όταν
πεθαίνει ένα παιδί
πέφτει βαθύτατο σκοτάδι το ξημέρωμα
βρέχει μεγάλα δάκρυα λαμπερά
πέτρινα γίνονται τα φύλλα και τα δέντρα
Το πλατάνι απολάμβανε
νωχελικά το ελαφρύ αεράκι. Η πνοή του δροσερή μα και αδύναμη, ίσα που κατάφερνε
να θροΐζει απαλά το πυκνό φύλλωμα. Είχε περάσει η γιορτή της Παναγιάς μα ακόμα
τα μερόνυχτα συνέχιζαν να είναι ανυπόφορα ζεστά. Το άτολμο, νεαρό βοριαδάκι που
ταξίδεψε μέρες μέσα από τις χώρες του Βορρά σκόρπισε με ευκολία την πρωινή
υγρασία. Ήταν το πρώτο του ταξίδι στην γη του Νότου, στο Αιγαίο πέλαγος. Με τον
ερχομό του προανήγγειλε επιτέλους την αλλαγή στην φύση, ότι μια ανεκτή ημέρα έφθανε
στους πολύβουους, καυτούς δρόμους της παραθαλάσσιας μεγαλούπολης.
Το
υπεραιωνόβιο πλατάνι «Η πλάτανος» των αρχαίων Ελλήνων, είχε γεννηθεί πριν
εκατοντάδες χρόνια, τότε που η πόλη και οι άνθρωποι της ήταν διαφορετικοί. Σαν
μεγάλωσε, στην φιλόξενη σκιά του παίξαν Ελληνόπουλα, Τουρκόπουλα, Εβραιόπουλα
και μυριάδες άλλα παιδιά όταν στο διάβα των αιώνων οι φυλές τους εισχωρούσαν
πότε ειρηνικά και πότε βίαια στην γη της Μακεδονίας. Είχε ζήσει πολλά από τα
σημαντικά γεγονότα αυτής της πόλης, είδε πολέμους και τραγωδίες μα και γλέντια
και ανείπωτες χαρές. Τόσες εικόνες, τόσες μνήμες, που δεν χωρούν σ’ ανθρώπου νου.
Ήταν πριν δυο δεκαετίες, όταν το πλατάνι βρέθηκε
στην αυλή ενός σχολείου. Ο δήμος της περιοχής παραχώρησε το οικόπεδο δίπλα στο
ρέμα, στις παρυφές της πόλης, εκεί ζούσε μαζί με την οικογένεια του. Είχε ζήσει
με τους προγόνους τους, και έπειτα είδε όλα τους από μικρά να μεγαλώνουν και να
ωριμάζουν. Πεύκα, κυπαρίσσια, λεύκες και πολλά μικρότερα φυλλοβόλα δεντράκια
είχαν απλώσει τις ρίζες τους και μοιράζονταν την υγρασία και την τροφή της γης,
με ομόνοια, δίχως έχθρες και πολέμους. Η
γη τους δόθηκε από τον νέο δήμαρχο για την ανέγερση ενός δημοτικού σχολείου που
τόσο πολύ είχαν ανάγκη οι οικογένειες της περιοχής. Ο ανώτατος άρχοντας του δήμου δίχως να
σκεφτεί τα δέντρα και τα άλλα πλάσματα που έβρισκαν καταφύγιο εκεί, αποφάσισε
μετά τις εισηγήσεις των μηχανικών του να κτιστεί στο καταπράσινο σημείο το νέο Δημοτικό. Αφού
είδε όλα τα άλλα δένδρα να πέφτουν ο τρομακτικός εκσκαφέας του εργολάβου
μούγκρισε μπροστά του. Οι κάτοικοι που δεν πρόλαβαν το μακελειό,
διαμαρτυρήθηκαν έντονα και σταμάτησαν τις εργασίες. Γλύτωσαν τον πλάτανο την
τελευταία στιγμή. Έτσι, με λαβωμένη την
ξύλινη καρδιά του συνέχισε να ζει από τότε πλάι στο σχολείο, παρέα με τα γέλια
και τα πειράγματα, τα αθώα παιδικά παιχνίδια, τα τιτιβίσματα των πουλιών. Τα
μακριά καλοκαίρια περνούσε τις ατέλειωτες ώρες της ύπαρξης του στην τσιμεντένια
αυλή περιμένοντας πως και πως να έρθουν τα παιδιά και να χωθούν κάτω από την
μεγαλοπρεπή σκιά του. Λαχταρούσε να ακούσει τα χτυποκάρδια τους, τις αθώες
συζητήσεις τους.
Αυτό
το καλοκαιριάτικο πρωινό ο πλάτανος δεν έμεινε μόνος για πολύ, πριν το ρολόι να
συναντήσει τις δέκα, τέσσερα παιδιά πέρασαν στον αυλόγυρο μέσα από την μεγάλη
τρύπα που έχασκε παρατημένη στο ίδιο σημείο της συρμάτινης περίφραξης από
χρόνια. Κάθισαν κάτω από την σκιά του
θεόρατου φίλου τους. O καφετής κορμός του
πλατανιού έμοιαζε με μια τεράστια σφεντόνα αφού είχε μια πλατιά βάση που λίγο
πάνω από το έδαφος χωρίζονταν σε δυο ισχυρούς κλάδους. Ένα φυσικό ευρύχωρο
παγκάκι, ήταν το σημείο που τα παιδιά έβρισκαν καταφύγιο χειμώνα - καλοκαίρι.
Ξεκίνησαν να συζητούν χαμηλόφωνα, σχεδόν
συνωμοτικά. Θα πίστευε κανείς ότι τα απασχολούσαν οι πρωταγωνιστές κάποιου
σήριαλ ή ενός τηλεσκουπιδιού από αυτά που κατακλύζουν καθημερινά τις οθόνες με
τα εφήμερα είδωλα τους, μα όχι. Στην παρέα ήταν η Κλαίρη, ο Αποστόλης, η Άννα
και ο Γιώργος. Έλλειπε μονάχα ο Στέλιος, ο υπναράς της παρέας, που πάντα
αργούσε στα ραντεβού τους, ειδικά τα πρωινά, όπως και το σημερινό. Οι πόρτες
του σχολείου θα άνοιγαν σε λίγες ημέρες. Όλοι συμφωνούν στο ότι η Πέμπτη Δημοτικού
είναι δύσκολη τάξη, μάλλον η δυσκολότερη ειδικά τώρα με τα νέα προγράμματα του
υπουργείου παιδείας. Μα όχι, ούτε αυτό ήταν το θέμα της συνάντησης τους.
***
«Είδα εχθές στο ίντερνετ μια είδηση που με
έκανε να στενοχωρηθώ πολύ». Έτσι είχε ανοίξει το όλο θέμα για τα παιδιά πριν
μερικές μέρες. Η Κλαίρη βαστούσε στα λεπτά χεράκια της ένα φύλλο χαρτί.
Ψιχάλιζε εκείνη την ημέρα και είχαν χωθεί στην αγκαλιά του πλάτανου. Η μικρή
είχε δείξει στους φίλους της την άσχημη είδηση.
«Τις 30.000 φθάνουν
τα παιδιά που πέθαναν από πείνα στην Σομαλία».
Στο
μικρό άρθρο που συνοδεύονταν από την φωτογραφία ενός πεινασμένου αγοριού έγραφε
ότι αυτά τα παιδιά είχαν πεθάνει μόνο τους τελευταίους τρεις μήνες. Η μορφή του
παιδιού, τα μεγάλα απελπισμένα μάτια του πρόβαλαν σπαρακτικά μέσα από τις γκρίζες
κουκίδες του εκτυπωτή που δημιουργούσαν το θλιμμένο, κοκαλιάρικο προσωπάκι του.
-
Μπορεί αυτό το παιδί να είναι στην ηλικία μας, είχε πει ο Αποστόλης κοιτώντας
την φρικτή εικόνα.
-
Δεν έχει να φάει ούτε μια μπουκιά ψωμί, πολλές φορές ούτε λίγο καθαρό νερό. Είναι τόσο κρίμα κάποιοι να πετάνε φαγητό και
άλλοι να πεθαίνουν από την πείνα, αποκρίθηκε θυμωμένα ο Γιώργος. Η Κλαίρη και η
Άννα κοιτάχτηκαν στα μάτια με πολλές ενοχές, πόσες φορές είχαν πετάξει κρυφά το
φαγητό που δεν τους άρεσε στα σκουπίδια ή είχαν χύσει το γάλα τους στον
νεροχύτη;
-
Εμείς όμως γκρινιάζουμε συνέχεια για καινούρια παιχνίδια συμπλήρωσε ο Στέλιος.
Αυτό το σχόλιο για τα παιχνίδια ήταν
αλήθεια, μα δεν συνέβαινε τον τελευταίο καιρό, μόνο τα προηγούμενα χρόνια. Τα
παιδιά, ειδικά τα μεγαλύτερα ήταν σε θέση να νιώσουν και καταλάβαιναν τα
προβλήματα των γονιών τους. Πρόσωπα σκεφτικά, σκυθρωπά πολλές φορές και
απεγνωσμένα. Οικονομική κρίση, δάνεια, χρέη, ανεργία, φτώχεια, λέξεις και
εικόνες που βομβάρδιζαν καθημερινά τους
μεγάλους και αναπόφευκτα και τους μικρούς. Αύγουστος και φέτος ήταν η πρώτη
χρονιά που τέτοιες μέρες όλοι τους σχεδόν ήταν στην πόλη. Άλλες χρονιές το
πλατάνι ήταν ολομόναχο μέχρι τις 20 του μήνα. Τώρα όμως ακόμα και λίγες ημέρες
διακοπών φάνταζαν πολυτέλεια. Ευτυχώς η Χαλκιδική με τις όμορφες ακρογιαλιές
της ήταν κοντά τους και μια βουτιά δεν έλλειψε από κανένα.
-
Και οι μεγάλοι τι κάνουν; Η ερώτηση προέρχονταν από το στόμα του Γιώργου. Δεν
σήκωσε το κεφάλι του, μόνο επίμονα είχε βαλθεί με τον μικρό σουγιά του να
σκαλίζει ένα κομμάτι ξύλο.
-
Να τι κάνουν, το γράφει, έδειξε η Κλαίρη «σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΟΗΕ, μέχρι στιγμής
έχουν εξασφαλιστεί μόνο τα μισά από τα δυο δισεκατομμύρια δολάρια που
απαιτούνται για την αντιμετώπιση της κατάστασης».
Τα παιδιά ίσως να μην μπορούσαν να καταλάβουν
πόσο μεγάλο είναι ένα τέτοιο ποσό μα γνώριζαν πως αν δεν γίνονταν κάτι από τον
πολιτισμένο κόσμο στο τέλος η ξηρασία και η πείνα θα σκότωναν ακόμα μια φορά
εκατομμύρια ανθρώπους στο Κέρας και την υποσαχάρια Αφρική, όπως και την
δεκαετία του 1980 αρκετά χρόνια πριν γεννηθούν.
-
Εμείς τι μπορούμε να κάνουμε; Είμαστε πέντε παιδιά μόνο, αναρωτήθηκε ο Αποστόλης.
«Ναι, αλλά αν δουλέψουμε ομαδικά, μπορούμε να
πετύχουμε πολλά».
Τα λόγια που είχαν ακουστεί από όλα τα
παιδικά χείλια ήταν λόγια ενός αγαπημένου τους προσώπου που τώρα πια ζούσε
πολλά πολλά χιλιόμετρα μακριά από το δημοτικό με το πλατάνι. Η πρώην δασκάλα
και μέντορας τους, η κυρία Τζούλια. Η γυναίκα με το σεμνό, διακριτικό παρουσια-στικό
και το όμορφο χαμόγελο ήταν η αιτία. Σε αυτήν την θαυμάσια προσωπικότητα που πατούσε στιβαρά
στην γη μα και ακουμπούσε με την ψυχή της τ’ άστρα όφειλαν την γέννηση ενός
υγιούς τρόπου σκέψης, των αγνών συναισθημάτων, της αλληλεγγυότητας που
κατέκλυζε την παιδική ψυχή τους. Παιδεία, Αγάπη, Αλτρουισμός, Αλληλεγγύη προς τον
συνάνθρωπο. Έτσι τα διαπαιδαγωγούσε, με αυτόν τον τρόπο πετύχαινε η λαμπρή
εκπαιδευτικός την αποστολή της. Ήταν οι μαθητές της, θα ήταν οι πολίτες του
αύριο, αλλά και του σήμερα.
***
Έφτασαν
λίγα λεπτά και η πρωινή συνάντηση κατέληξε σε αδιέξοδο. Τα παιδιά για να
βοηθήσουν έπρεπε να βρουν μια πρακτική λύση, πως όμως; Είχαν περάσει καμιά
εικοσαριά μέρες από τότε που η Κλαίρη
τους έδειξε το άρθρο, όμως τίποτα, οι καλές προθέσεις από μόνες τους δεν
αρκούν, κάθε μέρα χάνονταν ζωές παιδιών εκεί κάτω. Πάνω από τα συννεφιασμένα
κεφαλάκια τους το πλατάνι με το αεράκι
έπαιζαν αρμονικά δημιουργώντας τις απαλές μελωδίες του ηλικιωμένου καλοκαιριού που
αποχωρούσε δίνοντας το στέμμα του στο νεαρό φθινόπωρο που ζύγωνε. Ο ήλιος που
ζήλεψε βλέποντας τους, χώθηκε ανάμεσα στα πλατιά φύλλα και βάλθηκε να
ζωγραφίζει με τις χρυσαφιές ακτίνες του στο άνυνδρο χώμα και στα άγουρα
κορμάκια των παιδιών.
-
Ο Στέλιος, φώναξε ο Αποστόλης και όλοι γύρισαν τα κεφάλια τους.
-
Πάλι τον πλάκωσε το σεντόνι του, συμπλήρωσε και γέλασε ο Γιώργος
-
Τι πρωτότυπο, σχολίασε με ένα άκεφο χαμόγελο η Κλαίρη. Τα τέσσερα παιδιά
κοιτάχτηκαν συνωμοτικά και άρχισαν να φωνάζουν όλα προς τον φίλο τους,
«Υ-πνα-ρά,
υ-πνα-ρά»
-
Καλά, καλά, έχετε δίκιο όμως σήμερα κοιμήθηκα λίγο παραπάνω αλλά έχω όλο το
δίκιο μαζί μου, τους απάντησε ο υπναράς της παρέας αφήνοντας ακούσια και ένα
μικρό χασμουρητό, μετά παίρνοντας το σοβαρό του ύφος πρόσθεσε με επισημότητα,
-
Τώρα θα ακούσετε το μεγάλο νέο.
Όλοι
κοιτάχτηκαν απορημένα μεταξύ τους και έπειτα κάρφωσαν τα μάτια τους πάνω του.
-
Βλέπω έχετε σκάσει ε; Περιμένετε να σας πω….
-
Λέγε μας έσκασες, τι περιμένεις; Τον ρώτησε νευριασμένος ο Αποστόλης που δεν
ήθελε και πολύ να αρπαχτεί με τον Στέλιο.
-
Σταμάτα, αμέσως… αμέσως. Ο Στέλιος κοίταξε αυστηρά τον Απόστολο. Εχθές το βράδυ
είχα πάει με τους γονείς μου στην ταβέρνα του κυρίου Μιχάλη, ξέρετε στον λόφο,
με τα νόστιμα φαγητά και τις απίθανες κούνιες.
-
Στέλιο πέθανες… ο Αποστόλης σηκώθηκε και δίχως να χάσει καιρό κινήθηκε
απειλητικά προς τον Στέλιο που στέκονταν όρθιος προς τον πλάτανο.
-
Ε,ε,ε σταμάτα τι κάνεις; Του φώναξε η Άννα.
-
Αποστόλη, του έβαλε τις φωνές και η Κλαίρη που είχε τρέξει ήδη ξοπίσω του και
με μια κίνηση τον συγκράτησε από τον ώμο.
-
Αααα δεν λέω τίποτα πείσμωσε ο Στέλιος.
-
Τι να πεις μωρέ, ξύπνησες τώρα και ήρθες να μας πεις τι καλά έφαγες χθες βράδυ
και πόσο ψηλά πήγες στις κούνιες; Απάντησε ο Αποστόλης σταματώντας λίγο πριν
τον Στέλιο και χειρονομώντας νευριασμένα.
-
Ξέρεις τι θα πω; Εεε, δεν ήρθα για να σας πω για την ταβέρνα, κάτσε κάτω
Αποστόλη και σε λίγο να είσαι σίγουρος θα μου ζητάς συγνώμη. Ο Στέλιος το
έδειχνε, πνίγονταν από το δίκιο του.
-
Σε ακούω έχεις ένα λεπτό, ανταπάντησε ο Αποστόλης πριν κάτσει στην θέση του στο
πλατάνι. Ο Στέλιος ήταν έξω φρενών με την απρόσμενη επίθεση αλλά εντάξει,
πολλές φορές τους είχε σκάσει με τις αργοπορίες του στο παρελθόν για αυτό έβαλε
μπόλικο νερό στο κρασί του και συνέχισε.
-
Στο διπλανό τραπέζι κάθονταν μόνος του ένας κύριος. Δεν ήταν ψηλός, αλλά ήταν
αρκετά γεροδεμένος. Ο Στέλιος πήρε μια ανάσα,
τα μάτια του όμως, είχαν μια στεναχώρια, στο βλέμμα του έβλεπες μια
πίκρα όπως είπε και ο πατέρας μου.
-
Γιατί; Ρώτησε η Κλαίρη με φανερό
ενδιαφέρον.
-
Ήταν πιλότος, στην πολεμική αεροπορία.
«Ουαάαουου»
φώναξαν με μια φωνή τα παιδιά.
-
Θα ήθελα να γνωρίσω έναν πιλότο, είναι τόσο γενναίοι είπε η Άννα με νάζι.
-
Και εγώ θα το ήθελα είπε η Κλαίρη εξίσου ναζιάρικα.
-
Εσείς μην δείτε στολή, πάρτες κάτω, γυναίκεεεες αναφώνησε ο Γιώργος.
-
Δεν είναι και δύσκολο αυτό, της πληροφόρησε ο Στέλιος, ο πιλότος έχει
μετακομίσει εδώ στην Τούμπα, κατά την Αγ. Βαρβάρα. Το πιστεύετε έχουμε στην
γειτονιά μας έναν πιλότο, έναν ήρωα.
-
Και εσύ, που τα ξέρεις όλα αυτά; Τον ρώτησε καχύποπτα ο Αποστόλης.
-
Να κάποια στιγμή ζήτησε από τον πατέρα μου ένα τσιγάρο.
-
Καλά καπνίζει ο μπαμπά σου; Ρώτησε όλο απορία η Άννα που ήξερε καλά την
οικογένεια του Στέλιου.
-
Όχι βέβαια, απλά στην καρέκλα που περίσσευε, η προηγούμενη παρέα είχε ξεχάσει
ένα πακέτο και εκείνος νόμισε ότι ήταν του μπαμπά μου. Ε, να κάπως έτσι έπιασαν
την συζήτηση και καθώς τα έλεγαν μας είπε και που μένει.
-
Και σας είπε ότι ήταν και πιλότος, σωστά; Προσπάθησε να προβλέψει η Κλαίρη.
-
Όχι αυτό μας το είπε μετά ο κύριος Μπάμπης, ο σερβιτόρος. Αυτός ξέρει για όλους
και για όλα, σαν την μέλισσα που λέει και ο μπαμπάς, πετάει από τραπέζι σε
τραπέζι και γονιμοποιεί τα κουτσομπολιά.
Τα
παιδιά γέλασαν, όλα ήξεραν τον κύριο Μπάμπη και φυσικά πόσο του άρεσε το
κουτσομπολιό.
-
Και; ρώτησε με ενδιαφέρον για να μάθει την συνέχεια ο Αποστόλης.
-
Ο κύριος Μπάμπης μας είπε πως ήταν πιλότος στην πολεμική αεροπορία, να δεις πως
το είπε σμήναρχος.
«Οοοο»
αναφώνησαν όλοι μαζί τόσο για το σμήναρχος που ήταν μια άγνωστη, πομπώδης λέξη
αλλά και για την πολεμική αεροπορία. Είχαν γείτονα έναν πιλότο, έναν ήρωα που
πολεμούσε τους κακούς.
-
Για αυτό δεν ήταν ψηλός, έχω ακούσει πως οι ψηλοί δεν γίνονται πιλότοι
παρατήρησε ο Γιώργος.
-
Τότε μην ανησυχείς για το ύψος σου όλη την ώρα, εσύ μπορείς να γίνεις πιλότος
του απάντησε ο Στέλιος και πρόσθεσε,
-
Τώρα υπηρετεί στο αεροδρόμιο του ΣΕΔΕΣ στην Θέρμη, αλλά πριν ήταν στον πόλεμο,
στο, στο, αβ, αβ, Αβγανιστάν; Ένα μεγάλο
ερωτηματικό είχε απλωθεί στο κοκαλιάρικο πρόσωπο του Στέλιου.
-
Σιγά μη το λένε και Λουκανιστάν χαζούλη, τα γέλια τον παιδιών ράγισαν την παχιά
ησυχία του αυλόγυρου. Το Αφγανιστάν εννοείς, τον διόρθωσε αμέσως η Κλαίρη -
άπιαστη στην γεωγραφία - χαμογελώντας για την κοτσάνα του συμμαθητή της.
-
Ακούστε, ακούστε την συνέχεια, ο κύριος Μπάμπης έσκυψε στο τραπέζι και με
μεγάλη μυστικότητα, σχεδόν ψιθυρίζοντας,
μας είπε το μεγάλο μυστικό του. «Τον Λευτέρη, τον τιμώρησαν λέει γιατί
δεν υπάκουσε τις εντολές των ανώτερων του. Αυτοί ήταν ξένοι, Αμερικανοί,
Γάλλοι, Γερμανοί, άσπλαχνοι άνθρωποι. Ο Λευτέρης μας όμως ήταν όνομα και
πράγμα. Αρνήθηκε να πετάξει πάνω από μια ξένη χώρα και τους είπε ότι ο Έλληνας
δεν σκοτώνει αθώους ανθρώπους, δεν το έκανε ποτέ από την αρχαιότητα μέχρι τις
μέρες μας και ούτε θα το κάνει. Εκείνου
του άρεσε να πετάει σαν αετός δίπλα στα σύννεφα και να υπερασπίζεται το δίκιο
της πατρίδας του, αυτό λάτρευε, δεν το βαστούσε να σκοτώσει τους ανθρώπους μιας
βασανισμένης γης».
***
Πολλές μέρες και μήνες πέρασαν από εκείνο το
Αυγουστιάτικο πρωινό. Το σχολείο είχε απορροφήσει τα παιδιά στην μονότονη
ρουτίνα των μαθημάτων. Η παιδική παρέα έκανε πολλές προσπάθειες να πείσει τους
μεγάλους για το πόσο σημαντικό αλλά και επείγον ήταν να βοηθήσουν τα παιδιά της
Αφρικής. Από παντού όμως πήραν την ίδια μονότονη απάντηση. «Μακάρι να είμαστε
τόσο δυνατοί, τώρα ούτε τους εαυτούς μας, ούτε εσάς δεν μπορούμε να βοηθάμε, είναι
άδικο μα δεν μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο». Οι μεγάλοι δεν είχαν άδικο, είχαν
παγιδευτεί στις τεράστιες μυλόπετρες της καθημερινότητας που τους συνέθλιβαν με
το τεράστιο βάρος τους ξεζουμίζοντας το σώμα, το πνεύμα, την ψυχή τους, αφαιρώντας
και την τελευταία ικμάδα δύναμης και αισιοδοξίας.
Η ελπίδα φώτισε τα μάτια των παιδιών ένα
ανεμοδαρμένο απόγευμα του Δεκέμβρη.
Παρασκευή, είχε σκοτεινιάσει πια, ήταν η ώρα που τα παιδιά επέστρεφαν
στο σπίτι από το μάθημα των αγγλικών στο φροντιστήριο της κυρίας Ιωάννας. Το
νεαρό αεράκι του Αυγούστου είχε πια αντρειωθεί, ενήλικος Βοριάς, αγριεμένος, ξεχύνονταν με ορμή στην
πόλη και σφύριζε μανιασμένα στριμωγμένος ανάμεσα από τις πολυκατοικίες. Ψηλά
στις ταράτσες οι καμινάδες σκορπίζανε τον καπνό και την μυρωδιά του πετρελαίου στον
σφοδρό αγέρα. Κάτω στους παγερούς δρόμους της πόλης οι διαβάτες χωμένοι στα
πανωφόρια τους περπατούσαν βιαστικά για να βρεθούν γρήγορα στην θαλπωρή των
σπιτιών τους.
-
Τι όμορφο εκείνο το μπαλκόνι, γεμάτο φωτάκια, κοιτάξτε και το Χριστουγεννιάτικο
δέντρο, δεν είναι υπέροχο παιδιά; Ρώτησε ενθουσιασμένη η Κλαίρη.
-
Πανέμορφο, συμπλήρωσε η Άννα που δεν ξεκολλούσε τα μάτια της από το όμορφο
θέαμα.
-
Υπάρχει βοήθεια, αλήθεια λέω, υπάρχει, επανέλαβε ζωηρά ο Αποστόλης διακόπτοντας
την ονειροπόληση των κοριτσιών.
-
Τι εννοείς; λέγε τον παρότρυναν οι φίλοι του.
Εκείνος έβγαλε από την τσέπη του ένα
απόκομμα εφημερίδας. «Στο αεροδρόμιο ΣΕΔΕΣ στην Θέρμη, εδώ και μερικές
εβδομάδες βρίσκεται μεγάλη ποσότητα τροφίμων που έχει συγκεντρωθεί από μη
κυβερνητικούς οργανώσεις από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Γραφειοκρατικοί καθώς
πολιτικοί λόγοι δεν επιτρέπουν να μεταφερθεί η βοήθεια στον τελικό προορισμό
της στην Αφρική. Δυστυχώς πέραν αυτών στην περιοχή διεξάγονται ένοπλες
συγκρούσεις κάτι που κάνει την κατάσταση ακόμα πιο πολύπλοκη. Ενώ συμβαίνουν
όλα αυτά καθημερινά πεθαίνουν άνθρωποι από την έλλειψη τροφής».
-
Ο πιλότος μας είναι σε αυτό το αεροδρόμιο, φώναξε ο Στέλιος. Τα μάτια των
παιδιών έλαμψε μια σπίθα, μια ζωηρόχρωμη φλόγα ξεπήδησε στο καμίνι της ύπαρξης
τους.
Την άλλη μέρα τα παιδιά πήραν σβάρνα τις
πολυκατοικίες της περιοχής. Είχαν χωριστεί σε δυο ομάδες. Τα κορίτσια είχαν να
ψάξουν το τετράγωνο από την οδό Διαγόρα μέχρι την Αγία Βαρβάρα κάτω από την οδό
Λαμπράκη, την κεντρική οδό της Τούμπας που της δόθηκε η τιμή να ονομαστεί έτσι
προς τιμήν του αδικοχαμένου αγωνιστή της ειρήνης. Τα τρία αγόρια είχαν αναλάβει
την μεγάλη περιοχή πάνω από την Λαμπράκη. Θα έψαχναν μία, μία τις πολυκατοικίες μέχρι ψηλά τον
περιφερειακό. Δυστυχώς ο κύριος Μπάμπης, ο σερβιτόρος δεν ήξερε που έμενε ο
κύριος Λευτέρης και συν τοις άλλοις τον είχε χάσει τον τελευταίο καιρό.
Το Σάββατο ήταν ηλιόλουστο μα παγερό. Μέρα
Βαρδάρη, στην Θεσσαλονίκη μικροί και μεγάλοι γνώριζαν και δεν ξεγελιόνταν από
τον ανέφελο ουρανό και τον λαμπερό ήλιο. Η παιδική παρέα είχε ντυθεί ζεστά για
να αντέξει το ψύχος. Γυρνούσαν όλη την ημέρα, ρωτώντας τους γείτονες και
κοιτώντας τα θυροτηλέφωνα. Νύχτωσε και δεν είχαν γυρίσει πίσω, οι μαμάδες
ανησύχησαν και βγήκαν στην γειτονιά να τα αναζητήσουν. Όλα αυτά για ένα τίποτα,
κανένα ίχνος του κυρίου Λευτέρη, μόνο οι φωνές από τις μαμάδες που τα έψαχναν
για ώρες στα στενά της Τούμπας και σαν τα βρήκαν από ανακούφιση και από θυμό
ξέσπασαν απάνω τους. Οι πέντε τους δεν το έβαλαν κάτω, «Να ψάξουμε και αύριο,
την Κυριακή ίσως είναι πιο εύκολο γιατί όλοι είναι στα σπίτια τους», συμφώνησαν
ομόφωνα.
Την επόμενη μέρα ο δριμύς βοριάς είχε
κοπάσει, τα παιδιά ξεκίνησαν την έρευνα τους από το πρωί. Ούτε για το κυριακάτικο
μεσημεριανό με τα αγαπημένα τους φαγητά δεν σταμάτησαν, όμως και πάλι δίχως
αντίκρισμα. Αργά το απόγευμα πριν νυχτώσει τα παιδιά έπρεπε να γυρίσουν, έτσι
ήταν η συμφωνία τους με τις μαμάδες μετά τα χθεσινά. Τα λαμπιόνια είχαν κιόλας
ανάψει σε σπίτια και δρόμους, η ατμόσφαιρα παρά τα οικονομικά προβλήματα, ήταν
γιορτινή. Το κρύο, το λιγοστό πετρέλαιο που δεν επαρκούσε για να ζεσταθούν τα
σπιτικά, δεν στάθηκε εμπόδιο. Όπου υπάρχουν ζεστές καρδιές, δεν χρειάζονται
πολλά οι άνθρωποι, μερικοί νόστιμοι μεζέδες, χαμόγελα και καλή διάθεση φτάνουν
για να περάσουν όμορφα. Τα παιδιά πριν επιστρέψουν στα σπίτια τους χώθηκαν για
λίγο στο σχολείο, να κάνουν την ανασκόπηση της μέρας, να ξαποστάσουν στο
πλατάνι τους. Κείνο παρά τα χρόνια του στεκόταν αγέρωχο στο ημίφως του ροζ
δειλινού. Ήταν το μοναδικό πλατάνι σε όλη την περιοχή, ποιος ξέρει πώς να
γεννήθηκε στα βάθη του χρόνου; Ίσως να το έφερε κάποιος έμπορος ταξιδευτής από τόπο μακρινό, ίσως η πνοή του ανέμου πίσω
από τα βουνά. Ήταν μοναδικό όσο και σπάνιο μιας και τον χειμώνα δεν έριχνε τα
φύλλα του, όπως τα άλλα πλατάνια.
-
Μου έρχεται να κλάψω είπε η Άννα. Η Κλαίρη έγειρε πάνω της και την αγκάλιασε,
αυτό αρκούσε.
-
Δεν μπορεί κάτι θα γίνει, είπε ο Στέλιος.
-
Σαν τι; Τον ρώτησε ο Γιώργος.
-
Δεν ξέρω, αλλά δεν μπορεί, κάποιος θα μας ακούσει.
Σαν
από ένστικτο όλα γύρισαν τα κεφαλάκια τους, στον ανέφελο ουρανό. Τα πρώτα άστρα
και ένα ολόγιομο φεγγάρι είχαν εμφανιστεί στον ουράνιο θόλο. Δεν απάντησε
κανείς στον Στέλιο, τα παιδιά έμειναν σιωπηλά απλώς να κοιτούν τα ουράνια
σώματα και την νύχτα που περπατούσε εκεί ψηλά.
Το
πλατάνι που ένοιωθε την απελπισία τους είπε στην γλώσσα του ανέμου, «Μακάρι να
μπορούσα να τα αγκαλιάσω σφιχτά και έπειτα να τους μιλήσω, μακάρι να μπορούσαν
να με ακούσουν οι μικροί μου φίλοι». Αν είχε ανθρώπινη λαλιά θα τους έλεγε
«Αυτό που μετράει είναι ότι θέλετε να βοηθήσετε, το αποδείξατε με όλη σας την
δύναμη, μακάρι να μπορούσα να σας αγκαλιάσω, είμαι περήφανος για εσάς, περήφανος
σαν γονιός σας».
Λίγη ώρα αργότερα, κάπου
εκεί κοντά
-
Καλησπέρα κυρ Δημήτρη.
-
Γεια και χαρά σου Λευτέρη, πως είσαι; Τι κάνει το όμορφο νησί σου;
Οι
δυο άνδρες συναντήθηκαν στο πλακόστρωτο δρομάκι δίπλα στην είσοδο της
πολυκατοικίας τους.
-
Καλά ήταν, μου έκανε πολύ καλό, η Κρήτη, οι συντοπίτες μου με βοήθησαν.
-
Όμορφο νησί πώς να το αρνηθεί κάποιος, έχω πάει μια φορά, ευλογημένος τόπος,
ντόμπροι άνθρωποι πρόσθεσε ο ηλικιωμένος άντρας.
-
Έτσι κυρ Δημήτρη μου, ο Κρητικός έχει στην ψυχή του την θάλασσα του πελάγου
της, τον σκληρό βράχο των βουνών της, την βαριά ιστορία της ζυμωμένη με τον
καρπό της Ελιάς.
-
Αυτό είναι η Ελλάδα και οι άνθρωποι της.
Μακάρι πριν κλείσω τα μάτια μου να αξιωθώ να πάω ακόμα μια φορά στα μέρη
σου.
-
Να σε αξιώσει ο Θεός σου εύχομαι, του απάντησε ο Λευτέρης και τον χτύπησε
φιλικά στον ώμο.
Η
Κλαίρη που γυρνούσε στο σπίτι της, εκείνη την στιγμή πέρασε δίπλα από τους
δυο άνδρες.
-
Και που πηγαίνεις Λευτέρη τώρα; Έχεις υπηρεσία στο αεροδρόμιο;
Η
μικρή κόντεψε να πέσει κάτω από την έκπληξη.
-
Ναι, θα είμαι υπηρεσία τώρα.
-
Δηλαδή γιορτές θα κάνεις στο αεροδρόμιο;
-
Ναι αλλά δεν με πειράζει, καθόλου. Φέτος έχω την Ελλάδα, έχω τους φίλους μου.
Πέρυσι ήμουν στο Αφγανιστάν τόπος μακρινός, πονεμένος. Σκοτωμοί, ανθρώπινες
τραγωδίες, άντρες, γυναίκες, παιδιά μακελεμένα. Ξένος μέσα σε ξένους.
Ήταν
αυτός, δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία στο μυαλουδάκι της.
-
Ας είναι τότε, φέτος εύχομαι να είσαι ευτυχισμένος, να πετάς στα σύννεφα του
ευχήθηκε ο καλοσυνάτος γείτονας και τον καληνύχτισε. Μια πικρία τον πλημμύρισε.
Δυστυχώς η ευχή του γέροντα δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί, ήταν αδύνατον πια,
δεν θα επέστρεφε ποτέ στους ιπταμένους. Μπήκε στο αυτοκίνητο του και ξεκίνησε
για το πολεμικό αεροδρόμιο. Η Κλαίρη συνέχισε να κοιτάει το ασημί αμάξι μέχρι
που τα φώτα του χάθηκαν στο βάθος του δρόμου.
Το βράδυ δεν της κολλούσε ύπνος, δεν
μπορούσε να το πιστέψει, ο πιλότος τους έμενε στην διπλανή πολυκατοικία. Ήταν
όπως τους τον είχε περιγράψει ο Στέλιος, τον είχε δει μια φορά στο μπαλκόνι του
αλλά τότε δεν γνώριζε τίποτε άλλο για αυτόν. Πόσο τυχερή ήταν, οι φίλοι της
είχαν τρελαθεί. Φυσικά και τους πήρε έναν, έναν τηλέφωνο, δεν άντεχε να περάσει
όλο το βράδυ μόνη με την ανακάλυψη της. Ο Στέλιος μόλις το άκουσε της τόνισε
γεμάτος χαρά «σας το είπα, κάποιος μας ακούει, κάποιος από εκεί ψηλά».
***
Οι λεπτομέρειες ίσως είναι περιττές. Όταν
μια θαρραλέα, αποφασιστική καρδιά δεχτεί τον σπόρο της αγάπης μέσα από αγνά
χέρια παιδιών δεν μπορεί παρά να τον δεχτεί, να τον κρατήσει για πάντα μέσα
της. Η καρδιά του Λευτέρη δεν χρειάστηκε τίποτε παραπάνω εκτός από τα λόγια τους
και ένα μικρό ποίημα.
Στο αεροδρόμιο είχαν γίνει όλες οι
προετοιμασίες, το τεράστιο μεταγωγικό αεροπλάνο ήταν έτοιμο από το χθεσινό
βράδυ στην πίστα του αεροδρομίου κοντά στον μεγάλο διάδρομο απογείωσης. Ο
υπεύθυνος της αποθήκης είχε δώσει εντολές και όλα είχαν φορτωθεί εγκαίρως.
Η
παραμονή των Χριστουγέννων είχε φτάσει. Όλη η χώρα, από τα ταπεινά χωριά της
υπαίθρου μέχρι τις μεγάλες πόλεις είχε γεμίσει από τους μεταλλικούς ήχους των
τριγώνων και τις φωνούλες που έψαλαν το χαρμόσυνο μήνυμα της Γέννησης. Μια
μικρή συντροφιά παιδιών με τα τριγωνάκια τους εμφανίστηκε στην πύλη του
αεροδρομίου.
-
Είμαστε τα ανίψια του κυρίου Βολάνη μας περιμένει να του πούμε τα κάλαντα,
είπαν όλα τους.
Για
λίγο ο ψηλόσωμος φρουρός τα κοίταξε ένα – ένα με απορία, ύστερα μπήκε στο
φυλάκιο. Μετά την αναγκαία τηλεφωνική επικοινωνία ο φρουρός της πύλης οδήγησε
τα παιδιά στο γραφείο του αξιωματικού και επέστρεψε στην θέση του.
-
Παιδιά δεν έχουμε καθόλου χρόνο, θα μου τα πείτε σε λίγο, πάμε αμέσως. Ο
διοικητής είχε φύγει εδώ και τρεις μέρες στην ιδιαίτερη του πατρίδα, όπως και
οι πιο πολλοί αξιωματικοί. Το κρύο πολύ και ο ουρανός είχε καλυφθεί με
πουπουλένια σύννεφα. Στην πίστα του αεροδρομίου δεν τριγυρνούσε κανείς εκτός
από τις χιονονιφάδες που στροβιλίζονταν χαρούμενα. Ο Λευτέρης, ο Αποστόλης, η Κλαίρη, ο Στέλιος
και η Άννα μπήκαν στο στρατιωτικό αεροπλάνο.
Ο Γιώργος είχε μείνει πίσω, έπρεπε κάποιος
να είναι εκεί, να εξηγήσει σε όλους τι είχε συμβεί. Τώρα λίγα χιλιόμετρα μακριά
τους περίμενε την μεγάλη στιγμή, τους ένοιωθε όλους δίπλα του, κάθονταν με το
πλατάνι. Μαζί σήκωσαν τα μάτια τους στον
ουρανό. Πάνω ψηλά τους μούγκρισε στο πέρασμα του ένα πράσινο σιδερένιο πουλί με
την ελληνική σημαία στις φτερούγες του. Στα σπλάχνα του βαστούσε 5 ζωές και
χιλιάδες τρόφιμα και φάρμακα για τους ανθρώπους της Αφρικής.
«Καλό
ταξίδι», φώναξαν με όλη τους την δύναμη δακρυσμένοι το μικρό αγόρι και ο
γεροπλάτανος.
Ίσως να φαίνεται σαν μια μεγάλη επιπολαιότητα
όμως σαν φλογίζεται η ψυχή, η λογική της κάνει τόπο. Ο Λευτέρης Βολάνης πρώην
σμήναρχος είχε τιμωρηθεί για ανυπακοή προς τους ανωτέρους του στο ΝΑΤΟ και
υποβιβάστηκε από την ηγεσία της πολεμικής αεροπορίας στην θέση του υπευθύνου
αποθήκης. Ένα πουλί πώς να το φυλακίσεις; Είχε πάρει την απόφαση του, θα πέταγε
μια τελευταία φορά στους ουρανούς για να δώσει ελπίδα, χαρά σε ανθρώπους ενός
τόπου ξένου, μακρινού.
Σε λίγη ώρα το πρωτάκουστο νέο είχε
μαθευτεί. Στην αρχή η γειτονιά, έπειτα η πόλη, η χώρα σείστηκε, η μικρή Ελλάδα
μετέδωσε τα σεισμικά κύματα σε όλη την υδρόγειο. Από την Ανατολή μέχρι την δύση
όλοι έμαθαν για αυτήν την παράτολμη, πρωτόγνωρη κίνηση. Τα τηλεοπτικά δίκτυα,
ραδιοφωνικοί σταθμοί, το διαδίκτυο φλέγονταν. Ο πιλότος και τα παιδιά στο
αεροπλάνο, ο Γιώργος πίσω τους είχαν γίνει λαϊκοί ήρωες. Από τους παγκόσμιους
ηγέτες μέχρι τον πιο απλό άνθρωπο όλοι υποκλίθηκαν στο θάρρος και την
αποφασιστικότητα τους. Η βοήθεια έφτασε στον προορισμό της ανήμερα Χριστούγεννα
και οι άνθρωποι όλης της γης άκουσαν τα λόγια των παιδιών της Ελλάδας. Πέρασαν
στην καρδιά τους τις εκκλήσεις για την αγάπη, την αλληλεγγύη, την συνεργασία,
την ειρήνη στον κόσμο. Με όλη την δύναμη
τους φώναξαν στα πέρατα του κόσμου
«ΟΧΙ ΑΛΛΑ ΠΑΙΔΙΑ
ΝΕΚΡΑ»
Αυτά τα μικρά αγγελάκια του άνοιξαν τα μάτια
και την ψυχή, δικιά τους ήταν η ιδέα, μαζί έκαναν αυτό το μακρύ ταξίδι, θα τα
ευχαριστούσε για πάντα. Χριστούγεννα και εκείνος πάλι σε ένα ξένο τόπο, όμως
ήταν για καλό σκοπό και ένοιωθε τόσο ευτυχισμένος. Έβγαλε από την τσέπη του ένα
κομμάτι χαρτί. Πάνω του γραμμένο με στυλό ένα ποίημα. Το έβαλε στο τζάμι του
πιλοτηρίου, με μοναδικό σύνορο την ψυχή του, τον γαλανό ορίζοντα.
λάμπουν σαν δάκρυα τα
Χριστούγεννα
ένας μικρός χριστός γεννιέται πάλι αύριο
μόνος στον κόσμο
ένας μικρός χριστός που ζωγραφίζει θαμπά στο τζάμι
δέντρα για τα παιδιά
καράβια για τα όνειρα
ένα παραμύθι της αγάπης για τους απελπισμένους
παραμονή
και τα χιλιάδες φώτα της πλατείας
στα μάτια του λάμπουν σαν δάκρυα
Στην Κλαίρη, στον Αποστόλη και στον Στέλιο.
Αφιερωμένο στους εκπαιδευτικούς όλου του κόσμου,
αφιερωμένο στους λαμπρούς αυτούς ανθρώπους που δίνουν καθημερινά τον καλύτερο
τους εαυτό για τα παιδιά μας, για τους πολίτες του αύριο αλλά και του σήμερα. Στον
Γιώργο Ατζέμη τον
εξαιρετικό δάσκαλο του 23ου
δημοτικού
σχολείου
όπου εμπνεύστηκα αυτό το διήγημα, σε κάθε εκπαιδευτικό που οραματίζεται ένα
καλύτερο κόσμο και μάχεται για την σημαντική του αποστολή στην κοινωνία.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ και την βαθιά εκτίμηση μου σε δυο
σπουδαίους πνευματικούς ανθρώπους της Θεσσαλονίκης, στον ποιητή Τόλη Νικηφόρου
και στον ζωγράφο Ντίνο Παπασπύρου για την ευγενική παραχώρηση των έργων τους
για χρήση στο διήγημα αυτό.
Ποιήματα: Όταν πεθαίνει
ένα παιδί. Λάμπουν σαν δάκρυα τα Χριστούγεννα.
Πίνακας: (Τέμπερα,
22Χ29,5 εκ., 2007)
Δεκέμβριος 2011
Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ
http://tasosv.blogspot.com
10 σχόλια:
Καλά Χριστούγεννα σε εσάς και τις οικογένειες σας, σε όλον τον κόσμο. Με μεγάλη μου χαρά και αφού είχα ολοκληρώσει αυτό το διήγημα άκουσα στο ραδιόφωνο για μια κίνηση εκπαιδευτικών που προσφέρουν δωρεάν μαθήματα σε μαθητές. Εκδήλωσαν το ενδιαφέρον τους και καθηγητές από άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Αυτό θα πει αλληλεγγύη στην κοινωνία, ανάμεσα στα κράτη.
Τα σχόλια των φίλων μου..
Τάσο μου, το διήγημά σου σίγουρα περνάει το σωστό μήνυμα, ένα μήνυμα ανθρωπιάς και αλληλεγγύης για τα παιδιά
της Αφρικής και για όλους τους απόκληρους του κόσμου. Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια και για τους τρεις μας.
Ευχαριστώ πολύ και για τις ευχές και τις ανταποδίδω σε σένα και τους αγαπημένους σου με όλη μου την καρδιά.
Καλά Χριστούγεννα με υγεία και αγάπη και κάθε χαρά και εκπλήρωση τον καινούριο χρόνο.
με την αγάπη και την εκτίμησή μου
Τόλης
Τάσο μου,
Διάβασα και απόλαυσα το Χριστουγεννιάτικο διήγημά σου αντάμα με τη γυναίκα μου, όπως πάντα. Ένα τρυφερό με άρωμα Θεσσαλονίκης διήγημα, αλληλεγγύη στα παιδιά της Αφρικής. Ίσως τώρα, που κατά κάποιον τρόπο η φωτιά έφτασε και στα δικά μας σπίτια, τα συμπονάμε ακόμη περισσότερο. Ναι, οι εκπαιδευτικοί κάνουν τη διαφορά στη νέα γενιά. Το ζω από πρώτο χέρι κάθε μέρα καθώς η μικρή μου κόρη είναι εκπαιδευτικός (απόφοιτος του Μουσικού Τμήματος του ΑΠΘ) διορισμένη στη μέση Εκπαίδευση. Αγαπάει ιδιαίτερα τη δουλειά που κάνει και χαίρεται καθώς μαθητές της δεν είναι μόνον Ελληνάκια αλλά και πολλά παιδάκια από τις γειτονικές χώρες.
Πολλές ευχές για Καλή Χρονιά, σε σένα και τους αγαπημένους σου, με ελπίδα και αισιοδοξία. Και η αισιοδοξία έρχεται όταν καταφέρουμε να ανθίσει κάποιο χαμόγελο έστω και σε ένα παιδάκι.
Με αγάπη,
Ντίνος
Τάσο Καλή Χρονιά σε σένα και όλη την οικογένεια.
Σ’ευχαριστώ πολύ που με θυμήθηκες και φέτος κι έτσι τηρήθηκε η παράδοση. Όπως πάντα, καταφέρνεις με το χριστουγεννιάτικο διήγημά σου, να αναδείξεις και να εξάρεις το πραγματικό μήνυμα των Χριστουγέννων. Την αλληλεγγύη και κυρίως τη δύναμη της αγάπης, τη νίκη του φωτός ενάντια στο σκότος, την επίγευση της ελπίδας στο τέλος της γιορτής. Πιστεύω πως είναι ένα παραμύθι το οποίο κάλλιστα θα μπορούσε να γίνει αληθινό. Τέτοιοι «ωραίοι τρελοί» υπάρχουν πολλοί, τόσο στη χώρα μας όσο και παντού.
Μακάρι να δούμε να υλοποιούνται τέτοια θαύματα και ας βάλουμε ο καθένας μας το λιθαράκι που μας αναλογεί.
Να’σαι πάντα καλά
Ν.Ζ.
Ευχαριστώ Τάσο μου για τις ευχές. Όμορφο και το διήγημά σου, το μήνυμά του πολύ ωραίο. Θέλει δουλειά σε μερικά σημεία, έχει όμως δυναμική, αν θες θα στα πω από κοντά όποτε καταφέρουμε να βρεθούμε.
Χριστίνα
Διάβασα το διήγημα σου την πρόπαραμονή της Πρωτοχρονιάς το βράδυ. Έκανα μόνο μια ανάγνωση αλλά θέλω να το ξαναδώ. Μου άρεσε πολύ το θέμα του. Οι περιγραφές που αφορούν στο πλατάνι είναι εκπληκτικές! Στο χωριό της γιαγιάς μου έχει ένα αιωνόβιο πλατάνι και ένιωσα πως ξαναγύρισα εκεί και μάλιστα παιδί! Επίσης μου άρεσε η σκηνή με τα παιδιά που ψάχνουν τον πιλότο.
Ωραία πλοκή, ωραίο θέμα. Συγχαρητήρια.
Τώρα αν θέλουμε να δούμε τα ''μειονεκτήματα'' του κειμένου νομίζω πως το βασικό είναι η έκταση του. Δηλαδή θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο. Ειδικά το κομμάτι απο τη στιγμή που τα παιδιά βρίσκουν το πιλότο και μέχρι τη ώρα που πετάνε με το αεροπλάνο μου φάνηκε οτι προχώρησε γρήγορα.
Στο έχω ξαναπει οτι μου αρέσουν οι περιγραφές που κάνεις και η γλώσσα του κειμένου. Σου εύχομαι κάποια στιγμή να συγκεντρώσεις όλα τα διηγήματά σου σε ένα βιβλίο.
Σοφία
ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟ ΤΑΣΟ. ΔΙΑΒΑΣΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΕΙΧΑ ΞΕΧΑΣΕΙ.
Μπρίνα
Καταλαβαίνετε ότι το θέμα με συγκινεί ιδιαιτέρως. Καλές αναγνώσεις εύχομαι στο διήγημά σας...και χρόνια πολλά!!!
Πόλυ
Μπραβο Τασο..πολυ ωραιο το διηγημα σου και μακαρι να γινοταν και τα μισα που περιγραφεις...συνεχισε να μας εκπλησεις''μηπως μας ακουσει και καποιος''!!!!
Αναστασία
Είσαι πολύ ευαίσθητος άνθρωπος Τάσο. Ό,τι γράφεις, αυτό μαρτυράει. Σου έυχομαι χρόνια πολλά, να είσαι σωματικά γερός και ψυχικά εύθραυστος, όπως τώρα.
Θέτα
Πολυ ωραιο το διηγημα Τασο, εισαι παντα πληθωρικος και δημιουργικος στα γραπτα σου.
Παναγιώτης
Αληθινά ανθρώπινος και πραγματιστής, αγγίζεις τις διάφορες καταστάσεις με ευαισθησία και βαθιά αλληλεγγύη προς τον συνάνθρωπο.
Σε ευχαριστώ Σοφιανέ, να είσαι καλά γερός και δυνατός με τους αγαπημένους σου.
Εύα
Πολύ συγκινητική και τρυφερή η ιστορία σου, ειδικά για έναν εκπαιδευτικό. Μου αρέσουν πολύ οι περιγραφές σου, έχουν μια ποιητικότητα στο λόγο που δεν τη βρίσκεις πια στα σύγχρονα πεζογραφήματα. 'Εχεις σκεφτεί να γράψεις παιδικά παραμύθια; Νομίζω πως θα σου ταίριαζε.
Κώστας
ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΤΡΥΦΕΡΟ, ΜΠΡΑΒΟ.
Ευχαριστώ πολύ κύριε Πλασταρά καλό μήνα με υγεία. Ως καθηγητής μου φυσικά και έχετε το μερίδιο σας στην διαμόρφωση της ευαισθησίας μου. Μακάρι να είμασταν πιο πολλά χρόνια μαζί, αλλά και πάλι ευχαριστώ. Θα περιμένω την γνώμη σας και για το πρόσφατο Πασχαλινό που εκτυλίσσεται το μεγαλύτερο μέρος του στο Θεαγένειο, εκεί που προσφέρατε επί τόσα χρόνια..... Τελικά η εντελώς τυχαία χθεσινή συνάντηση μας που έγινε η αιτία να σας ξαναβρώ, δεν ήταν καθόλου τυχαία.
Δημοσίευση σχολίου