Δευτέρα, Οκτωβρίου 28, 2024

Κάθε δειλινό

 Κάθε δειλινό

 ή Αλλάχ, ή Χριστός,

ή Σεβάχ θαλασσινός



    
   Όταν ο μαλαματένιος δίσκος έγερνε μακριά της· χαμηλώνοντας για το βασίλεμα του, εκείνη βιαζόταν να φτάσει στο ακρογιάλι. Κάθε δειλινό, κινούσε πάντα από την γειτονιά με τα χαμηλά, εξαθλιωμένα σπιτάκια, για τον κοντινό γιαλό. Από παιδί αποζητούσε να αφήνει πίσω της, τους γυμνούς τοίχους με τις τσίγκινες σκεπές, τους ανθρώπους και τον “σκληρό κόσμο” τους, που δεν χωρούσε στην καρδιά της. Απομακρύνονταν απ’ την φτωχογειτονιά, για να βρει το δικό της “σύμπαν”, για βόλτες μακρινές που πάντα κατέληγαν στην θάλασσα. Τόσο πολύ την αγαπούσε που είχε ανακαλύψει δυο βραχάκια σαν αγκαλιά, να ακουμπάει εκεί το σώμα της, κι ύστερα το είναι της να χάνεται στο γέρμα του ήλιου, στην υγρή αγκάλη της Μεσογείου. Στο μούχρωμα της μέρας, πριν πέσει βαριά η νυχτιά, βίωνε με όλες τις αισθήσεις της μια άλλη διάσταση. Eκείνη την μαγική ώρα που ο πορτοκαλί δίσκος βυθίζεται ζεματίζοντας τα νερά και σιγοσβήνει αργά, αναλλοίωτος, στα βάθη της θάλασσας, το κορίτσι “ταξίδευε” μακριά από την ανηλεή πραγματικότητα. Κάθε μέρα, ζούσε για εκείνες τις μοναδικές, ειρηνικές στιγμές. Τις λίγες στιγμές που έδιναν νόημα, στην άνυδρη ζωή της.

~~~

   Χρόνια μετά, σε κάθε ηλιοβασίλεμα, είχε πια τον άντρα της στο πλάι. Στα βραχάκια της, στα βραχάκια τους, το λιόγερμα στο βαθυγάλαζο πέλαγος έγινε και δικό του. Κάθε δειλινό, αγκαλιασμένοι κοιτούσαν με ευλάβεια να σβήνει το φως της ημέρας προς τις χώρες της δύσης και στον σκοτεινό ουρανό να αργοσπινθηρίζουν αμέτρητα αστέρια, σε αναρίθμητους γαλαξίες, ακουμπισμένους στο άπειρο.
   Όταν έμεινε έγκυος, οι τρεις τους πια κατέβαιναν στο περιγιάλι. Ήθελαν και το μωρό τους να το βιώνει μέσα απ’ την μητρική του θάλασσα και να είναι αργότερα η πρώτη του εικόνα, η δική τους συνέχεια.

   Δεν ανακαλούσε ημέρες ευτυχίας, παρά μόνο περιόδους φαινομενικής ηρεμίας πριν το επόμενο ξέσπασμα. Τώρα όμως δεν ήταν για εκείνη, τώρα ζητούσε ένα καλύτερο μέλλον για το μωρό της. Θα έπρεπε να φύγουν μακριά από την πατρίδα, γνώριζε καλά πως η ελπίδα δεν μπορούσε να ανθήσει ακόμη σε τούτα τα χώματα.

   Θυμόταν, έφηβο κορίτσι, καθισμένη παρά θίν' αλός, με την φαντασία της μεταφερόταν σε μέρη μακρινά· που είχε δει μόνο απ’ την τηλεόραση. Αν και δεν είχε φύγει ούτε στιγμή από την γενέθλια γη, πάνω στα βραχάκια της επισκεπτόταν μέρη εξωτικά, με τις ακρογιαλιές τους ήσυχες και τους γερτούς φοίνικες να ακουμπούν στο λαμπερό γαλάζιο ή περπατούσε σε χιονισμένες βόρειες θάλασσες και πετούσε επάνω από αχανείς εκτάσεις πάγου. Ταξίδευε όμως και πιο κοντά, εκεί όπου οι γείτονες στην ίδια θάλασσα, στο ηλιοβασίλεμα περπατούσαν σε πόλεις πλούσιες, γελούσαν και χαίρονταν, τόσο μακριά μα και τόσο κοντά, κάτω από τον ίδιο ουρανό. Όμως ο θάνατος τους παραμόνευε και εκείνους, κανείς δεν ήταν ασφαλής μέσα σε κάποια τρομερή στιγμή. Κι αναρωτιόταν, γιατί τόσο αθώο αίμα, πως μπορούσαν οι άνθρωποι να ζουν έτσι; Πως μπορούσαν να μισούν ο ένας τον άλλον, να κάνουν κακό στον συνάνθρωπο στο όνομα του Πανάγαθου Θεού που επικαλούνταν για τα εγκλήματα τους;

   Μήπως αν κοιτούσαν τον δρόμο του ήλιου; Αν έδιναν χρόνο σ’ αυτή την υπέροχη δύση, σ΄ αυτό το προσωρινό τέλος που ακολουθείται κάθε πρωινό απ’ το θαύμα της ανατολής, της αναγέννησης; Αν όλοι οι άνθρωποι εκείνες τις στιγμές κάθονταν σε μια ακροθαλασσιά; Αν μετά το ηλιοβασίλεμα σιωπούσαν καθώς ο έναστρος ουρανός αποκάλυπτε τα μυστικά του Θεού που πίστευαν; Αν ένοιωθαν κύτταρα του ίδιου σώματος, κύτταρα φτιαγμένα από την αστρόσκονη αυτού του θαυμαστού μυστήριου κόσμου; Αν όλα αυτά γινόταν, θα μπορούσε να αλλάξει κάτι μέσα τους; Θα άλλαζε μήπως κάτι σε αυτόν τον κόσμο;

~~~

   Σε λιγότερο από μήνα θα ερχόταν στην ζωή το μωρό τους. Οι γονείς της, επέμεναν να μείνουν σπίτι, μα οι δυο τους δεν θα έχαναν για τίποτα στον κόσμο, ακόμη ένα ολόδικο τους ηλιοβασίλεμα.

   Κάθισαν με τα κεφάλια τους γυρτά, ακουμπισμένοι ο ένας στον άλλον. Ο ήλιος είχε χαμηλώσει χαρίζοντας τους τα τελευταία του χρώματα, ταξιδιάρικα πουλιά, μετεώριζαν ψηλά, ακουμπώντας την ιριδίζουσα γραμμή του ανέφελου ορίζοντα. Μέσα στην ανείπωτη ομορφιά της φύσης, τα μάτια τους συναντήθηκαν γεμάτα ελπίδα για την νέα ζωή που έφτανε, που ήλπιζαν να μεγαλώσει μακριά, σε ένα τόπο ειρηνικό. Σε ένα τόπο που από τον ουρανό έπεφτε μόνο βροχή και χιόνι, που ο ήλιος δεν σκιάζονταν ποτέ, που ο φόβος του πολέμου δεν φώλιαζε καθημερινά στις ζωές ανθρώπων...

