Ο Μουτράκλας
Όποιος αγαπάει
λίγο, δίνει λίγο
Όποιος αγαπάει
περισσότερο, δίνει περισσότερο
Όποιος αγαπάει
πάρα πολύ τι έχει αντάξιο να δώσει;
Δίνει τον εαυτό
του.
Άγιος Πορφύριος
Γεννήθηκε μέσα
στο κατακαλόκαιρο, στα 1975.
Δυο μερόνυχτα πάλευε η μάνα του, η
Μάρθα για να
τον φέρει στην ζωή.
Κόντεψε να μείνει στον τόπο πάνω στον
τοκετό. Ο Κώστας απέξω
έκοβε
βόλτες, πέρα δώθε άυπνος, ντουζίνες τα
μισοσβησμένα τσιγάρα της αναμονής.
Κι η μαμή εκεί,
βράχος, παιδεύτηκε
πολύ μαζί
με
την ετοιμόγεννη.
Που
να βρεθεί γιατρός στα μέρη τους, μόνο
σε μεγάλη ανάγκη και αυτό δύσκολα μέσα
στα βουνά που ήταν αποκομμένοι.
Παρά
τα χρόνια της, ακούραστη
η κυρά Κούλα
η μαμή, αντρογυναίκα και στα χέρια και
στην ψυχή. Σαν
τον τράβηξε στο φως πρώτα χαμογέλασε
και ύστερα δαγκώθηκε. Τέτοιο
μωρό δεν είχε ξαναδεί, ένα σώμα τεράστιο,
όμοια
με
το
κεφάλι που
είχε σχήμα μυτερό με
ένα εξίσου
τεράστιο
προτεταμένο μέτωπο.
Ήταν σαν την κορυφή λόφου που αντί για
δέντρα ήταν γεμάτο
πυκνά,
μαύρα
μαλλιά, λες
και δεν
ήταν μωρό αλλά
αντράκι
στην πρώτη νιότη του.
Το
στόμα
του
έχασκε ακανόνιστο δίχως
ούτε
μια γραμμή για χείλη
και τα
δυο
του
μάτια
ήταν
μικρά και ασύμμετρα
βαλμένα. Η
μύτη χοντρή
και πλακουτσωτή
τέλειωνε
σε
δυο
κρατήρες
για
ρουθούνια.
Περνούσε
ο καιρός
και το μωρό παρέμενε
κλεισμένο μέσα στους πέτρινους τοίχους
της αγροικίας στην ορεινή
Καβάλα, μακριά από τα
αδιάκριτα
βλέμματα των χωριανών.
Όσο μεγάλωνε δεν έλεγε
ούτε μια λεξούλα παρά έβγαζε άναρθρες
κραυγές, σαν πληγωμένο ζώο. Η
Μάρθα και ο Κώστας ήταν
καλοί άνθρωποι, μα ήταν μεγάλο το φορτίο
και κοιτιότανε
πάντοτε
φαρμακωμένοι. Το πονούσαν
τούτο το φτωχό πλάσμα
και το αγαπούσαν ως του
όφειλαν. Εκτός
από την τρομακτική όψη
είχε και άλλα προβλήματα
υγείας. Φοβήθηκαν
για την ζωή του μωρού και
ποτέ, ούτε στιγμή δεν
σκέφτηκαν να την αφήσουν στο έλεος του
Θεού. Αφού
είδαν πως δεν γίνεται
αλλιώς αναγκάστηκαν να κατεβούν από
την αγροικία
τους στην ορεινή Καβάλα
στην πόλη, στον παιδίατρο κοντά
στο αρχαίο υδραγωγείο.
Από την Καβάλα ο γιατρός
τους έστειλε
στην Θεσσαλονίκη για εξετάσεις
και διάγνωση.
Λίγες
μέρες
αργότερα έδωσαν τα κλειδιά του
σπιτιού στον ξάδελφο του Κώστα για να
φροντίζει τα λιγοστά ζωντανά και τα
χωράφια τους και πήραν το λεωφορείο για
την μεγαλούπολη.
Μετά από ένα σωρό
εξετάσεις ο καθηγητής Αμανατίδης στο
Κεντρικό της Θεσσαλονίκης απέναντι από
την Ευαγγελίστρια, τους
ανέφερε κάποιες
ιατρικές ορολογίες που δεν κατάλαβαν
καθόλου. Ύστερα
βλέποντας την απορία στα μάτια τους,
τους εξήγησε
ότι παρά την δυσμορφία φαίνεται πως
δεν θα είχε άλλο πρόβλημα όμως λόγω του
μεγέθους του, ζορίστηκε το μωρό στον
τοκετό και θα πέθαινε. Έζησε, αλλά δεν
πήρε γρήγορα αέρα και αυτό
έκανε
μια ευτυχώς όχι
ανεπανόρθωτη ζημιά, στον
εγκέφαλο του νεογέννητου. Τους
πρότεινε να το παρακολουθεί και να
κάνουν ειδικές θεραπείες για να έχει
όσο το δυνατόν πιο φυσιολογική ζωή.
Δαγκώθηκαν οι κακόμοιροι, πως
να αφήσουν το χωριό, την γη και τα ζωντανά
τους; Πως θα ζούσαν
εδώ στην
Θεσσαλονίκη; Το μωρό τους
όμως δεν θα το παρατούσαν
μπροστά σε καμιά
δυσκολία...
Εξαιρετικός
άνθρωπος ο καθηγητής, όχι
μόνο έδωσε στον μικρό Νέστορα
ότι καλύτερο μπορούσε σαν επιστήμονας
αλλά τον βάφτισε κιόλας·
δυόμιση
χρονών είχε φτάσει και λάδι δεν του
είχαν βάλει ακόμη του παιδιού. Ούτε
εδώ όμως
σταμάτησε, βοήθησε και
τους δύστυχους γονείς του. Κανόνισε
με τον δήμαρχο που του χρωστούσε μεγάλη
χάρη για την θεραπεία
της πρωτότοκης κόρης
του και τοποθέτησε τον
Κώστα φύλακα στα κοιμητήρια
της Ευαγγελίστριας, ακριβώς
απέναντι από το νοσοκομείο.
Λόγω της θέσης του φύλακα,
τους παραχώρησαν
και ένα μικρό σπιτάκι στο
πίσω μέρος των κοιμητηρίων και
έτσι είχαν στέγη και δουλειά.
Ο Νέστορας
μεγάλωνε
ανάμεσα στην Ευαγγελίστρια και στο
νοσοκομείο. Το κτίριο που είχε τα θεμέλια
του στην τουρκοκρατία το είχε σαν δεύτερο
σπίτι του, γυρνούσε σε όλες τις πτέρυγες
και με την παιδική του περιέργεια χωνόταν
παντού, μέχρι και τα κρυφά καταφύγια
των Γερμανών, στα υπόγεια είχε εξερευνήσει.
Σιγά σιγά όλοι συνήθισαν τον μικρό
προστατευόμενο του Αμανατίδη. Οι γιατροί,
το νοσηλευτικό προσωπικό τον ένοιωθαν
δικό τους παιδί. Σαν εμφανιζόταν ανάμεσα
στους επισκέπτες με το τεράστιο και
ανοικονόμητο σώμα του, το δύσμορφο
κεφάλι, όλοι κοιτούσαν με τρομερή
περιέργεια αυτόν τον σύγχρονο Κουασιμόδο.
Άλλοι τον έβλεπαν με οίκτο και χαμόγελα
συμπάθειας ενώ άλλοι ακόμη
και με γέλια και ειρωνείες, ψιθυριστά
σχόλια πίσω του.
Στην γειτονιά του,
στα στενά πίσω από την Ευαγγελίστρια
εκεί ήταν αλλιώς, δεν υπήρχε καθόλου
έλεος. Τα παιδιά φώναζαν και γελούσαν
σαν έβλεπαν την τεράστια μα άκακη
σιλουέτα του να εμφανίζεται και να
μιλάει σχεδόν ακατάληπτα. Πικραινόταν
η μάνα του και εκείνο έτρεχε και χωνόταν
στην αγκαλιά της. Ευτυχώς πήγε ελάχιστα
στο σχολείο της γειτονιάς του μιας και
γρήγορα ο διευθυντής του δημοτικού τον
έστειλε σε ένα ειδικό σχολείο στο κέντρο
της πόλης. Εκεί ήταν διαφορετικά και
βρήκε ανθρώπους που του έδωσαν το
ενδιαφέρον και την γνώση τους. Όλα αυτά
ήταν επιτεύγματα του Αμανατίδη που τόσο
είχε βοηθήσει στην νοητική ανάπτυξη
του Νέστορα για να μπορέσει να αναπτυχθεί
όσο του επέτρεπε η κατάσταση του. Ο
καθηγητής είχε βγει πια στην σύνταξη
και αποτραβήχτηκε στο Κιλκίς, στην
ιδιαίτερη του πατρίδα.
Οι άγνωστοι
άνθρωποι πάντα κρατούσαν τον Νέστορα
σε μια απόσταση και αυτό ίσως και να
ήταν καλό. Οι περισσότεροι τον αντιμετώπιζαν
επιφανειακά σαν να ήταν ένα τέρας, ένα
μεγαλόσωμο κτήνος που δεν σκέφτεται,
που δεν έχει συναισθήματα, ένα ζώο που
ζει μόνο για τις βασικές του ανάγκες.
Στο φτωχικό
σπιτάκι των γονιών του, στην αγκαλιά
της μάνας του και στην ασφάλεια του
πατέρα έβρισκε την γαλήνη του. Αγαπημένο
ζευγάρι οι γονείς του, μπορεί να
παντρεύτηκαν από συνοικέσιο και μεγάλοι
για την εποχή τους αλλά
αγαπήθηκαν βαθιά. Παρά τις
δυσκολίες έμειναν αγαπημένοι ως το
τέλος. Έφυγαν απ’ την ζωή σχεδόν μαζί
στο Κεντρικό Νοσοκομείο, που πια είχε
μετονομαστεί σε Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑ.
Ο Νέστορας που
ως άτομο με ειδικές ανάγκες είχε διοριστεί
λίγα χρόνια πριν στα κοιμητήρια, παρέμεινε
φύλακας στην θέση του πατέρα του. Δεν
περνούσε μέρα να μην θυμηθεί τους γονείς
του, να μην τους αναζητήσει και πως
μπορούσε άλλωστε αφού συνέχιζε να
κατοικεί στο ίδιο εκείνο σπιτάκι που
ζήσανε τόσα χρόνια μαζί. Φορές φορές
ήταν σαν να έβλεπε την μάνα του στην
μικρή κουζινούλα να μαγειρεύει
χαμογελώντας και άλλες πάλι να πλένει
στο χέρι τα ασπρόρουχα, έξω στην
τσιμεντένια σκάφη. Τον πατέρα τον ένοιωθε
πολλές φορές να τριγυρνάει ολοζώντανος,
κάτω από τα κυπαρίσσια ή ανάμεσα από
τους χορταριασμένους τάφους με τα
σπασμένα μάρμαρα. Κάποια βράδια αργά,
ήταν σαν να τον άκουγε να κλειδώνει τις
σιδερένιες πύλες της παλιάς νεκρόπολης.
Ζούσε με την ανάμνηση τους και κλείστηκε
περισσότερο στον εαυτό
του. Αντάλλαζε μια καλημέρα μερικές
φορές με τον προϊστάμενο του και αυτό
ήταν όλο κι όλο.
Αν και η απώλεια
της μάνας του ήταν ανεπανόρθωτη μια
καλή γυναίκα εμφανίστηκε στην ζωή του.
Ήταν μια πάμπτωχη ηλικιωμένη γυναίκα,
η κυρία Ζαχαρούλα. Την ημέρα περιπλανιόταν
με ένα καροτσάκι γεμάτο με μικροαντικείμενα
που έβρισκε από την Εγνατία και την
Ροτόντα μέχρι την Ευαγγελίστρια και τα
χαμηλά των σαράντα εκκλησιών. Καθώς
νύχτωνε χωνόταν στο νοσοκομείο να
νοιώσει ασφάλεια και ζεστασιά. Η τρυφερή
καρδιά του Νέστορα αισθάνθηκε
την καλοσύνη και την μοναξιά της και η
γυναίκα πως πίσω από αυτόν τον θεόρατο
άντρα κρυβόταν ένα μικρό παιδί. Σιγά
σιγά ξεκίνησε μια όμορφη και ζεστή επαφή
σαν να ήταν εκείνος το παιδί της που
ποτέ δεν απέκτησε.
Τα παιδιά από
τις γύρω γειτονιές τρελαίνονταν να λένε
ιστορίες μυστηρίου για το παλιό
νεκροταφείο και έτρεμαν καθώς έβλεπαν
τον κακοφτιαγμένο γίγαντα να τριγυρνάει
ανάμεσα από τα πολυκαιρισμένα μνήματα,
με τα μαυρισμένα μάρμαρα που έχασκαν
τρομακτικά μέσα στο σκοτάδι. Του είχαν
βγάλει ένα σωρό παρατσούκλια. Δεν
τολμούσαν να πλησιάσουν από τον φόβο
τους έτσι από απόσταση του φώναζαν
“νεκροθάφτη”, “βρυκόλακα”, “φάντασμα”
“μπαμπούλα” και εξαφανιζόταν στα στενά
δρομάκια. Μια μέρα ένας πιτσιρίκος πάνω
σε μια επίδειξη θάρρους που του επέβαλαν
οι μεγαλύτεροι έφτασε μια ανάσα από την
πλαϊνή είσοδο των κοιμητηρίων. Παγωμένος
από τον φόβο του κοιτούσε ένα καντηλάκι
που τρεμόπαιζε, τότε τον είδε ξαφνικά
να προβάλλει μέσα από το σκοτάδι, μια
ανάσα από το πρόσωπο του. Πετάχτηκε ο
μικρός από την τρομάρα του και φώναξε
αυθόρμητα ενώ έτρεχε με όλη του την
δύναμη “Παναγιά μου ο Μουτράκλααααας”.
Από εκείνη την ημέρα όλα κόλλησαν το
νέο παρατσούκλι που με τον καιρό έγινε
γνωστό σε όλους στην περιοχή. Άλλος θα
είχε εκνευριστεί με τα καμώματα των
παιδιών, ο Νέστορας όμως ήταν πραγματικά
ένας καλοκάγαθος γίγαντας με τρυφερή
καρδιά.
***
Ένα χειμωνιάτικο
απόγευμα στεκόταν μέσα στο ημίφως πίσω
απ’ τον φράκτη των κοιμητηρίων πλάι
στην Αγ. Δημητρίου. Κοιτούσε στο βάθος
την Εθνικής Αμύνης να βουτάει στην
θάλασσα που βάφονταν σε χίλιες αποχρώσεις
απ’ τα σύννεφα του δειλινού. Στο φανάρι
απέναντι του σταμάτησε το μηχανάκι ενός
νεαρού ζευγαριού. Άθελα του άκουσε ένα
επιπόλαιο νεανικό καβγαδάκι. Η κοπέλα
έλεγε στο αγόρι της πως δεν αντέχει να
τον βλέπει να φλερτάρει και εκείνος της
απαντούσε πως μόνο αυτήν αγαπάει
και απλά κάνει την δουλειά του πίσω από
το μπαρ, τίποτα παραπάνω. Μπορεί να
υπήρχε φαινομενικά ένταση μεταξύ τους
μα ο οποιοσδήποτε θα καταλάβαινε την
αγάπη αυτών των δυο παιδιών και την
φυσιολογική ζήλια που φέρνει ο πόθος
της. Ήταν δυο οικονομικά αδύναμοι
φοιτητές που έμεναν στις πολυόροφες
φοιτητικές εστίες δίπλα στο εθνικό
κολυμβητήριο και μετά τις σχολές τους
δούλευαν σε ένα μεγάλο καφέ του κέντρου
μέχρι αργά για λίγα ευρώ.
Πρωτοετείς ήταν
στο χημικό η Νάντια και ο Θαλής στη
φιλοσοφική, εκείνο το δειλινό που τους
άκουσε τυχαία ο Νέστορας. Από τότε δίχως
να καταλάβουν τίποτα τους είχε
παρακολουθήσει αμέτρητες φορές να
κατηφορίζουν με το μηχανάκι τους την
Βιζυηνού και να σταματάνε στην κίνηση
του φαναριού της Πανεπιστημίου. Στα
τρία λεπτά αναμονής πολλές φορές
βοηθώντας η κίνηση και πολύ παραπάνω,
είχε ακούσει και είχε δει
ένα σωρό από μικρά στιγμιότυπα της ζωή
τους. Ο Νέστορας που δεν γνώρισε τον
έρωτα μέσα από τον φράχτη ζούσε την ζωή
τους, αισθανόταν ένα κομμάτι τους και
αυτός. Άλλοτε χαιρόταν και γελούσε κι
άλλοτε στεναχωριόταν ή θύμωνε, μια
παράλληλη ζωή γεμάτη από τα συναισθήματα
τους που μετάγγιζε κρυφά πίσω από τον
φράκτη.
Η Νάντια και ο
Θαλής λόγω της ανάγκης τους για εργασία
έλειπαν ελάχιστο καιρό από την πόλη,
κυρίως το καλοκαίρι. Αυτή την παραμονή
πρωτοχρονιάς και όπως όλες τις παραμονές
τα τελευταία τρία χρόνια τα παιδιά
δούλευαν και ήταν ακόμη μια φορά μακριά
από το σπίτι τους όλες τις γιορτές. Ο
Νέστορας όλα αυτά τα χρόνια είχε μάθει
ακριβώς τα δρομολόγια τους που
επαναλαμβάνονταν με ακρίβεια σαν αυτά
των λεωφορείων του ΟΑΣΘ. Είχαν περάσει
μια φορά το πρωί και τώρα βραδάκι στις
επτά, κατέβαιναν και πάλι για τις
προετοιμασίες στο μαγαζί, σήμερα είχαν
το ρεβεγιόν για την αλλαγή του χρόνου.
Κρύα βραδιά,
φυσούσε ένας τρελός βαρδάρης, που είχε
παγώσει τα πάντα. Για τους πυροσβέστες
ήταν μια δύσκολη νύχτα. Εκτός από τις
πτώσεις δέντρων, τους απεγκλωβισμούς
από τα ασανσέρ λόγω διακοπών του ρεύματος,
λίγη ώρα πριν είχε ξεσπάσει μια μεγάλη
πυρκαγιά στην βιομηχανική της Σίνδου
και απειλούσε μια σειρά από εργοστάσια.
Όλες οι δυνάμεις βρίσκονταν από ώρα
στους δρόμους. Στον πυροσβεστικό σταθμό
λίγο πιο πάνω από την Ευαγγελίστρια
υπήρχαν μόνο δυο – τρεις πυροσβέστες.
Λίγα μέτρα πιο κάτω στο φανάρι η Νάντια
ήταν κουκουλωμένη και κρατούσε σφιχτά
τον Θαλή από την μέση. Σήμερα εντελώς
αυθόρμητα η Νάντια κοίταξε μέσα στα
κοιμητήρια. Σπάνια το έκανε αυτό, για
την ακρίβεια σχεδόν ποτέ γιατί ένα βράδυ
πριν 2 χρόνια της φάνηκε πως πίσω από
τον φράκτη είχε δει να εξαφανίζεται
μέσα στο σκοτάδι μια περίεργη σιλουέτα.
Το είχε πει στον Θαλή και εκείνος είχε
γελάσει με την καρδιά του. Σήμερα λίγες
ώρες πριν την αλλαγή του χρόνου συνέβη
ακριβώς το ίδιο πράγμα, μόνο που τώρα
είδε καθαρά τι κρυβόταν πίσω από εκείνον
τον φράκτη. Είδε αυτή την ογκώδη σιλουέτα
με το τρομακτικό πρόσωπο και στην αρχή
τρόμαξε. Πήγε να μιλήσει στον Θαλή μα
στο πρόσωπο του είδε ένα χαμόγελο και
εκείνα τα μικρά μάτια, τα ασύμμετρα
βαλμένα την κοιτούσαν ακίνητα και
δακρυσμένα, δακρυσμένα από αγάπη. Ο
Θαλής πάτησε γκάζι και άφησε τον
συμπλέκτη, το μηχανάκι τους ξεκίνησε
καθώς η Νάντια κοιτούσε συνεχώς τον
Νέστορα...
Ένα σπορ μαύρο
αμάξι κατέβαινε την Αγ. Δημητρίου με
ιλιγγιώδη ταχύτητα, ο μεσήλικας οδηγός
του ήταν πιωμένος, είδε το κόκκινο αργά.
Η πρόσκρουση ήταν ισχυρή, το σπορ αμάξι
έπεσε πάνω στο λεωφορείο και δυο άλλα
οχήματα που προπορευόταν της μηχανής
του Θαλή, έφερε μια περιστροφή και
αναποδογύρισε εγκλωβίζοντας από κάτω
τους δυο φοιτητές που είχαν συρθεί για
λίγα μέτρα κάτω στο παγωμένο οδόστρωμα.
Οι περίοικοι, οι περαστικοί, μέσα από
το νοσοκομείο και τα καφέ, πετάχτηκαν
έξω από τον δυνατό θόρυβο της πρόσκρουσης.
Πολλοί άνθρωποι βγήκαν στα παράθυρα
τους ξαφνιασμένοι. Η κυρία Ζαχαρούλα
μέσα στο νοσοκομείο ακούγοντας και αυτή
τον κρότο, σηκώθηκε από την καρέκλα της
και βγήκε από την γωνιά της, κάτω από τη
σκάλα του ισογείου.
Η καρδιά του
Νέστορα χτυπούσε σαν τρελή είδε το
όμορφο βλέμμα της να χάνεται από τα
μάτια του και έπειτα το σώμα της μαζί
με του Θαλή να χώνεται κάτω από εκατοντάδες
κιλά τσαλακωμένης λαμαρίνας. Οι άνθρωποι
που στέκονταν στον σηματοδότη έβγαλαν
γρήγορα δυο οδηγούς και μερικούς από
τους επιβάτες που είχαν παγώσει στις
θέσεις τους και σε κατάσταση σοκ τον
υπαίτιο του τροχαίου. Το μικρό λεωφορείο
είχε γείρει γιατί είχε σπάσει ο πίσω
άξονας όμως οι λιγοστοί επιβάτες της
γραμμής 16, Ευαγγελίστρια – Ιστορικό
κέντρο, βγήκαν αμέσως χωρίς τραυματισμούς.
Μια φλόγα φάνηκε στο εσωτερικό του
αναποδογυρισμένου αυτοκινήτου.
Το ζευγάρι των
φοιτητών καλούσε απεγνωσμένα σε βοήθεια,
δεν μπορούσαν να κινηθούν, ήταν
καταπλακωμένοι κάτω από το αναποδογυρισμένο
αυτοκίνητο και το ίδιο τους το μηχανάκι.
- Τρέχει βενζίνη,
τα παιδιά θα καούν ζωντανά φώναξε
έντρομος ένας κύριος.
Από τον σταθμό της
πυροσβεστικής δυο πυροσβέστες έτρεχαν
από τον άδειο σταθμό προς το σημείο
χωρίς όμως κάποιο ειδικό τεχνικό μέσο,
ικανό να βοηθήσει τα δυο παιδιά και η
βοήθεια που μόλις είχε ξεκινήσει από
τον πυροσβεστικό σταθμό της Μαρτίου
ίσως θα έφθανε πολύ αργά. Πάνω στην
ταραχή όλοι άκουσαν την απόκοσμη φωνή
του να φωνάζει τα ονόματα τους,
- Νάντια, Θαλή,
είδαν το τεράστιο σώμα του Νέστορα, του
Μουτράκλα, που προκαλούσε σχόλια, γέλια
και ειρωνείες να μπαίνει ανάμεσα από
τα αυτοκίνητα, μέσα στην φωτιά. Γονείς
και παιδιά άρχισαν να μαζεύονται γύρω
από την σκηνή του τροχαίου.
“Ο Μουτράκλας,
παιδιά ο Μουτράκλας” φώναζαν.
“Θα καεί μαζί
τους”, “η φωτιά φουντώνει” όλοι είχαν
αλαφιάσει. Η κυρία Ζαχαρούλα είχε φτάσει,
είδε τον Νέστορα και έκανε τον σταυρό
της χωρίς να προσπαθήσει να τον σταματήσει,
ήξερε πόσο αγαπούσε αυτά τα δυο παιδιά.
“Ο Θεός να τους φυλάξει” ψιθύρισε.
Αυτήν την σκηνή,
αυτήν την τρομερή κραυγή όσοι ήταν
μάρτυρες εκείνο το βράδυ της παραμονής
του νέου έτους, θα την θυμόταν για πάντα.
Το τεράστιο ζώο, το κτήνος που πολλοί
πίστευαν πως δεν είχε συναισθήματα, με
τα χέρια του μέσα στις φλόγες και με μια
κραυγή δύναμης και αγάπης που έκρυβε
στην ψυχή του τόσα χρόνια, έδωσε τον
εαυτό του. Αυτή η υπέρτατη πράξη αγάπης
ατσάλωσε υπερφυσικά τα νεύρα και τους
μυς του και με μια κραυγή μετακίνησε το
αναποδογυρισμένο όχημα πέρα από τα
σώματα τους. Οι δυο φοιτητές με την
βοήθεια των πυροσβεστών απεγκλωβίστηκαν
τραυματισμένοι, μα σώοι. Ο ίδιος έπαθε
σοβαρά εγκαύματα στα χέρια και το σώμα,
μαζί με την Νάντια και τον Θαλή
διακομίστηκαν στην χειρουργική κλινική
του Γ. Γεννηματά.
Από εκείνο το
βράδυ ο Νέστορας έγινε ένας θρύλος, ένας
σύγχρονος ήρωας για την Ευαγγελίστρια,
για την πόλη ολόκληρη. Το “Μουτράκλας”
ήταν πια ένας τίτλος τιμής που ανήκε
μόνο στον ήρωα τους με την χρυσή καρδιά.
Α. Δ. Ε. ΒΑΛΜΑΣ
31 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2016
Μέσα στις
ατέλειωτες στροφές γύρω από την
Ευαγγελίστρια, τα αρχαία τείχη, το
Τουρκικό προξενείο, το νοσοκομείο Γ.
ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ, γεννήθηκε σιγά σιγά αυτή η
απόκοσμη μορφή, ο Μουτράκλας, το “κτήνος”
με την χρυσή καρδιά. Για τις δύσκολες
ημέρες της εγχείρησης της μητέρας μου
και της μετεχγειρητικής ανάρρωσης της
οφείλω για ακόμη μια φορά ένα μεγάλο
ευχαριστώ στον εξαιρετικό χειρουργό
μας, στον επίκουρο καθηγητή χειρουργικής
Γρηγόρη Χατζημαυρουδή. Οφείλω όμως
επίσης ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους
τους γιατρούς και στο νοσηλευτικό
προσωπικό της Β΄ χειρουργικής του
νοσοκομείου Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ όπως και της
εντατικής μονάδας του νοσοκομείου Αγ.
Δημήτριος που δίνουν τον καλύτερο εαυτό
τους για την περίθαλψη των ασθενών,
ανεξαρτήτως εθνικότητας, χρώματος και
θρησκείας μέσα στις δύσκολες συνθήκες της
μακροχρόνιας οικονομικής κρίσης.
Τις θερμές μου
ευχαριστίες στον ζωγράφο και προσωπικό
μου φίλο Ντίνο Παπασπύρου για τις
υπέροχες ζωγραφιές του που κοσμούν τα
διηγήματά μου.
1. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-59,
ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΓΙΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΛΙΒΑΔΙ
2. ΤΜΗΜΑ ΠΙΝΑΚΑ:
ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-256, Τοπίο από τα Μετέωρα,
τέμπερα, 20Χ29 εκ., 1996