Τετάρτη, Ιανουαρίου 14, 2009

ΤΟ ΣΤΕΡΝΟ ΓΛΥΚΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ

ΔΙΗΓΗΜΑ

11 Μαρτίου 2004 επτά ακριβώς το μεγάφωνο του κινητού άρχισε να πάλλετε στους ρυθμούς μιας ροκ επιτυχίας. Ο Ίστο πετάχτηκε γεμάτος ζωντάνια από το κρεβάτι του. Σε λίγο έπρεπε να κατέβει στον σταθμό των τρένων με προορισμό το σχολείο ανταλλαγής. Ήταν οι πρώτες του μέρες στη Μαδρίτη, πολύ πολύ μακριά από το σπίτι του στην χιονισμένη Φιλανδία.
***
Κάθε μέρα ξυπνώντας ζητούσε να ρίχνει μια ματιά στον έξω κόσμο. Το ίδιο έκανε και αυτό το πρωινό ο νεαρός άντρας. Πίσω από τα στόρια η χειμωνιάτικη νύχτα παρέδιδε τα σκήπτρα της σε μια βαριά μουντή μέρα. Ο ουρανός σκοτεινός, σκεπασμένος με μολυβί πέπλα. Ο χειμώνας επιβάλλονταν ακόμα δείχνοντας το αδρό του πρόσωπο. Στις διαταγές του ένας παγερός βοριάς, σκληροτράχηλος πολεμιστής των υπερβόρειων της υδρογείου και μια πλούσια ποτιστική βροχή που σπάνια επισκέπτονταν την ισπανική πρωτεύουσα αρχές της άνοιξης.
Δεν είχε στην διάθεση του πολύ χρόνο, βιαστικά κινήθηκε προς το μπάνιο για ένα γρήγορο ντους, πρώτα όμως η καρδιά του πρόσταζε κάτι άλλο.
Ανοίγοντας την δρύινη πόρτα του δωματίου, η υπέροχη παιδική ευωδία τον πλημμύρισε.
Η ατμόσφαιρα αυτού του δωματίου πάντα τον μάγευε. Ένας ελαφρύς ροζ φωτισμός διαχέονταν απαλά διαλύοντας το σκοτάδι και διώχνοντας τον φόβο σε τόπους αλαργινούς, πολύ μακριά από τις ευαίσθητες παιδικές καρδούλες. Το ταβάνι ένας ουράνιος θόλος που πάνω του λαμπύριζαν αχνά γαλαζοκίτρινα αστέρια από μακρινούς γαλαξίες στα βάθη του σύμπαντος. Στους ροζ τοίχους, σε ξύλινα ραφάκια, κάθονταν με τάξη στο μισοσκόταδο κούκλες και αστεία ζωάκια. Σε δυο χνουδωτά κουτιά ξεκουράζονταν μαζί με τα παιδιά μέχρι το αυριανά «βασανιστήρια» τους ένας σωρός από παιχνίδια. Ήταν τόσα όσα θα μπορούσε να ποθήσει ο «άπληστος» παιδικός νους.
Από το χθεσινό παιχνίδι των παιδιών ένα μουσικό κουτί με πολύχρωμα φωτάκια, τα βαγόνια από ένα ξύλινο τρενάκι της γιούνισεφ και τα κομματάκια ενός παζλ ήταν διασκορπισμένα πάνω σε ένα χειροποίητο παχύ και συνάμα μαλακό χαλί. Πάνω του υφασμένες κατακόκκινες παπαρούνες και πρασινοκίτρινα αγριολούλουδα, ίδιος ανοιξιάτικος αγρός. Το είχαν διαλέξει με την αγαπημένη του γυναίκα καθώς δημιουργούσαν το παιδικό δωμάτιο περιμένοντας το πρώτο τους παιδί, την Μαρία. Το μοτίβο του τους φάνηκε υπέροχο, τους άρεσε τόσο που το αγόρασαν δίχως να ρωτήσουν την τιμή του. Ήθελαν το παιδικό δωμάτιο να είναι μαγικό, πανέμορφο, ένας μικρός παράδεισος για το πρωτότοκο αγγελούδι τους και λίγο καιρό μετά για το δεύτερο σίγουρα και για το τρίτο, ήθελαν πολλά αγγελούδια να φτερουγίζουν στην ψυχή τους. Έτσι το διακόσμησαν με ότι ομορφότερο είδαν χωρίς να σκεφτούν τα χρήματα και το γέμισαν ασφυκτικά με κάθε λογής παιχνίδια.
Αν και τα δυο παιδάκια είχαν αρκετά παιχνίδια για να παίζουν ατέλειωτες ώρες έλειπε από την ζωούλα τους κάτι αβάσταχτα μεγάλο αν και δεν αντιλαμβάνονταν ακόμα την μονιμότητα και την έκταση του, ειδικά το μικρότερο η Ροζίτα.
Ο νεαρός πατέρας προχώρησε αθόρυβα στις μύτες των ποδιών του. Στάθηκε πάνω από τα παιδικά κρεβατάκια και κοίταξε με λατρεία τα γλυκά προσωπάκια. Ευτυχώς και οι δυο ήταν καλά σκεπασμένες όπως και οι κουκλίτσες που κοιμόταν στο πλάι τους δίχως να τις εμποδίζουν. Χαμογέλασε, όμως αυτό το χαμόγελο τον τελευταίο χρόνο ήταν γεμάτο πίκρα.