   Ξάφνου ο ουρανός σκοτείνιασε πιο νωρίς από κάθε άλλη φορά, δυο μεταλλικά φτερά σκέπασαν τις τελευταίες αχτίδες του καθώς σκόρπισαν τον θάνατο. Το αίμα έβαψε την αγκαλιά τους, κι ύστερα τα δυο τους βραχάκια…

~~~

   Στην χιλιοβομβαρδισμένη πόλη, ο θάνατος παραμόνευε παντού. Σαν την πυκνή σκόνη τριγυρνούσε σε δρόμους και πλατείες, στα χαλάσματα, στα ερείπια των κτιρίων. Πέφτοντας το σκοτάδι χώθηκε στο νοσοκομείο, ακολουθώντας το ζεστό ακόμη αίμα, να πάρει μόνο όσους έπρεπε. Περπατούσε αργά κι ήταν οι ώμοι του πεσμένοι, τόση σφαγή, κι ο ίδιος δεν την άντεχε…


   Η μοναδική χειρουργός του αποδεκατισμένου νοσοκομείου, άυπνη εδώ και μέρες, πεινασμένη, με ότι δυνάμεις της απέμεναν, άρπαξε το μωρό από τα παγωμένα χέρια του θανάτου και κράτησε το νεογέννητο κοριτσάκι στα δικά της. Με την αγκαλιά της γεμάτη, με την καρδιά της μισή, με τα μάτια υγρά, κοίταξε την μάνα του κοριτσιού που κείτονταν στο χειρουργικό τραπέζι, σκεπασμένη με ένα χοντρό καταματωμένο σεντόνι. Το πρόσωπο της γαλήνιο, τα μάτια της σφαλιστά, δεν θα έβλεπαν με λατρεία ποτέ το παιδί που αναστούσε μέσα της εννιά μήνες, με τόση αγάπη. Το σπλάχνο της, ανασυρμένο από την μητρική του θάλασσα, έκλαιγε γοερά, τραντάζονταν το μικροσκοπικό κορμάκι του.

   Έσκυψε και της φίλησε το μέτωπο κι ύστερα ακούμπησε το μωρό στην αγκαλιά της νεκρής μητέρας, να την νοιώσει για τελευταία φορά, η ψυχή της ήταν ακόμη εκεί…

    Η πόρτα έτριξε, ένας νοσοκόμος, μπήκε στο χειρουργείο να πάρει το νεκρό σώμα της μάνας για εκείνον τον μεσιανό θάλαμο, που δεν είχε χτυπηθεί ακόμη από οβίδες. Εκεί όπου την περίμενε ο αγαπημένος της να ταφούν μαζί, εκεί όπου δεν έφταναν οι προσευχές ούτε στον Χριστό, ούτε στο Αλλάχ, εκεί όπου οι συγγενείς περίμεναν να αγκαλιάσουν ότι απέμεινε από τους ανθρώπους τους.


   Η γιατρός, κρατώντας απαλά το παιδί στο στήθος της, έστρεψε κατά το ραγισμένο παράθυρο. Κάρφωσε το βλέμμα της στην σκοτεινή θάλασσα… κάπου εκεί υπήρχαν δυο βραχάκια, πριν λίγη ώρα καθόταν οι γονείς που δεν θα γνώριζε ποτέ αυτή η ψυχούλα. Έκλαψε πολύ, το χρωστούσε στο μωρό, στο βασανισμένο λαό της, στους πρόσφυγες αυτού του κόσμου. Ψηλά, στο νυχτερινό στερέωμα, τις φάνηκε πως τα μυριάδες αστέρια τρεμόπαιζαν λυπημένα, καλωσορίζοντας την νέα ζωή…



Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ

Θεσσαλονίκη
28/10/2024

Αφιερωμένο στην μνήμη του Ιωνά Καρούση και όλων των αδικοχαμένων παιδιών αυτού και κάθε άλλου πολέμου.

Ζωγράφος Ντίνος Παπασπύρου, τις θερμές μου ευχαριστίες στην Δέσποινα Παπασπύρου για την παραχώρηση της χρήσης των έργων του πατέρα της στο διήγημα.

Έργα:

ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-21, ηλιοβασίλεμα στην Παραλία Διονυσίου, τέμπερα, 28Χ38 εκ., 2012, Κωδ. 1007

ΠΙΝΑΚΑΣ-Επίκληση (δυο χέρια στον ουρανό)

Παρασκευή, Μαΐου 31, 2024

Ρεμέτζο



Ρεμέτζο

  “Δεν σου αρέσει το αφεντικό; Οι σερβιτόροι σε διώχνουν; Ο μάγειρας ξύπνησε στραβά; Άστους, αυτοί ίδιοι είναι όλοι, το μόνο που έχουν στο μυαλό τους είναι ο πελάτης τους. Πας λίγο παραπέρα, τους κοιτάς περιπαικτικά και ύστερα επιδεικτικά, με το κεφάλι ψηλά, τράβα στο διπλανό μαγαζί. Εμείς εδώ δεν χρειάζεται να σκάμε, έχουμε και πολλά να διαλέξουμε!!!  Ύστερα, με τα χρόνια μαθαίνεις να ξεχωρίζεις τους πελάτες, μαθαίνεις τις συνήθειες, καταλαβαίνεις τον άλλον ρε παιδί μου. Που θα φύγεις νηστικός, που θα τσιμπήσεις το κατιτίς σου. Τι κόλπο πιάνει στις γυναίκες, ποιο στους άντρες και πάνω από όλα, ποιο στα παιδιά; Άντε ελάτε αύριο να σας τα δείξω, όλα στην πράξη”  


    Ήταν καμιά δεκαριά χρονών, αρκετά νέος για να είναι ακόμη σβέλτος και αρκετά μεγάλος για να έχει την απαραίτητη εμπειρία, αυτό που αποκαλείται σοφία της ζωής. Είχε κερδίσει πολλά πτυχία μετά τόσα χρόνια στο πανεπιστήμιο του δρόμου ή καλύτερα της Αφύτου· γιατί σε ένα τουριστικό μέρος πως να το κάνουμε, κόσμος και κοσμάκης από όλη την γη, έχεις πολλές επιλογές και πολλά μαθήματα να λάβεις. Μα δεν ήταν μόνο αυτό, τα καλοκαίρια αλλά τους χειμώνες κυρίως που οι ταβέρνες ήταν λιγοστές, έκανε καλή παρέα και με τους ψαράδες και έτρωγε φρέσκα και λαχταριστά ψαράκια, δίπλα στα βαθυγάλαζα νερά του ευλογημένου τόπου που γεννήθηκε. Μετά λοιπόν τόση εξάσκηση και τόσες περγαμηνές πλέον, μάθαινε στα νεαρά γατάκια τα κόλπα του.

“Λοιπόν, ακούστε με. Μην μαλώνετε μπροστά στους ανθρώπους γιατί θα σας διώξουν μακριά. Σκορπιστείτε σε όλα τα μαγαζιά, φαγητό έχει για όλους, αρκεί να ξέρεις να το ζητήσεις έξυπνα!!!” έλεγε με σιγουριά στα μικρά…

 

   Φυσικά, κι εκείνος ήταν κάποτε σαν κι αυτά, μικρούλης και άγαρμπος και τώρα αναπολούσε εκείνα τα χρόνια. Τα χρόνια που πέρασαν με τα όμορφα αλλά και με τις δυσκολίες τους. Την μάνα του δεν την θυμόταν καλά καλά, θυμόταν όμως σαν σε ξεθωριασμένη ταινία, όλα τα φερσίματα, τις τσιριμόνιες και τα κόλπα της. Μεγάλη καταφερτζού, ήξερε καλά πως να θέλγει αλλά και να μην ενοχλεί τους πελάτες. Καθόταν απέναντι τους ακίνητη και με εκείνες τις καταπράσινες ματάρες της, κουνώντας απαλά, απαλά την ροζ μυτούλα, ενώ ξερογλείφονταν με αξεπέραστο στυλ, εξέπεμπε όλη την γοητεία της. Με τις πρώτες ματιές και τα χαμόγελα των ανθρώπων, να σου και νιαούριζε βελούδινα. Μετά έκανε μικρά μικρά βηματάκια προς τον στόχο της και σταματούσε. Έπειτα, άλλη μια ενισχυμένη δόση ματάρες - μυτούλα - νιαούρισμα  και οι πρώτες μπουκίτσες φαγητό αιωρούνταν στον αέρα!!!          

    Ίδιος και απαράλλαχτος και αυτός· σαν και εκείνη, λευκός με καφετιά συμμετρικά μπαλώματα, πράσινα μάτια και η έντονα ροζ μυτούλα του ξεχώριζε μέσα στο λευκό κεφαλάκι. Στο μόνο που δεν της μοιάζει είναι η βραχνή, μπάσα φωνή που τον κάνει πολύ αστείο στους ανθρώπους και έτσι κερδίζει ακόμη πιο πολύ εύκολα το φαγητό του. Και αυτός όμως κύριος, όταν του πετάνε καμιά κομμάτα κρέας ή ψάρι πάντα κάθεται απέναντι στον δωρητή και δώστου οι βραχνές του ευχαριστίες ξανά και ξανά.

   Καλές και οι ομορφιές και τα κόλπα, πάνω από όλα όμως είναι εκείνη η σβελτάδα του που τον έχει σώσει από πολλές κακοτοπιές. Σαν μυριστεί τον κίνδυνο γίνεται αστραπή, κανείς σκύλος ή γκαρσόνι δεν τον προφταίνει. Μαζί και η πονηράδα του, έχει γίνει το ίνδαλμα όλων των μικρών γατιών της περιοχής. Κάθε τόσο συζητάνε τα νέα κατορθώματα του και σαν μεγαλώσουν ονειρεύονται να του μοιάσουν!!! Μέχρι και τα παιδιά του χωριού τον ζωγραφίζουν στα τετράδια ιχνογραφίας τους. Μάλιστα ένας ζωγράφος της περιοχής που έχει ζωγραφίσει δυο τρεις ντουζίνες ντενεκέδες με λουλούδια, με τις μορφές διαφόρων καλλιτεχνών, ζωγράφισε και την αρχοντιά του να τον καμαρώνουν όλοι και από κάτω, το όνομα. Το όνομα αυτού του θρύλου, είναι Ρεμέτζο· απ’ την ταβέρνα στην άκρη του πεζόδρομου. Εκεί αντρώθηκε και εκεί συχνάζει πιο πολύ, εκεί έχει και τους πιο μεγάλους θαυμαστές του.      

***


    Καλές οι δόξες, μα τώρα που μεγάλωσε, τα καλοκαιρινά βράδια μετά τα μαθήματα με τα γατιά και τις ταβέρνες με τους λαχταριστούς μεζέδες, περνάει απ’ τα μπαρ με την δυνατή μουσική, χώνεται ανάμεσα από το πλήθος των τουριστών και με σβέλτες κινήσεις τα αφήνει όλα πίσω του και καταλήγει σε ένα στενό, ήσυχο ανηφορικό δρομάκι. Στην άκρη του βρίσκεται ένα δίπατο λευκό σπιτάκι, είναι το όμορφο πετρόκτιστο κονάκι της κυρά Μυρσίνης. Είναι περιτριγυρισμένο από δέντρα και λουλούδια σε μεγάλες ζωγραφισμένες γλάστρες, λουσμένο με τις μυρωδιές που φέρνει το θαλασσινό αεράκι απ’ τα ανοικτά του Άθωνα. Χρόνια τώρα πάσχει από άνοια και καθώς κάθεται στο μπαλκονάκι της που βλέπει στον Τορωναίο κόλπο, ο Ρεμέτζο έρχεται χορτάτος και μαχμουρλής και τρίβεται απαλά απαλά στα πόδια της. Ξέρει πως δεν καταλαβαίνει, δεν μιλά με τους ανθρώπους, όμως εκείνον τον κοιτά και τον καλωσορίζει με τα μάτια της, κι αυτός αμέσως δίνει μια και ανεβαίνει στην αγκαλιά της. Η κυρά Μυρσίνη ζει μόνη, αλλά ακόμη την φροντίζουν όλες οι παλιές γειτόνισσές της. Έχει χρόνια που έφυγε ο γέρος της, ο κυρ Σίμος, ο μόνος που είχε στον κόσμο. Κι ο Ρεμέτζο θυμάται που τον τάιζε, μετά όμως, μια μέρα εξαφανίστηκε.

   Ο Ρεμέτζο τώρα που έχουν περάσει τα χρόνια, βλέπει ότι κάποιοι λείπουν, συνεχώς όλο και κάποιοι λείπουν, χάνονται από τον χειμώνα στο καλοκαίρι. Έτσι, κάποια στιγμή ξαφνικά, σαν να άνοιξαν μια πόρτα και χάθηκαν πίσω της. Για αυτό εδώ και λίγο καιρό, τον γέρο ποντικό, δεν τον κυνήγησε ξανά. Τον λυπάται τον κακομοίρη που τον βλέπει να κάνει κάτι απελπιστικά αργές κινήσεις για να κρυφτεί. Ίσως κουράστηκε και θα εξαφανιστεί σύντομα και αυτός. Και αφού αν χορτάσει δεν έχει ούτε τσέπες, ούτε ντουλάπια για να την αποθηκεύει την τροφή, αντί να τον κυνηγά όπως παλιά, απεναντίας, κάτι ζουμερές μπουκίτσες που τις κερδίζει με τα καμώματα και τις μαλαγανιές του, τις αφήνει σε μια σκοτεινή γωνίτσα μόνο για εκείνον. Έτσι δεν τον βάζει σε κίνδυνο από τα νεαρά γατιά που αν ξεμύτιζε με μιας θα τον γραπώναν πια.

   Η κυρά Μυρσίνη, τα ανέφελα βράδια κοιτά για ώρες τα αστέρια που σιγοκαίνε στο σκοτεινό στερέωμα πάνω από γης και θάλασσα. Κάπου κάπου, ανάμεσα σε γαλαξίες και νεφελώματα, σ’ αυτό το αμυδρό φως που ταξιδεύει μυριάδες χρόνια, αναγνωρίζει την μόνη μορφή που αγάπησε τόσο δυνατά, του Σίμου. Κι ο Ρεμέτζο καθώς κουρνιάζει στην αγκαλιά της γερόντισσας και του χαδεύει το απαλό τρίχωμα, γουργουρίζει ευτυχισμένος. Σαν στέκεται το βλέμμα του κι αυτού εκεί ψηλά και βλέπει αυτές τις ουράνιες πυγολαμπίδες να παιχνιδίζουν, νομίζει πως βλέπει πρώτα το κεφάλι με την μυτούλα, κι ύστερα το λιγνό κορμί και την ουρά της μάνας του. Την βλέπει να περπατάει με χάρη και να κοιτάει τριγύρω της· σαν να τον ψάχνει μέσα στο σκοτάδι. Του λείπει πολύ, να όμως που απ’ το χέρια της κυρά Μυρσίνης παίρνει πολύ αγάπη, μα δεν θα διαρκέσει για πάντα. 

   


   Το ξέρει πια, είναι αρκετά μεγάλος, αυτή είναι η ζωή. Τον τελευταίο καιρό όλο και τον βασανίζει παραπάνω, πως σκαρφάλωσε τόσο ψηλά η μάνα του και πως φτάνει κανείς εκεί; Που να βρίσκεται αυτή η πόρτα που σε οδηγεί στις πυγολαμπίδες; Έχει ψάξει όλο το χωριό, από την θάλασσα μέχρι την πιο απίθανη γωνία, όπου και αν τρύπωσε δεν την βρήκε. Δεν πειράζει όμως, είναι σίγουρος πως θα έρθει και για αυτόν κάποτε η μέρα που θα την ανοίξει και θα εξαφανιστεί πίσω της. Δεν τον φοβίζει καθόλου μα καθόλου αυτή η στιγμή, γιατί τότε θα βρει την μάνα του και θα παίξει και η αρχοντιά του με αυτές τις περίεργες πυγολαμπίδες. Ααα και τότε σίγουρα θα την δείξει και στην κυρά Μυρσίνη, να έρθει και εκείνη στον ουρανό, να βρει την παντοτινή της αγάπη.

 





Στην μνήμη του πολυαγαπημένου μου φίλου, Θοδωρή Σαρογλάκη.

Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ

31 ΜΑΪΟΥ 2024

 

Ζωγράφος Ντίνος Παπασπύρου:

1. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-72, Ημερολόγιο καλοκαιριού 2012 -(6)- Μπουρίνι στην Παραλία Διονυσίου, τέμπερα, 12Χ12 εκ., 2012, Κωδ. 997

2. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΓΑΤΟΥΛΕΣ-131, Γατούλα της άνοιξης, τέμπερα, 27Χ17 εκ., 2014, Κωδ. 1210

3. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΓΑΤΟΥΛΕΣ-28, Γατούλα της νύχτας-1.jpg

 

ΦΙΛΟΙ ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΓΗ