Κάθε δειλινό
ή Αλλάχ, ή Χριστός,
ή Σεβάχ θαλασσινός
Όταν ο μαλαματένιος δίσκος έγερνε μακριά της· χαμηλώνοντας για το βασίλεμα του, εκείνη βιαζόταν να φτάσει στο ακρογιάλι. Κάθε δειλινό, κινούσε πάντα από την γειτονιά με τα χαμηλά, εξαθλιωμένα σπιτάκια, για τον κοντινό γιαλό. Από παιδί αποζητούσε να αφήνει πίσω της, τους γυμνούς τοίχους με τις τσίγκινες σκεπές, τους ανθρώπους και τον “σκληρό κόσμο” τους, που δεν χωρούσε στην καρδιά της. Απομακρύνονταν απ’ την φτωχογειτονιά, για να βρει το δικό της “σύμπαν”, για βόλτες μακρινές που πάντα κατέληγαν στην θάλασσα. Τόσο πολύ την αγαπούσε που είχε ανακαλύψει δυο βραχάκια σαν αγκαλιά, να ακουμπάει εκεί το σώμα της, κι ύστερα το είναι της να χάνεται στο γέρμα του ήλιου, στην υγρή αγκάλη της Μεσογείου. Στο μούχρωμα της μέρας, πριν πέσει βαριά η νυχτιά, βίωνε με όλες τις αισθήσεις της μια άλλη διάσταση. Eκείνη την μαγική ώρα που ο πορτοκαλί δίσκος βυθίζεται ζεματίζοντας τα νερά και σιγοσβήνει αργά, αναλλοίωτος, στα βάθη της θάλασσας, το κορίτσι “ταξίδευε” μακριά από την ανηλεή πραγματικότητα. Κάθε μέρα, ζούσε για εκείνες τις μοναδικές, ειρηνικές στιγμές. Τις λίγες στιγμές που έδιναν νόημα, στην άνυδρη ζωή της.
Χρόνια μετά, σε κάθε ηλιοβασίλεμα, είχε πια τον άντρα της στο πλάι. Στα βραχάκια της, στα βραχάκια τους, το λιόγερμα στο βαθυγάλαζο πέλαγος έγινε και δικό του. Κάθε δειλινό, αγκαλιασμένοι κοιτούσαν με ευλάβεια να σβήνει το φως της ημέρας προς τις χώρες της δύσης και στον σκοτεινό ουρανό να αργοσπινθηρίζουν αμέτρητα αστέρια, σε αναρίθμητους γαλαξίες, ακουμπισμένους στο άπειρο.
Όταν έμεινε έγκυος, οι τρεις τους πια κατέβαιναν στο περιγιάλι. Ήθελαν και το μωρό τους να το βιώνει μέσα απ’ την μητρική του θάλασσα και να είναι αργότερα η πρώτη του εικόνα, η δική τους συνέχεια.
Δεν ανακαλούσε ημέρες ευτυχίας, παρά μόνο περιόδους φαινομενικής ηρεμίας πριν το επόμενο ξέσπασμα. Τώρα όμως δεν ήταν για εκείνη, τώρα ζητούσε ένα καλύτερο μέλλον για το μωρό της. Θα έπρεπε να φύγουν μακριά από την πατρίδα, γνώριζε καλά πως η ελπίδα δεν μπορούσε να ανθήσει ακόμη σε τούτα τα χώματα.
Θυμόταν, έφηβο κορίτσι, καθισμένη παρά θίν' αλός, με την φαντασία της μεταφερόταν σε μέρη μακρινά· που είχε δει μόνο απ’ την τηλεόραση. Αν και δεν είχε φύγει ούτε στιγμή από την γενέθλια γη, πάνω στα βραχάκια της επισκεπτόταν μέρη εξωτικά, με τις ακρογιαλιές τους ήσυχες και τους γερτούς φοίνικες να ακουμπούν στο λαμπερό γαλάζιο ή περπατούσε σε χιονισμένες βόρειες θάλασσες και πετούσε επάνω από αχανείς εκτάσεις πάγου. Ταξίδευε όμως και πιο κοντά, εκεί όπου οι γείτονες στην ίδια θάλασσα, στο ηλιοβασίλεμα περπατούσαν σε πόλεις πλούσιες, γελούσαν και χαίρονταν, τόσο μακριά μα και τόσο κοντά, κάτω από τον ίδιο ουρανό. Όμως ο θάνατος τους παραμόνευε και εκείνους, κανείς δεν ήταν ασφαλής μέσα σε κάποια τρομερή στιγμή. Κι αναρωτιόταν, γιατί τόσο αθώο αίμα, πως μπορούσαν οι άνθρωποι να ζουν έτσι; Πως μπορούσαν να μισούν ο ένας τον άλλον, να κάνουν κακό στον συνάνθρωπο στο όνομα του Πανάγαθου Θεού που επικαλούνταν για τα εγκλήματα τους;
Μήπως αν κοιτούσαν τον δρόμο του ήλιου; Αν έδιναν χρόνο σ’ αυτή την υπέροχη δύση, σ΄ αυτό το προσωρινό τέλος που ακολουθείται κάθε πρωινό απ’ το θαύμα της ανατολής, της αναγέννησης; Αν όλοι οι άνθρωποι εκείνες τις στιγμές κάθονταν σε μια ακροθαλασσιά; Αν μετά το ηλιοβασίλεμα σιωπούσαν καθώς ο έναστρος ουρανός αποκάλυπτε τα μυστικά του Θεού που πίστευαν; Αν ένοιωθαν κύτταρα του ίδιου σώματος, κύτταρα φτιαγμένα από την αστρόσκονη αυτού του θαυμαστού μυστήριου κόσμου; Αν όλα αυτά γινόταν, θα μπορούσε να αλλάξει κάτι μέσα τους; Θα άλλαζε μήπως κάτι σε αυτόν τον κόσμο;
Σε λιγότερο από μήνα θα ερχόταν στην ζωή το μωρό τους. Οι γονείς της, επέμεναν να μείνουν σπίτι, μα οι δυο τους δεν θα έχαναν για τίποτα στον κόσμο, ακόμη ένα ολόδικο τους ηλιοβασίλεμα.
Κάθισαν με τα κεφάλια τους γυρτά, ακουμπισμένοι ο ένας στον άλλον. Ο ήλιος είχε χαμηλώσει χαρίζοντας τους τα τελευταία του χρώματα, ταξιδιάρικα πουλιά, μετεώριζαν ψηλά, ακουμπώντας την ιριδίζουσα γραμμή του ανέφελου ορίζοντα. Μέσα στην ανείπωτη ομορφιά της φύσης, τα μάτια τους συναντήθηκαν γεμάτα ελπίδα για την νέα ζωή που έφτανε, που ήλπιζαν να μεγαλώσει μακριά, σε ένα τόπο ειρηνικό. Σε ένα τόπο που από τον ουρανό έπεφτε μόνο βροχή και χιόνι, που ο ήλιος δεν σκιάζονταν ποτέ, που ο φόβος του πολέμου δεν φώλιαζε καθημερινά στις ζωές ανθρώπων...
Ξάφνου ο ουρανός σκοτείνιασε πιο νωρίς από κάθε άλλη φορά, δυο μεταλλικά φτερά σκέπασαν τις τελευταίες αχτίδες του καθώς σκόρπισαν τον θάνατο. Το αίμα έβαψε την αγκαλιά τους, κι ύστερα τα δυο τους βραχάκια…
Στην χιλιοβομβαρδισμένη πόλη, ο θάνατος παραμόνευε παντού. Σαν την πυκνή σκόνη τριγυρνούσε σε δρόμους και πλατείες, στα χαλάσματα, στα ερείπια των κτιρίων. Πέφτοντας το σκοτάδι χώθηκε στο νοσοκομείο, ακολουθώντας το ζεστό ακόμη αίμα, να πάρει μόνο όσους έπρεπε. Περπατούσε αργά κι ήταν οι ώμοι του πεσμένοι, τόση σφαγή, κι ο ίδιος δεν την άντεχε…
Η μοναδική χειρουργός του αποδεκατισμένου νοσοκομείου, άυπνη εδώ και μέρες, πεινασμένη, με ότι δυνάμεις της απέμεναν, άρπαξε το μωρό από τα παγωμένα χέρια του θανάτου και κράτησε το νεογέννητο κοριτσάκι στα δικά της. Με την αγκαλιά της γεμάτη, με την καρδιά της μισή, με τα μάτια υγρά, κοίταξε την μάνα του κοριτσιού που κείτονταν στο χειρουργικό τραπέζι, σκεπασμένη με ένα χοντρό καταματωμένο σεντόνι. Το πρόσωπο της γαλήνιο, τα μάτια της σφαλιστά, δεν θα έβλεπαν με λατρεία ποτέ το παιδί που αναστούσε μέσα της εννιά μήνες, με τόση αγάπη. Το σπλάχνο της, ανασυρμένο από την μητρική του θάλασσα, έκλαιγε γοερά, τραντάζονταν το μικροσκοπικό κορμάκι του.
Έσκυψε και της φίλησε το μέτωπο κι ύστερα ακούμπησε το μωρό στην αγκαλιά της νεκρής μητέρας, να την νοιώσει για τελευταία φορά, η ψυχή της ήταν ακόμη εκεί…
Η πόρτα έτριξε, ένας νοσοκόμος, μπήκε στο χειρουργείο να πάρει το νεκρό σώμα της μάνας για εκείνον τον μεσιανό θάλαμο, που δεν είχε χτυπηθεί ακόμη από οβίδες. Εκεί όπου την περίμενε ο αγαπημένος της να ταφούν μαζί, εκεί όπου δεν έφταναν οι προσευχές ούτε στον Χριστό, ούτε στο Αλλάχ, εκεί όπου οι συγγενείς περίμεναν να αγκαλιάσουν ότι απέμεινε από τους ανθρώπους τους.
Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ
Θεσσαλονίκη
28/10/2024
Αφιερωμένο στην μνήμη του Ιωνά Καρούση και όλων των αδικοχαμένων παιδιών αυτού και κάθε άλλου πολέμου.
Ζωγράφος Ντίνος Παπασπύρου, τις θερμές μου ευχαριστίες στην Δέσποινα Παπασπύρου για την παραχώρηση της χρήσης των έργων του πατέρα της στο διήγημα.
Έργα:
ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-21, ηλιοβασίλεμα στην Παραλία Διονυσίου, τέμπερα, 28Χ38 εκ., 2012, Κωδ. 1007
ΠΙΝΑΚΑΣ-Επίκληση (δυο χέρια στον ουρανό)