Ετικέτες
Τρίτη, Δεκεμβρίου 02, 2008
Ο Μέγας Ζωγράφος
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Σεπτέμβρης μήνας αλλά η φοβερή ζέστη δεν έλεγε να υποχωρήσει ούτε και τώρα μετά από ένα σκληρό και ιδιαίτερα μακρύ καλοκαίρι που είχε ξεκινήσει πρόωρα κάπου στα μέσα του Απρίλη. Τέσσερις μέρες είχε που μπήκε και ο πρώτος μήνας του φθινοπώρου. Τέσσερις μέρες που ο ήλιος συνέχιζε να πυρώνει ανελέητα τα πάντα, τέσσερις μέρες αφόρητης ζέστης που δυσκόλευαν την ζωή πλουσίων και φτωχών, αδίκων και δικαίων.
Η άσφαλτος, η νησίδα, το φανάρι έβραζαν, αυτή όμως εκεί, ώρες ολόκληρες δεν έφευγε από δίπλα τους. Σώμα ασθενικό, βασανισμένο όπως η ψυχή της. Είχε έρθει πριν μερικές μέρες στην μεγάλη πόλη με τα πολλά σπίτια, με τους μακριούς, φαρδιούς δρόμους και τα αυτοκίνητα που έτρεχαν σαν δαιμονισμένα. Το βράδυ τα έβλεπε από το καμαράκι να σχίζουν με τα δυνατά τους φώτα την σκοτεινιά και να εξαφανίζονται μέσα στην νύχτα πίσω από τα αγριόχορτα του κήπου.
Ο Βασίλι την έφερε σε αυτήν την μεγάλη πόλη. Όσο ζούσε μαζί με την μάνα της στο χωριό ο γεροδεμένος άντρας εμφανίζονταν ξαφνικά σαν φάντασμα. Μόλις την έβλεπε τα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου του αυλακώνονταν από ένα τεράστιο χαμόγελο ενώ τα γερακίσια, γεμάτα δόλο μάτια του δεν σηκώνονταν στιγμή από πάνω της. Έπειτα εξαφανίζονταν δίχως ποτέ να την πλησιάσει ή να της πει κουβέντα, όμως το αποκρουστικό χαμόγελο και η απαίσια μυρωδιά των σωθικών του για ώρες στροβιλίζονταν γύρω από την ύπαρξη της.
Όταν πέθανε η μάνα της, ήρθε ένα πρωινό στο καλυβάκι για να την πάρει μαζί του. Δεν έφερε αντίρρηση, δεν αντιστάθηκε, τον ακολούθησε σιωπηλή, όπως πάντα. Άλλωστε πως θα μπορούσε ένα καχεκτικό, σακάτικο πλάσμα. που δεν είχε ηλικία, φύλλο, όνειρα, δεν είχε χθες ούτε αύριο μέσα στο τρικυμισμένο του μυαλό.
Κάτι δεν πήγε καλά στην γέννα, αυτό άκουσε κάποια φορά που ένας φίλος του πατέρα είχε έρθει στο σπίτι να τον δει. Δεν καταλάβαινε γιατί μιλούσαν όμως εκείνος ο άνθρωπος την κοιτούσε πολύ λυπημένος.
Ένα παγωμένο απόγευμα ο πατέρας δεν γύρισε από την δουλειά, δεν ήρθε ούτε εκείνο το βράδυ ούτε κανένα άλλο να την δει, να της χαϊδέψει τα μακριά κατάμαυρα μαλλιά της. Δεν περνούσε μέρα που να μην τον αναζητήσει, όμως μάταια .
Ένα πρωϊνό η μάνα της με βουρκωμένα μάτια της είπε δείχνοντας με το χέρι προς τον ουρανό, << πήγε εκεί ψηλά>>. Πόσο πολύ ήθελε να πάει και αυτή <<εκεί ψηλά>>.
Ο καιρός περνούσε και ο πατέρας της έλειπε κάθε μέρα και πιο πολύ, η μάνα της ήταν καλή αλλά δεν της χάιδευε ποτέ τα μαλλιά, πάντα ήταν στεναχωρημένη μαζί της.
Γρήγορα έφυγε και εκείνη από κοντά της, <<πήγε ψηλά και αυτή>> της είπαν οι συγχωριανοί γελώντας. Την έδιωξαν για να μπουν στο ρημαγμένο σπίτι κάποιοι άκαρδοι συγγενείς με πολλά παιδιά. Στο χωριό δεν την λυπόταν κανείς, σκληροί άνθρωποι, δίχως συναισθήματα, λαξευμένοι από την πέτρα των βουνών του φτωχού τόπου τους, κοιτούσαν μοναχά την επιβίωση τους. Υπήρχε όμως κάποιος που την ήθελε πραγματικά κοντά του, για τους λόγους του.
Μόνη πια, πεινασμένη σε ένα παρατημένο καλυβάκι λίγο πιο έξω από το χωριό με το χάδι του πατέρα ακόμα στα μαλλιά της, ήρθε και την πήρε ο Βασίλι.
Από την πρώτη στιγμή της φέρθηκε σκληρά αυτή όμως τον ακολουθούσε σκυφτή, κουτσαίνοντας δίχως να βγάλει έστω μια δυνατή κραυγή, το καλύτερο που μπορούσε να κάνει για να δείξει την αντίδραση της. Μέρες μαζί του δεν είχε αντιδράσει σε τίποτα, μόνο όταν ο ξένος πήρε ένα ψαλίδι και άρχισε να της κόβει τα μακριά μαλλιά της επαναστάτησε.
Τίναξε σπασμωδικά τα αδύναμα μέλη της με όση δύναμη της απέμενε μετά από μέρες πείνας. Προσπάθησε να ξεφύγει από τα χέρια του, από το ψαλίδι. Μια δυνατή γροθιά στην πλάτη την έριξε καταγής και ο βάναυσος άντρας εγκλωβίζοντας την ανάμεσα στα μυώδη πόδια του άρχισε να κόβει τα μακριά μαύρα μαλλιά της με άτσαλες ψαλιδιές. Καυτά τα σιωπηλά δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλα της και έπεφταν μαζί με τις μπούκλες στο μουντό, βρώμικο πάτωμα μιας άθλιας γκαρσονιέρας σε μια χώρα φτωχή, δίχως ελπίδα., που φώτιζε ένας μουντός, γκρίζος ήλιος.
Το χάδι του πατέρα έφυγε από πάνω της, δεν ένοιωθε πια τα δυνατά ροζιασμένα από την σκληρή δουλειά δάχτυλα του να την χαϊδεύουν στοργικά.. Χάθηκε μαζί με τα μαλλιά της.
***
Το αυτοκίνητο έτρεχε γρήγορα αφήνοντας πίσω του δέντρα, σπίτια, ανθρώπους, αναμνήσεις….. μεταφέροντας την σε μια ξένη χώρα.
Φθάνοντας στην μεγάλη πόλη ο Βασίλι την έφερε στο καμαράκι. Στο μικρό δωμάτιο ζούσαν ακόμα τέσσερις εξαθλιωμένες ψυχές. Ήταν το άθλιο δωμάτιο ενός μικρού σπιτιού με μια ξεχασμένη αυλή γεμάτη άχρηστα πράγματα και ψηλά ξερά αγριόχορτα πλάι στον μεγάλο δρόμο.
Αργά το ίδιο βράδυ όταν όλοι είχαν κοιμηθεί κοίταξε ψηλά, έξω από το ανοικτό παράθυρο. Προσπαθούσε να δει μήπως εμφανίζονταν ο πατέρας, μήπως έρχονταν να την πάρει μαζί του μακριά από τον ξένο τόπο, μακριά από τον κακό άντρα. Όμως ο ουρανός ήταν θολός δεν φαίνονταν ούτε το φεγγάρι, ο πατέρας της δεν ήρθε.
Το επόμενο πρωί ο Βασίλι τους πήρε όλους και τους οδήγησε με τα πόδια καμιά διακοσαριά μέτρα μακριά σε μια διασταύρωση. Εκείνη δυσκολευόταν πολύ να τους ακολουθεί. Κούτσαινε ασθμαίνοντας ενώ προσπαθούσε να στηριχτεί σε ένα στραβό κομμάτι ξύλο. Ο ήλιος ανηλεής σαν τον δουλέμπορο, έκαιγε το κουρεμένο της κεφάλι.
<<Εδώ θα πηγαίνεις πάνω κάτω και θα ζητάς λεφτά, κατάλαβες;>> της είπε και την ταρακούνησε από την βρώμικη σκισμένη μπλούζα της. Κούνησε το κεφάλι της γεμάτη φόβο.
Η ογκώδης μορφή, αθέατη από τον δρόμο στάθηκε μερικά μέτρα παρακάτω σε μια συστάδα από δέντρα και παρακολουθούσε τους <<πωλητές>> της.
Με αργές ασύγχρονες κινήσεις βάδιζε με τα παραμορφωμένα μέλη της τείνοντας ικετευτικά ένα ντενεκεδάκι από κονσέρβα ντομάτας προς τα αυτοκίνητα. Οι άνθρωποι με κλειστά τα παράθυρα λόγω της αποπνικτικής ζέστης και των καυσαερίων είτε την κοιτούσαν αδιάφορα, μιλούσαν στα τηλέφωνα τους, έπαιζαν με το ραδιόφωνο ή απλώς εκνευρισμένοι κοιτούσαν επίμονα το φανάρι που αργούσε να ανάψει. Πολλές φορές όμως κάποιοι της χαμογελούσαν και άνοιγαν το παράθυρο ρίχνοντας μερικά νομίσματα στο τενεκεδάκι της. Χαίρονταν με τα χαμόγελα τους.
Το βράδυ στο καμαράκι μούσκεμα στον ιδρώτα, εξουθενωμένη από την ζέστη και την αφόρητη μυρωδιά των άπλυτων σωμάτων ξάπλωσε στο βρώμικο πάτωμα. Κάτι παλιοστρώματα που υπήρχαν δεν έφταναν για όλους. Εκείνη την νύχτα δεν μπόρεσε να κοιτάξει στον ουρανό, ήταν αδύναμη, βυθίστηκε αμέσως.
Το επόμενο πρωί ο σεπτεμβριάτικος ήλιος χώθηκε απρόσκλητος στον άθλιο χώρο φωτίζοντας με τις καυτές ακτίνες του τους λιγδιασμένους τοίχους.
<<Από εδώ και πέρα θα πηγαίνεις μόνη σου, το βράδυ θα σε περιμένω εδώ. Αν δεν φέρνεις αρκετά λεφτά δεν θα τρως>> της είπε κατεβάζοντας με ορμή και μίσος την τεράστια παλάμη του στο αγαθό της πρόσωπο ώστε να σφραγίσει την << όμορφη συνεργασία>> τους.
Έφυγε από το σπίτι για τα φανάρια βουβή δίχως δάκρυα και με το μάγουλο πρησμένο για να θυμάται κάτι που δεν μπορούσε πραγματικά να καταλάβει, ο Βασίλι ήταν ο αφέντης της, είχε πάνω της κυριαρχία για ζωή και θάνατο.
***
Οι μήνες κυλούσαν αργά, είχε χειμωνιάσει πια. Κάθε βράδυ συνήθιζε να κάθεται σε μια καρέκλα που χρησίμευε και για κρεβάτι δίπλα στο ξεχαρβαλωμένο παράθυρο που έμπαζε το κρύο λες και δεν υπήρχε καθόλου στην θέση του. Μάταια περίμενε να έρθει ο πατέρας, ήθελε τόσο πολύ να τον δει, να της χαμογελάσει. Ένοιωθε πως θύμωσε μαζί της για αυτό δεν έρχονταν. Θύμωσε που άφησε τον Βασίλι να της κόψει τα μαλλιά.. Αν όμως μάκραιναν πάλι, τότε θα έρχονταν και ίσως να έφερνε και την μάνα της. Μπορεί τώρα να μην ήταν πια στεναχωρημένη μαζί της.
Αλλά αυτός ο δυνατός άντρας με την κακιά καρδιά την κούρευε με το ζόρι όπως και τους άλλους. Όλοι στο καμαράκι τον φοβόταν. Έτρεμαν την οργή του, όποιος δεν έφερνε αρκετά τον χτυπούσε βάναυσα με μια φαρδιά ζώνη και τον άφηνε νηστικό μέχρι την επόμενη νύκτα που του έφερνε τις εισπράξεις της ημέρας. Μια τέτοια μέρα χαμηλών εισπράξεων ήταν για εκείνη η σημερινή. Μόνο λίγα κέρματα είχε μαζέψει αυτήν την βροχερή ημέρα. Δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί, ακατόρθωτο να αρθρώσει και την πιο απλή πρόταση, μόνο να φοβάται μπορούσε και να αισθάνεται μια απέραντη μοναξιά που της πάγωνε το σώμα.
<<Έλα μπαμπά>> είπε ψιθυριστά, ακατάληπτα με σάλια και αίμα να τρέχουν από το πληγωμένο στόμα της ενώ κοιτούσε πάντα προς τον σκοτεινό ουρανό.
***
Μερικές μέρες τώρα ο Βασίλι τους έφερνε στο κέντρο της πόλης. Ήταν σίγουρη πιάτσα, οι <<σακάτηδες>> θα του έφερναν καλύτερες εισπράξεις, βλέπεις μέσα στις γιορτές ήταν πολλοί αυτοί που έδιναν τον οβολό τους για να νοιώσουν καλοί χριστιανοί έστω και για λίγες μέρες τον χρόνο.
Απόγευμα παραμονής Χριστουγέννων. Οι μεγάλοι αλλά ακόμα και οι μικροί δρόμοι της αγοράς έσφυζαν από κίνηση όπως και τα πεζοδρόμια από τους αργοπορημένους πελάτες που συνωστίζονταν στα εμπορικά , αλλά και αυτούς που απολάμβαναν απλώς μια υπέροχη βόλτα στην εορταστική αγορά. Τα μάτια των περαστικών δεν χόρταιναν να κοιτούν τα πολύχρωμα φωτάκια και τις εξαίσια στολισμένες βιτρίνες που λες και όλοι οι μαγαζάτορες είχαν βαλθεί να έχουν την πιο όμορφη, την πιο παραμυθένια.
Αυτό το απόγευμα της παραμονής ο Βασίλι την είχε πάρει και αυτήν μαζί με τους άλλους στην γιορτινή αγορά. Την πήγε με το αμάξι του σε ένα φανάρι αφού πρώτα την είχε απειλήσει πως αν δεν του έφερνε πολλά θα την πετούσε γυμνή έξω στην αυλή για όλο το βράδυ, μέχρι να πεθάνει από το κρύο.
Το φανάρι βρίσκονταν στον παραλιακό δρόμο. Από την μια σύνορο του είχε την θάλασσα. Σκοτεινή, παγωμένη περόνιαζε τα κόκαλα με την ψυχρή της ανάσα ενώ ταυτόχρονα καθρέπτιζε τα γιορτινά φώτα της πόλης δίνοντας μια μεγαλοπρεπής όψη στον στολισμό της. Από την άλλη πλευρά υπήρχε ένα μεγάλο υπαίθριο πάρκινγκ με ψηλά πλατάνια που ήταν στολισμένα με χιλιάδες μικροσκοπικά φωτάκια.
Στο πολυσύχναστο πάρκινγκ συνεχώς μπαινόβγαιναν αυτοκίνητα και άνθρωποι που σταματούσαν αναγκαστικά στο φανάρι. Φιλέτο, στον χάρτη των σύγχρονων δουλεμπόρων. Η περιοχή μοιράζονταν μετά από μεγάλη μάχη μεταξύ τους και ο καθένας έπρεπε να τοποθετήσει τους <<πωλητές>> του εκεί που είχαν συμφωνήσει από πριν. Πάντα όμως κάποιος που περνιόταν ποιο έξυπνος μοιραία έσπαγε την συμφωνία. αφού τα κέρδη ήταν δελεαστικά τέτοιες μέρες.
Το κρύο τσουχτερό και ο ουρανός βαρύς, ετοιμάζονταν να χιονίσει εδώ και μέρες. Στο χωριό της πίσω στην πατρίδα χιόνιζε συχνά. Πολύ και πυκνό ήταν το χιόνι που κάλυπτε τα σπίτια, τους δρόμους, τα δέντρα. Ήταν όμορφα, τότε όλα ήταν χαρούμενα στα μάτια της. Όταν ζούσε ο πατέρας την έπαιρνε στους δυνατούς του ώμους και την πήγαινε στο χιονισμένο λόφο να δει τα παιδιά που γλιστρούσαν με τις σκάφες τους μέχρι την παγωμένη λίμνη. Θα ήθελε να χιονίσει σήμερα, τότε ίσως και να έρχονταν ο πατέρας της να την σηκώσει στους δυνατούς του ώμους.
Πρώτη φορά έβλεπε μια στολισμένη πόλη. Παντού φώτα και όμορφα στολίδια, χαρούμενοι άνθρωποι της χαμογελούσαν και της έβαζαν χρήματα στο παλιό ντενεκεδάκι λέγοντας της κάποιες λέξεις που δεν καταλάβαινε, όμως ένοιωθε πως ήταν καλοί, δεν την κορόιδευαν.
Στο βάθος ανάμεσα από τις ψηλές πολυκατοικίες ξεπρόβαλε ένα πανέμορφο, τεράστιο δέντρο με χιλιάδες πολύχρωμα λαμπιόνια. Κάποια στιγμή κάτι άλλο τράβηξε την προσοχή της. Λίγα μέτρα πίσω υπήρχε ένας ολοφώτιστος στάβλος. Ήταν γεμάτος ζώα και στοίβες από άχυρα και στην μέση μια μαμά κρατούσε τυλιγμένο ζεστά ένα μωράκι. Αυτή η όμορφη εικόνα την είχε μαγέψει και ας μην ήξερε τι ήταν αυτή η μαμά και το νεογέννητο μωράκι της.
Αυτοί οι άνθρωποι; Δεν ήξερε γιατί όλοι έδειχναν τόσο χαρούμενοι. Στο χωριό της δεν είχε δει ποτέ κάτι τέτοιο. Δεν είχε ακούσει ποτέ, παρά μόνο σήμερα να τις λένε χαμογελαστά, <<Καλά Χριστούγεννα>>. Ήταν όμορφα και ας μην ήξερε γιατί χαίρονταν αυτοί οι άνθρωποι.
Γρήγορα περνούσε η ώρα, σχεδόν δίχως να το καταλαβαίνει. Δεν είχε σημασία το τσουχτερό κρύο, της έφταναν τα ευτυχισμένα πρόσωπα που έβλεπε. Ξαφνικά μικρές χιονονιφάδες έκαναν την εμφάνιση τους, σήκωσε το πρόσωπο της στον ουρανό και αφέθηκε στο χάδι τους. Αυτά τα λευκά μικροσκοπικά αριστουργήματα του ουρανού της έφεραν την βαθειά πίστη πως θα εμφανιστεί ο πατέρας. Θα ήθελε να έρχονταν μαζί με την μάνα της και να την έσφιγγε στην ζεστή αγκαλιά της όπως εκείνη η γλυκιά μητέρα το μωράκι στον στάβλο.
Μετά από λίγο ο καιρός βάρυνε πολύ, το χιόνι τώρα έπεφτε πυκνό καλύπτοντας τα πάντα. Οι λιγοστοί άνθρωποι, βιαστικοί έτρεχαν να τελειώνουν τις χριστουγεννιάτικες αγορές τους, μερικά μαγαζιά άρχισαν να κατεβάζουν ρολά από τον φόβο του αποκλεισμού των δρόμων. Αυτή όμως λες και απολάμβανε το θέαμα στέκονταν αγέρωχα στο φανάρι δίχως να κρύβεται από τον χιονιά.
Μέσα στην χιονοθύελλα κάποιος την άρπαξε. Δυο άντρες την είχαν πιάσει και την έσυραν σε ένα σκοτεινό απόμερο σημείο λίγο πιο πέρα από το φανάρι. Με μια γρήγορη κίνηση τράβηξε ο ένας το γεμάτο χρήματα τενεκεδένιο κουτί ενώ ο άλλος με μια λαβή την κρατούσε ακίνητη. Μάταιη κίνηση γιατί έτσι και αλλιώς δεν θα αντιδρούσε ποτέ το άμοιρο πλάσμα. Φεύγοντας αυτός που την κρατούσε της έδωσε μια δυνατή σπρωξιά και έσκασε με δύναμη στον τοίχο. Οι κλέφτες εξαφανίστηκαν μέσα στην χιονοθύελλα τρέχοντας ικανοποιημένοι.
Το κορμί της προσγειώθηκε ανάσκελα στην άκρη του τσιμέντου επάνω από τα παγωμένα νερά.. Οι νιφάδες έπεφταν πότε χορεύοντας ανάλαφρα και πότε σαν παγωμένο μαστίγιο σπρωγμένες από τον βοριά. Δεν μπορούσε να κουνηθεί, δεν υπήρχε κανείς να την δει. Ο Βασίλι θα έρχονταν και αν την έβρισκε θα την τιμωρούσε σκληρά που δεν είχε χρήματα.
Ένα δάκρυ κύλησε αργά στο χιονισμένο μάγουλο της.
- Μην κλαις εδώ είναι ο μπαμπάς, το χέρι του χάϊδεψε απαλά το κουρεμένο κεφάλι, το γελαστό του πρόσωπο εμφανίστηκε μπροστά της,
- Μπαμπά, η λέξη ίσα που βγήκε από τα ξεψυχισμένα χείλη της, είχε όμως τόση χαρά, τόση ανακούφιση που αντήχησε δυνατά στην λευκή σιωπή του νυκτερινού σκηνικού.
- Κοίτα ποιος ήρθε;
Ήταν η μαμά της, πρόβαλε πίσω του φωτεινή, χαρούμενη και γλυκιά όπως ποτέ δεν την είχε δει στην ζωή της. Ήρθε και την έσφιξε απαλά στην ζεστή αγκαλιά της, όπως το μωράκι στον στάβλο η μανούλα του.
- Μαμά ήρθες; δεν είσαι θυμωμένη; είπε με θέρμη όπως ποτέ δεν πρόφεραν τα χείλη της, λες και τώρα πια ελευθερώθηκε η ψυχή της. Εκείνη την στιγμή δεν μιλούσε αυτό το δυστυχισμένο κορίτσι που στην ζωή της στερήθηκε τα πάντα. Εκείνο το άμοιρο πλάσμα που η ζωή το αδίκησε στα μάτια των ανθρώπων, στα μικρόψυχα βλέμματα αυτών που δεν μπορούν να δουν πέρα από το σώμα και τις αδυναμίες του.
***
Ουρανός και γη ενωμένοι με ένα χρώμα. Χρόνια είχαν να δουν οι κάτοικοι χιονισμένη την πόλη τους ανήμερα Χριστουγέννων. Από τα γύρω βουνά μέχρι την θάλασσα ένα παχύ πουπουλένιο πάπλωμα, δώρο του λευκού επισκέπτη, είχε ντύσει όλες τις επιφάνειες με ένα ομοιόμορφα λαμπρό, γιορτινό ρούχο.
Οι νοικοκυρές και οι νοικοκυραίοι ξυπνούσαν σιγά - σιγά τούτο το χαρμόσυνο πρωινό και με χαρά έβλεπαν να έχει εξαφανιστεί το γκρίζο από την πόλη τους. Τα παιδιά αν και είχαν ενθουσιαστεί βλέποντας έξω το χιόνι να έχει καλύψει τα πάντα, πρώτα έτρεχαν κάτω από τα φωτισμένα καραβάκια και τα χιλιοστολισμένα έλατα για να βρουν τα δώρα του Αι Βασίλη που περίμεναν με τόση ανυπομονησία όλη την χρονιά..
Ευτυχώς ο άγιος Βασίλης δεν τα είχε ξεχάσει ούτε και φέτος χαρίζοντας τους όμορφα παιχνίδια που γέμιζαν με πολύ χαρά. τις παιδικές τους ψυχούλες και συντηρούσαν άσβεστη στα άγουρα μυαλουδάκια τους την μυθική του παρουσία.
Έλαμπε η πόλη ολάκερη, έλαμπε και η ψηλή περίφραξη του λιμανιού με τα μουντά μυτερά της κάγκελα που το προηγούμενο βράδυ ντύθηκαν στα λευκά και αυτά για τον ερχομό του θείου βρέφους. Στην άκρη της, δίπλα στην αχνισμένη από το κρύο θάλασσα , μια ευγενική μορφή ίσα που ξεχώριζε. Είχε φορέσει και αυτή το λευκό της φόρεμα, το ομορφότερο δώρο που της είχαν χαρίσει ποτέ. Ακίνητη, γαλήνια, χαμογελούσε απαλά λες και ήταν τώρα αυτή το μοντέλο του μεγάλου δημιουργού. Αυτού που με το πινέλο του χαρίζει την ζωή, τις πίκρες και τις χαρές της, τον πόνο και την ευτυχία.
Λίγες ώρες πριν είχε σηκώσει το πινέλο του και αποφάσισε να αλλάξει τον μουντό πίνακα. Οι παλιοί έλεγαν πως αυτός είχε ζωγραφίσει τον πιο όμορφο πίνακα αλλά εμείς τον ασχημίσαμε με τις αμαρτίες μας. Ποιος μπορεί να γνωρίζει γιατί πήρε το πινέλο στα χέρια του και αυτή την φορά, ίσως ήταν χαρούμενος, όμως κανείς δεν μπορεί να το ξέρει. Το σίγουρο είναι πως πήρε από την μπαλέτα του και έριξε λευκό, τόσο πολύ που ο γκρίζος πίνακας έχασε την ασχήμια του. Έπειτα σήκωσε το πινέλο του και λύτρωσε μια ψυχή, ένα αθώο πλάσμα που δεν έφταιξε σε τίποτα και όμως έζησε την σκληρότητα και την απανθρωπιά αυτού του γκρίζου πίνακα.
Σήμερα όμως ο μέγιστος δημιουργός, ο μέγας ζωγράφος έριξε το βλέμμα του πάνω της. Πρέπει να είδε το λάθος του και αποφάσισε να το διορθώσει με λίγες πινελιές.
Πάνω από την χιονισμένη πόλη τρεις ανθρώπινες οπτασίες σφιχταγκαλιασμένες ανέβαιναν αργά όλο και πιο ψηλά, πάνω από τα βαριά χιονοσύννεφα που παραμέρισαν αφήνοντας μια στήλη φωτός να τις οδηγήσει στον δρόμο για την χώρα του μεγάλου ζωγράφου, την χώρα του άγνωστου, του αιώνια παντοντινού.
Ένα κείμενο εμπνευσμένο από ένα υπαρκτό πρόσωπο που κατέληξε στην δημιουργία ενός Χριστουγεννιάτικου διηγήματος με σκληρές πινελιές.
Πιστεύω πως αυτές οι μέρες δεν πρέπει να γεμίζουν μόνο από όμορφα χαρούμενα παραμύθια αλλά και από κάποιες άλλες ιστορίες. Ευτυχώς ακόμα υπάρχουν άτομα με ευαίσθητες χορδές όπως εσείς που σίγουρα κάτι θα αποκομίσουν από αυτήν την Χριστουγεννιάτικη μυθοπλασία.
Καλές γιορτές με υγεία και ευτυχία
Δες γύρω σου πόση δυστυχία, πόνος και αρρώστια υπάρχει και προσευχήσου με τον δικό σου τρόπο, άλλα με όλη την δύναμη της ψυχή σου, αυτά τα Χριστούγεννα ο Μέγας Ζωγράφος να σηκώσει το πινέλο του, να ομορφύνει τον γκρίζο πίνακα μας.
Αναστάσιος Βαλμάς Δεκέμβριος 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
3 σχόλια:
Ισχύει ό, τι σου είπα και για το άλλο σου κείμενο, Τάσο. Ωραία αισθήματα, αγνές προθέσεις, μια ιστορία καλογραμμένη. Όμως τα όποια μηνύματά της θα πρέπει προκύπτουν από την εξιστόρηση και όχι να αναφέρονται ρητά.
Να είσαι βέβαιος ότι ο αναγνώστης θα τα καταλάβει.
Εξαιρετικό. Μου άρεσε πολύ η σύνδεση ενός κοινωνικού φαινομένου με τα στοιχεία φαντασίας. Καλά Χριστούγεννα
Η φετεινή σου ιστορία νομίζω οτι αντικατοπτρίζει-δυστυχώς- το όλο κοινωνικό κλίμα που βιώνουμε όλοι μας στις μεγάλες πόλεις, σε αυτή την απάνθρωπη χώρα όπου τίποτα δεν είναι πλέον σεβαστό.
Σ'ευχαριστώ φίλε μου και σου εύχομαι ό,τι καλύτερο για το νέο έτος, σε σένα και την οικογένεια. Ευχομαι επίσης να καταφέρουμε να ανταμώσουμε μιά μέρα.
Φιλικά
Ντίνος
Δημοσίευση σχολίου