O έρωτας στα χιόνια
Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα. Και αυτός, σηκώνονταν το πρωί τρεκλίζοντας απ’ την ζαλάδα. Καίγανε τα σωθικά του απ’ το πιοτί, κι ο βήχας απ΄τα σέρτικα μιας ζωής, τράνταζε το λιγνό, ασθενικό κορμί. Σαν συνερχότανε λιγάκι, έβαζε το ναυτικό καπέλο κι έριχνε στους ώμους την καταφθαρμένη μάλλινη πατατούκα του – το μόνο αγαθό που του είχε μείνει απ’ τους προ της ευτυχίας του χρόνους – άναβε το στριφτό τσιγάρο του και κινούσε να κατηφορίσει προς την θάλασσα και τα καπηλειά του κέντρου.
Ήταν μέσα της δεκαετίας του ΄80,
κι αυτός ζούσε στην Άνω Πόλη, σ’ ένα χαμηλό διώροφο, ρημαδιασμένο απ’ τους
καιρούς και την φτώχεια, βρώμικο και παγερό, θλιβερό απομεινάρι του πατρικού
σπιτιού του. Χρόνια πριν, σαν ζούσε η μητέρα του, μύριζε πάστρα κι όλα ήταν
καθαρά και τακτοποιημένα στην θέση τους. Στην παλιακιά μασίνα, έκαιγε δυνατή
φωτιά που ζέσταινε γερά το πάνω σπίτι. Καθώς επέστρεφε από μπάρκα μακρινά, θυμόταν
την εικόνα της με το μπαστουνάκι μέσα στην κουζίνα, θυμόταν κι αυτή την ζωηρή,
πυρόξανθη φωτιά που ζεμάτιζε το μαντέμι. Στα μικρά ξύλινα παραθύρια· με θέα απλόχερη,
από το λιμάνι μέχρι το μικρό Καραμπουρνού, θόλωναν τα παγωμένα τζάμια, από τα
φρεσκομαγειρεμένα φαγητά της και οι μοσχοβολιές για τον ερχομό του μονάκριβου της,
έφταναν μέχρι της κυρά Βασιλικής, στο έμπα της Μονής Βλατάδων.
Τώρα που πια χέρι γυναικείο δεν υπήρχε, χαθήκαν όλα και τούτο το θλιβερό
αχούρι, μύριζε μοναχά, τσιγάρο και αποφορά. Καθώς επέστρεφε τα βράδια,
στραβοπατώντας δεξιά-αριστερά, έμπαινε μεσ’ το σκοτεινό χαμόσπιτο κι ένοιωθε
πως βάραιναν, πως καμπυλώνονταν τα ντουβάρια απ’ τις αναμνήσεις. Μέσα στην
απόλυτη σιγή αφουγκράζονταν με προσοχή, λες κι ήταν εκεί μαζί του τα φαντάσματα
των αγαπημένων και στέκονταν στο σκοτάδι αγαπητικά, συμπονετικά, τριγύρω του.
Άμα φώτιζε η μέρα, δεν είχε που να σταθεί, δεν τον κρατούσε ο τόπος. Οι γκρίζοι τοίχοι, παραμελημένοι, φουσκωμένοι απ’ την υγρασία, κρέμονταν απειλητικά πάνω απ’ το κεφάλι του. Έκλεινε την ρημαγμένη πόρτα και σιγά σιγά κατέβαινε αβέβαια την πολυκαιρισμένη, μεταλλική σκάλα, σφίγγοντας στο στήθος την πατατούκα του. Στριφογυριστή, γαλάζια στο χρώμα της σκουριάς, φαγωμένη από την βροχή και τον θαλασσινό αγέρα, έτριζε τρομακτικά σε κάθε πάτημα του. Το τελείωμα της, μέσα από ένα λιθόστρωτο λιγνό δρομάκι, οδηγούσε στην αυλή της Καππαδόκισσας αρχόντισσας, της κυράς Γεσθημανής.
Εδώ, σε αυτόν τον κηπάκο έπαιζε όταν
ήταν μικρό παιδί. Όμορφο σπιτικό, στην σκιά των βορεινών τειχών του
Επταπυργίου. Λέγανε οι παλιοί, πως σε αυτό το σπίτι κατοικούσαν μέχρι την
απελευθέρωση της πόλης, Τούρκοι στρατιωτικοί διοικητές μαζί με την οικογένειες
τους. Βαμμένο τώρα πια σκούρο πορτοκαλί, με τέσσερα παραθύρια και δυο ευρύχωρα
σαχνισιά, με στέρεα φουρούσια, επιβάλλονταν στην γειτονιά. Στον συμμαζωμένο
κηπάκο υπήρχαν χρωματιστές πρίμουλες και λευκά κυκλάμινα, διάφορα άνθη σε όμορφα
τακτοποιημένες γλαστρούλες, χάρμα οφθαλμών! Κάθε που θα περνούσε, έσκυβε το
λιγνό κορμί του και έκοβε κανένα ανθάκι που το έπιανε στο πέτο.
Έπειτα θα κατηφόριζε μέσα απ’ τα
στενοσόκακα της Άνω πόλης, μέχρι να βγει στο ξάστερο, εκεί που απλωνόταν στα
πόδια του, η αρχαία οχύρωση και πελώρια η θάλασσα. Εδώ έκανε μια στάση το
αστικό για την πόλη, για τις μακρόστενες στοές του κέντρου με τα ανήλιαγα ταβερνάκια
τους. Κάτω από το αδύναμο φως των λαπτήρων, θα καθόταν με τις ώρες, να πιεί
μέχρι να γίνει στουπί, να ξεχάσει την κατάντια του.
Πριν όμως να πάρει το δρόμο για το αστικό, λίγο πιο πέρα, έστριβε
στο πέτρινο στενό σοκάκι με την απότομη κατηφοριά και σιγά σιγά κατρακυλούσε
τοίχο - τοίχο μέχρι να φτάσει στο σπίτι εκείνης. Εκειδά που χτυπούσε η καρδιά
του διακαούς του πόθου, της μοδίστρας, της Μαίρης. Σαν έφτανε έξω από το χαμηλό
παραθυράκι της με τις χρωματιστές γλαστρούλες στο περβάζι, έβγαζε το ανθάκι από
το πέτο του και σιγοτραγουδούσε μακρόσυρτα με την βραχνή φωνή του, τόσο όσο να
τον ακούσει,
“ Όμορφο λουλούδι μου, σε κουβαλώ
στο πέτο, άνοιξε το παραθύρι σου, κι αχ, αχ, το ναι καρδούλα μου, σε μένα μόνο
πε’ το…” και αμέσως αναστέναζε με καημό “Έρωτας μωρέ είναι αυτός… Σεβντάς
μεγάλος…” και άφηνε το ανθάκι στο περβάζι, να το βρει σαν ανοίξει τα παραθύρια
της.
Ένα τσούρμο κοριτσόπουλα απ’ τις γειτονιές της Άνω πόλης, τον είχανε
πάρει χαμπάρι και τον ακολουθούσαν κάθε τρεις που περνούσε για το ερωτικό του
κάλεσμα. Με τόσο καημό που έβγαζε ο κακομοίρης, του είχαν κολλήσει τα θηλυκά, και
το παρατσούκλι. Επειδή όμως φοβόταν να του κοντοζυγώσουν, κρυφογελούσαν από
μακριά και επαναλαμβάνανε χαμηλόφωνα, “Ο καπετάν Γιαννιός ο Σεβντάς, Ο καπετάν Γιαννιός
ο Σεβντάς” και μετά αρχινούσαν κι
εκείνες,
“Όμορφο λουλούδι μου, σε κουβαλώ
στο πέτο,
άνοιξε το παραθύρι σου,
κι αχ, αχ, το ναι καρδούλα μου,
σε μένα μόνο πε’ το…”
Χααα, χαχαα, χααχαα.
Μετά το σύντομο πέρασμα του απ’ το σπίτι
της, σουλούπωνε στους ώμους την πατατούκα του και έστριβε για να πάρει τον
δρόμο για το κέντρο.
***
Ο γερο ναυτικός, αυτό το ναυαγισμένο σκαρί, από
παιδί έκανε διάφορες δουλειές για να επιβιώσει. Όπου υπήρχε δουλειά, από καμιά
κυρά έτρεχε πρώτος, για ψώνια και άλλα μικροθελήματα στην αγορά. Μετά ξεκίνησε
να δουλεύει εργάτης σε μια μάντρα με καυσόξυλα. Έπειτα απ’ τον πόλεμο, από έναν
οικογενειακό φίλο που δούλευε στο λιμάνι βρήκε πλοίο και μπαρκάρισε για ένα
καλύτερο αύριο. Για πολλά χρόνια ταξίδεψε στις θάλασσες, στους ωκεανούς και
έτσι του έμεινε το καπετάν Γιαννιός. Δούλεψε σκληρά στα καράβια, στην αρχή τζόβενο,
έκανε όλες τις αγγαρείες στην κουβέρτα, έπειτα επειδή του έκοβε έγινε βοηθός θερμαστής,
πάλευε στο λεβητοστάσιο, κάρβουνο και πετρέλαιο, σωστή πίεση για να δουλέψουν
τα καζάνια, να κινηθεί το πλοίο. Έβγαλε καλά λεφτά και είχε ρούχα όμορφα και
χρυσαφικά, δακτυλίδια, καδένες, ρολόγια αξίας. Άσωτος όμως, σαν πιάνανε λιμάνι
μετά από καιρό, κουμάρι, γυναίκα και πιοτό, τίποτα άλλο δεν τον ενδιέφερε. Ψηλός
άντρας, ήταν παλικάρι με μούσκουλα μεστά, μακρύ και γωνιώδες πρόσωπο, αρρενωπό.
Είχε πλούσια, σπαστά καστανόξανθα μαλλιά και ολόμαυρα λαμπερά μάτια που
καθρέπτιζαν τον πόθο της νιότης του. Οι γυναίκες του έλεγαν κομπλιμέντα, πως
έμοιαζε με κάποιον σταρ του σινεμά, αλλά δεν τον πολύ έκοφτε και ποιος να ήταν,
φτάνει που είχε πέραση στην καρδιά τους.
Μια ζωή μέσα στις καταχρήσεις, έκαψε τα σωθικά του, στις διασκεδάσεις σπατάλησε
τόσα και τόσα χρήματα, τα υπάρχοντα του όλα. Τα έφαγε και του έμεινε πια μόνο η
φθαρμένη πατατούκα του· αγορά προ πολλών χρόνων στο πρώτο μπάρκο του, στο λιμάνι
της Αμβέρσας. Αν και μόλις είχε πατήσει τα 60 του, από τις κακουχίες και τις ασωτίες,
είχε κακογεράσει και φαινότανε πολύ μεγαλύτερος. Ευτυχώς είχε βγάλει μια μικρή σύνταξη,
από το ναυτικό ταμείο, και είχε καταφυγή το πατρικό του. Παρόλα αυτά με το
πιοτό και τους μεζέδες στην ταβέρνα δεν του έμενε ούτε δραχμή, μέχρι να αλλάξει
ο μήνας ήδη την χρώσταγε στους ταβερνιάρηδες.
Καμιά φορά τον έπαιρνε για μισό μεροκάματο, – ή πιο πολύ για παρέα – με
την βάρκα του κανένας ψαράς. Ανοίγονταν στον κόλπο και όταν γυρνούσαν απ’ την
ψαριά, καθόταν να τον φιλέψουν στις παραθαλάσσιες καλύβες στο Καλοχώρι. Με καλό
μεζέ στα κάρβουνα και τσίπουρο, τους έλεγε ένα σωρό ιστορίες από τα μπάρκα του
στον κόσμο. Ταξίδευε πάλι… Αμβούργο, Πειραιάς, Βανκούβερ, Νέα Υόρκη, Σαβάνα,
Μανίλα, Αμβέρσα, Τζέντα… Δύσκολα χρόνια, ακάματης δουλειάς αλλά και τόσες
εικόνες, τόσες μνήμες απ’ την νιότη, τις διασκεδάσεις, τις φρύνες των λιμανιών.
Περασμένα μεγαλεία, παρέες και γλεντοκόπια μέχρι το πρωί, όμως όταν
πέθανε η μάνα του, κανείς πια στον κόσμο, δεν υπήρχε για εκείνον. Μοναχοπαίδι
ήταν, ο πατέρας του ήταν εργάτης σε χυτήρια, πέθανε πριν τον πόλεμο καθώς ο
Γιαννάκος του ήταν ακόμη παιδί. Η μάνα από τότε ξενοδούλευε στα σπίτια των
πλουσίων μέχρι να γεράσει. Αυτό τους έσωσε στην κατοχή από την απόλυτη πείνα. Και
εκείνος όμως, έξω από τις ακολασίες του, την βοηθούσε σαν ξεμπάρκαρε κάθε 1 – 2
χρόνια. Της έδινε παράδες για τα βερεσέ στα μπακαλό-μανάβικα και ότι
χρειαζότανε για το σπίτι.
Μα πέρα από τα ναυάγια του είχε κάνει και ένα καλό, είχε ένα τέκνο. Μα
ήτανε και άτεκνος. Σαν θερμαστής ήταν καλός, πρακτικός όμως, έπρεπε να πάρει
πτυχίο. Έφτασε στον Πειραιά για να δώσει εξετάσεις στο υπουργείο εμπορικής
ναυτιλίας. Τα κατάφερε, εκείνο το διάστημα όμως της παραμονής του στην στεριά,
βρήκε προς ώρας τον μάστορη του, σε μια πειραιώτισσα
που του πήρε τα μυαλά. Όμως δεν κάνανε χωριό για πολύ, πως να αντέξει η γυναίκα
τον τζόγο και τα ξεπορτίσματα του μέχρι το πρωί με όλα τα λουλούδια της Τρούμπας;
Εκείνος έχοντας πλέον το δίπλωμα του, βρήκε εργασία σε μια καλύτερη ναυτιλιακή
και σύντομα μπαρκάρισε. Εκείνη έμεινε στον Πειραιά και κράτησε μόνο το παιδί
του στα σπλάχνα της. Ούτε του το είπε, ούτε τον ξανάδε ποτέ, “Καλύτερα έτσι,
γλυτώσαμε από δαύτον και την ασωτία του”, αναλογιζόταν πάντοτε εκείνη. Παντρεύτηκε
έναν έμπορο νημάτων και εκείνος μεγάλωσε το παιδί σαν να ήτανε δικό του.
Τώρα γέρος, φτωχός και μόνος, δεν είχε τίποτα να ελπίζει, ποιος να τον
νοιαστεί και ποιος να τον αγαπήσει αυτόν τον μπεκιάρη; Χάθηκαν πια μαζί με τα
χρήματα που σκόρπισε, τα νιάτα και η ομορφιά του. Ούτε και αυτή η μοδίστρα, η
γειτόνισσα του, που τώρα είχε πέσει στον έρωτα της, δεν το νοιαζόταν, έστω να
του δώσει ένα χαμόγελο της, για τα χρόνια εκείνα.
Τότε, όντας κοπελιά της παντρειάς, του έκανε τα γλυκά τα μάτια σαν τον έβλεπε τον μορφονιό· άντρας μεστός εκείνος, να κατηφορίζει έξω από το παραθύρι της. Τράβαγε την κουρτίνα τάχα να τινάξει ένα σεμεδάκι, τάχα να ποτίσει τις γλαστρούλες της και του χαμογελούσε όλο νάζι. Πέρασαν κάποια χρόνια, αυτός χανόταν και ξαναεπέστρεφε από τα μακρινά ταξίδια, όμως αυτής εντωμεταξύ, της ήρθε ένα καλό συνοικέσιο και βιάστηκε να παντρευτεί, μην χάσει το κελεπούρι. Κάποια στιγμή έμαθε, πως έκανε τέσσερα παιδιά και είχε άντρα με καλή δουλειά, σταθμάρχης στον ΟΣΕ που είχε γερό μισθό. Και οι δικές της οι δουλειές πήγαιναν καλά, κι είχε πελατεία διαλεχτή. Από τότε, όσες φορές και να τον είδε, σημασία δεν του ξανάδωσε. Εκείνη τώρα πια ήταν νοικοκυρά, κυρία με τα όλα της, κι αυτός ένας γέρο μέθυσος, πάντα του ρεμπεσκές.
***
Μόνος και έρημος, γυρνούσε τα κρύα βράδια στην γειτονιά σεκλετισμένος, παραπαίων
από τα ούζα και τις ρετσίνες. Στο μπερδεμένο του μυαλό είχε έναν παραπονιάρικο
σκοπό, σαν αυτούς που σκάρωνε τις ατελείωτες ώρες τις μοναξιάς στα ποντοπόρα πλοία.
Στιχάκια που εμπνεόταν για τις ερωτικές εξομολογήσεις του στα λιμάνια της υφηλίου.
Έφτανε στο σπίτι της μοδίστρας και
μουρμουρούσε με φωνή ζαλισμένη, λιγωμένη από το οινόπνευμα,
“Σοκάκι μου, μακρύ δρομάκι μου, πάντα
με οδηγείς σε εκείνη,
σε εκείνη που με πρόδωσε και μια
ματιά δεν δίνει.
Στενό καλντεριμάκι μου, κατηφοριά
μεγάλη,
βοήθα να με δεχτεί
αυτή που χρόνια με πικραίνει,
βοήθα να γίνω η αγάπη της
κι άλλο να μην με αποπαίρνει…”
Και καθώς δεν έπαιρνε καμιά
απόκριση, της θύμωνε,
“Γειτόνισσα πανούργα, άπονη ψεύτρα,
ράφτρα πολυλογού”.
Όμως ύστερα μαλάκωνε,
“Τόσες φορές πέρασα και ξάνοιξα
τα παραθύρια σου τα σφαλισμένα,
κι εσύ δεν τ’ άνοιξες γειτόνισσα
για να μου πεις έστω για μια φορά,
Γιαννιό μου έλα μέσα”
Και δεν ήταν τόσο ότι ήταν ερωτευμένος μαζί της, αλλά είχε γαντζωθεί από
δαύτην, από την νιότη του, την ομορφιά, από τον πόθο, την ευτυχία, την αποδοχή,
είχε γαντζωθεί από το κάποτε, που είχε περάσει ανεπιστρεπτί…
***
Καρδιά του χειμώνα, κι ήταν παγερός κι άπονος, ο φόβος και ο τρόμος του
φτωχού. Και εκείνος αυτά τα γιορτινά βράδια γυρνούσε στο παγερό και άθλιο
αχούρι του, πιωμένος όπως πάντα, με την παλιά πατατούκα να του ξεφεύγει από τους
ώμους. Πριν όμως, πάντα θα περνούσε από της Μαίρης. Κάποτε ο λαός έλεγε "Ο
παπουτσής ξυπόλητος κι ο ράφτης μπαλωμένος" Και μόνο μπαλωμένη δεν ήταν η μοδίστρα,
απεναντίας φορούσε τα καλύτερα φορέματα, πλούσια παλτό, ζεστά, και τα μάγουλα της
γυαλίζανε από τις πούδρες και τα φτιασιδώματα, τα μαλλιά της φρέσκο-χτενισμένα
από την κομμώτρια και το πρόσωπο της γελαστό και ευτυχισμένο. Και οι πελάτισσες
πολλές, πελατεία εκλεχτή. Ερχότανε για το βελόνι της από όλη την πόλη, καλός
κόσμος, με πορτοφόλι γεμάτο. Και την αγαπούσαν, γιατί ήταν ομιλητική, πρόσχαρη
και εξυπηρετική, όχι δεν έλεγε σε πελάτισσα, να την εξυπηρετήσει και ας
ξημέρωνε κόβοντας και ράβοντας. Ο καπετάν Γιαννιός καθόταν πολλές φορές έξω απ’
το ευτυχισμένο προικό της, και το κοιτούσε. Το σπίτι σκοτεινό αλλά άκουγε μια
την ραπτομηχανή, μια την γλώσσα της που μιλούσε στον άντρα της. Όλους τους αγαπούσε εκείνη και τα παιδιά της και
τον άντρα και τις πελάτισσες της, ακόμη και τα νήματα, τα πατρόν, την
ραπτομηχανή της. Μόνο εκείνον δεν αγαπούσε, αυτόν τον άσωτο και φτωχό, τον γέρο,
εκείνον που δεν γυρνούσε το μάτι Του να τον δει, ούτε ο ίδιος ο Θεός. Και τότε
του έρχονταν ποιητικές εικόνες και σκέψεις φιλοσοφικές,
“Να είχε ο έρωτας βέλη, να είχε ο
έρωτας θηλιές, να είχε φωτιές, να τρυπούσε τα παραθύρια, να ζέσταινε τις καρδιές,
να πιάνε στις θηλιές του τις καρδιές, να τις έπιανε σαν τα κοτσύφια… Αχ γειτόνισσα
άπονη, πολυλογού ”
***
Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, εκείνο το βράδυ δεν είχε πιει πολύ, ο καιρός
ήταν βαρύς και κρύος, αραιές χιονονιφάδες πέφτανε. Περπατούσε αργά και καθώς
περνούσε απ’ το σπίτι της είδε στο βάθος ένα φως που έκαιγε, ήρθε κοντά στην κεντρική
πόρτα με το θολό σαγρέ τζάμι. Η τηλεόραση του σπιτιού γέμιζε τον χώρο αναλαμπές
και οι φωνές των ηθοποιών κάποιας ελληνικής ταινίας, μπερδεύονταν με αυτόν της ραπτομηχανής
που χτυπούσε ρυθμικά καθώς η μοδίστρα γάζωνε επιδέξια, γρήγορα και σωστά.
Εκείνος μουρμουρίζοντας είπε:
- Ένας Θεός θα μας κρίνει… κ’ ένας
θάνατος θα μας ξεχωρίσει…
κι ύστερα με ένα στεναγμό “κι ένα
κοιμητήρι θα μας σμίξει”
Μα δεν άντεξε φεύγοντας να μην της
τραγουδήσει πάλι,
“Σοκάκι μου, μακρύ δρομάκι μου, πάντα
με οδηγείς σε εκείνη,
σε εκείνη που με πρόδωσε και μια
ματιά δεν δίνει…”
***
Την επομένη ο καιρός είχε βαρύνει
κι άλλο, κι οι μικρές βαμβακερές τουφίτσες στρώνονταν παγωμένες στο στενό σοκάκι.
Ο καπετάν Γιαννιός κοιτούσε τις νιφάδες με μια περίεργη χαρά,
- Ας χιονίσει, ας χιονίσει τόσο που
να καλύψει τα πάντα ο Θεός, έλεγε με την κεφαλή του στραμμένη στον ουρανό, να
ρίξει σε όλα ένα σεντόνι λευκό, να ασπρίσουμε στο μάτι Του, να ασπρίσουν τα κρίματα
μας, να ασπρίσουν τα σωθικά μας, να μην έχουμε κακή καρδιά. Και έτσι όπως κοιτούσε
το μακρύ στενό σοκάκι να ασπρίζει, σαν όνειρο χωρούσε εκεί όλη του η ζωή, μέσα
εκεί χωρούσαν να ασπρίσουν και τα καράβια και τα λιμάνια, με τις ιερόδουλες και
τις ασωτίες του, να τα ασπρίσει και να τα εξαγνίσει όλα ενώπιον του Θεού, του
Κριτή των παλαιών ημερών, να μην παρουσιαστούν έτσι εμπρός του γυμνά,
αδιάντροπα. Να σαβανώσει κάθε τι και τα ρούχα τα ακριβά, και τα κοσμήματα και το
ετοιμόρροπο σπίτι, τη λερή πατατούκα του την κουρελιάρικη, την ίδια του την υπόσταση
την θλιβερή. Να σαβανώσει και να καλύψει και την ράφτρα την πολυλογού, τα
μαλλιά τα καλοχτενισμένα, τα φτιασίδια και το χαμόγελο της, την πονηριά και την
προσποιητή ευγένεια της, και τα πατρόν και την ραπρομηχανή της, τον άντρα της και
τα παιδιά της. Όλα τα έβλεπε στον μικρό δρομίσκο να σκεπάζονταν, όλα να καλύπτονται,
να αγνίζονται κάτω απ’ το χιόνι.
***
Ήλιος με δόντια, κι παγωνιά περόνιαζε τα κόκκαλα του. Είχε κατέβει απ’ τα
αξημέρωτα στο λιμάνι, μπας και βρει κανένα ψαρά απ’ το Καλοχώρι να ανοιχτούν
στην θάλασσα. Μάταια περίμενε τέτοια μέρα και το ήξερε, αλλά του έφτανε μονάχα που
κοιτούσε την θάλασσα, καθόταν σε ένα τραπεζάκι απέναντι της, κάπνιζε και έπινε
λίγο ούζο σε μια παλιά αποθήκη με εδώδιμα αποικιακά, στα κάτω Λαδάδικα.
Τέτοιες μέρες πάντα του ερχόταν στο μυαλό η φωνή της μητέρας του, ένα
ποιηματάκι χριστουγεννιάτικο που του έλεγε στα μικράτα του, κάποια σκόρπια στιχάκια
του,
Στα τζάκια κάστανα ευωδιαστά,
όλοι γύρω απ' την φωτιά και
ο παππούς αφηγείται παραμύθια μαγικά.
Καλικάντζαροι, πλάσματα φοβερά,
και έπειτα για το αστέρι της Βηθλεέμ μιλά,
για το Βρέφος και την Παναγιά,
την φάτνη, τους μάγους και τα ζωντανά,
Χριστούγεννα και εμείς παιδιά.
Παραμονή των Χριστουγέννων και σιγά σιγά από τις γειτονιές οι άνθρωποι κατέβαιναν
στις αγορές του κέντρου για τα τελευταία χριστουγεννιάτικα ψώνια. Οι δρόμοι
γιορτινοί με τεράστιους κόκκινους φιόγκους και μεγάλα κίτρινα λαμπιόνια. Παρέες
παρέες τα παιδιά γυρνούσαν στο κέντρο από νωρίς το πρωί και έψαλλαν τα κάλαντα
με τα τρίγωνα τους· κάποια κρατώντας στολισμένα καραβάκια στα χέρια τους. Τα
χριστουγεννιάτικα από τις μπάντες των συλλόγων με τα πνευστά και τα τύμπανα, αντηχούσαν
από μακριά σε όλη την περιοχή. Όλοι μπαινοβγαίνοντας γρήγορα στα μαγαζιά προσπαθούσαν
να προλάβουν να είναι απ’ τους πρώτους, ώστε να πάρουν τα περισσότερα από τα κάλαντα
των Χριστουγέννων, τότε που οι μαγαζάτορες έδιναν τα πιο πολλά χρήματα και τα
καλύτερα κεράσματα.
Κατά το μεσημέρι ο κόσμος ήταν ασφυκτικά πολύς
στην αγορά για τα τελευταία ψώνια και εκείνος γύρισε προς τα πάνω, να πάει σε
ένα ήσυχο κουτουκάκι κατά το Καπάνι. Μέσ’ το μαγαζί με τις πολυκαιρισμένες
καρέκλες και τα ξεθωριασμένα τραπέζια, τις υπόλευκες λάμπες φθορισμού και τις παλιές
αφίσες λαϊκών τραγουδιστών δεν έφταναν τα κάλαντα, τα Χριστούγεννα είχαν μείνει
έξω από την πόρτα του. Ο κόσμος αρκετός, η ρετσίνα ήταν κερασμένη, άφθονη, με καλό
μεζέ. Ας μην φαινόταν πουθενά τα Χριστούγεννα εδώ μέσα, αύριο γιόρταζε ο
Χρήστος, ο ταβερνιάρης, κι ήταν όλα δικά του για σήμερα.
Ο καπετάν Γιαννιός σεκλετισμένος,
έπινε την ρετσίνα του και άκουγε λαϊκά απ’ το παλιό λαμπάτο ραδιόφωνο. Οι
λυχνίες είχαν συντονιστεί στα μεσαία κύματα, στον πειρατικό σταθμό, ο Ήλιος του
Βορρά. Μια μεγάλη επιτυχία μόλις είχε ξεκινήσει. Η τραγουδίστρια· θυμόταν μόνο
το όνομα της Κατερίνα, το απέδιδε τόσο τίμια, τόσο αληθινά με την αισθαντική, βαθιά
φωνή της, που μαζί με το μπουζούκι μιλούσαν βαθιά στην ύπαρξη του γέρο θαλασσινού,
“Μυστικέ μουυυ έρωτααααα, αχχχχ
έρωταααα, κρυφέεεεεεεε… ότι τώρα έζησα δεν έζησα ποτέ… Έρωτα κρυφέεε…. Μια φωτιάαα
που καίει τα στήθιααα, μια φωτιάαα… και πονώ και πονώ…”
- Γειτόνισσα κακούργα, ψεύτρα,
μπαμπέσα, αναστέναξε βαριά και κατέβασε μονορούφι την μαλαματένια ρετσίνα του…
***
Πέρασαν οι ώρες, βράδιασε, τα φώτα
των εμπορικών έσβησαν, τα μεταλλικά στόρια της ταβέρνας κατέβηκαν, βράδυ παραμονής
Χριστουγέννων. Το αστικό τον άφησε στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων στην
Πορτάρα. Τύφλα στο μεθύσι πήρε τον δρόμο για το ρημάδι· όπως έλεγε το σπίτι του.
Παραπατούσε, παρέπαιε, έκανε λίγα βήματα και έπιανε να στηριχτεί. Τα σωθικά του
ήταν καμένα, τα πνευμόνια του άδεια από οξυγόνο, δεν είχε ζωή, ένα λείψανο που
παραπατούσε στα στενά δρομάκια της Άνω Πόλης.
Το σπίτι της μοδίστρας ήταν κατάφωτο, γιορτινό. Μέσα ήταν στολισμένο το
έλατο με τα αραιά κλαδιά και το παχύ στρώμα βαμβάκι, με τις γυάλινες μπάλες και
τα μεγάλα πολύχρωμα λαμπιόνια που
αναβόσβηναν απαλά. Ο στολισμός όμως ήταν και έξω, γύρω απ’ τα παραθύρια είχε
απλώσει χρυσές και ασημένιες γιρλάντες στολισμένες με υφασμάτινες κορδέλες. Μέσα
στο σπιτικό κόσμος πολύς, μαζεύτηκαν τα παιδιά της για τις γιορτές, είχαν έρθει
συγγενείς και κάποιοι φίλοι για να περάσουν όλοι μαζί το βράδυ της παραμονής. Να
κάνουν ρεβεγιόν, να φάνε και να πιουν, να παίξουν χαρτιά. Νέα, κοσμικά
πράγματα, όπως προβάλανε τα περιοδικά. Όλοι τα τελευταία χρόνια προσπαθούσαν να
μιμηθούν την φανταχτερή ζωή των πλουσίων και διασήμων και έτσι, τέτοιες μαζώξεις
γίνονταν σε όλα τα καθώς πρέπει σπίτια.
Πλησίασε στην πόρτα της. Άρε και να του άνοιγε, άρε και να τον κοιτούσε
με εκείνο το βλέμμα το αλλοτινό, το γεμάτο προσμονή, λαχτάρα και πόθο. Άρε και
να άνοιγε η εξώπορτα και να τον έπαιρνε και αυτόν τον κακομοίρη μέσα.
Τα πόδια του δεν τον κρατούσαν, στηρίχθηκε στον τοίχο και άρχισε
να σιγομουρμουρίζει,
“Να χε έρωτα η θηλιά… Τα παραθύρια να ‘χαν φωτιές…”, δεν σκεφτόταν λογικά, μπέρδευε τα λόγια του.
Σε μια στιγμή
έχασε την ισορροπία του πήγε να πιαστεί και έπεσε πάνω στην εξώπορτα. Τράνταξε
το ξύλο στο κούφωμα. Ο άντρας της μοδίστρας άκουσε τον θόρυβο, τράβηξε την κουρτίνα
και άνοιξε ένα από τα παραθύρια.
- Ποιος είναι; Ακούστηκε θυμωμένη η φωνή του.
Όμως εκείνος δεν φαινόταν, τον έκρυβε η τσιμεντένια κολώνα
της εξώπορτας. Το παράθυρο έκλεισε, τίποτα παιδιά θα έκαναν πλάκες είχε σκεφτεί
ο σιδηροδρομικός.
Το πνεύμα του ήταν ναύγιο, οι λέξεις καράβια που συγκρούονταν
στην τρικυμία του μυαλού του,
“Άπονη κατηφοριά, πολυλογού σοκάκι..” ψιθύρισε.
“Μια κατηφοριά είμαι και εγώ, ζωντανή μωρέ…ζωντανή…”
Έκανε να σηκωθεί από την πόρτα αλλά δεν μπορούσε, με μεγάλη προσπάθεια
δυο και τρεις φορές τα κατάφερε. Δυο βήματα όμως και πάλι έπεσε στα οπίσθια του.
Το κεφάλι του στηρίχθηκε στον τοίχο του σπιτιού της κάτω από τα παραθύρια της
και τα πόδια του, τα μακριά, σχεδόν κάλυψαν τον στενό δρομίσκο. Πόσα άνθη δεν
είχε ακουμπήσει σε αυτά τα περβάζια; Πόσες φορές τραγούδησε μόνο για εκείνη σ’
αυτό το σοκάκι;
“Είχε έρωτααα θηλιά… Παραθύρια…φωτιές, τα βέλ κοτσύφ”
Απέναντι του, ανάμεσα
από δυο σπίτια δημιουργούνταν ένα μικρό άνοιγμα και άφηνε να ξεπροβάλει κάτω το
λιμάνι. Τα φώτα φαινόταν στο βάθος τόσο αμυδρά που τρεμοπαίζανε σαν μακρινά
αστέρια στον χριστουγεννιάτικο ουρανό. Οι τεράστιοι βραχίονες εκφόρτωσης έμοιαζαν
λες και είχαν φτιάξει μια αγκαλιά. Από κάπου, ο αέρας έφερνε μια μακρινή
μελωδία, παιδικές φωνές που έψαλαν τα κάλαντα έφταναν στα αυτιά του.
“Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει, οι
ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίσις όλη…”
Κοιτούσε στο μικρό
άνοιγμα, την σκοτεινή θάλασσα, μέσα στα φώτα μια μορφή πρόβαλε καθώς ο άνεμος γέμιζε
απ’ το “εν φάτνη των αλόγων, ο βασιλεύς των ουρανών, και ποιητής
των όλων.”
- Παν…γία… Χρισ…λης. Ναι τους έβλεπε, ήταν εκεί τον κρατούσε στην
αγκαλιά της, όχι σε φάτνη, καθόταν στην προβλήτα η μάνα, ανάμεσα στα καράβια
και τους σκυφτούς βραχίονες του λιμένα…
- Χριστούγ…νναα ειν.. αγάπ μωρέεεεε, είπε πνιχτά με τις τελευταίες
του δυνάμεις.
Πέρασε λίγη ώρα ο καπετάν Γιαννιός γερτός στον τοίχο, ακίνητος, παγωμένος. Στο σπίτι τα γέλια και οι χαρές περίσσευαν, η μοδίστρα ήταν τόσο ευτυχισμένη για όλα, μα για εκείνον τον άνθρωπο έξω απ’ το κατώφλι της δεν υπήρχε καμιά συμπόνοια, καμιά ελπίδα σε τούτο τον κόσμο.
Ένα φως άναψε έξω απ΄την
πόρτα και αμέσως άνοιξε,
- Αχ γειτό…σσα, άνοιξ για τ Γιανν, οι λέξεις του ακατάληπτες,
το σπίτι κατέρρεε, κόσμος ανάλγητος, σκληρός, μοναξιά, απελπισία, πόνος, υγεία κατεστραμμένη,
σώμα διαλυμένο, βασανισμένο. Δεν μπορούσε να ζήσει, να αισθανθεί να χαρεί. Έπινε
για να σηκωθεί, να περπατήσει, να ζήσει, έπινε για να γλιστρήσει. Δεν είχε χτύπο
η καρδιά, δεν υπήρχε αγάπη για αυτόν στη γη.
Ούτε η μοδίστρα
ήταν, ούτε η πόρτα του σπιτιού της άνοιξε για τον καπετάν Γιαννιό, δεν θα την
έβλεπε ποτέ ξανά, ούτε εκείνη ούτε τίποτα άλλο στον κόσμο αυτόν.
Εκείνος τώρα καθόταν στην βάση της στριφογυριστής μεταλλικής
σκάλας του πατρικού του. Είδε τους γονείς του ορθούς, νέους, η δική τους πόρτα
είχε ανοίξει για εκείνον. Το σπίτι στολισμένο και φωτεινό όπως κάποτε. Οι
αγκαλιές τους ανοιχτές γεμάτες φροντίδα, μόνο για εκείνον! Τι ομορφιά! Τι υπέροχη
εικόνα, πόσο χαιρόταν!
Ο καιρός όλο και
βάραινε, είχε μπει στην πόλη ένας υγρός Απηλιώτης, που γύρισε γρήγορα σε έναν δυνατό
και παγερό Γρεγολεβάντη. Κουβαλούσε μαζί του πολλά χιόνια, η πόλη θα ξημέρωνε με
λευκά Χριστούγεννα!!!
Η πολιτεία, το
λιμάνι, χάθηκαν, τα αρχαία τείχη ξεπρόβαλαν θεόρατα, βγαλμένα από το μύθο, μέσ’
την χιονοθύελλα που όλο και δυνάμωνε. Η
μητέρα κατέβηκε τα σκαλοπάτια, η σκάλα δεν έτριζε, ήταν ολόγερη και φρεσκοβαμμένη
γαλάζια. Η φωνή της, τα λόγια της μαλακά, γεμάτα αγάπη, ήταν και πάλι παιδί
αργά την παραμονή αυτών των Χριστουγέννων. Νύσταζε έπρεπε να κοιμηθεί, θα σηκωνόταν
αξημέρωτα οι τρεις τους για να πάνε στην χριστουγεννιάτικη λειτουργεία. Η μάνα κρατούσε
στα χέρια μια λευκή κουβέρτα και τον σκέπασε, ήταν τόσο ζεστή σαν και την
αγκαλιά της, Η φωνή της ακούστηκε μέσα στην Άγια την νυχτιά, ήταν το ποίημα που
του έλεγε, κάθε παραμονή Χριστουγέννων,
Στα τζάκια κάστανα ευωδιαστά,
όλοι γύρω απ' την φωτιά και
ο παππούς αφηγείται παραμύθια μαγικά.
Καλικάντζαροι, πλάσματα φοβερά,
και έπειτα για το αστέρι της Βηθλεέμ μιλά,
για το Βρέφος και την Παναγιά,
την φάτνη, τους μάγους και τα ζωντανά,
Χριστούγεννα και εμείς παιδιά.
Καὶ ὁ
μπαρμπα−Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ' ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ
γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ
Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου.
Αφιερωμένο στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον συγγραφέα του
έρωτα στα Χιόνια, που δημοσιεύθηκε την Πρωτοχρονιά του 1895 στην εφημερίδα
Ακρόπολις, του Βλάσση Γαβριηλίδη. Σχεδόν εκατό χρόνια μετά, το ίδιο διήγημα εκτυλίσσεται
στην δική μου θαλασσινή Θεσσαλονίκη, στην Άνω Πόλη που συνυπάρχει με τα κάστρα της,
ζει με το παρελθόν της, μέσα απ’ την αχλή της ιστορίας.
Στην μνήμη της μητέρας μου, Ελευθερίας και του πατέρα μου
Δημήτρη, που αναπαύονται στο ίδιο κοιμητήρι.
Α.
Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ
Θεσσαλονίκη, Δεκέμβριος 2023
Πίνακες:
Ζωγράφος Ντίνος Παπασπύρου.
1. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ-66, ΕΡΓΟ -ΤΟ ΓΕΝΤΙ ΚΟΥΛΕ-
2. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ-54, Από την Πάνω Πόλη, τέμπερα, 18Χ38 εκ., 2011, Κωδ. 779
5. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ-41, 2009 Η εκκλησία των Αγ. Αναργύρων στην Πάνω Πόλη από την
Πορτάρα
Πίνακες:
Ζωγράφος Στέργιος Μποζίνης
3.
Μπαρμπούτα, από την εβραϊκή συνοικία.
4. Λιμάνι Θεσσαλονίκης,
τρίπτυχο νο1 2005
Απόσπασμα ποιήματος:
Χριστούγεννα
ήρθαν ξανά, Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ, 2015
Τραγούδι: Μυστικέ μου έρωτα 1982,
στίχοι - μουσική Τάκης Μουσαφίρης