«Μια πίκρα στερεή, σαν πέτρα αιχμηρή, ίδιο μαχαίρι κοφτερό, μέσα του, αιώνια φαρμακερό»

Πως να μην πονάει τόσο όταν κάθε μέρα γίνονταν και πιο οδυνηρή από την απουσία της; Πώς να κάνει κουράγιο όταν έβλεπε αυτούς τους μικρούς αγγέλους ορφανούς δίχως να έχουν στο βλέμμα τους την αγάπη της, την στοργή της, τα χάδια της μάνας;
Η γλυκιά τους μανούλα έφυγε αναπάντεχα, απολύτως άδικα, χτυπημένη από μια σπάνια εκφυλιστική ασθένεια του νευρικού συστήματος. Στο πέρασμα τριών βασανιστικών μηνών από μια όμορφη γυναίκα γεμάτη θέληση και αγάπη για την ζωή, απόμεινε μια θλιβερή, κάτισχνη φιγούρα. Ένα φάντασμα του εαυτού της, χαμένη μέσα στον πυρετό και στις εξάρσεις της ασθένειας που αφαιρούσαν και τις τελευταίες ικμάδες ζωής που απέμεναν στο ασθενικό κορμί της. Ένα ηλιόλουστο κυριακάτικο πρωινό του Μάρτη η ψυχή της πέταξε ψηλά φεύγοντας μέσα από την αγκαλιά των αγαπημένων της που παρακολουθούσαν το δράμα της βουβοί, ανήμποροι, σακατεμένοι.
Χωρίς εκείνη πια η ζωή του ήταν μουντή, άσχημη, θλιμμένη . Ένοιωθε την καρδιά του να ραγίζει όταν η Μαρία πολλές φορές τον ρωτούσε με όλη την παιδική της αφέλεια «μπαμπά, πότε θα γυρίσει κοντά μας η μανούλα από την χώρα του Θεούλη;» Τι μπορούσε να απαντήσει σε αυτόν τον μικρό άγγελο; Πως μπορούσε να κρατηθεί όρθιος;
Η ίδια ταινία με τα φωτεινά πλάνα που τον συνόδευε τον τελευταίο χρόνο άρχισε πάλι να προβάλλεται στο μυαλό του. Είδε την ονειρεμένη ζωή τους, τα λίγα ανθισμένα χρόνια που έζησε μαζί με την λατρεμένη του Πενέλοπε. Αυτήν την φορά όμως μετά την διαδοχή των όμορφων υπερφωτισμένων εικόνων της ευτυχισμένης ζωής το σκηνικό άλλαξε.
Είδε τα κοριτσάκια του να στέκονται μόνα τους στο πλάι μιας σιδηροδρομικής γραμμής που χάνονταν στην απεραντοσύνη του τοπίου ανηφορίζοντας δασωμένα βουνά με ορμητικά ποτάμια και διασχίζοντας εύφορες κοιλάδες που στολίζονταν από γαλαζωπές λίμνες.
Έξαφνα όλα σκοτείνιασαν είδε τον εαυτό του παγιδευμένο μέσα σε ένα τσιμεντένιο τούνελ που οι τοίχοι του κινούνταν και έσταζαν αίμα. Φοβήθηκε πολύ, όμως σε λίγο το διέσχισε σπρωγμένος από μια παράξενα οικεία δύναμη που τον οδηγούσε στο φως της μέρας.
Το επόμενο λεπτό έσφιγγε στην αγκαλιά του τα κορίτσια του που του έτειναν τα μικροσκοπικά χεράκια τους από την απέναντι πλευρά της γραμμής. Όλοι τους λουζμένοι από το έντονο πορτοκαλί της αυγής, μιας αυγής διαφορετικής, σκληρής, γεμάτης όμως από την αέναη δύναμη της θέλησης για ζωή και δημιουργία.
Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια του, κύλησαν καυτά στα μάγουλα για να ποτίσουν πέφτοντας τον αγρό των ονείρων τους. Η πέτρα στο στήθος με τις κοφτερές τις άκρες μετακινήθηκε, όμως ο πόνος ήταν ηπιότερος αυτή την φορά. Ίσως γιατί αυτό το όραμα τον βοήθησε να συνειδητοποιήσει μετά όλο αυτόν τον καιρό ότι έπρεπε να προχωρήσει στην ζωή μαζί με τα αγγελούδια του κρατώντας για πάντα στην ψυχή του την ανάμνηση της λατρευτής συζύγου, της υπέροχης γυναίκας, της Πενέλοπε του.
Έμεινε λίγο ακόμα μόνο για να κοιτάζει τους δυο υπέροχους λόγους που είχε για να ζει, μετά η σκέψη της ημέρας και των υποχρεώσεων της που έρχονταν αδιάφορες για την ψυχολογική του κατάσταση τον ταρακούνησαν. Σκούπισε τα υγρά του μάτια και πισωγύρισε αθόρυβα.
Το νερό έτρεξε με ορμή από την μεταλλική ντουζιέρα. Τον πότισε όπως η καλοκαιρινή μπόρα το διψασμένο χώμα του Ιούλη, γρήγορα σχηματίστηκαν καταρράκτες που διέτρεχαν το κορμί του. Ένοιωσε σαν να έδιωχναν από πάνω του βάρος, το βάρος της θλίψης. Πίστεψε πως με την υδάτινη ορμή τους προσπαθούσαν να τον βοηθήσουν, να παρασύρουν από πάνω του τα πανύψηλα κάστρα της μελαγχολίας από όπου οι σκοτεινοί πολεμιστές της τον πολιορκούσαν τις μοναχικές νυχτιές ρίχνοντας επάνω του τα θολερά τους δίχτυα. Γύρισε και άλλο το χερούλι της βρύσης και το νερό απέκτησε ακόμα μεγαλύτερη ορμή. Σήκωσε τα χέρια του ψηλά, αφέθηκε στην δύναμη του νερού για να τον καθαρίσει, να τον ελευθερώσει.
Η επαφή με το υγρό στοιχείο είχε φέρει στην ύπαρξη του την αίσθηση της ελευθερίας, πλέον ένοιωθε σαν να είχαν σπάσει τα δεσμά από την κακή του τύχη, αυτήν που πολλές φορές την κατηγορούσε για την κατάσταση του. Αισθάνθηκε την καρδιά του να χτυπάει πιο δυνατά, πιο σίγουρα. Το σώμα του ρωμαλέο και ανάλαφρο, λες και είχε χάσει κάμποσα από τα περιττά κιλά του τελευταίου χρόνου. Το ίδιο και την ψυχή του. Με την θέληση του ατσαλωμένη αποφάσισε πως έπρεπε να παραμείνει όρθιος, δυνατός σαν βράχος για τα κορίτσια του, να προχωρήσει μαζί τους, ακλόνητος προστάτης και φίλος σε όλες τις δυσκολίες της ζωής.
Πατώντας τον κυκλικό διακόπτη ο λαμπτήρας απελευθέρωσε δισεκατομμύρια φωτόνια που βομβάρδισαν την παραλληλόγραμμη κουζίνα με το φωτεινό τους φορτίο. Άρχισε να ετοιμάζει το λιτό πρωινό του. Από το σκουρόχρωμο δίπορτο ψυγείο, πήρε ένα μπουκάλι γάλα και έβγαλε να ξεπαγώσει λίγο χοιρινό για το μεσημεριανό γεύμα. Ευτυχώς η μητέρα του ανανέωνε καθημερινά της προμήθειες από το γειτονικό super market και μαγείρευε για αυτόν και τα παιδιά. Η καλή του μητέρα προσπαθώντας να απαλύνει τον πόνο του γιου της ή τουλάχιστον να μην τον βαρύνουν και αυτά τα καθημερινά προβλήματα που μια έμπειρη γυναίκα τα χειρίζεται αβίαστα, ερχόταν καθημερινά και τους μαγείρευε κάθε λογής λιχουδιές. Ο ίδιος προσπαθούσε τουλάχιστον να βοηθάει έστω στην προετοιμασία κάποιων εύκολων πραγμάτων της μαγειρικής τέχνης γιατί σίγουρα για την μητέρα του το φαγητό ήταν τέχνη.
Για εκείνη όμως υπήρχε ένας σπουδαιότερος λόγος από το μαγείρεμα, το πλύσιμο και κάθε άλλη οικιακή εργασία. Επιθυμούσε να βρίσκεται πρώτα από όλα δίπλα στα εγγονάκια της. Αποζητούσε να καλύψει όσο μπορούσε την απουσία της μάνας και να τους δίνει απλόχερα την αγάπη και την στοργή της που τόσο πολύ είχαν ανάγκη τα ορφανά κοριτσάκια σε αυτήν την τρυφερή ηλικία. Γνώριζε όμως πολύ καλά πως καμιά αγάπη δεν μπορεί να να καλύψει τελικά αυτό το δυσαναπλήρωτο κενό που πάντα θα υπάρχει στις καρδιές τους.
Λίγο πριν φύγει για την δουλειά, η μητέρα του, η κυρία Λουτσία έφθασε σπίτι. Αφού την φίλησε τρυφερά πήγε για τελευταία φορά στο παιδικό δωμάτιο. Κοίταξε και πάλι τα λατρευτά ανθισμένα προσωπάκια, θέλησε να πάρει μαζί βγαίνοντας εκεί έξω λίγη από την ευωδιά τους.
Η Μαρία είχε στριφογυρίσει τώρα στο κρεβατάκι της διώχνοντας την κουβέρτα από πάνω της. Με απαλές κινήσεις την σκέπασε, έπειτα αν και φοβόταν μη την ξυπνήσει άφησε να του ξεφύγει ένα απαλό χάδι στα μαλάκια της.
***
Ο Αλφρέδο - έτσι λέγονταν ο χήρος πατέρας - άφησε το σκουρόχρωμο σεντάν αυτοκίνητο του στο πάρκινγκ του σταθμού και κατευθύνθηκε προς την κεντρική είσοδο του σταθμού Σάντα Εουχένια. Τις εργάσιμες ημέρες έπαιρνε από εκεί το τρένο για το τον κεντρικό σταθμό Ατόσα στην καρδιά της Μαδρίτης όπου και στεγάζεται η πολυεθνική εταιρία SiiS στην οποία εργάζονταν εδώ και τρία χρόνια ως υπεύθυνος προσωπικού της διεύθυνσης ανθρωπίνου δυναμικού.
Λόγω της καθημερινής χρήσης του τρένου είχε βγάλει την ειδική κάρτα πολλαπλών διαδρομών και έτσι δεν χρειάζονταν εισιτήριο. Διέσχισε βιαστικά τον πολυτελή προαστιακό σταθμό με το γυαλιστερό γρανιτένιο πάτωμα, τις επιβλητικές αναγεννησιακές τοιχογραφίες και τον γυάλινο θόλο με τα εκπληκτικά βιτρό. Φτάνοντας στην αποβάθρα νούμερο πέντε κοίταξε το σπορ ρολόι του - δώρο της γυναίκας του - με τους φωσφορίζοντες δείκτες. Η ώρα ήταν 8.30 διαπίστωσε πως μόλις είχε χάσει το δρομολόγιο του.
- Ευτυχώς το επόμενο δεν αργεί πάνω από δέκα λεπτά, μονολόγησε.
Το βλέμμα του περιπλανήθηκε για λίγο στο χώρο. Όπως κάθε μέρα πολλοί συμπατριώτες του είχαν κατακλύσει τους σταθμούς των τρένων. Φυσικά δεν έλειπαν και οι τουρίστες, κυρίως από την Λατινική Αμερική που έχουν την Ισπανία πάντα λόγω των ιστορικών και γλωσσικών καταβολών ως τον πρώτο τους προορισμό.
Μια κυρία μαζί με τον ηλικιωμένο σύζυγο της μάλλον από Αργεντινή – όπως συμπέρανε από την προφορά τους – πλησίασαν ρωτώντας τον πιο τρένο να πάρουν για Βαρκελώνη. Εκείνος τους καθοδήγησε ευγενικά και το ζευγάρι έφυγε ευχαριστώντας τον. Ο Αλφρέδο τους παρατηρούσε καθώς απομακρύνονταν αργά. Προσπάθησε να φανταστεί την εικόνα με την γυναίκα του ηλικιωμένοι στην δύση μιας υπέροχης ζωής να περπατούν πιασμένοι χέρι χέρι. Ένας χοντρός κόμπος ανέβηκε στο λαιμό του από την συγκίνηση. Προσπαθώντας να την διώξει για να μην δακρύσει μπροστά στον κόσμο άρχισε και πάλι την οπτική περιπλάνηση του στον σταθμό και στους ανθρώπους.
Για μια στιγμή η ματιά του έπεσε στο τούνελ στο βάθος της γραμμής, εκεί από όπου σε λίγο θα εμφανίζονταν οι συρμοί του τρένου. Μέσα στο σκοτεινό, ψυχρό τούνελ κάτι απίστευτο εμφανίστηκε εμπρός του. Ταράχτηκε πολύ. Σκέφτηκε πως ίσως ήταν ένα στιγμιαίο παιχνίδι της όρασης του. Κοίταξε και πάλι προς το τούνελ, επίμονα αυτή την φορά. Οι αισθήσεις του πάγωσαν μόνο η όραση του λειτουργούσε, δεν αισθάνονταν τίποτα άλλο γύρω του.
Απέναντι του σε μια απόσταση περίπου τριάντα μέτρων έβλεπε μια οπτασία, μια γυναικεία οπτασία. Ήταν όπως την είχε γνωρίσει πανέμορφη, ψηλή, ευθυτενής, αγέρωχη. Τα μαύρα μακριά μαλλιά της κυμάτιζαν ελαφρά, τον κοίταζε με εκείνα τα υπέροχα, αμυγδαλωτά μάτια με τις πρασινωπές αποχρώσεις που τον είχαν σημαδέψει για πάντα. Ο Αλφρέδο την κοιτούσε αποσβολωμένος δίχως την αίσθηση του χρόνου. Ξαφνικά η οπτασία της κινήθηκε γρήγορα προς το μέρος του. Σήκωσε τα χέρια του θέλοντας να την αγκαλιάσει. Εκείνη στάθηκε σε μια μικρή απόσταση και με το χέρι της τον κάλεσε να την ακολουθήσει. Την είδε να κινείται προς τις σκάλες εξόδου, μετά την έχασε από τα μάτια του. Άρχισε να τρέχει σαν αλλοπαρμένος προς την έξοδο του σταθμού. Αφηρημένος διέσχισε τρέχοντας τον κεντρικό δρόμο που περνάει εμπρός από τον σταθμό. Ένα αυτοκίνητο φρέναρε απότομα και σταμάτησε χωρίς να τον ακουμπήσει ενώ αυτός συνέχισε να τρέχει. Δεν την έβλεπε πουθενά, στάθηκε ακίνητος, η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή, από το στόμα του έβγαινε πηκτός αχνός, στο μυαλό του επικρατούσε σύγχυση. Γύρισε και κοίταξε απέναντι προς τον σταθμό. Ο βοριάς είχε μαλακώσει και τα σύννεφα είχαν φύγει δίνοντας την θέση τους στον παιχνιδιάρη μαρτιάτικο ήλιο. Με τις πορτοκαλί έντονες ακτίνες του έλουζε τα πολύχρωμα βιτρό της οροφής δημιουργώντας μια πανδαισία χρωματικών μείξεων μέσα και έξω από τον σταθμό. Για ακόμη μια φορά άρχισε να την ψάχνει στριφογυρίζοντας γύρω από τον εαυτό του. Δεν φαίνονταν πουθενά, έβλεπε μόνο τα αυτοκίνητα που διέσχιζαν γρήγορα τον δρόμο και τους ανθρώπους που μπαινοέβγαιναν στον σταθμό.
- Ένα χρόνο τώρα παρακαλούσα να σε δω έστω για μια στιγμή στα όνειρα μου, να νοιώσω πως είσαι πλάι μου. Μάταια ικέτευα όλο αυτόν τον καιρό. Σήμερα όμως σε είδα μπροστά μου. Ήρθες φως μου από τον τόπο που στο διάβα του δεν έχει γυρισμό; Είναι δυνατόν ή μήπως αγάπη μου άρχισα να χάνω τα λογικά μου;
Δεν πρόλαβε να σκεφτεί τίποτα άλλο, πρώτα άκουσε έναν εκκωφαντικό θόρυβο αμέσως σχεδόν δυο ακόμα, σαν κανονιές. Ένα έντονο κάψιμο στο πόδι τον έριξε στο πεζοδρόμιο. Τρεις τρομακτικές εκρήξεις είχαν συγκλονίσει τον σταθμό. Καπνοί και σκόνη αναδύονταν από τις εισόδους και την οροφή του σιδηροδρομικού σταθμού. Τα ωστικά κύματα των εκρήξεων αιματοκύλησαν τον σταθμό και προκάλεσαν ζημιές σε μεγάλη απόσταση.
- Παναγιά μου, ούρλιαξε και από την αγωνία δάγκωσε δυνατά τα χείλη του.
Ευτυχώς ο ίδιος είχε χτυπήσει ελαφρά μόνο στο πόδι από την τζαμαρία μιας παλιάς αποθήκης που έγινε θρύψαλα δεχόμενη το ωστικό κύμα της πρώτης έκρηξης.
Μια ζεστή αύρα τον χάιδεψε στο πρόσωπο. Ο Αλφρέδο σήκωσε το κεφάλι του, εκείνη στεκόταν και πάλι μπροστά του, αέρινη οπτασία. Τον κοιτούσε με μάτια υγρά. Από το σοκ της έκρηξης και της εμφάνισης της τα είχε χάσει δεν μπορούσε να της μιλήσει. Η Πενέλοπε του, λες και βεβαιώθηκε πως είναι καλά σήκωσε το χέρι της και του έστειλε ένα φιλί, ένοιωσε την θέρμη του. Ύστερα σαν κινηματογραφικό πλάνο που μακραίνει αργά, έφυγε από κοντά του. Ακίνητος την κοιτούσε να απομακρύνεται, μάταιο να τρέξει πίσω της.
Ένα δάκρυ κύλησε στο δεξί του μάγουλο, δάκρυ χαράς. Ναι, ήταν σίγουρος είχε έρθει για αυτόν, τον τράβηξε έξω, τον έσωσε. Μέσα του, στην επιφάνεια, δυο αντίρροπα συναισθήματα παρόντα, χαρά για την σωτηρία του αλλά και ανησυχία για το τι είχε συμβεί μέσα στο σταθμό.
Όμως βαθειά μέσα του ένοιωθε λυτρωμένος γιατί εκείνη όλο αυτόν τον καιρό ήταν δίπλα τους, ζούσε κάθε λεπτό μαζί τους, πονούσε όπως αυτός και σήμερα ένα χρόνο μετά τον αποχωρισμό τους του έδωσε την ευκαιρία να συνεχίσει να ζει, να μεγαλώσει τα παιδιά τους.
Θυμήθηκε το όραμα στο παιδικό δωμάτιο. Όλα ταίριαζαν τώρα πια. Η σιδηροδρομική γραμμή, το ματωμένο τούνελ, η πορτοκαλί αυγή. Ήταν βέβαιος, η Πενέλοπε ήρθε για να τον σώσει ακόμα και αν την περίμενε η χειρότερη δοκιμασία στην χώρα των ψυχών.
- Αγάπη μου, της φώναξε και ο ήχος πλέχτηκε με τους σκληρούς ήχους των τραγικών στιγμών.
Κόλαση επί της γης, κόλαση του Δάντη, σκηνές φρίκης και πανικού, πόνος, αίμα, κραυγές απόγνωσης, απαρηγόρητες ανθρώπινες φιγούρες. Έξω από τον σταθμό εκατοντάδες άνθρωποι έτρεχαν πανικόβλητοι, αλλόφρονες προς όλες τις κατευθύνσεις μη γνωρίζοντας τι ακριβώς έχει συμβεί. Αργότερα θα μάθαιναν πως όλη η χώρα είχε αιματοκυλιστεί.
Ο Αλφρέδο παρά τον πόνο που ένοιωθε στο πόδι του σηκώθηκε και κουτσαίνοντας κινήθηκε προς τον σταθμό. Όσοι δεν είχαν τραυματιστεί σοβαρά έτρεχαν να βγουν έξω από την κόλαση της έκρηξης. Μπήκε στο σταθμό, χάος, ένα συνονθύλευμα καπνού και σκόνης έκαναν την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Το δάπεδο γεμάτο από κοφτερά πολύχρωμα κομμάτια γυαλιού από τα κατεστραμμένα βιτρό της οροφής.
Προχώρησε, με δυσκολία έφτασε στην αποβάθρα. Το γρανιτένιο πάτωμα δεν ήταν πια πεντακάθαρο και λαμπερό, σάρκες και αίματα θάμπωναν την λάμψη του. Φρίκη παντού, άνθρωποι νεκροί, κομματιασμένοι μέσα στο τρένο που την ώρα της έκρηξης έμπαινε στο σταθμό. Κόλαση και στην αποβάθρα που πολλοί περίμεναν τον ερχομό του.
Λίγα βήματα μακριά του μια νεαρή γυναίκα πεσμένη στα γόνατα κρατούσε έναν άνδρα. Το πρόσωπο της αιμορραγούσε από μια επιπόλαια πληγή στο μέτωπο, μια γραμμή αίματος είχε τραβήξει τα ίχνη της μέχρι τον λαιμό της. Στο στήθος της κρατούσε σφιχτά το διαμελισμένο σώμα του νεκρού της φίλου. Απαρηγόρητη αναρωτιόταν με κοφτές ανάσες μέσα στο γοερό της κλάμα «Γιατί; γιατί; τι σας φταίξαμε;»
Δίπλα μια γυναίκα γύρω στα πενήντα κουλουριασμένη στο δάπεδο σφάδαζε από τους αφόρητους πόνους στο στομάχι ενώ καλούσε σε βοήθεια στα αγγλικά με όση δύναμη της απέμενε. Οι διασώστες δεν είχαν μπει ακόμα στον σταθμό. Οι σειρήνες τους ούρλιαζαν δαιμονισμένα έξω καθώς τα πληρώματα ασθενοφόρων, πυροσβεστικών και αστυνομικών οχημάτων πλησίαζαν με ταχύτητα. Η γυναίκα ξεψύχησε εμπρός του λίγο πριν φτάσουν.
Πλάι στον πρώτο συρμό ένας έφηβος ήταν πεσμένος, στο χέρι του κρατούσε ένα κινητό. Τον πλησίασε, ανέπνεε ακόμα, όμως ένα μεταλλικό θραύσμα ήταν καρφωμένο βαθιά στο ξανθό του κεφάλι. Κομμάτια σάρκας και αίμα που κυλούσαν από το τραύμα είχαν δημιουργήσει μια πηκτή βαθυκόκκινη λίμνη. Ήταν άσχημο τραύμα ο Αλφρέδο πόνεσε πολύ βλέποντας την κατάσταση του. Έσκυψε, του έπιασε θερμά το χέρι και σαν γονιός του είπε στοργικά,
- Κουράγιο αγόρι μου όλα θα πάνε καλά.
Ο έφηβος τον κοίταξε, δεν μίλησε όμως το βλέμμα του ήταν ήρεμο, γαλήνιο, γεμάτο από αγάπη. Αισθάνθηκε πως τον ευχαριστούσε ίσως επειδή του κράταγε με ζεστασιά το χέρι όπως ακριβώς θα έκανε ο δικός του πατέρας αν βρίσκονταν πλάι του αυτήν την στιγμή του ύστατου αποχωρισμού.
Τα άδολα γαλανά του μάτια πριν λίγο ήταν γεμάτα ζωή. Τώρα ανοικτά, ασάλευτα την αποχαιρετούσαν, μαζί της και τα χρόνια που δεν έζησε, τα όνειρα που έπλασε. Τώρα κοιτούσαν το άπειρο, κάπου εκεί που προϋπάρχει ο πανάγαθος δημιουργός αυτός ο μεγάλος άγνωστος που τόσο πολύ οι άνθρωποι εκμεταλλεύονται την αφανή παρουσία του ώστε να επιτύχουν τους ιδιοτελής σκοπούς τους.
Πριν δέκα λεπτά στεκόταν στην αποβάθρα της Σάντα Εουχένια. Ήταν ο Ίστο ένας Φιλανδός μαθητής που ταξίδευσε λίγες μέρες πριν από την μακρινή, παγωμένη χώρα των χιλίων λιμνών για να συμμετάσχει σε ένα πρόγραμμα σχολικής ανταλλαγής. Πνεύμα νεανικό, ανήσυχο, ανοικτό. Πονούσε μαζί με τους αδυνάτους, μάχονταν και περιφρονούσε τους ισχυρούς αυτού του κόσμου. Πίστευε στην ειρηνική συνύπαρξη των λαών, πίστευε στην δικαιοσύνη.
Όλα αυτά μέχρι πριν δέκα λεπτά όταν κάποιοι «πιστοί» που αγίασαν τα μέσα για τον ανίερο σκοπό τους έκοβαν βίαια το νήμα της ζωής του, τόσο νωρίς, τόσα άδικα.

‘‘Γαλήνιος κοιτούσε εκεί, στο άπειρο, προς το Θεό, χαρίζοντας του αυτό που ποτέ πια δεν θα ζωγραφίζονταν στα ανοιξιάτικα, νεανικά του χείλη, το στερνό γλυκό χαμόγελο της νιότης του’’

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΑ ΘΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΔΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΣΕΩΝ ΠΟΥ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΧΡΩΜΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΕΥΩ.

ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΑΥΤΟ ΕΙΧΕ ΩΣ ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΠΟΥ ΣΥΝΕΒΕΙ ΣΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΑ ΤΗΝ 11η ΜΑΡΤΙΟΥ 2004

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΒΑΛΜΑΣ ΜΑΪΟΣ 2008

16 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

"Μια πίκρα στερεή, σαν πέτρα αιχμηρή" - η αγαπημένη μου έκφραση...

Eva είπε...

Μου άρεσε πολύ το διήγημά σου "Το στερνό χαμόγελο".Συγκινητικό, ευαίσθητο και με καλή διατύπωση.

Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ είπε...

Stephi Kondi

Πολύ ωραίο!

Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ είπε...

Γιώργης Γκουρνέλος

Πολυ καλο Τασο

Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ είπε...

Xenia Germeni

τί μου θύμησες.....ήταν ηλιόλουστη μερα στο γραφείο...είχα τότε πολλούς Ισπανούς συναδέλφους..και ξαφνικά πάγωσαν...δεν είχα ξαναδει τόσο τρόμο...και μετα βγηκαμε στην αυλή και ενώσαμε τα χέρια με μάτια να τρέχουν και τα χέρια να σφίγγουν σε κάθε λιγμό..

Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ είπε...

Νικη Κοντελη

Συγκινητικά ανθρώπινο !!

Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ είπε...

Tolis Nikiforou

Άλλο ένα ωραίο διήγημα με τα ευγενικά σου αισθήματα, Τάσο μου, για έναν καλύτερο κόσμο. Ανθρώπινο, παρήγορο και τελικά, μέσα στον κόσμο των θηρίων, αισιόδοξο.

Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ είπε...

Constantinos Vogdanos

Πολύ ωραίο Τάσο

Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ είπε...

Olga Dandani

Από την εποχή που είμασταν παιδιά ο γραπτός σου λόγος ήταν και παραμένει να είναι ξεχωριστός! Σ 'ευχαριστώ!

Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ είπε...

Anastasia Angeli

αν και το διαβασα οταν το εγραψες ακομη και σημερα ειναι τοσο επικαιρο και τοσο φοβερο που ουτε σαν ιδεα δεν θελω να το εχω.... μπραβο Τασο.....το επομενο ελπιζω να ειναι λιγο φωτεινο και αισιοδοξο!!!!

Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ είπε...

Nikos Ellis

Θαυμασιο το διηγημα Τασο.Συγχαρητηρια.

Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ είπε...

Georges Glykofrydis

Με αιτία ένα note του Tasos Valmas, (αλλιώς δεν θα το θυμόταν μάλλον απολύτως κανείς -ευχαριστούμε Τάσο), να θυμίσω:

11 Μαρτίου 2004. Σιδηροδρομικός σταθμός Μαδρίτης. 191 νεκροί, 1800 τραυματίες.

Καλή σας ημέρα.

Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ είπε...

Andreas Karakokkinos

Όμορφο και αισιόδοξο Τάσο.

Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ είπε...

Koula Adaloglou

Πολύ συγκινητικό, Τάσο.

Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ είπε...

Αγγελίκη Φατίση

εξαιρετικο Τασο. Σε τιμα που ασχοληθηκεςκαι δεν προσπερασες..

Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ είπε...

Eva Kostopoulou

Συγκλονιστικό διήγημα Τάσο. Νομίζω από τα πρώτα διηγήματά σου που διάβασα. Και δυστυχώς τόσο επίκαιρο πάλι...

ΦΙΛΟΙ ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΓΗ