Παρασκευή, Απριλίου 14, 2017

Ο κυρ Παναγιώτης, ο τσαγκάρης

Το άρωμα της Λαμπρής
Ο κυρ Παναγιώτης, ο τσαγκάρης



Μ. Σάββατο, 15 Απρίλιου 2017

   Μέσα στο μικρό μαγαζάκι του κυρ Παναγιώτη μύριζε έντονα η ψαρόκολλα, τα βερνίκια και τα πετσιά για τα μπαλώματα, η μυρωδιά της λεβάντας είχε χαθεί εδώ και καιρό. Οι σόλες, οι πάτοι και τα δέρματα, τα τρουκ, και τα φόντια μαζί με τις κερωμένες κλωστές περίμεναν να τους δώσει ζωή με την τέχνη του τσαγκάρη, που είχε μάθει από νεαρός κάλφας, σχεδόν 80 χρόνια πίσω. Γεμάτος ο χώρος από τα καλαπόδια, τα δέρματα, τα χρώματα και τα τακουνάκια. Φαλτσέτες, σφυριά, σουβλιά, βελόνες και ένας σωρός από τα εργαλεία της δουλειάς του ήταν πάνω στον πάγκο, ακόμα και στην σκούρα ποδιά που φορούσε για να μην λερώνεται. Πίσω του η μεγάλη μηχανή για το γάζωμα και παραδίπλα ο κατσαμπροκάς και οι τροχοί κάτω από τις οικογενειακές φωτογραφίες των αρχών του προηγούμενου αιώνα. Στους τοίχους πάνω σε μεγάλα ράφια παντού έτοιμα παπούτσια σε διάφορα μεγέθη, όλα ομοιόμορφα, όλα καινούργια περίμεναν τους νέους κατόχους τους. Ο κυρ Παναγιώτης μόλις είχε μπει στην ένατη δεκαετία της ζωής του όμως δούλευε ασταμάτητα γιατί η καρδιά του δεν βάσταγε να κοιτά τόσο πόδια γυμνά. Είχε σηκωθεί αξημέρωτα για να δουλέψει κάποια ζευγάρια παπούτσια πριν έρθουν να τα πάρουν οι κυρίες από το Κιλκίς. Καθόταν στην καρέκλα του με το στόμα γεμάτο καρφάκια, που έβγαζε ένα – ένα και τα κάρφωνε όπως το είχαν συνήθειο όλοι οι παλιοί μάστορες. Όλη την Μεγάλη Εβδομάδα δεν σταμάτησε, μόνο την Μ. Πέμπτη το βράδυ που σταυρώνουν τον Χριστό ξαπόστασε για λίγο. Παλιά δεν έμπαινε στο εργαστήρι του όλη την εβδομάδα των Παθών, το είχε για αμαρτία, όμως όχι τώρα. Δεν θα σταματούσε, θα δούλευε ακόμα και όταν σε λίγες ώρες θα χτυπούσαν οι αναστάσιμες καμπάνες. Εκείνος επιθυμούσε η Ανάσταση να τον βρει στο τσαγκαράδικο του, φτιάχνοντας παπούτσια, για τους φτωχούς. Δεν είχε πολύ χρόνο στην ζωή, ίσως αυτό και να ήταν το τελευταίο Πάσχα της ζωής του, “Ο Θεός να με συγχωρέσει αλλά η ανάγκη των ανθρώπων δεν μπορεί να περιμένει” μονολόγησε κοιτώντας την φωτογραφία της γυναίκας του της Κλεοπάτρας που είχε πάντα απέναντι του…


Ένα ταιριαστό ζευγάρι


   Με την κυρά Κλεοπάτρα του έζησαν πολλά και όμορφα χρόνια. Αυτός ήταν οξύθυμος και φωνακλάς μα καλός νοικοκύρης, ο μπακλαβάς ήταν το μόνο πράγμα που έφτιαχνε και το είχε μεγάλο καμάρι όταν τον κέρναγε σε φίλους και γνωστούς σε όλες τις γιορτές του σπιτιού. Αυτή μειλίχια και γλυκιά, τον έφερνε πάντα στα νερά της. Νοικοκυρά πραγματική, κρατούσε συνετά το σπιτικό και ανέθρεψε με ήθος τα δυο τους παλικάρια. Στο Πολύκαστρο ήταν το σπιτάκι τους, σε ένα ευρύχωρο κομμάτι γης. Η αυλή τους είχε δέντρα και ένα κηπάκο με λουλούδια. Περιποιημένα παρτέρια και γλάστρες πήλινες ξεχείλιζαν απ’ τα πολύχρωμα λουλούδια που ομόρφαιναν το σπιτικό τους. Η λεβάντα ήταν το αγαπημένο φυτό της κυράς Κλεοπάτρας, το σπιτικό της πάντα μύριζε από την λεβάντα του κήπου της.


   Στην πίσω αυλή του όμορφου σπιτιού τους έβλεπε η πόρτα του τσαγκάρικου. Κάποτε ο κυρ Παναγιώτης έφτιαχνε και επιδιόρθωνε παπούτσια για όλο το Πολύκαστρο. Οι πελάτες του έρχονταν ακόμη και από τα χωριά του Κιλκίς γιατί ήταν ξακουστός τεχνίτης. Τα χειροποίητα παπούτσια που  κατασκεύαζε ήταν καλοδουλεμένα, γερά και όμορφα, είχαν φινέτσα και την δική τους “προσωπικότητα”. Μόνο λίγων τεχνιτών τα χέρια κατάφερναν να τα συνδυάσουν όλα αυτά μαζί. Όμως καθώς περνούσαν τα χρόνια οι άνθρωποι άρχισαν να αγοράζουν όλο και πιο πολύ τα φτηνότερα τυποποιημένα παπούτσια των εργοστασίων από Ευρώπη και Ασία. Μειώθηκε η δουλειά αλλά ο καλός τεχνίτης συνέχισε τουλάχιστον με τις επιδιορθώσεις να βγάζει αξιοπρεπώς το μεροκάματο του. Από αυτό το μικρό τσαγκάρικο στο πίσω μέρος του σπιτιού του, σπούδασε τα δυο αγόρια του. Αρχιτέκτων ο ένας και ο άλλος ηλεκτρολόγος – μηχανολόγος, μακριά τους όμως και τα δυο. Στον Καναδά ο ένας και ο άλλος στην Αυστραλία. Από ένα ταξίδι έκαναν με την Κλεοπάτρα του και χάρηκαν την προκοπή τους στους ξένους τόπους. “Παντού ευδοκιμεί ο Έλληνας, γιατί είναι σκληροτράχηλο φυτό και έχει καλή ρίζα, ευλογημένη” του άρεσε πάντα να λέει.


Ιούνιος 2015

   Λίγοι μήνες πέρασαν από τότε, Νοέμβριος του 2014 ήταν, στις 12 του.  Εκείνη την μέρα η κυρά Κλεοπάτρα του ξεκίνησε μόνη της το μακρινό ταξίδι για τον άλλο κόσμο. Φοβόταν αυτήν την στιγμή μα πάντοτε ο Παναγιώτης της, της έδινε κουράγιο. “Μαζί θα είμαστε, θα σου κρατώ σφιχτά το χέρι περιστέρι μου.” Εκείνη το γνώριζε πως δεν θα γίνει, πως δεν θα κρατήσει την υπόσχεση του όμως ήξερε πως όποιος φύγει πρώτος δεν θα μείνει εκεί επάνω μόνος του για πολύ…
  Ο κυρ Παναγιώτης στα 90 του έμοιαζε με βιβλική μορφή, βγαλμένη λες μέσα από τις σελίδες της Παλαιάς Διαθήκης. Τα ολόλευκα του μαλλιά μακριά και το πρόσωπο του σκαμμένο από τα χρόνια με μεγάλα λευκά γένια. Τα μάτια του ανοιχτόχρωμα και παρά τα χρόνια του ακόμα ήταν καθαρά. Σαν θύμωνε ή ενθουσιαζόταν λες και πετούσαν σπίθες. Η παραφωνία με το πρόσωπο ερχόταν μόνο από τα ρούχα μιας και φορούσε μόνιμα τα τελευταία χρόνια παντελόνι με τιράντες, σαν τους Καναδούς φίλους του γιού του.
  Μετά τον θάνατο της αγαπημένης του όλοι το είδαν, μέρα με την μέρα κατέρρεε. Το κορμί του αδυνάτιζε και κάμπτονταν προς την γη, τα μάτια του θόλωναν, “Δεν θα αντέξει ο γέροντας μόνος του” διαπίστωναν όλοι. Ευτυχώς οι γειτόνισσες τον περιποιούνταν, κάθε μέρα όλο και κάτι του έφερναν για φαγητό όμως εκείνος δεν είχε όρεξη τσιμπούσε σαν πουλάκι. “Θα τηλεφωνήσω στους γιούς σου, να έρθουν να σε πάρουν αν δεν συνέρθεις κυρ Παναγιώτη” τον φοβέρισε μια τους, αλλά εκείνος δεν μόρφασε καν. Κλείστηκε στον εαυτό του παρέα ολημερίς με το ραδιοφωνάκι του. Το πίσω δωμάτιο, το τσαγκάρικο του το είχε ξεχάσει τελείως. Αρνιόταν να μπει να τακτοποιήσει τα υλικά του, να πιάσει το σφυρί, την φαλτσέτα του, να αλείψει κόλλα και να καρφώσει επιδέξια ένα τακουνάκι με τα ψηλά καρφάκια του. Τίποτα δεν του έκανε όρεξη πια…


Σεπτέμβριος 2015

  Τους τελευταίους μήνες στις ειδήσεις όλο και έλεγαν περισσότερο για τον πόλεμο στην Συρία για τους πρόσφυγες και τους οικονομικούς μετανάστες που περνούσαν κατά χιλιάδες στα νησιά του Αιγαίου. Δεν ήταν μόνο αυτό, στο Πολύκαστρο και στα γύρω χωριά στα σύνορα, άρχισαν να τους βλέπουν κιόλας. Περπατούσαν σε ομάδες από την Θεσσαλονίκη και μέσα από την εθνική οδό έφταναν ταλαιπωρημένοι στα σύνορα. Είχαν φτιάξει μικρές αυτοσχέδιες κατασκηνώσεις και τα βράδια προσπαθούσαν να περάσουν στα Σκόπια και από εκεί στην Σερβία με προορισμό την Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη. Παράνομα κυκλώματα πολλές φορές τους έπαιρναν ότι χρήματα είχαν και δεν είχαν και αφού τους χτυπούσαν τους παρατούσαν στα χωράφια. Όσοι ήταν τυχεροί τους περνούσαν τα βράδια κρυφά μέσα από τα περάσματα του ποταμού Αξιού, στο έδαφος των Σκοπιανών για μια αβέβαιη πορεία προς την Ευρώπη.
Όσο περνούσε ο καιρός τόσο πλήθαιναν τα καραβάνια των προσφύγων και των μεταναστών και η ροή τους απ’ τα ελληνοσκοπιανά σύνορα. Εκείνη την περίοδο η Γερμανία ανακοίνωσε πως θα δεχτεί ένα εκατομμύριο πρόσφυγες και πια εκατοντάδες λεωφορεία άρχισαν να τους φέρνουν για την διάβαση προς την γη της «επαγγελίας».
  Στο χωριό Ειδομένη χιλιάδες πρόσφυγες περίμεναν έξω στην ύπαιθρο μέχρι οι Σκοπιανοί να τους επιτρέψουν για κάποιες ώρες της ημέρας την διέλευση. Για το μέχρι τότε σχεδόν άγνωστο χωριό στο πανελλήνιο, άρχισε να γίνεται καθημερινή αναφορά στις ειδήσεις. Όλη αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε για μήνες μέχρι που τα σύνορα έκλεισαν ολοκληρωτικά και τα χωράφια έξω από την Ειδομένη γέμισαν με απελπισμένους ανθρώπους από την Αφρική και την Ασία. Οικογένειες με μικρά παιδιά, έγκυες, άρρωστοι, ανάπηροι, μόνοι άντρες και γυναίκες έγιναν ένα μέσα στις λάσπες και στο κρύο.
   Ο κυρ Παναγιώτης ένα φάντασμα του εαυτού του πια, καθόταν στο παράθυρο της κουζίνας τις περισσότερες ώρες της ημέρας και έβλεπε έξω στον κήπο. Όλα είχαν ερημώσει στον κάποτε υπέροχο κήπο του σπιτιού.
   Πριν μέρες είχε δει κάποιες σκιές να περνούν στο βάθος και να χάνονται μέσα στα δέντρα. Το μυστήριο δεν κράτησε για πολύ, η γειτόνισσα, η κυρία Νίτσα του είπε πως ήταν οι πρόσφυγες που περπατούσαν προς τα σύνορα και δημιουργούσαν προσωρινούς καταυλισμούς όπου έβρισκαν. Από εκείνη την στιγμή κάτι μέσα του τον παρακινούσε να βγει από την φυλακή του, να πάει να δει από κοντά αυτούς τους ανθρώπους. Δεν ήταν ανεξήγητο, καταλάβαινε γιατί είχε αυτήν την έντονη επιθυμία. Μέσα από αυτούς του ανθρώπους του σήμερα θυμήθηκε τις ιστορίες των δικών του γονιών και παππούδων, τα δικά του παιδικά χρόνια.
  Και η παρόρμηση του έγινε πράξη, ζήτησε από τον Κώστα το παιδί της συγχωρεμένης της ξαδέρφης του να τον πάει στον καταυλισμό του βενζινάδικου. Εκεί λύγισε είδε ανθρώπους απελπισμένους, πεινασμένους με ξεσκισμένα παπούτσια, παιδιά με γυμνά πόδια να περπατούν στα τσιμέντα και στην λάσπη.
  Τριγυρνούσε αρκετή ώρα κοιτώντας τα πόδια των ανθρώπων. Ο τσαγκάρης μέσα του είχε ξυπνήσει. Γυρνώντας στο σπίτι μπήκε αμέσως στο μικρό του μαγαζάκι και έπιασε δουλειά. Η δύναμη  για να ζήσει γύρισε ξανά μετά τον θάνατο της κυρά Κλεοπάτρας του, όση ζωή και αν του απέμενε δεν θα την χαράμιζε…
  Για μήνες ο ενενηντάχρονος τσαγκάρης έφτιαχνε, μπάλωνε, διόρθωνε παπούτσια και για τους πρόσφυγες μα και για φτωχές οικογένειες της περιοχής. Μια εθελοντική οργάνωση κυριών από την πόλη του Κιλκίς μοίραζε τα παπούτσια σε αυτούς που είχαν ανάγκη.
  Πρώτη φορά χαιρόταν τόσο πολύ για την δουλειά του, έδινε, μόνο έδινε. Ζούσε από το φαγητό που του έφερναν οι γειτόνισσες – τώρα πια το καταβρόχθιζε με όρεξη σαν έφηβος – και όλη του την σύνταξη την έδινε για τα υλικά που χρειαζόταν τα παπούτσια. Και οι γιοι του μόλις έμαθαν, περήφανοι για τον πατέρα τους του έστειλαν αμέσως χρήματα. Όλοι καμάρωναν για αυτόν, τον ανακάλυψαν και οι δημοσιογράφοι, μέχρι και στις ειδήσεις είπαν για την δύναμη ψυχής και την μεγάλη του καρδιά. 



Απρίλιος 2017

Είχε φτάσει Μ. Τρίτη, τα χωράφια είχαν γεμίσει κίτρινα αγριολούλουδα και παπαρούνες. Ο κυρ Παναγιώτης ακούραστος μέσα στο εργαστήρι με την φωτογραφία της γυναίκας του και το τρανζιστοράκι του για παρέα, άκουγε τις ακολουθία σιγοψιθυρίζοντας και αυτός μαζί με τους ψαλτάδες.

“Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν…”

Ξάφνου του ήρθε η σκέψη του Κώστα, είχε χαθεί, είχε να περάσει καιρό, να πει έστω ένα γεια. Το ανίψι του ήταν καμιά πενηνταριά χρονών, εργένης, όσο μπορούσε την γλεντούσε την ζωή του. “Βρε πότε θα κάνεις εσύ οικογένεια” του έλεγε ο γέροντας “δεν βαριέσαι τα από εδώ και τα από εκεί; Τα χρόνια περνάνε σαν νερό…”  Την τελευταία φορά που ο κυρ Παναγιώτης τον είχε δει πηγαίνοντας για τον καταυλισμό δεν είχε καθόλου καλή όψη, ένα ελαφρά κίτρινο χρώμα είχε απλωθεί σε όλο του πρόσωπο.



Μ. Τετάρτη βράδυ ήταν και ο Κώστας μπήκε στο τσαγκάρικο. Σαν σήκωσε το κεφάλι από την γαζομηχανή και τον είδε στο φως από τις λάμπες, τρόμαξε. Δεν ήταν αυτός ο Κώστας με το πάντοτε περιποι-ημένο μακρύ μαλλί του, το πλατύ χαμόγελο και την ενίοτε σαρκα-στική διάθεση. Στεκόταν στην πόρτα σκεπτικός με το χρώμα του ωχρό, άρρωστο. Συντετριμμένος ο γέροντας άκουσε τον ανιψιό του να του λέει πως έχει μια επιθετική μορφή καρκίνου, οι γιατροί δεν του έδιναν πολύ καιρό. Δάκρυσε ο γέροντας “Αχ παιδί μου μακάρι ο Θεός να μου έκοβε εμένα χρόνια και να στα έδινε”. Χαμογέλασε πικρά ο Κώστας και έβγαλε από την τσέπη του ένα μάτσο χρήματα,

“Πάρτα θείε Παναγιώτη, πριν τα μάζευα για τέσσερα ζαντολάστιχα, για την BMW μου. Πόσο λίγη σημασία έχουν τώρα όλα αυτά, έτσι θα ζεσταθούν τόσοι άνθρωποι. Ας είναι ένα μικρό μνημόσυνο για την ψυχή μου…”
  

Ανάσταση του Κυρίου, 16 Απρίλιου 2017

   Οι καμπάνες στους ναούς του Πολυκάστρου αντηχούσαν σε όλη την πόλη απ’ άκρη σε άκρη μαζί με τα βεγγαλικά
που φώτιζαν τον κάμπο, μέχρι τα σύνορα. Μόλις επέστρεψαν στο σπίτι από την εκκλησία η κυρά Νίτσα μαζί με τον άντρα της και την κυρά Βασιλική κρατώντας ένα φαναράκι με το Φως της Αναστάσεως, κόκκινα αυγά, τσουρέκι και μαγειρίτσα κίνησαν για το σπίτι του τσαγκάρη. Οι δυο γυναίκες τον είχαν έγνοια και ήξεραν πόσο κουράζετε στην ηλικία του. Ήξεραν όμως και πως αυτός ο σκοπός του έδινε τώρα ζωή.  
   Απέξω το τσαγκάρικο φαινόταν σκοτεινό, σκοτεινό και σιωπηλό.  “Ο κυρ Παναγιώτης έχει κλείσει τα φώτα για να υποδεχθεί το Άγιο Φως” υπέθεσαν. “Κυρ Παναγιώτη” του φώναξαν δυο τρεις φορές, καμία απόκριση. Η πόρτα δεν ήταν κλειδωμένη, την άνοιξαν, μπήκαν στο εσωτερικό και άναψαν το φως. Ο χώρος είχε μια έντονη ευωδιά, όχι δεν μύριζε ούτε η ψαρόκολλα, ούτε τα πετσιά και τα βερνίκια, μύριζε ένα λεπτό άρωμα λεβάντας.
  Βρήκαν τον γέροντα ακουμπισμένο πάνω στο πάγκο με τα εργαλεία του. Τα λευκά του μαλλιά μισοσκέπαζαν ένα ολοκαίνουργιο ζευγάρι παπούτσια. Το πρόσωπο του ήταν στραμμένο στην φωτογραφία της Κλεοπάτρας του, τα γαλανά του μάτια έμειναν ανοικτά να την κοιτούν. Πλάι στο χέρι του βρήκαν ένα κομμάτι χαρτί έξω από έναν μικρό φάκελο. Οι γειτόνισσες θυμήθηκαν πως όταν ζούσε η κυρά Κλεοπάτρα αυτή η ευωδιά, η αγαπημένη της λεβάντα πλημμύριζε το σπίτι.
“ Άγιασε ο γέροντας” φώναξε η κυρά Βασιλική, “μέχρι το στερνό λεπτό του δούλευε για τον Χριστό…”

  Λίγη ώρα αργότερα οι αστυνομικοί ανακοίνωσαν σε όλους που είχαν μαζευτεί έξω απ’ το τσαγκάρικο πως η πηγή της λεβάντας βρέθηκε. Κανένας όμως, ακόμα και οι ίδιοι δεν μπόρεσαν να καταλάβουν πως γίνεται όλο το σπίτι του τσαγκάρη και ο κήπος ακόμη να έχει γεμίσει με τέτοια ευωδιά από μια μοναχά, μια τόσο δα μικρή χουφτίτσα ξερής λεβάντας που βρέθηκε στο χέρι του γέρου τσαγκάρη. Βρέθηκε μαζί με το γράμμα. Ήταν ένα ευχαριστήριο γράμμα που του είχαν φέρει οι κυρίες από το Κιλκίς λίγες ώρες πριν, όταν ήρθαν για να πάρουν τα τελευταία παπούτσια που έφτιαξε ο κυρ Παναγιώτης. Ήταν ένα ευχαριστώ από μία έφηβη, παιδί μιας μονογονεϊκής οικογένειας που αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα και ευχαριστούσε τον άγνωστο ευεργέτη του,

Σας ευχαριστώ πολύ, σας υπόσχομαι ότι θα τα προσέχω σαν τα μάτια μου. Όλη την Μεγάλη Eβδομάδα που θα πηγαίνω στην εκκλησία δεν θα ντρέπομαι για τα παπούτσια μου, στην Ανάσταση θα τα δείχνω και θα καμαρώνω. Είναι το μοναδικό καινούργιο ζευγάρι παπούτσια που φόρεσα στην ζωή μου και η λεβάντα το μόνο πράγμα που έχω να σας χαρίσω, μαζί με την αγάπη μου.

Κλεοπάτρα.


Α.  Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ
ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2017

  Έμπνευση για αυτό το διήγημα στάθηκε μια είδηση που άκουσα πριν λίγους μήνες στο ράδιο Θεσσαλονίκη, από την δημοσιογράφο Θεοδώρα Καραγκιουλάχ για έναν ενενηντάχρονο που βοηθούσε φτωχές οικογένειες. Όπως πάντα θέλησα να το μοιραστώ μαζί σας άμεσα, όπως κάθε φορά τα τελευταία δέκα χρόνια. Σας εύχομαι ολόψυχα υγεία και ευτυχία στις ζωές σας. Καλή Ανάσταση. Κλείνω με τα λόγια του παπά Στρατή, ένα παντοτινό μήνυμα αγάπης για τον συνάνθρωπο… 

"Αγαπητοί φίλοι και φίλες, σήμερα φεύγω στο νοσοκομείο για το καινούργιο πρόβλημα καρκίνου που μου βρήκαν. Παρακαλώ πολύ για μια προσευχή και πιστεύω ότι γρήγορα θα γυρίσω δυνατός κοντά σας. Σας ευχαριστώ όλους και ιδιαίτερα τους ενορίτες μου για την αγάπη και την συμπαράσταση που μου δείχνουν. Επίσης, θέλω να σας πω ότι οι άνθρωποι του κόσμου, οι άνθρωποι του πολέμου, τα παιδιά που αναζητούν την ελπίδα είναι αδέρφια μας και η Αγκαλιά θα συνεχίσει να βρίσκεται κοντά τους και να τους δίνει την ελπίδα για την επόμενη μέρα. Σας προτρέπω να αγωνίζεστε όσο μπορείτε καθημερινά, για την ειρήνη και την αγάπη. Μόνο έτσι λεγόμαστε άνθρωποι."

Ο παπά Στρατής έφυγε για τον ουρανό το 2015, σε ηλικία 57 ετών.

Αφιερωμένο στην μνήμη του φίλου Κώστα, του θείου Παναγιώτη του τσαγκάρη και του Απόστολου Τερζήμπαση.
Σε όλους όσους εθελοντικά δίνουν τον χρόνο και την ψυχή τους για τον συνάνθρωπο.

Θερμά ευχαριστώ για πολλοστή φορά στον φίλο μου, τον ζωγράφο Ντίνο Παπασπύρου για τις εξαιρετικές ζωγραφιές του:

1. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ-38, Το παλιό μας σπίτι στη λεωφόρο Στρατού 1Α, τέμπερα, 2000
2. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-144, Σιταροχώραφο με παπαρούνες και δέντρο, τέμπερα 30Χ20 εκ., 2009, Κωδ. 618
3. ΤΜΗΜΑ ΠΙΝΑΚΑ, Πάσχα στη Μονή Βλαχερνών (Κέρκυρα), τέμπερα, 23Χ16 εκ., 1989

ΦΙΛΟΙ ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΓΗ