Δευτέρα, Οκτωβρίου 28, 2024

Κάθε δειλινό

 Κάθε δειλινό

 ή Αλλάχ, ή Χριστός,

ή Σεβάχ θαλασσινός



    
   Όταν ο μαλαματένιος δίσκος έγερνε μακριά της· χαμηλώνοντας για το βασίλεμα του, εκείνη βιαζόταν να φτάσει στο ακρογιάλι. Κάθε δειλινό, κινούσε πάντα από την γειτονιά με τα χαμηλά, εξαθλιωμένα σπιτάκια, για τον κοντινό γιαλό. Από παιδί αποζητούσε να αφήνει πίσω της, τους γυμνούς τοίχους με τις τσίγκινες σκεπές, τους ανθρώπους και τον “σκληρό κόσμο” τους, που δεν χωρούσε στην καρδιά της. Απομακρύνονταν απ’ την φτωχογειτονιά, για να βρει το δικό της “σύμπαν”, για βόλτες μακρινές που πάντα κατέληγαν στην θάλασσα. Τόσο πολύ την αγαπούσε που είχε ανακαλύψει δυο βραχάκια σαν αγκαλιά, να ακουμπάει εκεί το σώμα της, κι ύστερα το είναι της να χάνεται στο γέρμα του ήλιου, στην υγρή αγκάλη της Μεσογείου. Στο μούχρωμα της μέρας, πριν πέσει βαριά η νυχτιά, βίωνε με όλες τις αισθήσεις της μια άλλη διάσταση. Eκείνη την μαγική ώρα που ο πορτοκαλί δίσκος βυθίζεται ζεματίζοντας τα νερά και σιγοσβήνει αργά, αναλλοίωτος, στα βάθη της θάλασσας, το κορίτσι “ταξίδευε” μακριά από την ανηλεή πραγματικότητα. Κάθε μέρα, ζούσε για εκείνες τις μοναδικές, ειρηνικές στιγμές. Τις λίγες στιγμές που έδιναν νόημα, στην άνυδρη ζωή της.

~~~

   Χρόνια μετά, σε κάθε ηλιοβασίλεμα, είχε πια τον άντρα της στο πλάι. Στα βραχάκια της, στα βραχάκια τους, το λιόγερμα στο βαθυγάλαζο πέλαγος έγινε και δικό του. Κάθε δειλινό, αγκαλιασμένοι κοιτούσαν με ευλάβεια να σβήνει το φως της ημέρας προς τις χώρες της δύσης και στον σκοτεινό ουρανό να αργοσπινθηρίζουν αμέτρητα αστέρια, σε αναρίθμητους γαλαξίες, ακουμπισμένους στο άπειρο.
   Όταν έμεινε έγκυος, οι τρεις τους πια κατέβαιναν στο περιγιάλι. Ήθελαν και το μωρό τους να το βιώνει μέσα απ’ την μητρική του θάλασσα και να είναι αργότερα η πρώτη του εικόνα, η δική τους συνέχεια.

   Δεν ανακαλούσε ημέρες ευτυχίας, παρά μόνο περιόδους φαινομενικής ηρεμίας πριν το επόμενο ξέσπασμα. Τώρα όμως δεν ήταν για εκείνη, τώρα ζητούσε ένα καλύτερο μέλλον για το μωρό της. Θα έπρεπε να φύγουν μακριά από την πατρίδα, γνώριζε καλά πως η ελπίδα δεν μπορούσε να ανθήσει ακόμη σε τούτα τα χώματα.

   Θυμόταν, έφηβο κορίτσι, καθισμένη παρά θίν' αλός, με την φαντασία της μεταφερόταν σε μέρη μακρινά· που είχε δει μόνο απ’ την τηλεόραση. Αν και δεν είχε φύγει ούτε στιγμή από την γενέθλια γη, πάνω στα βραχάκια της επισκεπτόταν μέρη εξωτικά, με τις ακρογιαλιές τους ήσυχες και τους γερτούς φοίνικες να ακουμπούν στο λαμπερό γαλάζιο ή περπατούσε σε χιονισμένες βόρειες θάλασσες και πετούσε επάνω από αχανείς εκτάσεις πάγου. Ταξίδευε όμως και πιο κοντά, εκεί όπου οι γείτονες στην ίδια θάλασσα, στο ηλιοβασίλεμα περπατούσαν σε πόλεις πλούσιες, γελούσαν και χαίρονταν, τόσο μακριά μα και τόσο κοντά, κάτω από τον ίδιο ουρανό. Όμως ο θάνατος τους παραμόνευε και εκείνους, κανείς δεν ήταν ασφαλής μέσα σε κάποια τρομερή στιγμή. Κι αναρωτιόταν, γιατί τόσο αθώο αίμα, πως μπορούσαν οι άνθρωποι να ζουν έτσι; Πως μπορούσαν να μισούν ο ένας τον άλλον, να κάνουν κακό στον συνάνθρωπο στο όνομα του Πανάγαθου Θεού που επικαλούνταν για τα εγκλήματα τους;

   Μήπως αν κοιτούσαν τον δρόμο του ήλιου; Αν έδιναν χρόνο σ’ αυτή την υπέροχη δύση, σ΄ αυτό το προσωρινό τέλος που ακολουθείται κάθε πρωινό απ’ το θαύμα της ανατολής, της αναγέννησης; Αν όλοι οι άνθρωποι εκείνες τις στιγμές κάθονταν σε μια ακροθαλασσιά; Αν μετά το ηλιοβασίλεμα σιωπούσαν καθώς ο έναστρος ουρανός αποκάλυπτε τα μυστικά του Θεού που πίστευαν; Αν ένοιωθαν κύτταρα του ίδιου σώματος, κύτταρα φτιαγμένα από την αστρόσκονη αυτού του θαυμαστού μυστήριου κόσμου; Αν όλα αυτά γινόταν, θα μπορούσε να αλλάξει κάτι μέσα τους; Θα άλλαζε μήπως κάτι σε αυτόν τον κόσμο;

~~~

   Σε λιγότερο από μήνα θα ερχόταν στην ζωή το μωρό τους. Οι γονείς της, επέμεναν να μείνουν σπίτι, μα οι δυο τους δεν θα έχαναν για τίποτα στον κόσμο, ακόμη ένα ολόδικο τους ηλιοβασίλεμα.

   Κάθισαν με τα κεφάλια τους γυρτά, ακουμπισμένοι ο ένας στον άλλον. Ο ήλιος είχε χαμηλώσει χαρίζοντας τους τα τελευταία του χρώματα, ταξιδιάρικα πουλιά, μετεώριζαν ψηλά, ακουμπώντας την ιριδίζουσα γραμμή του ανέφελου ορίζοντα. Μέσα στην ανείπωτη ομορφιά της φύσης, τα μάτια τους συναντήθηκαν γεμάτα ελπίδα για την νέα ζωή που έφτανε, που ήλπιζαν να μεγαλώσει μακριά, σε ένα τόπο ειρηνικό. Σε ένα τόπο που από τον ουρανό έπεφτε μόνο βροχή και χιόνι, που ο ήλιος δεν σκιάζονταν ποτέ, που ο φόβος του πολέμου δεν φώλιαζε καθημερινά στις ζωές ανθρώπων...

   Ξάφνου ο ουρανός σκοτείνιασε πιο νωρίς από κάθε άλλη φορά, δυο μεταλλικά φτερά σκέπασαν τις τελευταίες αχτίδες του καθώς σκόρπισαν τον θάνατο. Το αίμα έβαψε την αγκαλιά τους, κι ύστερα τα δυο τους βραχάκια…

~~~

   Στην χιλιοβομβαρδισμένη πόλη, ο θάνατος παραμόνευε παντού. Σαν την πυκνή σκόνη τριγυρνούσε σε δρόμους και πλατείες, στα χαλάσματα, στα ερείπια των κτιρίων. Πέφτοντας το σκοτάδι χώθηκε στο νοσοκομείο, ακολουθώντας το ζεστό ακόμη αίμα, να πάρει μόνο όσους έπρεπε. Περπατούσε αργά κι ήταν οι ώμοι του πεσμένοι, τόση σφαγή, κι ο ίδιος δεν την άντεχε…


   Η μοναδική χειρουργός του αποδεκατισμένου νοσοκομείου, άυπνη εδώ και μέρες, πεινασμένη, με ότι δυνάμεις της απέμεναν, άρπαξε το μωρό από τα παγωμένα χέρια του θανάτου και κράτησε το νεογέννητο κοριτσάκι στα δικά της. Με την αγκαλιά της γεμάτη, με την καρδιά της μισή, με τα μάτια υγρά, κοίταξε την μάνα του κοριτσιού που κείτονταν στο χειρουργικό τραπέζι, σκεπασμένη με ένα χοντρό καταματωμένο σεντόνι. Το πρόσωπο της γαλήνιο, τα μάτια της σφαλιστά, δεν θα έβλεπαν με λατρεία ποτέ το παιδί που αναστούσε μέσα της εννιά μήνες, με τόση αγάπη. Το σπλάχνο της, ανασυρμένο από την μητρική του θάλασσα, έκλαιγε γοερά, τραντάζονταν το μικροσκοπικό κορμάκι του.

   Έσκυψε και της φίλησε το μέτωπο κι ύστερα ακούμπησε το μωρό στην αγκαλιά της νεκρής μητέρας, να την νοιώσει για τελευταία φορά, η ψυχή της ήταν ακόμη εκεί…

    Η πόρτα έτριξε, ένας νοσοκόμος, μπήκε στο χειρουργείο να πάρει το νεκρό σώμα της μάνας για εκείνον τον μεσιανό θάλαμο, που δεν είχε χτυπηθεί ακόμη από οβίδες. Εκεί όπου την περίμενε ο αγαπημένος της να ταφούν μαζί, εκεί όπου δεν έφταναν οι προσευχές ούτε στον Χριστό, ούτε στο Αλλάχ, εκεί όπου οι συγγενείς περίμεναν να αγκαλιάσουν ότι απέμεινε από τους ανθρώπους τους.


   Η γιατρός, κρατώντας απαλά το παιδί στο στήθος της, έστρεψε κατά το ραγισμένο παράθυρο. Κάρφωσε το βλέμμα της στην σκοτεινή θάλασσα… κάπου εκεί υπήρχαν δυο βραχάκια, πριν λίγη ώρα καθόταν οι γονείς που δεν θα γνώριζε ποτέ αυτή η ψυχούλα. Έκλαψε πολύ, το χρωστούσε στο μωρό, στο βασανισμένο λαό της, στους πρόσφυγες αυτού του κόσμου. Ψηλά, στο νυχτερινό στερέωμα, τις φάνηκε πως τα μυριάδες αστέρια τρεμόπαιζαν λυπημένα, καλωσορίζοντας την νέα ζωή…



Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ

Θεσσαλονίκη
28/10/2024

Αφιερωμένο στην μνήμη του Ιωνά Καρούση και όλων των αδικοχαμένων παιδιών αυτού και κάθε άλλου πολέμου.

Ζωγράφος Ντίνος Παπασπύρου, τις θερμές μου ευχαριστίες στην Δέσποινα Παπασπύρου για την παραχώρηση της χρήσης των έργων του πατέρα της στο διήγημα.

Έργα:

ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-21, ηλιοβασίλεμα στην Παραλία Διονυσίου, τέμπερα, 28Χ38 εκ., 2012, Κωδ. 1007

ΠΙΝΑΚΑΣ-Επίκληση (δυο χέρια στον ουρανό)

Παρασκευή, Μαΐου 31, 2024

Ρεμέτζο



Ρεμέτζο

  “Δεν σου αρέσει το αφεντικό; Οι σερβιτόροι σε διώχνουν; Ο μάγειρας ξύπνησε στραβά; Άστους, αυτοί ίδιοι είναι όλοι, το μόνο που έχουν στο μυαλό τους είναι ο πελάτης τους. Πας λίγο παραπέρα, τους κοιτάς περιπαικτικά και ύστερα επιδεικτικά, με το κεφάλι ψηλά, τράβα στο διπλανό μαγαζί. Εμείς εδώ δεν χρειάζεται να σκάμε, έχουμε και πολλά να διαλέξουμε!!!  Ύστερα, με τα χρόνια μαθαίνεις να ξεχωρίζεις τους πελάτες, μαθαίνεις τις συνήθειες, καταλαβαίνεις τον άλλον ρε παιδί μου. Που θα φύγεις νηστικός, που θα τσιμπήσεις το κατιτίς σου. Τι κόλπο πιάνει στις γυναίκες, ποιο στους άντρες και πάνω από όλα, ποιο στα παιδιά; Άντε ελάτε αύριο να σας τα δείξω, όλα στην πράξη”  


    Ήταν καμιά δεκαριά χρονών, αρκετά νέος για να είναι ακόμη σβέλτος και αρκετά μεγάλος για να έχει την απαραίτητη εμπειρία, αυτό που αποκαλείται σοφία της ζωής. Είχε κερδίσει πολλά πτυχία μετά τόσα χρόνια στο πανεπιστήμιο του δρόμου ή καλύτερα της Αφύτου· γιατί σε ένα τουριστικό μέρος πως να το κάνουμε, κόσμος και κοσμάκης από όλη την γη, έχεις πολλές επιλογές και πολλά μαθήματα να λάβεις. Μα δεν ήταν μόνο αυτό, τα καλοκαίρια αλλά τους χειμώνες κυρίως που οι ταβέρνες ήταν λιγοστές, έκανε καλή παρέα και με τους ψαράδες και έτρωγε φρέσκα και λαχταριστά ψαράκια, δίπλα στα βαθυγάλαζα νερά του ευλογημένου τόπου που γεννήθηκε. Μετά λοιπόν τόση εξάσκηση και τόσες περγαμηνές πλέον, μάθαινε στα νεαρά γατάκια τα κόλπα του.

“Λοιπόν, ακούστε με. Μην μαλώνετε μπροστά στους ανθρώπους γιατί θα σας διώξουν μακριά. Σκορπιστείτε σε όλα τα μαγαζιά, φαγητό έχει για όλους, αρκεί να ξέρεις να το ζητήσεις έξυπνα!!!” έλεγε με σιγουριά στα μικρά…

 

   Φυσικά, κι εκείνος ήταν κάποτε σαν κι αυτά, μικρούλης και άγαρμπος και τώρα αναπολούσε εκείνα τα χρόνια. Τα χρόνια που πέρασαν με τα όμορφα αλλά και με τις δυσκολίες τους. Την μάνα του δεν την θυμόταν καλά καλά, θυμόταν όμως σαν σε ξεθωριασμένη ταινία, όλα τα φερσίματα, τις τσιριμόνιες και τα κόλπα της. Μεγάλη καταφερτζού, ήξερε καλά πως να θέλγει αλλά και να μην ενοχλεί τους πελάτες. Καθόταν απέναντι τους ακίνητη και με εκείνες τις καταπράσινες ματάρες της, κουνώντας απαλά, απαλά την ροζ μυτούλα, ενώ ξερογλείφονταν με αξεπέραστο στυλ, εξέπεμπε όλη την γοητεία της. Με τις πρώτες ματιές και τα χαμόγελα των ανθρώπων, να σου και νιαούριζε βελούδινα. Μετά έκανε μικρά μικρά βηματάκια προς τον στόχο της και σταματούσε. Έπειτα, άλλη μια ενισχυμένη δόση ματάρες - μυτούλα - νιαούρισμα  και οι πρώτες μπουκίτσες φαγητό αιωρούνταν στον αέρα!!!          

    Ίδιος και απαράλλαχτος και αυτός· σαν και εκείνη, λευκός με καφετιά συμμετρικά μπαλώματα, πράσινα μάτια και η έντονα ροζ μυτούλα του ξεχώριζε μέσα στο λευκό κεφαλάκι. Στο μόνο που δεν της μοιάζει είναι η βραχνή, μπάσα φωνή που τον κάνει πολύ αστείο στους ανθρώπους και έτσι κερδίζει ακόμη πιο πολύ εύκολα το φαγητό του. Και αυτός όμως κύριος, όταν του πετάνε καμιά κομμάτα κρέας ή ψάρι πάντα κάθεται απέναντι στον δωρητή και δώστου οι βραχνές του ευχαριστίες ξανά και ξανά.

   Καλές και οι ομορφιές και τα κόλπα, πάνω από όλα όμως είναι εκείνη η σβελτάδα του που τον έχει σώσει από πολλές κακοτοπιές. Σαν μυριστεί τον κίνδυνο γίνεται αστραπή, κανείς σκύλος ή γκαρσόνι δεν τον προφταίνει. Μαζί και η πονηράδα του, έχει γίνει το ίνδαλμα όλων των μικρών γατιών της περιοχής. Κάθε τόσο συζητάνε τα νέα κατορθώματα του και σαν μεγαλώσουν ονειρεύονται να του μοιάσουν!!! Μέχρι και τα παιδιά του χωριού τον ζωγραφίζουν στα τετράδια ιχνογραφίας τους. Μάλιστα ένας ζωγράφος της περιοχής που έχει ζωγραφίσει δυο τρεις ντουζίνες ντενεκέδες με λουλούδια, με τις μορφές διαφόρων καλλιτεχνών, ζωγράφισε και την αρχοντιά του να τον καμαρώνουν όλοι και από κάτω, το όνομα. Το όνομα αυτού του θρύλου, είναι Ρεμέτζο· απ’ την ταβέρνα στην άκρη του πεζόδρομου. Εκεί αντρώθηκε και εκεί συχνάζει πιο πολύ, εκεί έχει και τους πιο μεγάλους θαυμαστές του.      

***


    Καλές οι δόξες, μα τώρα που μεγάλωσε, τα καλοκαιρινά βράδια μετά τα μαθήματα με τα γατιά και τις ταβέρνες με τους λαχταριστούς μεζέδες, περνάει απ’ τα μπαρ με την δυνατή μουσική, χώνεται ανάμεσα από το πλήθος των τουριστών και με σβέλτες κινήσεις τα αφήνει όλα πίσω του και καταλήγει σε ένα στενό, ήσυχο ανηφορικό δρομάκι. Στην άκρη του βρίσκεται ένα δίπατο λευκό σπιτάκι, είναι το όμορφο πετρόκτιστο κονάκι της κυρά Μυρσίνης. Είναι περιτριγυρισμένο από δέντρα και λουλούδια σε μεγάλες ζωγραφισμένες γλάστρες, λουσμένο με τις μυρωδιές που φέρνει το θαλασσινό αεράκι απ’ τα ανοικτά του Άθωνα. Χρόνια τώρα πάσχει από άνοια και καθώς κάθεται στο μπαλκονάκι της που βλέπει στον Τορωναίο κόλπο, ο Ρεμέτζο έρχεται χορτάτος και μαχμουρλής και τρίβεται απαλά απαλά στα πόδια της. Ξέρει πως δεν καταλαβαίνει, δεν μιλά με τους ανθρώπους, όμως εκείνον τον κοιτά και τον καλωσορίζει με τα μάτια της, κι αυτός αμέσως δίνει μια και ανεβαίνει στην αγκαλιά της. Η κυρά Μυρσίνη ζει μόνη, αλλά ακόμη την φροντίζουν όλες οι παλιές γειτόνισσές της. Έχει χρόνια που έφυγε ο γέρος της, ο κυρ Σίμος, ο μόνος που είχε στον κόσμο. Κι ο Ρεμέτζο θυμάται που τον τάιζε, μετά όμως, μια μέρα εξαφανίστηκε.

   Ο Ρεμέτζο τώρα που έχουν περάσει τα χρόνια, βλέπει ότι κάποιοι λείπουν, συνεχώς όλο και κάποιοι λείπουν, χάνονται από τον χειμώνα στο καλοκαίρι. Έτσι, κάποια στιγμή ξαφνικά, σαν να άνοιξαν μια πόρτα και χάθηκαν πίσω της. Για αυτό εδώ και λίγο καιρό, τον γέρο ποντικό, δεν τον κυνήγησε ξανά. Τον λυπάται τον κακομοίρη που τον βλέπει να κάνει κάτι απελπιστικά αργές κινήσεις για να κρυφτεί. Ίσως κουράστηκε και θα εξαφανιστεί σύντομα και αυτός. Και αφού αν χορτάσει δεν έχει ούτε τσέπες, ούτε ντουλάπια για να την αποθηκεύει την τροφή, αντί να τον κυνηγά όπως παλιά, απεναντίας, κάτι ζουμερές μπουκίτσες που τις κερδίζει με τα καμώματα και τις μαλαγανιές του, τις αφήνει σε μια σκοτεινή γωνίτσα μόνο για εκείνον. Έτσι δεν τον βάζει σε κίνδυνο από τα νεαρά γατιά που αν ξεμύτιζε με μιας θα τον γραπώναν πια.

   Η κυρά Μυρσίνη, τα ανέφελα βράδια κοιτά για ώρες τα αστέρια που σιγοκαίνε στο σκοτεινό στερέωμα πάνω από γης και θάλασσα. Κάπου κάπου, ανάμεσα σε γαλαξίες και νεφελώματα, σ’ αυτό το αμυδρό φως που ταξιδεύει μυριάδες χρόνια, αναγνωρίζει την μόνη μορφή που αγάπησε τόσο δυνατά, του Σίμου. Κι ο Ρεμέτζο καθώς κουρνιάζει στην αγκαλιά της γερόντισσας και του χαδεύει το απαλό τρίχωμα, γουργουρίζει ευτυχισμένος. Σαν στέκεται το βλέμμα του κι αυτού εκεί ψηλά και βλέπει αυτές τις ουράνιες πυγολαμπίδες να παιχνιδίζουν, νομίζει πως βλέπει πρώτα το κεφάλι με την μυτούλα, κι ύστερα το λιγνό κορμί και την ουρά της μάνας του. Την βλέπει να περπατάει με χάρη και να κοιτάει τριγύρω της· σαν να τον ψάχνει μέσα στο σκοτάδι. Του λείπει πολύ, να όμως που απ’ το χέρια της κυρά Μυρσίνης παίρνει πολύ αγάπη, μα δεν θα διαρκέσει για πάντα. 

   


   Το ξέρει πια, είναι αρκετά μεγάλος, αυτή είναι η ζωή. Τον τελευταίο καιρό όλο και τον βασανίζει παραπάνω, πως σκαρφάλωσε τόσο ψηλά η μάνα του και πως φτάνει κανείς εκεί; Που να βρίσκεται αυτή η πόρτα που σε οδηγεί στις πυγολαμπίδες; Έχει ψάξει όλο το χωριό, από την θάλασσα μέχρι την πιο απίθανη γωνία, όπου και αν τρύπωσε δεν την βρήκε. Δεν πειράζει όμως, είναι σίγουρος πως θα έρθει και για αυτόν κάποτε η μέρα που θα την ανοίξει και θα εξαφανιστεί πίσω της. Δεν τον φοβίζει καθόλου μα καθόλου αυτή η στιγμή, γιατί τότε θα βρει την μάνα του και θα παίξει και η αρχοντιά του με αυτές τις περίεργες πυγολαμπίδες. Ααα και τότε σίγουρα θα την δείξει και στην κυρά Μυρσίνη, να έρθει και εκείνη στον ουρανό, να βρει την παντοτινή της αγάπη.

 





Στην μνήμη του πολυαγαπημένου μου φίλου, Θοδωρή Σαρογλάκη.

Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ

31 ΜΑΪΟΥ 2024

 

Ζωγράφος Ντίνος Παπασπύρου:

1. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-72, Ημερολόγιο καλοκαιριού 2012 -(6)- Μπουρίνι στην Παραλία Διονυσίου, τέμπερα, 12Χ12 εκ., 2012, Κωδ. 997

2. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΓΑΤΟΥΛΕΣ-131, Γατούλα της άνοιξης, τέμπερα, 27Χ17 εκ., 2014, Κωδ. 1210

3. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΓΑΤΟΥΛΕΣ-28, Γατούλα της νύχτας-1.jpg

 

Σάββατο, Δεκεμβρίου 30, 2023

O έρωτας στα χιόνια

 O έρωτας στα χιόνια


Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα. Και αυτός, σηκώνονταν το πρωί τρεκλίζοντας απ’ την ζαλάδα. Καίγανε τα σωθικά του απ’ το πιοτί, κι ο βήχας απ΄τα σέρτικα μιας ζωής, τράνταζε το λιγνό, ασθενικό κορμί. Σαν συνερχότανε λιγάκι, έβαζε το ναυτικό καπέλο κι έριχνε στους ώμους την καταφθαρμένη μάλλινη πατατούκα του – το μόνο αγαθό που του είχε μείνει απ’ τους προ της ευτυχίας του χρόνους – άναβε το στριφτό τσιγάρο του και κινούσε να κατηφορίσει προς την θάλασσα και τα καπηλειά του κέντρου.



    Ήταν μέσα της δεκαετίας του ΄80, κι αυτός ζούσε στην Άνω Πόλη, σ’ ένα χαμηλό διώροφο, ρημαδιασμένο απ’ τους καιρούς και την φτώχεια, βρώμικο και παγερό, θλιβερό απομεινάρι του πατρικού σπιτιού του. Χρόνια πριν, σαν ζούσε η μητέρα του, μύριζε πάστρα κι όλα ήταν καθαρά και τακτοποιημένα στην θέση τους. Στην παλιακιά μασίνα, έκαιγε δυνατή φωτιά που ζέσταινε γερά το πάνω σπίτι. Καθώς επέστρεφε από μπάρκα μακρινά, θυμόταν την εικόνα της με το μπαστουνάκι μέσα στην κουζίνα, θυμόταν κι αυτή την ζωηρή, πυρόξανθη φωτιά που ζεμάτιζε το μαντέμι. Στα μικρά ξύλινα παραθύρια· με θέα απλόχερη, από το λιμάνι μέχρι το μικρό Καραμπουρνού, θόλωναν τα παγωμένα τζάμια, από τα φρεσκομαγειρεμένα φαγητά της και οι μοσχοβολιές για τον ερχομό του μονάκριβου της, έφταναν μέχρι της κυρά Βασιλικής, στο έμπα της Μονής Βλατάδων.

   Τώρα που πια χέρι γυναικείο δεν υπήρχε, χαθήκαν όλα και τούτο το θλιβερό αχούρι, μύριζε μοναχά, τσιγάρο και αποφορά. Καθώς επέστρεφε τα βράδια, στραβοπατώντας δεξιά-αριστερά, έμπαινε μεσ’ το σκοτεινό χαμόσπιτο κι ένοιωθε πως βάραιναν, πως καμπυλώνονταν τα ντουβάρια απ’ τις αναμνήσεις. Μέσα στην απόλυτη σιγή αφουγκράζονταν με προσοχή, λες κι ήταν εκεί μαζί του τα φαντάσματα των αγαπημένων και στέκονταν στο σκοτάδι αγαπητικά, συμπονετικά, τριγύρω του.

   Άμα φώτιζε η μέρα, δεν είχε που να σταθεί, δεν τον κρατούσε ο τόπος. Οι γκρίζοι τοίχοι, παραμελημένοι, φουσκωμένοι απ’ την υγρασία, κρέμονταν απειλητικά πάνω απ’ το κεφάλι του. Έκλεινε την ρημαγμένη πόρτα και σιγά σιγά κατέβαινε αβέβαια την πολυκαιρισμένη, μεταλλική σκάλα, σφίγγοντας στο στήθος την πατατούκα του. Στριφογυριστή, γαλάζια στο χρώμα της σκουριάς, φαγωμένη από την βροχή και τον θαλασσινό αγέρα, έτριζε τρομακτικά σε κάθε πάτημα του. Το τελείωμα της, μέσα από ένα λιθόστρωτο λιγνό δρομάκι, οδηγούσε στην αυλή της Καππαδόκισσας αρχόντισσας, της κυράς Γεσθημανής.

Εδώ, σε αυτόν τον κηπάκο έπαιζε όταν ήταν μικρό παιδί. Όμορφο σπιτικό, στην σκιά των βορεινών τειχών του Επταπυργίου. Λέγανε οι παλιοί, πως σε αυτό το σπίτι κατοικούσαν μέχρι την απελευθέρωση της πόλης, Τούρκοι στρατιωτικοί διοικητές μαζί με την οικογένειες τους. Βαμμένο τώρα πια σκούρο πορτοκαλί, με τέσσερα παραθύρια και δυο ευρύχωρα σαχνισιά, με στέρεα φουρούσια, επιβάλλονταν στην γειτονιά. Στον συμμαζωμένο κηπάκο υπήρχαν χρωματιστές πρίμουλες και λευκά κυκλάμινα, διάφορα άνθη σε όμορφα τακτοποιημένες γλαστρούλες, χάρμα οφθαλμών! Κάθε που θα περνούσε, έσκυβε το λιγνό κορμί του και έκοβε κανένα ανθάκι που το έπιανε στο πέτο.

   Έπειτα θα κατηφόριζε μέσα απ’ τα στενοσόκακα της Άνω πόλης, μέχρι να βγει στο ξάστερο, εκεί που απλωνόταν στα πόδια του, η αρχαία οχύρωση και πελώρια η θάλασσα. Εδώ έκανε μια στάση το αστικό για την πόλη, για τις μακρόστενες στοές του κέντρου με τα ανήλιαγα ταβερνάκια τους. Κάτω από το αδύναμο φως των λαπτήρων, θα καθόταν με τις ώρες, να πιεί μέχρι να γίνει στουπί, να ξεχάσει την κατάντια του.

Πριν όμως να πάρει το δρόμο για το αστικό, λίγο πιο πέρα, έστριβε στο πέτρινο στενό σοκάκι με την απότομη κατηφοριά και σιγά σιγά κατρακυλούσε τοίχο - τοίχο μέχρι να φτάσει στο σπίτι εκείνης. Εκειδά που χτυπούσε η καρδιά του διακαούς του πόθου, της μοδίστρας, της Μαίρης. Σαν έφτανε έξω από το χαμηλό παραθυράκι της με τις χρωματιστές γλαστρούλες στο περβάζι, έβγαζε το ανθάκι από το πέτο του και σιγοτραγουδούσε μακρόσυρτα με την βραχνή φωνή του, τόσο όσο να τον ακούσει,

“ Όμορφο λουλούδι μου, σε κουβαλώ στο πέτο, άνοιξε το παραθύρι σου, κι αχ, αχ, το ναι καρδούλα μου, σε μένα μόνο πε’ το…” και αμέσως αναστέναζε με καημό “Έρωτας μωρέ είναι αυτός… Σεβντάς μεγάλος…” και άφηνε το ανθάκι στο περβάζι, να το βρει σαν ανοίξει τα παραθύρια της.

   Ένα τσούρμο κοριτσόπουλα απ’ τις γειτονιές της Άνω πόλης, τον είχανε πάρει χαμπάρι και τον ακολουθούσαν κάθε τρεις που περνούσε για το ερωτικό του κάλεσμα. Με τόσο καημό που έβγαζε ο κακομοίρης, του είχαν κολλήσει τα θηλυκά, και το παρατσούκλι. Επειδή όμως φοβόταν να του κοντοζυγώσουν, κρυφογελούσαν από μακριά και επαναλαμβάνανε χαμηλόφωνα, “Ο καπετάν Γιαννιός ο Σεβντάς, Ο καπετάν Γιαννιός ο Σεβντάς”  και μετά αρχινούσαν κι εκείνες,   

 

“Όμορφο λουλούδι μου, σε κουβαλώ στο πέτο,

άνοιξε το παραθύρι σου,

κι αχ, αχ, το ναι καρδούλα μου,

σε μένα μόνο πε’ το…”

Χααα, χαχαα, χααχαα.  

     Μετά το σύντομο πέρασμα του απ’ το σπίτι της, σουλούπωνε στους ώμους την πατατούκα του και έστριβε για να πάρει τον δρόμο για το κέντρο.

***

   Ο γερο ναυτικός, αυτό το ναυαγισμένο σκαρί, από παιδί έκανε διάφορες δουλειές για να επιβιώσει. Όπου υπήρχε δουλειά, από καμιά κυρά έτρεχε πρώτος, για ψώνια και άλλα μικροθελήματα στην αγορά. Μετά ξεκίνησε να δουλεύει εργάτης σε μια μάντρα με καυσόξυλα. Έπειτα απ’ τον πόλεμο, από έναν οικογενειακό φίλο που δούλευε στο λιμάνι βρήκε πλοίο και μπαρκάρισε για ένα καλύτερο αύριο. Για πολλά χρόνια ταξίδεψε στις θάλασσες, στους ωκεανούς και έτσι του έμεινε το καπετάν Γιαννιός. Δούλεψε σκληρά στα καράβια, στην αρχή τζόβενο, έκανε όλες τις αγγαρείες στην κουβέρτα, έπειτα επειδή του έκοβε έγινε βοηθός θερμαστής, πάλευε στο λεβητοστάσιο, κάρβουνο και πετρέλαιο, σωστή πίεση για να δουλέψουν τα καζάνια, να κινηθεί το πλοίο. Έβγαλε καλά λεφτά και είχε ρούχα όμορφα και χρυσαφικά, δακτυλίδια, καδένες, ρολόγια αξίας. Άσωτος όμως, σαν πιάνανε λιμάνι μετά από καιρό, κουμάρι, γυναίκα και πιοτό, τίποτα άλλο δεν τον ενδιέφερε. Ψηλός άντρας, ήταν παλικάρι με μούσκουλα μεστά, μακρύ και γωνιώδες πρόσωπο, αρρενωπό. Είχε πλούσια, σπαστά καστανόξανθα μαλλιά και ολόμαυρα λαμπερά μάτια που καθρέπτιζαν τον πόθο της νιότης του. Οι γυναίκες του έλεγαν κομπλιμέντα, πως έμοιαζε με κάποιον σταρ του σινεμά, αλλά δεν τον πολύ έκοφτε και ποιος να ήταν, φτάνει που είχε πέραση στην καρδιά τους.

   Μια ζωή μέσα στις καταχρήσεις, έκαψε τα σωθικά του, στις διασκεδάσεις σπατάλησε τόσα και τόσα χρήματα, τα υπάρχοντα του όλα. Τα έφαγε και του έμεινε πια μόνο η φθαρμένη πατατούκα του· αγορά προ πολλών χρόνων στο πρώτο μπάρκο του, στο λιμάνι της Αμβέρσας. Αν και μόλις είχε πατήσει τα 60 του, από τις κακουχίες και τις ασωτίες, είχε κακογεράσει και φαινότανε πολύ μεγαλύτερος. Ευτυχώς είχε βγάλει μια μικρή σύνταξη, από το ναυτικό ταμείο, και είχε καταφυγή το πατρικό του. Παρόλα αυτά με το πιοτό και τους μεζέδες στην ταβέρνα δεν του έμενε ούτε δραχμή, μέχρι να αλλάξει ο μήνας ήδη την χρώσταγε στους ταβερνιάρηδες.

   Καμιά φορά τον έπαιρνε για μισό μεροκάματο, – ή πιο πολύ για παρέα – με την βάρκα του κανένας ψαράς. Ανοίγονταν στον κόλπο και όταν γυρνούσαν απ’ την ψαριά, καθόταν να τον φιλέψουν στις παραθαλάσσιες καλύβες στο Καλοχώρι. Με καλό μεζέ στα κάρβουνα και τσίπουρο, τους έλεγε ένα σωρό ιστορίες από τα μπάρκα του στον κόσμο. Ταξίδευε πάλι… Αμβούργο, Πειραιάς, Βανκούβερ, Νέα Υόρκη, Σαβάνα, Μανίλα, Αμβέρσα, Τζέντα… Δύσκολα χρόνια, ακάματης δουλειάς αλλά και τόσες εικόνες, τόσες μνήμες απ’ την νιότη, τις διασκεδάσεις, τις φρύνες των λιμανιών.

    Περασμένα μεγαλεία, παρέες και γλεντοκόπια μέχρι το πρωί, όμως όταν πέθανε η μάνα του, κανείς πια στον κόσμο, δεν υπήρχε για εκείνον. Μοναχοπαίδι ήταν, ο πατέρας του ήταν εργάτης σε χυτήρια, πέθανε πριν τον πόλεμο καθώς ο Γιαννάκος του ήταν ακόμη παιδί. Η μάνα από τότε ξενοδούλευε στα σπίτια των πλουσίων μέχρι να γεράσει. Αυτό τους έσωσε στην κατοχή από την απόλυτη πείνα. Και εκείνος όμως, έξω από τις ακολασίες του, την βοηθούσε σαν ξεμπάρκαρε κάθε 1 – 2 χρόνια. Της έδινε παράδες για τα βερεσέ στα μπακαλό-μανάβικα και ότι χρειαζότανε για το σπίτι.

    Μα πέρα από τα ναυάγια του είχε κάνει και ένα καλό, είχε ένα τέκνο. Μα ήτανε και άτεκνος. Σαν θερμαστής ήταν καλός, πρακτικός όμως, έπρεπε να πάρει πτυχίο. Έφτασε στον Πειραιά για να δώσει εξετάσεις στο υπουργείο εμπορικής ναυτιλίας. Τα κατάφερε, εκείνο το διάστημα όμως της παραμονής του στην στεριά, βρήκε προς ώρας τον μάστορη του, σε μια  πειραιώτισσα που του πήρε τα μυαλά. Όμως δεν κάνανε χωριό για πολύ, πως να αντέξει η γυναίκα τον τζόγο και τα ξεπορτίσματα του μέχρι το πρωί με όλα τα λουλούδια της Τρούμπας; Εκείνος έχοντας πλέον το δίπλωμα του, βρήκε εργασία σε μια καλύτερη ναυτιλιακή και σύντομα μπαρκάρισε. Εκείνη έμεινε στον Πειραιά και κράτησε μόνο το παιδί του στα σπλάχνα της. Ούτε του το είπε, ούτε τον ξανάδε ποτέ, “Καλύτερα έτσι, γλυτώσαμε από δαύτον και την ασωτία του”, αναλογιζόταν πάντοτε εκείνη. Παντρεύτηκε έναν έμπορο νημάτων και εκείνος μεγάλωσε το παιδί σαν να ήτανε δικό του.

    Τώρα γέρος, φτωχός και μόνος, δεν είχε τίποτα να ελπίζει, ποιος να τον νοιαστεί και ποιος να τον αγαπήσει αυτόν τον μπεκιάρη; Χάθηκαν πια μαζί με τα χρήματα που σκόρπισε, τα νιάτα και η ομορφιά του. Ούτε και αυτή η μοδίστρα, η γειτόνισσα του, που τώρα είχε πέσει στον έρωτα της, δεν το νοιαζόταν, έστω να του δώσει ένα χαμόγελο της, για τα χρόνια εκείνα.      

    Τότε, όντας κοπελιά της παντρειάς, του έκανε τα γλυκά τα μάτια σαν τον έβλεπε τον μορφονιό· άντρας μεστός εκείνος, να κατηφορίζει έξω από το παραθύρι της. Τράβαγε την κουρτίνα τάχα να τινάξει ένα σεμεδάκι, τάχα να ποτίσει τις γλαστρούλες της και του χαμογελούσε όλο νάζι. Πέρασαν κάποια χρόνια, αυτός χανόταν και ξαναεπέστρεφε από τα μακρινά ταξίδια, όμως αυτής εντωμεταξύ, της ήρθε ένα καλό συνοικέσιο και βιάστηκε να παντρευτεί, μην χάσει το κελεπούρι. Κάποια στιγμή έμαθε, πως έκανε τέσσερα παιδιά και είχε άντρα με καλή δουλειά, σταθμάρχης στον ΟΣΕ που είχε γερό μισθό. Και οι δικές της οι δουλειές πήγαιναν καλά, κι είχε πελατεία διαλεχτή. Από τότε, όσες φορές και να τον είδε, σημασία δεν του ξανάδωσε. Εκείνη τώρα πια ήταν νοικοκυρά, κυρία με τα όλα της, κι αυτός ένας γέρο μέθυσος, πάντα του ρεμπεσκές.  

