Πυρ, γυνή και θάλασσα
Αποχωρούσε καυτός ο Ιούνιος και ο Ιούλιος
ερχόταν ακόμη θερμότερος. Παρά την αρχική δροσιά και κάποιες λίγες βροχούλες
που άφησε στις αρχές του ο Κερασινός ο Ιούνης, τώρα ζεμάταγε η χώρα, οι
θάλασσες και τα λιβάδια. Οι μετεωρολόγοι σοβαροί και αγέλαστοι, προειδοποιούσαν
κάθε τόσο σε ραδιόφωνα και τηλεοράσεις πως σύμφωνα με τα στατιστικά τους, αυτό
το καλοκαίρι θα ήτανε θερμότατο∙ καυτό και ζόρικο δηλαδή.
“Η θερμοκρασία θα κυμανθεί
άνω της μέσης παγκόσμιας τιμής, καταγράφοντας ακόμη ένα νέο ρεκόρ, ως το πιο
θερμό καλοκαίρι της πιο θερμής χρονιάς, από την τήρηση μετεωρολογικών στοιχείων…”
τόνιζαν ιδιαιτέρως και αυτό λέει σήμαινε πολλά, πολλά και άσχημα. Καύσωνες με
το τσουβάλι, λιώσιμο των πάγων, άνοδος της στάθμης των θαλασσών και όλα τα υπόλοιπα
συνεπακόλουθα κακά.
Αυτά τα κακά που έβλεπαν οι επιστήμονες ή έστω κάποιοι από αυτούς, δεν
τα έπαιρναν και όλοι τοις μετρητοίς,
“Δεν μας έφτανε ο κορώνας, μόλις πιάσει καμιά ζεστούλα καλοκαιριάτικα, έχουμε και δαύτους να μας τρώνε το κεφάλι με την μούφα κλιματική αλλαγή. Τους ακούτε ρε γίδια; Μετά τα αεροψεκάσματα και το κορωνογκόλ μας λένε πως η κλιματική αλλαγή κατεβαίνει να πάρει όλα τα πρωταθλήματα, για αυτό τρέχτε στα βουνά να σπείρετε ανεμοφουρφούρια, πάρτε τέντες και παράθυρα, μονώσεις και ηλεκτρικά μοτέρια… Πυρ, γυνή και θάλασσα θα γίνει, που λέγανε και οι αρχαίοι ημών…” Αυτολεξεί όπως πληροφορούσε καθημερινά μέσα από την δημοφιλέστατη εκπομπή του, ο κύριος Σάκης Κλιμ. Ναι, ο Σάκης Κλιμ για τους αγαπημένους του τηλεθεατές δεν ήταν μόνο ειδικός επί των ποδοσφαιρικών, αλλά από εποχής χρηματιστηρίου και οξυδερκής αναλυτής των οικονομικών όπως και προσφάτως βαθύς γνώστης των λοιμοξιολογικών και φυσικά με ιδιαίτερη εξειδίκευση επί των περιβαλλοντικών θεμάτων. Ένας απαράμιλλος σχολιαστής και part time πανεπιστήμων, του οποίου ο Μπάμπης Μανωλόπουλος, νέος, ωραίος αλλά και άνεργος, παρακολουθούσε μανιωδώς την μεταμεσονύχτια τηλεοπτική του εκπομπή, «Στα κάγκελα".
“Φέτος που έπρεπε να ρίχνει με το τουλούμι τις βροχές,
με κορονοϊό και φτώχειες τρελές, μου είχε τέτοιες ζέστες;”, μονολογούσε
αναρωτώμενος ο νεανίας Μανωλόπουλος κάτοικος λεκανοπεδίου, αν και στο πίσω
μέρος του μυαλού του φλερτάριζε και με την θεωρία, ότι πολύ πιθανά∙ και
σε αυτό συμφωνούσαν όλοι οι “ψαγμένοι” στο διαδίκτυο, όλο το σκηνικό είναι φτιαχτό
και απότοκο των πειραμάτων που κάνουν αυτές οι καπιτάλες, οι Γιάνκηδες, με τις τεράστιες
κεραίες εκπομπής που βρίσκονται σε εννιά μυστικές βάσεις ανά τον κόσμο. Όπως πληροφορούσαν
οι επαΐοντες του youtube με αδιάσειστα φωτογραφικά ντοκουμέντα, από αυτές ακτινοβολούν
με μανία την ατμόσφαιρα οριζοντίως και καθέτως και μετά να πως προκύπτουν τα
κακά∙
καύσωνες και πλημμύρες. Παράλληλα βάζουν τους πουλημένους περιβαλλοντολόγους να
λένε πως φταίνε τα αυτοκίνητα, τα φουγάρα της ΔΕΗ και οι μοσχαρίσιες μπριζολίτσες.
Μετά βγαίνει και εκείνη η παγκόσμια χούντα, ο γυαλάκιας και μας φορτώνει τον ιό
και τα εμβόλια, για να αγοράσει μετά τα πάντα φτηνά και ύστερα να ελέγχει όλο
τον κόσμο με την παρέα του. Και επειδή μας αγαπάει, σου λέει, για να σωθεί ο
πλανήτης θα τρώτε όχι φυσικό αλλά συνθετικό κρέας. Όμως το ωραίο είναι, ότι θα
το φτιάχνει στις εταιρείες του, όπως και τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τις μπαταρίες,
τις ανεμογεννήτριες και όλα τα καλά της πράσινης οικονομίας. Όλα αυτά τα συνόψιζε
πολύ σοφά ο σπουδαίος Κλιμ, “Νέα κονόμα για τον γυαλάκια και ΣΙΑ !!!”
Αυτά διάβαζε και άκουγε ο Μπάμπης και διαπίστωνε πικρά,
“Κατάλαβες τώρα, δεν τους φτάνουν όλα τα άλλα, μια δυο
απολαύσεις μας έμειναν στην ζωή, μια ζουμερή μπριζολίτσα βρε αδερφέ, να μας τις
κόψουν και αυτές…”
Καλές οι θεωρίες, η
Στεφανία όμως, το κορίτσι των ονείρων του Μανωλόπουλου, αν και γκρίνιαζε
φαινομενικά, μέσα της την απολάμβανε την ζέστη και τις μικρές και μεγάλες
εξόδους του καυτού καλοκαιριού.
“Πουφ, τέτοια
ζέστη δεν αντέχεται, πάμε για κανένα μπανάκι, πάμε για κανένα ποτάκι, κανένα
σινεμά θερινό, εκείνο το εστιατόριο στου Παπάγου έμαθα είναι φανταστικό, όλοι
που πήγαν έχουν να λένε…” όλο του έλεγε και εκείνη. Πάμε εδώ, πάμε εκεί,
20 € εδώ, 30 € εκεί, 50 € παραπέρα, με πατέρα στο ταμείο ανεργίας και μια μάνα
χαμηλόμισθη που να τα βρει; Βλέπεις και ο ίδιος άνεργος ή μάλλον άεργος ήταν. Και
που να βρει δουλειά; Του την έδινε το σύστημα και η πλουτοκρατία, που το
κινούσε με τα βρώμικα πλοκάμια της. Ο νεαρός όπως όλοι οι συνετοί τυχοδιώκτες,
έψαχνε χαλαρά σε όλη την υφήλιο την καταπληκτική ιδέα, ώστε να αρπάξει την
ευκαιρία διαδικτυακά από το μαλλί. Μέχρι τότε όμως διαπίστωνε μετά βδελυγμίας,
“Ρε καλά τα
λένε στο youtube,
όλα στημένα είναι, μας ρουφάνε το αίμα τόσα χρόνια, τώρα βρήκανε ευκαιρία και θέλουν
να μας βάλουν και το τσιπάκι. Έτσι, για να ξέρουν που πάμε και τι κάνουμε και
άμα θέλουν πατάνε το κουμπί του 5G και μας ψεκάζουν
σαν τις κατσαρίδες. Εγώ εμβόλιο δεν κάνω, δεν βάζω το μπόλι στο αίμα μου, με την
καμία…”
***
Αρχές Αυγούστου και τέτοιες θερμοκρασίες ο Μπάμπης δεν θυμόταν ποτέ ξανά. Όχι, δεν ήταν μόνο αυτός ο δεκαήμερος καύσωνας που συνεχιζόταν και έλιωνε την χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη, ήταν και άλλοι δυο τουλάχιστον, που είχαν βράσει τον τόπο τον Ιούλη και ποιος ξέρει τι ακόμη ερχόταν μέχρι να βγει αυτό το καλοκαίρι. Τέτοιος καύσωνας λέγανε είχε να συμβεί από το 2007 ή ακόμη και από το 1987, όταν ήτανε αγέννητος. “Αχχχχ, δεν την γλυτώνουμε, θα μας ψήσουν τα καθίκια με τις κεραίες και τους δορυφόρους” μονολογούσε δις και τρις ο Μανωλόπουλος.
Με τέτοιες ζέστες η Στεφανία ήδη “ταξίδευε” για τα νησιά.
“Τιιιιιι νησιά;” Άκου νησιά, ο Μπάμπης ούτε για το εισιτήριο
του μετρό δεν είχε που λέει ο λόγος.
Τι και αν της έταζε
εναλλακτικές διακοπές στο Καρπενήσι, στα ειδυλλιακά βουκολικά τοπία, στην αναζωογονητική
δροσιά και στο καλό φαγητό· μιας και το χωριό της μαμάς του, τα παρείχε όλα και το
κυριότερο, τσάμπα !!! Τίποτα εκείνη, ανένδοτη, ήλιος, θάλασσα και νησί. Τι και
αν της είπε ότι δεν είχε ξαναπατήσει σε καράβι από τότε που τους είχε πιάσει εκείνη
η θαλασσοταραχή ανοιχτά της Κρήτης, σαν ήταν δέκα χρονών. Οι μηχανές χάλασαν
και το καράβι ακυβέρνητο, ώρες πάλευε με τα κύματα. Γύρω γύρω τους είχαν
κυκλώσει καράβια για να τους σώσουν, αν χρειαζόταν και ευτυχώς που κόπασε
γρήγορα ο καιρός αλλιώς ποιος ξέρει; Ίσως θα πηγαίνανε άκλαυτοι, οικογενειακώς.
Όσο και να την παρακάλεσε, όσα και να της έταξε, άδικος κόπος, εκείνη δεν
άλλαζε γνώμη, νήσος και πάλι νήσος…
Δυο μέρες μετά του
ήρθε το μήνυμα. “Φεύγω για Ίο με την Λία, καλά να περάσεις στα βουνά και τα λαγκάδια”
Ήταν μαχαιριά,
μαχαιριά βαθιά, μέχρι το κόκκαλο. “Ίος;;;
Καλά πως μπόρεσε;;; Άκου να φύγει μόνη και να με παρατήσει.”
Αχ βρε Ερωτόκριτε, μπορεί να μην σε
γνώριζε αλλά πόσο θα σε ένοιωθε ο Μανωλόπουλος όταν έλεγες στην Αρετούσα σου “Kαι
πώς να σ' αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω και πώς να ζήσω δίχως σου… ”, δέκα φορές πιότερο πονούσε ο Μανωλόπουλος. Και
θα γινόταν χειρότερο, όταν την επομένη θα μάθαινε τα άσχημα μαντάτα. Αυτό το
μόνη, σε λίγο θα ευχόταν να ήταν και πραγματικότητα, να ήταν στο νησί μόνο με
την Λία. Λίγο λοιπόν μετά την “Μαχαιριά”
ήρθε και η χαριστική βολή, αφού έμαθε από την παρέα ότι για Ίο θα ταξίδευε σε
δυο μέρες και κάποιος άλλος. Και όχι όποιος και όποιος, ήταν ο Λευτέρης, ο πρώην
της Στεφανίας. Δεν ήταν και πολύς ο καιρός, μόλις πριν 8 μήνες είχαν χωρίσει με
τον Λευτέρη και έξι που ήταν μαζί του. Της είχε εμπιστοσύνης της Στεφανίας αλλά,
άλλο τώρα να την πέσει στο κορίτσι του ο κάθε λιγούρης και άλλο ο πρώην της, με
το παχύ πορτοφόλι. Εδώ που τα λέμε ο Μπάμπης, παρά την άψογη κορμοστασιά και το
ελληνικό κάλλος του, πάντα μέσα του φοβόταν πως μπορεί με την πρώτη ευκαιρία να
ορμούσε στην Στεφανία και η ζήλια τον κυρίευε…
Από εκείνη την στιγμή ο
Μανωλόπουλος όλο “Aχ
και βαχ” ήταν, αφού το έβλεπε ολοκάθαρα μπροστά του. Ο λεγάμενος, ο Λευτέρης, θα
είχε μάθει ότι έφυγε μόνη της η Στεφανία και να σου και αυτός ξοπίσω της να την
διπλαρώσει. Καταραμένη φτώχεια, κάθε τρεις βλαστημούσε την μοίρα του αλλά και
την άτιμη την κοινωνία, το σύστημα, που κάνει τέτοιες αδικίες και άλλοι δεν
ξέρουν πόσα έχουν και άλλοι ξέρουν πως δεν έχουν μία…
Αργά το βράδυ της ίδιας
μέρας, δεν μιλιόταν, δεν είχε φάει ούτε μια μπουκιά από την σπεσιαλιτέ της μάνας
του∙
λαχταριστό γιουβετσάκι στην γάστρα. Στο
μυαλό του, κυριαρχούσε η απελπισία, το παράπονο και η μαυρίλα, όπως λέει και το
κλέφτικο “Μαύρη, μωρέ, πικρή ζωή που κάνουμε, μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι
μαύροι κλέφτες ” ή καλύτερα “εμείς οι ασυμβίβαστοι και άφραγκοι ενίοτε…” Και εκεί
που όλα ήταν μαύρα και άραχνα, εκεί που η απελπισία του χτυπούσε κόκκινο, τότε ακριβώς
έγινε το μέγα θαύμα. Καθώς κοιτούσε το υπερπέραν και ήταν σε φάση αφασίας, απ’ την
τηλεόραση που μουρμούριζε άσκοπα, στα αυτιά του ηχεί συναγερμός και βλέπει στην
διαφήμιση την κοπέλα που ετοίμαζε περιχαρής…
***
Το θαύμα που συνέβη σίγουρα όμως δεν ήταν θεϊκό και είχε όνομα, αγγλιστί, Freedom Pass!!! Ήταν ένα θαύμα της κυβέρνησης και του συστήματος που φυσικά είχε και το τίμημα του, την προδοσία για τα 150 αργύρια που όμως χρειαζόταν πάση θυσία για την Ίο. Ναι.. ναι… τίμημα βαρύ και ασήκωτο για τον Μανωλόπουλο, προδοσία ανομολόγητη προς τις ιδεολογικές αρχές του που όμως συνθλίβηκαν σαν το δροσερό χορτάρι που πέφτει βράχος πάνω του. Γιατί βρε αδερφέ, εδώ που τα λέμε ποιος υπολογίζει ένα τσίμπημα στο μπράτσο, ένα εμβολιάκι, ένα μπόλι ακόμη και με τσιπάκι, ποιος υπολογίζει ιδεολογίες, συνωμοσιολογίες, απόψεις, σκέψεις, φοβίες και παντός είδους …ίες, μπροστά στον έρωτα, μπροστά στον αποχωρισμό απ’ την καστανομάτα, μακρομαλλούσα Στεφανία, την γυναίκα της ζωής του;;;
Οι προπέλες άφρισαν το νερό και το
πλοίο άφησε πίσω του το λιμάνι. Σύντομα ανοίχθηκε στον Σαρωνικό, μέσα στο καυτό
σούρουπο μια ανάσα δροσιάς από το αέρα του πελάγους, τον αγκάλιασε. Ατενίζοντας
την ανοικτή θάλασσα, του ήρθε στο μυαλό εκείνη η αρχαία φράση το “Πυρ, γυνή και
θάλασσα” που κάθε τρεις και λίγο εκσφενδόνιζε στις εκπομπές του ο δημοσιολόγος Σάκης
Κλιμ.
“Πυρ, γυνή και θάλασσα” λοιπόν
αλλά μάλλον στην δική του περίπτωση θα έπρεπε να παραφραζόταν σε “Γυνή, εμβόλιο
και νήσος”, νήσος της Στεφανίας και της άνευ όρων παράδοσης στον έρωτα…
Στον Φρέντυ Γερμανό, που αν ζούσε σήμερα, με
την μοναδική πένα και το ιδιαίτερο χιούμορ του, θα αποτύπωνε στα
ευθυμογραφήματα του, τα πρόσωπα και τις καταστάσεις των περίεργων καιρών που
ζούμε.
Το
παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα είναι τυχαία
και συμπτωματική.
Α. Δ. Ε. ΒΑΛΜΑΣ
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2021
Ζωγράφος Ντίνος Παπασπύρου
1. Tμήμα ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-79, Καλόκαιρινό απομεσήμερο στη
Σιθωνία Χαλκιδικής (Κωδ.714)
2. Τμήμα ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-108, Νησιώτικο (Κωδ.726)
3. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-248, Ανεμόμυλος, τέμπερα, 24Χ18 εκ., 2014,
Κωδ. 1270