Ο Γέρος του Μοριά
Κοντοστάθηκε, ο ζωγραφιστός Αι Βασίλης με το έλκηθρο και τους ταράνδους
του, διέσχιζε τον διάφανο ουρανό των νοτισμένων τζαμιών του παλιομοδίτικου συνοικιακού
ζαχαροπλαστείου. Λαμποκοπούσε από πάστρα και οι ωραίες μυρωδιές τον τραβούσαν απ’
την μύτη να ανοίξει την πόρτα. Περπάτησε παρακάτω, άρχισαν να ακούγονται κάτι
βαριά λαϊκά. Λίγο παραπέρα στάθηκε σε θολά, βρώμικα τζάμια. Στο βάθος μια σειρά
πολυκαιρισμένα λαμπιόνια ριγμένα άγαρμπα πάνω σε δυο ελατάκια, αναβόσβηναν
ρυθμικά. Μισοκαμμένα, ξεχασμένα στο ίδιο σημείο χειμώνα καλοκαίρι, χρωμάτιζαν τα
σκονισμένα μπουκάλια του μπαρ “ΣΑΡΕΛΑ”.
Στον ουρανό μόνο δυο τρία συννεφάκια παιχνίδιζαν με το φεγγάρι, το θερμόμετρο είχε πέσει εδώ και ώρα κάτω από το μηδέν. Ο Μοριάς κράτησε το χερούλι σφιχτά, έριξε μέσα δυο τρεις ματιές. Ένας θαμώνας τον κοίταξε με περιέργεια και μια δόση ειρωνείας. Αυτή η ματιά αντί να τον αποτρέψει λες και τον ώθησε να μπει, σχεδόν μηχανικά πίεσε το χερούλι. Στο cd έπαιζαν στην διαπασών λαϊκές επιτυχίες. Η μυρωδιά του μπαρ τον τύλιξε βαριά, αποπνικτικά. Ιδρώτας, ποτά, τσιγάρα, μπόχα κορμιών που είχαν ποτιστεί με φθηνές κολόνιες…
~~~
Ο άντρας που μόλις είχε μπει στο μπαρ, σήμερα είχε γενέθλια, τυπικά τουλάχιστον. Επτά ολόκληρες δεκαετίες κουβαλούσε στην πλάτη του. Μπορεί να ένοιωθε και να ήταν ακόμη δυνατός, όμως καταλάβαινε πως βάραινε πια. Κάποια στιγμή οι δυνάμεις του θα τον εγκατέλειπαν, μονάχο και αβοήθητο. Όταν θα έβλεπε το αναπόφευκτο τέλος, μακάρι να το έπαιρνε απόφαση, μια και έξω, να τελείωνε γρήγορα, με αξιοπρέπεια. Ο Μοριάς σε όλα του τα χρόνια ήταν πάντοτε πειθαρχημένος, τύπος και υπογραμμός. Δικαίωμα για σχόλια δεν είχε δώσει σε κανέναν. Κοιτούσε μόνο την δουλειά του. Με γυναίκες δεν είχε πολλά πάρε - δώσε. Όπως είχε εξομολογηθεί ένα βράδυ στον Ζαχαρία, τον ρεσεψιονίστ του ξενοδοχείου Όλυμπος, ερωτεύτηκε μεμιάς την Ρένα, την μοναδική γυναίκα της ζωής του, στην πόλη του, τα Χανιά. Μικροπαντρεύτηκαν, επάνω στα είκοσι τους καλοκαίρια.
Μόνος στο σπίτι δεν έζησε ποτέ, παιδιά μπορεί να μην είχαν, όμως το σπιτικό τους κάθε τρεις και λίγο γεμάτο. Παλιότερα είχαν παρέες με συναδέλφους σε όλη την Ελλάδα και στα ύστερα τους∙ που ρίζωσαν στην Θεσσαλονίκη, με νέους φίλους που αγάπησαν και αγαπήθηκαν. Άριστη μαγείρισσα η κυρία Ρένα, όσοι ερχόταν στο σπιτικό τους είχαν να λένε για τις λιχουδιές της. Όμως ήταν τόσο καλή οικοδέσποινα, όσο και καλός άνθρωπος. Πάντα με τον γλυκό τον λόγο για όλους και ένα ανέκδοτο που περίμενε να ακούσει η παρέα, με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο. Φιλόξενη και ακούραστη για τους καλεσμένους της, σε σημείο υπερβολής, σε σημείο που ο Μοριάς της, την μάλωνε. Καλό φαγητό, γέλια, τραγούδια, αγάπη. Πριν δυο χρόνια έμεινε μόνος στην ζωή, αβάσταχτη η μοναξιά σε τέσσερις τοίχους με φαΐ πλαστικό, ετοιματζίδικο, φτιαγμένο δίχως μεράκι, δίχως την αγάπη της. Έκλεισε την πόρτα του σπιτιού πίσω του, μια για πάντα και μπήκε στο πρώτο ξενοδοχείο, για να μείνει μέχρι το τέλος του…
~~~
Κάθισε σε ένα τραπεζάκι κοντά στην τζαμαρία, απέναντι από το μπαρ. Οι τρεις άντρες από το διπλανό τραπέζι τον κοίταξαν από πάνω μέχρι κάτω, «Να ρε ο γαμπρός» σχολίασε ο ένας. Οι άλλοι, κάτι άπλυτοι, λιγδιάρηδες, που βρωμούσαν από χιλιόμετρα, χασκογέλασαν. Εκείνος έκανε πως δεν άκουσε. Ήρθε μια κοπέλα και τον ρώτησε τι θα πιεί. Ένα κονιάκ δυνατό ζήτησε, να ζεσταθούν τα μέσα του. Το έφερε μια άλλη κοπέλα που τον χαιρέτησε με τα σπαστά ελληνικά της και κάθισε απρόσκλητη στο τραπέζι του, στο μπαρ Σαρέλα.
***
Απρίλης, πλησίαζε το Πάσχα. Από την παραμονή των Χριστουγέννων που πρωτομπήκε
εδώ, καθόταν στο ίδιο τραπέζι κάθε βράδυ. Ο Μοριάς έπινε το κονιάκ του με
λίγους ξηρούς καρπούς, πάντα με την ίδια παρέα. Έπινε και έφευγε αργά την νύχτα.
Ο Σαγιάς το αφεντικό όποτε βρισκόταν στο μαγαζί∙ γιατί είχε ακόμη ένα μπαρ στο Κορδελιό, τον καλοδεχόταν μιας
και άφηνε αρκετά ο γέρος στο Σαρέλα.
Τα ήξερε όλα πια, τα ήξερε όλα ο Μοριάς, για την σωματεμπορία, το ξύλο,
την σεξουαλική εκμετάλλευση, για την ζωή που μεγάλωνε μέσα της. Για το παιδί, την
πρώτη της εγκυμοσύνη. Ο Σαγιάς είχε κανονίσει με γιατρό που θα ερχόταν από την
Βουλγαρία σε λίγες μέρες, ώστε να το “ρίξει” για να συνεχίσει τα ραντεβού της σε
σπίτια και άθλια ξενοδοχεία. Η Αναστασία ήταν είκοσι ετών από μια χώρα που
κανέναν δεν ενδιέφερε, ειδικά τον Σαγιά. Τι Γεωργιανή, τι Ουκρανή, τι Τσέχα, τι
Βουλγάρα, το ίδιο του έκανε. Ορφανή ήταν, κανείς δεν την έψαχνε, αυτό ήταν που
τον ένοιαζε. Της έβγαλε σαν τις άλλες μια πλαστή ταυτότητα, που την κρατούσε ο ίδιος
για όταν και αν χρειαζόταν και όλα περίφημα.
Μεγάλη Πέμπτη, στις εκκλησιές είχαν διαβαστεί τα δώδεκα ευαγγέλια των Θείων Παθών κι ο Εσταυρωμένος, για άλλη μια φορά σήκωνε στο πληγιασμένο σώμα του, την κακία, το μίσος, την αδικία όλου του ντουνιά. Το ξενύχτι για τις γυναίκες και τα κορίτσια, οι στολισμοί των επιταφίων, είχαν ξεκινήσει στις ενορίες. Οι μεθυστικές ευωδιές των ανοιξιάτικων λουλουδιών, οι πασχαλιές κι ανεμώνες, τα ζουμπούλια, οι κρίνοι, μαζί τα άνθη λεμονιάς και τα τριαντάφυλλα έραιναν το σώμα του Χριστού. Στο μπαρ ένας άλλος κόσμος, δίχως κατάνυξη και θρησκευτικότητα, δίχως συναίσθημα. Ακόμη μια βραδιά ο Μοριάς στο τραπέζι του μαζί με την Αναστασία, η παρέα του κάθε βράδυ. Σήμερα ήταν ανήσυχη, νευρική από την αγωνία της.
Μετά τις τρεις το μαγαζί είχε αδειάσει, σε λίγο θα έκλεινε. Οι δυο σερβιτόρες και ο Σαγιάς είχαν απομείνει μόνο. Μόλις θα έφευγε ο Μοριάς, η Αναστασία θα πήγαινε στο ραντεβού, περίμενε με την σειρά της τον “ταξιτζή” που σε λίγο θα γυρνούσε με το αμάξι, από το προηγούμενο. Ο Μοριάς κοίταξε το ρολόι του. Αυτό το ρολόι∙ ένα παλιό μηχανικό Seiko, τον είχε συντροφεύσει πιστά, χρόνια τώρα. Ήταν η ώρα, σηκώθηκε. Καθώς όρθωσε το ανάστημα του δεν έμοιαζε καθόλου με εκείνον τον μαζεμένο γεράκο, τον καλοσυνάτο. Τα μάτια του Σαγιά άστραψαν καθώς τον άκουσε να του λέει,
- Η Αναστασία θα έρθει μαζί μου,
μια για πάντα. Ο άνθρωπος της νύχτας άκουσε την προσταγή, κατάλαβε... Τον κοίταξε
μοχθηρά, ύστερα απάντησε,
- Κερασμένα από μένα σήμερα… Το κορίτσι όμως δεν
φεύγει από εδώ μέσα με την μαγκιά σου γέρο, έχω υποσχεθεί στον πατέρα της να
την προσέχω, χαμογέλασε… Ο Μοριάς έκανε λίγα βήματα και τον πλησίασε,
- Κάνε στην άκρη μίασμα. Ο Σαγιάς τον
κοίταξε στα μάτια και αστραπιαία τράβηξε το στιλέτο του. Είχε ξεκάνει με τρεις μαχαιριές έναν άντρα, πριν λίγο καιρό με δαύτο. Ούρλιαξε, καθώς πήγε να του το
μπήξει στην κοιλιά.
Ωχχχ, ωχχχ, μούγκριζε μέσα σε μια
λίμνη αίματος, σαν σφαγμένο δαμάλι. Ο Μοριάς παρά τα χρόνια του, τον κατάφερε
με λίγες απότομες κινήσεις. Αν και τους χώριζαν αρκετά χρόνια, αυτό το κάθαρμα
ήταν πολύ χαλαρό για εκείνον.
- Πάρε τηλέφωνο στο ασθενοφόρο
είπε κοφτά στην μία σερβιτόρα, δεν θα λερώσω τα χέρια μου για αυτόν. Έπιασε την
Αναστασία από το χέρι. Μην φοβάσαι παιδί μου, όλα τέλειωσαν. Έβγαλε το κινητό
του και πληκτρολόγησε 100. Συμπλοκή με έναν σοβαρά τραυματία, πληροφόρησε το
κέντρο της άμεσης δράσης, οδός Τερψιχόρης 34, Άνω πόλη, μπαρ Σαρέλα, Αντι...
- Μπάσταρδε, ψιθύρισε μέσα απ’ τα
σφιγμένα δόντια του. Από το σακάκι του είχε βγάλει ένα τριανταοχτάρι και μπαμπέσικα
τον πυροβόλησε με χέρι που έτρεμε, καθώς προσπαθούσε να ανασηκωθεί από το
πάτωμα. Η σφαίρα τον βρήκε πιο χαμηλά από όπου τον σημάδεψε, κάπου στην μέση, ο
περήφανος Μοριάς ξαπλώθηκε. Με χέρι τρεμάμενο σήκωσε δεύτερη φορά το
περίστροφο. Σημάδεψε την Αναστασία, εκείνη έβαλε τα χέρια στην κοιλιά της να
προστατέψει το παιδί της. Έλα
εδώ κοντά μου... Και εσείς οι δυο, να σας βλέπω, φώναξε στις σερβιτόρες που παρέμεναν αγκαλιασμένες. Η Αναστασία ήρθε
κοντά κλαίγοντας,
- Παρακααλωωώ, πεντί μου… τον
εκλιπαρούσε με τα φτωχά ελληνικά της.
- Τι παιδί σου μωρή; Ποιο παιδί; Ένα
ακόμη μπάσταρδο είναι που θα πάει στα σκουπίδια… Με πρόδωσες βρωμιάρα... Την
φοβέριζε, κραδαίνοντας δεξιά αριστερά το πιστόλι. Η Αναστασία έκλαιγε με
αναφιλητά, έτριβε την κοιλιά της.
Τα λεπτά περνούσαν, ο Σαγιάς με μεγάλη δυσκολία είχε ανασηκωθεί και
καθόταν με την πλάτη στον τοίχο. Έχανε από το πόδι πολύ αίμα, ήταν κάτωχρος. Τα
μάτια του έκλειναν. Η Αναστασία κοίταγε τις κοπέλες και συνεννοούνταν με τα
μάτια. Οι σειρήνες των περιπολικών ακούστηκαν κοντά, τώρα ήταν η ευκαιρία της.
Τινάχτηκε και με μια γρήγορη κίνηση έκανε να ανοίξει την πόρτα,
- Καργιόλα… Η πόρτα άνοιξε και η
Αναστασία πετάχτηκε έξω, η βολίδα πέρασε ξυστά από το κεφάλι της, σήκωσε και
πάλι το όπλο ο Σαγιάς, όμως δεν έβλεπε εμπρός του. Προσπαθούσε να την εντοπίσει,
έβριζε χυδαία…
- Ακίνητος, αστυνομία…
Οι πυροβολισμοί ακούστηκαν
διαδοχικά. Πρώτα ο Σαγιάς πυροβόλησε δυο τρεις φορές στα τυφλά, έπειτα δέχθηκε
δυο πυροβολισμούς. Απέναντι του στάθηκε μία νεαρή αστυφύλακας, που είχε φτάσει στο
συμβάν με την πρώτη ομάδα ΔΙΑΣ. Οι σφαίρες από το υπηρεσιακό της όπλο τον
βρήκαν κατάστηθα, έμεινε ακίνητος, παγωμένος μέσα στο βρώμικο βασίλειο του...
Το ασθενοφόρο έφτασε ελάχιστα
αργότερα, με τις σειρήνες του να ηχούν άγρια αυτήν την κατανυκτική βραδιά. Τα δύο άτομα που συνεπλάκησαν, διακομίσθηκαν στο πλησιέστερο εφημερεύων, το Γ. Γεννηματάς.
Μεγάλη Παρασκευή πρωί, μόλις είχε γίνει η αποκαθήλωση και οι καμπάνες σε όλες τις εκκλησιές της πόλης χτυπούσαν με εκείνον τον γνώριμο, μακρόσυρτο ήχο του πένθους. Πολλές από τις απογευματινές εφημερίδες, έγραφαν στα πρωτοσέλιδα τους για την αιματηρή συμπλοκή στην Θεσσαλονίκη, με ένα νεκρό και ένα βαριά τραυματία στο μπαρ Σαρέλα και τις έρευνες που διεξάγονταν για την εξάρθρωση κυκλώματος σωματεμπορίας και μαστροπείας, με μέλη Έλληνες και αλλοδαπούς υπηκόους.
Την επομένη, Μεγάλο
Σάββατο, ήδη υπήρχε πρόοδος στις έρευνες,
“Οι αστυνομικοί της
διεύθυνσης ασφαλείας Θεσσαλονίκης, μετά από συντονισμένες έρευνες προχώρησαν σε δέκα συλλήψεις και εξάρθρωσαν το κύκλωμα που κρατούσε παράνομα και εξέδιδε σε σπίτια
και ξενοδοχεία της πόλης, νεαρές γυναίκες από χώρες της πρώην σοβιετικής ενώσεως”
Η αλήθεια είναι ότι ο κύριος πληροφοριοδότης σε αυτήν την υπόθεση ήταν ο
χοντρός, - το παρατσούκλι που του είχαν
κολλήσει στην δουλειά - αυτός ήταν που είχε δώσει όλες
τις κρίσιμες πληροφορίες στους αστυνομικούς. Ο Ζαχαρίας Νασιόλας, ο
εξηνταπεντάχρονος ξενοδοχοϋπάλληλος που εργαζόταν στο Όλυμπος, είχε μαζέψει
πολλά στοιχεία που έκαψαν το κύκλωμα των μαστροπών λίγο πριν φύγει για την ιδιαίτερη
του πατρίδα, καθώς ήταν θέμα λίγων εβδομάδων να πάρει την σύνταξη του πια.
Στην κατάθεση που έδωσε, είπε και όλα όσα γνώριζε για τον ιδιόρρυθμο συνταξιούχο,
αντισυνταγματάρχη των ειδικών δυνάμεων, Διακουμάκη Κυριάκο ή Μοριά, ο οποίος
και τραυματίστηκε σοβαρά από πυροβολισμό του κακοποιού Σαγιά, στην συμπλοκή στο
κακόφημο μπαρ της Άνω Πόλης. Το Μοριάς εξήγησε πως είχε μείνει από τα χρόνια της
υπηρεσίας του Διακουμάκη, μιας και έφερνε στο πρόσωπο, στην βροντερή φωνή αλλά
και στον αποφασιστικό χαρακτήρα στον Γέρο του Μοριά.
Όπως πληροφορήθηκαν οι ανακριτές, ήταν δυο χρόνια που διέμενε ο Διακουμάκης στο ξενοδοχείο Όλυμπος. Τους τον περιέγραψε ως μοναχικό τύπο που του άρεσαν οι μακρινές βόλτες στην πόλη και παρά την ηλικία του αθλούνταν καθημερινά. Λιτοδίαιτος άνθρωπος, λιγομίλητος, Σπαρτιάτης σε όλα του. Τον Νασιόλα που δούλευε πάντοτε νυχτερινός, τον είχε όμως συμπαθήσει γιατί ήταν πράος σαν αρνί. Πρώτος, το σκουλήκι το αφεντικό του και ύστερα πολλοί από τους εφήμερους πελάτες του παρακμιακού ξενοδοχείου και τους ανθρώπους της νύκτας, του φέρονταν υποτιμητικά, για τα κιλά του, για την εμφάνιση του. Ο Νασιόλας τους σιχαινόταν, ήταν υπόκοσμος, εγκληματίες που δεν λογάριαζαν την ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια. Φυσικά δεν απαντούσε, έκανε σαν να μην τους άκουγε και έτσι τα πειράγματα και οι βρισιές γινόταν όλο και χειρότερες. Κάπως έτσι ξεκίνησαν να μιλάνε οι δυο τους, ο Διακουμάκης που έβλεπε τα πάντα, τον μάλωσε, γιατί κάπνιζε και δεν πρόσεχε καθόλου την υγεία του, αλλά και γιατί δεν έδινε σε όλους αυτούς τους ντενεκέδες την απάντηση που τους άξιζε. Σιγά σιγά, οι δυο τους ανοίγονταν όλο και περισσότερο τα ατελείωτα ξενύχτια, στις βάρδιες του Νασιόλα. Ο ξενοδοχοϋπάλληλος ήταν παντρεμένος και είχε δυο μεγάλα παιδιά, πολλές φορές του έλεγε τα προβλήματα του, για τα παιδιά και την σύζυγο.
Ο ρεσεψιονίστ κατέθεσε με κάθε λεπτομέρεια για το βράδυ των γενεθλίων του Μοριά. Ήταν λίγους μήνες πριν, ξημερώματα Χριστουγέννων. Εκείνο το ξημέρωμα, ο Μοριάς είχε επιστρέψει για πρώτη φορά πιωμένος στο ξενοδοχείο, τον αγκάλιασε και του είπε ότι είχε πια έναν σκοπό ιερό. Του
ζήτησε την βοήθεια του για το κύκλωμα, για όσα έβλεπε εκεί μέσα. Ότι είχε αντικρίσει το βράδυ που πέρασε στο μπαρ Σαρέλα, τον είχε αγγίξει βαθιά. Ένα νόθο παιδί ήταν και ο ίδιος. Δεν
γνώρισε ούτε μάνα, ούτε πατέρα. Τον είχε βρει μια νοσοκομά που ερχόταν για την πρωινή της βάρδια, έξω από την πόρτα του δημοτικού
νοσοκομείου των Χανίων, μέσα στην κατοχή. Μεγάλωσε στα ορφανοτροφεία της Κρήτης.
Κάποτε, του είχαν πει πως οι γονείς του πέθαναν στην Αντίσταση μα εκείνος δεν
το πίστεψε. Όταν ενηλικιώθηκε έμαθε πως τον είχαν εγκαταλείψει καλοντυμένο και
περιποιημένο σε ένα καλαθάκι. Παραμονή Χριστουγέννων ήταν, για αυτό μιας και
δεν υπήρχαν τα ακριβή στοιχεία της γέννησης του, είχε γενέθλια εκείνη την ημέρα.
Κατάλαβε, δεν χρειαζόταν κάτι άλλο. Ευτυχώς για ένα παιδί σαν και αυτόν είχε
βρεθεί ο στρατός και σώθηκε. Βρήκε εκεί την επαγγελματική καταξίωση και την
οικογένεια του.
Ο Νασιόλας θέλοντας να σκιαγραφήσει στην κατάθεση του τον άνθρωπο Διακουμάκη και την αγνή ψυχή του, τους αποκάλυψε και κάτι άλλο. Τους μίλησε για όλα όσα του είχε αποκαλύψει εκείνο το χριστουγεννιάτικο ξημέρωμα για την Ρένα και τον γάμο τους,
"Ήταν ένα ψέμα, ο Μοριάς δεν είχε παντρευτεί ποτέ. Παρασυρμένος από την ανάγκη μιας οικογένειας, να ανήκει κάπου κι αυτός, να ριζώσει στα γεράματα του, μου είχε πει αυτό το ψέμα. Ναι η Ρένα ήταν υπαρκτό πρόσωπο, ένα κορίτσι που είχε γνωρίσει στα είκοσι του χρόνια στην Κρήτη. Τόσο όμορφο, πρόσχαρο, φωτεινό, με μια φωνή εξαίσια. Σαν τραγουδούσε τα αηδόνια σώπαιναν, έτσι την θυμόταν. Δυστυχώς εκείνα τα δύσκολα χρόνια δεν τόλμησε καν να κάνει σχέδια για κάτι περισσότερο. Έμεινε λοιπόν με την αγνή αγάπη στην καρδιά του. Παντρεύτηκε όμως τον στρατό και όλη του η ύπαρξη ζούσε πια μόνο για αυτόν. Μόλις αποστρατεύτηκε∙ αφού εξάντλησε όλα τα όρια που υπήρχαν, νοίκιασε ένα σπίτι στα Χανιά, στον γενέθλιο τόπο. Έζησε κάποια χρόνια αλλά δεν ήταν για αυτόν τέτοια ζωή. Το άφησε και ξεκίνησε να μένει σε φθηνά, παλιά ξενοδοχεία, σ’ αυτά ένοιωθε καλύτερα, ένοιωθε σαν το στρατόπεδο. Κόσμος έμπαινε, κόσμος έφευγε. Μόλις περνούσε κάποιος καιρός αναχωρούσε, ακολουθώντας και πάλι την πορεία των μεταθέσεων του. Τα δυο τελευταία χρόνια είχε καταλήξει στην Θεσσαλονίκη, τον τελευταίο σταθμό της θητείας του. Δεν θα έφευγε, εδώ θα τελείωνε την ζωή του, σαν και την στρατιωτική του ζωή. Στο ξενοδοχείο μας ένα βράδυ του Οκτώβρη είχε δει την νεαρή Αναστασία που οδηγούσε στην πορνεία το κύκλωμα που είχε στήσει ο Σαγιάς. Έπειτα πέρασαν δυο μήνες και εκείνο το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων καθώς μπήκε τυχαία στο μπαρ Σαρέλα να πιεί ένα κονιάκ, να ζεσταθεί, είδε ξανά την Αναστασία. Τότε ήταν που αποφάσισε να δώσει ένα τέλος στο μαρτύριο της και όταν πια έμαθε για την εγκυμοσύνη, για την έκτρωση που θα την έβαζε να κάνει αυτό το απόβρασμα, αποφάσισε να αναλάβει άμεσα δράση.
Για το μωρό που
είχε στα σπλάχνα της, είχε αποφασίσει ο Σαγιάς. Η Αναστασία είχε πει στον Μοριά πως μπορεί να μην γνώριζε καν ποιανού ήταν αυτό
το παιδί, όμως δεν ήθελε να σκοτώσει αυτό το θαύμα μέσα της. Αυτό τον συγκίνησε
πολύ, σε αυτό το αγέννητο παιδί είδε τον εαυτό του. Μιλούσαν λίγο στα ελληνικά,
λίγο στα Αγγλικά, όσο γνώριζε εκείνη, όσο λίγα είχε μάθει αυτός στον στρατό.
Δεν χρειαζόταν άλλα, πόνεσε αυτό το κορίτσι. Αυτή θα ήταν η τελευταία μάχη του..."
Την Κυριακή του Πάσχα ο Μοριάς βγήκε από την εντατική, αφού είχε ανακτήσει πλήρως τις αισθήσεις του. Βρήκε την Αναστασία και τα άλλα κορίτσια που απελευθερώθηκαν, γύρω από το κρεβάτι του, να του χαμογελούν. Η Αναστασία με την βοήθεια της Σωτηρίας από το κέντρο προστασίας κακοποιημένων γυναικών τον πληροφόρησαν για όλες τις εξελίξεις. Ο φίλος του ο Ζαχαρίας ακούγοντας τον αντισυνταγματάρχη με ένα τεράστιο χαμόγελο, έλαβε το πρώτο του μετάλλιο εξόχου πράξεως. Αποχαιρέτησε τον φίλο του έτοιμος να γυρίσει στο χωριό και περήφανος για την συμβολή του στην υπόθεση. Σίγουρα θα διηγούνταν με καμάρι στους συγχωριανούς του, όλα τα συμβάντα για πολύ καιρό.
Ο
Μοριάς με τις οικονομίες μιας ζωής, αγόρασε ένα σπίτι για την Αναστασία και το
παιδί της. Χωρίς όπλα και στρατιωτικές τακτικές, κέρδισε το πιο λαμπρό παράσημο
στην ζωή του, σύναψε σύμφωνο συμβίωσης με την Αναστασία και αναγνώρισε με
συμβολαιογραφική πράξη ως τέκνο του το παιδί. Είχε πια μια κόρη είκοσι ετών και
έναν εγγονό. Μια γυναίκα και ένα γιο στα χαρτιά, που θα μεγάλωνε στο δικό του σπιτικό,
περήφανος για τον πατέρα και την μάνα του.
Λίγα χρόνια μετά ο Διακουμάκης
καθόταν απέναντι από το παράθυρο του και σεργιάνιζε με την ματιά του στα
χρώματα του Απρίλη. Παράλυτος από την μέση και κάτω, ανήμπορος να σηκωθεί, κι όμως
ήταν τόσο ευτυχισμένος για όλα όσα του είχανε δοθεί. Ήταν ένα ευτυχισμένο,
ολόφωτο πρωινό, το Πάσχα πλησίαζε, όπως τότε, στο μπαρ Σαρέλα. Η φύση
ανθισμένη, χαιρόταν το ελαφρύ αεράκι που ανακάτευε τις μυριάδες ευωδιές της
Άνοιξης. Κάποια στιγμή κουράστηκε, τα μάτια του βαρύνανε, κλείνανε βαριά. Καθώς
βυθιζόταν ανακουφισμένος να ξεκουραστεί, ήταν σίγουρος πως άκουγε αυτήν την
εξαίσια φωνή, αυτή που είχε νιός ερωτευτεί στην Κρήτη. Άνοιξε τα μάτια του για
στερνή φορά. Ήταν η Ρένα του, ήταν έξω
από το παραθύρι του, ανάμεσα στις βιολέτες και τους πανσέδες. Του τραγουδούσε
τρυφερά, τον νανούριζε σαν την μάνα που δεν γνώρισε,
“Σ’ αυτό τον τόπο οι καιροί
φέρνουνε καταιγίδες, μα σώζονται, όταν ξεσπούν από καρδιές που αγαπούν, τα
όνειρα κι οι ελπίδες.”
Εκείνος ήσυχος, γαλήνιος στην πολυθρόνα του, αποκοιμήθηκε βαθιά με την φωνή της να ταξιδεύει την ψυχή του. Λίγο πιο πέρα, η Αναστασία διάβαζε απορροφημένη για τις εξετάσεις του πτυχίου της, στην νοσηλευτική. Ο μικρός θόδωρος έπαιζε ανέμελος στο πλάι του. Με τις γλυκές φωνούλες του, σαν τα χελιδονάκια στις φυλλωσιές των δέντρων, έστελνε τιτιβίσματα αγάπης, στον άνθρωπο που του επέτρεψε να γεννηθεί, κατευόδιο για το μακρύ ταξίδι του. Ο λαβωμένος καταδρομέας, δεν ξεπέρασε ποτέ τον σοβαρό τραυματισμό του από την σφαίρα του Σαγιά. Εκείνο το όμορφο πρωινό, η καρδιά του σταμάτησε ήσυχα στον ύπνο του, ευτυχισμένα. Έφυγε έχοντας κερδίσει την πιο όμορφη μάχη της ζωής του, έχοντας δώσει στην Αναστασία και το παιδί της μια “ελεύθερη πατρίδα” ως άλλος Γέρος του Μοριά.
Αφιερωμένο στην αείμνηστη θεία μου, εκπαιδευτικό Ειρήνη
Κουργιαντάκη.
Ευχαριστώ τον δικηγόρο Νίκο
Καραγιαννακίδη για τις νομικές πληροφορίες που μου παρείχε σχετικά με την πλοκή
του διηγήματος.
Το διήγημα αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας, οποιαδήποτε ομοιότητα με ονόματα, καταστάσεις και τόπους, είναι απολύτως συμπτωματική.
Α.
Δ. Ε. ΒΑΛΜΑΣ
ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2022
Ζωγράφος Ντίνος Παπασπύρου
1. Τμήμα πίνακα: Λάμπουν σαν
δάκρυα τα Χριστούγεννα
2. Επιτάφιος στον Όσιο Δαυίδ,
Τέμπερα 28Χ33εκ 2018
3. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-22, Ανοιξιάτικο τοπίο από την Παραλία
Διονυσίου (Κωδ.543)
Νανούρισμα
- Χαϊνηδες
Μουσική: Μιχάλης Σταυρακάκης,
Στίχοι: Δημήτρης Αποστολάκης, Δίσκος: "Ο ξυπόλυτος πρίγκιπας".
https://www.youtube.com/watch?v=YWTGxB_3TOI