*** 

   Μόνος και έρημος, γυρνούσε τα κρύα βράδια στην γειτονιά σεκλετισμένος, παραπαίων από τα ούζα και τις ρετσίνες. Στο μπερδεμένο του μυαλό είχε έναν παραπονιάρικο σκοπό, σαν αυτούς που σκάρωνε τις ατελείωτες ώρες τις μοναξιάς στα ποντοπόρα πλοία. Στιχάκια που εμπνεόταν για τις ερωτικές εξομολογήσεις του στα λιμάνια της υφηλίου.

Έφτανε στο σπίτι της μοδίστρας και μουρμουρούσε με φωνή ζαλισμένη, λιγωμένη από το οινόπνευμα,  

 

“Σοκάκι μου, μακρύ δρομάκι μου, πάντα με οδηγείς σε εκείνη,

σε εκείνη που με πρόδωσε και μια ματιά δεν δίνει.

Στενό καλντεριμάκι μου, κατηφοριά μεγάλη,

βοήθα να με δεχτεί

αυτή που χρόνια με πικραίνει,

βοήθα να γίνω η αγάπη της

κι άλλο να μην με αποπαίρνει…”

 

Και καθώς δεν έπαιρνε καμιά απόκριση, της θύμωνε,

“Γειτόνισσα πανούργα, άπονη ψεύτρα, ράφτρα πολυλογού”.

 

 Όμως ύστερα μαλάκωνε,

 “Τόσες φορές πέρασα και ξάνοιξα

τα παραθύρια σου τα σφαλισμένα,

κι εσύ δεν τ’ άνοιξες γειτόνισσα

για να μου πεις έστω για μια φορά,

Γιαννιό μου έλα μέσα”

 

  Και δεν ήταν τόσο ότι ήταν ερωτευμένος μαζί της, αλλά είχε γαντζωθεί από δαύτην, από την νιότη του, την ομορφιά, από τον πόθο, την ευτυχία, την αποδοχή, είχε γαντζωθεί από το κάποτε, που είχε περάσει ανεπιστρεπτί…

 

***

                                                                                         

   Καρδιά του χειμώνα, κι ήταν παγερός κι άπονος, ο φόβος και ο τρόμος του φτωχού. Και εκείνος αυτά τα γιορτινά βράδια γυρνούσε στο παγερό και άθλιο αχούρι του, πιωμένος όπως πάντα, με την παλιά πατατούκα να του ξεφεύγει από τους ώμους. Πριν όμως, πάντα θα περνούσε από της Μαίρης. Κάποτε ο λαός έλεγε "Ο παπουτσής ξυπόλητος κι ο ράφτης μπαλωμένος"  Και μόνο μπαλωμένη δεν ήταν η μοδίστρα, απεναντίας φορούσε τα καλύτερα φορέματα, πλούσια παλτό, ζεστά, και τα μάγουλα της γυαλίζανε από τις πούδρες και τα φτιασιδώματα, τα μαλλιά της φρέσκο-χτενισμένα από την κομμώτρια και το πρόσωπο της γελαστό και ευτυχισμένο. Και οι πελάτισσες πολλές, πελατεία εκλεχτή. Ερχότανε για το βελόνι της από όλη την πόλη, καλός κόσμος, με πορτοφόλι γεμάτο. Και την αγαπούσαν, γιατί ήταν ομιλητική, πρόσχαρη και εξυπηρετική, όχι δεν έλεγε σε πελάτισσα, να την εξυπηρετήσει και ας ξημέρωνε κόβοντας και ράβοντας. Ο καπετάν Γιαννιός καθόταν πολλές φορές έξω απ’ το ευτυχισμένο προικό της, και το κοιτούσε. Το σπίτι σκοτεινό αλλά άκουγε μια την ραπτομηχανή, μια την γλώσσα της που μιλούσε στον άντρα της.  Όλους τους αγαπούσε εκείνη και τα παιδιά της και τον άντρα και τις πελάτισσες της, ακόμη και τα νήματα, τα πατρόν, την ραπτομηχανή της. Μόνο εκείνον δεν αγαπούσε, αυτόν τον άσωτο και φτωχό, τον γέρο, εκείνον που δεν γυρνούσε το μάτι Του να τον δει, ούτε ο ίδιος ο Θεός. Και τότε του έρχονταν ποιητικές εικόνες και σκέψεις φιλοσοφικές,

“Να είχε ο έρωτας βέλη, να είχε ο έρωτας θηλιές, να είχε φωτιές, να τρυπούσε τα παραθύρια, να ζέσταινε τις καρδιές, να πιάνε στις θηλιές του τις καρδιές, να τις έπιανε σαν τα κοτσύφια… Αχ γειτόνισσα άπονη, πολυλογού ”

 

***

   Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, εκείνο το βράδυ δεν είχε πιει πολύ, ο καιρός ήταν βαρύς και κρύος, αραιές χιονονιφάδες πέφτανε. Περπατούσε αργά και καθώς περνούσε απ’ το σπίτι της είδε στο βάθος ένα φως που έκαιγε, ήρθε κοντά στην κεντρική πόρτα με το θολό σαγρέ τζάμι. Η τηλεόραση του σπιτιού γέμιζε τον χώρο αναλαμπές και οι φωνές των ηθοποιών κάποιας ελληνικής ταινίας, μπερδεύονταν με αυτόν της ραπτομηχανής που χτυπούσε ρυθμικά καθώς η μοδίστρα γάζωνε επιδέξια, γρήγορα και σωστά. Εκείνος μουρμουρίζοντας είπε:

- Ένας Θεός θα μας κρίνει… κ’ ένας θάνατος θα μας ξεχωρίσει…

κι ύστερα με ένα στεναγμό “κι ένα κοιμητήρι θα μας σμίξει”

  

Μα δεν άντεξε φεύγοντας να μην της τραγουδήσει πάλι,

“Σοκάκι μου, μακρύ δρομάκι μου, πάντα με οδηγείς σε εκείνη,

σε εκείνη που με πρόδωσε και μια ματιά δεν δίνει…”

 

***

 


Την επομένη ο καιρός είχε βαρύνει κι άλλο, κι οι μικρές βαμβακερές τουφίτσες στρώνονταν παγωμένες στο στενό σοκάκι. Ο καπετάν Γιαννιός κοιτούσε τις νιφάδες με μια περίεργη χαρά,


- Ας χιονίσει, ας χιονίσει τόσο που να καλύψει τα πάντα ο Θεός, έλεγε με την κεφαλή του στραμμένη στον ουρανό, να ρίξει σε όλα ένα σεντόνι λευκό, να ασπρίσουμε στο μάτι Του, να ασπρίσουν τα κρίματα μας, να ασπρίσουν τα σωθικά μας, να μην έχουμε κακή καρδιά. Και έτσι όπως κοιτούσε το μακρύ στενό σοκάκι να ασπρίζει, σαν όνειρο χωρούσε εκεί όλη του η ζωή, μέσα εκεί χωρούσαν να ασπρίσουν και τα καράβια και τα λιμάνια, με τις ιερόδουλες και τις ασωτίες του, να τα ασπρίσει και να τα εξαγνίσει όλα ενώπιον του Θεού, του Κριτή των παλαιών ημερών, να μην παρουσιαστούν έτσι εμπρός του γυμνά, αδιάντροπα. Να σαβανώσει κάθε τι και τα ρούχα τα ακριβά, και τα κοσμήματα και το ετοιμόρροπο σπίτι, τη λερή πατατούκα του την κουρελιάρικη, την ίδια του την υπόσταση την θλιβερή. Να σαβανώσει και να καλύψει και την ράφτρα την πολυλογού, τα μαλλιά τα καλοχτενισμένα, τα φτιασίδια και το χαμόγελο της, την πονηριά και την προσποιητή ευγένεια της, και τα πατρόν και την ραπρομηχανή της, τον άντρα της και τα παιδιά της. Όλα τα έβλεπε στον μικρό δρομίσκο να σκεπάζονταν, όλα να καλύπτονται, να αγνίζονται κάτω απ’ το χιόνι.

 

***

 

    Ήλιος με δόντια, κι παγωνιά περόνιαζε τα κόκκαλα του. Είχε κατέβει απ’ τα αξημέρωτα στο λιμάνι, μπας και βρει κανένα ψαρά απ’ το Καλοχώρι να ανοιχτούν στην θάλασσα. Μάταια περίμενε τέτοια μέρα και το ήξερε, αλλά του έφτανε μονάχα που κοιτούσε την θάλασσα, καθόταν σε ένα τραπεζάκι απέναντι της, κάπνιζε και έπινε λίγο ούζο σε μια παλιά αποθήκη με εδώδιμα αποικιακά, στα κάτω Λαδάδικα.




   Τέτοιες μέρες πάντα του ερχόταν στο μυαλό η φωνή της μητέρας του, ένα ποιηματάκι χριστουγεννιάτικο που του έλεγε στα μικράτα του, κάποια σκόρπια στιχάκια του,

 

Στα τζάκια κάστανα ευωδιαστά,

όλοι γύρω απ' την φωτιά και

ο παππούς αφηγείται παραμύθια μαγικά.

Καλικάντζαροι, πλάσματα φοβερά, 

και έπειτα για το αστέρι της Βηθλεέμ μιλά,

για το Βρέφος και την Παναγιά,

την φάτνη, τους μάγους και τα ζωντανά,

Χριστούγεννα και εμείς παιδιά.

 

   Παραμονή των Χριστουγέννων και σιγά σιγά από τις γειτονιές οι άνθρωποι κατέβαιναν στις αγορές του κέντρου για τα τελευταία χριστουγεννιάτικα ψώνια. Οι δρόμοι γιορτινοί με τεράστιους κόκκινους φιόγκους και μεγάλα κίτρινα λαμπιόνια. Παρέες παρέες τα παιδιά γυρνούσαν στο κέντρο από νωρίς το πρωί και έψαλλαν τα κάλαντα με τα τρίγωνα τους· κάποια κρατώντας στολισμένα καραβάκια στα χέρια τους. Τα χριστουγεννιάτικα από τις μπάντες των συλλόγων με τα πνευστά και τα τύμπανα, αντηχούσαν από μακριά σε όλη την περιοχή. Όλοι μπαινοβγαίνοντας γρήγορα στα μαγαζιά προσπαθούσαν να προλάβουν να είναι απ’ τους πρώτους, ώστε να πάρουν τα περισσότερα από τα κάλαντα των Χριστουγέννων, τότε που οι μαγαζάτορες έδιναν τα πιο πολλά χρήματα και τα καλύτερα κεράσματα.

     Κατά το μεσημέρι ο κόσμος ήταν ασφυκτικά πολύς στην αγορά για τα τελευταία ψώνια και εκείνος γύρισε προς τα πάνω, να πάει σε ένα ήσυχο κουτουκάκι κατά το Καπάνι. Μέσ’ το μαγαζί με τις πολυκαιρισμένες καρέκλες και τα ξεθωριασμένα τραπέζια, τις υπόλευκες λάμπες φθορισμού και τις παλιές αφίσες λαϊκών τραγουδιστών δεν έφταναν τα κάλαντα, τα Χριστούγεννα είχαν μείνει έξω από την πόρτα του. Ο κόσμος αρκετός, η ρετσίνα ήταν κερασμένη, άφθονη, με καλό μεζέ. Ας μην φαινόταν πουθενά τα Χριστούγεννα εδώ μέσα, αύριο γιόρταζε ο Χρήστος, ο ταβερνιάρης, κι ήταν όλα δικά του για σήμερα.

   Ο καπετάν Γιαννιός σεκλετισμένος, έπινε την ρετσίνα του και άκουγε λαϊκά απ’ το παλιό λαμπάτο ραδιόφωνο. Οι λυχνίες είχαν συντονιστεί στα μεσαία κύματα, στον πειρατικό σταθμό, ο Ήλιος του Βορρά. Μια μεγάλη επιτυχία μόλις είχε ξεκινήσει. Η τραγουδίστρια· θυμόταν μόνο το όνομα της Κατερίνα, το απέδιδε τόσο τίμια, τόσο αληθινά με την αισθαντική, βαθιά φωνή της, που μαζί με το μπουζούκι μιλούσαν βαθιά στην ύπαρξη του γέρο θαλασσινού,

“Μυστικέ μουυυ έρωτααααα, αχχχχ έρωταααα, κρυφέεεεεεεε… ότι τώρα έζησα δεν έζησα ποτέ… Έρωτα κρυφέεε…. Μια φωτιάαα που καίει τα στήθιααα, μια φωτιάαα… και πονώ και πονώ…”

 

- Γειτόνισσα κακούργα, ψεύτρα, μπαμπέσα, αναστέναξε βαριά και κατέβασε μονορούφι την μαλαματένια ρετσίνα του…

 

***


Πέρασαν οι ώρες, βράδιασε, τα φώτα των εμπορικών έσβησαν, τα μεταλλικά στόρια της ταβέρνας κατέβηκαν, βράδυ παραμονής Χριστουγέννων. Το αστικό τον άφησε στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων στην Πορτάρα. Τύφλα στο μεθύσι πήρε τον δρόμο για το ρημάδι· όπως έλεγε το σπίτι του. Παραπατούσε, παρέπαιε, έκανε λίγα βήματα και έπιανε να στηριχτεί. Τα σωθικά του ήταν καμένα, τα πνευμόνια του άδεια από οξυγόνο, δεν είχε ζωή, ένα λείψανο που παραπατούσε στα στενά δρομάκια της Άνω Πόλης.


   Το σπίτι της μοδίστρας ήταν κατάφωτο, γιορτινό. Μέσα ήταν στολισμένο το έλατο με τα αραιά κλαδιά και το παχύ στρώμα βαμβάκι, με τις γυάλινες μπάλες και τα μεγάλα πολύχρωμα  λαμπιόνια που αναβόσβηναν απαλά. Ο στολισμός όμως ήταν και έξω, γύρω απ’ τα παραθύρια είχε απλώσει χρυσές και ασημένιες γιρλάντες στολισμένες με υφασμάτινες κορδέλες. Μέσα στο σπιτικό κόσμος πολύς, μαζεύτηκαν τα παιδιά της για τις γιορτές, είχαν έρθει συγγενείς και κάποιοι φίλοι για να περάσουν όλοι μαζί το βράδυ της παραμονής. Να κάνουν ρεβεγιόν, να φάνε και να πιουν, να παίξουν χαρτιά. Νέα, κοσμικά πράγματα, όπως προβάλανε τα περιοδικά. Όλοι τα τελευταία χρόνια προσπαθούσαν να μιμηθούν την φανταχτερή ζωή των πλουσίων και διασήμων και έτσι, τέτοιες μαζώξεις γίνονταν σε όλα τα καθώς πρέπει σπίτια.

   Πλησίασε στην πόρτα της. Άρε και να του άνοιγε, άρε και να τον κοιτούσε με εκείνο το βλέμμα το αλλοτινό, το γεμάτο προσμονή, λαχτάρα και πόθο. Άρε και να άνοιγε η εξώπορτα και να τον έπαιρνε και αυτόν τον κακομοίρη μέσα.

Τα πόδια του δεν τον κρατούσαν, στηρίχθηκε στον τοίχο και άρχισε να σιγομουρμουρίζει,

“Να χε έρωτα η θηλιά… Τα παραθύρια να ‘χαν φωτιές…”,  δεν σκεφτόταν λογικά, μπέρδευε τα λόγια του.

     Σε μια στιγμή έχασε την ισορροπία του πήγε να πιαστεί και έπεσε πάνω στην εξώπορτα. Τράνταξε το ξύλο στο κούφωμα. Ο άντρας της μοδίστρας άκουσε τον θόρυβο, τράβηξε την κουρτίνα και άνοιξε ένα από τα παραθύρια.

- Ποιος είναι; Ακούστηκε θυμωμένη η φωνή του.

Όμως εκείνος δεν φαινόταν, τον έκρυβε η τσιμεντένια κολώνα της εξώπορτας. Το παράθυρο έκλεισε, τίποτα παιδιά θα έκαναν πλάκες είχε σκεφτεί ο σιδηροδρομικός.

Το πνεύμα του ήταν ναύγιο, οι λέξεις καράβια που συγκρούονταν στην τρικυμία του μυαλού του,

“Άπονη κατηφοριά, πολυλογού σοκάκι..” ψιθύρισε.

“Μια κατηφοριά είμαι και εγώ, ζωντανή μωρέ…ζωντανή…”

    Έκανε να σηκωθεί από την πόρτα αλλά δεν μπορούσε, με μεγάλη προσπάθεια δυο και τρεις φορές τα κατάφερε. Δυο βήματα όμως και πάλι έπεσε στα οπίσθια του. Το κεφάλι του στηρίχθηκε στον τοίχο του σπιτιού της κάτω από τα παραθύρια της και τα πόδια του, τα μακριά, σχεδόν κάλυψαν τον στενό δρομίσκο. Πόσα άνθη δεν είχε ακουμπήσει σε αυτά τα περβάζια; Πόσες φορές τραγούδησε μόνο για εκείνη σ’ αυτό το σοκάκι;

“Είχε έρωτααα θηλιά…  Παραθύρια…φωτιές, τα βέλ κοτσύφ”  

 

   Απέναντι του, ανάμεσα από δυο σπίτια δημιουργούνταν ένα μικρό άνοιγμα και άφηνε να ξεπροβάλει κάτω το λιμάνι. Τα φώτα φαινόταν στο βάθος τόσο αμυδρά που τρεμοπαίζανε σαν μακρινά αστέρια στον χριστουγεννιάτικο ουρανό. Οι τεράστιοι βραχίονες εκφόρτωσης έμοιαζαν λες και είχαν φτιάξει μια αγκαλιά. Από κάπου, ο αέρας έφερνε μια μακρινή μελωδία, παιδικές φωνές που έψαλαν τα κάλαντα έφταναν στα αυτιά του.

“Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει, οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίσις όλη…”

  Κοιτούσε στο μικρό άνοιγμα, την σκοτεινή θάλασσα, μέσα στα φώτα μια μορφή πρόβαλε καθώς ο άνεμος γέμιζε απ’ το “εν φάτνη των αλόγων, ο βασιλεύς των ουρανών, και ποιητής των όλων.”

- Παν…γία… Χρισ…λης.  Ναι τους έβλεπε, ήταν εκεί τον κρατούσε στην αγκαλιά της, όχι σε φάτνη, καθόταν στην προβλήτα η μάνα, ανάμεσα στα καράβια και τους σκυφτούς βραχίονες του λιμένα…

- Χριστούγ…νναα ειν.. αγάπ μωρέεεεε, είπε πνιχτά με τις τελευταίες του δυνάμεις.

   Πέρασε λίγη ώρα ο καπετάν Γιαννιός γερτός στον τοίχο, ακίνητος, παγωμένος. Στο σπίτι τα γέλια και οι χαρές περίσσευαν, η μοδίστρα ήταν τόσο ευτυχισμένη για όλα, μα για εκείνον τον άνθρωπο έξω απ’ το κατώφλι της δεν υπήρχε καμιά συμπόνοια, καμιά ελπίδα σε τούτο τον κόσμο.

 Ένα φως άναψε έξω απ΄την πόρτα και αμέσως άνοιξε,

- Αχ γειτό…σσα, άνοιξ για τ Γιανν, οι λέξεις του ακατάληπτες, το σπίτι κατέρρεε, κόσμος ανάλγητος, σκληρός, μοναξιά, απελπισία, πόνος, υγεία κατεστραμμένη, σώμα διαλυμένο, βασανισμένο. Δεν μπορούσε να ζήσει, να αισθανθεί να χαρεί. Έπινε για να σηκωθεί, να περπατήσει, να ζήσει, έπινε για να γλιστρήσει. Δεν είχε χτύπο η καρδιά, δεν υπήρχε αγάπη για αυτόν στη γη.  

   Ούτε η μοδίστρα ήταν, ούτε η πόρτα του σπιτιού της άνοιξε για τον καπετάν Γιαννιό, δεν θα την έβλεπε ποτέ ξανά, ούτε εκείνη ούτε τίποτα άλλο στον κόσμο αυτόν.

Εκείνος τώρα καθόταν στην βάση της στριφογυριστής μεταλλικής σκάλας του πατρικού του. Είδε τους γονείς του ορθούς, νέους, η δική τους πόρτα είχε ανοίξει για εκείνον. Το σπίτι στολισμένο και φωτεινό όπως κάποτε. Οι αγκαλιές τους ανοιχτές γεμάτες φροντίδα, μόνο για εκείνον! Τι ομορφιά! Τι υπέροχη εικόνα, πόσο χαιρόταν!  

   Ο καιρός όλο και βάραινε, είχε μπει στην πόλη ένας υγρός Απηλιώτης, που γύρισε γρήγορα σε έναν δυνατό και παγερό Γρεγολεβάντη. Κουβαλούσε μαζί του πολλά χιόνια, η πόλη θα ξημέρωνε με λευκά Χριστούγεννα!!!

   Η πολιτεία, το λιμάνι, χάθηκαν, τα αρχαία τείχη ξεπρόβαλαν θεόρατα, βγαλμένα από το μύθο, μέσ’ την χιονοθύελλα που όλο και δυνάμωνε.  Η μητέρα κατέβηκε τα σκαλοπάτια, η σκάλα δεν έτριζε, ήταν ολόγερη και φρεσκοβαμμένη γαλάζια. Η φωνή της, τα λόγια της μαλακά, γεμάτα αγάπη, ήταν και πάλι παιδί αργά την παραμονή αυτών των Χριστουγέννων. Νύσταζε έπρεπε να κοιμηθεί, θα σηκωνόταν αξημέρωτα οι τρεις τους για να πάνε στην χριστουγεννιάτικη λειτουργεία. Η μάνα κρατούσε στα χέρια μια λευκή κουβέρτα και τον σκέπασε, ήταν τόσο ζεστή σαν και την αγκαλιά της, Η φωνή της ακούστηκε μέσα στην Άγια την νυχτιά, ήταν το ποίημα που του έλεγε, κάθε παραμονή Χριστουγέννων,  

Στα τζάκια κάστανα ευωδιαστά,

όλοι γύρω απ' την φωτιά και

ο παππούς αφηγείται παραμύθια μαγικά.

Καλικάντζαροι, πλάσματα φοβερά, 

και έπειτα για το αστέρι της Βηθλεέμ μιλά,

για το Βρέφος και την Παναγιά,

την φάτνη, τους μάγους και τα ζωντανά,

Χριστούγεννα και εμείς παιδιά.

 

   Καὶ ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ' ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου.


Αφιερωμένο στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον συγγραφέα του έρωτα στα Χιόνια, που δημοσιεύθηκε την Πρωτοχρονιά του 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις, του Βλάσση Γαβριηλίδη. Σχεδόν εκατό χρόνια μετά, το ίδιο διήγημα εκτυλίσσεται στην δική μου θαλασσινή Θεσσαλονίκη, στην Άνω Πόλη που συνυπάρχει με τα κάστρα της, ζει με το παρελθόν της, μέσα απ’ την αχλή της ιστορίας.


Στην μνήμη της μητέρας μου, Ελευθερίας και του πατέρα μου Δημήτρη, που αναπαύονται στο ίδιο κοιμητήρι.

Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ

Θεσσαλονίκη,  Δεκέμβριος 2023

Πίνακες: Ζωγράφος Ντίνος Παπασπύρου.

1. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ-66, ΕΡΓΟ -ΤΟ ΓΕΝΤΙ ΚΟΥΛΕ-

2. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ-54, Από την Πάνω Πόλη, τέμπερα, 18Χ38 εκ., 2011, Κωδ. 779

5. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ-41, 2009 Η εκκλησία των Αγ. Αναργύρων στην Πάνω Πόλη από την Πορτάρα

Πίνακες: Ζωγράφος Στέργιος Μποζίνης

3. Μπαρμπούτα, από την εβραϊκή συνοικία.

4. Λιμάνι Θεσσαλονίκης, τρίπτυχο νο1 2005


Απόσπασμα ποιήματος: Χριστούγεννα ήρθαν ξανά, Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ, 2015

Τραγούδι: Μυστικέ μου έρωτα 1982, στίχοι - μουσική Τάκης Μουσαφίρης


 


Σάββατο, Δεκεμβρίου 24, 2022

Απαγόρευση Νυχτερινής Κυκλοφορίας

 Απαγόρευση Νυχτερινής Κυκλοφορίας

I

Όσα είμαι εγώ, όσα ήσουν εσύ

όσα θα ξεχαστούν, όσα θα ταξιδεύουν…

 

 

II

 

Εικόνες, λέξεις,

ήχοι, συναισθήματα,

όλα μοιάζουν καλά τακτοποιημένα

μέσα σε μια κόκκινη βαλίτσα,

που ταξιδεύει χρόνια,

κι όμως, αργά, αργά, φυλλοροεί…

 

 

Μνήμη

 

Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ

ΜΑΪΟΣ 2021

 

 

 

Βέροια, Νοέμβρης 1941

Αν και νιόφερτος στην γειτονιά του Άγιου Αντώνη, ο Δημητράκης, είχε κάνει κιόλας καλές φιλίες. Δεν είχε ούτε δυο μήνες που πάτησε το πόδι του στην Βέροια, μετά από ένα περιπετειώδες ταξίδι που ξεκίνησε απ’ την Θεσσαλονίκη. Χρειάστηκαν τρένο, δυο φορτηγά κι ένα κάρο με δυο μουλάρια, ωσότου φτάσουν στον προορισμό τους. Μιας κι από ένα σαμποτάζ των αντιστασιακών είχαν ακινητοποιηθεί τα τρένα στο ύψος του Αξιού, αυτός κι ο θείος του ο Αναστάσης Κατινάς συνέχισαν με τα πόδια μέσα στο Σεπτεμβριάτικο ζεστό πρωινό. Έφτασαν μέχρι το Άδενδρο κι από εκεί με ένα φορτηγό γεμάτο ξυλεία, αφού έκαναν αναγκαστικά κύκλο μέχρι την Χαλκηδόνα για να παραδώσουν την παραγγελία σε ένα ξυλόφουρνο, έπειτα κατηφόρισαν προς το Πλατύ. Εκεί ξεφορτώθηκε και το τελευταίο φορτίο, κι αυτοί φορτώσανε τα λιγοστά μπαγάζια τους σε ένα κάρο που το σέρνανε μέσα στο λιοπύρι, δυο λιγνά, λευκά μουλάρια. Στον Γιδά, βρήκαν πάλι ένα φορτηγό, ένα γκαζοζέν που επέστρεφε στην Βέροια. Αν και πλήρωσε πολλά ο θείος για δαύτο το ρημάδι και πάλι μακάριζε την τύχη τους που εκτός απροόπτου θα περνούσαν τα χωριά του κάμπου της Ημαθίας για να φτάσουν τουλάχιστον, την ίδια μέρα στο σπίτι. Και δεν όριζαν μόνο οι Γερμανοί το απρόοπτο, αν κι αδειανό από φορτίο εκείνο το χάλασμα που ανεβήκαν, κινούνταν αργά, αγκομαχούσε στους λακουβιασμένους χωματόδρομους και έβγαζε ένα απειλητικό θόρυβο λες και επέκειτο να εκραγεί στην μέση του δρόμου. Λόγω της έλλειψης καυσίμων και της μετατροπής του για να κινείται δίχως βενζίνη, σήκωνε στήλες καπνού από τα ξύλα που καιγόταν στο καζάνι για την πυρόλυση, ενώ η οσμή που έφτανε στους επιβάτες ήταν αποπνικτή. Παρόλα αυτά, μέσα από ένα σωρό γερμανικά μπλόκα, αργά το απόγευμα επιτέλους έφτασαν στην Βέροια μ’ αυτήν την συμφοριασμένη σακαράκα, κι ο μικρός πρωτοαντίκρισε τον όμορφο τόπο της μάνας του.

 

***

 

   Όπως συνέβαινε απ’ τα παλιά στην βορειοελλαδίτικη πόλη, οι συμφωνίες για τα κάλαντα κλείνονται αρκετά νωρίς, ήδη απ’ τον Νοέμβρη. Σε τούτα τα χνάρια, η αγοροπαρέα του Δημητράκη του Θεσσαλονικιού και των διδύμων του Βακουφάρη του συμβολαιογράφου, έδωσε τα χέρια για τα κόλιντα, ανήμερα του Αγίου Φιλίππου, τον Νοέμβρη του 1941. 

   Παλιότερα, ο Άγιος Φίλιππος γιορτάζονταν λαμπρά σε τούτα τα μέρη. Στα σπιτικά οι κυράδες, μέρες πριν προετοίμαζαν τα πλούσια τραπεζώματα της γιορτινής μέρας. Λογής λογής νόστιμα φαγιά, σαλάτες, λαδερά, πίτες και κρεατικά, άφθονο κρασί και παραδοσιακά γλυκά, γέμιζαν τα γιορτάρικα τραπέζια. Τα ασβεστωμένα σπίτια μοσχοβολούσαν από τα μαγειρέματα, κι έτσι που στέκονταν κοντά κοντά στα στενά σοκάκια, μπορούσες μεμιάς να γευτείς όλη την νοστιμάδα τους μαζί. Μέχρι αργά το βράδυ, οι βεγγέρες έδιναν και έπαιρναν στην πόλη που απ’ άκρη σ΄ άκρη αντηχούσε από το εορταστικό κλίμα. Ήταν η τελευταία γιορτή, το τελευταίο φαγοπότι, αφού από την επομένη έμπαινε η Σαρακοστή και ξεκινούσε η νηστεία μέχρι τον ερχομό του Δωδεκαημέρου.  

     Δυστυχώς, με την κατοχή όλα αυτά ήταν πια μόνο όμορφες αναμνήσεις. Όμως, τι κι αν οι κατακτητές από το απόγευμα της 11ης Απριλίου∙ μπαίνοντας στην πόλη με τον τρομακτικό βηματισμό και τα βαριά τεθωρακισμένα, είχαν μαυρίσει τις καρδιές των κατοίκων. Τι κι αν ήδη πολλοί νηστεύανε έτσι κι αλλιώς αναγκαστικά. Οι Βεροιώτες είχαν αποφασίσει ότι θα ήταν γιορτινή η μέρα του Αγίου στον τόπο τους, στα ριζά του Βερμίου.

 

*** 

 

   Εκείνη την γιορτάρα Παρασκευή, του Αγίου Φιλίππου, στις 14 Νοέμβρη του 1941, το αγόρι από την Θεσσαλονίκη, ήταν καλεσμένο με τους θείους του, στου Βακουφάρη, του συμβολαιογράφου. Ο Βακουφάρης ήταν από τα πιο σημαντικά πρόσωπα στην πόλη, τον σέβονταν και τον υπολήπτονταν από τους χωρικούς μέχρι τους πλουσίους και την κεντρική διοίκηση. Είχε επαφές με παράγοντες και πολιτικούς που όριζαν τις τύχες του τόπου. Όλοι γνώριζαν τον ακέραιο χαρακτήρα του και την αγάπη για την πατρίδα, που εμπρός της δεν λογάριαζε, μήτε την ησυχία, μήτε τα λεφτά, μήτε την ίδια την ζωή του. Ήταν πρωτοξάδερφος της γυναίκας του θείου Αναστάση, της Ευδοκίας κι είχε δυο δίδυμα αγόρια με την αγαπημένη του Ευτέρπη, τον Πέτρο και τον Θανάση. Οι δυο οικογένειες είχαν στενή σχέση και τώρα που ο Αναστάσης με την Ευδοκία, φιλοξενούσαν τον Δημητράκη, σίγουρα θα γινόταν ακόμη στενότερη.

Ο θείος του ήταν η αιτία που ήρθε στην Βέροια το δεκάχρονο αγοράκι. O Κατινάς ήταν ιδιοκτήτης βυρσοδεψείου∙ ενός παλιού ταμπάκικου στις όχθες του Τριπόταμου, πλάι στην πόλη. Ήσυχος άνθρωπος, θεοσεβούμενος και αυτός και η Ευδοκία. Άτεκνοι ήταν, και αφού είχαν περάσει για καλά τα 40, το είχαν πάρει απόφαση, δεν ήταν το θέλημα Του. Για αυτό τον λόγο, πριν λίγο καιρό είχε φέρει ο Αναστάσης το ορφανό της αδερφής του, της Αθηνάς. Ο Δημητράκης ήταν ο μικρότερος από τα τέσσερα παιδιά της. Το ένα τους, ο Σταύρος, πέθανε πολύ μικρός, από σοβαρά εγκαύματα πέφτοντας στο μαγκάλι που ζέσταινε την φτωχική παράγκα. Τα άλλα δυο∙ τα μεγαλύτερα, η Κλεοπάτρα και ο Βασίλης ζούσαν με τον πατέρα τους και την μάνα του, την γιαγιά Ευμορφία, στην παράγκα της Χαριλάου. Ο Αναστάσης πήρε το παιδί στην Βέροια για να του δώσει μια ευκαιρία να ζήσει για λίγο μαζί τους, ίσως και περισσότερο, αν το ήθελε κι ο μικρός αλλά κυριότερα η γυναίκα του η Ευδοκία.

Η Κλεοπάτρα∙ Πάτρα όπως την φώναζαν όλοι, ήταν η μεγαλύτερη, σχεδόν στα 14 της. Τα τελευταία χρόνια, την είχαν πάρει στο σπίτι τους για θελήματα και μικροδουλειές, δυο μεγαλοκοπέλες κρητικές, αδελφάδες. Ζούσαν σε μια όμορφη μονοκατοικία στην συνοικία των Εξοχών μαζί με τον μεγάλο αδελφό τους, τον αξιότιμο κύριο Μάξιμο Μαραβελάκι, καθηγητή φυσικομαθηματικής του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

   Η θεία Ευδοκία συμφώνησε για τον Δημητράκη, αν και προτιμούσε ένα μικρό κορίτσι. Η Πάτρα ήταν όμως μεγάλη πια, ωριμασμένες στο μυαλό οι συνήθειες. Δεν ήταν ο μαλακός πηλός, που θα τον έπλαθε όπως ήθελε, όπως είχε στο μυαλό της η Ευδοκία. Έτσι δεν την έβαλε την Πάτρα ούτε στο σπιτικό, αλλά ούτε και στην καρδιά της. Συμβιβάστηκε∙ τουλάχιστον για δοκιμή, με τον μικρό αδελφό της. Όπως και να είχε, το ορφανό αγόρι θα έπαιρνε μια ανάσα από την φτώχεια και τον πόλεμο.

   Στην Θεσσαλονίκη μέρα με την μέρα τα πράγματα χειροτέρευαν, οι Γερμανοί προχωρούσαν καθημερινά σε κατασχέσεις τροφίμων για τις δικές τους ανάγκες. Η αγορά στέρευε από τα διάφορα αγαθά κι οι τιμές σκαρφάλωναν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Η πείνα και το φθινοπωρινό κρύο, το ψιλόβροχο, η ανηλεής υγρασία του Θερμαϊκού και των τριών ποταμιών, είχαν αρχίσει να θερίζουν τους ανθρώπους στην πόλη.

   Όμως στην Βέροια, η γιορτή του Αγίου Φιλίππου τον Νοέμβρη του 1941 στην διώροφη μονοκατοικία του Βακουφάρη στην Μπαρμπούτα, του μικρού του έμεινε αξέχαστη. Φάγανε κρέας, πίτες, γλυκά, κι μεγάλοι ήπιανε κόκκινο κρασί. Ο Δημήτρης έτριβε τα μάτια του. Που να δει τέτοια φαγητά στην παράγκα του μπάρμπα Γιάννη, ούτε στα πιο όμορφα όνειρα του, ακόμη και πριν τον πόλεμο. Μόνο η πλούσια λάσπη και η βαθιά φτώχεια βασίλευαν στην γειτονιά του μικρού. Η φτωχική γειτονιά του, ήταν μέρος της τεράστιας προσφυγικής παραγκούπολης από την Τούμπα μέχρι την προπολεμική Χαριλάου και τις εβραϊκές συνοικίες. Μια περιοχή με χωμάτινες αλάνες και θεόρατες φτελιές, πλάι στο εργοστάσιο λαστιχένιων υποδημάτων της Αλυσίδας, στην λεωφόρο Αθηνών.

   Με τα δίδυμα του συμβολαιογράφου, δέσανε αμέσως. Παρότι εκείνα ήταν καλοαναθρεμμένα, πάντα ντυμένα όμορφα και με καλούς τρόπους∙ σε αντίθεση με το φτωχό παιδί από την μεγάλη πόλη, αμέσως γινήκανε καλοί φίλοι. Τον έκαναν μεγάλο χάζι, καθώς τους εξιστορούσε διάφορα. Ειδικά όταν τους έλεγε τόσο παραστατικά ιστορίες από την Θεσσαλονίκη, τις ιστορίες απ’ την γειτονιά του στην Χαριλάου, τα δυο αγόρια κρέμονταν από τα χείλη του. Αν και πολύ φτωχικός, στα μάτια των διδύμων, φάνταζε εξαιρετικά ενδιαφέρον αυτός ο τόσο διαφορετικός κόσμος. Τους άρεσε ιδιαιτέρως να τους λέει για τους πρώτους βομβαρδισμούς στην πόλη, τον Νοέμβρη του 1940, όταν με τα φιλαράκια του έπαιζαν ανυποψίαστοι στην χωμάτινη αλάνα του γηπέδου του Άρη. Τον άκουγαν με κομμένη την ανάσα, να μιμείται τον τρομακτικό βόμβο των πολεμικών αεροπλάνων των Ιταλών, που πέρασαν πάνω από το κεφάλι τους, για να βομβαρδίσουν ανελέητα το λιμάνι. Μαγεύονταν να τους περιγράφει ξανά και ξανά, τoν τρόμο, τον φόβο, το καρδιοχτύπι που επικρατούσε σε κάθε αεροπορική επιδρομή. Λες και τον έβλεπαν να σκύβει για να μπει στο ρηχό καταφύγιο που είχαν σκάψει στην αυλή τους∙ έξω από την παράγκα με τους τσίγκους, που τόσο πολύ έμοιαζε με τη ταπεινή παράγκα του Καραγκιόζη. Την φανταζόταν όμοια με την φτωχικό παράπηγμα του μπερντέ, το γνώριμο σκηνικό απ’ όπου περνούσαν όλοι οι αγαπημένοι ήρωες του θεάτρου σκιών.

Έντρομοι ακούγανε απ’ τα χείλη του τον διαπεραστικό, τον ανατριχιαστικό ήχο των σειρήνων. Μέσα από τις διηγήσεις του αισθάνονταν να σκάνε τριγύρω τους βόμβες, να δονούνται κι οι ίδιοι και το σπίτι τους συθέμελα από τις τεράστιες εκρήξεις που συνέβαιναν στην πόλη, στο λιμάνι και το αεροδρόμιο∙ εκεί που τραυματίστηκε θανάσιμα ο πατέρας του καλύτερου φίλου του, του Γιώργου. Τόσο τους απορροφούσε η διήγηση, που σήκωναν τα κεφάλια τους για να δουν τα καταιγιστικά πυρά της αντιαεροπορικής άμυνας να σχίζουν τον νυκτερινό ουρανό, καθώς γύρω γύρω από όλη την πόλη έβαλλαν λυσσαλέα προς τα αεροπλάνα των Ιταλών και έπειτα των Χιτλερικών της Luftwaffe. Τα μάτια τους πλημμύριζαν φως από τις τεράστιες τροχιοδεικτικές φωτοβολίδες που κάνανε την νύχτα μέρα, πάνω από την Θεσσαλονίκη. Σαν από σκηνή προπολεμικής ταινίας, τα παιδιά φαντάζονταν τα Στούκας να εφορμούν κάθετα και με τον τρομακτικό ήχο των σειρήνων τους, των σύγχρονων σαλπίγγων της Ιεριχούς∙ όπως προπαγάνδιζαν οι Ναζί, να βομβαρδίζουν ανελέητα την πόλη. Μέσα στην νύχτα ήταν σαν να κοιτούν από μια χαραμάδα, τον κυρ Απόστολο τον καφετζή, να σερβίρει αμέριμνος καφέδες, καραφάκια και μεζέδες, λες και έξω δεν “έβρεχε” οβίδες. Τον έβλεπαν να πηγαίνει πέρα δώθε, από τραπέζι σε τραπέζι και να μιλά με τους θαμώνες, ενώ πάνω από τη πόλη πετούσαν οι άγγελοι του θανάτου. Κανείς τους εκεί μέσα δεν έδινε σημασία, όλοι τους ένας και ένας μήτε οικογένεια είχαν, μήτε συκώτι και πνευμόνια από τις καταχρήσεις μιας ζωής έτσι και αλλιώς βομβαρδισμένης. Στο τέλος τον είδαν να πέφτει νεκρός, αιματοκυλισμένος, από τα θραύσματα της οβίδας που πέρασαν μέσα απ’ το κλειστό μπεντένι του καφενείου, Ιταλίας με Γαμβέτα. Όλα τους ήταν τόσο ζωντανά στην μνήμη του Δημήτρη, λες πράγματα χειροπιαστά, που έβαλε στο μάλλινο ταγάρι της γιαγιάς του μαζί με δυο ρουχαλάκια φεύγοντας για την Βέροια.
   Ο πόλεμος τους πάγωνε το αίμα, γι’ αυτό τους άρεσε ο φίλος τους, να τους λέει συχνά κι εκείνες τις προπολεμικές ιστορίες για τους επικούς καβγάδες στο καφενείο του Αλέκου, δίπλα στο υποτυπώδες περίπτερο του πατέρα του. Στα λόγια περίπτερο∙ ένα πι καμωμένο άτεχνα από λίγα ξύλα, φαγωμένα απ’ το σαράκι και κάτι λιγοστούς τσίγκους που συγκρατούνταν με καρφιά και μεγάλες πέτρες. Στον πάγκο καθόταν ο πατέρας του, ο μπαρμπά Γιάννης∙ βασιλικός μέχρι το κόκκαλο. Κάπνιζε φανατικά καθώς διάβαζε ολημερίς τον Ελληνικό Βορρά, την Μακεδονία και όποια άλλη εφημερίδα έπεφτε στα χέρια του. Χειμώνα, καλοκαίρι πάγωνε και καιγόταν για να πουλήσει μόνο κάτι λιγοστές καραμέλες και τσιγάρα, χύμα. Με την άδεια αναπηρίας για αυτό το μικρό περίπτερο, προσπαθούσε να κερδίσει ένα μικρό εισόδημα μιας και είχε μείνει παράλυτος από την μια του πλευρά∙ σακατεμένος από την δουλειά στα χυτήρια και το καροποιείο του Μάϊνα.
   Το λοιπόν αυτός ο Αλέκος ο καφετζής, μεγάλος παλικαράς. Αλλά και οι νταήδες από τα γύφτικα δεν πήγαιναν πίσω∙ όπως τους εξιστορούσε ο φίλος τους. Μαζευόταν από νωρίς, παίρνανε λίγα τσιγάρα βερεσέ από τον μπάρμπα Γιάννη και έπειτα μπαίνανε στο καφενείο για να μεθύσουν και να αναμετρηθούν με τον παλικαρά, τον μπαλαμό. Αργά το βράδυ όταν τους ζητούσε ο Αλέκος να πληρώσουν τον λογαριασμό, αυτοί τα λογαριάζανε επίτηδες διαφορετικά και του λέγανε πως τους κλέβει. Σαν τον βλέπαν να εξοργίζεται, πετούσαν πίσω τις καρέκλες τους και τραβούσαν τους μπαλτάδες και τότε το καφενείο γινόταν σαλούν της άγριας Δύσης. Οι γροθιές και οι καρεκλιές του Αλέκου παροιμιώδης και οι μπελαλήδες που δεν βάζανε μυαλό, φεύγανε δαρμένοι και μετανιωμένοι, μέχρι την επόμενη φορά.
    Μπορεί οι ημέρες να περνούσαν όμορφα με την παρέα του, όμως του έλειπε πολύ η μητέρα του, η γλυκιά Αθηνά. Τα βράδια προσευχόταν δακρυσμένος, να την έβλεπε έστω για μια φορά. Όσο και να το ζητούσε με όλη την δύναμη της ψυχής του, μάταια περίμενε. Ωστόσο, σκεφτόταν πως αν και μακριά του, πάλι τον προστάτευε και για χάρη της βρισκόταν σε αυτόν τον όμορφο τόπο.
Στην Βέροια το δεκάχρονο αγόρι ζούσε σε έναν άλλο, πολύ καλύτερο κόσμο. Ο θείος του είχε τον τρόπο του, όμως ο μικρός, γενικά δεν έβλεπε πεινασμένους ανθρώπους στους δρόμους, δεν έβλεπε την ανέχεια, όπως στην Θεσσαλονίκη. Μια φορά που ρώτησε τον Κατινά, εκείνος του απάντησε πως ήταν δύσκολο να πεινάσουν στην επαρχία. Στην ύπαιθρο οι άνθρωποι είχαν τις σοδειές τους και ακόμη και χρήματα να μην είχαν, αντάλλασσαν μεταξύ τους ότι τους έλειπε. Μέρα με την μέρα, τα πράγματα έσφιγγαν όμως και εδώ, οι κατακτητές γινόταν όλο και σκληρότεροι και λεηλατούσαν τα πάντα.

***

   Επιτέλους, έφτανε η γιορτινή ημέρα !!!! Την επομένη ήταν Τετάρτη, παραμονή των Χριστουγέννων του 1941. Αφού ξεκίνησαν από του Αγίου Φιλίππου, ο Δημήτρης μαζί με τον Θανάση και τον Πέτρο, είχαν οργανώσει εγκαίρως όλες τις λεπτομέρειες που χρειαζόταν η μικρή τους ορτακιά για τα κάλαντα κι ήταν πανέτοιμοι πια. Δεν είχαν αργήσει να βρουν όλα τα υλικά που χρειαζόταν, απ’ το μικρό κόσκινο ή κασνάκι∙ όπως το έλεγαν σε τούτα τα μέρη, τα καλάμια, τις πολύχρωμες κόλλες, τους σπάγκους και τα σύρματα. Μια και δυο και ακόμη και με την βοήθεια της μαμάς∙ πράγμα σπάνιο γιατί οι περισσότεροι τρώγαν ένα χέρι ξύλο απ’ τις μανάδες τους, αφού άρπαζαν μέσα από το σπίτι τους τα απαραίτητα, ξεκίνησαν τις ετοιμασίες. Μαζί τους λοιπόν και η κυρία Ευτέρπη Βακουφάρη που είχε βαλθεί φέτος να θυμηθεί τα παιδικά της χρόνια. Πρώτα έφτιαξαν την φάτνη και έπειτα το αστέρι της Βηθλεέμ που θα έπαιρναν μαζί τους. Σε αυτά τα μέρη της Μακεδονίας, είχαν πολλά όμορφα έθιμα για τα κάλαντα, όμως με τους κατακτητές δυστυχώς όλα είχαν διακοπεί.
   Πριν από τον πόλεμο, οι ορτακιές, οι συνεταιρικές παρέες που σχημάτιζαν οι καλαντάρηδες που έβγαιναν για τα κόλιντα στην Βέροια, ήταν πολυάριθμες. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ξημερώνοντας για την παραμονή των Χριστουγέννων, αψηφώντας τις τρομερές ιστορίες για τους καλικαντζάρους και τον τρομακτικό “Κόλια” που παραφύλαγε μέσα στα σκοτεινά στενά για να αρπάξει τα κέρδη τους, γυρνούσαν στις γειτονιές της πόλης με μπροστάρη τον πιο ψυχωμένο, με την χοντρή ματσούκα του για φόβητρο και έψελναν,

Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, τώρα Χριστός γιννιέτι Γιννιέτι κι βαφτίζιτι στους ουρανοὺς απάνου Όλοι οι Αγγέλοι χαίρουντι κι όλοι δοξολογιούντι Και τα δαιμόνια σκάζουνε, και σκάζουν και πλαντάζουν Κόλιντα μπάμπου!!! Μέλιντα μπάμπου!!!

   Κείνες τις όμορφες εποχές, απ’ τον Άγιο Αντώνη, την παλιά Μητρόπολη, την αγορά, μέχρι και την Μπαρμπούτα, σε όλη την Βέροια, οι πολυπληθείς παρέες ανάβανε μεγάλες φωτιές για να ζεσταθεί ο νεογέννητος Χριστός και έπειτα πόρτα πόρτα ψέλνανε τα κάλαντα για να τους προσφέρουν οι οικογένειες τα πλουσιοπάροχα «Λιανώματα» για το καλό. Υπέροχα χρόνια, όμως φέτος οι λιγοστές ορτακιές που θα έβγαιναν στα σοκάκια, θα αρκούνταν το πολύ σε λίγα καρύδια, αμύγδαλα και σταφίδες που τόσο βοηθούσαν στις παγερές ημέρες. Αν ήταν “τυχεροί” θα έπαιρναν και κανένα κατοχικό χαρτονόμισμα, που όμως το πιθανότερο ήταν, ότι δεν θα είχε καμιά αξία σε λίγο…



    Είκοσι τρεις Δεκέμβρη του 1941 αλλά ενώ η ορτακιά των τριών αγοριών ήταν πανέτοιμη για να βγει στις γειτονιές, ο φόβος κυριαρχούσε. Τα παιδιά ήταν να σκάσουν από την αναμονή. Ανησυχούσαν μήπως κάτι κακό συνέβαινε και οι Γερμανοί επέβαλαν γενική απαγόρευση κυκλοφορίας. Τότε τα κάλαντα κι όλες οι ετοιμασίες τους, θα πήγαιναν χαμένες...

   Επειδή ο ανιψιός του θα κοιμόταν στου Βακουφάρη∙ για να είναι μαζί όλη η ορτακιά το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων, τον έπιασε να του μιλήσει την ώρα που ήτανε έτοιμος να φύγει με μια αλλαξιά ρούχα και τις πιτζάμες του,

- Αχ κακομοίρη μου πρόσεχε καλά και αύριο μόλις τελειώσετε με τα κόλιντα, μην ξεχαστείς με τα παιδιά. Να επιστρέψεις γρήγορα, πριν πέσει ο ήλιος, με ακούς; Με ακούς βρε; Λέγω να είσαι πίσω πολύ πριν την απαγόρευση νυχτερινής κυκλοφορίας. Μην αργήσεις γιατί καημένε μου θα σε γυρίσω αμέσως στον πατέρα σου, δεν θα πάρω εγώ την ευθύνη σου. Αυτοί σκοτώνουν, μ’ ακούς; Μια την σκανδάλη και τέρμα…

   Το ήξερε καλά ο Δημητράκης, ούτε αυτοί, ούτε οι προδότες που ήτανε μαζί τους στα αποσπάσματα, αστειευόταν. Μόλις πριν λίγες μέρες ήταν που είχαν εντοπίσει κάποιος αντάρτη και οι Γερμανοί τον έψαχναν σε όλη την γειτονιά του Άγιου Αντώνη. Φτάσανε και στο σπίτι του Κατινά, φώναζαν άγρια χτυπώντας την πόρτα με τα κοντάκια των όπλων τους, “Macht auf, macht sofort auf, sonst werden wir die tür aufbrechen.” Για να καταλάβουν, ο συνεργάτης των Γερμανών φώναζε στα ελληνικά, “Ανοίξτε, ανοίξτε αμέσως, θα σπάσουμε την πόρτα”. Αμέσως άρχισαν οι κλωτσιές να τραντάζουν την πόρτα τους, ήταν παλιά όμως ολόγερη, φτιαγμένη από σκληρή κερασιά και θα άντεχε όσο οι πλατιοί μεντεσέδες την κρατούσαν στην θέση της. Ο κυρ Αναστάσης φοβήθηκε, για την ζωή τους. Άρπαξε από το κρεβάτι του τον Δημητράκη και του έδωσε να κρατάει στο στήθος του μια εικόνα του Παντοκράτωρα Χριστού, να την δουν οι στρατιώτες.

  “Κάνε τον σταυρό σου αγόρι μου και άνοιξε την πόρτα” του είπε.  Αν βλέπανε το παιδί με την εικόνα, δεν θα τους κάνανε κακό, σκέφτηκε μέσα στο πανικό του. Ευτυχώς έτσι και έγινε, μιας και δεν βρήκανε φυσικά και τίποτα ύποπτο, μόνο τον μικρό με την εικόνα του Χριστού που έτρεμε και το ζευγάρι των θείων ξοπίσω του, κάτω απ’ την εικόνα της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας.

    Φοβήθηκε πολύ ο θείος του εκείνο το βράδυ με τους Γερμανούς, μα ευτυχώς όλα πήγαν καλά. Δεν είχαν και τίποτα να κρύψουν, όμως ποιος μπορούσε να είναι ήσυχος μ’ αυτούς τους διαόλους. Ο μικρός δεν τον παρεξήγησε, τι να έκανε και αυτός; Φοβήθηκε ο καημένος. Δεν ήταν κακός ο θείος, απεναντίας τον πήρε στο σπίτι του, του έδωσε μια ευκαιρία για να ζήσει καλύτερα. Μέχρι και δάσκαλο του έφερνε κατ’ οίκον, για να του μάθει γραφή και ανάγνωση και κάποια μαθηματικά∙ έστω τις βασικές πράξεις, την προπαίδεια και λίγο τα κλάσματα.

 

***

 

    Ευτυχώς παρά τους φόβους τους, τα κόλιντα, είχαν πάει περίφημα. Όλες οι τσέπες του κι ένα μάλλινο ταγαράκι, είχαν γεμίσει με χρήματα, κεράσματα και ξηρούς καρπούς. Τώρα το παιδί γυρνούσε φορτωμένο στο σπίτι του θείου Αναστάση, μετά απ’ την δίκαιη μοιρασιά με τα δίδυμα. Λίγο πριν φύγει από του Βακουφάρη είδε πως το μεγάλο εκκρεμές ρολόι είχε πιάσει της πέντε παρά εικοσιπέντε. Ήταν ήδη ερημιά, σε λίγο θα έπεφτε σκοτάδι. Το πρωί της παραμονής την ώρα που τα παιδιά ξεχύθηκαν στους δρόμους της Βέροιας, έκανε μεγάλη παγωνιά, ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος και απ’ τα ψηλά της πόλης μπορούσες να δεις όλες τις βουνοκορφές τριγύρω κατάλευκες. Όσο περνούσε η ώρα τα σύννεφα πυκνώνανε και αγκαλιάζανε απ’ τα δυτικά το Βέρμιο. Όταν μεσημέριασε η συννεφιά χαμήλωσε και απλώθηκε προς τον κάμπο. Τώρα ο ουρανός είχε βαρύνει πάνω από το κεφάλι του και ο Δημητράκης σκεφτόταν πως ίσως χιόνιζε μέχρι το βράδυ. Τι ωραία που θα ήταν, λευκά Χριστούγεννα. Η θεία Ευδοκία θα έψηνε διάφορες πίτες αλμυρές και γλυκές και θα μαγείρευε λαχανοντολμάδες και χοιρινό στην κατσαρόλα. Λευκά Χριστούγεννα σε ένα ολόζεστο σπίτι, που μοσχοβολούσε γιορτές, τι ευτυχία. Τα κέρδη του από τα κάλαντα θα τα έδινε με μεγάλη χαρά στον θείο Αναστάση, να τον ευχαριστήσει που του πρόσφερε τέτοια αγάπη. Πόσο όμως θα ήθελε να ήταν και η Πάτρα και ο Βασίλης εδώ, πόσο θα χαιρόταν τα αδέλφια του, ο μπαμπάς του και η καημένη η γιαγιά του. Αχ και να τρώγανε για του Χριστού όλοι μαζί. Ας είναι, κι όλα δεν γίνονταν μαζί, ας γινόταν τουλάχιστον ειρήνη και του χρόνου να γιορτάζανε όλοι εδώ στην Βέροια. Τι όμορφο συναίσθημα, πόσο ευτυχισμένος ήταν με όλο το γιορτινό κλίμα. Καθώς χάιδευε την τσέπη του κατευχαριστημένος, η ευτυχία του γινόταν όλο και πιο μεγάλη. Σε κάποια “καλά” σπίτια, οι νοικοκυραίοι σαν και τον κύριο Βακουφάρη τους είχαν δώσει χρήματα για το καλό. Πολλοί τους λέγανε, χαμηλόφωνα “Και του χρόνου ελεύθεροι” και χαμογελούσαν με την ελπίδα ζωγραφισμένη στο πρόσωπο τους. Ο Δημήτρης δεν το περίμενε, παρά τον πόλεμο οι Βεροιώτες ήταν μεγάλοι χουβαρντάδες, σκεφτότανε. Όμως είχε αργήσει πολύ, έπρεπε να έχει φύγει νωρίτερα, αλλά με τα φιλαράκια του και την μοιρασιά των ορτάκηδων, τα παιχνίδια και τις λιχουδιές της κυρίας Ευτέρπης, ξεχάστηκε. Ο θείος Αναστάσης θα θύμωνε για την αργοπορία του, όμως ευτυχώς σε λίγο έφτανε στην οδό Κεντρικής και έπειτα το σπίτι δεν απείχε πάρα πολύ.  

    
    
    Καλά τα υπολόγιζε, αλλά χωρίς τον ξενοδόχο. Περπατώντας θέλησε να κόψει δρόμο μέσα από ένα χωμάτινο δρομάκι, αλλά μπερδεύτηκε μέσα στα στενά και έκανε κύκλους. Και δεν έφτανε αυτό, καθώς περπατούσε στο στενοσόκακο άκουσε το βέλασμα από ένα κατσικάκι. Το καημένο το παιδί, δεν είχε ξεπεράσει το άδικο που τους βρήκε με την κατσικούλα τους, την Κικίτσα. Τους την άρπαξε μέσα από την χωμάτινη αυλή της παράγκας, ένας άντρας, με δόλο. Ο άθλιος είχε πει στους χωροφύλακες πως τάχα την έκλεψαν από το μαντρί του, ενώ ήταν ένα τεράστιο ψέμα που όμως δεν μπορούσαν να αποδείξουν αφού τους την είχε δωρίσει ένας γνωστός τους, ο Καρατζάς, που είχε μαντρί στο ορεινό χωριό του πατέρα του, στο Λιβάδι, πάνω απ΄τα Βασιλικά. Δυο μέρες πεζοπορίας μέχρι την Περιστερά και ύστερα μερικές ώρες ακόμη για το Λιβάδι, τόσο ήθελε εκείνη την εποχή για το ορεινό χωριό τους. Άντε τώρα φέρε μάρτυρες. Αχ και να ήταν ο θείος του ο Βασίλης ο Μακεδονομάχος, θα του έδινε ένα καλό μάθημα του άτιμου. Σαν και εκείνου του προδότη στην οδό Γαμβέτα που βασάνιζε την γιαγιά του σαν κατέβηκαν από το Λιβάδι, κυνηγημένοι από τους Τούρκους εξαιτίας του. Παραφύλαξε και μόλις η φρουρά αραίωσε τον βρήκε και του έκοψε το αυτί, να μην κατατρέχει τους δικούς του. Όμως εκείνο το άφοβο παλικάρι ο Βασίλης, είχε δώσει την ζωή του για τον Μακεδονικό Αγώνα, κι ο Καρατζάς ήταν τόσο μακριά.  Έτσι όσο και να έκλαψε, όσο και να φώναξε ότι είναι δικό τους, δεν τους πίστεψε ο χωροφύλακας και τους το πήρε. Η εικόνα της Κικίτσας του∙ να φεύγει μακριά του δεμένη με το σχοινί, να του βελάζει λυπημένα και εκείνος να μην μπορεί να την πάρει απ’ τα χέρια αυτού του άντρα, είχε πληγώσει βαθιά την παιδική του ψυχή. Μια δεύτερη μεγάλη απώλεια, λίγο μετά τον θάνατο της μητέρας του.

   Αυτό ήταν, μέχρι να δει το κατσικάκι, να το χαϊδέψει λιγάκι πρέπει να πέρασαν άλλα πέντε λεπτά. Ευτυχώς έπειτα βρήκε σύντομα τον δρόμο του, όμως βγήκε και πάλι στο ύψος της πλατείας Ρακτιβάν. Ξαφνικά στο βάθος, πρόβαλαν σε σχηματισμό στρατιώτες, κινούνταν από το Βήμα του Αποστόλου Παύλου προς το μέρος του. Ο βηματισμός, ο κρότος από τις μπότες που χτυπούσαν με δύναμη στο έδαφος, τον έκανε να ανατριχιάσει. Ο Δημήτρης σταμάτησε, έμεινε να τους κοιτάει αποσβολωμένος. Οι στρατιώτες πλησίαζαν αλλά εκείνος δεν μπορούσε να κινηθεί, λες και κάποιος του είχε δέσει τα ποδάρια. Σε λίγο έφτασαν κοντά του, αν και προχωρημένο σούρουπο, τα διακριτικά, τα άρβυλα, τα όπλα τους, λαμποκοπούσαν παράξενα στα μάτια του. Ένας κατάξανθος, ψηλός σαν γίγαντας στάθηκε λίγο πιο μακριά του, ήταν ο επικεφαλής τους,

- Hey kleiner, komm her! Ο Δημήτρης μέσα στην τρομάρα του το κατάλαβε αυτό το “ komm her ”, του έλεγε να έρθει κοντά του. Ένας ταγματασφαλίτης με γερμανική στολή, βγήκε από την γραμμή και τον πλησίασε, λέγοντας του,

- Τι κάνεις εσύ εδώ, μόνος σου;

- Εεεε… τα κάλαντα…” ψέλλισε φοβισμένος ο μικρός,

Ο Γερμανός επικεφαλής αφού άκουσε την απάντηση του απ’ τον προδότη, διέταξε ένα στρατιώτη να του δώσει έναν σάκο που κρατούσε,

Nimm diese Tasche und geh weiter!

- Ο υπολοχαγός σε διέταξε, πάρε αυτό το σάκο και ακολούθησε, του είπε ο αυστηρά προδότης. Ο μικρός έτρεμε, δεν κουνιόταν, ο χειρότερος του εφιάλτης είχε γίνει πραγματικότητα. “Έλααα, προχώραα” του έμπηξε τις φωνές ο δωσίλογος καθώς οι στρατιώτες άρχισαν πάλι να βηματίζουν. Περπατούσε μαζί τους, όμως το μυαλό του δούλευε σαν τρελό. Δεν το πίστευε πως είχε μπλέξει έτσι, αχ, αλίμονο και να το μάθαινε ο Κατινάς, αμέσως θα τον έστελνε πίσω. Πίσω στην παράγκα του μπάρμπα Γιάννη, στην φτώχεια και την πείνα . Δεν το ήθελε αυτό, όχι, όχι με τίποτα. Είχε καινούργιους φίλους τώρα και περνούσε τόσο όμορφα εδώ. Μπόλικο και νόστιμο φαγητό, ένα αληθινό δωμάτιο μόνο δικό του, επενδυμένο με ξύλο καρυδιάς παντού, ζεστό, ολόζεστο. Τους αγαπούσε όλους στο πατρικό, μα όχι, όχι, δεν γυρνούσε τώρα στις λάσπες, στους τρύπιους τσίγκους της οροφής που μπάζανε νερά και στο παγωμένο χωμάτινο πάτωμα της παράγκας. Είχε καλομάθει στην Βέροια, ήταν για εκείνον ένα μικρός παράδεισος…                                                                                                                                                                                                                                                                                                  

   

~~~

 

Θεσσαλονίκη, Δεκέμβριος 2020

 

   Ψιλόλιγνη, ντυμένη με μαύρο δέρμα και μεταλλικά στοιχεία που λαμπύριζαν κάτω από τα λυμφατικά φώτα του πολυκαιρισμένου αστικού. Τα μακριά μαύρα μαλλιά με τις πράσινες τούφες, αν και ελαφρώς ξυρισμένα στους κροτάφους, έπεφταν στους στενούς ώμους και κυλούσαν ίσια μέχρι κοντά στην μέση της. Από το κέντρο του αδειανού λεωφορείου∙ πλάι στην αρθρωτή φυσούνα του αστικού, κοιτούσε την στολισμένη πόλη. Παραμονή Χριστουγέννων, δεν ήταν σαν άλλες χρονιές, ησυχία, ερημιά στους κεντρικούς δρόμους, όλοι κλεισμένοι στα σπίτια τους, η αδιόρατη αίσθηση του θανάτου ήταν τόσο αισθητή, παραμόνευε παντού, σ’ αυτόν τον ακήρυχτο πόλεμο. Όπως επιτάσσαν οι πανδημικοί κανόνες, φορούσε σε αρμονία με όλη της την εμφάνιση, μια εντυπωσιακή προστατευτική μαύρη μάσκα. Ήταν ανασηκωμένη στις άκρες, επίτηδες, ώστε να αφήνει να αποκαλύπτονται αυστηρά, μόνο τα μάτια της. Η υφασμάτινη μάσκα που φορούσε, σίγουρα δεν ήταν μαζικής παραγωγής, από αυτές που είχαν γεμίσει την αγορά από την άνοιξη του 2020 μετά το πρώτο παγκόσμιο lockdown. Ήταν πολύ προσεγμένη, όμορφα στολισμένη με μια σκουρόχρωμη δαντέλα και κρυστάλλινα στρασάκια που λαμποκοπούσαν ασορτί με το υπέροχο σμαραγδί βλέμμα της. Ήταν τόσο εντυπωσιακά κατασκευασμένη που έδινε την αίσθηση ότι δεν ήταν προστατευτική αλλά μάλλον ένα τμήμα, μιας ευφάνταστης βενετσιάνικης μάσκας. Την είχε φτιάξει μόνη της καθώς ήταν σχεδιάστρια ρούχων, ανερχόμενη και πολλά υποσχόμενη. Όμως ο επαγγελματικός της δρόμος, ήταν ακόμη μακρύς και δύσκολος μέχρι την καταξίωση και τα όνειρα που έκανε για τους οίκους μόδας στην πόλη του φωτός.

   Η ψιλόλιγνη φιγούρα κοιτούσε για ώρα στο κινητό της, τις αρχειοθετημένες ειδήσεις που η google είχε φροντίσει να παρουσιάσει εξατομικευμένα για την Σίσυ, όπως της άρεσε να την φωνάζουν. Είχε βαρεθεί όλο τα ίδια και τα ίδια, για την πανδημία, τις μαύρες στατιστικές των θανάτων, τους αρνητές από την μία και από την άλλη τους υπέρμαχους, των μέτρων και των εμβολίων, που αν και φτιαγμένα σε χρόνο ρεκόρ ήταν ασφαλέστατα και ερχόταν όπως τόνιζαν, για να σώσουν την ανθρωπότητα. Και πάλι όμως διαπίστωνε ότι ο πλανήτης χωρίστηκε, τα οικονομικά ασθενέστερα κράτη περίμεναν μάταια καθώς τα ισχυρά και πλούσια κράτη αντιμαχόταν για το ποιο θα εμβολιάσει πρώτο τους δικούς του και ποιος φυσικά θα κερδίσει περισσότερα σε αυτόν τον αόρατο πόλεμο, που είχε όμως και πάμπολλα οικονομικά οφέλη∙ πράγμα γνωστό για κάθε πόλεμο.

   Πάνω που ήταν έτοιμη να βάλει το κινητό στην τσάντα της, διάβασε την είδηση για την περίεργη ιστορία του Τζο. Ο Τζο ήταν ένα περιστέρι, αυτό σίγουρα δεν ήταν κάτι το πρωτότυπο, όμως το αξιοπρόσεκτο ήταν ότι ο Τζο, ίσως από τύχη, ίσως από ανάγκη, ίσως ποιος ξέρει τι άλλο μπορεί να συνέβη σε ένα πουλί; Είχε διασχίσει μεγάλες εκτάσεις στην ενδοχώρα των ΗΠΑ και έπειτα είχε περάσει τον Ειρηνικό Ωκεανό πάνω σε ένα εμπορικό πλοίο, φτάνοντας μέχρι στο Σίδνεϋ. Φυσικά δεν θα μπορούσε να πει από που ερχόταν, όμως το ειδικό δακτυλίδι στο δεξί του πόδι μιλούσε για εκείνο. Οι ειδικοί πληροφορούσαν ότι από καθαρή τύχη επέζησε σε αυτό το υπερβολικά μακρύ ταξίδι για εκείνο, αφού εκτός όλων των άλλων, ήταν ένα γέρικο πουλί. Κατά το δημοσίευμα, οι Αυστραλοί μετά από αυτό το επικό ταξίδι δεν του απέδωσαν τιμές, αντιθέτως έπρεπε να το θανατώσουν, για αυτό τελούσε υπό κράτηση σε ένα ειδικό εργαστήριο. Ο νόμος ήταν πολύ αυστηρός λόγω των πιθανών ασθενειών που μπορεί να μετέφερε στην χώρα τους. Η είδηση είχε ταξιδέψει αστραπιαία σε όλο τον κόσμο και κάποιος άντρας στο Λας Βέγκας που δήλωσε ιδιοκτήτης του, το αναγνώρισε και το ζητούσε πίσω. Αν και απαιτούνταν πολλά έξοδα για να επιστρέψει στις ΗΠΑ, η αγάπη του για αυτό το γέρικο πουλί ήταν πιο πάνω από τα χρήματα και τις διαδικασίες για να γίνει κάτι τέτοιο… 


    Σε όλη την υπόλοιπη διαδρομή, η Σίσυ διάβαζε ξανά και ξανά αυτήν την είδηση, εστίαζε σε διάφορα σημεία του ρεπορτάζ. Δεν μπορούσε να διακρίνει τι ήταν αυτό που την έλκυε, όμως ήταν κάτι το πρωτόγνωρο και σίγουρα έξω από όλη την καταθλιπτική επικαιρότητα της πανδημίας. Ένα ηλικιωμένο πουλί λοιπόν που πρέπει να είχε χαθεί και βρέθηκε τόσες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Άραγε ένοιωθε, καταλάβαινε τι είχε συμβεί, είχε μνήμες από τον τόπο του;

Ωχχχχ ήταν η στάση της, έτρεξε στην πόρτα, ίσα που προλάβαινε να κατεβεί…

     Εννιά παρά δέκα, Πέμπτη 24/12, η Σίσυ αποβιβάστηκε στην στάση Κυβέλεια. Ο κρύος αέρας∙ σε αντίθεση με την ζέστη του λεωφορείου, την έκανε να ανατριχιάσει. Κούμπωσε μέχρι τον λαιμό το μπουφάν, το υγρό κρύο της πόλης περόνιαζε τα κόκκαλα. Κοίταξε τον ουρανό, κατακόκκινη συννεφιά είχε καλύψει τον ουρανό. “Θα ήταν όνειρο να χιονίσει” σκέφτηκε και έκανε δυο τρία βήματα μέσα στην απόλυτη μοναξιά του δρόμου.

    Αν και στις 22:00 θα ξεκινούσε η νυχτερινή απαγόρευση κυκλοφορίας, όμως και τώρα κυκλοφορούσε στην τσάντα με την ειδική άδεια που της είχε εκδώσει ο εργοδότης. Πάλι εδώ και κάποιους μήνες οι μετακινήσεις στην ουσία δεν ήταν ελεύθερες, υπήρχαν SMS, διαδικασίες και περιορισμοί για όλα.

   Χριστούγεννα, απαγόρευση κυκλοφορίας. Πόσο παγερό ακουγόταν, πόσο ανήκουστο, τρομακτικό, στην γιορτή της αγάπης να μένουν όλοι στα σπίτια τους, να απαγορεύεται να βρεθείς γύρω από το γιορτινό τραπέζι με τους δικούς σου ανθρώπους. Για πρώτη φορά λόγω της μεγάλης διασποράς του κορονοϊού και των θανάτων, η κυβέρνηση είχε επιβάλει αυστηρό έλεγχο και στις χριστουγεννιάτικες μετακινήσεις. Κανείς δεν θα έβγαινε εκτός σπιτιού για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, κάθε οικογένεια θα γιόρταζε μόνη, στο σπίτι της. Κάθε οικογένεια αυστηρά μόνη, μακριά απ’ τα αγαπημένα πρόσωπα.

   Η ίδια δεν είχε θέμα γιατί εδώ και μερικά χρόνια είχε συνηθίσει την μοναξιά, οπότε για ακόμη μια χρονιά θα ευχόταν και θα αγκάλιαζε μόνο τον Μαξ, το αγαπημένο καφετί λαμπραντόρ της. Τώρα σίγουρα την περίμενε σαν τρελός πίσω από τη πόρτα για να τον βγάλει βόλτα με το αντίστοιχο SMS για μετακίνηση με κατοικίδιο. Πόσο θλιβερό ήταν όλο αυτό, πόσα ανελεύθερα μέτρα θα ζούσαν ακόμη. Ούτε τα κάλαντα δεν είχαν ακουστεί σήμερα. Αναρωτήθηκε αν είχε ξαναγίνει κάτι τέτοιο, σίγουρα η ίδια στα 25 χρόνια της ζωής της δεν θυμόταν ποτέ κάτι παρόμοιο.

    Κοίταξε την μεγάλη ευθεία της λεωφόρου μέχρι το βάθος, δεν περπατούσε ψυχή. Από τότε που επιβλήθηκε το μέτρο, τέτοια ώρα στα μάτια της η βουβή μεγαλούπολη γινότανε ξένη, απόκοσμη, τρομαχτική. Τα μαγαζιά της γειτονιάς ήταν κλειστά, ακόμη και το παράνομο μπαρμπουτάδικο με τον τσιλιαδόρο στην είσοδο∙ που κάποτε ήταν είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο ανοικτό, είχε να ανοίξει μήνες. Έσφιξε η καρδιά της, δεν ήταν ούτε εννιά το βράδυ και όμως λες και ήταν πέντε το πρωί.

  Χαμογέλασε… Πανδημία, νέοι κανόνες!!! Πολλές οι δύσκολες καταστάσεις, αυτό το 2020 είχε χαραχθεί στην μνήμη όλου του κόσμου. Πολλά τα προβλήματα, όμως αυτή πόσο χαιρόταν που τον τελευταίο χρόνο το πρόσωπο της είχε κρυφτεί πίσω από μια μάσκα. Τι ανέλπιστη τύχη για εκείνη, σκεφτόταν πως τα μάτια, το βλέμμα, είχε ξαναβρεί την ομορφιά του, την δύναμη του. Τώρα είχε την ευκαιρία να επικοινωνεί μόνο με την ματιά της, την γοητεία της. Χωρίς φτιασιδώματα, χωρίς κοσμητικές παρεμβάσεις στο πρόσωπο για να τονιστούν τα χείλη ή να αλλάξει το σχήμα της μύτης ή των αυτιών. Τώρα όλα καλυμμένα, τώρα μόνο τα μάτια ακάλυπτα, μόνο το βλέμμα μπορούσε να γοητεύσει, όπως χρόνια πριν.

 

~~~



Φοβήθηκε πολύ τους Γερμανούς ο Δημήτρης, μα ο φόβος για τον θείο του ήταν πολύ μεγαλύτερος. Δεν το πολυσκέφτηκε, αποφάσισε να τρέξει, να γίνει καπνός, να τους ξεφύγει μέσα στα στενά και ας είχε να βασιστεί σε εκείνο το αναθεματισμένο, το δεξί του πόδι.

   Αχ το ποδαράκι του, δεν πατούσε γερά στην γη έτσι όπως ήταν στραπατσαρισμένο, έτσι όπως του το κατάντησε ο μεταλλικός τροχός του τραμ. Ήταν τρία χρόνια πριν που έγινε το κακό, ζούσε ακόμη η μάνα του. Εκείνος ο μεγάλος, το γειτονάκι του έφταιγε. Το πρωινό που έγινε το κακό περπατούσαν με την αδερφή του από την Χαριλάου για το σπίτι της θείας τους της Μαρίας, δίπλα στον κινηματογράφο Κυβέλεια. Τους πλησίασε ο γείτονας με ψευτιές, ότι τάχα έχει εισιτήρια για το τραμ. Η Πάτρα πιο μεγάλη, δεν πείστηκε και είπε του αδελφού της να συνεχίσουν με τα πόδια, αλλά ο Δημήτρης δεν την άκουσε. Ήθελε τόσο πολύ να ανεβεί στο τραμ και έτσι παράτησε την αδερφή του και τον ακολούθησε. Για κακή του τύχη όμως αυτός όντως κορόιδευε, δεν είχε εισιτήρια, πάντα τσαμπατζής ήτανε. Έκανε σκαλομαρία στην πίσω πλευρά του τραμ όπως όλα τα φιλαράκια του από την γειτονιά. Με το που ανεβήκαν και ξεκίνησε ο τραμβαγέρης, ο μεγάλος έκανε πως πάει στον εισπράκτορα μα έδωσε μια και πήδηξε κάτω, αφήνοντας τον πιτσιρίκο στο τραμ μόνο του και το κυριότερο χωρίς εισιτήριο. Βλέποντας τον να απομακρύνεται, το παιδί απόμεινε τρομαγμένο μέσα στο βαγόνι. Εκείνος έξω πια, του κουνούσε περιπαικτικά το χέρι και χασκογελούσε τρανταχτά ενώ η παρέα των αγοριών που τον περίμενε παραδίπλα, τον επευφημούσε δυνατά για το κατόρθωμα του.

   Πάγωσε ο Δημητράκης!!! Για τους εισπράκτορες λέγανε ότι είχαν φυλαγμένα δίπλα τους κάτι χοντρά καμουτσίκια. Όποιος έμπαινε λαθραία και τον πιάνανε στα χέρια τους, τον χτυπούσαν αλύπητα με δαύτα. Δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο, πριν να τον πάρει χαμπάρι ο εισπράκτορας, με μια γρήγορη κίνηση έφτασε στην πόρτα και ετοιμάστηκε να πηδήξει, ενώ το τραμ κινούνταν πια. Αμάθητος όπως ήταν δεν υπολόγισε καλά∙ έπεσε κοντά στον συρμό και το δεξί του πόδι ίσα που βρέθηκε στην ράγα…

   Σχεδόν έξι μήνες κάθισε στο παλιό Ιπποκράτειο, μέσα σε φοβερούς πόνους, με την Αθηνά στο προσκεφάλι του. Ευτυχώς η ρόδα τον είχε αρπάξει στην άκρη, στο μεγάλο δάκτυλο. Είχε γλυτώσει τον ακρωτηριασμό από τις μολύνσεις και τελικά το πόδι του∙ παρότι ουσιαστικά είχε χαθεί το μεγάλο δάκτυλο, ήταν ικανοποιητικά λειτουργικό. 

                                                                                   ***

   Keine Bewegung! Keine Bewegung! Οι αγριοφωνάρες του Γερμανού τον πρόφτασαν. Ακίνητος… ακίνητος… του φώναξε δυο φορές κι ο δωσίλογος, δυο φορές που του παγώσανε το αίμα. Φοβήθηκε πολύ μα δεν είχε άλλη επιλογή, δεν θα σταματούσε και ας τον πυροβολούσαν. Αν το μάθαινε ο θείος του; Όχι, όχι… θα το ρισκάριζε και αν δεν, καλύτερα ο θάνατος. Τα πόδια του έβγαζαν φωτιές, είχε ακουμπήσει στο έδαφος τον σάκο των Γερμανών και μέσα στο ημίφως έτρεχε ζικ ζακ στο λιθόστρωτο για να αποφύγει τις ριπές των πολυβόλων. Ήταν σίγουρος πως μετά το δεύτερο “Keine Bewegung!” είχαν σηκώσει τα πολυβόλα τους, φαίνεται πως περίμεναν λίγο την αντίδραση του στα “Ακίνητος”.

- Μην πυροβολείτε, μην πυροβολείτε, τα κάλαντα έλεγα, τα κάλαντα… φώναζε τρέχοντας ολοταχώς. Για τον μικρό όμως δεν υπήρχε πια άλλη επιλογή, έτρεχε να ξεφύγει, έτρεχε με όλο του το είναι.  Οι στρατιώτες τον κοιτούσαν να απομακρύνετε, όμως ήταν τόσο κοντά τους, από στιγμή σε στιγμή ίσως τα αυτόματα τους θα ξερνούσαν σφαίρες, βροχή θανάτου, καθώς ο ουρανός σκόρπιζε στην γη χριστουγεννιάτικες χιονονιφάδες…

 

~~~

 

- Δεν έκανα κάτι κακό, σας παρακαλώ, πρέπει να γυρίσω στον θείο μου, παραληρούσε εκείνος…

- Ησυχάστε, ησυχάστε καλέ. Η Σίσυ είχε σταθεί πάνω από τον ηλικιωμένο άντρα. Ο άνθρωπος αυτός βρισκόταν γερμένος επάνω στις παγωμένες πλάκες του πεζοδρομίου, παραληρούσε,

- Είναι καλός άνθρωπος ο θείος Αναστάσης, εγώ, εγώ, άργησα, δεν έκανα τίποτα, έλεγα τα κάλαντα,

είμαι απ’ την Θεσσαλονίκη, είμαι απ’ την Θεσσαλονίκη… Nein, nein, bitte, bitte

- Ησυχάστε καλέ μου κύριε, σας παρακαλώ. Η Σίσυ δεν καταλάβαινε τι του συνέβαινε και τον παρακαλούσε να ηρεμήσει. Καθώς βάδιζε για να μπει στο στενό της πολυκατοικίας της, ξαφνικά τον βρήκε εμπρός της.

- Μην πυροβολείτε, μην πυροβολείτε… Εκείνος φώναζε ξανά και ξανά λαχανιασμένος…

- Ηρεμήστε, ηρεμήστε του φώναζε η Σίσυ κάτω από την μάσκα της, μάταια όμως. Εκείνος επαναλάμβανε τα ίδια και τα ίδια.  Δεν χρειαζόταν πολύ να καταλάβει πως ο άνθρωπος που βρισκόταν καταγής, ήταν χαμένος στο παρελθόν, ταξίδευε, ταξίδευε στις θύμισες του, στις μνήμες του, όταν ήταν παιδί, σε κάποια Χριστούγεννα πολλά πολλά χρόνια πίσω, μάλλον στην γερμανική κατοχή, κρίνοντας από τις λέξεις…

    Εκείνος δεν φορούσε μάσκα και κάτω από το φως του ηλεκτρικού στύλου, αυτή μπορούσε να διακρίνει τις βαθιές ρυτίδες του, τα κουρασμένα μάτια, που όμως λες και κρατούσαν ακόμη λίγο από την παιδικότητα τους. Της θύμισε τον παππού της, χρόνια πίσω στο χωριό τους. Ήταν καιρός τώρα που είχε φύγει από την ζωή ο παππούλης της, πόσο της έλειπε αυτός ο γλυκός άνθρωπος, ο μόνος που είχε στην καρδιά της από όλη την οικογένεια. Τώρα λες και βρισκόταν με εκείνον, είχε αυτό το βλέμμα, αυτόν τον απέραντο κόσμο που καθρεπτίζονταν μέσα του…

   Τον έπιασε από τους ώμους και έκανε μία να τον ανασηκώσει, μάταια, ήταν πολύ βαρύς για εκείνη και ο ίδιος δεν βοηθούσε καθόλου. Δεν αντιλαμβάνονταν την παρουσία της, μονολογούσε, ζούσε τις αναμνήσεις εκείνου του απογεύματος της παραμονής των Χριστουγέννων. Η Σίσυ αναρωτιόταν. Τι να συνέβαινε αλήθεια στο μυαλό του, ποια μνήμη είχε αναδυθεί και τον είχε φέρει σε αυτήν την κατάσταση; Ένας Θεός ξέρει, ίσως ήταν ακόμη μια ιστορία, σαν την είδηση για το γέρο Τζο, σαν κάθε πλάσμα που υπόκειται στην φθορά του χρόνου. Κοιτώντας τον γέροντα στα μάτια αναρωτήθηκε και απάντησε ταυτόχρονα. Μα και η δική της ιστορία, η δική της μνήμη, μια φυγή δεν ήτανε; Η μνήμη με τα αόρατα νήματα της, ίσως να τους συνέδεε κάπου στον χωροχρόνο!!!

    Τι θα έκανε; Να τηλεφωνούσε στην αστυνομία; Έπρεπε να βρει μια λύση, δεν μπορούσε να αφήσει τον γέροντα άλλο σε αυτή την κατάσταση. Έπρεπε να βρει βοήθεια. Κοίταξε τριγύρω, ούτε περαστικός, ούτε αυτοκίνητο δεν περνούσε. Απαγόρευση κυκλοφορίας. Λίγο οι ιστορίες του παππού της, λίγο οι παλιές ελληνικές ταινίες, μεταφέρθηκε στα χρόνια της κατοχής. Τέτοια ώρα τα περίπολα των Γερμανών γυρνούσαν στους δρόμους και όποιον περπατούσε έξω τον ντουφέκιζαν. Σήκωσε το κεφάλι της, ποιος ξέρει από που ερχόταν αυτός ο άνθρωπος; Μήπως να φώναζε, μήπως ζούσε κάπου εδώ κοντά και τον έψαχναν ήδη; Μετά σκέφτηκε να τηλεφωνήσει στο Χαμόγελο του Παιδιού. Δεν μπορεί κάποιος θα τον νοιαζόταν, ίσως να είχε δηλωθεί εξαφάνιση. Κοίταξε στις πολυκατοικίες απέναντι, σε κάποια σπίτια πολύχρωμα λαμπάκια αναβόσβηναν στα χριστουγεννιάτικα δέντρα και στα στολισμένα μπαλκόνια, μα έξω κανείς να βοηθήσει..

- Αντε στο διάλο ρεεεεεεε, άντε στο διάλοοο, ρεεε, ρεμάλιιιιι, α να μου χαθείς, τομάρι δεν ντρέπεσαιιιι. Η Σίσυ αναγνώρισε αμέσως τις  αγριοφωνάρες του, ήταν ο Κώστας. Στην γειτονιά όλοι αναγνώριζαν τις κραυγές του, βράδυ, ξημερώματα, μεσημέρι “μάλωνε” και “ξιφουλκούσε” με κάποιον αόρατο τύπο. Του φώναζε για ώρα και αφού χόρταινε να τον λούζει με βρισιές, μετά έβγαζε μέσα από το τρύπιο σακάκι του ένα λερό, πλαστικό μπουκάλι, μισογεμάτο με ένα καφέ υγρό. Καφές, οινόπνευμα, κρασί, ότι έβρισκε δεξιά, αριστερά στον δρόμο, στους κάδους ή από τα χρήματα ενός πονετικού διαβάτη, το μετάγγιζε μέσα σ’ αυτό το πλαστικό μπουκάλι και το έπινε γουλιά γουλιά. Έψαχνε στα σκουπίδια για κάτι φαγώσιμο και έπειτα κοιμόταν με τις ώρες σε κάποια απ’ τις στάσεις∙ από Ιπποκράτειο μέχρι την κάτω Τούμπα.

   Αν και χαμένος στο δικό του κόσμο, την Σίσυ την άκουγε, πολλές φορές τον είχε βοηθήσει με λεφτά και φαγητό. Με την ψιλή φωνή της του φώναξε δυο τρεις φορές,

- Κώστα… Κώστα… έλα εδώ… Μια και δεν υπήρχε ψυχή ο Κώστας ήταν η μόνη λύση που είχε. Έλα εδώ βρε, έλα εδώ βρε, πανάθεμα σε. Μετά από τα επίμονα καλέσματα της κάποια στιγμή φάνηκε σαν να την κατάλαβε και ξεκίνησε να έρχεται προς το μέρος της σιγά σιγά, στραβοπατώντας ενώ παράλληλα εκσφενδόνιζε βρισιές στον παγωμένο αέρα…

 

***

Ο κυρ Δημήτρης την κοιτούσε μα δεν μπορούσε να εξηγήσει στην Σίσυ. Σαν και τον τον Τζο, είχε χαθεί, στα βάθη της μνήμης. “Ταξίδευε” όντως στα Χριστούγεννα του 1941, στην Βέροια, στην πόλη της Αθηνάς, της μάνας του, στον τόπο που βρήκε έναν νέο γοητευτικό κόσμο, με λιγότερη φτώχεια, λιγότερη πείνα, περισσότερη ξενοιασιά. Βλέπεις όμως ήταν κατοχή και τα όμορφα όνειρα δεν διαρκούσαν πολύ.

    Το δεξί του πόδι δεν τον πρόδωσε, έτρεξε δυνατά σαν και το αριστερό, η καρδιά του χτύπησε σαν τρελή, τα μηλίγγια του πύρωσαν, έτρεξε σαν πρωταθλητής, μα για την ζωή του. Όσο το πόδι του δεν πατούσε σταθερά στην γη, τόσο η ψυχή του το αναπλήρωνε σε δύναμη. Έτρεξε μέχρι που χάθηκε στην στροφή του δρόμου και έπειτα στα στενά σοκάκια. Οι Γερμανοί δεν πυροβόλησαν ποτέ, ποιος ξέρει αυτά τα άγρια θηρία γιατί δεν πάτησαν την σκανδάλη; Ίσως να λυπήθηκαν το μικρό αγόρι που δεν φαινόταν ύποπτο, ίσως να διασκέδασαν με το τρεχαλητό και τον φόβο του ή μήπως τα Χριστούγεννα να είχαν μαλακώσει έστω για λίγο την πέτρινη καρδιά τους; Ποιος μπορεί να ξέρει;

   Αν και ο θείος Αναστάσης έμαθε χρόνια μετά για το συμβάν, λίγο καιρό αργότερα το παιδί έφυγε από την Βέροια. Επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη γιατί η γιαγιά του ήταν βαριά άρρωστη και έτσι βρήκε την ευκαιρία η θεία Ευδοκία που αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να έχει στο σπίτι ένα αγόρι που θα μεγάλωνε και απλά θα έφευγε κάποια στιγμή. Εκείνη πάντα ήθελε ένα μικρό κοριτσάκι, να το έχει δίπλα της, να του μάθει νοικοκυριό, να το προικίσει. Το κορίτσι θα παντρευόταν∙ εκείνη δηλαδή θα το πάντρευε με έναν γαμπρό της επιλογής της και θα το είχε εκεί, κοντά της, στην πόλη. Στα ύστερα της, θα της έδινε, φροντίδα, ένα “ποτήρι νερό” που λέγαν οι παλιοί. Έτσι λίγους μήνες μετά ο Δημητράκης γύρισε στην παράγκα της Χαριλάου, στην οικογένεια του μα και στην φτώχεια, στις ορδές από αχόρταγες ψείρες, στις αρρώστιες και στην πείνα της κατοχής. Μπορεί η θεία Ευδοκία να μην του έδωσε την ευκαιρία για μια νέα ζωή και η περιουσία μετά τον θάνατο και τον δυο τους, να πήγε στο γηροκομείο της Βεροίας, όμως η αδερφή της γιαγιάς του ορφανού, η άτεκνη θεία τους, η Μαρία,  την δική της αγάπη.

   Η θεία Μαρία ήταν καλός άνθρωπος και πάντα βοηθούσε τα τρία ορφανά, ειδικά μετά τον θάνατο της αδερφής της, της γιαγιάς τους, της Ευμορφίας. Η γιαγιά ήταν άρρωστη, μέσα στην κατοχή το σώμα της εξασθενούσε μέρα με την μέρα, στο τέλος ήρθε η πείνα και την αποτελείωσε. Η γριά όμως δεν νοιαζόταν για τον εαυτό της, το λιγοστό φαΐ που τους έφερνε κάποιες φορές η Μέλπω, η γειτόνισσα της που δούλευε καθαρίστρια στους Γερμανούς, δεν το ακούμπαγε, έπρεπε να το φάνε τα παιδιά, να ζήσουν. Αυτή είχε τελέψει πια, θα πήγαινε κοντά στα παιδιά της, τον μακεδονομάχο τον Βασίλη όπου ο ένοπλος αγώνας του ήταν η αιτία να μισερωθεί ο άντρας της από τα αποσπάσματα των Τούρκων, που του ζητούσαν να τους αποκαλύψει την κρυψώνα του. Έτσι αναγκάστηκαν με τα μικρότερα παιδιά τους να κατέβουν από το χωριό, το Λιβάδι, στην Θεσσαλονίκη, στην οδό Γαμβέτα. Στην κατοχή έχασε και το άλλο αγόρι της τον Διογένη, τον σιδηροδρομικό, που σκοτώθηκε με την μηχανή του πέφτοντας σε ένα γερμανικό φορτηγό. Έτσι, έμεινε μέχρι τον θάνατο της με τον τελευταίο γιο της τον Γιάννη και τα ορφανά εγγόνια της στην παράγκα της Χαριλάου. Αυτό το μικρό οικόπεδο τους το παραχώρησε το κράτος, όπως και σε άλλους πρόσφυγες εκείνα τα χρόνια. Πέθανε η γιαγιά και τρεις μέρες την είχανε σκεπασμένη με ένα σεντόνι μέσα στην παράγκα. Τρία ολόκληρα μερόνυχτα μέχρι να περάσει το κάρο της δημαρχίας που μάζευε από τους δρόμους τους σκελετωμένους νεκρούς.

   Έφυγε η γιαγιά μα η έμεινε η αδελφή της, η θεία τους η Μαρία, ο καλός τους άγγελος. Στις άγριες διώξεις των εβραίων στην Θεσσαλονίκη, η Μαρία είχε βάλει σε κίνδυνο την ζωή της, αλλά κατάφερε να σώσει από τους ναζί μια εβραιοπούλα, που την έκρυψε στο σπιτικό της και γλύτωσε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αυτή η φρόνιμη και καλή γυναίκα, η αγαπημένη θεία τους Μαρία, χρόνια μετά ζήτησε απ’ την Πάτρα να έρθει στο σπίτι. Την παρακάλεσε να αφήσει το δύσκολο μεροκάματο στα καπνομάγαζα και να μείνει για όσο χρειαζόταν μαζί της. Ανήμπορη πια από την “κακιά” αρρώστια, η Πάτρα την φρόντισε μέχρι τέλους, της έδωσε το “ποτήρι” το νερό που είχε ανάγκη.   

    Φεύγοντας από την ζωή άφησε στα τρία παιδιά το σπίτι της, την παλιά διώροφη, τούρκικη μονοκατοικία στην οδό Κωνσταντινουπόλεως στα Κυβέλεια, για να έχουν ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους. Λίγα χρόνια μετά τον σεισμό του 1978, στην θέση της παλιάς μονοκατοικίας, χτίστηκε μια πολυκατοικία με αντιπαροχή. Ο Δημήτρης κατοίκησε εκεί με την δική του οικογένεια και τα αδέρφια του.

   Μιας και η παραμονή του στην Βέροια ήταν ελάχιστη φεύγοντας έσβησαν και οι όποιες ελπίδες για να βγάλει το σχολείο. Έτσι όπως και τα αδέρφια του, στην ανήλικη και μετέπειτα στην ενήλικη ζωή του, πέρασε από διάφορα επαγγέλματα, από εργάτης σε καυσόξυλα, μέχρι ζαχαροπλάστης που του άρεσε πολύ. Καλά αυτά, όμως το μεροκάματο και στο τέλος την σύνταξη, του την έδωσε η οικοδομή και τα σύνεργα του ελαιοχρωματιστή. Εκτός από την οικογένεια του, το εξάχορδο μπουζούκι ήταν η μεγάλη αγάπη του. Επτά δεκαετίες ερασιτέχνης, το μπουζουκάκι του δεν το αποχωρίστηκε ποτέ, όμως τα τελευταία χρόνια το μπουζούκι σκέβρωνε, τα τάστα του ανασηκώθηκαν, ξεκούρδιστο παρέμενε ακουμπισμένο στον τοίχο. Τα χέρια του δεν τον βοηθούσαν να παίξει τα τραγούδια του Τσιτσάνη που τόσο αγαπούσε…

***

- Έλα Κώστα, βοήθα, βοήθα, πιάστον από εδώ, να, κάτω από την μασχάλη του βρε... Έλα μπράβο, έλα, έλα να τον καθίσουμε εδώ στην στάση. Η Σίσυ έδινε οδηγίες και ο Κώστας εκτελούσε πιστά σε μια περίεργη αναλαμπή του μυαλού του. Οι τρεις τους περπάτησαν λίγα βήματα και τον έβαλαν να κάτσει στο μεταλλικό παγκάκι της στάσης. Ο Κώστας κοίταζε τον ηλικιωμένο απορημένος, τον κοίταζε διερευνητικά, επίμονα, τόσο πολύ που λες και προσπαθούσε να καταλάβει την κατάσταση του; Ποιος ξέρει, ίσως και να τον καταλάβαινε πραγματικά, μιας και αυτός ζούσε χαμένος στις δικές του μνήμες.

- Παππού έλα πιες, του είπε και έτεινε το βρώμικο πλαστικό με τον αναμεμιγμένο καφέ και το κόκκινο κρασί. 

- Μη, μηηηη του φώναξε η Σίσυ για να τον αποτρέψει. Σταμάτα Κώστα, του φώναξε πάλι με κομμένη ανάσα. Η λεπτεπίλεπτη Σίσυ είχε λαχανιάσει απ’ την προσπάθεια.  Τώρα βρισκόταν σε ένα νέο αδιέξοδο. Ωραία τον σηκώσαμε, όμως που θα τον πάω, πως θα βρω που μένει, κάποιον δικό του; Αναρωτήθηκε, έχει κάποιον άνθρωπο στην ζωή που να τον νοιάζεται, να τον θυμάται; Κάποιον θα έχει δεν μπορεί, ακόμη και το πουλάκι ο Τζο είχε κάποιον στον κόσμο, σκέφτηκε αισιόδοξα. Κοίταξε τον Κώστα, αν και ακίνητος το σώμα του πήγαινε πέρα δώθε, σήκωνε το χέρια του ασυγχρόνιστα, άγαρμπα, δίχως λόγο. Το κεφάλι του έκανε σπασμωδικές κινήσεις δεξιά αριστερά. Κοιτούσε τον ηλικιωμένο με μια οικειότητα λες και τον γνώριζε από παλιά. Μια στιγμή φώναξε πάλι “παππού, παππού” και έκανε μια δυο φορές να σηκώσει το μπουκάλι του να τον κεράσει, αλλά η Σίσυ τον σταμάτησε.

   “Παππού”, πόσο γλυκιά αυτή η λέξη, δεμένη με τόσες μνήμες για την Σίσυ. Τα χειμωνιάτικά βράδια στο σπίτι στο χωριό, άκουγε τις όμορφες ιστορίες του για τις νεράιδες και τα ξωτικά, ενώ τα κούτσουρα αργοκαίγανε στο τζάκι. Τι όμορφη γλυκιά ζέστη και μέσα στο μισοσκόταδο πόσο λάμπανε τα μάτια του παππού. Σαν τα βράδια στο αγνάτι, μέσα στο σκοτάδι ο καθαρός ουρανός αποκάλυπτε τα αμέτρητα αστέρια, την μυστηριώδη απεραντοσύνη του. Ο γέρος της μιλούσε για τον Δημιουργό, για τα πλάσματα του, την μοναδικότητα και την αρμονία τους. Την κοιτούσε πάντα με εκείνη την γαλήνια ματιά του, την αγκάλιαζε με την αληθινή αγάπη του, ένα λιμάνι σιγουριάς, αποδοχής και κατανόησης για εκείνη, για τους φόβους και τις ανασφάλειες, για την διαφορετικότητα της…                 

 

Θεσσαλονίκη 24/12/2020  Ώρα 11:15μμ

   Η μοναχική γατούλα ξεγλίστρησε ανάμεσα από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Είχε μαύρο τρίχωμα και μέσα στο σκοτάδι ξεχώριζαν μόνο τα ολοπράσινα μάτια της. Κοίταξε γεμάτη περιέργεια τον μεσήλικα που στεκόταν εδώ και ώρα απέναντι από την στάση Κυβέλεια. Ήταν μετρίου αναστήματος, αδύνατος και το πρόσωπο του φάνταζε στα μάτια της φιλικό. Τον περιεργάστηκε με μπόλικη γατίσια περιέργεια, κι ύστερα πέρασε πλάι του νιαουρίζοντας ίσως έναν ελαφρύ χαιρετισμό, ίσως και κάποιο χρόνια πολλά. Την κοίταξε καθώς του νιαούρισε.  Αυτό το βλέμμα ήταν οικείο, ναι εκείνο το βλέμμα το θυμόταν καλά, και αυτό έμοιαζε τόσο στου γατούλη του.

    Ο γατούλης, αυτό το γατί το είχαν μεγαλώσει οικογενειακώς από το πίσω μπαλκόνι του σπιτιού, ήταν ένα γατάκι του δρόμου ή μάλλον καλύτερα του ακάλυπτου. Ήταν το μοναδικό που είχε μείνει ζωντανό εκείνο το πολύ ζεστό καλοκαίρι, ολόιδιο η μάνα του. Οι δυο τους περιμέναν να τους ρίξουν λίγη τροφή από ψηλά, το πρωί και το βράδυ, ακόμη και μέσα στην πνιγηρή ζέστη του απομεσήμερου. Ήταν τόσο αγαπημένοι, η γάτα δεν έτρωγε αν δεν χόρταινε πρώτα το γατάκι. Κοιτούσε ψηλά την οικογένεια και τους νιαούριζε σαν να τους μιλούσε. Έφτασε ο χειμώνας το γατάκι μεγάλωσε και η γάτα που μέχρι τότε του ήταν απόλυτα αφοσιωμένη, έφυγε μακριά του. Το γατί, μόνο του πια, μεγάλωνε και δυνάμωνε, ανέβαινε στην κοινωνία του ακάλυπτου. Μια μέρα όμως εντελώς ξαφνικά, το είδαν ανόρεχτο και πια φάνταζε μέρα με την μέρα όλο και πιο άρρωστο. Ερχόταν για λίγο ασθενικό, λερό, μέχρι που εξαφανίστηκε για πάντα από τα μάτια τους, πριν μειώσουν την απόσταση τους, πριν καταφέρουν να το βοηθήσουν.

   Η στάση έρημη, το μεταλλικό της παγκάκι αδειανό. Η πόλη ήσυχη, βουβή. Μέσα στην γιορτινή νυχτιά, εκείνος λες και μπορούσε να ακούσει τον ήχο από τα λαμπιόνια που αναβόσβηναν ρυθμικά σε μπαλκόνια και παράθυρα, στις βιτρίνες και τις προθήκες, στα γιορτινά ράφια των εμπορικών. Άνοιξε την εφαρμογή του ραδιοφώνου στο κινητό του κι οι μελαγχολικές μελωδίες του Ιταλού μουσουργού, Ennio Morricone γέμισαν την ψυχή του. Ήταν ότι πιο ταιριαστό στην σημερινή βραδιά.

   Ένας κόμπος ανεβοκατέβαινε αργά και κάθε τόσο καθόταν ψηλά στον λαιμό του. Στεκόταν απέναντι από την στάση, εκτός από την γατούλα κανείς δεν είχε περάσει εδώ και ώρα αρκετή, μόνο αυτός με ένα χειρόγραφο στο χέρι. Είχε αποφασίσει βραδιάτικα, παραμονή των Χριστουγέννων, να βγει από το σπίτι του∙ ακριβώς απέναντι και να αφήσει αυτές τις δεκατρείς σελίδες στο παγκάκι της στάσης. Αποφάσισε να αφήσει το διήγημα που μόλις είχε ολοκληρώσει, ελπίζοντας ότι ίσως να το βρει κάποιος αυτό το σιωπηλό βράδυ και να το μοιραστεί μαζί του. Σε αυτές τις δεκαοκτώ σελίδες ζούσε την ζωή του πατέρα του, των θείων του, την φρικτή κατοχή.

    Μέσα απ’ τις λέξεις ζήτησε όμως να καταλάβει και την ζωή της Σίσυ και του Κώστα. Φυσικά δεν του ήταν εντελώς άγνωστοι οι δυο τους, ήταν άνθρωποι της γειτονιάς, άνθρωποι της στάσης Κυβέλεια. Με τον Κώστα είχε μεγαλύτερη επαφή, πέρα από την απλή παρατήρηση του στην στάση. Πραγματικά τον νοιαζόταν, πονούσε για την κατάσταση του και δυστυχώς όσες φορές προσπάθησε να βοηθήσει για μια λύση βρήκε μόνο εμπόδια και αναρμόδιους κρατικούς λειτουργούς. Ήταν τόσο τραγικό, ένας άνθρωπος με όλα του τα υπάρχοντα μέσα σ’ ένα σκισμένο σακάκι, να περιφέρεται με ζέστη ή με παγωνιά από στάση σε στάση, από γειτονιά σε γειτονιά, ανάμεσα σε ανθρώπους χαμένους στην καθημερινότητα, στα θέλω και τις υποχρεώσεις. Ανθρώπους που προσπερνούσαν αδιάφορα τόσα δράματα που εξελισσόταν δίπλα τους. Η αλήθεια που πια γνώριζε ήταν πως βόλευε τους πάντες όλοι αυτοί οι άνθρωποι του δρόμου να είναι αόρατοι, να τριγυρνούν μόνοι, να κοιμούνται στις γωνιές των δρόμων, να φθείρονται μέρα με την μέρα και να πεθαίνουν άγνωστοι, με έναν σταυρό δίχως όνομα στο μνήμα τους, να χάνονται για πάντα, μαζί με μια ζωή που δεν έζησαν. Βόλευε πολύ, τόσο φρικτά πολύ.

   Για την Σίσυ ήταν αλλιώς, ήταν κι οι ενοχές του. Την έβλεπε από το μπαλκόνι του, που και που την πετύχαινε να περιμένει στην στάση για να κατεβεί στο κέντρο. Πάντοτε ένα βαρύ σκοτεινό μακιγιάζ κάλυπτε το πρόσωπο της, μόνιμα ντυμένη με μαύρα μακριά ρούχα. Φορούσε καπέλα με μεγάλο γείσο για να καλύπτει για κάποιο λόγο το πρόσωπο, που ήταν στολισμένο με δυο υπέροχα μάτια. Όλα αυτά μέχρι που ήρθαν οι μάσκες. Βλέποντας την στην στάση, είχε βγάλει το καπέλο και κάλυψε το πρόσωπο με διάφορες περίτεχνες μάσκες αφήνοντας να φανούν μόνο τα σαγηνευτικά της μάτια. Δεν την γνώρισε ποτέ παρά μόνο με την φαντασία του. Είχε ντραπεί όμως πολύ πριν λίγους μήνες, το κατακαλόκαιρο, όταν δεν έβαλε στην θέση του, εκείνον τον χυδαίο τύπο που σταμάτησε το αυτοκίνητο του στην μέση του δρόμου και την παρενοχλούσε λεκτικά σε αυτήν την ίδια στάση, απέναντι από το μπαλκόνι του. Ήταν ένα αδύναμο πλάσμα, που για την οικογένεια της γεννήθηκε αγόρι, όμως μέσα της ένοιωθε κορίτσι, ένα μικρό κορίτσι που έψαχνε μόνο την αγάπη, σε ένα κόσμο δύσκολο, σκληρό, διεστραμμένο… 

   Tο μπλε φως του φάρου στριφογύριζε ιλιγγιωδώς τριγύρω του, η σειρήνα του περιπολικού άφησε ένα σύντομο ουρλιαχτό. Τι συνέβαινε; Είχε απορροφηθεί απ’ τις σκέψεις και την μουσική. Ο ένας από τους δυο αστυνομικούς κατέβηκε και του ζήτησε την ταυτότητα του και το sms ή την έντυπη βεβαίωση για την μετακίνηση. Βλέποντας τον αμέσως επανήρθε, ναι αυτό ήταν ένα πρόβλημα μιας κι ίδιος δεν είχε σκεφτεί βγαίνοντας να στείλει το SMS Νο 6, στον αριθμό 13033, για σωματική άσκηση ή κίνηση με κατοικίδιο σε εξωτερικό χώρο και κινδύνευε με την βεβαίωση ενός τσουχτερού προστίμου εκατοντάδων €.

   Κοίταξε τον αστυνομικό στα μάτια, έδειχνε κοντά στα εικοσιπέντε, του φάνηκε συμπαθής, δεν είχε εκείνο το κλασικό βλέμμα πως ήταν έτοιμος να σε τσακώσει στα πράσα, ίσως και να μην το είχε αποκτήσει ακόμη. Τελικά το πρόβλημα ίσως δεν αποτελούσε πρόβλημα, αστραπιαία βρήκε την ιδανική λύση. Κρατήστε του είπε, και του παρέδωσε το εύκαμπτο πλαστικό ντοσιέ με το χειρόγραφο του. Ναι ο από μηχανής Θεός, θα το μοιραζόταν μαζί του. Ο αστυνομικός το άνοιξε νομίζοντας πως θα βρει τα σχετικά έγγραφα και ξεκίνησε να διαβάζει την πρώτη σελίδα του διηγήματος που λίγη ώρα πριν είχε ολοκληρώσει ο γιος του Δημήτρη,

                                                                                                                          

 Απαγόρευση Νυκτερινής Κυκλοφορίας

Βέροια 1941

    “Αν και νιόφερτος στην γειτονιά του Άγιου Αντώνη, ο Δημητράκης, είχε κάνει κιόλας καλές φιλίες. Δεν είχε ούτε δυο μήνες που πάτησε το πόδι του στην Βέροια, μετά από ένα περιπετειώδες ταξίδι που ξεκίνησε απ’ την Θεσσαλονίκη.… ”

   Μαγικά λες και περίμενε την στιγμή, ο παγωμένος ουρανός σκόρπισε μια γεμάτη  χουφτιά χιονονοφάδες. Ανάμεσα από τα χρωματιστά λαμπιόνια, έπεφταν ανάλαφρα μα τόσο πυκνά που σε λίγο άρχισαν όλα να ασπρίζουν, ο δρόμος, τα αμάξια. Με γρήγορες πινελιές, όλα τα χρώματα βάφονταν λευκά.

Ο αστυνομικός τον κοίταξε απορημένος,

- Τι είναι αυτό; τον ρώτησε, βιβλίο;

Ο συγγραφέας του χαμογέλασε,

- Διαβάστε, του πρότεινε…

    Χριστούγεννα 2020, απαγόρευση νυκτερινής κυκλοφορίας, πόσο διαφορετικά ήταν όλα φέτος. Οι τηλεοράσεις κάθε λίγο έπαιζαν τους ίδιους και τους ίδιους τίτλους από την έναρξη της πανδημίας. Στην αρχή της, τον Μάρτιο ήταν η Ιταλία, το Πέργκαμο, μετά η Γαλλία, η Βρετανία, Γερμανία, εκατόμβες νεκρών. Στα 48 του χρόνια δεν είχε ζήσει κάτι παρόμοιο. Δυστυχώς οι νεκροί ήταν πολλοί και στην πόλη του. Τα ΜΜΕ την ονόμαζαν πια πρωταθλήτρια, που είχε πάρει πάλι την πρωτιά των κρουσμάτων και των θανάτων και από την πρωτεύουσα. Μπαίνοντας το φθινόπωρο και ο χειμώνας πια, μέρα με την μέρα οι αριθμοί μεγεθύνονταν, 30 μετά 50, μετά 100, 150 ψυχές “έφευγαν” κάθε ημέρα. Κάθε οικογένεια γνώριζε και κάποιον που είχε πεθάνει μόνος, αποκλεισμένος στο νοσοκομείο, μακριά από τους αγαπημένους. Όλοι ένοιωθαν τον φόβο του θανάτου, κανείς δεν ήταν ασφαλής από τον κορονοϊό, η μόνη ελπίδα όπως έλεγαν οι επιστήμονες τα εμβόλια που έρχονταν.

   Πόσο λυπηρό ήταν, σήμερα για πρώτη χρονιά στην ζωή του δεν είχε ακούσει κάλαντα από τις παρέες των παιδιών που κάθε τέτοια μέρα όργωναν τις γειτονιές, τα μαγαζιά κλειστά κανείς δεν είχε μαζευτεί στις αγορές, να γιορτάσει με φίλους, γνωστούς και αγνώστους, να ακουστούν τα κάλαντα από τις διάφορες μπάντες ή από τα μεγάφωνα των πλανόδιων που έψαχναν την ευκαιρία για ένα γρήγορο εισόδημα απ’ την γιορτινή διάθεση του κόσμου.

   Ήθελε να χαρεί, μα πως, πως να ξεχάσει τα τόσα θύματα, τον μακροχρόνιο εγκλεισμό που σκότωνε με τον δικό του τρόπο; Αυτά που βίωναν με τις μετακινήσεις λόγω του κορονοϊού, ήταν σαν τις ιστορίες της κατοχής που άκουγε από τον μπάρμπα Δημητρό τον πατέρα του. Τότε έπρεπε να έχεις ειδική άδεια από την “Κομμαντατούρα” για να κυκλοφορείς έξω, μετά τις επτά το βράδυ. Τώρα η τεχνολογία έδινε πολλές ευκολίες μα και απείρως πολλές δυνατότητες επιβουλής, στην κρατική “Κομμαντατούρα”, σε όποιες εξουσίες θα το επέλεγαν. 



Είχε αφήσει την οικογένεια του στο σπίτι, προφασιζόμενος ότι θα βγει μια βόλτα να πάρει αέρα. Η αλήθεια ήταν πως αυτό το Άγιο βράδυ η μνήμη τον όριζε, μέσα απ’ το διήγημα ήταν και πάλι ένα μικρό παιδί που κοιτάζει το στολισμένο σπίτι, την Φάτνη, τα πολύχρωμα λαμπιόνια να αναβοσβήνουν σε δέντρα και καραβάκια. Θυμόταν τον πατέρα, τις μεγάλες βόλτες τους, στην πόλη, τα πανηγύρια στον Προφήτη Ηλία, σαν ήταν παιδί. Η μνήμη τον όριζε μα δεν ήταν κάτι ξένο, απεναντίας ήταν δικό του. Γιατί, τι είναι η μνήμη εκτός από κόσμοι αλλοτινοί, κόσμοι δικοί μας, ολόδικοι μας στο μυαλό και την ψυχή; Ο μπάρμπα Δημήτρης είχε φύγει από την ζωή έναν χρόνο πριν, ακριβώς επάνω στην γιορτή του. Κατά τους τελευταίους μήνες της ζωής του δεν είχε συναίσθηση της πραγματικότητας, η αντίληψη του είχε θολώσει, το σπίτι του στην πολυκατοικία των Κυβελείων “έμοιαζε” στην παράγκα της Χαριλάου, ο γιός του, το παλικάρι του “έμοιαζε” στον πατέρα του, τα πρόσωπα είχαν γίνει πια σκιές…

    Ποιος μπορεί να γνώριζε γιατί στο Τρίτο πρόγραμμα της ΕΡΤ εκείνη την στιγμή μετά τον Merriconne τα ερτζιανά γέμισαν απ’ την συμφωνία Νο 7, Λένινγκραντ, του Dmitri Shostakovich; Ήταν μια απλή επιλογή, ίσως μια τυχαία playlist που έπαιζε μόνη της αυτό το βράδυ ή μήπως ένας μουσικός παραγωγός που έβρισκε στην γέννηση του Χριστού, αυτή την επαναστατική, την ριζοσπαστική πλευρά απέναντι στο κατεστημένο της εποχής; Τα τύμπανα έσειαν τα ακουστικά του, τα βιολιά, οι μπασαβιόλες, τα πνευστά ηχούσαν επικά, καλούσαν σε αντίσταση ενάντια στον εχθρό, τον όποιο εχθρό. Τον ταρακούνησε, αναγνώρισε αμέσως αυτό το μνημειώδες έργο που γράφτηκε με αφορμή την πολιορκία του Λένινγκραντ, και έμεινε στην ιστορία για τις 900 ημέρες αντίστασης της πόλης απέναντι στους Γερμανούς, για τον αγώνα της Ελευθερίας έναντι στην κατοχή, στην σκλαβιά, ένα νέο Μεσσολόγι χωρίς την ηρωική έξοδο. Τώρα τον καλούσε και αυτόν σε αντίσταση μακριά από κάθε δυνάστη, κάθε επιβουλέα ελευθεριών, τότε και τώρα…

     Όχι, παρά τον μισό αιώνας ζωής του, δεν είχε τίποτα το επαναστατικό ο χαρακτήρας του, ήταν ίσως και δειλός, αν και γοητευόταν από τους δυνατούς της ιστορίας και από κάθε πράξη ηρωική.

- Δεν καταλαβαίνω είναι διήγημα για την Βέροια; Τον ρώτησε απορημένος ο αστυνομικός. Ταυτότητα και βεβαίωση άδειας κυκλοφορίας παρακαλώ. Δεν άκουγε, κοιτούσε μόνο τα χείλη να ανοιγοκλείνουν,

  “ Ή τώρα ή ποτέ”, πρέπει να σκέφτηκε και ο πατέρας του εκείνο το Χριστουγεννιάτικο απόγευμα μπροστά στους Γερμανούς. Ο συγγραφέας είχε πειθαρχήσει και με το παραπάνω στις οδηγίες για την αντιμετώπιση της πανδημίας όμως εκείνη την στιγμή ένοιωσε ανελεύθερος, αισθάνθηκε να βάλλουν την νοημοσύνη του, αντιτασσόταν στο παράλογο να χρειάζεται άδεια να περπατήσει έξω, ειδικά αυτή την βραδιά.

   Τα πόδια του καίγανε σαν του πατέρα του, η καρδιά του χτυπούσε γρήγορα, τα μηλίγγια του πάλλονταν δυνατά σαν να προσπαθούσαν να βγουν απ’ το κεφάλι του. Ήθελε να τρέξει, να τρέξει, να εξαφανιστεί, μακριά από κάθε λογής εξουσία, κάθε χειραγώγηση, κάθε επιβουλή. Ο αστυνομικός καθώς περίμενε να λάβει τα έγγραφα γύρισε στον συνάδελφο του που καθόταν μέσα στο αυτοκίνητο για αυτόν το τυπικό έλεγχο λόγω των μέτρων κατά της διασποράς του ιού. Κρύωνε, το περιπολικό ήδη είχε πασπαλιστεί από το χιόνι. Έδειξε το ντοσιεδάκι με το διήγημα και με τα μάτια του έκανε νόημα στον συνάδελφο, σαν να του έλεγε “Έμπλεξα με δαύτον τον παλαβό”. Ο συγγραφέας, ο γιός, βρήκε την ευκαιρία που περίμενε, όπως ακριβώς και ο Δημητράκης τόσα χρόνια πριν!!! Με μια γρήγορη εκτίναξη έτρεξε αντίθετα προς το εργοτάξιο του Μετρό με όλη του την ψυχή, έτσι όπως είχε ακούσει στις αφηγήσεις του πατέρα του. Έτρεξε σαν μια ηρωική πράξη επανόρθωσης, για τον Κώστα, για την Σίσυ, για το γατάκι, για ότι δεν έπραξε από φόβο, για ότι έπρεπε να μην αφήσει ξανά στην τύχη του.  Έτρεξε στα χνάρια της ζωής, έτρεξε όπως όριζε η μνήμη…




III

Στην αγκαλιά δυο γερτών κυπαρισσιών

η αστροφεγγιά αχνοφωτίζει τις σκιές.

Aν αφουγκραστείς καλά την ησυχία της νυχτιάς,

τριγύρω ακούγονται χαρούμενοι ψίθυροι

γέλια και τρεχαλητά υπόκωφα.



Όχι, όχι, μην φοβηθείς,

δεν είναι στοιχειά τρομακτικά

μήτε ξωτικά που κλέβουν την λαλιά, αργά τα μεσάνυχτα,

είναι τα παιδιά της γειτονιάς,



Κορίτσια και αγόρια, παίζουν κουτσό, βόλους

και κρυφτό μέχρι να κουραστούν,

κι ύστερα, μεσονυχτίς, πρωτόβγαλτοι έφηβοι,

σκαρφαλώνουν προς τις κορφές των δέντρων

ψάχνοντας να βρουν ένα μυστικό, πολύχρωμο δενδρόσπιτο.

Φτιαγμένο από κέδρο και βελανιδιά

ο μύθος λέει πως εκεί κατοικούνε οι αθάνατοι



Στην άγουρη τους νιότη,

κάτω απ’ το ολόγιομο φεγγάρι,

aνάμεσα στα ασημένια κλωνιά του δάσους

ακούν τον παππού Χρόνο

να διηγείται ιστορίες της ζωής

που περνά γοργά, σαν ένα θρόισμα μονάχα



στο βαθύ σκοτάδι, πριν την αυγή,

με μάτια υγρά,

με σώματα γερτά, ρυτιδιασμένα πια,

αναπολούν την ζωή που πέρασε,

την γειτονιά των παιδικών τους χρόνων.



Καθώς τα αστέρια σιγοσβήνουν

στον πρωινό ορίζοντα,

η ζωή κάνει κύκλο ξανά,

μέσα απ’ το πολύχρωμο δενδρόσπιτο

πρόσωπα παιδικά

κοιτούν τις πρώτες αχτίδες της ημέρας,

φωλιασμένα παντοτινά,

στην αχλή των αιώνων

                                                                                                                                                                                 
Μνήμη
Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ
Δεκέμβριος 2022


Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ

Θεσσαλονίκη – Αθήνα – Dusseldorf

Φεβρουάριος 2021 - Δεκέμβριος 2022

 

Αφιερώσεις:

Στον πατέρα μου Δημήτρη που έφυγε πριν τρία χρόνια, πηγή έμπνευσης και μνήμης

Στην θεία Κλεοπάτρα και την θεία Μαρία για την αγάπη τους

Στους παππούδες μου Αθηνά και Ιωάννη, στους προγόνους

Στον Κώστα των δρόμων

Στον Στελάκο που αναπαύεται πλάι στα δυο γερτά κυπαρίσσια.

Στον παιδικό φίλο Σάκη Κυριακόπουλο που έφυγε νωρίς

Με μεγάλο σεβασμό, στην μνήμη του Δημήτρη Καλογιάννη, στην Δήμητρα της Λέσβου, που σαν ένας άλλος μικρός πρίγκηπας ήρθε να φέρει μόνο την αγάπη σε έναν κόσμο εχθρικό που κονιορτοποιεί κάθε τι διαφορετικό. Όμως, όσο και να θέλουν κάποιοι να χαθεί η μνήμη αυτού του αγνού ανθρώπου κι όλων των βασανισμένων ψυχών, ο γέρο Χρόνος θα τις κρατάει παντοτινά ζωντανές, μέσα στο πολύχρωμο δενδρόσπιτο του.

Ζωγραφικό πορτρέτο, έργο αγνώστου.

https://www.youtube.com/watch?v=JfQNAIzUG-M&t=175s

  Πηγή καλάντων και εθίμων: https://www.laosnews.gr/article/82046-ta-kolinta-ths-palias-beroias-tou-parh-papakanakh του Πάρη Παπακανάκη

Την ομάδα στο Facebook Παλιές φωτογραφίες της Βέροιας https://www.facebook.com/groups/263148163871375

Πηγή Ιστορίας της περιοχής και της πλατείας Ωρολογίου (Κωνσταντίνου Ρακτιβάν), Πάμε πλατεία; Σχολική εργασία 2011 – 2012, 16ο δημοτικό σχολείο Βεροίας http://medusa.libver.gr/jspui/handle/123456789/4038

   Ευχαριστώ θερμά για τις πληροφορίες που μου παρείχαν σχετικά με την παλαιά Βέροια, τους αγαπητούς φίλες και φίλους, Δημήτρη Πατσιαβούρα, Μιχάλη Πετρίδη, Γιώργο Κελεκίδη, Αφροδίτη Φιλίντα, Μάκη Αγγελίνα, Γιάννη Παπαγεωργόπουλο, Δαμιανό Δαμιανίδη, Βαρβάρα Φωτιάδου, Δρόσο Λοκμανίδη, Κώστα Κελέσμιτο, Στέργιο Μποζίνη.

Θερμές ευχαριστίες στην καθηγήτρια γερμανικής φιλολογίας, Ευαγγελία Κακαλιού για την απόδοση στην γερμανική γλώσσα.

Θερμές ευχαριστίες για την ευγενική παραχώρηση των έργων τους, στους ζωγράφους:

Ντίνο Παπασπύρου

2. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-29, Από την Άφησσο Πηλίου, μολύβι, 34.5Χ25 εκ., 1977

3. ΟΛΟΣ Ο ΘΙΑΣΟΣ  ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ

6. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ Η Καμάρα ανάμνηση, 2001, 28Χ34 εκ

8. ΠΙΝΑΚΑΣ - Λάμπουν σαν δάκρυα τα Χριστούγεννα

 

Στέργιο Μποζίνη

1. Πάροδος Ιεραρχών. Παλιά Βέροια Χριστιανική συνοικία, υδατογραφία 2009

4. Εβραϊκή συνοικία - Μπαρμπούτα/Βέροια. Υδατογραφία του 2004

5.  Παλιά Βέροια. Οδός Γουδή. Υδατογραφία του 2004

7. Από την παλιά Εβραϊκή συνοικία της Βέροιας. Υδατογραφία 2007

 

Μνήμη (Τρία ποιήματα για την μνήμη) Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ Μάιος 2021 - Δεκέμβριος 2022.



































































































ΦΙΛΟΙ ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΓΗ