Σάββατο, Απριλίου 30, 2011

Πέθανε ο ήρωας Απόστολος Σάντας

Ένα μήνα πριν από τη συμπλήρωση 70 χρόνων από το κατέβασμα της σημαίας με τη σβάστικα από την Ακρόπολη και παραμονή της εργατικής Πρωτομαγιάς, έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 89 ετών ο Απόστολος Φιλίππου Σάντας.



Ο Λάκης Σάντας έγινε γνωστός στο πανελλήνιο όταν τη νύχτα της 30ης προς 31ης Μαΐου του 1941, κατέβασε μαζί με τον Μανώλη Γλέζο τη χιτλερική σημαία από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης.

Εξιστορώντας το εγχείρημα υποστολής της σημαίας στον Ηλία Πετρόπουλο, που δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία στις 31 Μαΐου 1993, ο Λάκης Σάντας είχε πει: "Κι έξαφνα ένα δειλινό που ήμαστε στο Ζάππειο και ο ήλιος έγερνε λούζοντας τον ορίζοντα με εκείνα τα χρώματα που μόνο ο αττικός ουρανός έχει, τα μάτια μας γύρισαν στον βράχο της Ακροπόλεως. Μέσα στο υπέροχο φόντο της δύσης σταθήκαμε και κοιτούσαμε. Και τότε... το βλέμμα μας έπεσε πάνω στη σημαία τους που υπερήφανα κυμάτιζε ψηλά-ψηλά και η βαριά σκιά της πλάκωνε καταθλιπτικά όλη την Αθήνα, όλη την αττική γη. Να τι πρέπει να τους κάνομε! Ήρθε η σκέψη σαν σπίθα. Να τους την πάρουμε. Να την γκρεμίσουμε και να την ξεσχίσουμε και να πλύνουμε έτσι τη βρωμιά από τον Ιερό Βράχο. Την είχαν στήσει αυτήν την ίδια την πολεμική τους σημαία οι Ναζί θριαμβευτικά ως τότε στη Βαρσοβία, στη Βιέννη, στην Αμβέρσα, στη Νορβηγία, στο Παρίσι και στο Βελιγράδι και απειλούσαν να τη στήσουν σε όλο τον κόσμο τότε. Μα εδώ είναι Ελλάδα. Είναι η μικρή χώρα που απ' αυτή ξεπετάχτηκε η φλόγα του Πολιτισμού. Είναι η χώρα που δίνει το παράδειγμα πάντα στις κρίσιμες στιγμές της Ιστορίας".

Ο Απόστολος Σάντας με καταγωγή από τη Λευκάδα, γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου του 1922 στην Πάτρα.

Πάντοτε ιδεολόγος και σεμνός έλεγε: "Δεν κυνηγάω ποτέ τη δημοσιότητα γιατί θεωρώ ότι έχει εξευτελιστεί το ζήτημα πάρα πολύ. Την αντίσταση δεν την κάναμε μόνο εμείς, έχουν σκοτωθεί χιλιάδες παλικάρια, γυναίκες και άνδρες, "ανώνυμοι"".

Ο Σάντας ήρθε στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά του το 1934. Το 1940 τελείωσε το γυμνάσιο και αμέσως εισήχθη στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε μετά την απελευθέρωση της χώρας.

Το 1942 εντάχθηκε στο ΕΑΜ και στη συνέχεια στην ΕΠΟΝ για να καταλήξει στο βουνό με τον ΕΛΑΣ όπου συμμετείχε σε πολλές μάχες και τραυματίσθηκε το 1944.

Η δράση του είναι αδιάκοπη και το 1946 εξορίζεται στην Ικαρία, το 1947 φυλακίζεται στην Ψυττάλεια και το 1948 εστάλη στη Μακρόνησο. Από εκεί κατάφερε να ξεφύγει για να καταλήξει στην Ιταλία και στη συνέχεια στον Καναδά, όπου θα ζήσει έως και το 1962. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1963.

Όσον αφορά στο κατέβασμα της ναζιστικής σημαίας τον Μάιο του 1941,ο Λάκης Σάντας αναφέρεται εκτενώς, εκφράζοντας τις σκέψεις του για εκείνη τη νύχτα που καθόρισε τη υπόλοιπη ζωή του, στο βιβλίο του, που εκδόθηκε το Σεπτέμβριο του 2010 από τις εκδόσεις Βιβλιόραμα με τίτλο «Μια νύχτα στην Ακρόπολη... μνήμες από μία σπουδαία εποχή».

Λέει ο Σάντας στην αρχή του βιβλίου: «Σε κάποιο βιβλίο του Κίπλινγκ, ή της Περλ Μπακ - δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς πότε και πού - διάβασα ότι οι γέροι Κινέζοι, όταν γεννιέται ένα καινούργιο εγγόνι τους, πηγαίνουν στο νεογέννητο και του εύχονται να ζήσει τη ζωή του σε ενδιαφέρουσες και σπουδαίες εποχές. Αυτό ακριβώς συνέβη σε μένα και τους συνομήλικούς μου Έλληνες. Ζήσαμε σε πολύ ενδιαφέρουσες και σπουδαίες εποχές... Σε αυτά τα χρόνια, όλοι μαζί οι Έλληνες και Ελληνίδες, της λεγόμενης γενιάς του '40, ανεβάσαμε την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό ψηλά και γράψαμε ιστορία».

Η οικογένειά του ευχαριστεί θερμά τον διευθυντή, τους γιατρούς και τους νοσηλευτές του Κέντρου Αναπνευστικής Ανεπάρκειας στη Μονάδα Αυξημένης Φροντίδας (Μ.Α.Θ.) του νοσοκομείου "Σωτηρία", που έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν για να τον σώσουν.


Από το αρχείο της ΕΡΤ Η ΝΥΧΤΑ ΠΟΥ ΚΑΤΕΒΗΚΕ Η ΣΒΑΣΤΙΚΑ

http://www.ert-archives.gr/V3/public/pop-view.aspx?tid=53053&tsz=0&act=mMainView



Πηγή: http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=271483

Τρίτη, Απριλίου 26, 2011

Δευτέρα, Απριλίου 25, 2011

25 Απριλίου: Παγκόσμια Ημέρα κατά της Ελονοσίας

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι κάθε χρόνο περίπου 300 εκατομμύρια άνθρωποι νοσούν από ελονοσία, ενώ περισσότεροι από ένα εκατομμύριο άνθρωποι πεθαίνουν.

Εννιά στους δέκα θανάτους από ελονοσία σημειώνονται στην Υποσαχάρια Αφρική και η συντριπτική πλειονότητα των θανάτων που συνδέονται με την ελονοσία αφορά παιδιά και εγκύους. Κάθε χρόνο η ελονοσία σκοτώνει περισσότερα από 700.000 παιδιά κάτω των 5 ετών -δηλαδή, ένα παιδί κάθε 30 δευτερόλεπτα, αποτελώντας τη νούμερο 1 αιτία θανάτου.

Πηγή: aetisiomati.blogspot.com

Παρασκευή, Απριλίου 22, 2011

ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟΝ ΑΗ ΝΙΚΟΛΑ


Μ. Σάββατο κάπου το δείλι.
Ήταν λίγη ώρα που η θάλασσα είχε καταλαγιάσει και πια ακουγόταν μοναχά ο ελαφρύς παφλασμός της. Πριν το πρώτο φως της μέρας ένας δυνατός σιρόκος φερμένος από τα βάθη της Μεσογείου μπουκάρισε στον κόλπο του Θερμαϊκού τρικυμίζοντας την επιφάνεια του ολημερίς. Η ήρεμη και μελαγχολική διάθεση της φύσης την μεγαλοβδόμαδα είχε διακοπεί βίαια το χθεσινό βράδυ. Λίγο μετά τον επιτάφιο θρήνο με τις μαυροντυμένες μυροφόρες να ψάλλουν “ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον ” συνοδεύοντας τον Επιτάφιο στις γειτονιές τους, τα μολυβί σύννεφα που πολιορκούσαν από το μεσημέρι τον Χορτιάτη ξεχύθηκαν προς την πόλη φέρνοντας μια ανοιξιάτικη νεροποντή. Όλα ήταν ήρεμα μέχρι τα ξημερώματα όταν ο δυνατός άνεμος όρμησε στην πόλη μέσα από την υδάτινη αγκαλιά της όπως οι Σαρακηνοί πειρατές μερικούς αιώνες πριν. Τώρα στο μεταίχμιο της μέρας ο άνεμος είχε αλλάξει, ένα ελαφρύ ξερό αεράκι έπνεε απ’ την μεριά του Βαρδάρη. Ψηλά μια ραχοκοκαλιά από γκριζωπά σύννεφα γλίστραγε ταξιδιάρικα προς τον νότο μέσα σε έναν μωβ ουρανό με ροζέ αποχρώσεις.
Στο ημίφως του έγχρωμου δειλινού, πλάι στην θάλασσα, ίσα που διακρίνονταν ο ετερόκλητος όγκος. Αποτελούνταν από τέσσερα ανόμοια σε μέγεθος και σχήμα κομμάτια. Πρώτα υπήρχε μια βιτρίνα ψυγείο, πεταμένη στα παλιοσίδερα από καιρό. Πολλά ήταν τα χρόνια που από τα άγρια χαράματα, σε παγωνιές και ζέστες η “Δημητρούλα” γυρνούσε με τον ιδιοκτήτη της σε όλες τις λαϊκές αγορές της Σαλονίκης και των γύρω χωριών. Φορτωμένη με κάθε λογής τυριά και παραδοσιακά γιαούρτια δούλευε ακούραστα περιμένοντας να έλθουν οι νοικοκυρές για να διαλέξουν τα καλούδια της και να την ξεφορτώσουν μέχρι το άλλο χάραμα. Τώρα η τύχη την είχε σφιχταγκαλιάσει μαζί με ένα σκουριασμένο καυστήρα πετρελαίου. Αυτός μέχρι πριν λίγα χρόνια – όταν του έκλεψαν την εργασία κάτι πολυκαιρισμένες, γριές ξυλόσομπες - ζέσταινε κατά τους παγερούς χειμώνες της νύφης του Θερμαϊκού τους ενοίκους της οδού Αγίου Δημητρίου, στον αριθμό 44. Στα νιάτα του στην νεόδμητη πολυκατοικία κατοικούσαν μερικές από τις πιο αριστοκρατικές οικογένειες της πόλης. Οι δεξιώσεις και τα πάρτι ήταν κάτι το συνηθισμένο σε αυτόν τον αριθμό. Σχεδόν όλη οι αφρόκρεμα της Θεσσαλονίκης περνούσε από αυτά τα κοσμικά γεγονότα, ήταν οι εποχές του μεγαλείου της. Κάποια χρόνια πριν τον στείλουν αναγκαστικά στην σύνταξη πάλευε με το νοθευμένο πετρέλαιο που του έτρωγε τα σωθικά. Όταν τον ξήλωσαν από το υπόγειο του, οι εύπορες οικογένειες είχαν φύγει από καιρό και το κτήριο κατοικούνταν από μοναχικούς υπερήλικες, οικογένειες Ελλήνων εργατών και πάμπτωχων μεταναστών φερμένων από χώρες που επικρατούσε η πείνα και ο πόλεμος.
Το τρίτο από τα κομμάτια ήταν ο σκουριασμένος θάλαμος ενός μικρού φορτηγού. Τις προηγούμενες δεκαετίες ο καπάτσος έμπορος δεν είχε αφήσει στις περιοδείες του χωριό για χωριό, γειτονιά για γειτονιά σε όλη την βόρεια Ελλάδα. Πωλώντας επί πιστώσει νεοτερισμούς και είδη προικός στις νοικοκυράδες και τις ανύπαντρες που τον περίμεναν κάθε μήνα με τα νέα του εμπορεύματα, σπούδασε τα τρία του παιδιά και καμάρωσε μία δικηγόρο και δυο αρχιτέκτο-νες πριν βγει οριστικά στην σύνταξη. Τέλος σφιχτά δεμένος ήταν και ένας πρασινωπός μπουφές με περίτεχνα σκαλιστές πόρτες και συρτάρια που η κυρία Μαρία είχε λειώσει πάνω του τόνους από βαμβακερά πανιά και γυαλιστικό για να τον κρατάει πάντοτε καθαρό και καλογυαλισμένο. Όμως οι κληρονόμοι της φαίνεται ότι δεν τον εκτίμησαν δεόντως αφού βρέθηκε στα σκουπίδια μόλις την επομένη της αναχώρησης της για το πιο μακρινό ταξίδι, το μοναδικό από αυτά που ποτέ δεν είχε κάνει στην ζωή της η άτεκνη, καλοκάγαθη νοικοκυρά.
Τα τέσσερα ανόμοια αντικείμενα με την βοήθεια ενός χοντρού άσπρου μουσαμά, μερικών κοντραπλακέ και πλεγμένων σκοινιών ενώνονταν σε μια τέτοια διάταξη που έμοιαζε λες και κάποιος επιτήδειος τα είχε αφήσει εκεί προστατευμένα αντί κάποιας επί μισθίου αποθήκης. Όμως με μια δεύτερη ματιά ένας προσεκτικός παρατηρητής θα έβλεπε κάτι εντελώς διαφορετικό.
Στην πραγματικότητα αυτό το συνονθύλευμα αντικειμένων ήταν ένα αυτοσχέδιο κατάλυμα. Το κάθε ένα κομμάτι χρησίμευε και σε κάτι. Τοίχος, κουζινούλα, ντουλάπα, ραφιέρα, βιβλιοθήκη. Ο ιδιοκτήτης του το είχε στήσει εκεί λίγα μέτρα από την θάλασσα εκπληρώνοντας ένα παιδικό όνειρο του από τα σκληρά χρόνια της μοναξιάς και της σκληρότητας του ορφανοτροφείου.
Αν εκεί στέκονταν ένα αληθινό σπιτικό το σημείο θα ήταν πράγματι ειδυλλιακό. Εμπρός στα φαρδιά του παράθυρα θα ανοίγονταν διάπλατα η θάλασσα και το αλλοτινό προσφυγικό ψαροχώρι η Καλαμαριά με το μικρό Καραμπουρνάκι της, τα φυσικά λιμανάκια και την θαλασσινή εκκλησιά της πλάι στο ναυτικό όμιλο. Τις γλυκές μέρες που η διαύγεια φτάνει μέχρι τον ορίζοντα, από τα ευρύχωρα μπαλκόνια οι ένοικοι του θα μπορούσαν να δουν δίχως δυσκολία όλη την υδάτινη επιφάνεια μέχρι και το τελείωμα του κόλπου στα δυτικά και έπειτα στην γη της Πιερίας να ορθώνεται μεσ’ στην αχλή το αγέρωχο βουνό των ολύμπιων θεών, αφήνοντας εκστατικό το βλέμμα και την ψυχή τους. Εκεί υπάρχει μόνο η ταπεινή παράγκα από τα σκόρπια αντικείμενα, όμως ο ιδιοκτήτης της δεν χάνει τίποτα από την ομορφιά του τοπίου που μαγεύει κάθε μέρα την ψυχή του. Απέραντο το κάλλος, όμως τον χειμώνα οι συνθήκες είναι πολύ δύσκολες. Οι παγερές ψεκάδες από τα αφρισμένα νερά του Θερμαϊκού φτάνουν μέχρι την πόρτα της παράγκας που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα κάθετο σκίσιμο στον χοντρό μουσαμά ίσα – ίσα για να χωράει κάποιος να χωθεί μέσα.
Έξι δεκαετιών και τριών χρονών έγραφε η πολυκαιρισμένη ταυτότητα του. Τον χειμώνα εδώ πάνω ο καιρός δεν χωρατεύει. Με το κρύο, την υγρασία και τον παγερό βαρδάρη αστεία δεν χωρούν σε τούτη την πόλη, ειδικά κοντά στην θάλασσα. Πολλές φορές αν και ήταν φασκιωμένος με κανά δυο παντελόνια, μερικές μπλούζες και δυο σκοροφαγωμένα παλτά είχε την αίσθηση πως ήταν γυμνός. Καλά όταν ήταν νέος, οι κακουχίες περίσσευαν τόσα χρόνια στους δρόμους, αλλά τώρα; Ήταν δύσκολα, όμως η αγάπη του για την θάλασσα θα υπερίσχυε ακόμα και όταν το σώμα του δεν θα άντεχε, θα ζούσε εκεί μέχρι να τον έπαιρναν μακριά είτε οι άνθρωποι, είτε το χέρι του θεού.
Προχωρημένος Απρίλης πια, η υγρασία και το κρύο είχαν υποχωρήσει , ο καιρός ήταν καταδεκτικός ακόμα και δίπλα στο κύμα. Ο χειμώνας είχε παραδώσει ανεπιστρεπτί τα κλειδιά του κόσμου στην άνοιξη. Αυτό το δειλινό μέσα στην παραθαλάσσια παράγκα η θερμοκρασία ήταν ανεκτή. Κατάχαμα στο τσιμεντένιο δάπεδο έχασκε μια κόκκινη λεκάνη γεμάτη νερό. Στο τραπεζάκι το πινέλο, η κρέμα ξυρίσματος και ένα πολυκαιρισμένο ξυραφάκι, μόλις είχαν τελειώσει την κοπιαστική δουλειά τους. Στην μέση του δωματίου ο ηλικιωμένος άντρας φρεσκοξυρισμένος και καθαρός, ανάλαφρος, σκεφτόταν την αποψινή βραδιά, μετά από χρόνια θα πήγαινε και αυτός στην Ανάσταση.
Συλλέκτης παλαιών αντικειμένων ή παλιατζής. Του άρεσε να αλλάζει τον επαγγελματικό του τίτλο αναλόγως των περιστάσεων και των συνομιλητών του. Ήταν ένα παιδί του ορφανοτροφείου που είχε περάσει σχεδόν από όλα τα ιδρύματα της Θεσσαλονίκης του 50 και 60. Οι γονείς, αγνώστου ταυτότητος. Τον παράτησαν ένα φθινοπωρινό ξημέρωμα του 1948 στην εκκλησιά του Αγ. Μηνά στο κέντρο της πόλης και έφυγαν κυνηγημένοι, σκέτα αγρίμια για το βουνό, με φόντο τον αλληλοσπαραγμό του αδελφοκτόνου πολέμου. Ήταν μόλις λίγων ημερών εκείνο το υγρό πρωινό που τον βρήκε φασκιωμένο με μια μάλλινη κουβέρτα ο υπέργηρος νεωκόρος του ναού. Από τότε ξανά δεν ένοιωσε την αγκαλιά τους, ούτε ποτέ έμαθε κάτι για αυτούς. Παρόλα αυτά πολλά ήταν τα βράδια που τους ονειρεύονταν. Η μάνα του μελαχρινή, γλυκιά και λαμπερή σαν ηθοποιός φωτορομάντζου. Ο πατέρας ψηλός, γεροδεμένος με ένα πλατύ χαμόγελο ίδιος ο Κάρι Γκράντ. Όπως και στα όνειρα του, όταν ακόμα ήταν μικρούλης τους περίμενε να εμφανιστούν πίσω από την ψηλή καγκελόπορτα των ορφανοτροφείων μια Κυριακή πρωί. Λαχταρούσε να τον αγκαλιάσουν, να τον φιλήσουν και έπειτα να πάνε όλοι μαζί στο σπίτι τους, σε ένα πραγματικό σπίτι, με ένα δωμάτιο δικό του, ολόδικο του. Τα χρόνια πέρασαν, αλλά ποτέ κανείς δεν διάβηκε την καγκελόπορτα για αυτόν, ούτε καν εμφανίστηκε κάποιος συγγενής. Κανείς δεν ρώτησε για αυτόν, κανείς δεν σκέφτηκε σοβαρά να τον υιοθετήσει. Μόνος στον κόσμο. Έτσι το πήρε απόφαση το ορφανό, ο Θωμάς. Μιας και δεν τον ήθελαν ούτε οι γονείς του, μήτε κανείς ξένος, θα πορευόταν στην ζωή μονάχος του, ανεξάρτητος και ελεύθερος.
Στα δεκαπέντε του ο κυρ Τάσος ο επιστάτης του είχε πει να αλλάξει γιατί μπορεί να ήταν έξυπνος μα ήταν και απροσάρμοστος. Για αυτό, μάλλον εκτός του χαρακτήρα του φταίγανε και τα βιβλία. Όχι ότι του άρεσε ιδιαίτερα να τα διαβάζει με τις ώρες όπως κάποιοι άλλοι, μερικά όμως λες και του μιλούσαν ίσια στην καρδιά του. Ειδικά οι περιπέτειες του Τομ Σώγιερ και του Χάκλμπερι Φιν του Μαρκ Τουαίην. Τα λάτρευε αυτά τα αγόρια. Ειδικά τον Τομ, αυτό το ατίθασο, τολμηρό παιδί. Ορφανό σαν και τον ίδιο, με μια θεία να τον προσέχει σαν παιδί της. Μια μικρή πόλη του Μιζούρι πλάι στον Μισισιπή ήταν το ορμητήριο του για τις πιο απίθανες μυστικές περιπέτειες με μυθικούς πειρατές και κρυμμένους θησαυρούς που έχουν την δύναμη να μαγεύουν κάθε παιδί. Πόσο μάλλον ένα του ορφανοτροφείου που αναγκασμένο να ζει κλεισμένο για χρόνια σε τέσσερις τοίχους γητεύτηκε ανεπανόρθωτα από την αίσθηση της ελευθερίας και της ανεμελιάς των ηρώων του. Δέθηκε τόσο πολύ μαζί του ώστε όταν εκείνο το βροχερό μεσημέρι τελείωσε η ανάγνωση του βιβλίου και μαζί το ταξίδι του στον μαγικό κόσμο του Τομ, χοντρά δάκρυα κύλησαν από τα θλιμμένα καστανά μάτια στα μάγουλα και χύθηκαν καυτά μέχρι την παιδική του ψυχή. Η έλλειψη του αγαπημένου του ήρωα τον αρρώστησε. Από την στεναχώρια του ανέβασε πυρετό εκείνη και την επόμενη ημέρα.
Ατίθασος λοιπόν και ο ίδιος, ήταν η λέξη που θα άκουγε σχεδόν καθημερινά από τα αυστηρά χείλη των καθηγητών του. Αυτή ήταν και η πραγματικότητα. Εδώ που τα λέμε δεν του άρεσε καθόλου μα καθόλου να ασχολείται με τα τεχνικά που προσπαθούσαν ντε και καλά βρε αδερφέ να του μάθουν. Μια υδραυλικός, μια ηλεκτρολόγος, μια μπογιατζής. Αι στο καλό, αυτουνού του άρεσε να γυρνοβολάει ελεύθερος σαν πουλί και να αγναντεύει από το δώμα του ορφανοτροφείου τον ορίζοντα, την απέραντη θάλασσα, τα ψηλά βουνά της Μακεδονικής γης που χώνονταν μέχρι τα σύννεφα σε ένα θεσπέσιο φεστιβάλ χρωμάτων. Όλα τα άλλα τα άφηνε στον θεό. Σε παράφραση των λόγων του πάτερ Αρσένιου, του εφημέριου του ιδρύματος του άρεσε να απαντάει και αυτός σε όποιον του έθετε βασανιστικά το ερώτημα «Εσύ τι θα κάνεις στην ζωή σου;»
«Έχει αυτός, θα με φροντίσει και εμένα σαν τ’ άλλα ζωντανά του»
Έτσι όταν έφτασε η μέρα της ενηλικίωσης του με μοναδική του αποσκευή ένα κολάζ αντικρουόμενων συναισθημάτων αποχαιρέτησε το Παπάφειο ίδρυμα. Το είχε ανάγκη, διψούσε να ζήσει ελεύθερος έξω από τον ψηλό σιδερένιο φράχτη, μακριά από τους μουχλιασμένους τοίχους, τις κουκέτες και τα μελαγχολικά δωμάτια του ορφανοτροφείου. Γνώριζε όμως καλά ότι αυτό ήταν και το τελευταίο καταφύγιο του πριν την ζούγκλα που τον περίμενε στην πραγματική ζωή εκεί έξω.
Στην μεγάλη πόλη αφού δεν γνώριζε κανένα άλλο επάγγελμα – μιας και δεν το ήθελε ο ίδιος - βρήκε σύντομα δουλειά σαν εργάτης σε ένα από τα πολλά παλιατζίδικα στην περιοχή της Χαριλάου. Οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια κυλούσαν σαν νερό σε ήρεμο ρυάκι. Δεν άντεξε πολύ να ‘χει αφεντικό στον σβέρκο του. Έτσι ένα ζεστό μεσημέρι του Αυγούστου αποχαιρέτησε το παλιατζίδικο και τον μεσόκοπο αφεντικό του, τον κυρ Γιάννη. Με τις οικονομίες του αγόρασε ένα κάρο και τον Λουκά, το άλογο του για να μαζεύει τα παλιοσίδερα, όπως ο συγχωρεμένος ο Μένιος, ο αγαθός γέροντας, ο καλός του φίλος.
Στους χειμώνες και τα καλοκαίρια που πέρασαν πάνω του αυτός πάντα συνέχιζε να είναι μοναχικός, ελεύθερος και ολιγαρκής σαν τα σπουργίτια. Όταν τέλειωνε την δουλειά, πετούσε από πάνω του την μουτζούρα και κατηφόριζε στην θάλασσα. Τον ευχαριστούσε να περπατάει δίπλα της, να ξαπλώνει στο πλάι της, να την μυρίζει, να αφουγκράζεται τις σκέψεις της, να ονειρεύεται μαζί της κάτω από την άλλοτε ήρεμη και άλλοτε βαριά πνοή της.
Στις μακρινές του περιπλανήσεις χιλιάδες σκέψεις τον συντρόφευαν. Πολλά ερωτήματα τον τυραννούσαν από τα αιώνια και θεμελιώδη ως τα μικρά αλλά προσωπικά διλλήματα. Ένα από αυτά το κοίταξε στα μάτια αντρίκια και θέλησε να το απαντήσει με σιγουριά. Έπρεπε να παντρευτεί, να κάνει τα δικά του παιδιά; Σε αυτό το ερώτημα κάτι βάραινε πολύ και ήταν ο χαρακτήρας που σμίλεψε όλα του τα χρόνια. Ήταν όμορφος, καλοφτιαγμένος άντρας. Δεν ήθελε δεσμεύσεις, απολάμβανε την ελευθερία του, την ανεξαρτησία του, την ξενοιασιά του. Έπειτα γνώριζε ότι γυναίκες είναι κτητικές, σε θέλουν δικό τους, να είσαι πλάι τους, να ασχολείσαι με αυτές, θέλουν να κάνουν παιδιά. Για αυτό το τελευταίο ως παιδί του ορφανοτροφείου ένοιωθε απόλυτα την ευθύνη. Χωρίς αμφιβολία τον βάρυνε αφάνταστα η σκέψη πως αν έπαιρνε απόφαση να παντρευτεί θα κρέμονται από πάνω του για χρόνια οι τύχες άλλων ανθρώπων. Αυτό τον στοίχειωνε «Να δημιουργείς οικογένεια και να φέρνεις στην ζωή παιδιά δεν είναι κάτι απλό. Η ζωή είναι σαν την θάλασσα. Την μια είναι ήρεμη και γλυκιά, καλοτάξιδη. Την άλλη όμως σκοτεινιάζει και ξεσπά άξαφνα η τρικυμία, ποτέ δεν ξέρεις σε πια βράχια θα σε ρίξει.
«Εγώ ο ίδιος, τα παιδιά των ορφανοτροφείων είναι το ζωντανό παράδειγμα. Οπότε καλύτερα έτσι» μονολογούσε πικρά.
Αυτή η παραθαλάσσια ήταν η πέμπτη ας το πούμε κατοικία του. Οι άλλες τέσσερις που με τα χρόνια είχε εγκαταλείφθηκαν είτε από την δική του ανάγκη αλλαγής προσώπων και καταστάσεων, είτε από κάποιους περίοικους που δεν ήθελαν στην γειτονιά τους τις άχρηστες παλιατζούρες του και ακόμα αυτόν τον ίδιο που τους χαλούσε την αισθητική τους με τον ιδιόμορφο τρόπο ζωής του.
Υπήρχαν όμως και οι άλλοι. Άνθρωποι που υπήρξαν όλες τις εποχές και θα υπάρχουν όσο ανθρώπινη καρδιά θα χτυπάει στην γη. Άνθρωποι που τον νοιάστηκαν, που του έδωσαν ένα πιάτο ζεστό φαί, ένα σπιτικό γλυκό φτιαγμένο με αγάπη. Αυτοί οι ανώνυμοι άνθρωποι που ζουν ανάμεσα μας. Πλάσματα αγάπης που βάζουν το προσωπικό συμφέρον κάτω από το κοινωνικό καλό και μόλις βρουν την ευκαιρία σε κάνουν να δακρύζεις από υπερηφάνεια με τις πράξεις τους.
Όπως εκείνη την ανοιξιάτικη μέρα. Ο θόρυβος μιας εξάτμισης ήταν η αιτία, ο Λουκάς αφήνιασε. Το φορτωμένο κάρο έγειρε στα πλάγια. Ο γερό Λουκάς δεν μπόρεσε ποτέ ξανά να σηκωθεί περήφανος στα πόδια του και να τινάξει την πλούσια μαύρη χαίτη του. Έφυγε από το πλάι του αφεντικού του λίγες ώρες μετά. Ο Θωμάς καταπλακώθηκε, θα πέθαινε αν μια παρέα τριών αντρών δεν πετάγονταν από το καφενείο «Ο Ναύαρχος». Με κόπο και ιδρώτα ρίχτηκαν και τράβηξαν παλικαρίσια την μάζα των παλιοσίδερων που είχαν πλακώσει το σώμα του. Σε τέτοιους ανθρώπους πίστευε ο Θωμάς και σε όλους αυτούς που τρεις μήνες τον γιάτρευαν, τον περιέθαλπαν, τον στήριζαν στο κρεβάτι του πόνου μέχρι να συνέρθει, μέχρι να θρέψουν οι πληγές και τα σπασμένα του κόκκαλα.

***
Λίγο πριν ακουστούν οι χαρμόσυνες καμπάνες.
Οι δείκτες των ρολογιών μόλις είχαν προσπεράσει τις έντεκα καθώς ο παλλόμενος ήχος από το ψιλόλιγνο καμπαναριό καλούσε ακούραστα τους πιστούς στην εκκλησιά. Οι ευωδιές της άνοιξης από τα κάθε λογής πολύχρωμα βλαστάρια κυριαρχούσαν ακόμα και δίπλα στο κύμα ενώ οι βυζαντινές ψαλμωδίες σπρωγμένες από τα μεγάφωνα χρωμάτιζαν τον αέρα με την κατανυκτική ατμόσφαιρα της Μεγάλης Εβδομάδας της χριστιανοσύνης. Φύση και άνθρωποι, έλλογα και άλογα πλάσματα, ταπεινά δημιουργήματα και εγωκεντρικά όντα θα άκουγαν για ακόμη μια φορά το χαρμόσυνο μήνυμα, ο καθένας με το δικό του αισθητήριο, με την δική του πίστη. Πριν από λίγη ώρα είχε ξεκινήσει η ακολουθία της Αναστάσεως στο ξωκλήσι του Αϊ Νικόλα.
Το μικρό εκκλησάκι και πλάι του το ψηλό καμπαναριό σε σχήμα σταυρού είχαν χτιστεί εδώ και πολλά χρόνια στην άκρη της μεγάλης τσιμεντένιας προβλήτας του ιστιοπλοϊκού ομίλου. Προχωρούσε καμιά πενηνταριά μέτρα μέσα στην θάλασσα και έδινε απάγκιο σε μερικές δεκάδες ψαρόβαρκες από την μια πλευρά του και σε μεγάλα ιστιοπλοϊκά και ακριβά ταχύπλοα από την απέναντι.
Ο εφημέριος που τελούσε την αποψινή λειτουργία ήταν πολύ χαρούμενος. Το ξωκλήσι είχε να λειτουργήσει για καιρό αλλά αντιθέτως από ότι περίμενε ήταν σε πολύ καλή κατάσταση μιας και μερικοί συνταξιούχοι ναυτικοί το συντηρούσαν με δικά τους έξοδα. Κάθε άνοιξη έπαιρναν τις βούρτσες τους και μπόλικο ασβέστη και έκαναν τον Άγιο Νικόλα να λάμπει από την πάστρα. Το ένοιωθαν τιμή αλλά και υποχρέωση, το ελάχιστο προς εκείνον που πίστευαν ότι τους βοήθησε όλα τους τα χρόνια να διασχίζουν τους μαύρους φουρτουνιασμένους ωκεανούς και πάντα να γυρνάνε πίσω στην ηλιογέννητη, φωτεινή πατρίδα, σώοι και αβλαβείς.
Φέτος κάποιος είχε μεσολαβήσει στον μητροπολίτη Καλαμαριάς για τούτη την Αναστάσιμη λειτουργία. Ήταν εδώ και χρόνια που ακόμα και ο ίδιος ο προκαθήμενος είχε ξεχάσει τον ναίσκο. Έτσι εκείνο το ανεμοδαρμένο απόγευμα που τον επισκέφτηκε κάποιος άντρας που έβλεπε για πρώτη φορά και του ζήτησε να γίνει εκεί η ακολουθία της Ανάστασης, εκείνος με μια αίσθηση ντροπής που αυτός ο λαϊκός του υπενθύμισε την ύπαρξη του, αποφάσισε αμέσως να στείλει έναν κληρικό του για την ακολουθία. Ο άντρας εκτός αυτού του είχε εκμυστηρευτεί πως είχε κανονίσει μετά την Ανάσταση να μοιραστούν πασχαλινά τσουρέκια, κόκκινα αβγά και δώρα στα παιδιά που θα έρχονταν.
Ίδια και χειρότερη με πέρυσι, σαν Σαρακοστή παρατεταμένη και αυτή η χρονιά της οικονομικής κρίσης και της επαπειλούμενης χρεωκοπίας του κράτους. Σημαντικό πράγμα τα μικρά ή μεγάλα δώρα τέτοιες μέρες μιας και όλοι, λίγο ή πολύ δυσκολεύονταν με τα πασχαλινά έξοδα. Οι δημοτικές αρχές για φέτος εκτός από τα λίγα συσσίτια για τους απόρους που πλήθαιναν καθημερινά, δεν μπορούσαν να διαθέσουν τα απαραίτητα κονδύλια για γιορτινές παροχές στους δημότες τους. Για αυτό και ο Μητροπολίτης δεν έφερε καμιά αντίρρηση, απεναντίας το άκουσε με ευχαρίστηση.
Τα καλά νέα έφτασαν από αυτί σε αυτί πολύ γρήγορα και διογκώθηκαν ίδια με φούσκα έτοιμη να σκάσει. Η χώρα βρισκόταν υπό οικονομική κατοχή, ευρωπαϊκή ένωση, διεθνές νομισματικό ταμείο και ένας συρφετός από οίκους αξιολόγησης και μεγαλοεπενδυτές ασχημονούσαν σε βάρος της. Πολλές οικογένειες λόγω της βαθειάς οικονομικής ύφεσης αντιμετώπιζαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Οι τραπεζίτες αυτοί οι ανθρωπόμορφοι υπηρέτες του χρήματος όπως πάντα σε τέτοιες περιόδους αυτό που επιζητούν λυσσαλέα είναι να διατηρήσουν τα κέρδη των προηγούμενων ετών και να αποφύγουν όλες τις πιθανές νέες επισφάλειες. Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής ήταν να πληθύνουν οι κατασχέσεις σπιτιών και αυτοκινήτων και για ακόμη μια φορά να κλείσουν τις στρόφιγγες της ροής του χρήματος και να το στερήσουν από νοικοκυριά και εταιρείες που το είχαν άμεση ανάγκη. Καταστήματα και επιχειρήσεις ασφυκτιούσαν και έκλειναν συνεχώς. Πολλοί ήταν αυτοί που είχαν χάσει την δουλειά τους και σε κάποιες οικογένειες ακόμα και οι δυο γονείς ήταν άνεργοι. Η στατιστική υπηρεσία διαρκώς αναθεωρούσε τα νούμερα της ανεργίας προς τα πάνω. Η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη για όλους. Πλήθη απεγνωσμένων ανέργων στοιβάζονταν στα γραφεία ευρέσεως εργασίας και εκλιπαρούσαν έστω για μια περιστασιακή απασχόληση. Στα αρπακτικά του ιδιωτικού τομέα είχε ανοίξει η όρεξη για εκμετάλλευση και πιότερο κέρδος. Στην πόρτα τους καθημερινά στοιβάζονταν οικιοθελώς τα νέα τους θύματα. Οι κοινωνικές εντάσεις ήταν μεγάλες στην χώρα. Συχνές απεργίες και διαδηλώσεις δονούσαν την χώρα, αίμα αθώων είχε χυθεί στους δρόμους. Οι πολιτικοί άρχοντες της είχαν προχωρήσει σε μεγάλες περικοπές μισθών και συντάξεων ενώ κώφευαν ή ακόμα και αδιάντροπα προέβαλαν επαίσχυντες δικαιολογίες για την επί δεκαετίες εσκεμμένη κακοδιαχείριση της οικονομικής ζωής του τόπου. Κάποιες στιγμές η οργή του λαού ξεχείλιζε και παρέσερνε τα αίολα επιχειρήματα της εξουσίας ώστε στο τέλος εκείνοι έφταναν να λιποτακτούν εμπρός στα ανυπέρβλητα προβλήματα που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει και η χώρα να μοιάζει με ακυβέρνητο καράβι έτοιμο να συντριβεί στα βράχια. Μέσα σε αυτήν απρόβλεπτη κατάσταση ακόμα και πολίτες που πριν λίγο καιρό ζούσαν με όλες τις ανέσεις που μπορεί να επιθυμήσει κάποιος την σημερινή εποχή, αφού είχαν χάσει την δουλειά ή την επιχείρηση τους, μεμιάς είχαν χάσει και όλα τα προνόμια τους και περίμεναν ως μάνα εξ ουρανού το επίδομα ανεργίας. Ήταν μεγάλη υπόθεση λοιπόν να περάσουν την Ανάσταση με δώρα, ίσως και λεφτά που κάποιος βαθύπλουτος Έλληνας του εξωτερικού – έτσι έλεγαν οι φήμες που διαδόθηκαν σαν αστραπή - θα πρόσφερε σε όλους.
Ο άντρας που στέκονταν τώρα περιχαρής με την λαμπάδα του έξω από τον Αϊ Νικόλα ήταν ο ίδιος που ευθύνονταν για την αποψινή λειτουργία. Το μαύρο κοστούμι που φορούσε ήταν ατσαλάκωτο μιας και είχε αγοραστεί πριν από λίγες ημέρες. Ακόμα είχε στις ίνες του ποτισμένη την βαριά μυρωδιά της άθλιας βιοτεχνίας ρούχων – κάπου στην νότια Βουλγαρία – που φτιάχτηκε για ελάχιστα ευρώ και το ελαφρύ άρωμα του εμπορικού στην οδό Μαρτίου.
Οι άνθρωποι που είχαν κατεβεί ήταν ήδη πολλοί και όσο περνούσε η ώρα όλο και πιο πολλές οικογένειες ντυμένες με τα καλά τους κατηφόριζαν προς την θάλασσα. Το σούσουρο σαν σύννεφο σκόνης είχε απλωθεί πάνω από τα κεφάλια του κόσμου. Όλοι ήταν περίεργοι να δουν τον άνθρωπο που θα πρόσφερε τα δώρα. Να δουν ποιος είναι αυτός ο καλός Σαμαρείτης που μέσα στην κρίση που είχε γονατίσει όλη την χώρα προσφέρει τα λεφτά του για τους συνανθρώπους του. Αυτοί ήταν οι λίγοι, οι άνθρωποι με τον αγνό ανόθευτο τρόπο σκέψης. Οι πολλοί σκέφτονταν πολύπλοκα, με καχυποψία.
«Κάποιο λάκκο έχει η φάβα για να έρχεται κάποιος από τόσο μακριά και να προσφέρει τα λεφτά του στους άγνωστους συμπατριώτες του».
«Τι να ήταν αυτός και ποιος να τον έστελνε; Μήπως κάποιος λαοπλάνος που ήθελε να εξασφαλίσει την συμπάθεια του κόσμου δρώντας υπόγεια για σκοτεινά ακόμα και αντεθνικά συμφέροντα;»
«Μήπως έχουμε να κάνουμε με ένα πάμπλουτο εθνικό ευεργέτη; Ευεργέτες; Αυτό και αν ήταν αστείο, τούτοι οι άνθρωποι είχαν εξαφανιστεί πριν από πολλά χρόνια από τούτη την μικρή γωνιά της γης».
Τέτοια και άλλα πολλά ερωτήματα κυκλοφορούσαν τις προηγούμενες μέρες και οι άνθρωποι ήταν μπερδεμένοι από τις διάφορες ερμηνείες και διαδόσεις. Πολλοί τελικά αποφάσισαν πως ήταν πιο φρόνιμο να πάνε κάπου άλλου για την Ανάσταση και να μείνουν μακριά από τα ύπουλα σχέδια κάποιων.
Εκείνος άκουγε όλη αυτήν την ώρα όσα λέγονταν στα πηγαδάκια αλλά δεν έδινε καμιά απολύτως σημασία. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν τα παιδιά. Κοιτούσε πως κουνούσαν ανυπόμονα τις πολύχρωμες λαμπάδες με τα μαλακά χεράκια τους και την επιθυμία να τις ανάψουν. Αυτά τα αγγελούδια είχαν έρθει όχι μόνο με τις οικογένειες τους αλλά και μόνα τους. Ήταν παιδιά από ορφανοτροφεία της πόλης. Για αυτό δεν χρειάστηκε τίποτε άλλο εκτός από μερικές μόνο επιστολές στις διοικήσεις που εξηγούσε το πόσο σημαντικό θα ήταν να παρευρεθούν και μερικά κουτιά παιδικές λαμπάδες.
Τώρα και αυτός ήταν ένα με τα παιδιά, τα πλούτη δεν τον εμπόδιζαν, όλοι τον είδαν πόσο γλυκά τους φέρονταν, πόσο θερμά τα αγκάλιαζε και κατάλαβαν. Πολλά κεφάλια γύρισαν και προσπαθούν να διακρίνουν την μορφή του, οι συζητήσεις φούντωσαν.
Η αναμονή της Ανάστασης άρχισε να κάμπτει το κλίμα αυτό, σιγά – σιγά τα πηγαδάκια σίγησαν. Τα φώτα του ναού έσβησαν μαζί με τα κεριά στα μπρούτζινα μανουάλια. Η ώρα του σκότους πριν την φωτοδοσία, την απαρχή, την γέννηση της ελπίδας έδινε συμβολικά το νόημα της ακόμα μια φορά στο αέναο ταξίδι των ψυχών.
Πλάι στην θάλασσα όλα ήταν σκοτεινά, μικροί και μεγάλοι ανάμεσα στα ελλιμενισμένα ταχύπλοα και τις ταπεινές βαρκούλες στέκονταν σιωπηλοί εμπρός στο δέος του σκότους και της επερχόμενης Ανάστασης. Απέναντι τους η πόλη και οι εκκλησιές σε λίγο θα αποκαλύπτονταν. Από εκεί το μάτι μπορούσε να την δει ολάκερη σχεδόν, από τα νεόδμητα ανατολικά της προάστια, το κέντρο και την άνω πόλη με τα κάστρα της, μέχρι το λιμάνι με τους κοιμισμένους γίγαντες πάνω απ’ τα φορτηγά πλοία και τις δυτικές συνοικίες καλυμμένες από την αιθάλη της βιομηχανικής. Τα φώτα του πολεοδομικού γίγαντα καθρεπτίζονταν ίδια με μακρόσυρτες κιτρινωπές κορδέλες πάνω στην ακίνητη επιφάνεια του Θερμαϊκού, ο άνεμος λες και είχε σβήσει και αυτός μέσα στα σπλάχνα του ουρανού, τώρα όλοι περίμεναν το άκτιστο Φως.
Ο εφημέριος εμφανίστηκε στην Ωραία Πύλη κρατώντας σε κάθε χέρι από μια δεσμίδα με τριάντα τρία κεριά. Το άγιο Φως έκαιγε στα φυτίλια τους, «Δεύτε λάβετε Φως» κάλεσε το εκκλησίασμα. Το Φως της Αναστάσεως που ταξίδεψε από τον πανάγιο τάφο για να φτάσει σε κάθε γωνιά της Ελλάδας βγήκε από τον ναό, τα λευκά κεριά έσμιξαν, τα πρόσωπα και οι καρδιές των πιστών φωτίστηκαν, το σκότος πισωπάτησε και χάθηκε στα τάρταρα της αβύσσου. Λίγα λεπτά αργότερα ο ιερέας με τους ψάλταδες και τα εξαπτέρυγα εξήλθαν τελετουργικά για το τελικό μέρος της ακολουθίας. Η ψαλμοί ταξίδεψαν μέχρι το βάθος του κόλπου και αγκάλιασαν τα ποντοπόρα πλοία και τους ναύτες που έπιαναν λιμάνι, η κορύφωση της εβδομάδας των παθών, η λύτρωση, η εκπλήρωση, η Ανάσταση είχε φθάσει.

«Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας
και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».

Η πόλη μεμιάς πετάχτηκε από την νυκτερινή σιγή της. Οι καμπάνες ηχούσαν χαρμόσυνα από όλες τις εκκλησιές. Λευκά περιστέρια φτερούγιζαν ελεύθερα πάνω από τους τρούλους και τα καμπαναριά. Πυροτεχνήματα ορθώνονταν με θόρυβο, η νυκτερινή ατμόσφαιρα φωτίστηκε από τις χιλιάδες πολύχρωμες λάμψεις. Στην γη οι άνθρωποι αγκαλιάζονταν και εύχονταν αγάπη, ευτυχία και επί γης ειρήνη.
Μεγάλοι και μικροί με τις λαμπάδες και τα φαναράκια τους άρχισαν να περπατούν προς τα εκεί όπου μετά την Ανάσταση τα φώτα που άναψαν αποκάλυψαν ένα μεγάλο μπουφέ. Οι άνθρωποι της εταιρείας δεξιώσεων είχαν στήσει τους πάγκους με τα δώρα και τα πασχαλινά εδέσματα λίγο μακρύτερα από τον ναό επάνω στην αμμουδιά. Ο Νίκος Καραγγιανίδης ο ιδιοκτήτης της, ηγούνταν του προσωπικού του. Όλα είχαν στηθεί άψογα για την αποψινή βραδιά. Οι άνθρωποι πλησίασαν με τάξη και αξιοπρέπεια το σημείο.
Ο Καραγιαννίδης πήρε ένα μικρόφωνο και άρχισε να μιλάει.
«Αγαπητοί μας φίλοι, Χριστός Ανέστη», Αληθώς ο Κύριος επιβεβαίωσαν με μια φωνή οι πιστοί. «Θα ήθελα να ευχηθώ χρόνια πολλά και ευτυχισμένα σε όλους σας. Δεν θα σας κουράσω απλώς πριν από οτιδήποτε άλλο, θα ήθελα να ακούσετε δυο λόγια». Όλοι κατάλαβαν, επιτέλους θα έβλεπαν αυτόν που περίμεναν.
Δίπλα στον Καραγιαννίδη εμφανίστηκε, ένα παιδί, ένα μικρό κορίτσι και ύστερα ένα λίγο μεγαλύτερο αγόρι, αμούστακο ακόμα. Τότε μέσα τους, μέσα από το πλήθος βγήκε εκείνος και στάθηκε δίπλα στα παιδιά, το φως των προβολέων έλουσε το πρόσωπο του, αποκάλυψε τα χαρακτηριστικά ενός προσώπου που αν και ο χρόνος και οι περισσές δυσκολίες είχαν σμιλέψει τα σημάδια τους επάνω του όμως είχαν αφήσει ανέγγιχτη την γλυκύτητα που του είχε χαρίσει η φύση. Όλοι τον κοιτούσαν σιωπηλοί, πολλοί πίστεψαν πως τον αναγνώρισαν, ήταν ένας Έλληνας πάμπλουτος επιχειρηματίας ψιθύρισαν στους διπλανούς.
«Χριστός Ανέστη, υγεία και ευτυχία σε εσάς και τις οικογένειες σας. Συγχωρέστε όμως δεν είμαι συνηθισμένος σε κάτι τέτοιο, έπρεπε όμως να γίνει, το χρωστούσα στον εαυτό μου, αλλά και σε αυτά τα παιδιά, τα παιδιά των ορφανοτροφείων. Ήμουν και εγώ ένα από αυτά και συνεχίζω να νοιώθω τους κτύπους της καρδιά τους πίσω από τους ψηλούς φράκτες των ορφανοτροφείων, τις ανεκπλήρωτες παιδικές επιθυμίες, τα καυτά δάκρυα τις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς. Ναι, έχετε δίκιο, είμαι πλούσιος, πάρα πολύ πλούσιος, όχι όμως όπως πιστεύετε, όχι, δεν είμαι σκασμένος από λεφτά, έχω μέσα μου αγάπη, πολύ αγάπη από τον κόσμο που ξέρει πάντα απλόχερα να την δίνει σε αυτούς που θέλουν να την δεχτούν». Σαν πέπλο που φεύγει απότομα και αποκαλύπτει την αλήθεια έφυγε από πάνω του η φήμη. Στο χαραγμένο από κακουχίες πρόσωπο, στα επίμονα καλοσυνάτα μάτια του αναγνώρισαν τον παλιατζή. Ήταν αυτός, χειμώνα, καλοκαίρι σεργιάνευε αργά στις γειτονιές μαζεύοντας τα παλιοσίδερα.
«Η πατρίδα μας, όλοι εμείς περνάμε δύσκολες ώρες. Αυτός ο λαός ξέρει να τις αντιμετωπίζει. Δεν μας χρειάζονται πλούσιοι σωτήρες, ποτέ δεν μας βοήθησαν πραγματικά. Φτάνει να έχουμε μέσα μας αγάπη, και όλα ξεπερνιούνται. Δεν χρειάζονται πολλά, απόδειξη η αποψινή βραδιά, ο φίλος μου ο Νίκος, παιδί του ορφανοτροφείου και αυτός.
Ο Θωμάς αγκάλιασε τα δυο παιδιά, «Σας παρακαλώ, σήμερα, αύριο, και κάθε μέρα μην ξεχνάτε αυτά τα αγγελούδια που περιμένουν ένα χαμόγελο, χαρίστε τους την έμπρακτη αγάπη σας. Ας τα σφίξουμε στην αγκαλιά μας, ας ανοίξουμε το σπίτι μας, να τους δώσουμε την αγάπη μας και τότε ο Χριστός, τότε μόνο θα αναστηθεί πραγματικά στις καρδιές μας.

***
Δεν είχε ύπνο, πήρε ένα καρεκλάκι και κάθισε έξω από την παράγκα του. Σαν μητρικό χέρι - αυτό που δεν γνώρισε ποτέ - το ελαφρύ αεράκι του χάιδευε απαλά το πρόσωπο. Αισθανόταν παιδί, σαν τον αγαπημένο του Τομ Σώγιερ. Τώρα του έμοιαζε, είχε πετύχει τον σκοπό του κάνοντας μια μεγάλη ζαβολιά. Τον Μητροπολίτη τον είχε ξεγελάσει, είχε συστηθεί ως μεγαλοεφοπλιστής με έδρα το Λονδίνο και μπόλικα πλοία σκορπισμένα στα μεγαλύτερα λιμάνια της υφηλίου. Κατάφερε να τους αναστατώσει όλους, μόνο στην τηλεόραση που δεν το ανέφεραν. Άξιζε τον κόπο όμως.
Στα ανοιχτά ένα δεξαμενόπλοιο έμπαινε στον κόλπο, ποιος ξέρει από ποιές χώρες μακρινές ερχόταν; Τα φώτα της γέφυρας τρεμόπαιζαν αχνά στο βλέμμα του. Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό του, ίσως θα ‘πρεπε να μπάρκαρε στα νιάτα του… Ήταν αργά πια για κάτι τέτοιο. Αυτός που αγάπησε τόσο πολύ την θάλασσα έζησε για πάντα στην στεριά. Μπήκε μέσα και ξάπλωσε στο κρεβάτι του ευτυχισμένος, σε λίγο ξημέρωνε η μεγαλύτερη γιορτή των Ελλήνων.

Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ
ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2011

Δευτέρα, Απριλίου 18, 2011

Αναδρομή στην ποίηση του Τόλη Νικηφόρου 24 + 1 ποιήματα 16.12.2010




Τελικά και εντελώς τυχαία ο δαίμων του iphone δαμάστηκε και μου παρέδωσε το υλικό που κρατούσε καλά κρυμμένο στα σπλάχνα του. Έστω και τώρα για όσους δεν παρευρέθηκαν αλλά και ως ανεκτίμητο ψηφιακό αρχείο για το μέλλον, στην διάθεση σας.

τα σπουδαία και τα σημαντικά

Το χθεσινό βράδυ για ακόμη μια φορά μαζεύτηκε η μεγάλη παρέα της λέσχης ανάγνωσης άνω Τούμπας στην ομώνυμη και πολύ αγαπητή για όλους εμάς Βιβλιοθήκη. Σχεδόν απαρτία και εχθές το βράδυ. Ο Τόλης, η Λένα, η Ανθή, η Ιφιγένεια, η Τατιάνα η Έλενα, η Παναγιώτα, ο Δάνης, η Αδαμαντία, η θεοδοσία, η Ντίνα που μπορεί να μην ήταν σωματικώς αλλά σίγουρα νοερώς και άλλοι φίλοι που τώρα η παραγεμισμένη μνήμη μου αδυνατεί να θυμηθεί τα ονόματα τους.
Η συζήτηση όπως πάντα ένθερμη αλλά και ανήσυχη. Νέκταρ για όλους μας, φυσικά τους νεοτέρους και προσωπικά για εμένα που δρω σαν μπαταρία που φορτίζεται, από εμπειρίες, σκέψεις, απόψεις.
Η συζήτηση επανέφερε στην μνήμη μου και το πεζό του φίλου μας και συνεπέστερου μέλους της λέσχης μας Τόλη Νικηφόρου από την βραβευμένη συλλογή αυτοβιογραφικών διηγημάτων του, Ο δρόμος για την Ουρανούπολη.

Διαβάστε για την Λιβύη μιας άλλης εποχής. Σας το παραθέτω

τα σπουδαία και τα σημαντικά

Πες αλεύρι, είχε απαντήσει ο Ρήγας στην καλημέρα μου, μισανοίγοντας την πόρτα του
γραφείου φουριόζος και χαμογελαστός. Αλεύρι, είπα βλακωδώς για να μην του χαλάσω το
χατίρι. Η Τζαμαχιρία σε γυρεύει. Έπεσαν οι υπογραφές για τη δουλειά της τεχνικής εταιρίας.
Ετοιμάσου λοιπόν να πας στην Αφρική.
- Δεν χρειάζεται, είχε απαντήσει την άλλη μέρα ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας στην
ερώτησή μου για συνάλλαγμα. Όλα είναι εισαγόμενα. Δεν υπάρχει λαϊκή τέχνη, ξυλόγλυπτα,
δερμάτινα, αναμνηστικά, δεν υπάρχει απολύτως τίποτα. Μονάχα φελάχοι και κοκκινόχωμα.
- Κυρίως δύο πράγματα πρέπει να ξεχάσεις όταν έρχεσαι εδώ, θα απαντούσε, επιτόπου στο
Τομπρούκ πέντε μέρες αργότερα ο πόντιος και μουστακαλής οικονομικός διευθυντής,
προεξοφλώντας τις επιθυμίες μου. Τα οινοπνευματώδη ποτά και τις γυναίκες.

Ως γνήσιος χαρτοπόντικας, με την κινητικότητά μου σε μηδενικά επίπεδα, και ως θύμα
αιωνίων αντιφάσεων, είχα γενικά αιφνιδιαστεί, είχα ειδικά χαρεί για τη δουλειά, και είχα
ειδικότερα ενοχληθεί από την άμεση προοπτική του ταξιδιού. Ενώ ένιωθα και κάποια
προσμονή για το άγνωστο που σύντομα θα εξερευνούσα. Εγώ θα πήγαινα στην αρχή της
εξάμηνης περιόδου ανάθεσης για να αποτυπώσω πλήρως, όπως λέγαμε, την υπάρχουσα
κατάσταση, με συλλογή στοιχείων και με συνεντεύξεις, και για να συζητήσω τα οργανωτικά
προβλήματα και τις διαδικασίες ελέγχου με στελέχη και διοίκηση. Κι αφού στην επιστροφή τα
μελετούσαμε μαζί και άρχιζαν να διαφαίνονται κάποιες λύσεις, ο Ρήγας θα έκανε τη δεύτερη
και τελική επίσκεψη για να ελέγξει, να επιβεβαιώσει και να οριστικοποιήσει τις προτάσεις
μας.

Κάτι τέτοια τριγύριζαν σκουντουφλώντας στο μυαλό μου το απόγευμα εκείνο του Ιουνίου,
καθώς ρουφούσα και φυσούσα τον καπνό μοιρολατρικά στην αίθουσα αναμονής του
ανατολικού αεροδρομίου και περιεργαζόμουν με ενδιαφέρον δυο-τρεις σκουρόχρωμους
νεαρούς με φουντωτά μαλλιά, που επέβλεπαν την εργασία στο γκισέ των Λιβυκών
Αερογραμμών. Καθώς και μερικές πολυπληθείς και πρωσικά πειθαρχημένες μουσουλμανικές
οικογένειες με τις χαρακτηριστικές ενδυμασίες μεγάλων και μικρών. Ενώ, ταυτόχρονα, μου
έσφιγγε το στομάχι ο παλιός μου φόβος για τα αεροπλάνα και ήδη νοσταλγούσα αφόρητα την
άνεση του γραφείου μου και ιδίως την άδεια θέση μου στο τραπέζι της βραδινής πόκας. Κι ενώ
έριχνα θλιμμένες ματιές στον χαλκοπράσινο ουρανό πάνω απ’ την πίστα έξω και στον
δυνατό αέρα που σήκωνε κλαδιά και ανέμιζε χαρτιά μέσα σε σύννεφα σκόνης.

Όταν επιτέλους εμφανίστηκε το αεροπλάνο απ’ τη Βεγγάζη και μπήκε απ’ την ουρά του
σκάφους το πολύχρωμο πολυεθνικό μπουλούκι, εγώ τελευταίος, κατά τη συνήθειά μου, για να
μην διαγκωνίζομαι, είδα στο βάθος τον ιδιοκτήτη της εταιρίας να μου δείχνει σειρές τα
κεφάλια στις μπροστινές θέσεις και να μου γνέφει να καθίσω όπου βρω. Αυτό και έκανα και
αμέσως ήρθε η ελκυστική βρετανίδα αεροσυνοδός, σήκωσε το διπλανό μου κάθισμα στον
διάδρομο και δήλωσε ότι ήταν κατειλημμένο.

Δεν είχα καν προλάβει να χαρώ, όταν εμφανίστηκε ένας ταλαίπωρος κι αποχαμένος
Αιγύπτιος με εξαιρετικά αμφίβολης λευκότητας κελεμπία, κατέβασε το κάθισμα και
απλώθηκε αναπαυτικά. Μόλις τον αντιλήφθηκε, η αεροσυνοδός έσπευσε και του είπε
επιτακτικά ότι καθόταν στη δική της θέση. Αυτή μιλούσε βέβαια αγγλικά, εκείνος θα μιλούσε
αραβικά, αν είχε αποτολμήσει να ψελλίσει οτιδήποτε, μπερδεύτηκε και με τη ζώνη του. Μετά
αλλεπάλληλες ατελέσφορες προσπάθειες, η κοπέλα τον βαρέθηκε και, με βλέμμα δολοφονικό
και έκφραση αυθεντικής αριστοκρατικής αηδίας, τον βοήθησε να δέσει τη ζώνη του, του
συνέστησε να πάψει να είναι τόσο ενοχλητικός και μου τον άφησε για σιωπηλή παρέα.

Αριστερά μου, γέμιζε θέση, μπράτσα του καθίσματος και το μισό παράθυρο ένας τετράγωνος
και λακωνικός βετεράνος εργοδηγός της εταιρίας, που μου μετάγγιζε ακούσια κάποια
αίσθηση ασφάλειας καθώς το αεροπλάνο τελικά απογειώθηκε μέσα στην κακοκαιρία. Έξω οι
κινητήρες μούγκριζαν με όλη τους τη δύναμη, μούγκριζε κι η καταιγίδα με μανία, μέσα μου
μούγκριζε απειλητικά το θηρίο του φόβου αλλά, στα παράλια της Πελοποννήσου, η άτρακτος
τρύπησε ξαφνικά τα σύννεφα και οριζοντιώθηκε κάτω από έναν λαμπρό ήλιο. Έτσι
κατάφερα κι εγώ να ανακτήσω κάποια στοιχειώδη ισορροπία. Μισή ώρα αργότερα, η δυτική
πλευρά της Κρήτης διαγράφηκε ολοκάθαρα σε μια γαλάζια θάλασσα, με το πράσινο της
πεδιάδας, το γκρίζο των βουνών και το άσπρο των κυμάτων σε ειδυλλιακό συνδυασμό.

Όταν προσεγγίσαμε την Αφρική και κινηθήκαμε παράλληλα με τις ακτές, με βαθμιαία κάθοδο
προς το μεγάλο λιμάνι, διέκρινα και πάλι να φυσάει δυνατά σ’ ένα απέραντο γυμνό τοπίο και
μερικά κοπάδια άγριων ζώων να φεύγουν τρομαγμένα. Προσγειωθήκαμε ομαλά στο
αεροδρόμιο της Βεγγάζης και οι τελωνειακοί μου φάνηκαν φυσιολογικά κακόμοιροι, σε
αντίθεση με κάτι νταγκλαράδες κοκκινοσκούφηδες παράμερα που μας αναμετρούσαν με
βλοσυρή έπαρση. Αυτοί είναι από την προσωπική φρουρά του Γκαντάφι, μου ψιθύρισε στ’
αυτί ο εργοδηγός.

Ο τελωνειακός άνοιξε στον πάγκο την ελάχιστα ενδιαφέρουσα βαλίτσα μου και, χωρίς
δεύτερη κουβέντα (ή μάλλον χωρίς πρώτη), αφαίρεσε το μισοδιαβασμένο Βήμα που είχα
αγοράσει στη Θεσσαλονίκη το πρωί, λες και περιείχε οδηγίες για την κατασκευή εκρηκτικών
μηχανισμών. Είχα κι ένα βιβλίο του Πλασκοβίτη που ξεφύλλισε με περιέργεια, ενώ
απολάμβανε το απορημένο βλέμμα μου, δεν ανακάλυψε φωτογραφίες ή κάτι άλλο
ανατρεπτικό και ευαρεστήθηκε να μου το επιστρέψει.

Στην έξοδο μας τύλιξε ο καυτός αέρας του τίποτα. Και μας περίμενε ευπειθής ο οδηγός, τον
ιδιοκτήτη, τον εργοδηγό κι εμένα, με μια μεγάλη μερσεντές της εταιρίας και μπισκοτάκια με
κανέλα ή γεμιστά με σοκολάτα. Διασχίσαμε αργά ένα τμήμα της πόλης πριν βγούμε στην
καινούρια, ασφαλτοστρωμένη και άνετη εθνική οδό για το Τομπρούκ. Όπως σε κάθε ταξίδι
μου στο άγνωστο, κοιτούσα με μάτια ορθάνοιχτα αυτόν τον αλλότριο κόσμο τριγύρω, αλλά
τη φορά αυτή η συγκίνηση μου κράτησε πέντε λεπτά και το ενδιαφέρον μου άλλα δέκα. Στο
τέταρτο επάνω, δέχτηκα μια ισχυρή μετωπική επίθεση από τον πανικό που εκδηλώθηκε ως, τι
γυρεύω εγώ εδώ, και, είναι αδύνατον να δραπετεύσω.

Χώμα, σκόνη, γυμνοί δρόμοι και γκρίζες οικοδομές και, κάπου κάπου, ένα λυμφατικό δεντράκι
να αγωνίζεται απελπισμένα να επιβιώσει. Κάτι που θύμιζε την πρόσφατη ελληνική
πραγματικότητα ήταν οι τεράστιες πράσινες αψίδες (τι λένε, ρε παιδιά;) που προφανώς
εκθείαζαν το καθεστώς και νουθετούσαν τους πολίτες σε άπταιστα αραβικά Οι πάσης
φύσεως επιγραφές ήταν βέβαια και πάλι στα αραβικά, με ιερογλυφικά ήταν γραμμένες οι
ονομασίες και οι αριθμοί των δρόμων, ακόμη και οι πινακίδες των αυτοκινήτων. Αισθάνθηκα
ξαφνικά απόλυτα εξαρτημένος σα μωρό παιδί και λαχτάρησα μια ταμπέλα με λατινικούς
χαρακτήρες, που να διαβάζεται και ας μην καταλάβαινα ούτε λέξη.

Είχε ήδη πέσει ένα αδιαπέραστο σκοτάδι κι ενώ ο διευθύνων σύμβουλος επέμενε φορτικά να
συζητήσουμε για τη συντήρηση των μηχανημάτων και για τον έλεγχο των ανταλλακτικών
στις αποθήκες, που ήταν εγκατεσπαρμένες στα διάφορα εργοτάξια, εγώ έκανα το μοιραίο
λάθος να καταβροχθίσω μισό πακέτο μπισκότα. και να διψάσω αναπόφευκτα σαν
ναυαγός. Ψάξαμε λοιπόν επανειλημμένα για νερό στα πεντακόσια περίπου χιλιόμετρα της
παραθαλάσσιας διαδρομής απ’ τη Βεγγάζη ως το Τομπρούκ. Το περίφημο Τομπρούκ του
δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, το Τομπρούκ κοντά στα σύνορα με την Αίγυπτο, στο σημείο
όπου είχαν ήδη γίνει συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο χώρες.

Ολοταχώς μέσα στο άγνωστο, με προορισμό το άγνωστο και πάλι, σε μια διαδρομή που, όπως
θα διαπίστωνα στην επιστροφή, εκτός από βράχια, πέτρες και κοκκινόχωμα, είχε, ως
βλάστηση μοναδική, και τρεις (και όχι τέσσερις) συστάδες δέντρων. Ενώ από απέναντι μας
τύφλωναν οι προβολείς των φορτηγών και τον δρόμο διέσχιζαν κάθετα αγρίμια, μικρά και
μεγαλύτερα.

Σε ένα μπλόκο με άδεια βαρέλια πετρελαίου, όπου έκαιγαν φωτιές για φωτισμό και για το
τσουχτερό νυχτερινό κρύο, μας σταμάτησαν νεαροί πολιτοφύλακες με ευρωπαϊκή ενδυμασία
για να ελέγξουν τα διαβατήριά μας. Με την πρώτη ματιά, κούνησαν το κεφάλι τους, μας χαι-
ρέτισαν πιο διαχυτικά και μας τα επέστρεψαν χαμογελώντας πλατιά και λέγοντας, τυχεροί
άνθρωποι που έρχεστε από τη Γιουνανία.

Εμείς συνεχίσαμε απτόητοι, με ξεραμένα χείλη, να ψάχνουμε για νερό. Της βρύσης ή
εμφιαλωμένο, κρύο ή χλιαρό, θολό ή διαυγές, νεράκι πόσιμο του αλλάχ. Παρακάμψαμε
μεγάλες πόλεις που ήταν κατάφωτες με σπάταλη μεγαλοπρέπεια αλλά από νερό ούτε στάλα.
Οι βρύσες σ’ ένα βενζινάδικο αποπειράθηκαν να τραγουδήσουν αλλά η επίδοσή τους
περιορίστηκε σε ένα ρέψιμο βραχνό. Θα έχει πάθει κάποια βλάβη το σύστημα άντλησης,
πιθανολόγησαν οι συνταξιδιώτες μου. Πετρέλαιο έχουν άφθονο, το νερό όμως είναι από
πηγάδι ενώ το εμφιαλωμένο εισάγεται, όπως εισάγονται και όλα τ’ άλλα προϊόντα από το
κράτος και τις ξένες εταιρίες, με ενημέρωσαν. Θα πιούμε μόλις φτάσουμε στο Τομπρούκ, με
παρηγόρησαν.

Έτσι κι έγινε. Κάποτε φτάσαμε στο μεγάλο διαμέρισμα που νοίκιαζε η εταιρία και πατήσαμε
πάλι χώματα στην είσοδο, στα κεφαλόσκαλα, στην πόρτα και στον προθάλαμο, σε μια
πολυκατοικία που είχε βέβαια καθαριστεί το ίδιο πρωινό. Το χώμα έμπαινε από κάθε άνοιγμα
και χαραμάδα, έμπαινε και κατέστρεφε ακόμη και τις μηχανές των αυτοκινήτων και, αντί να
ψάχνουν συνεργείο για επισκευή, στα δύο χρόνια τα πετούσαν κι αγόραζαν από τη Γερμανία
καινούρια και αδασμολόγητα.

Στο διαμέρισμα όμως βρήκαμε νερό. Νερό χλιαρό που είχαν ήδη βράσει σε έναν τέντζερη
(μάθημα πρώτο και σπουδαιότερο για τον τύφο) κι ήπια μέχρι σκασμού με την κουτάλα γιατί
δεν άντεχα να περιμένω το ψυγείο. Το ίδιο βράδυ πήγαμε στον καταυλισμό της εταιρίας και
ανακαλύψαμε τους συμπατριώτες μας στο εστιατόριο να βρίσκονται στο φρούτο, μετά το
φαγητό του Έλληνα μάγειρα, και να παρακολουθούν στην τηλεόραση, με κέφι και
ζητωκραυγές, έναν αγώνα του πρωταθλήματος ποδοσφαίρου απ’ την Αθήνα. Πιάνουμε
καθαρά τους σταθμούς σε ευθεία γραμμή από τη θάλασσα, επιβεβαίωσαν.

Ο κάθε εργαζόμενος είχε περιποιηθεί και στολίσει το λιτό δωματιάκι του με το προσωπικό του
γούστο. Πάνω απ’ τα πολύχρωμα στρωσίδια, κυριαρχούσαν οι οικογενειακές φωτογραφίες,
ένα μωρό που άπλωνε τα χέρια, κάποια φτηνά διακοσμητικά και οι ημίγυμνες γυναίκες απ’
τα εξώφυλλα των περιοδικών. Παραδίπλα, το τραπεζάκι με το πλαστικό κάλυμμα, ένα μπρίκι
του καφέ με κύπελλο ή φλιτζάνι, ένα τσίγκινο σταχτοδοχείο, και μια πετσέτα να κρέμεται απ’
το καρφί. Όλα ωραία, οργανωμένα, όλα πολιτισμένα, περίπου όπως στις σύγχρονες
αγροτικές φυλακές.

Την άλλη μέρα το πρωί, γνώρισα και επισήμως στα γραφεία το διοικητικό προσωπικό και,
σταδιακά, τους εξειδικευμένους τεχνίτες, οδηγούς και χειριστές μηχανημάτων, κυρίως
Έλληνες. Έλληνες αφεντικά και τουλάχιστον τριπλάσια αμειβόμενους από κάθε αφρικανό ή
ασιάτη με αντίστοιχα καθήκοντα. Από Ινδούς, Πακιστανούς, Αιθίοπες, Αιγύπτιους και
μερικούς Λίβυους για βοηθητικές κυρίως εργασίες. Γνώρισα και τον Ιμπραήμ, ένα ντόπιο
λιπόσαρκο γερόντιο με λιγδιάρικη κελεμπία, που είχε μάθει τα στοιχειώδη ελληνικά για να
εκτελεί τα καθήκοντα του καφετζή. Με την κραυγή, Ιμπραήμ, καφέ και νερό, σε ένα
πεντάλεπτο κατέφθανε αθόρυβα στωικός και ημίκυρτος, κρατώντας σε αβέβαια δάχτυλα τον
τούρκικο καφέ, ανεξακρίβωτης ποιότητας στη φυσική μαυρίλα του, και το θολό νερό σ’ ένα
ποτήρι κατάλληλο για μάθημα γεωγραφίας.

Αυτοί που έρχονται εδώ, χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες, με πληροφόρησε ο μάγκας και
εξηγημένος οικονομικός διευθυντής. Σ’ εκείνους που πανικοβάλλονται και τα βροντάνε κάτω
από την πρώτη εβδομάδα, στους περισσότερους που καταφέρνουν ν’ αντέξουν από ένα
εξάμηνο ως δύο χρόνια, και τους λίγους μπαρουτοκαπνισμένους βετεράνους που κλείνουν
την πενταετία. Αυτός εδώ που βλέπεις, πρόσθεσε δείχνοντας κάποιον με ανυπόκριτο
θαυμασμό, είναι ο πρωταθλητής μας με μια επταετία. Η εταιρία μάς τα παρέχει σχεδόν όλα,
και να θέλεις δεν έχεις που να ξοδέψεις τα λεφτά, κι έτσι πουλάμε τη ζωή μας και
αποταμιεύουμε τον μισθό μας σε συνάλλαγμα για κάτι καλύτερο αργότερα στην πατρίδα.

Όπως διαπίστωσα τις επόμενες μέρες, περιδιαβάζοντας την πόλη και τα προάστια και ιδίως
διασχίζοντας την ερημιά από εργοτάξιο σε εργοτάξιο, ο πακτωλός του συναλλάγματος, που
κέρδιζε η χώρα από τις εξαγωγές του πετρελαίου, διοχετευόταν σε δρόμους, πολιτικά και
στρατιωτικά αεροδρόμια, συγκροτήματα κατοικιών και κάθε είδους έργα που εκτελούσαν, σε
υψηλή ποιότητα και με τεράστιο περιθώριο κέρδους, ξένες τεχνικές εταιρίες, κυρίως
μεσογειακές. Και όχι μόνον στην παραθαλάσσια έρημο του χώματος αλλά και στην πιο
αφιλόξενη έρημο της άμμου στα ενδότερα.

Όσο κι αν έψαξα στην κεντρική αγορά της αρκετά μεγάλης πόλης, δεν βρήκα απολύτως
τίποτα που να μου κινήσει έστω και κατ’ ελάχιστον το ενδιαφέρον. Αυτά που υπήρχαν, εκτός
από τα λιγοστά εισαγόμενα, ήταν σκέτη θλίψη και, στην καλύτερη περίπτωση, μου θύμιζαν
μαγαζιά στο βαρδάρι τη δεκαετία του πενήντα. Και οι άνθρωποι; Μου φάνηκαν απόμακροι
και συμπαθητικοί, σκυφτοί και ταλαιπωρημένοι, τυλιγμένοι στη μιζέρια τους και τη
μονοτονία.

Απ’ το πρωί ως το μεσημέρι και το απόγευμα, η ώρα περνούσε άνετα στο γραφείο ή στην
ύπαιθρο, με την ακαριαία ζεστασιά και συντροφικότητα των ομοεθνών, με το καλαμπούρι
και τα άπειρα παράδοξα του ξένου τόπου που, σε κάθε επιφώνημά μου, προθυμοποιούνταν να
μου εξηγήσουν υπομονετικά οι πεπειραμένοι. Ενώ από το επιβλητικό κάδρο στον τοίχο μας
επέβλεπε όλους, με αυστηρό ύφος μέσα στο καφτάνι του, ο Γκαντάφι. Του οποίου το όνομα
μου είχαν απ’ την αρχή συστήσει φιλικά να μην προφέρω, ακόμη και για εγκώμια.

Η ώρα περνούσε άνετα με τη δουλειά και τους καφέδες του Ιμπραήμ. Συμπλήρωση
ερωτηματολογίων, συγκέντρωση εντύπων και στοιχείων, αντιπαραβολή, ερωτήματα,
συνεντεύξεις και διευκρινήσεις, επισήμανση και συζήτηση των προβλημάτων. Το ελληνικό
φαγητό μεσημέρι και βράδυ στο εστιατόριο ήταν άφθονο και καλής ποιότητας ενώ το
μουσουλμανικό προσωπικό είχε τον δικό του χώρο και τον δικό του μάγειρα.

Περιηγήθηκα όλες τις εγκαταστάσεις, τα εργοτάξια και τις διάφορες αποθήκες. Το λατομείο με
τους εκσκαφείς και τους θραυστήρες του, την παραγωγή της πίσσας, την επίστρωση και
ασφαλτόστρωση δρόμων ατέλειωτων που οδηγούσαν στον ορίζοντα και στο πουθενά.
Κοίταζα και ρωτούσα περισσότερο από καθήκον και πολύ λιγότερο από περιέργεια ενώ μέσα
μου φούντωνε μια θανάσιμη ανία.

Όταν άρχιζε να σουρουπώνει, ο χρόνος έκοβε κι αυτή την ελάχιστη ταχύτητα του, όλα
γίνονταν ακόμη πιο ανούσια και βαρετά, η ζωή προσαρμοζόταν στο ράθυμο τοπίο της
μεγάλης βορειοαφρικανικής χώρας. Συγκεντρωνόμασταν στο διαμέρισμα και
προσπαθούσαμε να τη βγάλουμε με την κουβέντα, τα πρώτα επιφυλακτικά συμπεράσματα
για τα οργανωτικά προβλήματα της εταιρίας και με ανώδυνο χαρτάκι μερικές φορές.

Φυσικό ήταν οι δέκα μέρες της διαμονής να μου φανούν ατέλειωτες και να διερωτώμαι πώς θα
κατόρθωνα να επιβιώσω, αν χρειαζόταν να μείνω περισσότερο. Με τους ντόπιους της
συνεργάτες, η εταιρία τακτοποίησε στο άψε σβήσε τα του διαβατηρίου και τα υπόλοιπα
διαδικαστικά και τα πεντακόσια χιλιόμετρα της επιστροφής ήταν πιο σύντομα και πιο
αισιόδοξα με το φως της μέρας. Ιδίως όμως με την άμεση προοπτική της αναχώρησης για την
Ελλάδα.

Ανέβηκα στο αεροπλάνο, φορτωμένος φακέλους και χαρτιά, που θα μελετούσα καλύτερα στο
γραφείο, και δεν ήθελα ούτε καν να γυρίσω πίσω το κεφάλι. Όταν απογειωθήκαμε, η
θάλασσα κάτω άρχισε να μου μεταδίδει μιαν αίσθηση χαλάρωσης και λύτρωσης. Άραξα
βαθιά σιωπηλός και απολάμβανα την ίδια μου την προσμονή ενώ, μπροστά μου, κάποιος
άλλος Έλληνας, από κατασκευαστική εταιρία στα ενδότερα της χώρας, κελαηδούσε
ασυγκράτητος και δήλωνε ότι δεν θα γύριζε όσα λεφτά και να του έδιναν.

Όταν το αεροπλάνο προσγειώθηκε στο Ελληνικό, μας περίμεναν συγκλονιστικές εκπλήξεις.
Το πολυπλόκαμο τέρας του τσιμέντου είχε μεταμορφωθεί σε μια μυρωμένη κηπούπολη και τα
νευρόσπαστά του σε οικείους και ευγενικούς ανθρώπους. Κάποιος με έσπρωξε από δίπλα και
το εξέλαβα σαν φιλικό άγγιγμα με τον αγκώνα, δυο γυναίκες συζητούσαν για εξόχως
συναρπαστικά θέματα μόδας, τ’ αυτί μου έπιασε ένα, ρε μαλάκα, στον περίγυρο που μου
φάνηκε σχεδόν ποιητικό.

Και τώρα τι θα έκανα; Τα σπουδαία και τα σημαντικά βεβαίως. Πρώτα πρώτα, θα άκουγα
και θα καταλάβαινα τις ομιλίες τριγύρω μου, μετά θα διάβαζα τις επιγραφές, θα αγόραζα μια
εφημερίδα, θα έπινα ένα ποτήρι δροσερό νερό. Θα έβγαινα στο μπαλκόνι και θα έβλεπα
δέντρα από κάτω. Θα άραζα αναπαυτικά, βρε αδελφέ, στη λεκάνη της τουαλέτας με πλάι μου
το χαρτί υγείας και όχι καθιστός στα γόνατα με πλάι μου το λάστιχο του νερού. Αυτά θα
έκανα. Κι άλλα πολλά ανάλογα και εξίσου συναρπαστικά , αυτά που μόλις πρόσφατα είχα
ανακαλύψει.

Από το ιστολόγιο του Τόλη Νικηφόρου
http://enchantedseconds.blogspot.com/2010/07/blog-post_27.html

"Χάσαμε τον Νίκο μας"


Του Απόστολου Λυκεσά
ΕΘΝΟΣ on line,18/04/2011
Απωλέσαμε τον Νίκο μας. Δραπέτευσε αμετάκλητα σε μια ρωγμή του χρόνου. Ζαλώθηκε τα μπαγιατλίδικα μεράκια του για το Ταξίδι, χαρίζοντάς μας χρόνια τα τραγούδια του, τους καημούς του, τα σεκλέτια και τις χαρές του. Το παρκάκι της ΜΕΝΤ ορφάνεψε ήδη χωρίς τον ίδιο στο γραφείο. Το στούντιο «Αγροτικόν» πέθανε νωρίτερα εξαιτίας της παγερής αδιαφορίας της πόλης που αγάπησε και ποτέ δεν εγκατέλειψε.

Ο τραγουδιστής της γυφτιάς που αρνήθηκε τις σειρήνες της πρωτεύουσας, με πείσμα ακατανόητο για όσους δεν καταλαβαίνουν τι αξίζει να συστοιχίζεσαι με φίλους σε Λοξή Φάλαγγα. Μας εγκαταλείπει σήμερα με έναν κόμπο στο μήλο του Αδάμ σαν να στραβοδέσαμε το φουλάρι του στον λαιμό μας. Χάσαμε τον Νίκο μας. Που γελούσε κελαρυστά ακόμη κι όταν μιλούσε για καταστάσεις που πονούσαν σαν πικράγκαθα της Νισύρου καρφωμένα στη σάρκα. Τόσα χρόνια μακριά από το Θέατρο Δάσους. Ποιος; Ο Νίκος μας. Την ίδια ώρα που οι μουσαφιραίοι χαλούσανε και χαλάνε τον κόσμο. Οπότε δώσ' του τα μερακλωμένα μακεδονίτικα στην Πλάτωνος μεσάνυχτα Αυγούστου ή τα νησιώτικα της αναστάτωσης στο Ασυλο, απέναντι από τα κοιμητήρια. Απωλέσαμε τον Νίκο μας. Που του `λεγες, «να κάνουμε Νικόλα το και το...» κι είχε αμέσως την προοπτική «όμορφο ακούγεται...». Κι έσκυβε πάνω στα καλώδια και τα ποντισιόμετρα. Υστερα αίφνης «πάμε για τηγανητές πατάτες και ρετσίνες στον καφενέ». Με μαράζι για τη χαμένη γενέθλια πλατεία Διοικητηρίου. Και να τριγυρνά με ένα ξεχαρβαλωμένο «παπάκι» έτοιμος να ραντίσει τον αέρα των στενών και να ραντιστεί παυσίλυπη νοσταλγία. Ριπές του Βαρδάρη τού ένευαν συνθηματικά στο Τσινάρι. Χάσαμε τον Νίκο μας. Ο Παναγιώτης βρήκε ένα τσίλικο μπαγλαμαδάκι να του το δώσει για τον δρόμο. Ακόμα και οι παράφωνοι θα τραγουδήσουμε το κατευόδιο. Ακλαφτο πώς να τον στείλουμε στο ταξίδι;

Πηγή: http://lesxianagnosis.blogspot.com/

Κυριακή, Απριλίου 17, 2011

'Εφυγε ο Νίκος Παπάζογλου




http://www.newsit.gr/default.php?pname=Article&art_id=73858&catid=3

- Την τελευταία του πνοή άφησε το πρωί μετά από μάχη με τον καρκίνο ο σπουδαίος μουσικός
- Νοσηλευόταν στο "Διαβαλκανικό Κέντρο" από όπου έφυγε πριν από λίγες ημέρες για το σπίτι του
- Τη Δευτέρα, στην Τούμπα, η κηδεία του
- Έφυγε 40 ημέρες μετά το φίλο του Μανώλη Ρασούλη

Το τελευταίο αντίο στον Ν. Παπάζογλου θα πουν συγγενείς και φίλοι στον Ιερό Ναό του Αγίου Θεράποντα, στην Τούμπα, όπου γεννήθηκε και έκανε τα πρώτα του βήματα στη μουσική. Η κηδεία θα γίνει στις 4 το απόγευμα.

Έφυγε το πρωί της Κυριακής των Βαΐων σε ηλικία 63 ετών, μετά από χρόνια μάχη με την επάρατη νόσο. Είχε υποβληθεί σε χημειοθεραπείες στο "Διαβαλκανικό Κέντρο", δίνοντας μάχη μέχρι τέλους και έχοντας στο πλευρό του τη γυναίκα και τα δύο του παιδιά. Έφυγε από το νοσοκομείο εδώ και λίγες ημέρες για το σπίτι του, όπου και πέθανε.

Είχε γράψει μερικά από τα καλύτερα και πιο πολυτραγουδισμένα τραγούδια των τελευταίων 20 ετών και ξεχώριζε τόσο για το μοναδικό του στυλ – τζην και κόκκινο μαντίλι – όσο και για τον απλό του χαρακτήρα. Το κοινό τον λάτρευε και στις συναυλίες του επικρατούσε το αδιαχώρητο.

Η ζωή και η πορεία του

Γεννήθηκε στις 20 Μαρτίου του 1948 στη Θεσσαλονίκη. Άρχισε να παίζει μουσική με το δικό του συγκρότημα από το 1965 ως το 1970. Για μικρό διάστημα μετακόμισε στο Άαχεν της Δυτικής Γερμανίας με το συγκρότημά του “Ζηλωτής”.

Το 1977 ο Νίκος Παπάζογλου κατέβηκε στην Αθήνα, για τις ανάγκες της παράστασης “Αχαρνής” του Διονύση Σαββόπουλου, όπου έπαιζε και τραγουδούσε. Ένα χρόνο μετά κυκλοφορεί “Η εκδίκηση της γυφτιάς”, στον οποίο συμμετείχαν ο Νίκος Ξυδάκης και ο αείμνηστος Μ. Ρασούλης.

Το 1979 κυκλοφορούν τα “Δήθεν” που αποτελούν και μία απάντηση στους επικριτές, που αναρωτιούνται τι είδους μουσική είναι αυτή που κάνουν – λαϊκή ή ροκ-. Από εκεί και πέρα συμμετείχε στη “Ρεζέρβα” του Δ. Σαββόπουλου, στον δίσκο “Χειμερινοί Κολυμβητές” και το 1984 κάνει τον πρώτο του προσωπικό δίσκο.

Δημιουργεί μια ορχήστρα από ερασιτέχνες μουσικούς και από κάποιους φίλους του επαγγελματίες μουσικούς. Είναι η “Λοξή Φάλαγγα” που κάθε χρόνο όλο κι αλλάζει λίγο τη σύνθεσή της γιατί ο Παπάζογλου προτιμύσε την ερασιτεχνική ειλικρίνεια από την επαγγελματική δεξιοτεχνία και τις ασφαλείς εκ των προτέρων ενορχηστρώσεις.

Το 1986 κυκλοφόρησε το “Μέσω νεφών” και παράλληλα συμμετείχε στο “Πότε Βούδας, Πότε Κούδας” των Ρασούλη – Βαγιόπουλου και στο “Ζήτω Το Ελληνικό Τραγούδι” του Σαββόπουλου.Το 1988 έρχεται η συνεργασία με το Μάνο Χατζιδάκη στην μπουάτ “Σείριος” και βεβαίως στο δίσκο “Στο Σείριο Υπάρχουνε Παιδιά”.

Ο Παπάζογλου άνοιξε το δρόμο και για άλλους Θεσσαλονικείς, όπως ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Ορφέας Περίδης, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, οι Μικρές Περιπλανήσεις, ο Γιάννης Μήτσης, η Μελίνα Κανά και άλλοι.
ου Παπάζογλου. Η επίδρασή του υπήρξε καθοριστική στην πορεία του ελληνικού τραγουδιού. Τα τραγούδια του Νίκου Παπάζογλου και η φωνή του αποτελούν πολύτιμο θησαυρό της μουσικής μας κληρονομιάς και ειδοποιό στοιχείο της μουσικής μας ψυχοσύνθεσης. Εκφράζουμε ειλικρινή συλλυπητήρια στους οικείους του.

Πέμπτη, Απριλίου 14, 2011

Τα γόνατα του Ιησού ( Νικηφόρος Βρεττάκος 2011)




Το ποίημα του Ν. Βρεττάκου, εικονοποιημένο από την e-πέμπτη αταξία της φίλης και καλής εκπαιδευτικού Τζούλιας Φουρτούνη.

http://www.facebook.com/#!/profile.php?id=1525422538

Τετάρτη, Απριλίου 06, 2011

Αιώνας εμπορίου



H προσφορά κι η ζήτηση ρυθμίζουνε την κοινωνία
έλεγε ο μεγάλος αδερφός μου Mαρξ.

Ένα μικρό, ανήθικο εμπόριο
κάθε χειρονομία, κάθε λέξη, κι η πιο κρυφή σου σκέψη ακόμα,
μεγάλα λόγια στις γωνιές των δρόμων, οι ρήτορες σαν τους
λαχειοπώλες διαφημίζοντας όνειρα για μελλοντικές κληρώσεις
τα αισθήματα στο Xρηματιστήριο, στα λογιστικά βιβλία
δούναι και λαβείν, πίστωση, χρέωση,
ισολογισμοί, εκπρόθεσμες συναλλαγματικές, μετοχές,
χρεώγραφα
κι ας κλαίει αυτή η γυναίκα στο δρόμο, τί σημασία έχει;
«ζούμε σε μια μεγάλη εποχή», οι παπαγάλοι δεν κάνουν
ποτέ απεργία
μικροί, ανάπηροι μισθοί αγορασμένοι με νεκρές
περηφάνειες
γνώση αβέβαιη, πληρωμένη μ’ όλη τη βέβαιη νιότη σου,
βρέχει νομίσματα, οι άνθρωποι τρέχουν σαν τρελοί να τα
μαζέψουν
νομίσματα όλων των εποχών, ελληνικά, ρωμαϊκά, της Bαβυλώνας,
δολάρια ασημένια
η βροχή είναι πυκνή, ανελέητη, πολλοί σκοτώνονται
πλανόδιοι έμποροι αγοράζουνε τα πτώματα ― θα χρειαστούν
μεθαύριο
σαν ανεξόφλητες αποδείξεις της «μεγάλης μας εποχής»,
κι αυτούς τους λίγους στίχους χρειάστηκε ένα ολόκληρο
θησαυροφυλάκιο πόνου, για να τους αποσπάσω
απ’ τη φιλάργυρη αιωνιότητα, σαν τοκογλύφοι οι μέρες μας
μάς κλέβουν τη ζωή, τί ζέστη, θε μου, κι όμως βρέχει,
τί καιρός, μα δε θα μου τη σκάσετε εμένα, κύριοι,
είμαι ιδιοφυία στο είδος σας, πίστωση, χρέωση,
ο Pοκφέλλερ άρχισε
πουλώντας καρφίτσες. Θα χτίσω, λοιπόν, κι εγώ ένα μεγάλο
προστατευτικό σπίτι
με τις πέτρες που μου ρίξατε
σ’ όλη τη ζωή μου.

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

ΦΙΛΟΙ ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΓΗ