Πέμπτη, Αυγούστου 21, 2025



Εικόνες, λέξεις,

ήχοι, συναισθήματα,

θύμησες,

μοιάζουν καλά τακτοποιημένες

μέσα σε μια κόκκινη βαλίτσα,

που ταξιδεύει χρόνια,

όμως, αργά, αργά, φυλλοροεί…

 

Μνήμη

Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ

 

Στο Φραγκομαχαλά

 

Καβάλα  - Θεσσαλονίκη…

 

   Σε λίγο καιρό έκλεινε τα εβδομήντα πέντε της η κυρία Μάρθα, εβδομήντα πέντε ήσυχα χρόνια, τακτοποιημένα σαν τις μοσχομυριστές πετσετούλες των ντουλαπιών της. Συμμαζωμένη, ομαλή ζωή, δίχως πάθος, δίχως εκπλήξεις. Σαν φαγητό δίχως ένταση· έντασης δοσμένης μόνο απ’ τον συνδυασμό υλικών που γοητεύουν τον ουρανίσκο, που παρασύρουν σε οδούς απόλαυσης αν και δεν ταιριάζουν σε όλους τους γευστικούς υποδοχείς, σε όλους τους ερωτευμένους. Απεναντίας η έγγαμη ζωή της με τον Μιλτιάδη, ήταν πάντα σαν το μαμαδίστικο φαγί, μια γεύση νόστιμη, ασφαλής, με υλικά αγνά, μαγειρεμένη αργά αργά, με όσο αλατοπίπερο της πρέπει, δοσμένη από αγάπη αληθινή.

    Από την περιοχή της Καβάλας κρατούσε η καταγωγή της, ωστόσο είχε φύγει καθώς ήταν μικρό κορίτσι ακόμη από την Χρυσούπολη, το γενέθλιο τόπος της. Ο πατέρας της· ήταν αξιωματικός της χωροφυλακής, την είχε στείλει στην συμπρωτεύουσα στην θεία της στο κέντρο της πόλης, ώστε να φοιτήσει στο γυμνάσιο θηλέων της Ικτίνου. Άτεγκτος άνθρωπος, μέσα και έξω απ’ το σπίτι του. Διαφωνίες δεν σήκωνε, κι αρχές του ήταν αδιαπραγμάτευτες. Τα μίλησε και τα συμφώνησε στο τηλέφωνο με την αδελφή του στην Θεσσαλονίκη, κι αυτό ήταν. Μιας και είχε επιβεβαιωμένες πληροφορίες ότι αυτό το γυμνάσιο είχε δικαίως πολύ καλή φήμη και αφού η αδερφή του δέχθηκε να φιλοξενήσει την κόρη του στο σπίτι της· υπό όρους, το αποφάσισε πριν καν κλείσει το τηλέφωνο.  Έτσι καθώς τελείωσε το δημοτικό, αρχές της δεκαετίας του ΄60, η Μάρθα βρέθηκε σε ένα ευρύχωρο διαμέρισμα πίσω από τον Αι Γιώργη, την οθωμανικής περιόδου εκκλησία όπου φυλάσσονταν τα ιερά σκεύη της παλαιοχριστιανικού ναού της Ροτόντας. Το καμπαναριό ήταν πολύ κοντά και κάθε που ηχούσε δονούσε όλο το σπίτι της θείας. Στην αρχή της μικρής της φαινόταν σαν σεισμός αυτό το ξαφνικό ταρακούνημα, όμως με τους συχνούς εκκλησιασμούς και την καμπάνα συνήθισε, κι ένοιωθε την εκκλησία για δεύτερο σπίτι της. Σ’ αυτό συνετέλεσε κι ο πάτερ Βαρνάβας, ο νεαρός εφημέριος με την γεμάτη αγάπη καρδιά του. Τα επόμενα χρόνια μέχρι εκείνος να φύγει σε ιεραποστολή στην Αφρική, ήταν το καταφύγιο της.

    Η μεγάλη αδερφή του πατρός της, ήταν άτεκνη, χήρα ενδόξου συνταγματάρχου, πεσόντος ηρωικός στο αλβανικό μέτωπο, τιμηθέντα με τον βαθμό του υποστρατήγου και Πολεμικού Σταυρού Α’ Τάξεως για την εξαιρετική ανδρεία και τις υπηρεσίες του στην πατρίδα. Θεοσεβούμενη γυναίκα η θεία, με αυστηρή εμφάνιση, μαυροντυμένη πάντα, με τα μαλλιά σε σφιχτά τυλιγμένο κυκλικό κότσο στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Πάντοτε σοβαρή, αγέλαστη, στεγνή από συναισθήματα. Αν και εκείνη την εποχή δεν ήταν μεγαλύτερη των σαράντα πέντε ετών, αν κι είχε κάποια όμορφα χαρακτηριστικά, ποτέ δεν γλύκαινε το πρόσωπο της ώστε να φανούν. Ουδέποτε δεν χρησιμοποιούσε ούτε λίγο κοκκινάδι, μήτε λίγο χρώμα στα μαλλιά της. Μ’ αυτό το παρουσιαστικό έμοιαζε εξήντα και παραπάνω. Μα δεν ήταν μόνο αυτό, λες και μετά τον ηρωικό θάνατο του συζύγου, έμεινε στο πόδι του εκλιπόντος, να κρατάει την πειθαρχία στο στρατόπεδο, να παίρνει αναφορές παρόντων και να κρατάει σιωπητήριο από νωρίς το βράδυ μέχρι την αυγή!!! Δεν μιλούσε, μόνο έδινε εντολές, ευκρινείς διαταγές για το πως πρέπει να είναι το καθετί, από τα άψυχα μέχρι τα έμψυχα στο στρατόπεδο της. Παρόμοια κατάσταση και στην φιλόπτωχο αδελφότης των κυριών όπου προέδρευε, αλλοίμονο και αν μια τους έκανε καμιά παρατυπία ή απλά αργοπορούσε σε μια τους συγκέντρωση. Όλοι την σέβονταν και κάποιοι ακόμη και την φοβόταν, καθώς έβλεπαν την ψιλόλιγνη μαυροντυμένη γυναίκα με το αυστηρό, δωρικό παρουσιαστικό και το υποβλητικό βλέμμα, να περπατάει στους δρόμους της γειτονιάς.

   Μ’ αυτούς τους όρους πειθαρχίας και συμμόρφωσης στις διαταγές της θείας, έγινε δεκτή μέσα σ’ αυτό στο σπίτι, αν και στην αλήθεια αν εξαιρούσε την μητέρα της, στα θέματα πειθαρχίας και τάξης δεν υπήρχε καμιά χαλαρότητα ούτε στο σπίτι της, παρά μόνο μικρές εξαιρέσεις λόγω της ηλικίας της. Καλώς ή κακώς, με δάκρυα και φόβο, συμβιβάστηκε η μικρούλα ανιψιά. Εξάλλου το έβλεπε ξεκάθαρα ότι ανοχή για παρεκκλίσεις δεν υπήρχε, ούτε από την θεία, ούτε από τον πατέρα της. Από την μητέρα της δεν περίμενε πολλά· εκτός από την τρυφερότητα της, κατά τα άλλα ακολουθούσε τις βουλές του άντρα της. Και η “Συνταγματάρχης”, πραγματικά δεν το είχε σε τίποτα να την στείλει πίσω στην Χρυσούπολη, και από το “Στρατόπεδο” θα βρισκόταν χωρίς καμιά προοπτική στο “Αστυνομικό τμήμα”, κι αυτό θα ήταν πραγματική καταστροφή.  

   Έτσι, απ’ τα μικράτα της πολιτογραφήθηκε Θεσσαλονικιά η Μάρθα και μόνιμη κάτοικος του κέντρου. Μετά την αποφοίτηση από το εξατάξιο γυμνάσιο και την αρίστη επίδοση αλλά και διαγωγή της, προσλήφθηκε στην «Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.».  

 

   Λίγα χρόνια μετά γνώρισε και τον Μιλτιάδη, τον άντρα της ζωής της. Ήταν σχεδόν δέκα έτη μεγαλύτερος της, δημόσιος υπάλληλος με υψηλές προοπτικές, χωροτάκτης πολεοδόμος μηχανικός, απόφοιτος του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνίου. Ο Μιλτιάδης, ακόμη και απ’ την πρώιμη νεότητα του, ήταν πολύ υπεύθυνο άτομο για την ηλικία του, μα και αστείος, χαμογελαστός, γοητευτικός άντρας, καλοντυμένος, ευθυτενής, ψηλός για την εποχή του. Του άρεσε η ελληνική μουσική, οι μεγάλοι συνθέτες, έδειχνε ξεχωριστή προτίμηση στο έργο του Χατζιδάκι, προτίμηση που υιοθέτησε κι η γυναίκα του. Πολλές φορές για να της δείξει την αγάπη του, της διάβαζε και ποιήματα, κάποιες φορές συνοδεία ενός δίσκου στο πικάπ· κάτι που άρεσε πάρα πολύ στην Μάρθα. Οι στίχοι, η μουσική, η χροιά της φωνή του, είχαν μια γοητευτική, μια συναρπαστική επίδραση στον ψυχισμό της. Ακόμη και όταν μεγάλωσαν της διάβαζε κάποια ποιήματα από τις συλλογές που αγόραζε μέχρι το τέλος της ζωής του, αντίβαρο στην καθημερινότητα των αριθμών, κληρονομιά από την συγκατοίκηση με τον Γιώργο, μετέπειτα σημαντικό ποιητή της γενιάς του…

 

 

Αν κάποια μέρα φύγεις
προς τη μεριά της θάλασσας
θα γίνω έν’ άσπρο βότσαλο
να καρτερώ το γυρισμό σου
στην ακρογιαλιά.”

Γ. Χ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ

 

 

    Δεν ήταν συνοικέσιο, ένας καλός φίλος του Μιλτιάδη· και συνάδελφος της Μάρθας στην τράπεζα, τους έφερε σε επαφή. Πρωτογνωρίστηκαν μέσα στην φιλική παρέα στον Τόττη, στην παλιά παραλία.  Ήταν διαφορετικοί χαρακτήρες, όμως παρά την διαφορά ηλικίας η Μάρθα τον αγάπησε, ίσως η ιδιαίτερη σοβαρότητα του σε όλες τις καταστάσεις, της ενέπνευσε εμπιστοσύνη και ασφάλεια, κάτι που με τα χρόνια ο ζεστός χαρακτήρας της γυναίκας του το μετέτρεψε σε αγάπη. Αγάπη που ευτυχώς δέχθηκε και ο πατέρας της βλέποντας την ποιότητα του Μιλτιάδη, αλλά και τουλάχιστον την μη ορατή ύπαρξη αριστερών πεποιθήσεων.

    Περνώντας τα χρόνια και καθώς ανέβαινε στην ιεραρχία άλλαζε όλο και πιο πολύ ο Μιλτιάδης. Πλέον ήταν άνθρωπος σεβαστός από όλους, λιγομίλητος, αυστηρός, του καθήκοντος, αδέκαστος, κλεισμένος στον εαυτό του, μονίμως χαμένος μέσα στους φακέλους του. Στην Μάρθα του όμως πάντα φερόταν με γλυκύτητα, πάντοτε αναγνώριζε το πόσο τον είχε στηρίξει, την κατανόηση της για την δουλειά του, για τις αμέτρητες ώρες εργασίας, ακόμη και το σπίτι τους ήταν γεμάτο από τους πολεοδομικούς φακέλους της υπηρεσίας του.    

   Απεναντίας η Μάρθα, στα τέλη της δεκαετίας του ΄80 είχε σταματήσει την εργασία της· με ανήλικο τέκνο, με ένα ευνοϊκό νόμο βγήκε αρκετά νωρίς στην σύνταξη.

   Της το είχε υποσχεθεί, μόλις έπαιρνε και εκείνος την σύνταξη του και όλος ο χρόνος θα ήταν πια δικός του, μαζί θα έκαναν το πιο μεγάλο ταξίδι της ζωής τους. Θα πήγαιναν σε μέρη μακρινά, σε τόπους αλλιώτικους από τον δικό τους. Θα διέσχισαν θάλασσα, γης και ουρανό, να δουν ότι δεν είχαν δει παρά μόνο από την οθόνη της τηλεόρασης, να ζήσουν από κοντά ανθρώπους, να μάθουν για τους πολιτισμούς και τις κουλτούρες τους.

     Τα ανθρώπινα σχέδια είναι παλάτια στην άμμο, κι έτσι ο Μιλτιάδης δεν πρόλαβε να πάρει την σύνταξη του διευθυντή της πολεοδομίας Θεσσαλονίκης. Έφυγε απ’ την ζωή στην διάρκεια της παράτασης συνταξιοδότησης που είχε ζητήσει ο ίδιος για να κλείσει όλες τις δύσκολες υποθέσεις που είχαν μείνει εκκρεμείς. Εκκρεμείς μαζί με τα κοινά τους όνειρα…

 

 

Δυο σπιτικά – μια ευτυχία

 

    Τα πρώτα χρόνια του γάμου τους, διέμειναν κάτω από την Αγίου Δημητρίου στην περιοχή του ναού. Ήταν σπίτι νοικιάρικο, μικρό, ανήλιο, στενόχωρο, αλλά εκείνη δεν την πείραζε. Εκεί έζησαν τις πρώτες τους οικογενειακές στιγμές, εκεί στεριώθηκε η αγάπη τους, εκεί ήρθε στην ζωή και η μοναχοκόρη τους, η Κλέλια. Σ’ αυτό το παιδί έδωσαν όλη τους την αγάπη, ο καθένας με τον τρόπο του αλλά με όλη τους την ψυχή.  

    Έπειτα από χρόνια, με τον τίμιο κόπο τους, μπήκαν επιτέλους σε δικό τους σπιτικό. Από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90 έζησαν μόνιμα στην ίδια γειτονιά, σε μια παλιά αλλά καλοδιατηρημένη πολυκατοικία χαμηλά στην παραλία· απέναντι από τον Λευκό Πύργο. Τα ώριμα χρόνια, το μεγάλωμα της έφηβης πια, τους έρωτες τις αγωνίες, τις σπουδές στις διεθνείς σχέσεις. Η Κλέλια ήταν ανήσυχο πνεύμα ήθελε να ανοίξει τα φτερά της, τα ελληνικά σύνορα της έμοιαζαν περιορισμένα για τις φιλοδοξίες της. Παίρνοντας το πτυχίο της, έφυγε για τις Βρυξέλλες, να σταδιοδρομήσει στην Ευρωπαϊκή ένωση. Λίγο μετά συνέβη ο θάνατος του Μιλτιάδη και η Μάρθα από τότε με μισή καρδιά, διαβιούσε μοναχή της στο ευρύχωρο, ευάερο, ρετιρέ.


   Αν αγαπούσε κάτι πολύ σ’ αυτό το σπίτι ήταν η απεριόριστη θέα της πόλης, από το πάρκο στα πόδια της, μέχρι το βάθος του Θερμαϊκού και του ηπειρωτικού ορίζοντα σε ανατολή και δύση. Αυτή η υπέροχη θέα της κρατούσε καλή συντροφιά αφού την έκανε να ονειροπολεί με τις ώρες, κι έπειτα είχε πλάι στην πολυθρόνα της, πάντα ένα βιβλίο. Για ώρες μπορούσε να κοιτά τους τεράστιους σιδερένιους όγκους των πλοίων που μπαινόβγαιναν στο λιμάνι ή κάποια άλλα που αγκυροβολούσαν στον κόλπο. Κοιτούσε με τις ώρες καθώς τα θεόρατα δεξαμενόπλοια ή τα φορτηγά πλοία γεμάτα κοντέινερ με κάθε λογής αγαθά, προσέγγιζαν αργά τους λιμενοβραχίονες. Τα παρατηρούσε μέχρι που τα μάτια της βάραιναν, τότε σαν να αποκοιμότανε, χανόταν σε ταξίδια μακρινά. Κάποιες φορές με την φαντασία της ζούσε τις ζωές κάποιου πληρώματος, άλλες πάλι των δικών τους ανθρώπων, που έμεναν πίσω να τους καρτερούν. Έμπαινε στον ρόλο ενός παιδιού ή μιας γυναίκας, που ανυπομονεί να δει ξανά τον αγαπημένο, ενώ εκείνος ταξιδεύει για κάποιο μακρινό πόρτο, στις θάλασσες της υδρογείου. Έτσι με τόσα νοερά ταξίδια λες και τα λιγοστά ταξίδια που είχε κάνει στην ζωή της, τα αναπλήρωνε κατά κάποιο τρόπο με ταξίδια φανταστικά, αυτά που δεν έζησε λόγω του φόρτου εργασίας του άντρα της.

   Κατά κάποιο τρόπο, λες και αυτή η υπέροχη θέα ήταν η “αποζημίωση” του σε εκείνη που ότι της υποσχέθηκε δεν το πραγματοποίησε. Ίσως όταν βρήκε προς πώληση αυτό το σπίτι, μέσα του δεν της χάρισε μόνο την άπλετη θέα, αλλά μια δίοδο στον κόσμο, ένα ταξίδι στην φαντασία, έναν γαλάζιο καμβά με έναν πύργο λευκό, με μυθικά βουνά και θαλπερές παραλίες, ένα λιμάνι με καράβια και σιδερένιους γερανούς, με πληρώματα από όλης της γης τα μέρη.

   

  Πέρασαν χρόνια μοναξιάς και ονειροπόλησης για την Μάρθα κι η Κλέλια, μετά από μια μακρά περίοδο με πολλές μεταθέσεις στα υπό ένταξη κράτη, ζούσε πλέον στο Βέλγιο όπου και συνέχιζε να εργάζεται για την ευρωπαϊκή ένωση, σε υψηλόβαθμη θέση. Είχε παντρευτεί έναν συνάδελφο της Δανό και είχαν αποκτήσει δυο αγοράκια, δίδυμα. Η κυρία Μάρθα ήταν τρισευτυχισμένη, της είχε φύγει μια μεγάλη αγωνία. Με τόση εστίαση στην καριέρα της η Κλέλια, καθώς τα χρόνια περνούσαν η μητέρα της ανησυχούσε πως στο τέλος η κόρη της θα έμενε μόνη της, πως δεν θα έβρισκε τον άνθρωπο της.  Όμως, τέλος καλό όλα καλά και τα επόμενα χρόνια ανυπομονούσε να την επισκεφτούν μια φορά τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα και έπειτα πάλι το καλοκαίρι…

 

 

~ ~ ~

 

“Γερνάς, αγάπη μου.
Γέρνεις, κουρνιάζεις,
το ταξίδι ξεχνάς
.”

Κούλα Αδαλόγλου

 

 

 

    Κάθε φορά περίμενε πως και πως να τους φροντίσει και να τους κανακέψει όλους. Φέτος όμως η κατάσταση ήταν διαφορετική. Η κυρία Μάρθα δεν ήταν η ίδια. Τα σημάδια της άνοιας γινόταν πλέον ορατά ακόμη και στις Βρυξέλλες· δια τηλεφώνου. Η κυρία Χρυσάνθη, η γειτόνισσα, την είχε καλέσει προ ημερών στεναχωρημένη, “Κλέλια μου, η μαμά δεν είναι καλά, προχτές επί ώρα δεν μπορούσε να καταλάβει που βρίσκεται και στριφογυρνούσε στο τετράγωνο μας, περνούσε μπροστά από την πολυκατοικία και πάλι έφευγε. Καλά που την είδε ο Θεόδωρος, ο ταχυδρόμος και την έφερε σπίτι. Ούτε τον άνθρωπο, ούτε την γειτονιά αναγνώριζε. Την ρώτησα και μου είπε ότι τον τελευταίο καιρό το έχει πάθει και άλλες φορές, δεν είναι λέει κάτι, φυσιολογικό να ξεχνάει, απλά μεγάλωσε και συμβαίνουν αυτά, δικαιολογούνταν... Δυστυχώς όμως σίγουρα είναι κάτι σοβαρό, έβλεπα από καιρό τώρα κάτι παράξενο στην συμπεριφορά της, τώρα καταλαβαίνω … Όσο είμαι εδώ, θα την προσέχω. Δεν ξέρουμε όμως πως θα εξελιχθεί η κατάσταση, και εγώ κάποια στιγμή θα πρέπει να φύγω μόνιμα στο εξοχικό, λίγο πριν το καλοκαίρι” 

 

 

***

 

 

   Έφτανε η τσικνοπέμπτη, αχνοφαίνονταν η κυρά Σαρακοστή που βάσταζε στους ώμους της όλη την κατανυκτική πορεία προς το Θείο Πάθος. Άλλες χρονιές θα τους περίμενε, όμως φέτος ούτε τα Χριστούγεννα αλλά ούτε το Πάσχα δεν μπορούσε να έρθει η Κλέλια στην Ελλάδα. Ο σύζυγος της, της είχε προτείνει «Τώρα που τα παιδιά μεγάλωσαν καλύτερα να πηγαίνουμε το καλοκαίρι στην Ελλάδα, στα υπέροχα νησιά και τις παραλίες» έτσι μετά την Ελβετία για χριστουγεννιάτικες διακοπές τώρα είχε προγραμματίσει ένα ονειρεμένο ταξίδι δέκα ημερών στον Ειρηνικό. Μετά από τρεις πτήσεις και στο τέλος με ένα πλοίο και ένα ταχύπλοο, θα έφταναν σε κάποια μικρά παραδείσια νησιά. Θα έβλεπαν μέρη πανέμορφα, φύση παρθένα, φοίνικες που έγερναν έως την ηλιόλουστη αμμουδιά και θα κολυμπούσαν στα διάφανα τουρκουάζ νερά. Τα παιδιά· έφηβοι πια, ήταν ενθουσιασμένα…

   «Αυτοί οι βόρειοι είναι ευγενικοί μα ψυχροί άνθρωποι, από μικροί μαθαίνουν μονάχοι τους, δεν είναι σαν και εμάς της οικογενείας, με τα καλά και τα κακά της» σκέφτονταν η κυρία Μάρθα για τον γαμπρό της, όμως δεν χαλούσε ποτέ χατίρι στην Κλέλια και πάνω από όλα δεν επιθυμούσε να την στεναχωρήσει και φυσικά δεν είπε τίποτα όταν της το ανακοίνωσε η κόρη της, από την επίσκεψη τους το περυσινό καλοκαίρι. Απλά της ζήτησε «Πρώτα ο Θεός ας έρθετε πάλι του χρόνου το καλοκαίρι, λίγες μέρες να σας χαρώ και εγώ», αυτό της αρκούσε της γιαγιάς Μάρθας.

Η Κλέλια όμως ανησυχούσε για την κατάσταση της μητέρας της και βρήκε λύση.

“Σε παρακαλώ μαμά, πήγαινε μόνο για λίγο, μόνο για λίγο στην “Ευζωία” ο γιατρός μου είπε είναι ευκαιρία, θα σε εξετάσει, θα σου δώσει κάποια αγωγή αν χρειαστεί, κάποιες ασκήσεις να σε βοηθήσουν και εγώ θα νοιώθω καλύτερα, πιο ήσυχη”

   Έτσι παρόλο που δεν ήθελε να παραδεχτεί τα ανησυχητικά σημάδια για την υγεία της, δέχθηκε να πάει στην κλινική  για λίγους μήνες, άντε μέχρι το καλοκαίρι, μέχρι να έρθει η κόρη της και να δουν τι συμβαίνει. Έπειτα θα γυρνούσε στην πολυθρόνα και στα νοητικά ταξίδια της.

 

~ ~ ~

 

Στο Φραγκομαχαλά

 

     Μετά από μία περίοδο δύο ετών κατασκευής, η μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων “Ευζωία”  είχε ξεκινήσει προσφάτως την λειτουργία της. Εκτείνονταν στον χώρο του παλιού γαλλικού νοσοκομείου, στην γωνία των οδών Φράγκων με Τύπου, στην ιστορική περιοχή του κέντρου την οποία οι παλιοί Θεσσαλονικείς, αποκαλούσαν Φραγκομαχαλά. Οι ιδιοκτήτες έχοντας κατά νου όχι μόνο τους τροφίμους αλλά και τους συγγενείς τους δημιούργησαν ένα σύγχρονο γηροκομείο υψηλής αισθητικής με δωμάτια καλαίσθητα και ζεστά διακοσμημένα. Xρώματα και φίνα υλικά συνδυάστηκαν έτσι ώστε να προσομοιάσουν ανάμεσα σε δωμάτιο σπιτιού και πολυτελή χώρο φιλοξενίας, οικείο αλλά και με ιδιαίτερο στυλ. Φυσικά παρείχαν και πολλές άλλες υπηρεσίες τόσο ιατρικές όσο και ευεξίας.

   Αμέσως μετά την Καθαρά Δευτέρα με την βοήθεια της φίλης της Χρυσάνθης, η Μάρθα βρέθηκε στην “Ευζωία”. Το δωμάτιο της, ένα ευρύχωρο μονόκλινο με αποχρώσεις απαλές σε διάφορους τόνους, είχε άρτιο εξοπλισμό για να παρέχει διάφορες ευκολίες αλλά κι ένα μεγάλο φωτεινό παράθυρο με θέα την εκκλησία των Φράγκων και το πανύψηλο καμπαναριό με το ρολόι των 40 μέτρων.

    Το ογκώδες κτηριακό συγκρότημα που στεγαζόταν η “Ευζωία” φιλοξενούσε επίσης και το νεόδμητο πολυτελές ξενοδοχείο, Cross Lines τεσσάρων αστέρων. Κυριακή των Βαΐων αργά το βράδυ, αφίχθηκε στο Lines, μόνη με τις αποσκευές της. Η Βασιλική, ταξίδευε από την Αθήνα ώστε να περάσει λίγες ημέρες στην Θεσσαλονίκη, την πασχαλινή περίοδο. Πρώτα θα επισκέπτονταν την βαφτισιμιά της και έπειτα είχε ένα και μοναδικό σχέδιο· να απολαύσει την αγαπημένη της πόλη πριν γυρίσει και πάλι στην πρωτεύουσα, μετά το Πάσχα.

     Διένυε τα ογδόντα δύο χρόνια της με μόνο κάποια προβλήματα υγείας, τίποτα το σοβαρό. Παλαίμαχη πωλήτρια στον στίβο των καλλυντικών, από τις πρώτες στην χώρα. Είχε εργαστεί για τις πιο μεγάλες φίρμες και είχε πραγματικά διαπρέψει ως πωλήτρια, ενώ αργότερα ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένη και σε διευθυντικές θέσεις. Πνεύμα ανήσυχο, γυναίκα δυναμική, ψηλή, με εντυπωσιακή εμφάνιση και μεγάλη αυτοπεποίθηση. Τραβούσε τα βλέμματα όλων, όμως πετύχαινε τους σκοπούς της κυρίως με την ισχυρή πειθώ και τον ενθουσιασμό της για ότι θεωρούσε ορθό ως προς την επίτευξη των εταιρικών στόχων που είχε πάντοτε· εξ αντικειμένου. Ακόμη και σ’ αυτή την ηλικία έκανε ιδιαίτερη εντύπωση για την προσεγμένη εμφάνιση της, δίχως τίποτα το κραυγαλέο και αταίριαστο.

 

    Την επομένη το πρωί Μ. Δευτέρα, κατέβηκε για το πρωινό στην τραπεζαρία. Όπως πάντα περιποιημένη, μακιγιαρισμένη όμορφα και διακριτικά ντυμένη, έκανε εντύπωση στους υπόλοιπους πελάτες του ξενοδοχείου. Κάποιο ζευγάρι με το έφηβο κορίτσι τους, σχολίασε θετικά την ηλικιωμένη κυρία, όμως αφού παρατήρησαν επί αρκετή ώρα ότι δεν κατέβηκε κάποιος άλλος δικός της στο πρωινό, συμπέραναν ότι όντως πρέπει να ήταν μόνη και στην ζωή. Τους προξένησε το ενδιαφέρον και το σχολίασαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους, καθώς τους φάνηκε γοητευτική μα και θλιβερή η μοναξιά της σ’ αυτή την ηλικία, το μοναχικό ταξίδι στην πόλη. Μάλιστα, προσπάθησε ο καθένας τους να κάνει ένα σενάριο για τον λόγο που βρισκόταν στο ξενοδοχείο και στην πόλη. Εκείνη αν και ένιωσε την παρουσία και τα διερευνητικά τους βλέμματα, σηκώθηκε χαμογελαστή και ευγενική με όλους και αφήνοντας να πλανάται το μυστήριο της παρουσίας της χαιρέτησε το προσωπικό και βγήκε για τον πρωινό της περίπατο.

    Βγήκε απ’ την είσοδο στην οδό Καθολικών έστριψε στην οδό Τύπου· ένα εξίσου στενό και ανήλιο δρόμο που περνούσε ανάμεσα από ογκώδη και ψηλά κτίρια και σε λίγο είχε φτάσει έξω από την “Ευζωία”.  Σταμάτησε εμπρός στην είσοδο για να βρει το μικρό καθρεφτάκι της, αφού ήθελε να δει μια λεπτομέρεια στο σχήμα του αϊλάινερ. Κοίταξε την επιγραφή, δεν ήταν αντίθετη ή καλύτερα ήταν συμφιλιωμένη με την ιδέα του γηροκομείου. Έτσι και αλλιώς μιας και ήταν άτεκνη, θα συνέβαινε εξ ανάγκης, λογικά κάποια όχι μακρινή στιγμή. Παρόλα αυτά, της προξενούσε τρόμο να δει τον εαυτό της ως τρόφιμο, κυρίως για τον λόγο του να βρεθεί εκεί μέσα ανήμπορη. Μετά τις πρώτες αυτές σκέψεις ευτυχώς βρήκε το καθρεφτάκι της. Καθώς κοιτούσε τις λεπτομέρειες στο πρόσωπο της, σε μια στιγμή διέκρινε μια ηλικιωμένη γυναίκα πίσω από την μεγάλη τζαμαρία του χώρου αναψυχής. Καθισμένη σε μια αναπαυτική πολυθρόνα στο σαλόνι του οίκου ευγηρίας, έκανε νόημα στην Βασιλική με το χέρι της. Με διακριτικό μα επίμονο τρόπο την κάλεσε αρκετές φορές να έρθει κοντά της. Η Βασιλική αν και παραξενεύτηκε δεν ήθελε να αγνοήσει το επίμονο κάλεσμα που δέχθηκε, μπορεί να συνέβαινε κάτι σ’ αυτήν την γυναίκα, σκέφτηκε. Δεν ήταν δα και λίγα τα περιστατικά κακοποίησης ηλικιωμένων, ειδικά την περίοδο του κορονοϊού που είδαν το φως της δημοσιότητας.

   Η πόρτα ήταν κλειδωμένη, χτύπησε το κουδούνι και σύντομα ήρθε να της ανοίξει μια υπάλληλος. Από πίσω της να σου και η Μάρθα. Μόλις άνοιξε η πόρτα δεν άφησε κανένα περιθώριο,

“Ξαδέρφη φώναξε με ενθουσιασμό, έλα να σε αγκαλιάσω.”, είπε στην Βασιλική, προσπερνώντας έτσι άθελα της το πρόβλημα της επίσκεψης μιας άγνωστης. Αφού η επισκέπτρια έδωσε τα στοιχεία της στην ρεσεψιόν,  και φόρεσε προληπτικά την χειρουργική μάσκα που της πρόσφεραν, κάθισαν στο σαλονάκι αντίκρυ και μίλησαν αρκετή ώρα. Στην ομίχλη του μυαλού της, στην ανάγκη της για να μιλήσει με κάποιον άνθρωπο, στο άγνωστο πρόσωπο αυτή αναγνώρισε την ξαδέρφη της απ’ την Καβάλα που είχε να την δει πολλά χρόνια. Μια άγνωστη που απόκτησε την θέση της ξαδέρφης της, με ένα τρόπο ανεξήγητο μέσα στο μυαλό της. Αν και τόσο διαφορετικές, σχεδόν αμέσως ένοιωσαν πολύ οικεία μεταξύ τους και στο προσωπικό που μπαινόβγαινε στο χώρο φαινόταν σαν να ήταν όντως ξαδέρφες. Και το περίεργο είναι πως σε μια εντυπωσιακή αναλαμπή, η Μάρθα ήθελε να μάθει τόσα από την άγνωστη γυναίκα, αλλά και να πει τόσα πολλά για την δική της ζωή. Οι αντιδιαμετρικές πλευρές του χαρακτήρα τους, τα διαφορετικά “υλικά”, αλληλοσυμπλήρωναν τις διαφορετικές γεύσεις της ζωής που δεν γνώρισαν. Από την μια η Βασιλική, ιδιαιτέρως δυναμική, με δυο γάμους που έληξαν σύντομα, δίχως παιδιά, με σχέσεις πολλές και τώρα πια μόνη από συντρόφους απολάμβανε την μοναχικότητα και την όποια ελευθερία της. Και η Μάρθα από την άλλη, η γυναίκα της μιας παντοτινής αγάπης για τον σύντροφο, για την κόρη τους. Η ώρα πέρασε γοργά, δίχως να το καταλάβουν, το μεσημεριανό σε λίγη ώρα θα σερβιριζόταν και μοιραία το επισκεπτήριο τελείωσε. Φεύγοντας η Βασιλική, έδωσε στην Μάρθα την υπόσχεση ότι θα έρθει ξανά σύντομα, πολύ σύντομα, καθώς η τρόφιμος του κέντρου φροντίδας την κοιτούσε με μάτια γεμάτα αγάπη…

 

***

 

Εβδομάδα των Παθών

 

   Μιας και το Πάσχα τύχαινε κοινή ημερομηνία αυτή την χρονιά για Ορθοδόξους και Καθολικούς, η Μεγάλη Εβδομάδα θα ήταν διπλή εφέτος για την Μάρθα. Ζώντας τόσα χρόνια στο κέντρο, δεν έτυχε ποτέ να επισκεφτεί την εκκλησία της Αμιάντου συλλήψεως της Θεοτόκου· τον ναό των καθολικών της πόλης. Και να που τώρα ζούσε ουσιαστικά στο προαύλιο της. Η εξωτερική πλευρά του κτιρίου “Ευζωία” εκτείνονταν στην οδό Τύπου και στην Φράγκων· πλάι στο διατηρητέο κτίριο του κρατικού ωδείου. Η εσωτερική πλευρά του δημιουργούσε έναν κοινό υπαίθριο χώρο με την εκκλησία. Έτσι η Μάρθα μπορούσε ακόμη και από το κρεββάτι της, να βλέπει μέχρι ένα σημείο και μέσα στην Φραγκοκλησιά.

    Αν και αυτή την χρονιά δεν βίωνε τις ημέρες των Θείων Παθών όπως στην υπόλοιπη ζωή της, αυτές περνούσαν διπλά για την Μάρθα αφού έβλεπε και άκουγε το τελετουργικό των Καθολικών από το δωμάτιο της και τις λειτουργίες των Ορθοδόξων από την τηλεόραση. Καθώς όμως κυλούσαν οι ημέρες και τα Άγια Πάθη κορυφώνονταν, μέσα της ήθελε να πάει σε μια εκκλησιά. Η Χρυσάνθη είχε φύγει για μερικές ημέρες από την πόλη για να κάνουν Πάσχα στο εξοχικό με τον άντρα και τα παιδιά τους, οπότε δεν υπήρχε κάποιος που να μπορούσε να έρθει να την πάει στην εκκλησία. Και αυτή θα ερχόταν μόνη, δίχως να της το ζητήσει αφού έβλεπε πόσο έφθινε η νοητική λειτουργία της φίλης της. “Θέλω να πάω ” ζήτησε σε μία από τις νοσηλεύτριες του ορόφου, δείχνοντας την εκκλησία.  Την πρόλαβε η Βασιλική, την Μ. Πέμπτη όταν το πρωί εμφανίστηκε στο επισκεπτήριο. “Η εξαδέλφη σας ζήτησε να πάει στην εκκλησία ” την πληροφόρησε η προϊσταμένη. Οπότε και η Βασιλική της έπιασε το χέρι και της είπε “Ξαδέρφη, το απόγευμα θα έρθω να σε πάρω να πάμε στην εκκλησία, μάλλον σε δυο εκκλησίες καλύτερα” είπε και χαμογέλασε.

    Το απόγευμα αργά, η Βασιλική έφτασε στην “Ευζωία” όπως  πάντα ιδιαιτέρως περιποιημένη και πήρε την Μάρθα αγκαζέ να βγουν για τις εκκλησιές.  Παρά την αστάθεια του καιρού, τις πολλές βροχές και το κρύο που είχε φέρει ο Απρίλης, ήταν γλυκό το σούρουπο και ο φρέσκος δροσερός αέρας της χάιδεψε απαλά το πρόσωπο. Η Μάρθα είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου, δεν αντιλαμβάνονταν αν ήταν ένας μήνας ή ένας χρόνος που είχε περάσει εκεί μέσα. Τις πρώτες ημέρες συζητούσε για το σπίτι της, για την ζωή της έξω από εκεί, όμως μετά άρχισε όλο και πιο αραιά μέχρι που σταμάτησε εντελώς, σαν να είχε απωλέσει τις αναμνήσεις της. Η φαρμακευτική αγωγή δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα όπως σε άλλες περιπτώσεις, ίσως η αλλαγή περιβάλλοντος ή κάποιος άλλος παράγοντας ήταν υπεύθυνος για την κατάσταση. Ο γιατρός είχε ενημερώσει την κόρη της να περιμένουν μέχρι τα μέσα Μάη και έπειτα να ερχόταν να δουν τα μέχρι τότε δεδομένα.

    Έστριψαν στην Φράγκων, μια παρέα γλαροπούλια ανεβοκατέβαιναν στις κολώνες και έκρωζαν παιχνιδιάρικα λίγο παραπέρα απ’ την ανοικτή  πόρτα του ναού της Παναγίας. Ψηλά πάνω από τα κεφάλια τους στέκονταν τα αγάλματα της Παναγίας και των αποστόλων. Όχι δεν ήταν έλλειμα της μνήμης της, πρώτη φορά έμπαινε στην εκκλησία της Παναγίας των καθολικών. Περπάτησαν μέσα στον ρωμαιοκαθολικό ναό, του 1897 σε σχέδια του Ιταλού αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι. Καθώς μπήκαν τους έκανε μεγάλη εντύπωση η νεογοτθική αρχιτεκτονική, τα πολύχρωμα βιτρό, τα μακριά στασίδια, πάνω από την Altare· την Αγία τράπεζα, ψηλά στο κέντρο το φωτισμένο άγαλμα της Παναγίας με το λευκό φόρεμα και τον μπλε χιτώνα. Κάθισαν σε ένα στασίδι, εκείνη την ώρα ο επίσκοπος σκυφτός έπλενε τα πόδια των πιστών, κατά την λειτουργία του μυστικού δείπνου. Αυτή η κατανυκτική ατμόσφαιρα ήταν διαφορετική, οι χορωδιακές φωνές, το εκκλησιαστικό όργανο, τα ιερά αγάλματα, όλα της προκαλούσαν μια απέραντη γαλήνη.

   Κοίταξε την Βασιλική με ένα βλέμμα γεμάτο ευγνωμοσύνη. Οι ειδικοί επιστήμονες θα έβρισκαν πολύ ενδιαφέρουσα την επίδραση της Βασιλικής μέσα σ’ όλο αυτό το ειδικό πλαίσιο, τις εκλάμψεις που πυροδοτούσε στα βάθη του εγκεφάλου της Μάρθας κάποιες στιγμές. Σε μια τέτοια στιγμή την κοίταξε,

- Σε ευχαριστώ, ίσως είναι η τελευταία φορά, της είπε με αγάπη σαν να την γνώριζε χρόνια.

- Σταμάτα, τι λόγια είναι αυτά; Θα περάσεις πολλά ακόμη και εγώ κάθε που βρίσκομαι στην πόλη σου θα έρχομαι να σε βλέπω, τ’ ακούς; Θα πάμε και στο σπίτι σου, τι λες; Να πάμε για το Πάσχα;

- Το σπίτι μου; Σε ένα κενό από εικόνα κάδρο, με την αρχέγονη όμως έννοια που δονεί τα χημικά μακρομόρια της ύπαρξης μας, η ηλικιωμένη γυναίκα ταράχτηκε, γέμισαν δάκρυα τα θολά μάτια της…

    Βγήκαν και πάλι στην Φράγκων και διέσχισαν τα στενά με τελικό προορισμό την  Ίωνος Δραγούμη. Μιας και η Βασιλική ήδη γνώριζε την κατάσταση· από την κλινική αλλά και από την Κλέλια και την Χρυσάνθη που είχε συνομιλήσει πριν λίγες ώρες, είχε κάνει ένα μικρό πλάνο του σύντομου περιπάτου και των επισκέψεων τους στις εκκλησιές.

Στην πλατεία Χρηματιστηρίου κοντοστάθηκαν και η Μάρθα σαν κάτι να ήθελε να της πει για την ιστορία του αλλοτινού Φραγκομαχαλά, μα δεν μπορούσε να θυμηθεί. Σαν να ήταν η πρώτη της φορά στην πόλη, στον δρόμο δεν χόρταινε να κοιτά τον κόσμο, τα μαγαζιά, τα δέντρα· που άλλα ήταν ανθισμένα ακόμη κι άλλα που είχαν φουντωμένες τις φυλλωσιές τους κι όλα έραναν με ευωδιές τον αέρα της πόλης. Η πολιτεία, οι δρόμοι, τα κτίρια της, ήταν τόσο γνωστά, όσο και άγνωστα. Εκατομμύρια εικόνων, δεκαετίες ζωντανών βίντεο, είχαν αμετάκλητα διαγραφεί από το μυαλό της.  





   Κατηφόρισαν την Κατούνη μέχρι την Τσιμισκή κι έπειτα ανηφόρισαν λίγο και έφτασαν στην εκκλησία των Αγίων Μηνά, Βίκτωρος & Βικεντίου. Κοίταξε τον ναό, δεν θυμόταν πως κάποτε είχε έρθει. Εκείνη κάθε Κυριακή εκκλησιάζονταν χαμηλά στην γειτονιά της, στην ξυλόγλυπτη εκκλησιά της Νέας Παναγιάς, στην Μητροπόλεως. Την Μεγάλη Εβδομάδα, για να πάει σε τρεις εκκλησίες κατά την παράδοση, έφτανε μέχρι την Εγνατία στην Παναγία Δέξια και στον υπόσκαφο ναό της Υπαπαντής του Χριστού. 



Τώρα πια, τον Αη Μηνά ήταν λες και τον έβλεπε πρώτη φορά. Κοιτούσε την παλιά εκκλησιά με μάτια γεμάτη δέος αλλά κι απορία. Της φαινόταν τόσο γνωστός αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα που να την συνδέει, μια δική της ανάμνηση. Κατέβηκαν τα λιγοστά σκαλοπάτια και μπήκαν μέσα, ο ιερέας στέκονταν εμπρός στην Ωραία Πύλη και θυμιάτιζε. Το λιβάνι ανέβαινε ψηλά μέχρι τα αχλαδόσχημα παραθύρια και την ξύλινη τρίκλιτη βασιλική, καθώς τα κουδουνάκια του θυμιατού ηχούσαν ρυθμικά και οι ψαλτάδες έψελναν πένθιμα συνοδεύοντας τον Χριστό στην σταύρωση Του. Κάθισαν σε δυο στασίδια να ακούσουν κάποια από τα 12 ευαγγελικά αποσπάσματα για την πορεία του Ιησού προς την Σταύρωση,

Ο δ στρατιται πγαγον ατν σω τς αλς, στι πραιτριον, κα συγκαλοσιν λην τν σπεραν·
κα
νδουσιν ατν πορφραν κα περιτιθασιν ατ πλξαντες κνθινον στφανον,
κα
ρξαντο σπζεσθαι ατν. χαρε βασιλες τν ᾿Ιουδαων·
κα
τυπτον ατο τν κεφαλν καλμ κα νπτυον ατ, κα τιθντες τ γνατα προσεκνουν ατ.
κα
τε νπαιξαν ατ, ξδυσαν ατν τν πορφραν κα νδυσαν ατν τ μτια τ δια, κα ξγουσιν ατν να σταυρσωσιν ατν…

   Το βράδυ στο δωμάτιο της κοιμήθηκε βαθιά. Ονειρεύτηκε πως ήταν κορίτσι σαν τότε που είχε πρωτοέρθει στην Θεσσαλονίκη. Τριγυρνούσε στους δρόμους της άγνωστης πολιτείας, κτίρια πανομοιότυπα, όλα σκούρα, δίχως να ξεχωρίζουν οι λεπτομέρειες τους. Από μακριά έφτανε στα αυτιά της μια αντρική φωνή, ήταν ήρεμη και γλυκιά, δεν καταλάβαινε τις λέξεις, μα ηχούσαν τόσο ζεστά γύρω της, σαν μια αγκαλιά θαλπωρής. Περπατούσε για ώρα μέχρι που έφτασε σε εκείνο το σπίτι, η πόρτα ήταν ανοικτή και μπήκε στο εσωτερικό του. Ήταν ευρύχωρο, γεμάτο παλιά αντικείμενα, σκαλιστά έπιπλα, Καπιτονέ καναπέδες και πολυθρόνες με anglais πόδια, βάζα με λουλούδια πάνω σε κεντητούς σεμέδες. Στον τοίχο σε μεγάλη κορνίζα ένας άντρας με στολή και καπέλο. Μπήκε σε ένα δωμάτιο και κάθισε στην πολυθρόνα, γύρω είχε κάποιες φωτογραφίες, όμως δεν αναγνώριζε τα πρόσωπα. Δεν μπορούσε να θυμηθεί κάτι για αυτό το σπίτι, πως βρέθηκε εκεί, γιατί βρισκόταν σε αυτή την πόλη. Ξάφνου μια φωνή, αυστηρή, παγερή, απόκοσμη, ακούστηκε μέσα από το σπίτι. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά και τότε μπήκε μια γυναίκα, όμοια με την φωνή, αυστηρή, δωρική, ψιλόλιγνη, μαυροφορεμένη. Την κοίταξε με φόβο και τότε εκείνη άρχισε να την μαλώνει έντονα,

- Που ήσουν τέτοια ώρα… Πάλι χαζολογούσες στους δρόμους; Εδώ δεν είναι καφενείο, είναι σπίτι και πρέπει να γίνουν τόσες δουλειές. Αυτό δεν θα συμβεί άλλη φορά, απαιτώ υπακοή και τάξη… Εδώ, κοίταξε με, θα με κοιτάς στα μάτια όταν σου μιλάω… Η φωνή έπαψε καθώς ο εκκωφαντικός ήχος μιας καμπάνας ηχούσε τόσο δυνατά στα αυτιά της σαν να χτυπούσε μέσα στο δωμάτιο.

   Ξύπνησε τρομαγμένη, έξω ξημέρωνε κι ο ουρανός είχε σκεπαστεί από μαβιά σύννεφα…

 

***

Ω γλυκύ μου έαρ...




Μεγάλη Παρασκευή κι οι καμπάνες κωδώνιζαν μακρόσυρτα, με τον βαρύ μεταλλικό τους ήχο. Σε κάθε χτύπο ρυθμικά δονούσαν την ατμόσφαιρα στους δρόμους και τα στενά των γειτονιών, σε όλη την Θεσσαλονίκη, στην Ορθοδοξία απ’ άκρη σ’ άκρη. Στις εκκλησιές επιτάφιοι στολισμένοι με τα πιο όμορφα, πολύχρωμα κι ολόλευκα άνθη της άνοιξης, που οι πιστοί περίμεναν υπομονετικά να προσκυνήσουν. Οι ύμνοι της πιο πένθιμης ημέρας του έτους, κατανυκτικά αντηχούσαν στις καρδιές των πιστών.  Ακόμη όμως και σ’ αυτών που δεν πιστεύουν, τούτη η μέρα καθώς ο θάνατος καταπίνει στα έγκατα του την ζωή, ο θάνατος του Χριστού, ο θρήνος της Παναγίας, μιλάει και στην ψυχή τους μέσα απ’ την εικόνα της απώλειας, της απώλειας των δικών τους αγαπημένων.

  Μετά την Αποκαθήλωση το πρωινό, οι χριστιανοί θα προσέρχονταν πάλι το βράδυ, παρέες - παρέες ή κατά μόνας με ένα σκουρόχρωμο κερί στο χέρι για την περιφορά του Επιταφίου. Ανθρώπινα ποτάμια, φωτισμένα από μυριάδες φλογίτσες θα ξεχύνονταν σαν σιωπηλές πορείες γύρω απ’ τις εκκλησιές. Σε κάποια σημεία θα συναντιόνταν με τις γειτονικές ενορίες και θα δόξαζαν μαζί τον Κύριο και την υπέρτατη θυσία Του, την αγάπη Του. Και έτσι θλιμμένοι οι πολλοί, με τον ουρανό βαρύ· να δακρύζει κάποιες φορές, θα έψελναν οι μυροφόρες τα τροπάρια της Μ. Παρασκευής, σταματώντας την περιφορά που και που, για να ευλογηθούν τα σπίτια και οι καρδιές των πιστών.

     Καθώς άφησε το σπίτι, την γειτονιά της η Μάρθα, μα πρώτα την πολυθρόνα με την απεριόριστη θέα της, η κατάσταση της έγινε χειρότερη. Παρουσίασε μια ταχύτατη πορεία επιδείνωσης κάποιων εκ των νοητικών της λειτουργιών. Ότι είχε να κάνει με το παρελθόν, ειδικά το μακρινό είχε θολώσει, μια ομίχλη επικρατούσε στο κεφάλι της. Η Βασιλική δεν χρειαζόταν κάτι παραπάνω από την μικρή βόλτα στις εκκλησιές μαζί της. Είδε όμως και πόσο καλό έκανε εκτός απ’ την ψυχή και στο μυαλό της Μάρθας, για αυτό και την Μ. Παρασκευή αργά το μεσημέρι, επέστρεψε για να την πάει πάλι στους δυο κοντινούς ναούς, να προσκυνήσει τον επιτάφιο του Εσταυρωμένου.

     Ο καιρός, θολός, μελαγχολικός. Λίγες ψιχάλες έπεφταν σποραδικά σαν χοντρά δάκρυα,  θρήνος της άνοιξης για την θυσία του αμνού του Θεού.  Στην Παναγία των καθολικών, λίγος ο κόσμος. Οι δυο τους προσκύνησαν τον Χριστό, το αγαλμάτινο ομοίωμα Του τοποθετημένο στον επιτάφιο, μέσα στα πυκνά άνθη. Το πρόσωπο Του γαλήνιο, σαν να κοιμάται ήσυχα, μα ήταν φρικτά βασανισμένος και τα πλευρά Του ματωμένα, τρυπημένα από την λόγχη του Ρωμαίου στρατιώτη.

   Και για την Βασιλική ήταν η πρώτη φορά σε ναό του καθολικισμού, όμως ποτέ δεν ήταν κοντά στην εκκλησία, χρόνια είχε να πάει και σε ορθόδοξο ναό. Τώρα όμως είχε επηρεαστεί απ’ την Μάρθα, βλέποντας την θέρμη της πίστης, όχι από λόγια αλλά από τα συναισθήματα που έβλεπε στο πρόσωπο της και η δική της θρησκευτικότητα είχε ενισχυθεί.

   Σε λίγο έφυγαν απ’ την φραγκοκλησιά για τον Αη Μηνά. Εδώ η περιφορά εθιμικά γίνονταν πολύ νωρίς, για να ευλογηθούν και οι έμποροι του κέντρου της πόλης που δούλευαν μέχρι αργά. Την ώρα που έφτασαν οι δυο τους, μόλις ο επιτάφιος είχε βγει από τον ναό στην Ίωνος Δραγούμη και η μεγάλη πομπή του κόσμου ακολουθούσε ευλαβικά. Ο νέος μητροπολίτης περνώντας ευλογούσε τους πιστούς δεξιά αριστερά με τον σταυρό. Οι αξιωματικοί του ναυτικού κρατούσαν στους ώμους τους τον επιτάφιο και το στρατιωτικό άγημα, με τα όπλα υπό μάλης συνόδευε σκυφτό, καθώς η μπάντα της αστυνομίας προπορευόταν της πομπής με πένθιμα εμβατήρια, που δονούσαν το σώμα και την ψυχή…

 

***

  

    Η Ανάσταση ήρθε με Φως, με Αγκαλιές και Αγάπη, με κρότους βεγγαλικών και Χριστός Ανέστη, με ευχές και γιορτινά τσουγκρίσματα γύρω απ’ τα πασχαλινά τραπέζια. Η Βασιλική μετά από πολλά χρόνια πήγε στην εκκλησία για την Ανάσταση. Πήγε στον Άγιο Μηνά μόνη της και όχι μόνο τα δέκα λεπτά μέχρι την Ανάσταση, παρά, κάθισε και στην Αναστάσιμη λειτουργία. Από παιδί είχε να το κάνει αυτό, με τους γονείς στο χωριό καταγωγής της στην Αρκαδία. Αυτές τις ημέρες τους θυμήθηκε και αυτούς, τους δικούς της αγαπημένους, τα τσουγκρίσματα και τις αγκαλιές, την μαγειρίτσα της μάνας της, το πασχαλινό τραπέζι που καλούσαν όλους τους συγγενείς για την γιορτή του πατέρα Πασχάλη. Μνήμες, μνήμη που σβήνει, σαν της Μάρθας, μνήμη που σε αφήνει με ένα κενό, ξένη ανάμεσα σε ξένους. Φεύγοντας από την εκκλησία άναψε λευκά κεριά και ένα Χριστός Ανέστη, μια προσευχή για την ψυχή τους.

    Γύρισε αργά την νύχτα στο ξενοδοχείο, στους δρόμους του Φραγκομαχαλά είχε κίνηση. Οι παρέες τριγυρνούσαν πάνω κάτω, πηγαίνοντας από το ένα στο άλλο στα νυχτερινά μαγαζιά της περιοχής. Καθώς περνούσε έξω από την «Ευζωία» κοντοστάθηκε, το μυαλό και η καρδιά της ανήκε στην φίλη της αυτή την ώρα. Από νωρίς του Μ. Σαββάτου, η Βασιλική την είχε επισκεφτεί και είχε ενημερώσει την διεύθυνση, να είναι έτοιμη για την Κυριακή του Πάσχα, το μεσημέρι· μετά και την άδεια της Κλέλιας φυσικά. Την Λαμπρή είχε κλείσει τραπέζι για τις δυο τους σε ένα πολύ όμορφο εστιατόριο. Και αφού γευμάτιζαν… μετά…

 

 

Λουσμένη στα δεκαοχτώ…

 

   Κυριακή του Πάσχα, ζεστή, ηλιόλουστη μέρα. Οι δυο τους πέρασαν πολύ όμορφα στο εστιατόριο, με τον παραδοσιακό οβελία σε νέες γευστικές οδούς!!!  Όπως της το είχε υποσχεθεί η Βασιλική, η τρίτη τους έξοδος θα έκλεινε με μια επίσκεψη στο σπίτι της, στον οικείο χώρο της. Καθώς δεν ήταν μακριά απ’ τον προορισμό τους, περπάτησαν αργά μέχρι το σπίτι από την άδεια παραλιακή…

- Μάρθα μου, γλυκιά μου κοπέλα… Απρόσμενη η συνάντηση τους με την Ανθή, ήταν από τις φίλες που είχε γνωρίσει χρόνια πριν στην εκκλησία της ενορίας. Ήταν καλλίφωνη, υψίφωνη, ένα πραγματικό αηδόνι, η πρώτη  στην χορωδία. Ήταν ανύπαντρη και ζούσε τα τελευταία χρόνια με τον μεγάλο της αδερφό σαν χήρεψε και τα παιδιά του μετανάστευσαν στην Σουηδία για επαγγελματική αποκατάσταση. Η εκκλησία ήταν το δεύτερο της σπίτι. Πάντα φορούσε πολύχρωμα, φανταχτερά ρούχα, εκτός από την Μεγάλη Εβδομάδα.

- Σε έχασα κορίτσι μου που ήσουν; Έχω καιρό να σε δω στην εκκλησία. Η Κλέλια τι κάνει; Δεν ήρθε για το Πάσχα;

- Καλή μου, της είπε η Μάρθα μα δεν την θυμόταν.

Η Ανθή δεν χρειαζόταν πολλά πολλά για να καταλάβει.

- Πάμε στο σπίτι, ελάτε αγαπητή μου να πιούμε έναν καφέ να τα πούμε, της πρότεινε η Βασιλική, κάνοντας της ένα σωματικό νεύμα γεμάτο νόημα.

- Έξω ήμουν για μια βόλτα, μετά το φαγητό, απάντησε και καθώς κοίταξε το μικροσκοπικό καντράν του ρολογιού της πρόσθεσε, ναι, ναι, να έρθω, προλαβαίνω μέχρι να ξεκινήσει ο εσπερινός της Αγάπης…

Περπατώντας στην παραλιακή με τα λιγοστά αυτοκίνητα και καθώς πρόβαλε στο βάθος, επιβλητικός ο Λευκός Πύργος και στην σκιά του το ηλιοκαμένο άγαλμα του ναυάρχου Βότση, κάτι είχε αρχίσει να αλλάζει στο βλέμμα της Μάρθας. Άλλαζε σταδιακά, με κάθε βήμα, με κάθε εικόνα της θάλασσας, με κάθε κυματισμό της γαλανόλευκης στο ιστό του πύργου, με κάθε γλαροπούλι που έκρωζε χαρούμενα πάνω απ’ τα κεφάλια τους, σαν όλα να την καλωσόριζαν και πάλι στην γειτονιά της!!

   

    

   Από την λεωφόρο Νίκης έστριψαν στην οδό Νικηφόρου Φωκά, απόλυτη ησυχία. Τα καφέ στις εισόδους των πολυκατοικιών κλειστά, οι καρέκλες ντανιασμένοι σωροί και οι τέντες μαζεμένες σφιχτά “απολάμβαναν” μαζί με τους εργαζομένους την πασχαλινή αργία. Αδειανό και το πάρκο Τσιρογιάννη με το γέρικο πλατάνι του, τους ταλαιπωρημένους φοίνικες και τις ανθισμένες μαγνόλιες. Μόνο τα περιστέρια σουλατσάριζαν στο γρασίδι, στο τσιμέντο ή στα παγκάκια, ψάχνοντας κανένα πολύτιμο σποράκι τροφής.

    Σε λίγα μέτρα έφταναν στο σπίτι. Καθώς στάθηκαν στην είσοδο της πολυκατοικίας αυτά τα καφέ μάρμαρα, η ξύλινη πόρτα, το κενό θυρωρείο, στο βάθος το ασανσέρ, όλα την καλούσαν φιλόξενα.

  Πήραν τον ανελκυστήρα για το ρετιρέ.

- Μάρθα μου το σπίτι σου, το σπιτάκι σου της είπε η Ανθή, καθώς αντίκρισαν την καφέ σκούρα επιφάνεια της εισόδου του διαμερίσματος.

 Ξεκλείδωσε η ίδια, τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, στο χολ οι φωτογραφίες των αγαπημένων της προσώπων πυροδότησαν εκ νέου την μνήμη της.

- Έλα Μάρθα μου, της έδειξαν να κάτσει στον καναπέ του ευρύχωρου σαλονιού.

- Η πολυθρόνα μου, απάντησε η Μάρθα και κινήθηκε προς το μέρος της.

  Με το που κάθισε στην αναπαυτική βελούδινη πολυθρόνα το πρόσωπο της φωτίστηκε. Η θέα που τόσα χρόνια κοιτούσε, άνοιγε διάπλατα μπροστά της, κοίταξε χαρούμενη το τραπεζάκι δίπλα με τα βιβλία της και πήρε ένα στο χέρι της…

  Η Βασιλική ήταν τόσο χαρούμενη με την εξέλιξη,

- Αχ να ήταν εδώ και η κόρη της, να μπορούσε να την δει τώρα, ψιθύρισε στην Ανθή και κινήθηκε να ανοίξει την μπαλκονόπορτα για να μπει καθαρός αέρας. Οι κουρτίνες ανασηκώθηκαν από το αεράκι. Παρατήρησε γύρω γύρω, πράγματι η θέα ήταν πολύ εντυπωσιακή. Σκέφτηκε το δωμάτιο της Μάρθας στην μονάδα και τον περιορισμό της ματιάς της στην εσωτερική αυλή. Πόσο χαρούμενη φάνταζε τώρα η καινούργια της φίλη.

- Κορίτσια να πιούμε ένα καφεδάκι; Ώρα του είναι μετά το φαγητό είπε η Ανθή.

- Ναι ναι, είπε η Βασιλική από το μπαλκόνι, να έρθω να σε βοηθήσω στην κουζίνα;

    Οι δυο τους έφυγαν, η Μάρθα είχε στυλώσει το βλέμμα της στην θάλασσα, τα μάτια της υγρά από την ευτυχία. Βρισκόταν στο σπιτικό της, όσο ήταν ακόμη, για όσο διαρκούσε…  

   Κάτω απ’ τα πόδια της, στο αδειανό πάρκο έφτασε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που περιδιάβαινε τους δρόμους όλου του κέντρου. Ντυμένοι με τα γιορτινά τους, φορώντας τα λευκά τους καπέλα, σεργιάνιζαν με την λατέρνα και το ντέφι τους. Γυρνούσαν και αυτοί για ένα μικρό μεροκάματο μα και για την τέχνη· σαν τους ήρωες της ταινίας, Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο.

   Το καλοσυντηρημένο κλειδοκύμβαλο ήταν στολισμένο με την κλασική ασπρόμαυρη φωτογραφία του Αλεξανδράκη και της Καρέζη, στεφανωμένη κυκλικά με πολύχρωμα λουλούδια και στα πλάγια χριστουγεννιάτικα δεντράκια στόλιζαν το ηχείο. Στο κάτω μέρος είχε κολλημένες διάσπαρτες φωτογραφίες του Αυλωνίτη και του Φωτόπουλου μαζί με τις τσιγγάνες· πλάνα από την αγαπημένη ταινία του Φίνου. Σαν βρήκαν αυτήν την λατέρνα πριν χρόνια ρημαγμένη σε ένα παλιατζίδικο στο Μπιτ Παζάρ, μέρα δεν κάθισαν άπραγοι. Μέρα δεν άφησαν που οι αλλοτινές μελωδίες του μουσικού κουτιού με τον σταμπωτό κύλινδρο του Αρμάου, με τα φαγωμένα καρφιά, τα πλήκτρα και τις  φθαρμένες χορδές, να μην ακουστούν στους δρόμους της πόλης. Αυτά τα εννιά τραγούδια της, μια προσευχή στην τέχνη του παρελθόντος, ένα μελωδικό σπάραγμα της μνήμης τόσων και τόσων ανθρώπων… 


Στο βάθος ακούστηκε η κόρνα του βαριά, μεμιάς έτριξαν τα τζάμια του ρετιρέ κι έπειτα φάνηκε το μεγάλο κρουαζιερόπλοιο να αφρίζει τα νερά βγαίνοντας από το λιμάνι. Η Μάρθα το ακολούθησε μηχανικά όπως έκανε τόσα χρόνια.

  Το “Bαλς των χαμένων ονείρων”, τρύπωσε από την ανοικτή μπαλκονόπορτα. Ο  ψιλόλιγνος άντρας γύρναγε με συγχρονισμό την μανιβέλα και ο νοσταλγικός ήχος απ’ τις τριάντα επτά μεταλλικές φωνές και το καμπανάκι της λατέρνας, ζωντάνευαν για ακόμη μια φορά τις υπέροχες μουσικές του Χατζηδάκι. Σαν σε σκηνή από ασπρόμαυρη ταινία, η μουσική συνόδευε το μεγάλο πλοίο που με τους ταξιδιώτες του κινούσε για μια μακρινή χώρα στον Βορρά…

  Όταν με την κυρά του αποφάσισαν να κινήσουν για άλλη γειτονιά, ο λατερνατζής μετακίνησε την θέση του παλιακού κυλίνδρου, για να αλλάξει την μελωδία. Όπως απομακρύνονταν απ’ το πάρκο αργά αργά, οι νότες χτύπησαν τα παραθύρια της Μάρθας,

- Θεέ μου, αυτό είναι το τραγούδι μας… Αναφώνησε με έκπληξη...

   Ένας ίσκιος εμφανίστηκε στο μπλε της θάλασσας, στην αρχή θαμπός μα σιγά σιγά έπαιρνε σχήμα και μορφή. Οι κουρτίνες φούσκωναν απαλά σαν τα πανιά ιστιοφόρου και έπειτα υποχωρούσαν στην θέση τους. Ανάμεσα στο παιχνίδισμα τους πρόβαλε ο Μιλτιάδης της, στάθηκε στην μπαλκονόπορτα. Ήταν νέος, όμορφος, ψηλός, ντυμένος με το κουστουμάκι του το λευκό, σαν τότε που τον είχε πρωτογνωρίσει. Ανασηκώθηκε στην πολυθρόνα της, η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Το αγόρι της, ο άντρας της ζωής της ήταν εκεί.

   Ανάμεσα στις αισθαντικές μελωδίες του Μάνου που είχαν πλημμυρίσει το δωμάτιο,  τον άκουσε να προφέρει πάλι το αγαπημένο της ποίημα, με την μοναδική χροιά της φωνής του, μ’ αυτή την γοητεία της απαγγελίας που δεν θα ξεχνούσε ποτέ,

 

“λουσμένη στα δεκαοχτώ σου χρόνια θα σε περιμένω,

λουσμένη στην ομίχλη όπως το σαββατόβραδο, ένα

όνειρο του φανοστάτη πάνω απ’ τη θάλασσα, εκεί

που ο δρόμος μόλις άρχισε, εκεί που κάνει η δίψα το

αδύνατο να ανθίσει, εκεί που η προσμονή θαμπά

φωτίζει χιλιάδες μυστικά και θαύματα”

 

     Λουσμένη στα δεκαοχτώ της χρόνια, λουσμένη στο φως απ’ τα χιλιάδες μυστικά και θαύματα αυτού του κόσμου, σηκώθηκε από την πολυθρόνα της κι ήρθε στο πλάι του αγαπημένου της. Το κρουαζιερόπλοιο είχε φτάσει τόσο κοντά που με ένα βήμα μπορούσαν να ανεβούν. Του χαμογέλασε, στον καθρέπτη απέναντι είδε το είδωλο τους, σαν τότε, όπως εκείνο το απόγευμα στου Τόττη, όταν τα βλέμματα τους πρωτοσυναντήθηκαν, μια ολάκερη ζωή πριν.

- Πάμε; Του ψιθύρισε, μου το χρωστάς αυτό το ταξίδι τόσα χρόνια αγάπη μου.  Έμπλεξε τα δάκτυλα της στα δικά του, ένοιωσε το ζεστό του χέρι να την τραβά απαλά, κι είδε το βλέμμα του να την καλωσορίζει στο ταξίδι τους, ενώ οι τελευταίες νότες από «Τ’ Αστέρι του Βοριά», έσβηναν απαλά στα χέρια του λατερνατζή.

 

Αφιερωμένο

Στο μικρό «γηροκομείο» των αγαπημένων, στην μνήμη τους…

 

 

Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ   

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2024 – ΜΑΙΟΣ 2025

 

Πολλά ευχαριστώ στην κυρία Ασπασία, ακροάτρια του ράδιο Θεσσαλονίκη για την έμπνευση στην πλοκή του διηγήματος. Στην Θεοδώρα και τον Στέφανο από την παρέα του ράδιο Θεσσαλονίκη.

Στο άγνωστο ζευγάρι των λατερνατζήδων του κέντρου της πόλης μου.

Στον Αντώνη Νασιόπουλο και στον Πάνο Ιωαννίδη που συνεχίζουν να κρατούν ζωντανή την παράδοση της λατέρνας.

 

Αποσπάσματα από τα ποιήματα:

1. Μνήμη (Τρία ποιήματα για την μνήμη) Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ Μάιος 2021

2. ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΜΟΝΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ, Πτωχόν Μετάλλευμα, Εμβόλιμον 1990]

3. ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑΣ, ΤΡΟΠΟΝ ΤΙΝΑ 2013

4. ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ  “λουσμένη στην ομίχλη όπως το σαββατόβραδο”  Χώμα στον ουρανό (1998)

 

Έργα ζωγραφικής, Ντίνος Παπασπύρου (1938 – 2024)

1. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-50, Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου απέναντι από τη Ροτόντα, τέμπερα, 22Χ32 εκ., 1996

2. Περιοχή Λευκού Πύργου, τέμπερα 1994

3. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-136, Πλατεία Χρηματιστηρίων

4. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΘΕΣ. 12, Η εκκλησία Υπαπαντή στην οδό Εγνατία, τέμπερα, 25Χ38 εκ., 1991

5. Επιτάφιος στον Όσιο Δαυίδ Τέμπερα 28Χ33εκ 2018

6. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ-10, Το άγαλμα του Ναυάρχου Βότση στον Λευκό Πύργο, τέμπερα, 32Χ27 εκ., 1992

7. Κρουαζιερόλποιο στο Θερμαϊκό 24,5Χ24εκ. 2009

 

Πληροφορίες σχετικά με την τέχνη της λατέρνας:

https://www.armaoslaterna.gr/

https://handmadepiano.eu/laterna/

 


  




ΦΙΛΟΙ ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΓΗ