρκάκη στην πιο ευαίσθητη μα και
πιο δυνατή μαχήτρια που γνωρίζω, με όλη την αγάπη και τις θερμότερες ευχές μου.
Ζωγράφος Ντίνος Παπασπύρου
1. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-232, Ο
κινηματογράφος ΑΛΚΑΖΑΡ, τέμπερα, 23Χ40 εκ., 1992
2. Πίνακας Το εκκλησάκι της Αγίας
Παρασκευής στην Νέα Κρήνη, τέμπερα 2016