Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΜΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΜΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Οκτωβρίου 28, 2024

Κάθε δειλινό

 Κάθε δειλινό

 ή Αλλάχ, ή Χριστός,

ή Σεβάχ θαλασσινός



    
   Όταν ο μαλαματένιος δίσκος έγερνε μακριά της· χαμηλώνοντας για το βασίλεμα του, εκείνη βιαζόταν να φτάσει στο ακρογιάλι. Κάθε δειλινό, κινούσε πάντα από την γειτονιά με τα χαμηλά, εξαθλιωμένα σπιτάκια, για τον κοντινό γιαλό. Από παιδί αποζητούσε να αφήνει πίσω της, τους γυμνούς τοίχους με τις τσίγκινες σκεπές, τους ανθρώπους και τον “σκληρό κόσμο” τους, που δεν χωρούσε στην καρδιά της. Απομακρύνονταν απ’ την φτωχογειτονιά, για να βρει το δικό της “σύμπαν”, για βόλτες μακρινές που πάντα κατέληγαν στην θάλασσα. Τόσο πολύ την αγαπούσε που είχε ανακαλύψει δυο βραχάκια σαν αγκαλιά, να ακουμπάει εκεί το σώμα της, κι ύστερα το είναι της να χάνεται στο γέρμα του ήλιου, στην υγρή αγκάλη της Μεσογείου. Στο μούχρωμα της μέρας, πριν πέσει βαριά η νυχτιά, βίωνε με όλες τις αισθήσεις της μια άλλη διάσταση. Eκείνη την μαγική ώρα που ο πορτοκαλί δίσκος βυθίζεται ζεματίζοντας τα νερά και σιγοσβήνει αργά, αναλλοίωτος, στα βάθη της θάλασσας, το κορίτσι “ταξίδευε” μακριά από την ανηλεή πραγματικότητα. Κάθε μέρα, ζούσε για εκείνες τις μοναδικές, ειρηνικές στιγμές. Τις λίγες στιγμές που έδιναν νόημα, στην άνυδρη ζωή της.

~~~

   Χρόνια μετά, σε κάθε ηλιοβασίλεμα, είχε πια τον άντρα της στο πλάι. Στα βραχάκια της, στα βραχάκια τους, το λιόγερμα στο βαθυγάλαζο πέλαγος έγινε και δικό του. Κάθε δειλινό, αγκαλιασμένοι κοιτούσαν με ευλάβεια να σβήνει το φως της ημέρας προς τις χώρες της δύσης και στον σκοτεινό ουρανό να αργοσπινθηρίζουν αμέτρητα αστέρια, σε αναρίθμητους γαλαξίες, ακουμπισμένους στο άπειρο.
   Όταν έμεινε έγκυος, οι τρεις τους πια κατέβαιναν στο περιγιάλι. Ήθελαν και το μωρό τους να το βιώνει μέσα απ’ την μητρική του θάλασσα και να είναι αργότερα η πρώτη του εικόνα, η δική τους συνέχεια.

   Δεν ανακαλούσε ημέρες ευτυχίας, παρά μόνο περιόδους φαινομενικής ηρεμίας πριν το επόμενο ξέσπασμα. Τώρα όμως δεν ήταν για εκείνη, τώρα ζητούσε ένα καλύτερο μέλλον για το μωρό της. Θα έπρεπε να φύγουν μακριά από την πατρίδα, γνώριζε καλά πως η ελπίδα δεν μπορούσε να ανθήσει ακόμη σε τούτα τα χώματα.

   Θυμόταν, έφηβο κορίτσι, καθισμένη παρά θίν' αλός, με την φαντασία της μεταφερόταν σε μέρη μακρινά· που είχε δει μόνο απ’ την τηλεόραση. Αν και δεν είχε φύγει ούτε στιγμή από την γενέθλια γη, πάνω στα βραχάκια της επισκεπτόταν μέρη εξωτικά, με τις ακρογιαλιές τους ήσυχες και τους γερτούς φοίνικες να ακουμπούν στο λαμπερό γαλάζιο ή περπατούσε σε χιονισμένες βόρειες θάλασσες και πετούσε επάνω από αχανείς εκτάσεις πάγου. Ταξίδευε όμως και πιο κοντά, εκεί όπου οι γείτονες στην ίδια θάλασσα, στο ηλιοβασίλεμα περπατούσαν σε πόλεις πλούσιες, γελούσαν και χαίρονταν, τόσο μακριά μα και τόσο κοντά, κάτω από τον ίδιο ουρανό. Όμως ο θάνατος τους παραμόνευε και εκείνους, κανείς δεν ήταν ασφαλής μέσα σε κάποια τρομερή στιγμή. Κι αναρωτιόταν, γιατί τόσο αθώο αίμα, πως μπορούσαν οι άνθρωποι να ζουν έτσι; Πως μπορούσαν να μισούν ο ένας τον άλλον, να κάνουν κακό στον συνάνθρωπο στο όνομα του Πανάγαθου Θεού που επικαλούνταν για τα εγκλήματα τους;

   Μήπως αν κοιτούσαν τον δρόμο του ήλιου; Αν έδιναν χρόνο σ’ αυτή την υπέροχη δύση, σ΄ αυτό το προσωρινό τέλος που ακολουθείται κάθε πρωινό απ’ το θαύμα της ανατολής, της αναγέννησης; Αν όλοι οι άνθρωποι εκείνες τις στιγμές κάθονταν σε μια ακροθαλασσιά; Αν μετά το ηλιοβασίλεμα σιωπούσαν καθώς ο έναστρος ουρανός αποκάλυπτε τα μυστικά του Θεού που πίστευαν; Αν ένοιωθαν κύτταρα του ίδιου σώματος, κύτταρα φτιαγμένα από την αστρόσκονη αυτού του θαυμαστού μυστήριου κόσμου; Αν όλα αυτά γινόταν, θα μπορούσε να αλλάξει κάτι μέσα τους; Θα άλλαζε μήπως κάτι σε αυτόν τον κόσμο;

~~~

   Σε λιγότερο από μήνα θα ερχόταν στην ζωή το μωρό τους. Οι γονείς της, επέμεναν να μείνουν σπίτι, μα οι δυο τους δεν θα έχαναν για τίποτα στον κόσμο, ακόμη ένα ολόδικο τους ηλιοβασίλεμα.

   Κάθισαν με τα κεφάλια τους γυρτά, ακουμπισμένοι ο ένας στον άλλον. Ο ήλιος είχε χαμηλώσει χαρίζοντας τους τα τελευταία του χρώματα, ταξιδιάρικα πουλιά, μετεώριζαν ψηλά, ακουμπώντας την ιριδίζουσα γραμμή του ανέφελου ορίζοντα. Μέσα στην ανείπωτη ομορφιά της φύσης, τα μάτια τους συναντήθηκαν γεμάτα ελπίδα για την νέα ζωή που έφτανε, που ήλπιζαν να μεγαλώσει μακριά, σε ένα τόπο ειρηνικό. Σε ένα τόπο που από τον ουρανό έπεφτε μόνο βροχή και χιόνι, που ο ήλιος δεν σκιάζονταν ποτέ, που ο φόβος του πολέμου δεν φώλιαζε καθημερινά στις ζωές ανθρώπων...

   Ξάφνου ο ουρανός σκοτείνιασε πιο νωρίς από κάθε άλλη φορά, δυο μεταλλικά φτερά σκέπασαν τις τελευταίες αχτίδες του καθώς σκόρπισαν τον θάνατο. Το αίμα έβαψε την αγκαλιά τους, κι ύστερα τα δυο τους βραχάκια…

~~~

   Στην χιλιοβομβαρδισμένη πόλη, ο θάνατος παραμόνευε παντού. Σαν την πυκνή σκόνη τριγυρνούσε σε δρόμους και πλατείες, στα χαλάσματα, στα ερείπια των κτιρίων. Πέφτοντας το σκοτάδι χώθηκε στο νοσοκομείο, ακολουθώντας το ζεστό ακόμη αίμα, να πάρει μόνο όσους έπρεπε. Περπατούσε αργά κι ήταν οι ώμοι του πεσμένοι, τόση σφαγή, κι ο ίδιος δεν την άντεχε…


   Η μοναδική χειρουργός του αποδεκατισμένου νοσοκομείου, άυπνη εδώ και μέρες, πεινασμένη, με ότι δυνάμεις της απέμεναν, άρπαξε το μωρό από τα παγωμένα χέρια του θανάτου και κράτησε το νεογέννητο κοριτσάκι στα δικά της. Με την αγκαλιά της γεμάτη, με την καρδιά της μισή, με τα μάτια υγρά, κοίταξε την μάνα του κοριτσιού που κείτονταν στο χειρουργικό τραπέζι, σκεπασμένη με ένα χοντρό καταματωμένο σεντόνι. Το πρόσωπο της γαλήνιο, τα μάτια της σφαλιστά, δεν θα έβλεπαν με λατρεία ποτέ το παιδί που αναστούσε μέσα της εννιά μήνες, με τόση αγάπη. Το σπλάχνο της, ανασυρμένο από την μητρική του θάλασσα, έκλαιγε γοερά, τραντάζονταν το μικροσκοπικό κορμάκι του.

   Έσκυψε και της φίλησε το μέτωπο κι ύστερα ακούμπησε το μωρό στην αγκαλιά της νεκρής μητέρας, να την νοιώσει για τελευταία φορά, η ψυχή της ήταν ακόμη εκεί…

    Η πόρτα έτριξε, ένας νοσοκόμος, μπήκε στο χειρουργείο να πάρει το νεκρό σώμα της μάνας για εκείνον τον μεσιανό θάλαμο, που δεν είχε χτυπηθεί ακόμη από οβίδες. Εκεί όπου την περίμενε ο αγαπημένος της να ταφούν μαζί, εκεί όπου δεν έφταναν οι προσευχές ούτε στον Χριστό, ούτε στο Αλλάχ, εκεί όπου οι συγγενείς περίμεναν να αγκαλιάσουν ότι απέμεινε από τους ανθρώπους τους.


   Η γιατρός, κρατώντας απαλά το παιδί στο στήθος της, έστρεψε κατά το ραγισμένο παράθυρο. Κάρφωσε το βλέμμα της στην σκοτεινή θάλασσα… κάπου εκεί υπήρχαν δυο βραχάκια, πριν λίγη ώρα καθόταν οι γονείς που δεν θα γνώριζε ποτέ αυτή η ψυχούλα. Έκλαψε πολύ, το χρωστούσε στο μωρό, στο βασανισμένο λαό της, στους πρόσφυγες αυτού του κόσμου. Ψηλά, στο νυχτερινό στερέωμα, τις φάνηκε πως τα μυριάδες αστέρια τρεμόπαιζαν λυπημένα, καλωσορίζοντας την νέα ζωή…



Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ

Θεσσαλονίκη
28/10/2024

Αφιερωμένο στην μνήμη του Ιωνά Καρούση και όλων των αδικοχαμένων παιδιών αυτού και κάθε άλλου πολέμου.

Ζωγράφος Ντίνος Παπασπύρου, τις θερμές μου ευχαριστίες στην Δέσποινα Παπασπύρου για την παραχώρηση της χρήσης των έργων του πατέρα της στο διήγημα.

Έργα:

ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-21, ηλιοβασίλεμα στην Παραλία Διονυσίου, τέμπερα, 28Χ38 εκ., 2012, Κωδ. 1007

ΠΙΝΑΚΑΣ-Επίκληση (δυο χέρια στον ουρανό)

Παρασκευή, Μαΐου 31, 2024

Ρεμέτζο



Ρεμέτζο

  “Δεν σου αρέσει το αφεντικό; Οι σερβιτόροι σε διώχνουν; Ο μάγειρας ξύπνησε στραβά; Άστους, αυτοί ίδιοι είναι όλοι, το μόνο που έχουν στο μυαλό τους είναι ο πελάτης τους. Πας λίγο παραπέρα, τους κοιτάς περιπαικτικά και ύστερα επιδεικτικά, με το κεφάλι ψηλά, τράβα στο διπλανό μαγαζί. Εμείς εδώ δεν χρειάζεται να σκάμε, έχουμε και πολλά να διαλέξουμε!!!  Ύστερα, με τα χρόνια μαθαίνεις να ξεχωρίζεις τους πελάτες, μαθαίνεις τις συνήθειες, καταλαβαίνεις τον άλλον ρε παιδί μου. Που θα φύγεις νηστικός, που θα τσιμπήσεις το κατιτίς σου. Τι κόλπο πιάνει στις γυναίκες, ποιο στους άντρες και πάνω από όλα, ποιο στα παιδιά; Άντε ελάτε αύριο να σας τα δείξω, όλα στην πράξη”  


    Ήταν καμιά δεκαριά χρονών, αρκετά νέος για να είναι ακόμη σβέλτος και αρκετά μεγάλος για να έχει την απαραίτητη εμπειρία, αυτό που αποκαλείται σοφία της ζωής. Είχε κερδίσει πολλά πτυχία μετά τόσα χρόνια στο πανεπιστήμιο του δρόμου ή καλύτερα της Αφύτου· γιατί σε ένα τουριστικό μέρος πως να το κάνουμε, κόσμος και κοσμάκης από όλη την γη, έχεις πολλές επιλογές και πολλά μαθήματα να λάβεις. Μα δεν ήταν μόνο αυτό, τα καλοκαίρια αλλά τους χειμώνες κυρίως που οι ταβέρνες ήταν λιγοστές, έκανε καλή παρέα και με τους ψαράδες και έτρωγε φρέσκα και λαχταριστά ψαράκια, δίπλα στα βαθυγάλαζα νερά του ευλογημένου τόπου που γεννήθηκε. Μετά λοιπόν τόση εξάσκηση και τόσες περγαμηνές πλέον, μάθαινε στα νεαρά γατάκια τα κόλπα του.

“Λοιπόν, ακούστε με. Μην μαλώνετε μπροστά στους ανθρώπους γιατί θα σας διώξουν μακριά. Σκορπιστείτε σε όλα τα μαγαζιά, φαγητό έχει για όλους, αρκεί να ξέρεις να το ζητήσεις έξυπνα!!!” έλεγε με σιγουριά στα μικρά…

 

   Φυσικά, κι εκείνος ήταν κάποτε σαν κι αυτά, μικρούλης και άγαρμπος και τώρα αναπολούσε εκείνα τα χρόνια. Τα χρόνια που πέρασαν με τα όμορφα αλλά και με τις δυσκολίες τους. Την μάνα του δεν την θυμόταν καλά καλά, θυμόταν όμως σαν σε ξεθωριασμένη ταινία, όλα τα φερσίματα, τις τσιριμόνιες και τα κόλπα της. Μεγάλη καταφερτζού, ήξερε καλά πως να θέλγει αλλά και να μην ενοχλεί τους πελάτες. Καθόταν απέναντι τους ακίνητη και με εκείνες τις καταπράσινες ματάρες της, κουνώντας απαλά, απαλά την ροζ μυτούλα, ενώ ξερογλείφονταν με αξεπέραστο στυλ, εξέπεμπε όλη την γοητεία της. Με τις πρώτες ματιές και τα χαμόγελα των ανθρώπων, να σου και νιαούριζε βελούδινα. Μετά έκανε μικρά μικρά βηματάκια προς τον στόχο της και σταματούσε. Έπειτα, άλλη μια ενισχυμένη δόση ματάρες - μυτούλα - νιαούρισμα  και οι πρώτες μπουκίτσες φαγητό αιωρούνταν στον αέρα!!!          

    Ίδιος και απαράλλαχτος και αυτός· σαν και εκείνη, λευκός με καφετιά συμμετρικά μπαλώματα, πράσινα μάτια και η έντονα ροζ μυτούλα του ξεχώριζε μέσα στο λευκό κεφαλάκι. Στο μόνο που δεν της μοιάζει είναι η βραχνή, μπάσα φωνή που τον κάνει πολύ αστείο στους ανθρώπους και έτσι κερδίζει ακόμη πιο πολύ εύκολα το φαγητό του. Και αυτός όμως κύριος, όταν του πετάνε καμιά κομμάτα κρέας ή ψάρι πάντα κάθεται απέναντι στον δωρητή και δώστου οι βραχνές του ευχαριστίες ξανά και ξανά.

   Καλές και οι ομορφιές και τα κόλπα, πάνω από όλα όμως είναι εκείνη η σβελτάδα του που τον έχει σώσει από πολλές κακοτοπιές. Σαν μυριστεί τον κίνδυνο γίνεται αστραπή, κανείς σκύλος ή γκαρσόνι δεν τον προφταίνει. Μαζί και η πονηράδα του, έχει γίνει το ίνδαλμα όλων των μικρών γατιών της περιοχής. Κάθε τόσο συζητάνε τα νέα κατορθώματα του και σαν μεγαλώσουν ονειρεύονται να του μοιάσουν!!! Μέχρι και τα παιδιά του χωριού τον ζωγραφίζουν στα τετράδια ιχνογραφίας τους. Μάλιστα ένας ζωγράφος της περιοχής που έχει ζωγραφίσει δυο τρεις ντουζίνες ντενεκέδες με λουλούδια, με τις μορφές διαφόρων καλλιτεχνών, ζωγράφισε και την αρχοντιά του να τον καμαρώνουν όλοι και από κάτω, το όνομα. Το όνομα αυτού του θρύλου, είναι Ρεμέτζο· απ’ την ταβέρνα στην άκρη του πεζόδρομου. Εκεί αντρώθηκε και εκεί συχνάζει πιο πολύ, εκεί έχει και τους πιο μεγάλους θαυμαστές του.      

***


    Καλές οι δόξες, μα τώρα που μεγάλωσε, τα καλοκαιρινά βράδια μετά τα μαθήματα με τα γατιά και τις ταβέρνες με τους λαχταριστούς μεζέδες, περνάει απ’ τα μπαρ με την δυνατή μουσική, χώνεται ανάμεσα από το πλήθος των τουριστών και με σβέλτες κινήσεις τα αφήνει όλα πίσω του και καταλήγει σε ένα στενό, ήσυχο ανηφορικό δρομάκι. Στην άκρη του βρίσκεται ένα δίπατο λευκό σπιτάκι, είναι το όμορφο πετρόκτιστο κονάκι της κυρά Μυρσίνης. Είναι περιτριγυρισμένο από δέντρα και λουλούδια σε μεγάλες ζωγραφισμένες γλάστρες, λουσμένο με τις μυρωδιές που φέρνει το θαλασσινό αεράκι απ’ τα ανοικτά του Άθωνα. Χρόνια τώρα πάσχει από άνοια και καθώς κάθεται στο μπαλκονάκι της που βλέπει στον Τορωναίο κόλπο, ο Ρεμέτζο έρχεται χορτάτος και μαχμουρλής και τρίβεται απαλά απαλά στα πόδια της. Ξέρει πως δεν καταλαβαίνει, δεν μιλά με τους ανθρώπους, όμως εκείνον τον κοιτά και τον καλωσορίζει με τα μάτια της, κι αυτός αμέσως δίνει μια και ανεβαίνει στην αγκαλιά της. Η κυρά Μυρσίνη ζει μόνη, αλλά ακόμη την φροντίζουν όλες οι παλιές γειτόνισσές της. Έχει χρόνια που έφυγε ο γέρος της, ο κυρ Σίμος, ο μόνος που είχε στον κόσμο. Κι ο Ρεμέτζο θυμάται που τον τάιζε, μετά όμως, μια μέρα εξαφανίστηκε.

   Ο Ρεμέτζο τώρα που έχουν περάσει τα χρόνια, βλέπει ότι κάποιοι λείπουν, συνεχώς όλο και κάποιοι λείπουν, χάνονται από τον χειμώνα στο καλοκαίρι. Έτσι, κάποια στιγμή ξαφνικά, σαν να άνοιξαν μια πόρτα και χάθηκαν πίσω της. Για αυτό εδώ και λίγο καιρό, τον γέρο ποντικό, δεν τον κυνήγησε ξανά. Τον λυπάται τον κακομοίρη που τον βλέπει να κάνει κάτι απελπιστικά αργές κινήσεις για να κρυφτεί. Ίσως κουράστηκε και θα εξαφανιστεί σύντομα και αυτός. Και αφού αν χορτάσει δεν έχει ούτε τσέπες, ούτε ντουλάπια για να την αποθηκεύει την τροφή, αντί να τον κυνηγά όπως παλιά, απεναντίας, κάτι ζουμερές μπουκίτσες που τις κερδίζει με τα καμώματα και τις μαλαγανιές του, τις αφήνει σε μια σκοτεινή γωνίτσα μόνο για εκείνον. Έτσι δεν τον βάζει σε κίνδυνο από τα νεαρά γατιά που αν ξεμύτιζε με μιας θα τον γραπώναν πια.

   Η κυρά Μυρσίνη, τα ανέφελα βράδια κοιτά για ώρες τα αστέρια που σιγοκαίνε στο σκοτεινό στερέωμα πάνω από γης και θάλασσα. Κάπου κάπου, ανάμεσα σε γαλαξίες και νεφελώματα, σ’ αυτό το αμυδρό φως που ταξιδεύει μυριάδες χρόνια, αναγνωρίζει την μόνη μορφή που αγάπησε τόσο δυνατά, του Σίμου. Κι ο Ρεμέτζο καθώς κουρνιάζει στην αγκαλιά της γερόντισσας και του χαδεύει το απαλό τρίχωμα, γουργουρίζει ευτυχισμένος. Σαν στέκεται το βλέμμα του κι αυτού εκεί ψηλά και βλέπει αυτές τις ουράνιες πυγολαμπίδες να παιχνιδίζουν, νομίζει πως βλέπει πρώτα το κεφάλι με την μυτούλα, κι ύστερα το λιγνό κορμί και την ουρά της μάνας του. Την βλέπει να περπατάει με χάρη και να κοιτάει τριγύρω της· σαν να τον ψάχνει μέσα στο σκοτάδι. Του λείπει πολύ, να όμως που απ’ το χέρια της κυρά Μυρσίνης παίρνει πολύ αγάπη, μα δεν θα διαρκέσει για πάντα. 

   


   Το ξέρει πια, είναι αρκετά μεγάλος, αυτή είναι η ζωή. Τον τελευταίο καιρό όλο και τον βασανίζει παραπάνω, πως σκαρφάλωσε τόσο ψηλά η μάνα του και πως φτάνει κανείς εκεί; Που να βρίσκεται αυτή η πόρτα που σε οδηγεί στις πυγολαμπίδες; Έχει ψάξει όλο το χωριό, από την θάλασσα μέχρι την πιο απίθανη γωνία, όπου και αν τρύπωσε δεν την βρήκε. Δεν πειράζει όμως, είναι σίγουρος πως θα έρθει και για αυτόν κάποτε η μέρα που θα την ανοίξει και θα εξαφανιστεί πίσω της. Δεν τον φοβίζει καθόλου μα καθόλου αυτή η στιγμή, γιατί τότε θα βρει την μάνα του και θα παίξει και η αρχοντιά του με αυτές τις περίεργες πυγολαμπίδες. Ααα και τότε σίγουρα θα την δείξει και στην κυρά Μυρσίνη, να έρθει και εκείνη στον ουρανό, να βρει την παντοτινή της αγάπη.

 





Στην μνήμη του πολυαγαπημένου μου φίλου, Θοδωρή Σαρογλάκη.

Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ

31 ΜΑΪΟΥ 2024

 

Ζωγράφος Ντίνος Παπασπύρου:

1. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-72, Ημερολόγιο καλοκαιριού 2012 -(6)- Μπουρίνι στην Παραλία Διονυσίου, τέμπερα, 12Χ12 εκ., 2012, Κωδ. 997

2. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΓΑΤΟΥΛΕΣ-131, Γατούλα της άνοιξης, τέμπερα, 27Χ17 εκ., 2014, Κωδ. 1210

3. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΓΑΤΟΥΛΕΣ-28, Γατούλα της νύχτας-1.jpg

 

Τρίτη, Νοεμβρίου 30, 2021

Πυρ, γυνή και θάλασσα


Πυρ, γυνή και θάλασσα


   Αποχωρούσε καυτός ο Ιούνιος και ο Ιούλιος ερχόταν ακόμη θερμότερος. Παρά την αρχική δροσιά και κάποιες λίγες βροχούλες που άφησε στις αρχές του ο Κερασινός ο Ιούνης, τώρα ζεμάταγε η χώρα, οι θάλασσες και τα λιβάδια. Οι μετεωρολόγοι σοβαροί και αγέλαστοι, προειδοποιούσαν κάθε τόσο σε ραδιόφωνα και τηλεοράσεις πως σύμφωνα με τα στατιστικά τους, αυτό το καλοκαίρι θα ήτανε θερμότατο∙ καυτό και ζόρικο δηλαδή.  

“Η θερμοκρασία θα κυμανθεί άνω της μέσης παγκόσμιας τιμής, καταγράφοντας ακόμη ένα νέο ρεκόρ, ως το πιο θερμό καλοκαίρι της πιο θερμής χρονιάς, από την τήρηση μετεωρολογικών στοιχείων…” τόνιζαν ιδιαιτέρως και αυτό λέει σήμαινε πολλά, πολλά και άσχημα. Καύσωνες με το τσουβάλι, λιώσιμο των πάγων, άνοδος της στάθμης των θαλασσών και όλα τα υπόλοιπα συνεπακόλουθα κακά.

    Αυτά τα κακά που έβλεπαν οι επιστήμονες ή έστω κάποιοι από αυτούς, δεν τα έπαιρναν και όλοι τοις μετρητοίς,

  “Δεν μας έφτανε ο κορώνας, μόλις πιάσει καμιά ζεστούλα καλοκαιριάτικα, έχουμε και δαύτους να μας τρώνε το κεφάλι με την μούφα κλιματική αλλαγή. Τους ακούτε ρε γίδια; Μετά τα αεροψεκάσματα και το κορωνογκόλ μας λένε πως η κλιματική αλλαγή κατεβαίνει να πάρει όλα τα πρωταθλήματα, για αυτό τρέχτε στα βουνά να σπείρετε ανεμοφουρφούρια, πάρτε τέντες και παράθυρα, μονώσεις και ηλεκτρικά μοτέρια… Πυρ, γυνή και θάλασσα θα γίνει, που λέγανε και οι αρχαίοι ημών…” Αυτολεξεί όπως πληροφορούσε καθημερινά μέσα από την δημοφιλέστατη εκπομπή του, ο κύριος Σάκης Κλιμ. Ναι, ο Σάκης Κλιμ για τους αγαπημένους του τηλεθεατές δεν ήταν μόνο ειδικός επί των ποδοσφαιρικών, αλλά από εποχής χρηματιστηρίου και οξυδερκής αναλυτής των οικονομικών όπως και προσφάτως βαθύς γνώστης των λοιμοξιολογικών και φυσικά με ιδιαίτερη εξειδίκευση επί των περιβαλλοντικών θεμάτων. Ένας απαράμιλλος σχολιαστής και part time πανεπιστήμων, του οποίου ο Μπάμπης Μανωλόπουλος, νέος, ωραίος αλλά και άνεργος, παρακολουθούσε μανιωδώς την μεταμεσονύχτια τηλεοπτική του εκπομπή, «Στα κάγκελα".

“Φέτος που έπρεπε να ρίχνει με το τουλούμι τις βροχές, με κορονοϊό και φτώχειες τρελές, μου είχε τέτοιες ζέστες;”, μονολογούσε αναρωτώμενος ο νεανίας Μανωλόπουλος κάτοικος λεκανοπεδίου, αν και στο πίσω μέρος του μυαλού του φλερτάριζε και με την θεωρία, ότι πολύ πιθανά∙ και σε αυτό συμφωνούσαν όλοι οι “ψαγμένοι” στο διαδίκτυο, όλο το σκηνικό είναι φτιαχτό και απότοκο των πειραμάτων που κάνουν αυτές οι καπιτάλες, οι Γιάνκηδες, με τις τεράστιες κεραίες εκπομπής που βρίσκονται σε εννιά μυστικές βάσεις ανά τον κόσμο. Όπως πληροφορούσαν οι επαΐοντες του youtube με αδιάσειστα φωτογραφικά ντοκουμέντα, από αυτές ακτινοβολούν με μανία την ατμόσφαιρα οριζοντίως και καθέτως και μετά να πως προκύπτουν τα κακά∙ καύσωνες και πλημμύρες. Παράλληλα βάζουν τους πουλημένους περιβαλλοντολόγους να λένε πως φταίνε τα αυτοκίνητα, τα φουγάρα της ΔΕΗ και οι μοσχαρίσιες μπριζολίτσες. Μετά βγαίνει και εκείνη η παγκόσμια χούντα, ο γυαλάκιας και μας φορτώνει τον ιό και τα εμβόλια, για να αγοράσει μετά τα πάντα φτηνά και ύστερα να ελέγχει όλο τον κόσμο με την παρέα του. Και επειδή μας αγαπάει, σου λέει, για να σωθεί ο πλανήτης θα τρώτε όχι φυσικό αλλά συνθετικό κρέας. Όμως το ωραίο είναι, ότι θα το φτιάχνει στις εταιρείες του, όπως και τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τις μπαταρίες, τις ανεμογεννήτριες και όλα τα καλά της πράσινης οικονομίας. Όλα αυτά τα συνόψιζε πολύ σοφά ο σπουδαίος Κλιμ, “Νέα κονόμα για τον γυαλάκια και ΣΙΑ !!!” Αυτά διάβαζε και άκουγε ο Μπάμπης και διαπίστωνε πικρά,

“Κατάλαβες τώρα, δεν τους φτάνουν όλα τα άλλα, μια δυο απολαύσεις μας έμειναν στην ζωή, μια ζουμερή μπριζολίτσα βρε αδερφέ, να μας τις κόψουν και αυτές…”

   Καλές οι θεωρίες, η Στεφανία όμως, το κορίτσι των ονείρων του Μανωλόπουλου, αν και γκρίνιαζε φαινομενικά, μέσα της την απολάμβανε την ζέστη και τις μικρές και μεγάλες εξόδους του καυτού καλοκαιριού.

   “Πουφ, τέτοια ζέστη δεν αντέχεται, πάμε για κανένα μπανάκι, πάμε για κανένα ποτάκι, κανένα σινεμά θερινό, εκείνο το εστιατόριο στου Παπάγου έμαθα είναι φανταστικό, όλοι που πήγαν έχουν να λένε…” όλο του έλεγε και εκείνη. Πάμε εδώ, πάμε εκεί, 20 € εδώ, 30 € εκεί, 50 € παραπέρα, με πατέρα στο ταμείο ανεργίας και μια μάνα χαμηλόμισθη που να τα βρει; Βλέπεις και ο ίδιος άνεργος ή μάλλον άεργος ήταν. Και που να βρει δουλειά; Του την έδινε το σύστημα και η πλουτοκρατία, που το κινούσε με τα βρώμικα πλοκάμια της. Ο νεαρός όπως όλοι οι συνετοί τυχοδιώκτες, έψαχνε χαλαρά σε όλη την υφήλιο την καταπληκτική ιδέα, ώστε να αρπάξει την ευκαιρία διαδικτυακά από το μαλλί. Μέχρι τότε όμως διαπίστωνε μετά βδελυγμίας,

    “Ρε καλά τα λένε στο youtube, όλα στημένα είναι, μας ρουφάνε το αίμα τόσα χρόνια, τώρα βρήκανε ευκαιρία και θέλουν να μας βάλουν και το τσιπάκι. Έτσι, για να ξέρουν που πάμε και τι κάνουμε και άμα θέλουν πατάνε το κουμπί του 5G και μας ψεκάζουν σαν τις κατσαρίδες. Εγώ εμβόλιο δεν κάνω, δεν βάζω το μπόλι στο αίμα μου, με την καμία…”

***

  Αρχές Αυγούστου και τέτοιες θερμοκρασίες ο Μπάμπης δεν θυμόταν ποτέ ξανά. Όχι, δεν ήταν μόνο αυτός ο δεκαήμερος καύσωνας που συνεχιζόταν και έλιωνε την χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη, ήταν και άλλοι δυο τουλάχιστον, που είχαν βράσει τον τόπο τον Ιούλη και ποιος ξέρει τι ακόμη ερχόταν μέχρι να βγει αυτό το καλοκαίρι. Τέτοιος καύσωνας λέγανε είχε να συμβεί από το 2007 ή ακόμη και από το 1987, όταν ήτανε αγέννητος. “Αχχχχ, δεν την γλυτώνουμε, θα μας ψήσουν τα καθίκια με τις κεραίες και τους δορυφόρους” μονολογούσε δις και τρις ο Μανωλόπουλος.


Με τέτοιες ζέστες η Στεφανία ήδη “ταξίδευε” για τα νησιά.

“Τιιιιιι νησιά;”  Άκου νησιά, ο Μπάμπης ούτε για το εισιτήριο του μετρό δεν είχε που λέει ο λόγος.   

   Τι και αν της έταζε εναλλακτικές διακοπές στο Καρπενήσι, στα ειδυλλιακά βουκολικά τοπία, στην αναζωογονητική δροσιά και στο καλό φαγητό· μιας και το χωριό της μαμάς του, τα παρείχε όλα και το κυριότερο, τσάμπα !!! Τίποτα εκείνη, ανένδοτη, ήλιος, θάλασσα και νησί. Τι και αν της είπε ότι δεν είχε ξαναπατήσει σε καράβι από τότε που τους είχε πιάσει εκείνη η θαλασσοταραχή ανοιχτά της Κρήτης, σαν ήταν δέκα χρονών. Οι μηχανές χάλασαν και το καράβι ακυβέρνητο, ώρες πάλευε με τα κύματα. Γύρω γύρω τους είχαν κυκλώσει καράβια για να τους σώσουν, αν χρειαζόταν και ευτυχώς που κόπασε γρήγορα ο καιρός αλλιώς ποιος ξέρει; Ίσως θα πηγαίνανε άκλαυτοι, οικογενειακώς. Όσο και να την παρακάλεσε, όσα και να της έταξε, άδικος κόπος, εκείνη δεν άλλαζε γνώμη, νήσος και πάλι νήσος…

   Δυο μέρες μετά του ήρθε το μήνυμα. “Φεύγω για Ίο με την Λία, καλά να περάσεις στα βουνά και τα λαγκάδια” 

   Ήταν μαχαιριά, μαχαιριά βαθιά, μέχρι το κόκκαλο.  “Ίος;;; Καλά πως μπόρεσε;;; Άκου να φύγει μόνη και να με παρατήσει.”  Αχ βρε Ερωτόκριτε, μπορεί να μην σε γνώριζε αλλά πόσο θα σε ένοιωθε ο Μανωλόπουλος όταν έλεγες στην Αρετούσα σου “Kαι πώς να σ' αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω και πώς να ζήσω δίχως σου… ”,  δέκα φορές πιότερο πονούσε ο Μανωλόπουλος. Και θα γινόταν χειρότερο, όταν την επομένη θα μάθαινε τα άσχημα μαντάτα. Αυτό το μόνη, σε λίγο θα ευχόταν να ήταν και πραγματικότητα, να ήταν στο νησί μόνο με την Λία. Λίγο λοιπόν μετά την  “Μαχαιριά” ήρθε και η χαριστική βολή, αφού έμαθε από την παρέα ότι για Ίο θα ταξίδευε σε δυο μέρες και κάποιος άλλος. Και όχι όποιος και όποιος, ήταν ο Λευτέρης, ο πρώην της Στεφανίας. Δεν ήταν και πολύς ο καιρός, μόλις πριν 8 μήνες είχαν χωρίσει με τον Λευτέρη και έξι που ήταν μαζί του. Της είχε εμπιστοσύνης της Στεφανίας αλλά, άλλο τώρα να την πέσει στο κορίτσι του ο κάθε λιγούρης και άλλο ο πρώην της, με το παχύ πορτοφόλι. Εδώ που τα λέμε ο Μπάμπης, παρά την άψογη κορμοστασιά και το ελληνικό κάλλος του, πάντα μέσα του φοβόταν πως μπορεί με την πρώτη ευκαιρία να ορμούσε στην Στεφανία και η ζήλια τον κυρίευε…

Από εκείνη την στιγμή ο Μανωλόπουλος όλο “Aχ και βαχ” ήταν, αφού το έβλεπε ολοκάθαρα μπροστά του. Ο λεγάμενος, ο Λευτέρης, θα είχε μάθει ότι έφυγε μόνη της η Στεφανία και να σου και αυτός ξοπίσω της να την διπλαρώσει. Καταραμένη φτώχεια, κάθε τρεις βλαστημούσε την μοίρα του αλλά και την άτιμη την κοινωνία, το σύστημα, που κάνει τέτοιες αδικίες και άλλοι δεν ξέρουν πόσα έχουν και άλλοι ξέρουν πως δεν έχουν μία…

  Αργά το βράδυ της ίδιας μέρας, δεν μιλιόταν, δεν είχε φάει ούτε μια μπουκιά από την σπεσιαλιτέ της μάνας του∙  λαχταριστό γιουβετσάκι στην γάστρα. Στο μυαλό του, κυριαρχούσε η απελπισία, το παράπονο και η μαυρίλα, όπως λέει και το κλέφτικο “Μαύρη, μωρέ, πικρή ζωή που κάνουμε, μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες ” ή καλύτερα “εμείς οι ασυμβίβαστοι και άφραγκοι ενίοτε…” Και εκεί που όλα ήταν μαύρα και άραχνα, εκεί που η απελπισία του χτυπούσε κόκκινο, τότε ακριβώς έγινε το μέγα θαύμα. Καθώς κοιτούσε το υπερπέραν και ήταν σε φάση αφασίας, απ’ την τηλεόραση που μουρμούριζε άσκοπα, στα αυτιά του ηχεί συναγερμός και βλέπει στην διαφήμιση την κοπέλα που ετοίμαζε περιχαρής…

***


   Δυο μέρες αργότερα στον Πειραιά, ο Μπάμπης ανέβηκε στο πλοίο καταϊδρωμένος∙ σχεδόν τελευταίος από τους επιβάτες. Βγήκε στο κατάστρωμα να πάρει αέρα, ο ήλιος είχε γείρει στην γραμμή του ορίζοντα αλλά κι όμως ακόμη έκαιγε. Ναι, ήταν απίστευτο, όμως είχε γίνει το θαύμα και τώρα δεν έβλεπε την στιγμή να ξεκινήσουν για Ίο, να δει από μακριά τους παραδοσιακούς ανεμόμυλους και έπειτα να εμφανιστεί μπροστά στον Λευτέρη, να του κόψει το χαμόγελο.

   Το θαύμα που συνέβη σίγουρα όμως δεν ήταν θεϊκό και είχε όνομα, αγγλιστί, Freedom Pass!!! Ήταν ένα θαύμα της κυβέρνησης και του συστήματος που φυσικά είχε και το τίμημα του, την προδοσία για τα 150 αργύρια που όμως χρειαζόταν πάση θυσία για την Ίο. Ναι.. ναι… τίμημα βαρύ και ασήκωτο για τον Μανωλόπουλο, προδοσία ανομολόγητη προς τις ιδεολογικές αρχές του που όμως συνθλίβηκαν σαν το δροσερό χορτάρι που πέφτει βράχος πάνω του. Γιατί βρε αδερφέ, εδώ που τα λέμε ποιος υπολογίζει ένα τσίμπημα στο μπράτσο, ένα εμβολιάκι, ένα μπόλι ακόμη και με τσιπάκι, ποιος υπολογίζει ιδεολογίες, συνωμοσιολογίες, απόψεις, σκέψεις, φοβίες και παντός είδους …ίες, μπροστά στον έρωτα, μπροστά στον αποχωρισμό απ’ την καστανομάτα, μακρομαλλούσα Στεφανία, την γυναίκα της ζωής του;;;

   Οι προπέλες άφρισαν το νερό και το πλοίο άφησε πίσω του το λιμάνι. Σύντομα ανοίχθηκε στον Σαρωνικό, μέσα στο καυτό σούρουπο μια ανάσα δροσιάς από το αέρα του πελάγους, τον αγκάλιασε. Ατενίζοντας την ανοικτή θάλασσα, του ήρθε στο μυαλό εκείνη η αρχαία φράση το “Πυρ, γυνή και θάλασσα” που κάθε τρεις και λίγο εκσφενδόνιζε στις εκπομπές του ο δημοσιολόγος Σάκης Κλιμ.  

“Πυρ, γυνή και θάλασσα” λοιπόν αλλά μάλλον στην δική του περίπτωση θα έπρεπε να παραφραζόταν σε “Γυνή, εμβόλιο και νήσος”, νήσος της Στεφανίας και της άνευ όρων παράδοσης στον έρωτα…

 

   Στον Φρέντυ Γερμανό, που αν ζούσε σήμερα, με την μοναδική πένα και το ιδιαίτερο χιούμορ του, θα αποτύπωνε στα ευθυμογραφήματα του, τα πρόσωπα και τις καταστάσεις των περίεργων καιρών που ζούμε.

 

Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα είναι τυχαία και συμπτωματική.   

 

Α.  Δ. Ε. ΒΑΛΜΑΣ

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2021

Ζωγράφος Ντίνος Παπασπύρου

 

1. Tμήμα ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-79, Καλόκαιρινό απομεσήμερο στη Σιθωνία Χαλκιδικής (Κωδ.714)

2. Τμήμα ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-108, Νησιώτικο (Κωδ.726)

3. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-248, Ανεμόμυλος, τέμπερα, 24Χ18 εκ., 2014, Κωδ. 1270




 

Τετάρτη, Νοεμβρίου 18, 2020

Η μπλε σακούλα

 

Ιστορίες της απομόνωσης

 

Τούτη είναι η ζωή μας
τούτο το μεγάλο, τίποτ’ άλλο
γέλα κλάψε, πες ό,τι θες
Το παιδί ζωή: ζωή
τίποτ’ άλλο!»

Γιάννης Ρίτσος

 

Η μπλε σακούλα

 

    Ο Ιούλιος είχε φτάσει στις μέρες που θα αντάμωνε με τον Αύγουστο. Φέτος ήταν ένα διαφορετικό καλοκαίρι για την Ελλάδα, όπως και για τον υπόλοιπο κόσμο. Εκείνος ο αόρατος εισβολέας που οι επιστήμονες τον ονόμαζαν covid 19, από την αρχή του έτους είχε σκορπίσει τον θάνατο και είχε επιβάλλει νέες συνήθειες, φόβο και περιορισμούς σε ολόκληρο τον πλανήτη. Παρότι η καραντίνα μετά από το πρώτο κύμα της πανδημίας τον Μάρτιο του 2020, είχε αρθεί από τις αρχές του Μάη και τα σύνορα της χώρας είχαν ανοίξει σιγά σιγά για το καλοκαίρι, δεν ήταν πολλοί οι Έλληνες και οι αλλοδαποί που έφταναν για διακοπές σε κάποιο νησί. Μετά τους εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους σε Ευρώπη και ΗΠΑ, δεν υπήρχε μεγάλη διάθεση για διακοπές υπό τον φόβο της επίθεσης του ορμώμενου από την Ανατολή ιού, ακόμη και στην σχετικά αλώβητη Ελλάδα. Ευτυχώς, οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης∙ έστω και για λίγες ώρες, απολάμβαναν το μπάνιο τους σε κάποια από τις πολλές παραλίες της Χαλκιδικής. 

Στο μπετοναρισμένο κέντρο της πόλης όμως, ήταν άλλος κόσμος. Ζέστη αφόρητη, πνιγηρή, σερνόταν σαν βαρύθυμος δράκοντας που ξεχύνει τις φωτιές του στους δρόμους. Δυστυχώς στην εποχή της πανδημίας υπήρχαν και χειρότερα. Πήχτρα στο πολυκαιρισμένο, αρθρωτό λεωφορείο, καθώς διέσχιζε την πόλη από τα δυτικά προς τα ανατολικά. Κάτω από τον καυτό ήλιο, μέσα στο κονσερβοκούτι που κάπνιζε σαν τσιμινιέρα, οι επιβάτες του μοιάζανε σαν σαρδέλες, μαριναρισμένες στον αλμυρό ιδρώτα τους. Κλειστός και ο κλιματισμός σύμφωνα με τα μέτρα για τον κορονοϊό και με την υποχρεωτική μάσκα να μην μπορείς να αναπνεύσεις με 35 και βαθμούς.

   Σε όλη αυτή την κατάσταση μέσα στο λεωφορείο, να έχει μπροστά του και εκείνα τα γυφτάκια, καταμεσής του οχήματος να φωνάζουν, να πειράζονται, να τσιμπιούνται, να χοροπηδάνε πέρα – δώθε.  Όσο περνούσε η ώρα, τα νεύρα του ήταν έτοιμα να εκραγούν με δαύτα τα διαoλογυφτάκια. Δυο ήταν, το ένα του έκανε καμιά οκτώ χρονών και το άλλο λίγο μικρότερο. Δίπλα τους στεκόταν όρθιος ο παππούς τους, όσο και να του φωνάζαν ξανά και ξανά τα μικρά, εκείνος <<Αγρόν ηγόραζε>>. Ήταν ένας ψηλός, μελαμψός κοιλαράς, με μια μύτη γαμψή και μια ολόμαυρη μουστάκα που από κάτω της πρόβαλε μια σειρά ολόχρυσα δόντια. Καμιά εξηνταριά χρονών τον έκανε το πολύ, ίσως και να ήταν και λιγότερο. Παίζοντας αργά αργά με τις κεχριμπαρένιες χάντρες της κομπολόγας του, κοίταγε έξω απ’ το παράθυρο ατάραχος, λες και ήταν αλλουνού τα παιδιά. Αμ εκείνη η μάνα, τα κοιτούσε που δεν αφήναν τον κόσμο να ησυχάσει και γελούσε τόσο ξέγνοιαστη, λες και είχε όλα της τα προβλήματα λυμένα. Είχε ακουμπισμένη πάνω της μια μεγάλη μπλε σακούλα που μια την πήγαινε από εδώ και μια από εκεί. Που και που άλλαζε και καμιά κουβέντα με την γιαγιά που καθόταν δίπλα της - ίσως η μάνα, ίσως η πεθερά της; - όπου μια την έπαιρνε ο ύπνος από το κούνημα του λεωφορείου και μια ξυπνούσε και άντε πάλι από την αρχή.

   Ο ηλικιωμένος άντρας καθόταν μια σειρά πιο πίσω – η οποία έμενε υποχρεωτικά κενή λόγω των μέτρων της πανδημίας, ενώ τι ειρωνεία, οι όρθιοι παρέμεναν απελπιστικά στριμωγμένοι – από τις γυναίκες και κοίταζε με θυμό την οικογένεια των Ρομά. Τους έβλεπε εμπρός του όλη αυτή την ώρα και σκεφτόταν πως είναι κλέφτες και ρεμάλια όλοι τους∙ άντρες και γυναίκες, κανείς δεν άξιζε από δαύτους.  Άντε το πολύ πολύ να κάνουνε τους εμπόρους ή τους παλιατζήδες, αλλά και εκεί πονηριά μόνο και Άγιος ο Θεός. Έτσι όμως τους αρέσει, να γυρνάνε ανέμελοι, να γλεντοκοπάνε, να κλέβουν από τον κόπο του άλλου. Ούτε και αυτά τα μικρά αγόρια δεν μπορούσε να συμπαθήσει. Τα κοίταγε και σκεφτόταν ότι κάπως έτσι θα καταλήξουνε και αυτά.

   Και τι, ψέματα έλεγε; Ρωτούσε τον εαυτό του. Αν ανοίξεις την τηλεόραση στα νέα, τι βλέπεις; Όλο τέτοιες ειδήσεις, ληστείες, πυροβολισμοί, ξεκαθαρίσματα λογαριασμών με δαύτους σε όλη την χώρα. Μα και ο ίδιος δεν την έπαθε στο λεωφορείο; Μόλις είχε πάρει την σύνταξη του, 640 € παρακαλώ. Ήταν σίγουρος πως αυτοί του τα άρπαξαν. Ανέβηκαν τρεις νεαροί από την φάρα τους και στριμώχτηκαν πίσω του στις σκάλες !!!! Αυτό πρέπει να ήταν, αφού στην επόμενη στάση κατέβηκαν αυτοί και τα λεφτά του κάνανε φτερά. Τα γλεντήσανε αυτοί οι κοπρίτες και εκείνος πέρασε ένα μήνα στεναχώριας και λιτότητας…                                                                                                                       

   Ουφ, επιτέλους, με τις σκέψεις τούτες πέρασαν δυο – τρεις στάσεις χωρίς να το πολυκαταλάβει !!!! Το λεωφορείο είχε μπει από την Στρατού στην Κωνσταντινουπόλεως και κόντευε στο Ιπποκράτειο πια. Θα κατέβαινε στην επόμενη στάση, εδώ παρακάτω ήταν το σπίτι του μεγάλου του γιού και εκείνος ερχόταν για να δει τα εγγόνια του.

   Ο ζεστός αέρας έξω από το λεωφορείο του φάνηκε τόσο δροσερός, τράβηξε μεμιάς την μάσκα να ανασάνει. Ξοπίσω του κατέβηκαν και εκείνοι. Τους κοίταξε στραβά πάλι, αυτοί ούτε που είχαν καταλάβει τον ηλικιωμένο άντρα που τους κοιτούσε τόση ώρα επίμονα και τον προσπέρασαν μιλώντας δυνατά. Πάνω εκεί ένοιωσε στο πόδι του ένα χτύπημα, ευτυχώς όχι πολύ δυνατό. Ήταν η μάνα, που κρατούσε την μεγάλη μπλε σακούλα και προσπερνώντας τον, τον χτύπησε με αυτήν. Εκείνη ούτε το πήρε χαμπάρι, ο άντρας όμως νευρίασε πολύ, γιατί αυτή η σακούλα είχε κάτι αιχμηρό μέσα και τον πόνεσε λίγο. Του ήρθε να δώσει μια κλωτσιά στην τσάντα, γρύλισε μέσα από τα δόντια του αλλά απομακρύνθηκαν γρήγορα μακριά του και έτσι έδωσε τόπο στην οργή, αφού σε λίγο θα τους ξεφορτώνονταν και δεν άξιζε να συγχιστεί παραπάνω. Σε λίγα μέτρα εκείνος μπήκε σε ένα ψιλικατζίδικο να αγοράσει κάτι για τα εγγονάκια του και οι δρόμοι τους χωρίστηκαν...


Βγαίνοντας από το ψιλικατζίδικο άκουσε πάλι τις φωνές τους, οχλοβοή !!! Πλάι στο εκκλησάκι του Ιπποκράτειου, είδε τα γυφτάκια που ήταν σκαρφαλωμένα πάνω στον τσιμεντένιο μαντρότοιχο του νοσοκομείου και κρατιόνταν από τα κάγκελα. Ο παππούς, η μάνα και η γιαγιά από κάτω τους έλεγαν διάφορα. Άναρθρες έφταναν στα αυτιά του οι φωνές τους. Τι κάνουν πια εκεί, τι φωνάζουν; Νοσοκομείο είναι, μονολογούσε θυμωμένος… Ούτε ιερό, ούτε όσιο έχουν; Απολίτιστοι…

   Έκανε να φύγει όμως οι συνεχείς φωνές τους τον κέντριζαν, “Μα τι συμβαίνει” αναρωτήθηκε και πάλι.

Προχώρησε λίγο πιο κοντά, όλοι τους ήταν μαζεμένοι στην γωνία του μαντρότοιχου. Τα παιδιά είχαν γυρίσει τώρα την πλάτη τους και κοίταγαν μέσα στο νοσοκομείο, όλοι τους κουνούσαν χέρια και πόδια σαν κωμικός θίασος, τα παιδιά χοροπηδούσαν σαν τρελά επάνω στα κάγκελα. Του έκανε τόσο εντύπωση που πέρασε τον δρόμο να πάει πιο κοντά. Έφτασε λίγο πιο πίσω τους, οι φωνές τους ακούγονταν πιο καθαρά. Μέσα στις άγνωστες λέξεις και στις λίγες που γνώριζε από την γλώσσα τους ξεχώρισε το “Βαγγέλη” “Βαγγέλη” “Βαγγέλη”.   

   Δίπλα του ήταν η στάση του αστικού για την αντίθετη τώρα κατεύθυνση, για το κέντρο της πόλης. Δεν περίμενε κανείς άλλος το λεωφορείο, κάθισε στο πυρωμένο παγκάκι της στάσης για να μην τον δουν.

  Στην γωνία του νοσοκομείου, διέκρινε την μορφή μιας γυναίκας με σκουρόχρωμο δέρμα και ατημέλητα μαυρόξανθα μαλλιά. Στεκόταν πίσω από ένα ανοικτό παράθυρο, σε ένα χαμηλό ανώγειο. Ο ηλικιωμένος άντρας τώρα θυμήθηκε ότι εκεί ήταν το παιδιατρικό νοσοκομείο. Πόσες ιστορίες δεν του είχε πει ο συγχωρεμένος ο φίλος του, ο κύριος Νίκος. Πόσες ανθρώπινες ιστορίες, ειπωμένες από τους γονείς που ερχόταν στο μαγαζί του ακριβώς απέναντι από το νοσοκομείο, για να αγοράσουν παντόφλες, πιζάμες και εσώρουχα για αυτούς και τα νοσηλευόμενα παιδιά τους.

   Κοίταξε δίπλα, την εξωτερική τσιμεντένια σκάλα με τα πολυκαιρισμένα κόκκινα κάγκελα και τους ξεφλουδισμένους τοίχους του παιδιατρικού νοσοκομείου. Κάποιοι είχαν δέσει ένα σχοινί σε δυο σίδερα και είχαν απλώσει δυο τρία παιδικά ρουχαλάκια. Πιο ψηλά ένας άντρας ακουμπούσε στην κουπαστή της σκάλας και κάπνιζε, κοιτούσε την πόλη, την θάλασσα στο βάθος. Αν και τόσο μακριά του, ένοιωσε τον πόνο του ανθρώπου, την ελπίδα ότι όλα θα πάνε καλά, την προσευχή στα χείλη του για το παιδί, για ένα νέο ταξίδι…

    Όταν κατέβασε το βλέμμα του, είδε την γυναίκα καθώς έσκυψε και ανέβασε πάνω στο ανοικτό παράθυρο ένα αγοράκι, “Βαγγέλη” “Βαγγέλη” “Βαγγέλη” τσίριζαν όλοι και το χαιρετούσαν. Ήταν ένα παιδάκι γύρω στα 6 με 7 χρονών. Λιπόσαρκο και ωχρό σαν κερένια κούκλα. Τα μαλλάκια του λιγοστά και στο αδυνατισμένο του πρόσωπο ξεχώριζαν μόνο τα μάτια του, βαθουλωμένα μέσα στις κόγχες τους. Βλέποντας τα γνώριμα πρόσωπα που το χαιρετούσαν μέσα από τα κάγκελα, αργά αργά σήκωσε το χεράκι του να χαιρετίσει. Τα δυο αγόρια χοροπηδούσαν πάνω στα κάγκελα και φώναζαν με όλη τους την δύναμη το αγοράκι.

    Κάτι έσπασε μέσα του, κοιτούσε μια το παιδί στο νοσοκομείο και μια τα δυο αγόρια στα κάγκελα. Αυτή την στιγμή ένοιωσε συγκινημένος. Ήταν ολοφάνερο, η οικογένεια είχε έρθει για το επισκεπτήριο και αφού δεν γινόταν να βρεθούν από κοντά λόγω της πανδημίας, έβλεπαν τους αγαπημένους έστω από μακριά.

“Βαγγέλη” “Βαγγέλη” “Βαγγέλη” πάλι φώναζαν τα αγόρια, αυτή την φορά όμως το μεγαλύτερο κρατούσε κάτι στα χέρια, ήταν αυτό που τον χτύπησε στην μπλε σακούλα, αυτό που ήθελε να διαλύσει με μια κλωτσιά. “Ο μπουλντόζας ρε Βαγγέλη, Ο μπουλντόζας…” Αν και η όραση του δεν τον βοηθούσε κάτω από τον καυτό ήλιο διέκρινε την συσκευασία ενός παιχνιδιού. Ναι μέσα στην μπλε σακούλα κρυβόταν μια μεγάλη κίτρινη μπουλντόζα. Το μεγαλύτερο αγόρι κρατούσε το δώρο του Βαγγέλη ψηλά, λίγο πιο πάνω από τα κάγκελα του νοσοκομείου. Το αγοράκι φωτίστηκε, σήκωσε αργά το χεράκι του να το πιάσει, μα ήταν τόσο μάταιο, τους χώριζαν τουλάχιστον 15 μέτρα. Τέντωνε το χεράκι του, κοιτούσε την μάνα του, τέντωνε το χεράκι του και πάλι, κοιτούσε την μητέρα του στεναχωρημένο, μάταια όμως…

     Ο ηλικιωμένος άντρας ταράχτηκε, είχε δακρύσει… Πόσο άδικο ήταν για αυτό το παιδί να μην μπορεί να πάρει το δώρο του, να είναι άρρωστο, να βρίσκεται στο νοσοκομείο παλεύοντας για την ζωή του…   

   Τι παιχνίδια παίζει το μυαλό κάποιες στιγμές, στην θέα του παιδιού θυμήθηκε το μαύρο γατάκι στην γειτονιά του. Το είχε δει να είναι μοναχό του σε έναν ακάλυπτο, κοντά στο σπίτι του. Ήταν φοβισμένο και μπαινόβγαινε μέσα σε κάτι θάμνους, καθώς τρόμαζε με τα τροχοφόρα που πάρκαραν εκεί δίπλα. Η μάνα του δεν φαινόταν πουθενά και έτσι μάλλον είχε μείνει μόνο του, χωρίς ίσως καμιά ευκαιρία να επιβιώσει. Νιαούριζε συνεχώς, το τάισε μερικές μέρες και μετά ξαφνικά, το γατί χάθηκε. Ποιος να ξέρει αν είχε πεθάνει ολομόναχο σε μια γωνία ή κάτω από τις ρόδες κάποιου οχήματος; Μπορεί και να είχε μπερδευτεί χάνοντας την φωλιά του, και ύστερα νομοτελειακά να ακολουθούσε την μοίρα του…

    Ο ήλιος του Ιούλη τον ζεμάτιζε όπως το μέταλλο της στάσης, όμως δεν το αντιλαμβάνονταν καθώς είχε απορροφηθεί στις σκέψεις του. Ένας κόμπος του έπνιγε τον λαιμό. Σκέφτηκε τα παιδιά του, τα δικά του εγγόνια, τις ευκαιρίες που είχαν για μόρφωση, για ένα καλύτερο αύριο. Κοίταξε το παιδί στο παράθυρο. Ακόμη και να ζούσε, ακόμη και να επιβίωνε ο μικρούλης - που τώρα το ευχόταν με όλη του την ψυχή - ποιο θα ήταν το αύριο του; Ακόμη ένα μαύρο γατάκι; Ένα μαύρο γατάκι για το οποίο και αυτός τώρα, ένοιωθε το βάρος του, στους δικούς του ώμους…

 

   Ο μεγαλύτερος από τα δυο παιδιά έδωσε ένα σάλτο και ανέβηκε πάνω απ’ τα κάγκελα, ο μικρός με μεγάλη προσπάθεια του έδωσε το κουτί με το παιχνίδι και έπειτα τον ακολούθησε πέρα από τα κάγκελα. “Βαγγέλη, Βαγγέλη, ο Μπουλντόζας…” φώναζαν τα αγόρια καθώς έτρεχαν μέσα στα χόρτα τα λίγα μέτρα που τους χώριζαν απ’ την μάνα και το παιδί της. Ο άντρας, ο κυρ Τάσος, δεν μπορούσε να τους δει τώρα. Πετάχτηκε όρθιος και έκανε όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να φτάσει μέχρι τον μαντρότοιχο. Ήταν ενθουσιασμένος με αυτά τα δυο παιδιά. Δίπλα στην οικογένεια των Ρομά παρακολουθούσε με συγκίνηση καθώς συνεννοούνται τα δυο τους κι ύστερα είδε να παίρνει ο μεγάλος τον μικρό στους ώμους, να ψηλώσουν μέχρι το παράθυρο στο χαμηλό ανώγειο του νοσοκομείου, να φτάσει ο Μπουλντόζας στα χέρια του Βαγγέλη...

 

     Το δώρο ήταν στα χέρια του Βαγγέλη !!!!  Τα αγόρια το πανηγύρισαν και ύστερα έτρεξαν πίσω να ξανακαβαλήσουν τα κάγκελα. Έκλαιγε σχεδόν ο άντρας, με τα αγόρια που με το τσαγανό, την δύναμη και την ορμή τους κατάφεραν να φτάσει το δώρο στα χεράκια του ξαδέρφου τους. Πλησίασε και άφησε την δική του μπλε σακούλα, από το ψιλικατζίδικο, στα χέρια της μάνας των αγοριών. Εκείνη κοιτούσε έκπληκτη τον δακρυσμένο κυρ Τάσο καθώς με κόκκινα μάτια της έδωσε την σακούλα με τις λιχουδιές και τα δωράκια που προοριζόταν για τα δικά του εγγόνια,

“Να τα χαίρεσαι, τα αγόρια σου”

Έφυγε σκυφτός, θλιμμένος μα και χαρούμενος…

 

Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ

Νοέμβριος 2020

   Στην κοινότητα των Ρομά, στην διαφορετικότητα και την συναντίληψη.

   Στον Παναγιώτη Σαββαΐδη, τελειόφοιτο φοιτητή της ιατρικής που με θάρρος και αγάπη στον συνάνθρωπο δίνει από τώρα τον δικό του αγώνα στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, μαζί με όλους τους ήρωες υγειονομικούς του εθνικού συστήματος υγείας. Έναν αγώνα επιστημοσύνης, αυταπάρνησης και ανθρωπιάς…

 Στους ιερείς Νικόλαο Παπαγεωργίου και Ευστάθιο Καλπακίδη από την ενορία της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Θεσσαλονίκης, οι οποίοι καθημερινά επισκέπτονται τα παιδιά που νοσηλεύονται στην παιδοογκολογική κλινική του Ιπποκράτειου Θεσσαλονίκης, προσφέροντας την αγάπη τους. 

   Στην Εύα Μαρκάκη στην πιο ευαίσθητη μα και πιο δυνατή μαχήτρια που γνωρίζω, με όλη την αγάπη και τις θερμότερες ευχές μου.

 

Ζωγράφος Ντίνος Παπασπύρου

1. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-232, Ο κινηματογράφος ΑΛΚΑΖΑΡ, τέμπερα, 23Χ40 εκ., 1992

2. Πίνακας Το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής στην Νέα Κρήνη, τέμπερα 2016


Ποίηση Γιάννης Ρίτσος, «Αναφυλλητό. XXXVIII», (απόσπασμα) Από τη συλλογή Υδρία (1957-1958)

 

 


Κυριακή, Μαΐου 31, 2020

Η αγάπη στα χρόνια της πανδημίας


Ιστορίες της απομόνωσης


Η αγάπη στα χρόνια της πανδημίας


Απρίλιος 2020…
   Στο πολυκαιρισμένο ραδιόφωνο, το πράσινο φως τρεμόπαιζε στο καντράν και στα μικροσκοπικά κουμπάκια τριγύρω του. Ο οδηγός άκουγε δυνατά στο ράδιο μια σύνθεση από ντίσκο επιτυχίες, είχε πολύ καλή διάθεση αυτό το Απριλιάτικο απόγευμα. Κάθε τόσο κοιτούσε τον συνοδηγό του και χαμογελούσε σίγουρος για την απόφαση του. Χαρούμενος όπως ήταν τραγουδούσε μια ντουέτο με την Γκλόρια Γκέινορ, μια με τους Μπι Τζιζ και την άλλη με την Τσάκα Καν.
   Από ένα στενάκι πλάι στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο, μπήκε στην Λεωφόρο Καραμανλή και έπειτα έστριψε απ’ το φανάρι στην Κλεάνθους. Οι Ζητάδες ήταν σταματημένοι λίγο πιο μέσα, στην αριστερή πλευρά του δρόμου και δεν φαινόταν καθόλου. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει πριν λίγο, ψηλά οι κεραίες των πολυκατοικιών ακόμα ήταν χρυσαφιές από τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου όμως στον δρόμο το φως ήταν λιγοστό και είδε μόνο τον φακό του ενός που του έκανε νόημα να σταματήσει. Έβαλε τα αλάρμ και ακινητοποίησε το skoda μπροστά στους δυο αστυνομικούς. Ο ένας ήταν πολύ ψηλός και αδύνατος, ο άλλος πιο κοντός και πολύ γεροδεμένος. Ο ψηλός του ζήτησε το έντυπο μετακίνησης και την ταυτότητα του λόγω της απαγόρευσης κυκλοφορίας που ίσχυε εξαιτίας της πανδημίας του νέου κορωνοϊού. Υπό τον ήχο του Άφρικα, τον Τότο, τους απάντησε πως δεν έχει μαζί του την δήλωση, ούτε έστειλε sms. Χαμογελώντας τους πληροφόρησε για τον ιδιαίτερο λόγο της εξόδου του που σίγουρα δεν περιλαμβάνονταν στους λόγους 1 – 6 που ήταν όλοι και όλοι στο έντυπο.    
Ο ψηλός κοίταξε τον συνάδερφο του και χαμογέλασε,
-  Ώστε πάτε στα…;;; Μάλισταααα… επανέλαβε ο αστυνομικός χαμογελαστός στον οδηγό και δίχως να χάσει χρόνο τράβηξε το μπλοκ των κλήσεων για να βεβαιώσει την παράβαση…


***

Απρίλιος 2025…
   Εκείνη την Τετάρτη του Απρίλη βρέθηκε και πάλι μόνος στο σπίτι του. Ο ήλιος μόλις είχε δύσει όταν μπήκε, στο διαμέρισμα όλα ήταν ήσυχα. Η γυναίκα και η κόρη του είχαν βγει έξω για κάποια ψώνια. Μπήκε στην τουαλέτα, εκείνος ο εξαεριστήρας του μπάνιου είχε χαλάσει και έκανε έναν αναθεματισμένο θόρυβο τις τελευταίες μέρες. Πλύθηκε αργά, με επιμέλεια, τελετουργικά. Βλέπεις η συνήθεια του είχε μείνει από την εποχή της πανδημίας, το 2020. Άναψε τον φούρνο μικροκυμάτων να ζεστάνει τον αρακά με τις πατάτες που του είχε αφήσει η γυναίκα του στο ψυγείο. Μέχρι να γίνει αυτό θα περνούσαν κάπου πέντε λεπτά∙ αφού του άρεσε να τρώει σχεδόν ζεματιστό το φαγητό του.
   Είχε λοιπόν λίγο χρόνο, βγήκε από την κουζίνα και μπήκε στο γραφείο του ακριβώς απέναντι. Ήταν το προσωπικό του καταφύγιο εκείνο το δωμάτιο του διαμερίσματος. Η διακόσμηση σίγουρα δεν ταίριαζε για την ηλικία του, αυτόν όμως τον ευχαριστούσε. Στην μια πλευρά του δωματίου, ήταν το γραφείο του και από επάνω είχε βιβλιοθήκη. Στους υπόλοιπους τοίχους τώρα πια παντού υπήρχαν ράφια με βιβλία, ένα σωρό φωτεινά χριστουγεννιάτικα διακοσμητικά και σειρές από λογιών – λογιών λαμπιόνια. Ένα παραμύθι, που ζούσε μέσα σε δωμάτιο.
   Κάθισε στην αναπαυτική πολυθρόνα που βρισκόταν αντίκρυ από το γραφείο του και άναψε το επιδαπέδιο φωτιστικό, στο πλάι της. Κουρασμένος από την δουλειά και την τρέλα της καθημερινότητας, έκλεισε για λίγο τα μάτια του…
   Το κουδουνάκι του φούρνου τον τρόμαξε, άνοιξε τα μάτια όμως δεν κουνήθηκε από την θέση του, ήταν τόσο κουρασμένος. Το βλέμμα του κόλλησε απέναντι, χαμηλά στο πάτωμα, στο ράφι της βιβλιοθήκης δίπλα στην πόρτα του δωματίου του. Η σκέψη ήρθε μόνη της, απρόσκλητη, όπως συνήθως…
   Τέτοια εποχή ήταν πάλι, αρχές Απρίλη του 2020. Τότε δεν υπήρχε εκεί η βιβλιοθήκη, ήταν το μέρος Του, εκεί την άραζε Εκείνος, Ζόρικο Αρσενικό. Αυτές τις ώρες του άρεσε πότε να κοιμάται και πότε να χουζουρεύει, αφού το βράδυ πάντα ξενύχταγε. Δεν είχαν κακές σχέσεις όμως θα το προτιμούσε να έφευγε από το γραφείο του και να την άραζε αλλού, ακόμη και στο σαλόνι, δεν τον πείραζε. Αλλά όσο και να το ήθελε ο ίδιος, αυτός ο μάγκας δεν το κουνούσε από εκεί, του έδιναν θάρρος βλέπεις και οι γυναίκες του σπιτιού. Τον κοιτούσε εκεί να στριφογυρνάει, να λιώνει ολημερίς στην ξάπλα, μέσα, συνεχώς και αδιαλείπτως μέσα, σαν τον φυλακισμένο.
   Εκείνο το απριλιάτικο απόγευμα, όμως δεν άντεξε, του γύρισαν τα μυαλά. Και ο ίδιος κλεισμένος ήταν∙ κοντά ένα μήνα μέσα στο σπίτι με την γυναίκα και την κόρη του. Η επιχείρηση όπου εργαζόταν την περίοδο της πανδημίας, είχε κλείσει τα γραφεία μετά την εντολή της κυβερνήσεως και έμενε συνεχώς μέσα το διαμέρισμα του, όπως όλοι. Τηλεργαζόταν και από την μια ξεχνιόταν μα και από την άλλη πιεζόταν με τις πολλές ώρες που έπρεπε να αφιερώνει στην δουλειά και τα χίλια μύρια προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπίσει μέσα απ’ το δωμάτιο του.
   Κόντευε να πάθει νευρικό κλονισμό και για να βγει έπρεπε να συμπληρώνει έντυπα και να στέλνει μηνύματα. Και εκτός από τα ψώνια και ένα σύντομο περπάτημα, που να αλλού να πήγαινε; Δεν μπορούσε να συναντήσει ούτε σε έναν γνωστό να πιούν έναν καφέ ρε αδερφέ να πούνε δυο κουβέντες, να ξεσκάσουν. Όλοι μένανε στο σπίτι, όλοι στα καβούκια τους. Μόνο αυτοί οι λίγοι που πηγαίνανε στις δουλειές τους, δραπέτευαν για λίγο και από το απόγευμα μέσα και αυτοί. Και στις 18:00 κάθε μέρα όλοι κρέμονταν από τα χείλη του καθηγητή Τσιόδρα για την εξέλιξη της πανδημίας στην Ελλάδα και του υπουργού πολιτικής προστασίας Χαρδαλιά, για τα μέτρα και τα πρόστιμα στους παραβάτες της καραντίνας. Όλα είχαν αλλάξει, ακόμη και το Πάσχα που πλησίαζε σε λίγο, δεν θα ήταν το ίδιο φέτος. Κλεισμένοι μέσα στα σπίτια θα το περνούσαν και αυτό, μακριά από συγγενείς και φίλους…
    Και δεν ήταν μόνο η κλεισούρα, η τηλεόραση συνεχώς πρόβαλε εικόνες φόβου, απομόνωσης, φρίκης. Ειδήσεις από όλη την Ευρώπη και τον κόσμο. Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Η.Π.Α. Σαν σε μακάβριο διαγωνισμό κάθε μέρα προβάλλονταν και καταμετρούνταν τα κρούσματα και οι χιλιάδες απώλειες ενός αόρατου πολέμου.
   Με όλη αυτήν την ψυχολογική πίεση είχε φθάσει στα όρια του. Έτσι ήρθε εκείνη η στιγμή που λείπανε από το σπίτι η σύζυγος και η κόρη του για την δραστηριότητα νούμερο 6 “Βόλτα κατοικίδιου και σωματική άσκηση”. Από ώρα έγραφε μια επείγουσα προσφορά για την δουλειά, πιεζόταν, δεν του βγαίνανε οι τιμές, δεν είχε τα είδη που του ζητήσανε και έπρεπε να προτείνει άμεσα κάποια άλλα, άρα έπρεπε να βρει τους πελάτες όμως εκείνοι δεν απαντούσαν. Φυσούσε και ξεφυσούσε μέσα στο δωμάτιο του, γύρισε την καρέκλα του και τον κοίταξε να ξαπλώνει φαρδύς πλατύς. «Εεεε» του φώναξε, ξύπνησε τρομαγμένος και ανασήκωσε το κεφάλι του, τον κοίταξε και εκείνος. Τα βλέμματα τους ενώθηκαν και έτσι έμειναν να κοιτιούνται για ώρα. όχι μόνο τον λυπήθηκε, ταυτίστηκε μαζί του. Ήταν και οι δυο τους τώρα φυλακισμένοι, τον ένιωσε πιο πολύ από κάθε άλλη φορά, άντρας προς άντρα. Τι και αν ήταν σε όλα τους τόσο διαφορετικοί, μέσα στο μισοσκόταδο ένοιωσε σαν εκείνον. Ήταν ανελεύθερος πια, φυλακισμένος, απελπισμένος, μέσα σε μια κατάσταση που κανείς δεν γνώριζε που θα οδηγούσε.. Τι και αν ήταν σε καραντίνα η χώρα και υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας, τον άρπαξε με μάτια που γυάλιζαν από τον ενθουσιασμό και του είπε “Ας λένε ότι θέλουν οι γυναίκες ρε μάγκα, πάμε στα…” 

    Η συνέχεια της ιστορίας, τον Απρίλη του 2020 είναι εν μέρει γνωστή. Ξεκίνησε με ντίσκο τραγούδια στο ραδιόφωνο και τους αστυνομικούς να τον σταματάνε για έλεγχο…

- Το έντυπο μετακίνησης και την ταυτότητα σας… Στο μισοσκόταδο παρατηρούσε τον αστυνομικό που τον έλεγχε. Ψηλός και ξερακιανός, ενώ είχε μικρά μάτια, η μύτη του ήταν τεράστια και με μια τοξοειδής διαδρομή έφτανε κοντά στο άνω χείλος του. Σαν μιλούσε έκανε μια περίεργη σύσπαση το στόμα του∙ μάλλον εκούσια για να μην το ακουμπάει η μύτη του, πράγμα που όμως έκανε την φωνή του να αλλοιώνεται μακρόσυρτα και ήταν και λίγο αστείο όλο αυτό καθώς παράλληλα το όργανο προσπαθούσε να φαίνεται αυστηρό. Το ότι βγήκε όμως χωρίς το έντυπο μετακίνησης, δεν ήταν καθόλου αστείο στην εποχή του κορονοϊού. Ο οδηγός χαμήλωσε το Άφρικα που ακουγόταν δυνατά και για λίγο κοίταξε τον συνοδηγό του δίχως να μιλάει...
- Ναι, με ακούσατε; Τον επανάφερε ο αστυνομικός.
-  Ωχ… δεν έχω ρε παιδιά, την πάτησα από τον ενθουσιασμό μου, είπε χαμογελαστός χαμογελάστος, μόνο την ταυτότητα έχω. Ααα, να σας δώσω άδεια και δίπλωμα; Να πάνω στον ενθουσιασμό μου τα ξέχασα γιατί επιτέλους έκανα πράξη αυτό που τόσο καιρό του έταζα, πάμε στα κορίτσια…
Ο ψηλός τώρα είχε πάρει πραγματικά αστεία όψη, με το σαρδόνιο χαμόγελο που είχε σχηματιστεί στο πρόσωπο του. Κοίταξε τον συνάδερφο του και έπειτα γύρισε πάλι στον οδηγό,
-  Ώστε πάτε στα κορίτσιαααα;;; Μάλισταααα… Έχεις διάθεση για πλακίτσα μου φαίνεται, σοβάρεψε απότομα και τον επέπληξε. Αστραπιαία τράβηξε από την θήκη το μπλοκ για να βεβαιώσει το πρόστιμο – Χαρδαλιά, των 150 €.
     Στην θέα του μπλοκ κόπηκε το χαμόγελο του οδηγού, στο ραδιόφωνο ο μουσικός παραγωγός λες και έβλεπε την σκηνή κι έβαλε το αδερφάκι του Τζάκσον με την Πία Ζαντόρα να τραγουδήσουν την βροχερή επιτυχία τους. Καθώς η μουσική βροχή τους άρχισε να πέφτει λίγο πριν πέσει και το πρόστιμο, ενστικτωδώς άνοιξε την πόρτα του για να βγει λέγοντας,
- Παιδιά να σας εξηγήσω, να σας εξηγήσω, ένα λεπτό, ζήτησε λίγη πίστωση χρόνου πριν το στυλό του ψηλού αρχίσει να γράφει και βγήκε έξω από το αμάξι του. Τώρα πλέον τα έπαιζε όλα για όλα και συνέχισε,
- Είστε παντρεμένοι; Έχετε τέλος πάντων μια κοπέλα; Τον κοίταξαν με απορία, αλήθεια που το πήγαινε ο τύπος; Εκείνος είδε τα βλέμματα τους, κατάλαβε ότι ο ουρανός όχι μόνο γέμιζε με σύννεφα αλλά η καταιγίδα ήταν προ των πυλών, όμως συνέχισε,
- Τέτοια παλικάρια, τόνισε ηχηρά την λέξη, σίγουρα έχετε κάψει πολλές καρδιές, είπε μόνος του χωρίς να τους αφήσει να του απαντήσουν, κάνοντας έτσι και κομπλιμέντο αλλά επίσης αποσκοπώντας να κερδίσει χρόνο και φυσικά την συμπάθεια τους. Και αυτός ο κακομοίρης, κούκλος είναι, το βλέπετε, όμως δεν γνώρισε θηλυκό.
Το στυλό απείχε κάποια εκατοστά, με το ζόρι το κρατούσε ο ψηλός, ήταν αυτός ο τύπος πολύ περίεργος…
- Τις προάλλες άκουσα κάτι το συγκλονιστικό, συνέχισε ο οδηγός, άκουσα για κάποιους γέροντες, βαθιά ηλικιωμένους μοναχούς στο Άγιο Όρος, που για διάφορους λόγους μεγάλωσαν από μωρά σε μοναστήρια και δεν έχουν δει γυναίκα ζωντανή μπροστά τους. Και αυτός, την μόνη γυναίκα που γνώρισε ήταν η μάνα του, αν την θυμάται… Το σκεφτόμουν αυτό από καιρό βλέποντας τον κλεισμένο μέσα στο κλουβί, να περιμένει πότε θα γυρίσουμε, πότε θα βρούμε χρόνο να τον βγάλουμε έξω. Ναι τον αγαπούν πολύ η γυναίκα και η κόρη μου και φοβάμαι την αντίδραση τους, όμως αν και το ξέρω πολύ καλά, πολλές φορές το έλεγα μπροστά τους. “Μια μέρα θα σε αρπάξω και θα σε πάω στα κορίτσια, να γνωρίσεις μια γυναίκα και εσύ, να σπάσει η μοναξιά σου, να ερωτευτείς, να κάνεις τα δικά σου παιδιά.”
- Όποιος και να είσαι, είναι τόσο άδικο αυτό… Ξέρετε είναι ένα κορίτσι που ζει στην πολυκατοικία μου και πάντα ρωτάει για την αγάπη, στον δικό της κόσμο όλοι την αξίζουν. Το ίδιο και αυτός, δεν έχει δικαίωμα να ερωτευτεί, να αγαπήσει; Όλοι το έχουν, όπως και αν είναι, όπως και αν μοιάζουν, έτσι πιστεύει αυτό το υπέροχο κορίτσι.
   Οι δυο αστυνομικοί τον κοιτούσαν περίεργα, αυτός ο τύπος ίσως ούτε παλαβός ήταν, ούτε βγήκε έξω να τους δουλέψει…
- Πόσο χρονών είναι; Τον ρώτησε ο πιο κοντός,
- Κάπου κοντά στα σαράντα θα έλεγα, ναι, σχεδόν συνομήλικος μου είπε ο οδηγός.
- Το φαντάζεσαι ρε; Ρώτησε ο ψηλός στον συνάδελφο του,
- Τι να φανταστώ ρε, φοβερό δεν είναι; Του απάντησε με ερώτηση του ψηλού και γυρνώντας στον οδηγό του είπε, τι να σου πω, με συγκλόνισες τώρα, έχεις πολλές ευαισθησίες, εγώ δεν θα το σκεφτόμουν έτσι, αλλά τώρα..
   Οι αστυνομικοί πήγαν από την πλευρά του συνοδηγού και ο οδηγός μπήκε στο αυτοκίνητο υπό τους ήχους των Γουάμ και κατέβασε το τζάμι να τον δουν.
 - Είναι κουνέλι νάνος, τους πληροφόρησε.
    Ήταν πολύ όμορφος, όλος λευκός, μόνο το περίγραμμα τον ματιών του ήταν γκρίζο, τα μικρούλικα αυτάκια του και μια λωρίδα στην πλάτη του. Μόλις αντιλήφθηκε τους απρόκλητους παρατηρητές του, στην αρχή στριφογυρνούσε με φόρα μέσα στο κλουβί, έπειτα δάγκωνε σαν τρελός το μπολ της τροφής του και το σκουντούσε πέρα δώθε και στο τέλος έβαλε τα μπροστινά ποδαράκια του ψηλά επάνω στα συρμάτινα κάγκελα του κλουβιού και ανασηκώθηκε κοιτώντας τους…  Οι αστυνομικοί τον παρατηρούσαν γελώντας και σχολιάζοντας,
- Πώς τον λένε; Ρώτησε ο ένας.
- Λωρίδα, από εκείνη την Χριστουγεννιάτικη αμερικάνικη ταινία, τα Γκρέμλινς. Τον βαφτίσαμε έτσι γιατί είναι ζόρικος, αντράκι. Ορμάει και δαγκώνει άμα τον πειράξεις και να φανταστείς όταν μας τον έφεραν στο σπίτι πριν πέντε χρόνια σχεδόν, τον νομίζαμε για κορίτσι και τον φωνάζαμε Μάγια. Όλοι τους γέλασαν…
Ο ψηλός έχωσε στην θήκη το μπλοκ του,
- Και που θα τον πας τώρα;
- Που είναι τα κορίτσια;
Τον ρώτησαν σχεδόν ταυτόχρονα,
- Στον λόφο, ψηλά, τέρμα στα Κωνσταντινουπολίτικα. Είναι ένας κύριος εκεί που έχει κτήμα και έχει μαζέψει πολλά κουνελάκια και άλλα μικρά ζωάκια από τα σπίτια που τα βαρέθηκαν, όπως κάνουμε με τόσες άλλες αδέσποτες ψυχές βλέπεις. Πάει κόσμος με τα παιδιά του και τα βλέπουν. Εκεί σίγουρα ο Λωρίδας θα βρει το κορίτσι που δεν ήξερε ότι υπήρχε, την αγάπη στα χρόνια της πανδημίας…

  
Επιστροφή στον Απρίλη του 2025…
   Η είσοδος του σπιτιού άνοιξε, ήταν η κόρη και η γυναίκα που μπήκαν στο σπίτι,
- Μπαμπά; Η κόρη του είχε μεγαλώσει, ήταν πια φοιτήτρια.
- Εδώ στο δωμάτιο είμαι.
- Καλησπέρα, πότε γύρισες; Τον ρώτησε η γυναίκα του.
- Πριν λίγο.
- Τι κάνεις στα σκοτεινά, δεν έφαγες ακόμη;
- Τώρα, τώρα μόλις το ζέστανα απάντησε στην σύζυγο του…



Λίγα λόγια από έναν αφηγητή που γνωρίζει πολλά…

   Ο Λωρίδας δεν ζούσε πια κοντά τους, ζούσε εδώ και καιρό στο κτήμα και όπως του έπρεπε ήταν τώρα πια παππούς. Στην αρχή για κάποιο διάστημα τον πήγαιναν και τον έφερναν στο κτήμα, μα όσο και να τον αγαπούσαν, όσο και να τον φρόντιζαν, στο τέλος κατάλαβαν πως δεν τους ανήκε. Είχε γεράσει, μέρα με την μέρα έφθινε όπως κάθε ζωντανός οργανισμός επάνω στην γη. Δεν έκανε εκείνα τα απότομα τινάγματα και τα χοροπηδηχτά ακροβατικά του, ούτε νευρίαζε και ορμούσε σε ότι τον ενοχλούσε. Κινούταν αργά, έκανε μόνο λίγα βαριά βήματα σπρώχνοντας με κόπο τα πίσω ποδαράκια του και την περισσότερη ώρα καθόταν σε μια γωνιά νωχελικός, μυρίζοντας που και που εκεί τριγύρω του. Τις ατέλειωτες ώρες που έμενε ξύπνιος τα βράδια στην γωνιά του, μπορεί και να θυμόταν το δωμάτιο της γιαγιάς μπροστά στο πάρκο της Τούμπας όταν ήταν παιδί και αργότερα στο νέο σπίτι την γωνιά του∙ στο παραμυθένιο γραφείο του συγγραφέα. Σίγουρα όμως θυμόταν τα χάδια και τις αγκαλιές που δέχθηκε, τα γλυκόλογα που άκουσε από την κόρη και την μητέρα της, τα παιχνίδια της νιότης του μαζί τους. Τώρα ζούσε με τους δικούς του, τα κορίτσια, τα παιδιά και τα εγγόνια του. Που και που η οικογένεια ενώνονταν κάποια Κυριακή στο κτήμα, όταν τον έπαιρναν και πάλι στην αγκαλιά τους, όπως και τότε και η καρδούλα του χτυπούσε ξανά από αυτό που λέγεται αγάπη και δεν γνωρίζει σύνορα, δεν κάνει διακρίσεις, σε πρόσωπα, πλάσματα και μορφές…



Στον πατέρα μου που αγαπούσε και σεβόταν όλα τα πλάσματα του Θεού.
Στις αθώες ψυχές όλου του κόσμου που ζητούν την αγάπη και ζουν σε φανερά ή μη κλουβιά…
 
Α. Δ.Ε.  ΒΑΛΜΑΣ  
31/5/2020

Θερμές ευχαριστίες στον φίλο και εξαιρετικό ζωγράφο Ντίνο Παπασπύρου,
1. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-159, Τζακαράντες-2, τέμπερα, 24Χ36 εκ., 2010, Κωδ. 732
2.ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-11, Αμπελώνες στην περιοχή Επανομής, τέμπερα, 12Χ12 εκ., 2012, Κωδ. 942



ΦΙΛΟΙ ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΓΗ