Παρασκευή, Απριλίου 29, 2016

Πάσχα στην Αγία Κυριακή



Πάσχα στην Αγία Κυριακή



“Τα χρώματα που χάθηκαν

στα μάτια σου εξαίσια

να αστράφτουν πάλι,
σαν άρωμα να σε τυλίγουν μυστικά,
να είσαι εκεί όπως παλιά
και όπως παλιά να με αγαπάς” 


                                                                                                                     Τόλης Νικηφόρου 










~ Ο Άγγελος και ο Ηράκλης



   Πριν σβήσουν τα αστέρια στο φως της αυγής, ο Άγγελος ξυπνούσε πάντα με το κεφάλι βαρύ απ' την ρετσίνα.  Καθόταν για λίγο στον παλιό σουμιέ βήχοντας δυνατά από τα σέρτικα που του είχαν κάψει τα πνευμόνια και έριχνε δυο - τρεις βρισιές στον διάλο για την κακή του τύχη. Σαν το ‘παιρνε απόφαση έσερνε τα πόδια του και σηκωνόταν τρεκλίζοντας. Όπως το’ χε συνήθειο από τα μικρά του χρόνια, πριν οτιδήποτε άλλο γύρναγε κατά την Αγιά  Κυριακή για να κάνει τον σταυρό του. Έπειτα μέσ' τα σκοτάδια έβγαινε στην αιωνόβια ελιά που είχε δεμένο το ζωντανό του, τον Ηράκλη και του 'δινε νερό και λίγο χορτάρι πριν τον ζέψει στο πολυκαιρισμένο κάρο του. Σαν φώτιζε για τα καλά, μαζί κατηφόριζαν απ' την Αγία Κυριακή μέχρι το γήπεδο του Άρη και έπειτα από την Παπαναστασίου, και την Εγνατία έφθαναν μέχρι και το κέντρο της πόλης.

   Η μάνα του παιδεύτηκε πολύ για να τον φέρει στον κόσμο και ήταν τέτοια η λαχτάρα και η αγάπης της που τον ονόμασε Άγγελο, μιας και θα ήταν ο δικός της άγγελος στην γη. Παιδάκι ήταν σαν ορφάνεψε, έξι χρονών δεν θα 'ταν όταν πέθανε η μάνα του, η κυρά Μέλπω. Μετά που γεννήθηκε το πρώτο παιδί της, ο Αγγελάκος της, η Μέλπω είχε χάσει δυο παιδιά και ο γιατρός της το είχε απαγορέψει, μα αυτή λαχτάραγε να δώσει και άλλο παιδί στον άντρα της. Δεν άντεξε όμως ακόμα μια εγκυμοσύνη, χάθηκε και αυτή και το παιδί που είχε στα σπλάχνα της.

  Έφυγε εκείνη και ρήμαξε το συμμαζεμένο σπιτάκι τους πλάι στο γήπεδο του Άρη, οι δυο ζωές που απέμειναν πίσω της. Ο πατέρας του ο κυρ Σωτήρης Μαρβάκης ήτανε καλός νοικοκύρης, δούλευε χρόνια τροχιοδρομικός, μα κατάντησε μέθυσος απ' τον καημό του για την Μέλπω, για την αδικία που τον βρήκε πάνω στην χαρά του. Στην δουλειά του δεν πατούσε μέχρι που τον απέλυσαν, έπειτα πούλησε το σπιτάκι τους για να τα βγάλει πέρα. Γρήγορα όμως το έφαγε στο πιοτό, κάθε βράδυ μπεκρόπινε στις ταβέρνες της Χαριλάου και της Τούμπας και τα ξημερώματα γυρνούσε αδέκαρος, παραπατώντας και τραγουδώντας παράφωνα.

   Με τον γιο του βρήκαν και έμεναν σε ένα χωραφάκι που είχε καταμεσής μια παλιοπαράγκα, στην σκιά της Αγίας Κυριακής. Πάνω απ' τα κεφάλια τους λίγα ξύλα και πέντε - έξι τσίγκοι κρατάγανε στα λόγια την βροχή. Το χώμα του θεού είχανε για πάτωμα, ένα τραπέζι, μια καρέκλα και δυο σουμιέδες σκουριασμένοι για κρεβάτια, άντε και δυο – τρία τσίγκινα πιατικά, αυτό ήτανε όλο τους το βιός.

   Ο Σωτήρης δεν ήταν νηφάλιος σχεδόν ποτέ, σαν ξυπνούσε άρπαζε την μπουκάλα με το τσίπουρο και κατέβαζε μερικά ποτηράκια. Ο Άγγελος ήταν αρνάκι του θεού μα καμιά φορά του αντιμιλούσε του πατέρα του, ήταν όταν δεν του έδινε να πάρει και αυτός το κατιτίς του, όπως τα άλλα τα παιδιά. Αν το παρατραβούσε λίγο ο μικρός τον χτυπούσε αλύπητα όπου έβρισκε με το ζωνάρι του και εκείνο χωνόταν σε μια γωνιά και έκλαιγε σιωπηλά και παρακαλούσε από μέσα του να τα εκεί η μάνα του με την ζεστή αγκαλιά της.

   Καλά που ήταν πονετικός άνθρωπος ο παπά Χρήστος, ο εφημέριος της Αγίας Κυριακής και έδινε στο ορφανό και στον μέθυσο φαΐ, από δικά του έξοδα. Είχαν καλή σχέση με τον Μαρβάκη και μάλιστα δυο - τρεις φορές ο ιερωμένος τον είχε πείσει να πάει το παιδί για καλύτερα σε κάποιο ίδρυμα για ορφανά. Δεν κρατούσε όμως για πολύ τον λόγο του και γρήγορα άλλαζε γνώμη και έπαιρνε πίσω τον Άγγελο. Πάλι καλά που υπήρχε αυτός ο άγιος άνθρωπος και του έμαθε τα στοιχειώδη στην γραφή και την ανάγνωση. Αυτό τουλάχιστον κατάφερε όταν μπορούσε να τον βρει, γιατί πολλές φορές τον έπαιρνε ο πατέρας του και εξαφανίζονταν ολημερίς, ποιος ξέρει για που.  Ο γέρος του άντεξε χρόνια μέσα στα καπηλειά, στο τέλος όμως του έκαψε το συκώτι το οινόπνευμα και ησύχασε και αυτός και ο Άγγελος.

  Σαν έλειψε ο κυρ Σωτήρης ο Μαρβάκης, κάποιοι παλιοί συνάδελφοι του μαζί με τον παπά Χρήστο έκαναν έρανο και μάζεψαν μερικά λεφτά. Ο Άγγελος ήτανε παλικάρι πια, όμορφος ψηλός μα ήταν ήσυχος και αγαθός σαν παιδί, σαν τότε που έφυγε η Μέλπω, η μάνα του.

“Μυρμήγκι δεν πειράζει ο κακομοίρης, αλλά τι να σου κάνει το καημένο με τον μεθύστακα που μεγάλωσε” έλεγαν πολλοί στην περιοχή. Έτσι φιλοτιμήθηκαν και με τα λεφτά του εράνου, του αγόρασαν ένα μεταχειρισμένο κάρο και ένα νεαρό άλογο για να γυρνάει τις γειτονιές και να πουλάει κανένα ζαρζαβάτι στις κυράδες, να κάνει θελήματα και ότι άλλο βγει.   

    Ήταν δυνατό άλογο και ένας από τους παρευρισκομένους βλέποντας το ρωμαλέο σώμα του τον φώναξε Ηρακλή, το άκουσε και ο Άγγελος και σαν τον πήρε στην παράγκα τον βάπτισε “Ηράκλη” μιας και ούτε τον αρχαίο ήρωα γνώριζε, ούτε που να βάλει τον τόνο...









~ Ένας ανεκπλήρωτος έρωτας




  Την Ισμήνη του πρώτη φορά την είδε ανάμεσα στα λευκά άνθη μιας πασχαλιάς. Ήταν Μ. Δευτέρα και ο Άγγελος μαζί με τον Ηράκλη του γυρνούσαν τις γειτονιές της Χαριλάου. Λίγα μαρούλια και πιπέρια, μελιτζάνες, μαϊντανός, φρέσκα κρεμμυδάκια και ντοματούλες από τον κήπο του κυρ Αλέκου όλη η πραμάτεια του. Εκείνη την μέρα πήρε άλλο δρόμο απ’ τον συνηθισμένο, έτσι χωρίς λόγο και καθώς περνούσε με το κάρο του μπροστά από μια γαλάζια μονοκατοικία της οδού Αμφοτέρου την είδε να κάθεται κάτω απ’ την ανθισμένη πασχαλιά του κήπου. Μαγεύτηκε από την παρουσία της, ήθελε να την κοιτά μα ντράπηκε σαν μαθητούδι και έσυρε βιαστικά το άλογο του. Δεν μπορούσε όμως να μην ξαναδεί αυτή την όμορφη κοπέλα, αυτά τα μάτια που τον έκαναν να μην κοιμάται καθώς ο έρωτας φλόγιζε την καρδιά του. Έτσι το έκανε συνήθειο και κάθε μέρα λοξοδρομούσε εμπρός απ’ την γαλάζια μονοκατοικία. Όταν την έβλεπε να προβάλει στο μπαλκόνι ή να κατεβαίνει στον κήπο, επίτηδες σταματούσε λίγο πιο κάτω από το σπίτι της, για να μπορεί να την βλέπει και έκανε δήθεν ότι τακτοποιεί τα λαχανικά του περιμένοντας την ανύπαρκτη πελατεία. Μια δυο το πήρε είδηση η Ισμήνη και το Μ. Σάββατο το πρωί καθώς εκείνος περίμενε τάχα τους πελάτες, εκείνη έκοψε λίγα ανθάκια από την πασχαλιά και περνώντας εμπρός του τα άφησε ανάλαφρα στο κάρο, σαν αερικό, αφήνοντας το άρωμα της πασχαλιάς μαζί με τον ήχο ενός χαμόγελου να πλανιέται γύρω του.

   Το ίδιο βράδυ ο Άγγελος κρύφτηκε πίσω από κάτι δέντρα, απέναντι από τον αριθμό 18 της Αμφοτέρου και περίμενε μέχρι που βγήκε από το σπίτι μαζί με τους γονείς της για την Ανάσταση. Την κοίταγε να λάμπει στο λευκό της φόρεμα και να απομακρύνεται στο βάθος. Όταν έστριψαν στην γωνία του δρόμου, ένιωσε τόσο μόνος, τόσο δυστυχισμένος, όμως και τόσο χαρούμενος που υπήρχε τώρα στην ζωή του.

    Είναι αλήθεια ότι από εκείνο το Πάσχα τα δυο παιδιά ερωτεύτηκαν, πλατωνικά και άδολα. Εκείνος στηνόταν με τις ώρες στο πεζοδρόμιο παρέα πάντα με το Ηράκλη του για κάλυψη και εκείνη έβγαινε όλο για τα θελήματα της μάνας της και τις δουλειές του σπιτιού και όλα αυτά πολλές φορές μόνο για μια ματιά, για ένα χαμόγελο. Η μάνα της κάτι είχε μυριστεί, όμως ο άντρας του σπιτιού όπως ήταν αυστηρός τελωνειακός, ήταν και αυστηρός πατέρας και έτσι του κρυβόταν η Ισμήνη ενώ η μάνα της έκανε τα στραβά μάτια τηρώντας παράλληλα σιγήν ιχθύος. Όσο περνούσε ο καιρός τόσο αγαπιόταν, γιατί η φύση είχε ταιριάξει απόλυτα αυτούς τους δύο αγνούς νέους.
   Πέρασαν δυο χρόνια και μια μέρα φθινοπωρινή, η Ισμήνη έφυγε απ’ την γειτονιά για ένα διαμέρισμα κάπου στον Έβρο. Η οικογένεια Δαούτη μετακόμισε αιφνιδίως, ο πατέρας της Ισμήνης είχε πάρει μετάθεση στο τελωνείο των Κήπων. Εκείνον τον καιρό με παρέμβαση του παπά Χρήστου, τον Άγγελο τον είχαν πάρει εργάτη σε τεχνικά έργα. Μια μεγάλη κατασκευαστική εταιρεία είχε αναλάβει εργασίες σε ένα υδροηλεκτρικό φράγμα της ΔΕΗ στην Κοζάνη και ο Άγγελος πήγε για να κουβαλάει τσιμέντο και σίδερα. Ο παπάς το είδε σαν ευκαιρία για το παιδί να βρει ένα επάγγελμα, να μπορέσει να έχει τα απαραίτητα στην ζωή του, να κάνει οικογένεια. Δυο μήνες πέρασαν για να γυρίσει και η Ισμήνη του είχε χαθεί, έτσι δίχως καμιά εξήγηση. Μάταια έστεκε απέξω με τις ώρες, κανείς δεν ερχόταν να ξεκλειδώσει το σπίτι. Ρώτησε μια δυο γειτόνισσες αλλά δεν γνώριζαν τίποτα παραπάνω εκτός του ότι όλοι τους έφυγαν για τα σύνορα.
  Είναι αυτό που λένε ότι μια στιγμή αρκεί να σου αλλάξει την ζωή. Ο Άγγελος από τότε κλείστηκε στον εαυτό του, μαράζωσε, το χείλη του δεν γνώρισαν ξανά το χαμόγελο. “Είναι η στεναχώρια για την κοπέλα, είναι και η εικόνα του πατέρα του που τον κατατρέχει” είχε πει τότε ο παπά Χρήστος για να δικαιολογήσει το πέσιμο του Άγγελου στο πιοτό. Κεφάλι δεν σήκωσε από τότε σαν τον κυρ Σωτήρη. Κάθε μέρα μεθυσμένος, περιδιάβαινε τους δρόμους της Θεσσαλονίκης σκυφτός και αγέλαστος μαζί με τον Ηράκλη του …


~ Η Ανάσταση του ρακοσυλλέκτη 
 
Πέρασαν οι πέντε Χαιρετισμοί της Παναγίας κι ύστερα ο Ακάθιστος Ύμνος έπειτα σιγά σιγά μύρισε Μεγάλη Εβδομάδα και στα ψηλά της Χαριλάου με την Πυλαία, η Αγία Κυριακή ανάμεσα σε δένδρα και λουλούδια γιόμισε με χρώματα και ευωδιές. Τέτοιο καιρό, οι παλιοί θυμόταν με συγκίνηση τον παπά Χρήστο, να λάμπει μπροστά στην ωραία πύλη υμνολογώντας ακούραστος τα Θεία. Πάντα έκανε τους πιστούς να αναριγούν από το θρησκευτικό δέος. Όμως, όποιος είχε την τύχη τις μέρες των Θείων Παθών να βρεθεί στην εκκλησία του, βίωνε όλη αυτή την μυστηριακή ατμόσφαιρα της εποχής του Χριστού, το μήνυμα της ανιδιοτελούς αγάπης και την κορύφωση της θυσίας του Θεανθρώπου μέσα απ’ τις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας. Άρχιζε σιγά σιγά από την Κυριακή των Βαΐων και την ακολουθία του Νυμφίου κι ύστερα μέρα με την μέρα φλογιζότανε και έκαιγε το πρόσωπο του μέχρι να διαβάσει τα δώδεκα Ευαγγέλια, μέχρι να σηκώσει τον σταυρό του Χριστού. Την Μ. Παρασκευή ημέρευε και θρηνούσε τον Κύριο του στον επιτάφιο, μα σαν ξημέρωνε το Μ. Σάββατο μέσα του γινόταν επανάσταση να βροντοφωνάξει στους ανθρώπους ότι ο θάνατος νικήθηκε, το σκότος του άλλου κόσμου φωτίστηκε από το Φως της Αναστάσεως.
Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασιν, ζωήν χαρισάμενος
“Τέτοια φωνή, τέτοια χαρμόσυνη μελωδία μόνο στους ουρανούς θα ακούγετε απ’ τους αγγέλους” έλεγε ευτυχισμένος ο άκληρος καπετάνιος, ο μπάρμπα Ματθαίος μέγας δωρητής του Ναού. Είχε θαλασσοπνιγεί πέντες - έξι φορές στα νιάτα του, μα όλες σώθηκε και έτσι αξιώθηκε να δει γεράματα στον τόπο του, να προφτάσει να κλείσει στο βλέμμα του την θαλπωρή του τόπου μαζί με όλο το μπλε της οικουμένης…
  Μ. Σάββατο, αργά το βράδυ ο Άγγελος ανηφόριζε μεθυσμένος για την Αγία Κυριακή με το καρότσι του. Τώρα πια δεν είχε κάρο, εδώ και δυο χρόνια τον είχε χάσει τον γέρο του. Κοντά σαράντα χρόνια ήταν μαζί, γέρασαν στους δρόμους. Στο τέλος ο Ηράκλης δεν άντεχε να τραβάει ούτε το άδειο κάρο αφού δεν προλάβαιναν να μαζέψουν σχεδόν τίποτα μιας και οι πάμπτωχοι ξένοι με το μαυριδερό δέρμα είχαν πλημμυρίσει την πόλη και τους κάδους των σκουπιδιών σαν τα μυρμήγκια. “Φτωχοί είναι και αυτοί Ηράκλη, χαλάλι τους, έχουνε μωρά, κλαίνε τα μωρά και θέλουνε ψωμάκι. Για μας τους δυο, έχει ο Θεός” έλεγε στο ζωντανό του και εκείνο κουνούσε το κεφάλι λες και συμφωνούσε. 
  Παραμιλούσε καθώς έσπρωχνε το σκουριασμένο καρότσι που έτριζε αγκομαχώντας στην ανηφόρα. Κάτι παλιόρουχα, μια παλιά τοστιέρα και ένα ηλεκτρικό φουρνάκι το φορτίο του. Δυο τρεις γλαστρούλες φυτεμένες με βασιλικό, δεμένες στο πάνω μέρος του καροτσιού έτσι για να θυμάται το κάρο του. Μια φωτογραφία τους με τον Ηράκλη ήταν κολλημένη στο μπροστινό μέρος, απομεινάρι των παλιών ημερών.
   Δεν έβλεπε σχεδόν καθόλου από το σκοτάδι και το μεθύσι, έτσι τον μπέρδεψε το δρόμο για την παράγκα του. Γύρισε γύρω γύρω δυο τρεις φορές το ίδιο τετράγωνο, κουράστηκε, εκείνος ο σφάχτης που τον έπιανε συχνά τον τελευταίο καιρό τον δίπλωσε στα δυο. Έσφιξε τα δόντια και κάθισε σε ένα πεζούλι να πάρει ανάσα. Είχε πέσει ομίχλη εκείνη την ώρα, στην αρχή ήταν αραιή όμως όσο περνούσε η ώρα όλο και πύκνωνε. Σε λίγο απ’ το βάθος του δρόμου ακούστηκαν ομιλίες, γέλια. Παρέες παρέες ανέβαιναν συγγενείς και φίλοι προς την Αγία Κυριακή για την Ανάσταση. Ο Άγγελος έβλεπε τον κόσμο να περνά μπροστά του και να εξαφανίζεται μέσα στο πυκνό πέπλο. Έκανε μια προσπάθεια να σηκωθεί αλλά μάταια,
Άρε Ηράκλη, με παράτησες μονάχο μου” πρόφερε παραπονεμένος, “Που είσαι ρε φίλε;” ρώτησε απαρηγόρητος, λίγα δάκρυα έτρεξαν στο αυλακωμένο από τις ταλαιπωρίες πρόσωπο του. Ο πόνος επέστρεψε και πάλι αδυσώπητος “Ωχ μάνα μου” σφάδαξε από την μαχαιριά που διαπέρασε το κορμί του.
  Ακούστηκαν πάλι για λίγο ομιλίες και χάθηκαν σύντομα. Πέρασε λίγη ώρα και τότε ακούστηκαν χαρμόσυνες καμπάνες, από κοντά και μακριά, από όλη την πόλη. Στα αυτιά του έφτανε ξανά και ξανά το “Χριστός Ανέστη εκ νεκρών…” Πυροτεχνήματα έσχιζαν τον ουρανό, η πόλη άστραφτε από τις λάμψεις, η ομίχλη γύρω απ’ τον Άγγελο έπαιρνε χίλιες αποχρώσεις. Αυτός όμως δεν τ’ άκουγε όλα αυτά, στα αυτιά του έφτανε μόνο η φωνή του παπά Χρήστου Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας… και αυτός ένα μικρό παιδάκι πάλι, τον έβλεπε να αιωρείται ψηλά, να αγγίζει τα αστέρια εκεί που βρισκόταν η κακομοίρα η μάνα του, η κυρά Μέλπω.
    Σε λίγα λεπτά οι άνθρωποι πλημμύρισαν τους δρόμους, επέστρεφαν χαρούμενοι από τις εκκλησίες για τα σπίτια τους, να τσουγκρίσουν αβγά να φάνε μαγειρίτσα. Γρήγορα οι ήχοι πέρασαν και χάθηκαν και η σιωπή επέστρεψε στους νυχτερινούς δρόμους…
“Ήράκλη, Ηράκλη” η φωνή του αντήχησε μέσα στην ησυχία. Τον είδε να έρχεται από το βάθος και περνάει από μπροστά του. Ήταν έτσι όπως τον γνώρισε, όμορφος και δυνατός, τον κοίταγε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του σαν εκείνη την ηλιόλουστη μέρα που του τον έφεραν ο Παπά Χρήστος και οι συνάδερφοι του γέρου του. Σηκώθηκε να τον κρατήσει, δεν θα άφηνε να τον χάσει πάλι. Με όση δύναμη του απέμεινε στάθηκε στα πόδια του, “Ηράκλη” του φώναξε μα το άλογο του λες και δεν τον άκουγε, εξαφανίστηκε αγέρωχο αργά μέσα στην ομίχλη. Το χταπόδι που είχε αρπάξει το στήθος του τον έσφιξε ακόμα πιο δυνατά, έπεσε με δύναμη στο χώμα, βογκούσε και έκλαιγε μαζί, έκλαψε μέχρι που χάθηκε και ο ίδιος τυλιγμένος στην ομίχλη.
   Σαν άρχιζε να γλυκοχαράζει μια απαλή φωνή ψιθύρισε “Άγγελε”. Τα μάτια του άνοιξαν με δυσκολία, στην αρχή έβλεπε μόνο μια σκιά, σιγά σιγά η οπτασία πήρε μορφή. “Άγγελε” ακούστηκε ξανά η φωνή της, στο πρώτο φως της μέρας είδε αμυδρά το πρόσωπο της. Ήταν το πιο γλυκό πρόσωπο που είχε δει ποτέ στην ζωή του, ήταν αυτό το όμορφο κορίτσι που είχε ερωτευτεί πριν πολλά χρόνια, η Ισμήνη του. Πίσω της είδε την γαλάζια μονοκατοικία με τις ανθισμένες πασχαλιές της νιότης τους. Δεν ήταν όνειρο, την είχε δει πολλά βράδια να έρχεται στον ύπνο του, τώρα όμως το ένιωθε, ήταν εκεί, μαζί του. Έλαμπε μέσα στο ημίφως του πρωινού και εκείνος την κοιτούσε εκστατικά. Τα καστανά μαλλιά της κυλούσαν πλούσια στους ώμους και έφθαναν χαμηλά στην μέση της, στολισμένα με μαργαρίτες και κατακόκκινες παπαρούνες. Στα χέρια της κρατούσε μια χούφτα ανθούς πασχαλιάς, είχαν ακριβώς την ίδια μοσχοβολιά όπως και τότε που του τα άφησε απαλά στο κάρο και ύστερα εξαφανίστηκε κατακόκκινη στο σπίτι.   
“Ισμήνη, Ισμήνη μου, ήρθες;” Το στήθος του δεν πονούσε, ήταν ελεύθερο, η καρδιά του είχε γεμίσει από αγάπη και η αγκαλιά του απ' τους ανθούς της πασχαλιάς...




~ Πάσχα στην Αγία Κυριακή

  Η βραδινή ομίχλη είχε διαλυθεί και ο ήλιος ολόλαμπρος ανέβαινε αργά στον ουρανό πίσω από την Αγία Κυριακή. Η κυρία Ελένη πρωί - πρωί κατέβηκε την πολυκαιρισμένη σκάλα του διώροφου σπιτιού της. Στον περιποιημένο κήπο της, πιστές στο ραντεβού τους την περίμεναν οι φιλενάδες της, οι γατούλες της. Σε όλη την γειτονιά μόνο η δική της και η ερειπωμένη μονοκατοικία του Δαούτη, στο βάθος του δρόμου είχαν μείνει. Αν είχε παιδιά θα την είχε δώσει αντιπαροχή, όμως τώρα αυτό θα γινόταν μόνο μετά τον θάνατο της από την ανιψιά της, την μοναδική της κληρονόμο. Στα νιάτα της είχε φιλίες με όλη την γειτονιά, με τα χρόνια έφυγαν οι ηλικιωμένοι μαζί και τα σπίτια τους. Τώρα που χτίστηκαν γύρω γύρω μέγαρα και γέμισε ο τόπος νέα ζευγάρια με ποιόν να κάνει παρέα; Ευτυχώς που είχε και εκείνη την παλιά φίλη στην Αμερική και αλληλογραφούσαν ακόμη, μια ζωή σχεδόν. Αυτή κάποτε έμενε στην γειτονιά, μα παντρεύτηκε και έφυγε στην Αμερική και από τότε δεν είχε ξανάρθει στην πατρίδα. Το ήθελε όμως πολύ και της έλεγε πως κάποτε θα γυρνούσε πίσω, να πιουν ένα ελληνικό γλυκύ βραστό οι δυο τους. Στο τελευταίο γράμμα της λίγο μετά τα Χριστούγεννα, ανέφερε πρώτη φορά μετά από χρόνια για τον μεγάλο έρωτα που γνώρισε στα νιάτα της, για τον Άγγελο. “Θα ήθελα να βρεθούμε ξανά κάτω απ’ την ανθισμένη πασχαλιά του κήπου μας, εκεί που πρωτοσυναντήθηκαν τα βλέμματα μας. Θα ήθελα να κόψω ξανά τα άνθη της και να του τα χαρίσω, όπως εκείνο το Μ. Σάββατο”
  Η κυρία Ελένη γνώριζε καλά αυτόν τον έρωτα, μόνιμο θέμα στις αθώες συζητήσεις των νεανικών τους χρόνων εκείνα τα άυπνα μεσημέρια πριν φύγουν από την γειτονιά. Ήξερε πως ο πατέρας της ήταν η αιτία που έφυγαν απ’ το σπίτι της Χαριλάου. Είχε μάθει για την αγάπη τους από έναν γείτονα καλοθελητή και αφού την χτύπησε, ζήτησε μετάθεση για τον Έβρο και η Ισμήνη έχασε τον Άγγελο απ’ την ζωή της. Ύστερα την πάντρεψε παρά την θέληση της και σε λίγους μήνες έφυγαν με τον άντρα της μετανάστες για την Αμερική. Δεν πέρασε καλή ζωή μαζί του, έκαναν μια κόρη και ύστερα από κάποια χρόνια χώρισαν. Ο άντρας της έφυγε πίσω στην Ελλάδα, η Ισμήνη όμως έμεινε εκεί και δούλεψε σκληρά για το παιδί της, δίχως άλλα όνειρα και ας ήταν σ’ αυτήν την μεγάλη χώρα με τα μεγάλα όνειρα για όλους…

  Το περιπολικό έφτασε με ταχύτατα μετά το τηλεφώνημα ενός νεαρού που καθώς έβγαζε βόλτα τον σκύλο του αντίκρισε έναν άντρα να κείτεται στον δρόμο. Είχε μαζευτεί κόσμος, το άψυχο σώμα ήταν ξαπλωμένο στην άκρη του δρόμου, δίπλα από το καρότσι με τα παλιοσίδερα, ακριβώς απέναντι από μια γαλάζια ερειπωμένη μονοκατοικία στον αριθμό 18 της οδού Αμφοτέρου. Βλέποντας όλη αυτήν την αναστάτωση η κυρία Ελένη που λόγω της απόστασης δεν μπορούσε να δει τι συμβαίνει προχώρησε προς τους συγκεντρωμένους. Όταν έφτασε κοντοστάθηκε πίσω απ’ τους αστυνομικούς. Το βλέμμα της έπεσε πρώτα στο καρότσι, στην φωτογραφία που απεικονιζόταν ένας νέος άντρας με ένα άλογο. 
  “Άγγελος Μαρβάκης” διάβασε με δυσκολία ένας αστυνομικός την φθαρμένη ταυτότητα του άντρα. Η ηλικιωμένη γυναίκα ανάμεσα από τους συγκεντρωμένους είδε τον Άγγελο. Ήταν σίγουρη πια, είχε και το ίδιο όνομα, ήταν αυτός ο περιπλανώμενος μανάβης, ο άντρας που αγάπησε η Ισμήνη. Αν και είχαν περάσει τόσα χρόνια τον αναγνώρισε αμέσως στην παλιά φωτογραφία και σε αυτό το ταλαιπωρημένο σώμα που κείτονταν στον δρόμο. Το πρόσωπο του ήταν τόσο ήρεμο και χαμογελαστό, έδειχνε τόσο ευτυχισμένο που ήταν σαν να έβλεπε το πιο όμορφο όνειρο. Το πιο περίεργο και συνάμα συγκινητικό ήταν πως τα χέρια του σχημάτιζαν μια αγκαλιά, ήταν μια αγκαλιά γεμάτη απ’ τους ανθούς μιας πασχαλιάς.
   Ρίγος διαπέρασε το σώμα της, δάκρυα έτρεξαν στο ρυτιδωμένο της πρόσωπο. Τώρα όλα έδεναν μεταξύ τους. Δυο μέρες πριν είχε λάβει ένα συστημένο γράμμα από την Νέα Υόρκη. Νόμιζε πως ήταν από την Ισμήνη, όμως ο φάκελος είχε άλλον αποστολέα, την κόρη της φίλης της. Το γράμμα αυτό την πληροφορούσε πως η Ισμήνη της γαλάζιας μονοκατοικίας είχε φύγει πριν λίγες ημέρες από την ζωή. Οι τελευταίες της στιγμές ήταν σε μια πολυθρόνα στον μικρό της κήπο. Εκείνη την ημέρα ήταν γεμάτος από μαργαρίτες και κατακόκκινες παπαρούνες πλάι στις ανθισμένες πασχαλιές που τόσο αγαπούσε.

  Για όσα χρόνια θα ζούσε η κ. Ελένη θα διηγιόταν στην ανιψιά της πως εκείνο το Πάσχα αφού έμεινε μόνη έξω από την γαλάζια μονοκατοικία της οδού Αμφοτέρου, είδε αυτό που την έκανε να πιστέψει πως ο έρωτας της Ισμήνης και του Άγγελου δεν έμεινε ανεκπλήρωτος. Στην ησυχία του πρωινού τους είδε να περπατούν μαζί.  Ανηφόριζαν προς την Αγία Κυριακή, εκεί όπου κάποτε ονειρευόταν να παντρευτούν.
Ανηφόριζαν αργά, χέρι με χέρι μέσα στο φως.
 







Τις θερμές μου ευχαριστίες στον ποιητή Τόλη Νικηφόρου και στον ζωγράφο Ντίνο Παπασπύρου για την άδεια να κάνω χρήση των έργων τους και για την φιλία τους που με τιμά.

Στο διήγημα συμπεριλήφθηκε απόσπασμα από το ποίημα, Όνειρο, Τόλης Νικηφόρου, εκδόσεις Μανδραγόρας, 2010.

Πίνακες:
1. Τμήμα: ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-46, ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ-1. Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου στην Πλατεία Δικαστηρίων, τέμπερα, 31Χ44 εκ., 1995
2. Τμήμα: ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-150, Σπίτι στην περιοχή Πυλαίας, τέμπερα, 28Χ38 εκ., 1994
3. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-105, Μεγάλη Πέμπτη σε εκκλησάκι στο Ντουμπρόβνικ, τέμπερα, 38Χ18 εκ., 2011, Κωδ. 777
4. Τμήμα: ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-107, Μπουκαδούρα στην Παραλία Διονυσίου, τέμπερα, 28Χ38 εκ., 2012, Κωδ. 950

  
Α. Δ. Ε. ΒΑΛΜΑΣ
ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2016
   
                 
 








   

ΦΙΛΟΙ ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΓΗ