Λίγο πριν την Ανάσταση
9:27 μ.μ.
Άφησε
το αυτοκίνητο του στο ανοικτό πάρκινγκ του αυτοκινητοδρόμου και ανέβηκε με τα
πόδια μέχρι την μέση της αερογέφυρας. Ανέβηκε αργά, βαρύς, σκεφτικός. Η σκέψη
αυτή περνούσε πολλές μέρες τώρα από το μυαλό του, δεν το ήθελε όμως φοβόταν ότι
δεν θα είχε άλλη λύση. Στο σπίτι η γυναίκα του, ακόμη και τα παιδιά είχαν
καταλάβει πως κάτι συμβαίνει. Ποτέ δεν ήταν τόσο αφηρημένος, ποτέ δεν είχε τόσα
νεύρα. Κάθε Μ. Εβδομάδα δεν έλειπε από την εκκλησία, από καμιά ακολουθία. Περίμενε
και ετοιμαζόταν για την Μ. Παρασκευή, να σηκώσει στους ώμους του το σώμα του
Χριστού, τον σταυρό, τον επιτάφιο Του. Φέτος όμως τίποτε από όλα αυτά δεν συνέβη.
9:48 μ.μ.
Όλη την Μεγαλοβδόμαδα ήταν εξαφανισμένος,
στο σπίτι πήγαινε μόνο για ύπνο, ούτε καν για φαί. Παρά τις απανωτές ερωτήσεις της
γυναίκας του, τα επίμονα πως και τα γιατί αυτός στεκόταν αμίλητος. “Έχω
δουλειές” πάντα απαντούσε. Σήμερα όμως ήταν Μ. Σάββατο και τα παιδιά ήλπιζαν
πως ο πατέρας τους θα ήταν όλη μέρα σπίτι και αργά βράδυ θα πήγαιναν όλοι μαζί
στην Ανάσταση. Μάταια όμως περίμεναν, ακόμη και τώρα που η ώρα κόντευε τις δέκα
το βράδυ δεν είχε εμφανιστεί και το κινητό του ήταν κλειστό. Η γυναίκα του δεν
μπορούσε να ησυχάσει από την αγωνία. Φίδια την έζωναν. Ήξερε πως οι δουλειές
του άντρα της με τις εισαγωγές προϊόντων δεν πήγαιναν καλά και πως χρωστούσε
αρκετά, εκείνος όμως πάντα την διαβεβαίωνε πως τίποτα δεν τρέχει.
10:17 μ.μ.
Κοίταξε πάλι το χαρτί για τελευταία φορά, να
βεβαιωθεί; Να ξορκίσει ακόμη μια φορά το κακό; Να κερδίσει χρόνο; Και ο ίδιος δεν
ήξερε. «ΔΙΑΤΑΓΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ» «ΚΑΤΑΣΧΕΤΗΡΙΟ» Λέξεις που άκουγε μέσα στο κεφάλι του συνεχώς
από μια άγνωστη φωνή, που σάρκαζε με την πίκρα του. Δεν είχε πια καμιά ελπίδα,
τα χρήματα ήταν πολλά, οι τράπεζες είχαν αρνηθεί ένα νέο δάνειο. Πέρασε το δεξί
του πόδι πάνω από το κάγκελο, έμεινε μετέωρος για λίγο μέχρι που πέρασε
ολόκληρος στο μικρό περβάζι της αερογέφυρας που τον χώριζε απ’ το κενό και τα
6,50 μέτρα μέχρι την άσφαλτο. Κοίταξε κάτω, αμάξια και φορτηγά περνούσαν με
μεγάλη ταχύτητα στο ολισθηρό οδόστρωμα. Τον κυρίευσε ο φόβος, έκλεισε τα μάτια “Δεν
θα το καταλάβω καν, όλα θα τελειώσουν σε μια στιγμή” έδωσε θάρρος στον εαυτό
του. “Σε μια στιγμή” επανέλαβε. H καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά που ένοιωθε ασφυκτικά τον παλμό της στον
λαιμό, το χέρι του ήταν γαντζωμένο στο κιγκλίδωμα, πονούσε από το σφίξιμο. Κοίταξε
το ρολόι του, 10:28 μ.μ. Τέτοια ώρα θα ετοιμάζονταν για την εκκλησία. Τα παιδιά
θα κρατούσαν με χαρά τις λαμπάδες τους και αυτός το φαναράκι για να φέρει πίσω
στο σπιτικό τους το Άγιο Φως, να σταυρώσει την πόρτα. Τώρα όλα ήταν μια
ανάμνηση, όπως και ο ίδιος σε λίγο, μόλις έβρισκε το κουράγιο. Άρχιζε να
ψιχαλίζει και ο αέρας δυνάμωσε, το σκοτάδι πύκνωσε γύρω του. Φοβόταν, δεν έπαιρνε την απόφαση, όμως
έπρεπε, έπρεπε ήταν ένας αποτυχημένος. Κατέστρεψε το μέλλον των παιδιών και το
δικό του. 580.000 χιλιάδες ευρώ χρέη, δεν θα σήκωνε κεφάλι ποτέ ξανά, ας έφευγε
τουλάχιστον τώρα θα ήταν καλύτερο για όλους. Έγειρε το σώμα του και άλλο προς
το κενό, το χέρι που τον κρατούσε στην ζωή ολοένα και μούδιαζε, σιγά σιγά
γλιστρούσε από τις ψιχάλες, σε λίγο όλα θα τελείωναν. Μέσα του ευχόταν να ήταν όλα
αλλιώς να γερνούσε καμαρώνοντας παιδιά και εγγόνια. Μάταια όλα, ήταν ένας άχρηστος,
βάρος δυσβάστακτο για όλους…
10:45 μ.μ.
Τα παιδιά ρωτούσαν συνεχώς για τον πατέρα τους,
η γυναίκα του σε απόγνωση, είχε πάρει σε όλα τα εφημερεύοντα νοσοκομεία, στην
τροχαία να μάθει για τον άντρα της, μήπως του είχε συμβεί κάποιο ατύχημα,
τίποτα δεν βρήκε. Κάθισε στην αγαπημένη πολυθρόνα του απέναντι από την
τηλεόραση με ένα μεγάλο, τεράστιο γιατί…
10:58μ.μ.
Δεν ένοιωθε το χέρι του, το σώμα του είχε
κρεμάσει αρκετά, ήταν πια θέμα λίγων λεπτών στην καλύτερη περίπτωση. Πάλι
θυμήθηκε τα παιδιά την γυναίκα του. Θα τα πλήγωνε πολύ με αυτήν την απόφαση
του, αυτήν την άδικη για εκείνα μα και τόσο δίκαια για τον ίδιο, για την
κατάντια του. Μια ζωή είχε μάθει να ελέγχει την ζωή του, να είναι ο κυρίαρχος της,
τώρα στα 45 έπρεπε να υποστεί τον εξευτελισμό, την χρεοκοπία, την ταπείνωση.
Ξαφνικά η λαβή του χαλάρωσε απότομα, το σώμα του έκανε μια μικρή κίνηση προς το
κενό. Τρόμαξε, τελευταία στιγμή συγκρατήθηκε στο βρεγμένο κιγκλίδωμα, ήξερε πως
θα ήταν η τελευταία. Το χέρι που τον κρατούσε στην ζωή είχε πρηστεί, οι φλέβες
του φουσκωμένες λαμπύριζαν απόκοσμα στο φως από τις κολώνες του δρόμου. Έκλεισε
τα μάτια, τα παιδιά και η γυναίκα του ήρθαν και πάλι, ντυμένα με τα γιορτινά τους,
με τις λαμπάδες τους, έτοιμα για την Ανάσταση…
Πρώτα ακούστηκαν φωνές και ύστερα κλάματα,
λέξεις άναρθρες μέσα σε αναφιλητά. Προς στιγμή πίστεψε πως είχε παραισθήσεις όμως
όχι, κοίταξε στον δρόμο. Ένα μικρό αγόρι περπατούσε στο στην μέση του οδοστρώματος
σαν τυφλό, φώναζε, έκλαιγε, δεν καταλάβαινε τι έλεγε ίσως να ήταν αραβικά, κάτι
τέτοιο. Του φώναξε «φύγε, φύγε» καμιά απάντηση, περπατούσε κλαίγοντας ανάμεσα
από τα αυτοκίνητα που κορνάριζαν σαν τρελά. Μέσα του ξύπνησε ο πατέρας, ήταν
σαν να ήταν δικό του παιδί, το αγόρι του που κινδύνευε στην μέση του δρόμου. Μπορούσε
να αυτοκτονήσει όποτε ήθελε, μα δεν είχε το δικαίωμα να αφήσει αβοήθητο αυτό το
παιδί. Σήκωσε το άλλο χέρι που τόση ώρα κρεμόταν στο κενό και έπιασε το κάγκελο,
με δυσκολία ίσιωσε το σώμα του. Πήδηξε πάνω από το κάγκελο και άρχισε να τρέχει
σαν μανιασμένος, να κατεβεί στο οδόστρωμα. Φώναζε λέξεις στα ελληνικά, στα
αγγλικά, το παιδί φαινόταν να μην έχει καμία επαφή. Μετά από λίγο επιτέλους εκείνος
είχε φτάσει στον δρόμο, το παιδί πρέπει να απείχε από αυτόν καμιά διακοσαριά
μέτρα. Έτρεχε με όλη του την δύναμη, η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή, το σώμα
του ολόκληρο πονούσε από την υπερπροσπάθεια, μα η ψυχή του είχε φλογιστεί. Ένα λευκό
αυτοκίνητο την τελευταία στιγμή απέφυγε το αγόρι. Ευτυχώς τώρα δεν απείχε πολύ
απ’ τον μικρό. Από μακριά άκουσε φωνές, ήταν στο βάθος μια ομάδα ανθρώπων, ξένοι
και αυτοί, σαν το αγόρι. Ο τεράστιος όγκος ξεπρόβαλε σαν τρομερή σκιά της νύχτας.
Το φορτηγό ερχόταν κατά πάνω στο αγόρι. Ο άντρας που πριν λίγο θα έβαζε τέλος
στην ζωή του, ούρλιαζε κάνοντας κινήσεις στον οδηγό με τα χέρια του καθώς
έτρεχε. Μάταια το φορτηγό πλησίαζε ολοένα το αγόρι κανείς τους δεν άλλαζε
πορεία. Ο άντρας με όση πια δύναμη είχε έτρεξε καταπάνω τους. Είδε το φορτηγό να
σκεπάζει το φως, όλα σκοτείνιασαν…
11:13 μ.μ.
Έπιασε
το σώμα του παιδιού, το αγκάλιασε, το κεφαλάκι του χώθηκε μέσα στο στήθος του
και άρχισαν να κουτρουβαλάνε. Ο θόρυβος από τα ελαστικά στο οδόστρωμα, το
σφύριγμα των φρένων ήταν εκκωφαντικός. Για τον οδηγό ήταν μάταιη η όποια
αντίδραση όταν είδε το αγόρι και τον άντρα. Το φορτηγό σταμάτησε λίγες δεκάδες
μέτρα μακρύτερα στο βρεγμένο οδόστρωμα…
11.56 μ.μ.
Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε και χύθηκε σαν
σίφουνας μέσα ο πατέρας, έπεσε πάνω στα παιδιά του με τα λασπωμένα ρούχα και τα
φιλούσε σαν τρελός. Η γυναίκα του ξέσπασε σε λυγμούς. Σηκώθηκε και την έπιασε
στην αγκαλιά του “Σ’ αγαπώ” της είπε “Δεν θα σας αφήσω ποτέ ξανά”. Γύρισε στα
παιδιά και φώναξε χαρούμενα “Γρήγορα να βγούμε στον δρόμο”.
12:00 μ.μ.
Οι καμπάνες ακούστηκαν πρώτες και ύστερα
οι ομοβροντίες από τα βαρελότα και τα βεγγαλικά που φώτιζαν πολύχρωμα τον
ουρανό. “Χριστός Ανέστη” “Αληθώς ο Κύριος” Το Άγιο Φως άναψε και τα δικά τους κεριά.
Πριν λίγη ώρα κρεμόταν από μια αερογέφυρα, έτοιμος να δώσει τέλος στην ζωή του.
Όλα για ένας χρέος, για ένα χρηματικό ποσό. Ένοιωθε βάρος, έπρεπε να τελειώσει
την ζωή του. Τότε ήταν που ένα τυφλό και κουφό αγόρι, από την Σιέρα Λεόνε, ένα
αγόρι που τραυματίστηκε από μια βόμβα, χάθηκε από τους δικούς του που περπατούσαν
στην λωρίδα εκτάκτου ανάγκης του αυτοκινητοδρόμου με προορισμό μια νέα φιλόξενη πατρίδα.
Το έσωσε την τελευταία στιγμή, βάζοντας σε
κίνδυνο και την δική του ζωή. Λίγα χιλιοστά του δευτερολέπτου και όλα θα είχαν
τελειώσει, όμως τίποτα δεν τελείωσε. Όλα ξεκίνησαν από την αρχή, όταν είδε το
Φως της Αναστάσεως μέσα στα μάτια αυτού του μικρού αγοριού. Όταν είδε το Φως
στα μάτια των δικών του. Τότε κατάλαβε πόσο “μικρό” ήταν το χρέος του, πόσο πολύ
τον χρειαζόταν τα δικά του παιδιά. Πόση δύναμη είχαν αυτοί οι άνθρωποι που
είχαν χάσει τα πάντα στον πόλεμο και όμως το μόνο που μετρούσε ήταν οι αγαπημένοι
τους άνθρωποι. Το μόνο χρέος που είχε ήταν απέναντι στα παιδιά του, στην
σύντροφο της ζωής του, σε όλους τους αγαπημένους του. Κόντρα στα χρέη όλου του
κόσμου, αξία έχει μόνο η ζωή…
“Χριστός Ανέστη” “Αληθώς Ανέστη”
Α. Δ. Ε. ΒΑΛΜΑΣ
Μ. Σάββατο
7/4/2018
ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
1. ΠΙΝΑΚΑΣ "ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΣΤΟΝ ΟΣΙΟ ΔΑΥΙΔ" Τέμπερα, 28Χ33 εκ., 2018
2. ΤΜΗΜΑ ΠΙΝΑΚΑ, Πάσχα στη Μονή Βλαχερνών (Κέρκυρα), τέμπερα, 23Χ16 εκ., 1989
ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
1. ΠΙΝΑΚΑΣ "ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΣΤΟΝ ΟΣΙΟ ΔΑΥΙΔ" Τέμπερα, 28Χ33 εκ., 2018
2. ΤΜΗΜΑ ΠΙΝΑΚΑ, Πάσχα στη Μονή Βλαχερνών (Κέρκυρα), τέμπερα, 23Χ16 εκ., 1989