This is not Romeo and Juliet
Μπορώ
να ανέβω σε αυτοκίνητα
να
πηδήξω μάντρες
να
σκαρφαλώσω σε δέντρα
να
τα βάλω με δέκα…
μόνο
για την αγάπη σου
Μίλτος
Άλλες χρονιές τέτοια μέρα, θα ξημέρωνε για τους δυο τους, στην παραλία κάποιου τροπικού νησιού ή έστω σε κάποιο εντυπωσιακό σαλέ των Άλπεων∙ κατά προτίμηση στην Ελβετία που πολύ αγαπούσαν. Η Σόνια πάλι, αυτή την μέρα θα ήταν για πρώτη φορά στο ξενοδοχείο με το υπέροχο φαγητό και την περιποίηση υψηλού επιπέδου !!!! Φέτος όμως κοιμήθηκαν μέχρι αργά και όταν ξύπνησαν, οι δυο από τους τρεις, τίποτα δεν θύμιζε την γιορτή των ερωτευμένων. Βλέπεις καμιά φορά το ασανσέρ της ζωής σε κατεβάζει όχι μόνο ένα και δυο ορόφους, αλλά πολλούς, τόσους πολλούς ώστε το ρετιρέ γίνεται ημιώροφος και αυτός με θέα στον ακάλυπτο.
14 του Φλεβάρη, ήταν πια περασμένες δώδεκα και ο ήλιος είχε σκαρφαλώσει πάνω απ’ την μπροστινή πενταόροφη πολυκατοικία, ρίχνοντας τις αχτίδες του στο δυαράκι του ημιώροφου. Η δική τους πολυκατοικία δεν έβλεπε σε κάποιο κεντρικό δρόμο, ούτε καν σε πάροδο. Είχε θέα σε μια ακάλυπτη περιοχή που σχηματιζόταν ανάμεσα σε 10 πολυκατοικίες και ένα παλιό διώροφο της δεκαετίας του ’50, με στενά μπαλκόνια και αυλή με πέτρινη περίφραξη, όπου τώρα πια ζούσαν με χαμηλό ενοίκιο, μετανάστες από διάφορες χώρες.
Η Σόνια, αγουροξυπνημένη ακόμη, αργά αργά έφτασε στο παράθυρο. Με την περιορισμένη όραση της, μέσα στα λίγα μέτρα που μπορούσε να δει καλά, ανακάλυψε έναν νέο κόσμο. Μα τι ήταν αυτό;;; Έμεινε έκπληκτη στο παράθυρο να κοιτάζει. Που ήταν εκείνη η απαράμιλλη θέα του Θερμαϊκού από το ρετιρέ στην Άνω Πόλη, από το Καλοχώρι μέχρι το Καραμπουρνάκι και από τον όμορφο Χορτιάτη μέχρι τον απαράμιλλο Όλυμπο; Σίγουρα ήταν εξαιρετική η θέα εκείνη, μα για τους ανθρώπους, για μια γάτα μάλλον ανύπαρκτη και δίχως αξία. Εδώ όμως σε αυτόν τον ταπεινό ακάλυπτο, υπήρχε ζωή, καταστάσεις που δεν τις είχε αντικρύσει ξανά από τον θρόνο της…
Όταν ξύπνησε και ο Νάσος, το βρήκε τοποθετημένο στο μαξιλάρι της Εβελίνας. Το σημείωμα απλά έγραφε ένα “Σε αγαπώ, όμως δεν αντέχω…” Ο κόσμος του γκρεμίστηκε. Εχθές το βράδυ κοιμήθηκαν μαζί στο νέο τους σπίτι. Ναι, μπορεί να το έβλεπε αλλά δεν ήθελε να το πιστέψει. Η Εβελίνα μέρα με την μέρα μαράζωνε με την κατάσταση που είχε περιέλθει, με τα οικονομικά προβλήματα που παρέσυραν τον Νάσο όλο και πιο βαθιά στην χρεοκοπία.
Το πολυτελές Καφέ – Μπαρ που διατηρούσε στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, ήταν κλειστό λόγω της πανδημίας. Μετά την καλοκαιρινή ανάπαυλα, για δεύτερη φορά μέσα στον ίδιο χρόνο τους έκλεισαν ξανά και αυτή η κατάσταση συνέχιζε και στο νέο έτος. Με τα στοιχεία που είχαν οι επιδημιολόγοι, όλα έδειχναν ότι θα συνέχιζε να παραμένει η εστίαση κλειστή μέχρι τον Μάιο σίγουρα.
Οι προμηθευτές του, του έδειξαν αρκετή κατανόηση, αλλά στο τέλος είχαν σφραγίσει τις επιταγές του, αφού παρά την βοήθεια του κράτους, στους τραπεζικούς του λογαριασμούς δεν υπήρχε ευρώ τσακιστό !!!! Βλέπεις, η βασιλική ζωή που πρόσφερε μέχρι τότε στην Εβελίνα, τα ακριβά ρούχα, τα πολυτελή ταξίδια και και και, χρηματοδοτούνταν όταν ήταν τα πράγματα στην κανονικότητα και το χρήμα έρεε στο ταμείο του Καφέ στην Μητροπόλεως !!!! Τους τελευταίους μήνες όμως, μέσα και ξανά μέσα, άντε μια βόλτα μέχρι την παραλία. Η Εβελίνα ξέσπασε στο διαδίκτυο την καταναλωτική της μανία, ότι μπορεί να φανταστεί ο γυναικείος νους το είχαν φέρει οι ταχυμεταφορείς στο ρετιρέ της Άνω Πόλης. Οι πιστωτικές φούσκωσαν και άρχισαν να παρασέρνουν τα πάντα σαν αγριεμένα ποτάμια. Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού είχε να δει ενοίκιο μήνες και έτσι έκαναν έναν φιλικό διακανονισμό με τον Νάσο και η λύση για στέγη βρέθηκε∙ προσωρινή όπως είχε υποσχεθεί στην Εβελίνα, στο ταπεινό δυαράκι του ημιώροφου με θέα στον ακάλυπτο…
~~~
Οι μέρες περνούσαν και ο Νάσος απελπιστικά
μόνος στο δυαράκι, με το νοίκι απλήρωτο και εδώ. Το πρόσωπο του πάντα
συνοφρυωμένο, σκυθρωπό, αγέλαστο, τρεφόταν με πρόχειρα φαγητά, το σπίτι μύριζε
από το πιοτό και τους καπνούς των τσιγάρων του. Η αλήθεια ήταν πως ένοιωθε
προδομένος, γιατί την αγαπούσε αληθινά την Εβελίνα και τόσο πολύ φοβόταν μην
την χάσει, που της πρόσφερε τα πάντα. Στα τρία χρόνια που συζούσαν ποτέ δεν της
αρνήθηκε το οτιδήποτε, αφέντρα και κυρά. Κι όμως, τώρα που η κατάσταση άλλαξε,
τώρα που το ταμείο του καφέ από το ποτάμι των μαύρων και αφορολόγητων ευρώ δεν έσταζε
ούτε δεκάρα τσακιστή, η Εβελίνα πέταξε, μαζί και η δήθεν αγάπη της. Φεύγοντας λες
και του κάρφωσε ένα μαχαίρι στο στήθος κι από τη τεράστια πληγή, η πίκρα κυλούσε
μέσα από την ύπαρξη του, πλημμυρίζοντας το δυαράκι και την ζωή του.
Η Εβελίνα είχε εξαφανιστεί, το τηλέφωνο της κλειστό, πουθενά δεν
μπορούσε να την βρει, κανείς φίλος ή γνωστός δεν μπορούσε να του δώσει κάποια πληροφορία. Η πανδημία και τα περιοριστικά
μέτρα την βοήθησαν να εξαφανιστεί, λες και η γη είχε ανοίξει και την κατάπιε.
Αντιθέτως με όλη αυτή την κατάσταση που βίωνε ο Νάσος, στα μάτια της Σόνιας, ένας νέος κόσμος είχε ανατείλει. Η Σόνια, η δεύτερη αγαπημένη του Νάσου, ήταν μια πανέμορφη γάτα, λευκή με γκριζωπές λωρίδες που κατέληγαν σαν λόγχες. Ο Νάσος την είχε φέρει στο ρετιρέ λίγο πριν κλειστούν στο σπίτι απ’ την πανδημία. Είχε να λέει για τις δυο πανέμορφες γυναίκες της ζωής του∙ τουλάχιστον είχε ακόμη την μία. Βλέπεις όμως στη ζωή ακόμη και οι κακοτυχίες φέρνουν και καλά, όπως για την Σόνια που τώρα πια είχε μπροστά στα μάτια της μια γειτονιά που ζούσαν ένα σωρό γατιά, μεγάλα και
μικρά σαν και την αφεντιά της. Μέχρι τότε, μόνο στον κτηνίατρο έβλεπε καμιά γάτα και αυτή φευγαλέα από ραντεβού σε ραντεβού. Εδώ όμως όλα ήταν διαφορετικά, πίσω από το τζάμι έβλεπε την αληθινή ζωή, τα προβλήματα, τις χαρές και τις λύπες, τα μαλώματα, τους έρωτες και τα χαϊδολογήματα τους. Ο Μίλτος ήταν άντρας με τα όλα του, κοινωνικός μα και γενναίος, πανέξυπνος και γρήγορος σαν την αστραπή, αλλά και ευαίσθητος. Περπατούσε ελαφρά και σίγουρα, σαν αίλουρος∙ έστω μακρινός συγγενής του. Δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Η γειτονιά του, ο ακάλυπτος, ήταν πολύ δύσκολη, υπερπληθυσμός∙ θηλυκά, αρσενικά και ένα σωρό μικρά να νιαουρίζουν κάθε τόσο. Εκτός όμως αυτών ήταν και κούκλος, καρδιοκατακτητής, έλιωνε τις καρδιές των κοριτσιών στο πέρασμα του. Είχε πλούσιο γυαλιστερό τρίχωμα, το πορτοκαλοκαφέ σχεδόν κυριαρχούσε σε όλο του το σώμα, όμως το λευκό έβαφε το στήθος, την κοιλιά και τα πόδια δημιουργώντας έναν πολύ όμορφο συνδυασμό μαζί με τις ριγωτές σκούρες πινελιές που του είχε ζωγραφίσει η φύση. Ήταν κάτι παραπάνω από ενός έτους και αυτός, σαν και την πριγκίπισσα του ημιώροφου, αλλά δεν φοβόταν κανένα αρσενικό από τα μεγαλύτερα∙ και σε ηλικία και σε όγκο. Σκαρφάλωνε με ένα πήδημα στα δέντρα και τα αυτοκίνητα και ξάπλωνε όπου του έκανε κέφι. Το μεσημεράκι που ο ήλιος περνούσε για λίγες ώρες πάνω από τον ακάλυπτο, έβρισκε μια βολική, ηλιόλουστη γωνιά, τεντωνόταν φαρδύς πλατύς και έπαιρνε τον ζεστό υπνάκο του.
Έτσι και εκείνο το Φλεβαριάτικο
μεσημέρι. Μόλις είχε ταϊστεί καλά καλά από τον μπάρμπα Δημήτρη που έβγαινε με
το πιάτο στα χέρια από την μπροστινή πολυκατοικία, ακριβώς απέναντι από όπου
έμενε η Σόνια. Ο ηλικιωμένος άντρας εμφανιζόταν κάθε μεσημέρι στο μπαλκόνι του
πρώτου ορόφου με το περίσσευμα από το μεσημεριανό του και καλούσε με
σφυριγματάκια και αστείους ήχους όλα τα γατιά που τον περίμεναν πως και πως για
να φάνε αλλά και για να δουν την παράσταση του στο μοίρασμα του φαγητού. Είχε
τόσο πλάκα όλο αυτό που και εκείνος και τα γατιά το απολάμβαναν με την ψυχή
τους. Χορτάτος το λοιπόν ο Μίλτος, πήγε λίγο πιο πέρα να λιαστεί και να πάρει
έναν όμορφο υπνάκο κάτω απ’ τον ήλιο.
Από εχθές είχε βρει μια καινούργια καβάτζα, ήταν μια μεγάλη λαμαρίνα που
προστάτευε ένα κλιματιστικό και ζεσταινόταν υπέροχα από τις χειμωνιάτικες
ηλιαχτίδες. Ήταν λίγο ψηλά αλλά για αυτό τον “Τίγρη” δεν ήταν πρόβλημα. Η
λαμαρίνα του κλιματιστικού έφτανε στο ύψος του απέναντι ημιώροφου. Τι τύχη, ήταν
ακριβώς απέναντι από το σπίτι αυτής της κούκλας, της Σόνιας, που μέχρι τότε
φυσικά αγνοούσε την ύπαρξη της. Μόλις
ξύπνησε, σήκωσε τον λαιμό του βαριεστημένα, κοίταξε κάτω στην πρασιά της
πολυκατοικίας του μπάρμπα Δημήτρη και έπειτα έπιασε να κάνει έναν καλό
καθαρισμό στα μπροστινά του πόδια. Κάποια στιγμή η ματιά του έπεσε στο
μπαλκονάκι της, την είδε πίσω από το τζάμι να τον κοιτάει. Ήταν πανέμορφη, ένας
κόμπος του έσφιξε το στομάχι…
Αυτό ήταν, την
ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Παρορμητικός όπως ήταν σηκώθηκε και έκανε μια να
πηδήξει ώστε να βρεθεί κοντά της, όμως η απόσταση για το μπαλκόνι της ήταν τόσο
μεγάλη που δεν το επιχείρησε καθώς στα σίγουρα θα γκρεμοτσακίζονταν στο έδαφος.
Τα συναισθήματα φαίνεται ήταν αμοιβαία, αλλά ως γυναίκα, η Σόνια απλά του
κούνησε το κεφάλι και με μια απαλή κίνηση σαν άλλη πριγκίπισσα, γύρισε το σώμα
της και πήγε να ξαπλώσει δίπλα στην ζεστασιά του καλοριφέρ…
Ο Μίλτος από εκείνη την στιγμή είχε χάσει τον ύπνο του, αυτή η κούκλα πίσω από το παράθυρο του είχε κλέψει το μυαλό και την καρδιά. Πια δεν τον ενδιέφερε καμιά άλλη γάτα, ούτε ακόμη τα ποντικάκια , αφού στα σίγουρα είχε χαρίσει την ζωή σε δυο τρία, προειδοποιώντας τα μην πέσουν στις ενέδρες των “κυνηγών” του ακάλυπτου.
Οι μελέτες των
ειδικών για την μουσική λένε πολλά για τις επιδράσεις της, για τις μαγικές
συχνότητες που ηρεμούν και θεραπεύουν. Κατά τα φαινόμενα, ο έρωτας τον Μίλτο
τον είχε χτυπήσει στα αυτιά, έτσι τις επόμενες μέρες, μια τον έβρισκες κάτω από
το παραθύρι της, να της λέει ερωτόλογα και να της τραγουδάει φάλτσα στίχους σαν
και,
Μπορώ να ανέβω σε αυτοκίνητα
να πηδήξω μάντρες
να σκαρφαλώσω σε δέντρα
να τα βάλω με δέκα σκύλους
μόνο
για την αγάπη σου
και μια στο παλιό διώροφο να ακούει τα θορυβώδη, χορευτικά
ανατολίτικα τραγούδια των μεταναστών ή στου κυρίου Ευριπίδη για να ακούσει το
θλιμμένο Adagio for strings
σε πιάνο και βιολί από τους μαθητές του. Όμως και η Σόνια τώρα πια έκανε παρέα
στον Νάσο που άκουγε με τις ώρες μια τα σύγχρονα ελληνικά ερωτοτράγουδα και μια
τις μελαγχολικές μπαλάντες όλου του δυτικού ρεπερτορίου…
~~~
Με τις πίκρες και της χαρές του κόσμου, πάλι
με πανδημία, έφτασε η Μεγάλη Εβδομάδα. Καθώς ο Νάσος δεν έλεγε να ξεπεράσει τον
χωρισμό και την εξαφάνιση της Εβελίνας, του ταίριαζε πολύ η μελαγχολική της
ατμόσφαιρα. Και στην Σόνια έλειπε η Εβελίνα αλλά προσπαθούσε με τα νάζια της
και τις γκριμάτσες της να κάνει τον Νάσο να γελάσει, να γεμίσει το κενό, αλλά μάταια,
αυτό ήταν δυσαναπλήρωτο. Εκείνος μια και εδώ και βδομάδες δεν έβρισκε κανένα
νόημα στην ζωή του, έκλεισε το τηλέφωνο του και είχε εξαφανιστεί και ο ίδιος
από προσώπου γης.
Αντιθέτως, ο Μίλτος κατέστρωνε σχέδια και περίμενε την κατάλληλη στιγμή.
Το σχέδιο του απαιτούσε γρήγορα αντανακλαστικά και άψογο συντονισμό, για αυτό
έκανε συνεχώς προπόνηση με δυο μοχθηρά, ολόμαυρα Ντόμπερμαν που πάντοτε εμφανιζόταν
μόνο στο μπαλκόνι του σπιτιού τους στον πρώτο όροφο και ποτέ δεν έβγαιναν έξω από
αυτό∙
όπου και ζούσαν με ένα περίεργο ζευγάρι. Ο Μίλτος σκαρφάλωνε στην κοντινή λεύκα
που ήταν τυλιγμένη γύρω της ένας πλούσιος κισσός. Εκεί που τα δυο τεράστια
σκυλιά πήγαιναν πέρα δώθε, εκείνος σαν άλλος Φαντομάς μέσα από τα φυλλώματα, ξαφνικά
πήδαγε ανάμεσα τους στο μπαλκόνι και με την απίστευτη γρηγοράδα του έκανε δυο –
τρεις επικίνδυνες στροφές ανάμεσα τους. Τα Ντόμπερμαν αφηνίαζαν με το θράσος
του και σαν τρελά προσπαθούσαν να τον πιάσουν, μπλέκοντας όμως τα σώματα και
κουτουλώντας στο τέλος τα κεφάλια τους. Σαν άνεμος σκαρφάλωνε στα κάγκελα του
μπαλκονιού και με ένα σάλτο βρισκόταν πάλι πίσω στο δέντρο, ενώ τα Ντόμπερμαν
γάβγιζαν σαν τρελά.
Το σχέδιο του ήταν απλό, Ο Μίλτος και η Σόνια θα κλεβόντουσαν, δηλαδή ο Μίλτος θα την έκλεβε και τα είχε κανονίσει όλα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Το βραδάκι, μόλις σκοτείνιαζε, λίγο πιο νωρίς, λίγο πιο αργά, ο Νάσος έφευγε κάθε μέρα για μια κοντινή βόλτα και άνοιγε το παράθυρο για να ξεμυρίσει το σπίτι από τα άπειρα τσιγάρα της μοναξιάς του. Ωραία μέχρι εδώ, την Σόνια όμως την έβαζε σε ένα κλουβί για να είναι σίγουρος πως δεν θα πάθει κάποιο ατύχημα στο μπαλκόνι. Αυτό φυσικά ήταν κακό, γιατί ενώ είχε βρει την διαδρομή που θα κατέβαζε ασφαλή από το μπαλκόνι στο έδαφος την άμαθη στις αναρριχήσεις και καταρριχήσεις πριγκίπισσα του, τώρα είχε να αντιμετωπίσει το δύσκολο κομμάτι, να μπει στο σπίτι και να την βγάλει από το κλουβί. Η Σόνια το σκεφτόταν πολύ, γιατί θα άφηνε μόνο του τον Νάσο. Όμως ο έρωτας την καλούσε έξω, στην πραγματική ζωή που αν και άμαθη και στις δυσκολίες εκεί έξω, της φάνταζε τόσο ελκυστική και τόσο κοντά της να την γευτεί. Ο Μίλτος για να την πείσει της έλεγε πως αν το ήθελε θα έμεναν εκεί κοντά και έτσι θα έβλεπε τον Νάσο, έστω και από μακριά.
Μεγάλη Τετάρτη αργά το απόγευμα. Πριν λίγο μια σύντομη
καταιγίδα είχε περάσει πάνω από την πόλη και το χώμα στον ακάλυπτο μύριζε
άνοιξη. Ενώ το σκοτάδι έπεφτε και όλες οι γάτες της γειτονιάς γνωρίζανε τι
επρόκειτο να συμβεί, ο Νάσος άνοιξε την πόρτα του μπαλκονιού για να βγει το
θολερό ντουμάνι δυο πακέτων και βάλε. Έξω το δειλινό έδινε την θέση του στο
βράδυ, χαμηλά στον ακάλυπτο ήδη το φως ήταν λιγοστό από ώρα. Ο Μίλτος
πανέτοιμος νιαούριζε συνωμοτικά στην αγαπημένη του, εκείνη τον άκουγε μόνο και
καθόταν ήσυχα μέσα στο κλουβί της. Ο Θανάσης, ο ρέκλας και ο Βαγγέλης, ο
χουζούρης∙
τα φιλαράκια του Μίλτου, θα κρατούσαν τσίλιες. Είχαν χωθεί ήδη σε ένα μικρό
κενό ανάμεσα σε δυο πολυκατοικίες, που οδηγούσε στις σκάλες της Σόνιας και αν
έβλεπαν τον Νάσο να επιστρέφει θα ειδοποιούσαν αμέσως τον φίλο τους…
Μεγάλο Σάββατο,
φέτος μπορεί η πανδημία να μην είχε ακόμη τελειώσει και τα κρούσματα να ήταν
πολλά όμως σε σχέση με την περυσινή ολική απαγόρευση, η κυβέρνηση είχε
επιτρέψει να λειτουργήσουν οι εκκλησίες∙ με την υιοθέτηση των αυστηρών
υγειονομικών πρωτοκόλλων που είχε θέσει. Έτσι οι πιστοί με μάσκες και
αποστάσεις πήγαν στις εκκλησίες από τις 8 το βράδυ, αφού στις 9 έπρεπε να
ακουστεί το “Χριστός Ανέστη” και μέχρι τις 10:30 να ολοκληρωθεί η θεία
λειτουργία ώστε από τις 11 να ισχύσει η απαγόρευση νυκτερινής κυκλοφορίας.
Οκτώ ήταν σχεδόν, ο Νάσος από ώρα άκουγε τις ομιλίες και τα γέλια όσων
ετοιμάζονταν στην πολυκατοικία για να πάνε στην Ανάσταση. Από το τι θα βάλω
μαμά, που είναι τα παπούτσια μου, η μπλούζα μου, η γραβάτα μου, οι λαμπάδες, το
φαναράκι; Μέχρι το, έκλεισες τα φώτα, ποιος θα κλειδώσει, βάλε τον συναγερμό,
μην τρέχετε στις σκάλες, διέκοπταν την απόλυτη ησυχία, την απέραντη μοναξιά
του. Οκτώ και μισή, πλέον ήταν μόνος σε όλη την πολυκατοικία, τελείως μόνος,
απελπιστικά μόνος. Η Σόνια το είχε σκάσει !!!! Θυμόταν πως το είχε ασφαλίσει,
όμως ανεξήγητα είχε βρεθεί το κλουβί ανοικτό και η Σόνια άφαντη. Αν ήταν
πάμπλουτος θα σκεφτόταν ότι κάποιοι την απήγαγαν για λύτρα, αλλά ως φαίνεται
είχε μάλλον προτιμήσει την ελευθερία της μακριά του, όπως και η γυναίκα της ζωής
του.
Ξαφνικά χαμογέλασε, σκέφτηκε πως αν δεν είχε φύγει για πάντα η Εβελίνα και
απλά είχε βγει έξω, όταν γυρνούσε και έβλεπε πως η Σόνια έλειπε, θα τον σκότωνε.
Μακάρι και να γυρνούσε και να τον σκότωνε, όμως και δεν θα γυρνούσε και η Σόνια
είχε χαθεί για πάντα. Έψαξε όλη την γειτονιά και ειδικά κάτω στον ακάλυπτο.
Τίποτα, ένα σωρό γατούλες, όλων των ηλικιών και των χρωμάτων, αλλά η Σόνια του
πουθενά. Για την τιμή των όπλων έβαλε μερικές αφίσες στην γειτονιά και έδινε
αμοιβή∙
αν και στην πραγματικότητα ακόμη και αυτά τα λίγα ευρώ δυσκολευόταν να τα δώσει…
Φυσικό ήταν να μην μπορέσει να την βρει, αφού ο παμπόνηρος γάτος το είχε κανονίσει και αυτό. Εκεί κοντά υπήρχε μια πολύ όμορφη κατοικία, ειδικά για την πριγκίπισσα του. Ήταν μια εγκαταλελειμμένη έπαυλη κοντά στο στο Γενί Τζαμί των Ντονμέδων της Θεσσαλονίκης, η οικία Σερβέτ Χανούμ και αργότερα Μπενβενίστε όπως έμεινε στον χρόνο. Το πανέμορφο κτίριο με τα εκλεκτικιστικά στοιχεία και την ρομαντική διακόσμηση, είχε χτιστεί στην τότε “συνοικία των Εξοχών“ που φιλοξενούσε τις επαύλεις των πλουσίων εμπόρων, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Όσο προετοίμαζε λοιπόν το σχέδιο απαγωγής, ο Μίλτος είχε φέρει ένα σωρό πολύχρωμα κουρέλια από τους κάδους ανακύκλωσης και είχε φτιάξει μια ζεστή φωλίτσα, στο σαλόνι του δευτέρου ορόφου με θέα στο παρκάκι με τα καφέ και τα εστιατόρια, στην οδό Δελφών.
Εννιά παρά δέκα, σε λίγο θα ηχούσαν οι καμπάνες για το χαρμόσυνο
μήνυμα. Ο Νάσος ξαπλωμένος στον καναπέ είχε ανάψει ακόμη ένα τσιγάρο, μέσα στο
σκοτάδι μόνο η καύτρα του διακρίνονταν. Μέσα στην απόλυτη ησυχία ακούστηκε
ολοκάθαρα το κλειδί να μπαίνει απαλά στην πόρτα. Ο Νάσος τινάχτηκε, του κόπηκε
το αίμα. Ήταν μόνος στην πολυκατοικία, όσοι δεν ήταν στις εκκλησίες, ήταν
φοιτητές που είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους. Άρπαξε ένα μικρό μεταλλικό
τραπεζάκι. Η πόρτα άνοιξε, η φωνή της Εβελίνας φώτισε το σκοτάδι, “Αγάπη μου”…
Σφιχταγκαλιασμένοι άκουσαν το
Χριστός Ανέστη, τις καμπάνες να χτυπούν ολόγυρα, τα βεγγαλικά, τα βαρελότα, τα
πυροτεχνήματα να φωτίζουν το κομμάτι του ουρανού πάνω από τον ταπεινό ακάλυπτο.
Τα φώτα του ημιώροφου άναψαν όλα, η Ανάσταση φέτος ήταν και δική του, με την
Εβελίνα πλάι του μπορούσε να φέρει τον κόσμο πάλι σε τροχιά. Σαν σίγησαν τα
πάντα, ο Νάσος και η Εβελίνα είδαν εμπρός τους δυο σκιές να λικνίζονται, δυο
σώματα να τρίβονται σαν να αγκαλιάζονται σε ένα χορό αγάπης. Στο μπαλκόνι τους ήταν
ο Μίλτος και η Σόνια, είδαν την αγάπη τους να ανθίζει, σαν και την δική τους,
σαν τα μωρά που θα ερχόταν στον ημιώροφο και στον ακάλυπτο τους επόμενους
μήνες…
Από την χαραμάδα που άφηνε η ανοιχτόχρωμη κουρτίνα με τον τοίχο, ένας
περίεργος τύπος, ατημέλητος, με μουσάκι και γυαλιά, παρατηρούσε την απέναντι
πολυκατοικία. Όλο αυτό τον καιρό κρατούσε σημειώσεις, παρατηρούσε τα πάντα, το
πως, το γιατί. Ήταν οι δικοί του Ρωμαίοι και Ιουλιέτες, το πασχαλινό διήγημα
του μόλις είχε ολοκληρωθεί…
Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ
ΜΑΪΟΣ 2021
Όταν ένα ζευγάρι και η γάτα τους μετακόμισε στην
απέναντι οικοδομή πριν λίγους μήνες, “μοιραία” ο ακάλυπτος στο πίσω μέρος της πολυκατοικίας
μου, ο ακάλυπτος των εφηβικών μου χρόνων όπου ο κυρ Δημήτρης, ο πατέρας μου, τάιζε
καθημερινά της γατούλες του ακάλυπτου, έγινε το γνώριμο σκηνικό για το διήγημα. Εύχομαι
να το απολαύσατε…
Ο τίτλος του διηγήματος είναι δανεισμένος από το ομώνυμο θεατρικό
έργο του ηθοποιού και σκηνοθέτη, Αργύρη Πανταζάρα “This is not Romeo and Juliet”
Θερμές ευχαριστίες στον αγαπητό μου φίλο, ζωγράφο Ντίνο
Παπασπύρου, για την παραχώρηση των έργων του.
1. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΓΑΤΟΥΛΕΣ-5,
Γαλάζια γατούλα, τέμπερα, 12Χ12 εκ., 2012, Κωδ. 937
2. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΓΑΤΟΥΛΕΣ-39,
Γατούλες και πεταλούδες κάτω από το μπαλκόνι μου, 28Χ38 εκ., 2006, κωδικός 420
3. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΓΑΤΟΥΛΕΣ-6,
Γατούλα από σπίτι, 39Χ18 εκ., 2009, κωδικός 667
4. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΓΑΤΟΥΛΕΣ-72,
Ο Γιάννης, η Δανάη και η Αμαλία στη Χαλκιδική, τέμπερα, 29Χ39 εκ., 2013, Κωδ.
1042