Τρίτη, Δεκεμβρίου 31, 2024

Η κόκκινη μπάλα των Χριστουγέννων

 

Η κόκκινη μπάλα των Χριστουγέννων



   Μοίρασαν μεταξύ τους έπιπλα, συσκευές, κουβέρτες, κάθε μεγάλο ή μικρό αντικείμενο που είχαν αγοράσει στα λίγα χρόνια της συγκατοίκησης τους. Στο τέλος έμειναν μόνο κάτι αδιάφορα αξεσουάρ για το σπίτι και το χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα στολίδια του.

- Κράτησε τα εσύ, της πρότεινε ο Γιώργος.

- Όχι, του απάντησε η Έλενα, ότι δεν έχω απόλυτη ανάγκη δεν το θέλω, δεν θέλω να θυμάμαι τίποτα από εμάς τους δυο.

- Ρίξτα στην ανακύκλωση τότε, ανταπάντησε αδιάφορος...

   Τελευταία, έφυγε η Έλενα. Τέλος Νοέμβρη ήταν, το διαμέρισμα της οδού Χρυσοστόμου στον Εύοσμο, έπρεπε να παραδοθεί στον ιδιοκτήτη του άμεσα. Οι νέοι ενοικιαστές, περίμεναν σχεδόν με τα πράγματα τους έξω από την πόρτα για να μπουν, να τακτοποιηθούν για τις γιορτές. Ανυπομονούσαν να περάσουν τις γιορτινές ημέρες στον νέο τους σπιτικό. Σε αντίθεση, ότι απέμεινε στην Έλενα από την οικοσκευή, κατέληξε στην αποθήκη του πατρικού της, στην Χαριλάου. Προσωρινά θα διέμενε με τους γονείς της, μέχρι να βρει και πάλι τα πατήματα της.

 

   Σε κάποια σπίτια είχαν στολίσει ήδη! Για αυτήν όμως τούτες οι γιορτές δεν θα ερχόταν ποτέ, δεν το ήθελε εξάλλου, είχε κλειδώσει την ψυχή της. Και για ποιο λόγο να ερχόταν οι γιορτές; Δεν θα είχαν καμιά σημασία για εκείνη, καμία γεύση, καμία μυρωδιά, καμία αγκαλιά, καμία θύμηση δεν ήθελε να τρυπώσει στο μυαλό της· τουλάχιστον αυτό ήλπιζε.

   Είχε πληγωθεί βαθιά από τον Γιώργο, τον αγαπούσε πολύ κάποτε, τώρα τον μισούσε. Και αυτή πόσο ανόητη στάθηκε, πόσο κλειστά κρατούσε τα μάτια της. Πριν λίγο καιρό, ανακάλυψε μόνη της, την αλήθεια. Δεν ήταν μόνο μια απιστία, της αποκάλυψε ο Γιώργος, ταίριαζε με την Βάλια πολύ, πολύ περισσότερο, από όσο μαζί της. Δεν θα το κράταγε μυστικό· της είχε εξομολογηθεί, θα της το έλεγε σύντομα, αφού δεν μπορούσε να ζει πια μαζί της. Ήθελε να αλλάξει σελίδα, να προχωρήσει στην ζωή με εκείνη…

   Καθώς έφευγε δακρυσμένη, έδωσε μια απότομη ώθηση και η μεγάλη σακούλα με το χιονισμένο δέντρο και τα χριστουγεννιάτικα, βρέθηκαν μέσα στο μπλε κάδο. Το καπάκι έκλεισε και το απόλυτο σκοτάδι σκέπασε τα στολίδια…

 

 

***

 

 

    Ώρες μετά είχε νυχτώσει, ένας ρακοσυλλέκτης με το καροτσάκι και την σφηνωμένη χαρτόκουτα του γεμάτη με τους “θησαυρούς” των κάδων, άνοιξε το καπάκι και χώθηκε μέχρι την μέση του να σκαλίσει τον σωρό. Αμέσως το φως του φακού του, έπεσε πάνω στις πολύχρωμες μπάλες, τα λαμπιόνια και το δέντρο. Φώτισε το πρόσωπο του. Τα μικρά στο σπίτι, ήθελαν ένα στολισμένο δέντρο και αυτός έλπιζε ότι θα βρει διάφορα στολίδια στους κάδους. Αυτό όμως φάνταζε πιο πιθανό μετά τις γιορτές, όταν ξεστόλιζαν τα σπίτια και τότε ξεφορτώνονταν πολλά στα σκουπίδια τους.

    Καθώς τράβηξε την χριστουγεννιάτικη σακούλα δεν είδε την κόκκινη μπάλα με τον χρυσαφί φιόγκο που γλίστρησε και έπεσε μαλακά στο χορτάρι πίσω από την ανακύκλωση. Χαρούμενος κρέμασε την σακούλα στο πλάι του καροτσιού και συνέχισε την μεγάλη πορεία του προς στους κάδους, μέχρι το κέντρο της πόλης.

 

 

***

 

   Το μεσημεράκι της επόμενης ημέρας, το λευκό αυτοκίνητο έφτασε στο σημείο της επαγγελματικής επίσκεψης και ο οδηγός του το πάρκαρε στον άνετο χώρο. Χρυσοστόμου Σμύρνης 2, ήταν η διεύθυνση που έψαχνε. Ο γεωεντοπισμός από το κινητό του έδειχνε ότι βρισκόταν στο σωστό σημείο, όμως όσο και να κοίταξε προσεκτικά ξανά και ξανά, δεν μπορούσε να εντοπίσει το κατάστημα που ήθελε να επισκεφτεί. Περίεργο σκέφτηκε ο νέος άντρας· ο Άρης, κάτι δε πάει καλά εδώ. Γύρισε και πάλι στο πλάι για να δει μήπως του ξέφυγε κάτι και τότε είδε την κόκκινη μπάλα με τον χρυσαφί φιόγκο στο χορτάρι. Πως βρέθηκε εδώ τέτοια εποχή; Συνήθως έβλεπε πεταμένα δέντρα και Χριστουγεννιάτικα στολίδια μετά την πρωτοχρονιά ή των Φώτων· πράγμα που το στεναχωρούσε πολύ. Θα έπεσε από κάποιο μπαλκόνι υπέθεσε, μα όχι υπάρχει κάδος εδώ, μάλλον κάποιος την ξεφορτώθηκε ξανασκέφτηκε.  

    Έσκυψε και την έβαλε προσεκτικά στην χούφτα του, καθώς ηχούσε το sugar plum στο κινητό του.

- Αααα, Χρυσοστόμου Σμύρνης 2 στην Μενεμένη… κι εγώ ήρθα στον Εύοσμο. Ωραία σε δέκα λεπτά θα είμαι εκεί. Έκλεισε το τηλέφωνο και καθώς περπατούσε για το αυτοκίνητο, κοίταξε την χούφτα του όπου κρατούσε την μικρή κόκκινη μπάλα με τον μεγάλο χρυσαφένιο φιόγκο. Τι περίεργο, σκέφτηκε,

- Μου φαίνεται για να σε βρω και να σε σώσω έγινε όλο αυτό το μπέρδεμα με την διεύθυνση, μονολόγησε και άναψε την μηχανή.

 

***

 

   Μέρες μετά, είχαν φτάσει οι παραμονές των Χριστουγέννων. Σε  ένα ανήλιο στενό, κάτω από την οδό Ολύμπου, όπου λειτουργούσε πριν χρόνια ένα μικρό συνεργείο οικιακών συσκευών, τώρα χρησίμευε και για σπίτι.  Ήταν στην ουσία αποθήκη των ρεταλιών ή όποιου άλλου σκεπάσματος, χαλιού ή ρούχου έβρισκε στα σκουπίδια μια οικογένεια Βούλγαρων Ρομά. Πριν λίγους μήνες είχαν έρθει στην Θεσσαλονίκη και έπιασαν αμέσως δουλειά. Ένας ηλικιωμένος άντρας, ένας δικηγόρος, στρυφνός και αγέλαστος· είχε αποκτήσει δεκάδες καταστήματα και διαμερίσματα από πλειστηριασμούς στο κέντρο, τους νοίκιασε τον χώρο για 150 € κάθε μήνα.

   Επειδή τα τζάμια ήταν σπασμένα σε διάφορα σημεία, είχαν κρεμάσει από μέσα, κάτι λερές, μπλε και κόκκινες κουβέρτες· γεμάτες με χιονιονιφάδες και κίτρινα αστέρια, που είχαν θαμπώσει μέσα στους σκουπιδοτενεκές. Στον μικρό χώρο έκανε παγωνιά, όμοια με έξω. Δεν είχε ρεύμα, παρά μόνο δυο φανοί θυέλλης, που αφήναν ένα λυμφατικό φως να πέφτει στους ωχρούς τοίχους. Ο άντρας, η γυναίκα και τα δυο μικρά παιδιά τους, καθόταν πάνω σε σωρούς από υφάσματα, κουβέρτες, χαλιά, παπλώματα και ότι άλλο είχαν στοιβάξει μέσα στον χώρο. Μετά τα Χριστούγεννα θα ερχόταν το φορτηγό από την Βουλγαρία, ώστε να τα φορτώσουν όλα και να πληρωθούν.  Στην μέση όμως αυτού του φτωχικού χώρου ήταν τοποθετημένο το πιο όμορφο δώρο για τα παιδιά, το χριστουγεννιάτικο δέντρο που είχε βρει ο πατέρας τους, στην οδό Χρυσοστόμου Σμύρνης. Αργά την νύχτα κάτω από το δέντρο θα τοποθετούσαν, λίγα γλυκά και κάποια παιχνίδια των κάδων για τα Χριστούγεννα. Ο Άγιος Βασίλης θα καταδεχόταν και τούτο το άθλιο σπιτάκι, όπου μεγάλωναν δυο παιδιά χωρίς πραγματική παιδική ηλικία, που δεν ήξεραν να διαβάζουν, ούτε να του γράφουν γράμματα, που δεν ζητούσαν ακριβά δώρα και ήταν ευχαριστημένα με ότι τους έφερνε σε τούτο το μέρος, που έμοιαζε στα μάτια τους τόσο ζεστό με το πανέμορφο δέντρο. Κι έτσι ευχαριστημένα, τα ματάκια τους έλαμπαν πιο πολύ από τα πολύχρωμα λαμπιόνια των πλουσιόσπιτων.  

 

***

 

  Έπρεπε να βγει έξω, να ξεχαστεί. Φτάνει η απομόνωση, ένα μήνα θύμωσε, έκλαψε, βυθίστηκε στην θλίψη, η καρδιά της δεν άντεχε άλλο στο σπίτι, να την βλέπουν έτσι χάλια οι γονείς της.  Είχε παραιτηθεί κι από την εταιρεία· δούλευαν εκεί όλοι τους. Δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να βλέπει τον Γιώργο να τσιλιμπουρδίζει με την Βάλια, να της χτυπούν την ευτυχία τους, στα μούτρα της.

   Η λύτρωση ήρθε από εκεί που δεν το περίμενε. Όχι ότι δεν ήθελε, αλλά δεν είχε τύχει ποτέ να είναι μέρος, στην διοργάνωση μιας φιλανθρωπικής εκδήλωσης. Ένα εργαστήρι εικαστικών δημιουργιών που με το έργο καλλιτεχνών, βοηθούσε οικογένειες παιδιών που έπασχαν από νεοπλασματικές ασθένειες, είχε διοργανώσει ένα τριήμερο χριστουγεννιάτικο μπαζάρ σε μεγάλο εμπορικό κέντρο της πόλης. Η Σοφία που την γνώριζε χρόνια και φυσικά γνώριζε και για τον χωρισμό της, της το πρότεινε λίγες ημέρες πριν τις γιορτές.

 “Βάλια να πας, θα ξεχαστείς και θα βοηθήσεις, ψάχνουν εθελόντριες για τις πωλήσεις των ειδών”. Δεν το σκέφτηκε καθόλου, ήταν τόσο καλός ο σκοπός και αυτή τόσο πιεσμένη και στεναχωρημένη που αποδέχτηκε αμέσως να συμμετάσχει. Και ως εκ θαύματος στόλισε η ίδια και το χριστουγεννιάτικο δέντρο στο περίπτερο του συλλόγου.

   Η πρώτη μέρα, ένα γεμάτο 12ώρο πέρασε δίχως να το καταλάβει. Την δεύτερη μέρα, είχε πάλι πολύ κίνηση και μαζί με ακόμη μια εθελόντρια δεν προλάβαιναν να εξυπηρετήσουν τις οικογένειες, τα ζευγάρια αλλά και κάποιους μεμονωμένους ανθρώπους που περνούσαν, ώστε να αγοράσουν κάποιο δώρο και να βοηθήσουν τον σύλλογο. Οι πωλήσεις είχαν ξεπεράσει κάθε προσδοκία και σίγουρα για την Κυριακή θα έπρεπε να τους φέρουν και άλλα χριστουγεννιάτικα, γούρια, αρωματικά κεριά, πίνακες και τόσα άλλα είδη για τον πάγκο. Αργά το απόγευμα όταν ήρθε εκείνος, να φέρει ότι ζήτησαν από την αποθήκη του συλλόγου, τα βλέμματα τους συναντήθηκαν. Ο Άρης σαν πωλητής ήταν πολύ επικοινωνιακός και της έπιασε αμέσως συζήτηση, εξάλλου και ο ίδιος ήταν εθελοντής στο εργαστήρι και είχε μεγάλη φιλία με πολλά μέλη. Συζητώντας για τις πωλήσεις και το ποσό που θα μαζευόταν για τις οικογένειες, έσπασε κι ο πάγος από την πλευρά της Έλενας. Ήταν πολύ ευχάριστος τύπος και πολύ γλυκός εμφανισιακά· σαν τον χαρακτήρα του. “Λοιπόν αύριο θα έρθω και εγώ να βοηθήσω όπως το υποσχέθηκα και μόλις σκέφτηκα κάτι, μια έκπληξη…” είπε πριν φύγει.

 

***

 

  Καθώς χαλάρωνε στο σαλόνι του πατρικού της, μετά την κουραστική αλλά πολύ όμορφη μέρα, η Έλενα σκεφτόταν πως αύριο περίμεναν πολύ κόσμο. Ευχόταν πολύ χαρούμενη, αυτό να εκφραζόταν πάλι σε υψηλές πωλήσεις και να μαζεύονταν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ποσό για να βοηθηθούν οι δράσεις του συλλόγου. Πόσο χαιρόταν που η Σοφία της είχε προτείνει κάτι τέτοιο. Όμως κι ο Άρης, τι γλυκός άνθρωπος, τι ευχάριστη έκπληξη η γνωριμία τους. Δοτικός άνθρωπος, όχι σαν τον Γιώργο που κοιτούσε μόνο το προσωπικό του συμφέρον και την επαγγελματική ανέλιξη του. Δεν την έπιανε ύπνος με όλα αυτά, και το άλλο, τι έκπληξη να εννοούσε ο Άρης; Όσο και να μην το περίμενε, τα φετινά Χριστούγεννα είχαν αποκτήσει και μυρωδιά και γεύση ευχάριστη!!!!

    Στην ζωή κάποια γεγονότα είναι τόσο προκλητικά τυχαία, όσο σαν να τα σχεδίαζε κάποιος. Εκείνο λοιπόν το κυριακάτικο πρωινό μια ανάσα πριν τα Χριστούγεννα, η Έλενα δεν θα το ξεχνούσε ποτέ. Ο Άρης καθώς έφτασε στο περίπτερο έβγαλε από ένα χάρτινο τσαντάκι μια κόκκινη μπάλα και της είπε χαμογελώντας, “Νομίζω ότι όλο το μπέρδεμα δημιουργήθηκε για να βρω και να σώσω τα Χριστούγεννα”.

   Ακόμη και αν δεν της εξηγούσε το λάθος με την διεύθυνση και την κόκκινη μπάλα που βρήκε πλάι στον κάδο της οδού Χρυσοστόμου, εκείνη θα την αναγνώριζε, γιατί με τα χέρια της είχε φτιάξει τον φιόγκο της χριστουγεννιάτικης μπάλας, από την σπάνια χρυσαφιά δαντέλα που είχε αγοράσει πριν χρόνια από ένα παλιακό μαγαζί με κλωστικά είδη. Δεν πίστευε στα μάτια της, κοιτούσε σαν να έβλεπε το πιο απίστευτο πράγμα στον κόσμο και ήταν όντως, η ανεύρεση της, το ταξίδι της πάλι πίσω σε εκείνη που την πέταξε μαζί με όλο τον χριστουγεννιάτικο στολισμό από τον θυμό της. Καθώς την κρέμασε στο δέντρο και γύρισε χαμογελαστός να κοιτάξει την Έλενα και να της πει “Τώρα νομίζω θα είναι και πάλι ευτυχισμένη”, εκείνη του είπε “Έγινε για να σε γνωρίσω…” και τα μάτια της έλαμψαν δακρυσμένα…  

    Όσοι μπορούν και πιστεύουν, θα πίστευαν την ιστορία της κόκκινης μπάλας, που καθώς έπεφτε από την σακούλα άκουγε το αστέρι της κορυφής να της φωνάζει “Μην απελπίζεσαι, να πιστέψεις πως όλα θα πάνε καλά. Θα βρεις ξανά την ευτυχία, τον προορισμό σου”. Το βράδυ που έμεινε στο χορτάρι και κοιτούσε τα αστέρια αναρωτιόταν αν ήρθε το τέλος της, αν θα μπορούσε ξανά να βρεθεί σε ένα δέντρο χριστουγεννιάτικο. Αυτά όμως τα πιστεύουν μόνο όσοι μπορούν να αισθανθούν την “μαγεία” των Χριστουγέννων, την αληθινή ουσία τους, την αγάπη…

 

  Κι όμως, αν και η μυθοπλασία ήρθε να πασπαλίσει με χριστουγεννιάτικη μαγεία το διήγημα, όλα πήγαν καλά και η κόκκινη μπάλα που βρέθηκε έξω από τον κάδο της οδού Χρυσοστόμου Σμύρνης, είναι πέρα για πέρα αληθινή και αυτές τις γιορτές κοσμεί το χιονισμένο δέντρο μας, στα κεντρικά γραφεία της Technomat.


Στον Κώστα, τον Λούη και την Δάφνη και σε όλη την ομάδα της Technomat.

 

Στην υπέροχη Χριστίνα Λαζαρίδου την πρόεδρο της ένωσης εικαστικών ΛΑΝΑΣΣΑ υπέρ φορέων καρκινοπαθών.

 

Στην μαγεία των Χριστουγέννων που μπορεί και κάνει μικρά θαύματα κάθε μέρα…





Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ

Δεκέμβριος 2024

Δευτέρα, Οκτωβρίου 28, 2024

Κάθε δειλινό

 Κάθε δειλινό

 ή Αλλάχ, ή Χριστός,

ή Σεβάχ θαλασσινός



    
   Όταν ο μαλαματένιος δίσκος έγερνε μακριά της· χαμηλώνοντας για το βασίλεμα του, εκείνη βιαζόταν να φτάσει στο ακρογιάλι. Κάθε δειλινό, κινούσε πάντα από την γειτονιά με τα χαμηλά, εξαθλιωμένα σπιτάκια, για τον κοντινό γιαλό. Από παιδί αποζητούσε να αφήνει πίσω της, τους γυμνούς τοίχους με τις τσίγκινες σκεπές, τους ανθρώπους και τον “σκληρό κόσμο” τους, που δεν χωρούσε στην καρδιά της. Απομακρύνονταν απ’ την φτωχογειτονιά, για να βρει το δικό της “σύμπαν”, για βόλτες μακρινές που πάντα κατέληγαν στην θάλασσα. Τόσο πολύ την αγαπούσε που είχε ανακαλύψει δυο βραχάκια σαν αγκαλιά, να ακουμπάει εκεί το σώμα της, κι ύστερα το είναι της να χάνεται στο γέρμα του ήλιου, στην υγρή αγκάλη της Μεσογείου. Στο μούχρωμα της μέρας, πριν πέσει βαριά η νυχτιά, βίωνε με όλες τις αισθήσεις της μια άλλη διάσταση. Eκείνη την μαγική ώρα που ο πορτοκαλί δίσκος βυθίζεται ζεματίζοντας τα νερά και σιγοσβήνει αργά, αναλλοίωτος, στα βάθη της θάλασσας, το κορίτσι “ταξίδευε” μακριά από την ανηλεή πραγματικότητα. Κάθε μέρα, ζούσε για εκείνες τις μοναδικές, ειρηνικές στιγμές. Τις λίγες στιγμές που έδιναν νόημα, στην άνυδρη ζωή της.

~~~

   Χρόνια μετά, σε κάθε ηλιοβασίλεμα, είχε πια τον άντρα της στο πλάι. Στα βραχάκια της, στα βραχάκια τους, το λιόγερμα στο βαθυγάλαζο πέλαγος έγινε και δικό του. Κάθε δειλινό, αγκαλιασμένοι κοιτούσαν με ευλάβεια να σβήνει το φως της ημέρας προς τις χώρες της δύσης και στον σκοτεινό ουρανό να αργοσπινθηρίζουν αμέτρητα αστέρια, σε αναρίθμητους γαλαξίες, ακουμπισμένους στο άπειρο.
   Όταν έμεινε έγκυος, οι τρεις τους πια κατέβαιναν στο περιγιάλι. Ήθελαν και το μωρό τους να το βιώνει μέσα απ’ την μητρική του θάλασσα και να είναι αργότερα η πρώτη του εικόνα, η δική τους συνέχεια.

   Δεν ανακαλούσε ημέρες ευτυχίας, παρά μόνο περιόδους φαινομενικής ηρεμίας πριν το επόμενο ξέσπασμα. Τώρα όμως δεν ήταν για εκείνη, τώρα ζητούσε ένα καλύτερο μέλλον για το μωρό της. Θα έπρεπε να φύγουν μακριά από την πατρίδα, γνώριζε καλά πως η ελπίδα δεν μπορούσε να ανθήσει ακόμη σε τούτα τα χώματα.

   Θυμόταν, έφηβο κορίτσι, καθισμένη παρά θίν' αλός, με την φαντασία της μεταφερόταν σε μέρη μακρινά· που είχε δει μόνο απ’ την τηλεόραση. Αν και δεν είχε φύγει ούτε στιγμή από την γενέθλια γη, πάνω στα βραχάκια της επισκεπτόταν μέρη εξωτικά, με τις ακρογιαλιές τους ήσυχες και τους γερτούς φοίνικες να ακουμπούν στο λαμπερό γαλάζιο ή περπατούσε σε χιονισμένες βόρειες θάλασσες και πετούσε επάνω από αχανείς εκτάσεις πάγου. Ταξίδευε όμως και πιο κοντά, εκεί όπου οι γείτονες στην ίδια θάλασσα, στο ηλιοβασίλεμα περπατούσαν σε πόλεις πλούσιες, γελούσαν και χαίρονταν, τόσο μακριά μα και τόσο κοντά, κάτω από τον ίδιο ουρανό. Όμως ο θάνατος τους παραμόνευε και εκείνους, κανείς δεν ήταν ασφαλής μέσα σε κάποια τρομερή στιγμή. Κι αναρωτιόταν, γιατί τόσο αθώο αίμα, πως μπορούσαν οι άνθρωποι να ζουν έτσι; Πως μπορούσαν να μισούν ο ένας τον άλλον, να κάνουν κακό στον συνάνθρωπο στο όνομα του Πανάγαθου Θεού που επικαλούνταν για τα εγκλήματα τους;

   Μήπως αν κοιτούσαν τον δρόμο του ήλιου; Αν έδιναν χρόνο σ’ αυτή την υπέροχη δύση, σ΄ αυτό το προσωρινό τέλος που ακολουθείται κάθε πρωινό απ’ το θαύμα της ανατολής, της αναγέννησης; Αν όλοι οι άνθρωποι εκείνες τις στιγμές κάθονταν σε μια ακροθαλασσιά; Αν μετά το ηλιοβασίλεμα σιωπούσαν καθώς ο έναστρος ουρανός αποκάλυπτε τα μυστικά του Θεού που πίστευαν; Αν ένοιωθαν κύτταρα του ίδιου σώματος, κύτταρα φτιαγμένα από την αστρόσκονη αυτού του θαυμαστού μυστήριου κόσμου; Αν όλα αυτά γινόταν, θα μπορούσε να αλλάξει κάτι μέσα τους; Θα άλλαζε μήπως κάτι σε αυτόν τον κόσμο;

~~~

   Σε λιγότερο από μήνα θα ερχόταν στην ζωή το μωρό τους. Οι γονείς της, επέμεναν να μείνουν σπίτι, μα οι δυο τους δεν θα έχαναν για τίποτα στον κόσμο, ακόμη ένα ολόδικο τους ηλιοβασίλεμα.

   Κάθισαν με τα κεφάλια τους γυρτά, ακουμπισμένοι ο ένας στον άλλον. Ο ήλιος είχε χαμηλώσει χαρίζοντας τους τα τελευταία του χρώματα, ταξιδιάρικα πουλιά, μετεώριζαν ψηλά, ακουμπώντας την ιριδίζουσα γραμμή του ανέφελου ορίζοντα. Μέσα στην ανείπωτη ομορφιά της φύσης, τα μάτια τους συναντήθηκαν γεμάτα ελπίδα για την νέα ζωή που έφτανε, που ήλπιζαν να μεγαλώσει μακριά, σε ένα τόπο ειρηνικό. Σε ένα τόπο που από τον ουρανό έπεφτε μόνο βροχή και χιόνι, που ο ήλιος δεν σκιάζονταν ποτέ, που ο φόβος του πολέμου δεν φώλιαζε καθημερινά στις ζωές ανθρώπων...

   Ξάφνου ο ουρανός σκοτείνιασε πιο νωρίς από κάθε άλλη φορά, δυο μεταλλικά φτερά σκέπασαν τις τελευταίες αχτίδες του καθώς σκόρπισαν τον θάνατο. Το αίμα έβαψε την αγκαλιά τους, κι ύστερα τα δυο τους βραχάκια…

~~~

   Στην χιλιοβομβαρδισμένη πόλη, ο θάνατος παραμόνευε παντού. Σαν την πυκνή σκόνη τριγυρνούσε σε δρόμους και πλατείες, στα χαλάσματα, στα ερείπια των κτιρίων. Πέφτοντας το σκοτάδι χώθηκε στο νοσοκομείο, ακολουθώντας το ζεστό ακόμη αίμα, να πάρει μόνο όσους έπρεπε. Περπατούσε αργά κι ήταν οι ώμοι του πεσμένοι, τόση σφαγή, κι ο ίδιος δεν την άντεχε…


   Η μοναδική χειρουργός του αποδεκατισμένου νοσοκομείου, άυπνη εδώ και μέρες, πεινασμένη, με ότι δυνάμεις της απέμεναν, άρπαξε το μωρό από τα παγωμένα χέρια του θανάτου και κράτησε το νεογέννητο κοριτσάκι στα δικά της. Με την αγκαλιά της γεμάτη, με την καρδιά της μισή, με τα μάτια υγρά, κοίταξε την μάνα του κοριτσιού που κείτονταν στο χειρουργικό τραπέζι, σκεπασμένη με ένα χοντρό καταματωμένο σεντόνι. Το πρόσωπο της γαλήνιο, τα μάτια της σφαλιστά, δεν θα έβλεπαν με λατρεία ποτέ το παιδί που αναστούσε μέσα της εννιά μήνες, με τόση αγάπη. Το σπλάχνο της, ανασυρμένο από την μητρική του θάλασσα, έκλαιγε γοερά, τραντάζονταν το μικροσκοπικό κορμάκι του.

   Έσκυψε και της φίλησε το μέτωπο κι ύστερα ακούμπησε το μωρό στην αγκαλιά της νεκρής μητέρας, να την νοιώσει για τελευταία φορά, η ψυχή της ήταν ακόμη εκεί…

    Η πόρτα έτριξε, ένας νοσοκόμος, μπήκε στο χειρουργείο να πάρει το νεκρό σώμα της μάνας για εκείνον τον μεσιανό θάλαμο, που δεν είχε χτυπηθεί ακόμη από οβίδες. Εκεί όπου την περίμενε ο αγαπημένος της να ταφούν μαζί, εκεί όπου δεν έφταναν οι προσευχές ούτε στον Χριστό, ούτε στο Αλλάχ, εκεί όπου οι συγγενείς περίμεναν να αγκαλιάσουν ότι απέμεινε από τους ανθρώπους τους.


   Η γιατρός, κρατώντας απαλά το παιδί στο στήθος της, έστρεψε κατά το ραγισμένο παράθυρο. Κάρφωσε το βλέμμα της στην σκοτεινή θάλασσα… κάπου εκεί υπήρχαν δυο βραχάκια, πριν λίγη ώρα καθόταν οι γονείς που δεν θα γνώριζε ποτέ αυτή η ψυχούλα. Έκλαψε πολύ, το χρωστούσε στο μωρό, στο βασανισμένο λαό της, στους πρόσφυγες αυτού του κόσμου. Ψηλά, στο νυχτερινό στερέωμα, τις φάνηκε πως τα μυριάδες αστέρια τρεμόπαιζαν λυπημένα, καλωσορίζοντας την νέα ζωή…



Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ

Θεσσαλονίκη
28/10/2024

Αφιερωμένο στην μνήμη του Ιωνά Καρούση και όλων των αδικοχαμένων παιδιών αυτού και κάθε άλλου πολέμου.

Ζωγράφος Ντίνος Παπασπύρου, τις θερμές μου ευχαριστίες στην Δέσποινα Παπασπύρου για την παραχώρηση της χρήσης των έργων του πατέρα της στο διήγημα.

Έργα:

ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-21, ηλιοβασίλεμα στην Παραλία Διονυσίου, τέμπερα, 28Χ38 εκ., 2012, Κωδ. 1007

ΠΙΝΑΚΑΣ-Επίκληση (δυο χέρια στον ουρανό)

Παρασκευή, Μαΐου 31, 2024

Ρεμέτζο



Ρεμέτζο

  “Δεν σου αρέσει το αφεντικό; Οι σερβιτόροι σε διώχνουν; Ο μάγειρας ξύπνησε στραβά; Άστους, αυτοί ίδιοι είναι όλοι, το μόνο που έχουν στο μυαλό τους είναι ο πελάτης τους. Πας λίγο παραπέρα, τους κοιτάς περιπαικτικά και ύστερα επιδεικτικά, με το κεφάλι ψηλά, τράβα στο διπλανό μαγαζί. Εμείς εδώ δεν χρειάζεται να σκάμε, έχουμε και πολλά να διαλέξουμε!!!  Ύστερα, με τα χρόνια μαθαίνεις να ξεχωρίζεις τους πελάτες, μαθαίνεις τις συνήθειες, καταλαβαίνεις τον άλλον ρε παιδί μου. Που θα φύγεις νηστικός, που θα τσιμπήσεις το κατιτίς σου. Τι κόλπο πιάνει στις γυναίκες, ποιο στους άντρες και πάνω από όλα, ποιο στα παιδιά; Άντε ελάτε αύριο να σας τα δείξω, όλα στην πράξη”  


    Ήταν καμιά δεκαριά χρονών, αρκετά νέος για να είναι ακόμη σβέλτος και αρκετά μεγάλος για να έχει την απαραίτητη εμπειρία, αυτό που αποκαλείται σοφία της ζωής. Είχε κερδίσει πολλά πτυχία μετά τόσα χρόνια στο πανεπιστήμιο του δρόμου ή καλύτερα της Αφύτου· γιατί σε ένα τουριστικό μέρος πως να το κάνουμε, κόσμος και κοσμάκης από όλη την γη, έχεις πολλές επιλογές και πολλά μαθήματα να λάβεις. Μα δεν ήταν μόνο αυτό, τα καλοκαίρια αλλά τους χειμώνες κυρίως που οι ταβέρνες ήταν λιγοστές, έκανε καλή παρέα και με τους ψαράδες και έτρωγε φρέσκα και λαχταριστά ψαράκια, δίπλα στα βαθυγάλαζα νερά του ευλογημένου τόπου που γεννήθηκε. Μετά λοιπόν τόση εξάσκηση και τόσες περγαμηνές πλέον, μάθαινε στα νεαρά γατάκια τα κόλπα του.

“Λοιπόν, ακούστε με. Μην μαλώνετε μπροστά στους ανθρώπους γιατί θα σας διώξουν μακριά. Σκορπιστείτε σε όλα τα μαγαζιά, φαγητό έχει για όλους, αρκεί να ξέρεις να το ζητήσεις έξυπνα!!!” έλεγε με σιγουριά στα μικρά…

 

   Φυσικά, κι εκείνος ήταν κάποτε σαν κι αυτά, μικρούλης και άγαρμπος και τώρα αναπολούσε εκείνα τα χρόνια. Τα χρόνια που πέρασαν με τα όμορφα αλλά και με τις δυσκολίες τους. Την μάνα του δεν την θυμόταν καλά καλά, θυμόταν όμως σαν σε ξεθωριασμένη ταινία, όλα τα φερσίματα, τις τσιριμόνιες και τα κόλπα της. Μεγάλη καταφερτζού, ήξερε καλά πως να θέλγει αλλά και να μην ενοχλεί τους πελάτες. Καθόταν απέναντι τους ακίνητη και με εκείνες τις καταπράσινες ματάρες της, κουνώντας απαλά, απαλά την ροζ μυτούλα, ενώ ξερογλείφονταν με αξεπέραστο στυλ, εξέπεμπε όλη την γοητεία της. Με τις πρώτες ματιές και τα χαμόγελα των ανθρώπων, να σου και νιαούριζε βελούδινα. Μετά έκανε μικρά μικρά βηματάκια προς τον στόχο της και σταματούσε. Έπειτα, άλλη μια ενισχυμένη δόση ματάρες - μυτούλα - νιαούρισμα  και οι πρώτες μπουκίτσες φαγητό αιωρούνταν στον αέρα!!!          

    Ίδιος και απαράλλαχτος και αυτός· σαν και εκείνη, λευκός με καφετιά συμμετρικά μπαλώματα, πράσινα μάτια και η έντονα ροζ μυτούλα του ξεχώριζε μέσα στο λευκό κεφαλάκι. Στο μόνο που δεν της μοιάζει είναι η βραχνή, μπάσα φωνή που τον κάνει πολύ αστείο στους ανθρώπους και έτσι κερδίζει ακόμη πιο πολύ εύκολα το φαγητό του. Και αυτός όμως κύριος, όταν του πετάνε καμιά κομμάτα κρέας ή ψάρι πάντα κάθεται απέναντι στον δωρητή και δώστου οι βραχνές του ευχαριστίες ξανά και ξανά.

   Καλές και οι ομορφιές και τα κόλπα, πάνω από όλα όμως είναι εκείνη η σβελτάδα του που τον έχει σώσει από πολλές κακοτοπιές. Σαν μυριστεί τον κίνδυνο γίνεται αστραπή, κανείς σκύλος ή γκαρσόνι δεν τον προφταίνει. Μαζί και η πονηράδα του, έχει γίνει το ίνδαλμα όλων των μικρών γατιών της περιοχής. Κάθε τόσο συζητάνε τα νέα κατορθώματα του και σαν μεγαλώσουν ονειρεύονται να του μοιάσουν!!! Μέχρι και τα παιδιά του χωριού τον ζωγραφίζουν στα τετράδια ιχνογραφίας τους. Μάλιστα ένας ζωγράφος της περιοχής που έχει ζωγραφίσει δυο τρεις ντουζίνες ντενεκέδες με λουλούδια, με τις μορφές διαφόρων καλλιτεχνών, ζωγράφισε και την αρχοντιά του να τον καμαρώνουν όλοι και από κάτω, το όνομα. Το όνομα αυτού του θρύλου, είναι Ρεμέτζο· απ’ την ταβέρνα στην άκρη του πεζόδρομου. Εκεί αντρώθηκε και εκεί συχνάζει πιο πολύ, εκεί έχει και τους πιο μεγάλους θαυμαστές του.      

***


    Καλές οι δόξες, μα τώρα που μεγάλωσε, τα καλοκαιρινά βράδια μετά τα μαθήματα με τα γατιά και τις ταβέρνες με τους λαχταριστούς μεζέδες, περνάει απ’ τα μπαρ με την δυνατή μουσική, χώνεται ανάμεσα από το πλήθος των τουριστών και με σβέλτες κινήσεις τα αφήνει όλα πίσω του και καταλήγει σε ένα στενό, ήσυχο ανηφορικό δρομάκι. Στην άκρη του βρίσκεται ένα δίπατο λευκό σπιτάκι, είναι το όμορφο πετρόκτιστο κονάκι της κυρά Μυρσίνης. Είναι περιτριγυρισμένο από δέντρα και λουλούδια σε μεγάλες ζωγραφισμένες γλάστρες, λουσμένο με τις μυρωδιές που φέρνει το θαλασσινό αεράκι απ’ τα ανοικτά του Άθωνα. Χρόνια τώρα πάσχει από άνοια και καθώς κάθεται στο μπαλκονάκι της που βλέπει στον Τορωναίο κόλπο, ο Ρεμέτζο έρχεται χορτάτος και μαχμουρλής και τρίβεται απαλά απαλά στα πόδια της. Ξέρει πως δεν καταλαβαίνει, δεν μιλά με τους ανθρώπους, όμως εκείνον τον κοιτά και τον καλωσορίζει με τα μάτια της, κι αυτός αμέσως δίνει μια και ανεβαίνει στην αγκαλιά της. Η κυρά Μυρσίνη ζει μόνη, αλλά ακόμη την φροντίζουν όλες οι παλιές γειτόνισσές της. Έχει χρόνια που έφυγε ο γέρος της, ο κυρ Σίμος, ο μόνος που είχε στον κόσμο. Κι ο Ρεμέτζο θυμάται που τον τάιζε, μετά όμως, μια μέρα εξαφανίστηκε.

   Ο Ρεμέτζο τώρα που έχουν περάσει τα χρόνια, βλέπει ότι κάποιοι λείπουν, συνεχώς όλο και κάποιοι λείπουν, χάνονται από τον χειμώνα στο καλοκαίρι. Έτσι, κάποια στιγμή ξαφνικά, σαν να άνοιξαν μια πόρτα και χάθηκαν πίσω της. Για αυτό εδώ και λίγο καιρό, τον γέρο ποντικό, δεν τον κυνήγησε ξανά. Τον λυπάται τον κακομοίρη που τον βλέπει να κάνει κάτι απελπιστικά αργές κινήσεις για να κρυφτεί. Ίσως κουράστηκε και θα εξαφανιστεί σύντομα και αυτός. Και αφού αν χορτάσει δεν έχει ούτε τσέπες, ούτε ντουλάπια για να την αποθηκεύει την τροφή, αντί να τον κυνηγά όπως παλιά, απεναντίας, κάτι ζουμερές μπουκίτσες που τις κερδίζει με τα καμώματα και τις μαλαγανιές του, τις αφήνει σε μια σκοτεινή γωνίτσα μόνο για εκείνον. Έτσι δεν τον βάζει σε κίνδυνο από τα νεαρά γατιά που αν ξεμύτιζε με μιας θα τον γραπώναν πια.

   Η κυρά Μυρσίνη, τα ανέφελα βράδια κοιτά για ώρες τα αστέρια που σιγοκαίνε στο σκοτεινό στερέωμα πάνω από γης και θάλασσα. Κάπου κάπου, ανάμεσα σε γαλαξίες και νεφελώματα, σ’ αυτό το αμυδρό φως που ταξιδεύει μυριάδες χρόνια, αναγνωρίζει την μόνη μορφή που αγάπησε τόσο δυνατά, του Σίμου. Κι ο Ρεμέτζο καθώς κουρνιάζει στην αγκαλιά της γερόντισσας και του χαδεύει το απαλό τρίχωμα, γουργουρίζει ευτυχισμένος. Σαν στέκεται το βλέμμα του κι αυτού εκεί ψηλά και βλέπει αυτές τις ουράνιες πυγολαμπίδες να παιχνιδίζουν, νομίζει πως βλέπει πρώτα το κεφάλι με την μυτούλα, κι ύστερα το λιγνό κορμί και την ουρά της μάνας του. Την βλέπει να περπατάει με χάρη και να κοιτάει τριγύρω της· σαν να τον ψάχνει μέσα στο σκοτάδι. Του λείπει πολύ, να όμως που απ’ το χέρια της κυρά Μυρσίνης παίρνει πολύ αγάπη, μα δεν θα διαρκέσει για πάντα. 

   


   Το ξέρει πια, είναι αρκετά μεγάλος, αυτή είναι η ζωή. Τον τελευταίο καιρό όλο και τον βασανίζει παραπάνω, πως σκαρφάλωσε τόσο ψηλά η μάνα του και πως φτάνει κανείς εκεί; Που να βρίσκεται αυτή η πόρτα που σε οδηγεί στις πυγολαμπίδες; Έχει ψάξει όλο το χωριό, από την θάλασσα μέχρι την πιο απίθανη γωνία, όπου και αν τρύπωσε δεν την βρήκε. Δεν πειράζει όμως, είναι σίγουρος πως θα έρθει και για αυτόν κάποτε η μέρα που θα την ανοίξει και θα εξαφανιστεί πίσω της. Δεν τον φοβίζει καθόλου μα καθόλου αυτή η στιγμή, γιατί τότε θα βρει την μάνα του και θα παίξει και η αρχοντιά του με αυτές τις περίεργες πυγολαμπίδες. Ααα και τότε σίγουρα θα την δείξει και στην κυρά Μυρσίνη, να έρθει και εκείνη στον ουρανό, να βρει την παντοτινή της αγάπη.

 





Στην μνήμη του πολυαγαπημένου μου φίλου, Θοδωρή Σαρογλάκη.

Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ

31 ΜΑΪΟΥ 2024

 

Ζωγράφος Ντίνος Παπασπύρου:

1. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-72, Ημερολόγιο καλοκαιριού 2012 -(6)- Μπουρίνι στην Παραλία Διονυσίου, τέμπερα, 12Χ12 εκ., 2012, Κωδ. 997

2. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΓΑΤΟΥΛΕΣ-131, Γατούλα της άνοιξης, τέμπερα, 27Χ17 εκ., 2014, Κωδ. 1210

3. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΓΑΤΟΥΛΕΣ-28, Γατούλα της νύχτας-1.jpg

 

Σάββατο, Δεκεμβρίου 30, 2023

O έρωτας στα χιόνια

 O έρωτας στα χιόνια


Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα. Και αυτός, σηκώνονταν το πρωί τρεκλίζοντας απ’ την ζαλάδα. Καίγανε τα σωθικά του απ’ το πιοτί, κι ο βήχας απ΄τα σέρτικα μιας ζωής, τράνταζε το λιγνό, ασθενικό κορμί. Σαν συνερχότανε λιγάκι, έβαζε το ναυτικό καπέλο κι έριχνε στους ώμους την καταφθαρμένη μάλλινη πατατούκα του – το μόνο αγαθό που του είχε μείνει απ’ τους προ της ευτυχίας του χρόνους – άναβε το στριφτό τσιγάρο του και κινούσε να κατηφορίσει προς την θάλασσα και τα καπηλειά του κέντρου.



    Ήταν μέσα της δεκαετίας του ΄80, κι αυτός ζούσε στην Άνω Πόλη, σ’ ένα χαμηλό διώροφο, ρημαδιασμένο απ’ τους καιρούς και την φτώχεια, βρώμικο και παγερό, θλιβερό απομεινάρι του πατρικού σπιτιού του. Χρόνια πριν, σαν ζούσε η μητέρα του, μύριζε πάστρα κι όλα ήταν καθαρά και τακτοποιημένα στην θέση τους. Στην παλιακιά μασίνα, έκαιγε δυνατή φωτιά που ζέσταινε γερά το πάνω σπίτι. Καθώς επέστρεφε από μπάρκα μακρινά, θυμόταν την εικόνα της με το μπαστουνάκι μέσα στην κουζίνα, θυμόταν κι αυτή την ζωηρή, πυρόξανθη φωτιά που ζεμάτιζε το μαντέμι. Στα μικρά ξύλινα παραθύρια· με θέα απλόχερη, από το λιμάνι μέχρι το μικρό Καραμπουρνού, θόλωναν τα παγωμένα τζάμια, από τα φρεσκομαγειρεμένα φαγητά της και οι μοσχοβολιές για τον ερχομό του μονάκριβου της, έφταναν μέχρι της κυρά Βασιλικής, στο έμπα της Μονής Βλατάδων.

   Τώρα που πια χέρι γυναικείο δεν υπήρχε, χαθήκαν όλα και τούτο το θλιβερό αχούρι, μύριζε μοναχά, τσιγάρο και αποφορά. Καθώς επέστρεφε τα βράδια, στραβοπατώντας δεξιά-αριστερά, έμπαινε μεσ’ το σκοτεινό χαμόσπιτο κι ένοιωθε πως βάραιναν, πως καμπυλώνονταν τα ντουβάρια απ’ τις αναμνήσεις. Μέσα στην απόλυτη σιγή αφουγκράζονταν με προσοχή, λες κι ήταν εκεί μαζί του τα φαντάσματα των αγαπημένων και στέκονταν στο σκοτάδι αγαπητικά, συμπονετικά, τριγύρω του.

   Άμα φώτιζε η μέρα, δεν είχε που να σταθεί, δεν τον κρατούσε ο τόπος. Οι γκρίζοι τοίχοι, παραμελημένοι, φουσκωμένοι απ’ την υγρασία, κρέμονταν απειλητικά πάνω απ’ το κεφάλι του. Έκλεινε την ρημαγμένη πόρτα και σιγά σιγά κατέβαινε αβέβαια την πολυκαιρισμένη, μεταλλική σκάλα, σφίγγοντας στο στήθος την πατατούκα του. Στριφογυριστή, γαλάζια στο χρώμα της σκουριάς, φαγωμένη από την βροχή και τον θαλασσινό αγέρα, έτριζε τρομακτικά σε κάθε πάτημα του. Το τελείωμα της, μέσα από ένα λιθόστρωτο λιγνό δρομάκι, οδηγούσε στην αυλή της Καππαδόκισσας αρχόντισσας, της κυράς Γεσθημανής.

Εδώ, σε αυτόν τον κηπάκο έπαιζε όταν ήταν μικρό παιδί. Όμορφο σπιτικό, στην σκιά των βορεινών τειχών του Επταπυργίου. Λέγανε οι παλιοί, πως σε αυτό το σπίτι κατοικούσαν μέχρι την απελευθέρωση της πόλης, Τούρκοι στρατιωτικοί διοικητές μαζί με την οικογένειες τους. Βαμμένο τώρα πια σκούρο πορτοκαλί, με τέσσερα παραθύρια και δυο ευρύχωρα σαχνισιά, με στέρεα φουρούσια, επιβάλλονταν στην γειτονιά. Στον συμμαζωμένο κηπάκο υπήρχαν χρωματιστές πρίμουλες και λευκά κυκλάμινα, διάφορα άνθη σε όμορφα τακτοποιημένες γλαστρούλες, χάρμα οφθαλμών! Κάθε που θα περνούσε, έσκυβε το λιγνό κορμί του και έκοβε κανένα ανθάκι που το έπιανε στο πέτο.

   Έπειτα θα κατηφόριζε μέσα απ’ τα στενοσόκακα της Άνω πόλης, μέχρι να βγει στο ξάστερο, εκεί που απλωνόταν στα πόδια του, η αρχαία οχύρωση και πελώρια η θάλασσα. Εδώ έκανε μια στάση το αστικό για την πόλη, για τις μακρόστενες στοές του κέντρου με τα ανήλιαγα ταβερνάκια τους. Κάτω από το αδύναμο φως των λαπτήρων, θα καθόταν με τις ώρες, να πιεί μέχρι να γίνει στουπί, να ξεχάσει την κατάντια του.

Πριν όμως να πάρει το δρόμο για το αστικό, λίγο πιο πέρα, έστριβε στο πέτρινο στενό σοκάκι με την απότομη κατηφοριά και σιγά σιγά κατρακυλούσε τοίχο - τοίχο μέχρι να φτάσει στο σπίτι εκείνης. Εκειδά που χτυπούσε η καρδιά του διακαούς του πόθου, της μοδίστρας, της Μαίρης. Σαν έφτανε έξω από το χαμηλό παραθυράκι της με τις χρωματιστές γλαστρούλες στο περβάζι, έβγαζε το ανθάκι από το πέτο του και σιγοτραγουδούσε μακρόσυρτα με την βραχνή φωνή του, τόσο όσο να τον ακούσει,

“ Όμορφο λουλούδι μου, σε κουβαλώ στο πέτο, άνοιξε το παραθύρι σου, κι αχ, αχ, το ναι καρδούλα μου, σε μένα μόνο πε’ το…” και αμέσως αναστέναζε με καημό “Έρωτας μωρέ είναι αυτός… Σεβντάς μεγάλος…” και άφηνε το ανθάκι στο περβάζι, να το βρει σαν ανοίξει τα παραθύρια της.

   Ένα τσούρμο κοριτσόπουλα απ’ τις γειτονιές της Άνω πόλης, τον είχανε πάρει χαμπάρι και τον ακολουθούσαν κάθε τρεις που περνούσε για το ερωτικό του κάλεσμα. Με τόσο καημό που έβγαζε ο κακομοίρης, του είχαν κολλήσει τα θηλυκά, και το παρατσούκλι. Επειδή όμως φοβόταν να του κοντοζυγώσουν, κρυφογελούσαν από μακριά και επαναλαμβάνανε χαμηλόφωνα, “Ο καπετάν Γιαννιός ο Σεβντάς, Ο καπετάν Γιαννιός ο Σεβντάς”  και μετά αρχινούσαν κι εκείνες,   

 

“Όμορφο λουλούδι μου, σε κουβαλώ στο πέτο,

άνοιξε το παραθύρι σου,

κι αχ, αχ, το ναι καρδούλα μου,

σε μένα μόνο πε’ το…”

Χααα, χαχαα, χααχαα.  

     Μετά το σύντομο πέρασμα του απ’ το σπίτι της, σουλούπωνε στους ώμους την πατατούκα του και έστριβε για να πάρει τον δρόμο για το κέντρο.

***

   Ο γερο ναυτικός, αυτό το ναυαγισμένο σκαρί, από παιδί έκανε διάφορες δουλειές για να επιβιώσει. Όπου υπήρχε δουλειά, από καμιά κυρά έτρεχε πρώτος, για ψώνια και άλλα μικροθελήματα στην αγορά. Μετά ξεκίνησε να δουλεύει εργάτης σε μια μάντρα με καυσόξυλα. Έπειτα απ’ τον πόλεμο, από έναν οικογενειακό φίλο που δούλευε στο λιμάνι βρήκε πλοίο και μπαρκάρισε για ένα καλύτερο αύριο. Για πολλά χρόνια ταξίδεψε στις θάλασσες, στους ωκεανούς και έτσι του έμεινε το καπετάν Γιαννιός. Δούλεψε σκληρά στα καράβια, στην αρχή τζόβενο, έκανε όλες τις αγγαρείες στην κουβέρτα, έπειτα επειδή του έκοβε έγινε βοηθός θερμαστής, πάλευε στο λεβητοστάσιο, κάρβουνο και πετρέλαιο, σωστή πίεση για να δουλέψουν τα καζάνια, να κινηθεί το πλοίο. Έβγαλε καλά λεφτά και είχε ρούχα όμορφα και χρυσαφικά, δακτυλίδια, καδένες, ρολόγια αξίας. Άσωτος όμως, σαν πιάνανε λιμάνι μετά από καιρό, κουμάρι, γυναίκα και πιοτό, τίποτα άλλο δεν τον ενδιέφερε. Ψηλός άντρας, ήταν παλικάρι με μούσκουλα μεστά, μακρύ και γωνιώδες πρόσωπο, αρρενωπό. Είχε πλούσια, σπαστά καστανόξανθα μαλλιά και ολόμαυρα λαμπερά μάτια που καθρέπτιζαν τον πόθο της νιότης του. Οι γυναίκες του έλεγαν κομπλιμέντα, πως έμοιαζε με κάποιον σταρ του σινεμά, αλλά δεν τον πολύ έκοφτε και ποιος να ήταν, φτάνει που είχε πέραση στην καρδιά τους.

   Μια ζωή μέσα στις καταχρήσεις, έκαψε τα σωθικά του, στις διασκεδάσεις σπατάλησε τόσα και τόσα χρήματα, τα υπάρχοντα του όλα. Τα έφαγε και του έμεινε πια μόνο η φθαρμένη πατατούκα του· αγορά προ πολλών χρόνων στο πρώτο μπάρκο του, στο λιμάνι της Αμβέρσας. Αν και μόλις είχε πατήσει τα 60 του, από τις κακουχίες και τις ασωτίες, είχε κακογεράσει και φαινότανε πολύ μεγαλύτερος. Ευτυχώς είχε βγάλει μια μικρή σύνταξη, από το ναυτικό ταμείο, και είχε καταφυγή το πατρικό του. Παρόλα αυτά με το πιοτό και τους μεζέδες στην ταβέρνα δεν του έμενε ούτε δραχμή, μέχρι να αλλάξει ο μήνας ήδη την χρώσταγε στους ταβερνιάρηδες.

   Καμιά φορά τον έπαιρνε για μισό μεροκάματο, – ή πιο πολύ για παρέα – με την βάρκα του κανένας ψαράς. Ανοίγονταν στον κόλπο και όταν γυρνούσαν απ’ την ψαριά, καθόταν να τον φιλέψουν στις παραθαλάσσιες καλύβες στο Καλοχώρι. Με καλό μεζέ στα κάρβουνα και τσίπουρο, τους έλεγε ένα σωρό ιστορίες από τα μπάρκα του στον κόσμο. Ταξίδευε πάλι… Αμβούργο, Πειραιάς, Βανκούβερ, Νέα Υόρκη, Σαβάνα, Μανίλα, Αμβέρσα, Τζέντα… Δύσκολα χρόνια, ακάματης δουλειάς αλλά και τόσες εικόνες, τόσες μνήμες απ’ την νιότη, τις διασκεδάσεις, τις φρύνες των λιμανιών.

    Περασμένα μεγαλεία, παρέες και γλεντοκόπια μέχρι το πρωί, όμως όταν πέθανε η μάνα του, κανείς πια στον κόσμο, δεν υπήρχε για εκείνον. Μοναχοπαίδι ήταν, ο πατέρας του ήταν εργάτης σε χυτήρια, πέθανε πριν τον πόλεμο καθώς ο Γιαννάκος του ήταν ακόμη παιδί. Η μάνα από τότε ξενοδούλευε στα σπίτια των πλουσίων μέχρι να γεράσει. Αυτό τους έσωσε στην κατοχή από την απόλυτη πείνα. Και εκείνος όμως, έξω από τις ακολασίες του, την βοηθούσε σαν ξεμπάρκαρε κάθε 1 – 2 χρόνια. Της έδινε παράδες για τα βερεσέ στα μπακαλό-μανάβικα και ότι χρειαζότανε για το σπίτι.

    Μα πέρα από τα ναυάγια του είχε κάνει και ένα καλό, είχε ένα τέκνο. Μα ήτανε και άτεκνος. Σαν θερμαστής ήταν καλός, πρακτικός όμως, έπρεπε να πάρει πτυχίο. Έφτασε στον Πειραιά για να δώσει εξετάσεις στο υπουργείο εμπορικής ναυτιλίας. Τα κατάφερε, εκείνο το διάστημα όμως της παραμονής του στην στεριά, βρήκε προς ώρας τον μάστορη του, σε μια  πειραιώτισσα που του πήρε τα μυαλά. Όμως δεν κάνανε χωριό για πολύ, πως να αντέξει η γυναίκα τον τζόγο και τα ξεπορτίσματα του μέχρι το πρωί με όλα τα λουλούδια της Τρούμπας; Εκείνος έχοντας πλέον το δίπλωμα του, βρήκε εργασία σε μια καλύτερη ναυτιλιακή και σύντομα μπαρκάρισε. Εκείνη έμεινε στον Πειραιά και κράτησε μόνο το παιδί του στα σπλάχνα της. Ούτε του το είπε, ούτε τον ξανάδε ποτέ, “Καλύτερα έτσι, γλυτώσαμε από δαύτον και την ασωτία του”, αναλογιζόταν πάντοτε εκείνη. Παντρεύτηκε έναν έμπορο νημάτων και εκείνος μεγάλωσε το παιδί σαν να ήτανε δικό του.

    Τώρα γέρος, φτωχός και μόνος, δεν είχε τίποτα να ελπίζει, ποιος να τον νοιαστεί και ποιος να τον αγαπήσει αυτόν τον μπεκιάρη; Χάθηκαν πια μαζί με τα χρήματα που σκόρπισε, τα νιάτα και η ομορφιά του. Ούτε και αυτή η μοδίστρα, η γειτόνισσα του, που τώρα είχε πέσει στον έρωτα της, δεν το νοιαζόταν, έστω να του δώσει ένα χαμόγελο της, για τα χρόνια εκείνα.      

    Τότε, όντας κοπελιά της παντρειάς, του έκανε τα γλυκά τα μάτια σαν τον έβλεπε τον μορφονιό· άντρας μεστός εκείνος, να κατηφορίζει έξω από το παραθύρι της. Τράβαγε την κουρτίνα τάχα να τινάξει ένα σεμεδάκι, τάχα να ποτίσει τις γλαστρούλες της και του χαμογελούσε όλο νάζι. Πέρασαν κάποια χρόνια, αυτός χανόταν και ξαναεπέστρεφε από τα μακρινά ταξίδια, όμως αυτής εντωμεταξύ, της ήρθε ένα καλό συνοικέσιο και βιάστηκε να παντρευτεί, μην χάσει το κελεπούρι. Κάποια στιγμή έμαθε, πως έκανε τέσσερα παιδιά και είχε άντρα με καλή δουλειά, σταθμάρχης στον ΟΣΕ που είχε γερό μισθό. Και οι δικές της οι δουλειές πήγαιναν καλά, κι είχε πελατεία διαλεχτή. Από τότε, όσες φορές και να τον είδε, σημασία δεν του ξανάδωσε. Εκείνη τώρα πια ήταν νοικοκυρά, κυρία με τα όλα της, κι αυτός ένας γέρο μέθυσος, πάντα του ρεμπεσκές.  

*** 

   Μόνος και έρημος, γυρνούσε τα κρύα βράδια στην γειτονιά σεκλετισμένος, παραπαίων από τα ούζα και τις ρετσίνες. Στο μπερδεμένο του μυαλό είχε έναν παραπονιάρικο σκοπό, σαν αυτούς που σκάρωνε τις ατελείωτες ώρες τις μοναξιάς στα ποντοπόρα πλοία. Στιχάκια που εμπνεόταν για τις ερωτικές εξομολογήσεις του στα λιμάνια της υφηλίου.

Έφτανε στο σπίτι της μοδίστρας και μουρμουρούσε με φωνή ζαλισμένη, λιγωμένη από το οινόπνευμα,  

 

“Σοκάκι μου, μακρύ δρομάκι μου, πάντα με οδηγείς σε εκείνη,

σε εκείνη που με πρόδωσε και μια ματιά δεν δίνει.

Στενό καλντεριμάκι μου, κατηφοριά μεγάλη,

βοήθα να με δεχτεί

αυτή που χρόνια με πικραίνει,

βοήθα να γίνω η αγάπη της

κι άλλο να μην με αποπαίρνει…”

 

Και καθώς δεν έπαιρνε καμιά απόκριση, της θύμωνε,

“Γειτόνισσα πανούργα, άπονη ψεύτρα, ράφτρα πολυλογού”.

 

 Όμως ύστερα μαλάκωνε,

 “Τόσες φορές πέρασα και ξάνοιξα

τα παραθύρια σου τα σφαλισμένα,

κι εσύ δεν τ’ άνοιξες γειτόνισσα

για να μου πεις έστω για μια φορά,

Γιαννιό μου έλα μέσα”

 

  Και δεν ήταν τόσο ότι ήταν ερωτευμένος μαζί της, αλλά είχε γαντζωθεί από δαύτην, από την νιότη του, την ομορφιά, από τον πόθο, την ευτυχία, την αποδοχή, είχε γαντζωθεί από το κάποτε, που είχε περάσει ανεπιστρεπτί…

 

***

                                                                                         

   Καρδιά του χειμώνα, κι ήταν παγερός κι άπονος, ο φόβος και ο τρόμος του φτωχού. Και εκείνος αυτά τα γιορτινά βράδια γυρνούσε στο παγερό και άθλιο αχούρι του, πιωμένος όπως πάντα, με την παλιά πατατούκα να του ξεφεύγει από τους ώμους. Πριν όμως, πάντα θα περνούσε από της Μαίρης. Κάποτε ο λαός έλεγε "Ο παπουτσής ξυπόλητος κι ο ράφτης μπαλωμένος"  Και μόνο μπαλωμένη δεν ήταν η μοδίστρα, απεναντίας φορούσε τα καλύτερα φορέματα, πλούσια παλτό, ζεστά, και τα μάγουλα της γυαλίζανε από τις πούδρες και τα φτιασιδώματα, τα μαλλιά της φρέσκο-χτενισμένα από την κομμώτρια και το πρόσωπο της γελαστό και ευτυχισμένο. Και οι πελάτισσες πολλές, πελατεία εκλεχτή. Ερχότανε για το βελόνι της από όλη την πόλη, καλός κόσμος, με πορτοφόλι γεμάτο. Και την αγαπούσαν, γιατί ήταν ομιλητική, πρόσχαρη και εξυπηρετική, όχι δεν έλεγε σε πελάτισσα, να την εξυπηρετήσει και ας ξημέρωνε κόβοντας και ράβοντας. Ο καπετάν Γιαννιός καθόταν πολλές φορές έξω απ’ το ευτυχισμένο προικό της, και το κοιτούσε. Το σπίτι σκοτεινό αλλά άκουγε μια την ραπτομηχανή, μια την γλώσσα της που μιλούσε στον άντρα της.  Όλους τους αγαπούσε εκείνη και τα παιδιά της και τον άντρα και τις πελάτισσες της, ακόμη και τα νήματα, τα πατρόν, την ραπτομηχανή της. Μόνο εκείνον δεν αγαπούσε, αυτόν τον άσωτο και φτωχό, τον γέρο, εκείνον που δεν γυρνούσε το μάτι Του να τον δει, ούτε ο ίδιος ο Θεός. Και τότε του έρχονταν ποιητικές εικόνες και σκέψεις φιλοσοφικές,

“Να είχε ο έρωτας βέλη, να είχε ο έρωτας θηλιές, να είχε φωτιές, να τρυπούσε τα παραθύρια, να ζέσταινε τις καρδιές, να πιάνε στις θηλιές του τις καρδιές, να τις έπιανε σαν τα κοτσύφια… Αχ γειτόνισσα άπονη, πολυλογού ”

 

***

   Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, εκείνο το βράδυ δεν είχε πιει πολύ, ο καιρός ήταν βαρύς και κρύος, αραιές χιονονιφάδες πέφτανε. Περπατούσε αργά και καθώς περνούσε απ’ το σπίτι της είδε στο βάθος ένα φως που έκαιγε, ήρθε κοντά στην κεντρική πόρτα με το θολό σαγρέ τζάμι. Η τηλεόραση του σπιτιού γέμιζε τον χώρο αναλαμπές και οι φωνές των ηθοποιών κάποιας ελληνικής ταινίας, μπερδεύονταν με αυτόν της ραπτομηχανής που χτυπούσε ρυθμικά καθώς η μοδίστρα γάζωνε επιδέξια, γρήγορα και σωστά. Εκείνος μουρμουρίζοντας είπε:

- Ένας Θεός θα μας κρίνει… κ’ ένας θάνατος θα μας ξεχωρίσει…

κι ύστερα με ένα στεναγμό “κι ένα κοιμητήρι θα μας σμίξει”

  

Μα δεν άντεξε φεύγοντας να μην της τραγουδήσει πάλι,

“Σοκάκι μου, μακρύ δρομάκι μου, πάντα με οδηγείς σε εκείνη,

σε εκείνη που με πρόδωσε και μια ματιά δεν δίνει…”

 

***

 


Την επομένη ο καιρός είχε βαρύνει κι άλλο, κι οι μικρές βαμβακερές τουφίτσες στρώνονταν παγωμένες στο στενό σοκάκι. Ο καπετάν Γιαννιός κοιτούσε τις νιφάδες με μια περίεργη χαρά,


- Ας χιονίσει, ας χιονίσει τόσο που να καλύψει τα πάντα ο Θεός, έλεγε με την κεφαλή του στραμμένη στον ουρανό, να ρίξει σε όλα ένα σεντόνι λευκό, να ασπρίσουμε στο μάτι Του, να ασπρίσουν τα κρίματα μας, να ασπρίσουν τα σωθικά μας, να μην έχουμε κακή καρδιά. Και έτσι όπως κοιτούσε το μακρύ στενό σοκάκι να ασπρίζει, σαν όνειρο χωρούσε εκεί όλη του η ζωή, μέσα εκεί χωρούσαν να ασπρίσουν και τα καράβια και τα λιμάνια, με τις ιερόδουλες και τις ασωτίες του, να τα ασπρίσει και να τα εξαγνίσει όλα ενώπιον του Θεού, του Κριτή των παλαιών ημερών, να μην παρουσιαστούν έτσι εμπρός του γυμνά, αδιάντροπα. Να σαβανώσει κάθε τι και τα ρούχα τα ακριβά, και τα κοσμήματα και το ετοιμόρροπο σπίτι, τη λερή πατατούκα του την κουρελιάρικη, την ίδια του την υπόσταση την θλιβερή. Να σαβανώσει και να καλύψει και την ράφτρα την πολυλογού, τα μαλλιά τα καλοχτενισμένα, τα φτιασίδια και το χαμόγελο της, την πονηριά και την προσποιητή ευγένεια της, και τα πατρόν και την ραπρομηχανή της, τον άντρα της και τα παιδιά της. Όλα τα έβλεπε στον μικρό δρομίσκο να σκεπάζονταν, όλα να καλύπτονται, να αγνίζονται κάτω απ’ το χιόνι.

 

***

 

    Ήλιος με δόντια, κι παγωνιά περόνιαζε τα κόκκαλα του. Είχε κατέβει απ’ τα αξημέρωτα στο λιμάνι, μπας και βρει κανένα ψαρά απ’ το Καλοχώρι να ανοιχτούν στην θάλασσα. Μάταια περίμενε τέτοια μέρα και το ήξερε, αλλά του έφτανε μονάχα που κοιτούσε την θάλασσα, καθόταν σε ένα τραπεζάκι απέναντι της, κάπνιζε και έπινε λίγο ούζο σε μια παλιά αποθήκη με εδώδιμα αποικιακά, στα κάτω Λαδάδικα.




   Τέτοιες μέρες πάντα του ερχόταν στο μυαλό η φωνή της μητέρας του, ένα ποιηματάκι χριστουγεννιάτικο που του έλεγε στα μικράτα του, κάποια σκόρπια στιχάκια του,

 

Στα τζάκια κάστανα ευωδιαστά,

όλοι γύρω απ' την φωτιά και

ο παππούς αφηγείται παραμύθια μαγικά.

Καλικάντζαροι, πλάσματα φοβερά, 

και έπειτα για το αστέρι της Βηθλεέμ μιλά,

για το Βρέφος και την Παναγιά,

την φάτνη, τους μάγους και τα ζωντανά,

Χριστούγεννα και εμείς παιδιά.

 

   Παραμονή των Χριστουγέννων και σιγά σιγά από τις γειτονιές οι άνθρωποι κατέβαιναν στις αγορές του κέντρου για τα τελευταία χριστουγεννιάτικα ψώνια. Οι δρόμοι γιορτινοί με τεράστιους κόκκινους φιόγκους και μεγάλα κίτρινα λαμπιόνια. Παρέες παρέες τα παιδιά γυρνούσαν στο κέντρο από νωρίς το πρωί και έψαλλαν τα κάλαντα με τα τρίγωνα τους· κάποια κρατώντας στολισμένα καραβάκια στα χέρια τους. Τα χριστουγεννιάτικα από τις μπάντες των συλλόγων με τα πνευστά και τα τύμπανα, αντηχούσαν από μακριά σε όλη την περιοχή. Όλοι μπαινοβγαίνοντας γρήγορα στα μαγαζιά προσπαθούσαν να προλάβουν να είναι απ’ τους πρώτους, ώστε να πάρουν τα περισσότερα από τα κάλαντα των Χριστουγέννων, τότε που οι μαγαζάτορες έδιναν τα πιο πολλά χρήματα και τα καλύτερα κεράσματα.

     Κατά το μεσημέρι ο κόσμος ήταν ασφυκτικά πολύς στην αγορά για τα τελευταία ψώνια και εκείνος γύρισε προς τα πάνω, να πάει σε ένα ήσυχο κουτουκάκι κατά το Καπάνι. Μέσ’ το μαγαζί με τις πολυκαιρισμένες καρέκλες και τα ξεθωριασμένα τραπέζια, τις υπόλευκες λάμπες φθορισμού και τις παλιές αφίσες λαϊκών τραγουδιστών δεν έφταναν τα κάλαντα, τα Χριστούγεννα είχαν μείνει έξω από την πόρτα του. Ο κόσμος αρκετός, η ρετσίνα ήταν κερασμένη, άφθονη, με καλό μεζέ. Ας μην φαινόταν πουθενά τα Χριστούγεννα εδώ μέσα, αύριο γιόρταζε ο Χρήστος, ο ταβερνιάρης, κι ήταν όλα δικά του για σήμερα.

   Ο καπετάν Γιαννιός σεκλετισμένος, έπινε την ρετσίνα του και άκουγε λαϊκά απ’ το παλιό λαμπάτο ραδιόφωνο. Οι λυχνίες είχαν συντονιστεί στα μεσαία κύματα, στον πειρατικό σταθμό, ο Ήλιος του Βορρά. Μια μεγάλη επιτυχία μόλις είχε ξεκινήσει. Η τραγουδίστρια· θυμόταν μόνο το όνομα της Κατερίνα, το απέδιδε τόσο τίμια, τόσο αληθινά με την αισθαντική, βαθιά φωνή της, που μαζί με το μπουζούκι μιλούσαν βαθιά στην ύπαρξη του γέρο θαλασσινού,

“Μυστικέ μουυυ έρωτααααα, αχχχχ έρωταααα, κρυφέεεεεεεε… ότι τώρα έζησα δεν έζησα ποτέ… Έρωτα κρυφέεε…. Μια φωτιάαα που καίει τα στήθιααα, μια φωτιάαα… και πονώ και πονώ…”

 

- Γειτόνισσα κακούργα, ψεύτρα, μπαμπέσα, αναστέναξε βαριά και κατέβασε μονορούφι την μαλαματένια ρετσίνα του…

 

***


Πέρασαν οι ώρες, βράδιασε, τα φώτα των εμπορικών έσβησαν, τα μεταλλικά στόρια της ταβέρνας κατέβηκαν, βράδυ παραμονής Χριστουγέννων. Το αστικό τον άφησε στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων στην Πορτάρα. Τύφλα στο μεθύσι πήρε τον δρόμο για το ρημάδι· όπως έλεγε το σπίτι του. Παραπατούσε, παρέπαιε, έκανε λίγα βήματα και έπιανε να στηριχτεί. Τα σωθικά του ήταν καμένα, τα πνευμόνια του άδεια από οξυγόνο, δεν είχε ζωή, ένα λείψανο που παραπατούσε στα στενά δρομάκια της Άνω Πόλης.


   Το σπίτι της μοδίστρας ήταν κατάφωτο, γιορτινό. Μέσα ήταν στολισμένο το έλατο με τα αραιά κλαδιά και το παχύ στρώμα βαμβάκι, με τις γυάλινες μπάλες και τα μεγάλα πολύχρωμα  λαμπιόνια που αναβόσβηναν απαλά. Ο στολισμός όμως ήταν και έξω, γύρω απ’ τα παραθύρια είχε απλώσει χρυσές και ασημένιες γιρλάντες στολισμένες με υφασμάτινες κορδέλες. Μέσα στο σπιτικό κόσμος πολύς, μαζεύτηκαν τα παιδιά της για τις γιορτές, είχαν έρθει συγγενείς και κάποιοι φίλοι για να περάσουν όλοι μαζί το βράδυ της παραμονής. Να κάνουν ρεβεγιόν, να φάνε και να πιουν, να παίξουν χαρτιά. Νέα, κοσμικά πράγματα, όπως προβάλανε τα περιοδικά. Όλοι τα τελευταία χρόνια προσπαθούσαν να μιμηθούν την φανταχτερή ζωή των πλουσίων και διασήμων και έτσι, τέτοιες μαζώξεις γίνονταν σε όλα τα καθώς πρέπει σπίτια.

   Πλησίασε στην πόρτα της. Άρε και να του άνοιγε, άρε και να τον κοιτούσε με εκείνο το βλέμμα το αλλοτινό, το γεμάτο προσμονή, λαχτάρα και πόθο. Άρε και να άνοιγε η εξώπορτα και να τον έπαιρνε και αυτόν τον κακομοίρη μέσα.

Τα πόδια του δεν τον κρατούσαν, στηρίχθηκε στον τοίχο και άρχισε να σιγομουρμουρίζει,

“Να χε έρωτα η θηλιά… Τα παραθύρια να ‘χαν φωτιές…”,  δεν σκεφτόταν λογικά, μπέρδευε τα λόγια του.

     Σε μια στιγμή έχασε την ισορροπία του πήγε να πιαστεί και έπεσε πάνω στην εξώπορτα. Τράνταξε το ξύλο στο κούφωμα. Ο άντρας της μοδίστρας άκουσε τον θόρυβο, τράβηξε την κουρτίνα και άνοιξε ένα από τα παραθύρια.

- Ποιος είναι; Ακούστηκε θυμωμένη η φωνή του.

Όμως εκείνος δεν φαινόταν, τον έκρυβε η τσιμεντένια κολώνα της εξώπορτας. Το παράθυρο έκλεισε, τίποτα παιδιά θα έκαναν πλάκες είχε σκεφτεί ο σιδηροδρομικός.

Το πνεύμα του ήταν ναύγιο, οι λέξεις καράβια που συγκρούονταν στην τρικυμία του μυαλού του,

“Άπονη κατηφοριά, πολυλογού σοκάκι..” ψιθύρισε.

“Μια κατηφοριά είμαι και εγώ, ζωντανή μωρέ…ζωντανή…”

    Έκανε να σηκωθεί από την πόρτα αλλά δεν μπορούσε, με μεγάλη προσπάθεια δυο και τρεις φορές τα κατάφερε. Δυο βήματα όμως και πάλι έπεσε στα οπίσθια του. Το κεφάλι του στηρίχθηκε στον τοίχο του σπιτιού της κάτω από τα παραθύρια της και τα πόδια του, τα μακριά, σχεδόν κάλυψαν τον στενό δρομίσκο. Πόσα άνθη δεν είχε ακουμπήσει σε αυτά τα περβάζια; Πόσες φορές τραγούδησε μόνο για εκείνη σ’ αυτό το σοκάκι;

“Είχε έρωτααα θηλιά…  Παραθύρια…φωτιές, τα βέλ κοτσύφ”  

 

   Απέναντι του, ανάμεσα από δυο σπίτια δημιουργούνταν ένα μικρό άνοιγμα και άφηνε να ξεπροβάλει κάτω το λιμάνι. Τα φώτα φαινόταν στο βάθος τόσο αμυδρά που τρεμοπαίζανε σαν μακρινά αστέρια στον χριστουγεννιάτικο ουρανό. Οι τεράστιοι βραχίονες εκφόρτωσης έμοιαζαν λες και είχαν φτιάξει μια αγκαλιά. Από κάπου, ο αέρας έφερνε μια μακρινή μελωδία, παιδικές φωνές που έψαλαν τα κάλαντα έφταναν στα αυτιά του.

“Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει, οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίσις όλη…”

  Κοιτούσε στο μικρό άνοιγμα, την σκοτεινή θάλασσα, μέσα στα φώτα μια μορφή πρόβαλε καθώς ο άνεμος γέμιζε απ’ το “εν φάτνη των αλόγων, ο βασιλεύς των ουρανών, και ποιητής των όλων.”

- Παν…γία… Χρισ…λης.  Ναι τους έβλεπε, ήταν εκεί τον κρατούσε στην αγκαλιά της, όχι σε φάτνη, καθόταν στην προβλήτα η μάνα, ανάμεσα στα καράβια και τους σκυφτούς βραχίονες του λιμένα…

- Χριστούγ…νναα ειν.. αγάπ μωρέεεεε, είπε πνιχτά με τις τελευταίες του δυνάμεις.

   Πέρασε λίγη ώρα ο καπετάν Γιαννιός γερτός στον τοίχο, ακίνητος, παγωμένος. Στο σπίτι τα γέλια και οι χαρές περίσσευαν, η μοδίστρα ήταν τόσο ευτυχισμένη για όλα, μα για εκείνον τον άνθρωπο έξω απ’ το κατώφλι της δεν υπήρχε καμιά συμπόνοια, καμιά ελπίδα σε τούτο τον κόσμο.

 Ένα φως άναψε έξω απ΄την πόρτα και αμέσως άνοιξε,

- Αχ γειτό…σσα, άνοιξ για τ Γιανν, οι λέξεις του ακατάληπτες, το σπίτι κατέρρεε, κόσμος ανάλγητος, σκληρός, μοναξιά, απελπισία, πόνος, υγεία κατεστραμμένη, σώμα διαλυμένο, βασανισμένο. Δεν μπορούσε να ζήσει, να αισθανθεί να χαρεί. Έπινε για να σηκωθεί, να περπατήσει, να ζήσει, έπινε για να γλιστρήσει. Δεν είχε χτύπο η καρδιά, δεν υπήρχε αγάπη για αυτόν στη γη.  

   Ούτε η μοδίστρα ήταν, ούτε η πόρτα του σπιτιού της άνοιξε για τον καπετάν Γιαννιό, δεν θα την έβλεπε ποτέ ξανά, ούτε εκείνη ούτε τίποτα άλλο στον κόσμο αυτόν.

Εκείνος τώρα καθόταν στην βάση της στριφογυριστής μεταλλικής σκάλας του πατρικού του. Είδε τους γονείς του ορθούς, νέους, η δική τους πόρτα είχε ανοίξει για εκείνον. Το σπίτι στολισμένο και φωτεινό όπως κάποτε. Οι αγκαλιές τους ανοιχτές γεμάτες φροντίδα, μόνο για εκείνον! Τι ομορφιά! Τι υπέροχη εικόνα, πόσο χαιρόταν!  

   Ο καιρός όλο και βάραινε, είχε μπει στην πόλη ένας υγρός Απηλιώτης, που γύρισε γρήγορα σε έναν δυνατό και παγερό Γρεγολεβάντη. Κουβαλούσε μαζί του πολλά χιόνια, η πόλη θα ξημέρωνε με λευκά Χριστούγεννα!!!

   Η πολιτεία, το λιμάνι, χάθηκαν, τα αρχαία τείχη ξεπρόβαλαν θεόρατα, βγαλμένα από το μύθο, μέσ’ την χιονοθύελλα που όλο και δυνάμωνε.  Η μητέρα κατέβηκε τα σκαλοπάτια, η σκάλα δεν έτριζε, ήταν ολόγερη και φρεσκοβαμμένη γαλάζια. Η φωνή της, τα λόγια της μαλακά, γεμάτα αγάπη, ήταν και πάλι παιδί αργά την παραμονή αυτών των Χριστουγέννων. Νύσταζε έπρεπε να κοιμηθεί, θα σηκωνόταν αξημέρωτα οι τρεις τους για να πάνε στην χριστουγεννιάτικη λειτουργεία. Η μάνα κρατούσε στα χέρια μια λευκή κουβέρτα και τον σκέπασε, ήταν τόσο ζεστή σαν και την αγκαλιά της, Η φωνή της ακούστηκε μέσα στην Άγια την νυχτιά, ήταν το ποίημα που του έλεγε, κάθε παραμονή Χριστουγέννων,  

Στα τζάκια κάστανα ευωδιαστά,

όλοι γύρω απ' την φωτιά και

ο παππούς αφηγείται παραμύθια μαγικά.

Καλικάντζαροι, πλάσματα φοβερά, 

και έπειτα για το αστέρι της Βηθλεέμ μιλά,

για το Βρέφος και την Παναγιά,

την φάτνη, τους μάγους και τα ζωντανά,

Χριστούγεννα και εμείς παιδιά.

 

   Καὶ ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ' ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου.


Αφιερωμένο στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον συγγραφέα του έρωτα στα Χιόνια, που δημοσιεύθηκε την Πρωτοχρονιά του 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις, του Βλάσση Γαβριηλίδη. Σχεδόν εκατό χρόνια μετά, το ίδιο διήγημα εκτυλίσσεται στην δική μου θαλασσινή Θεσσαλονίκη, στην Άνω Πόλη που συνυπάρχει με τα κάστρα της, ζει με το παρελθόν της, μέσα απ’ την αχλή της ιστορίας.


Στην μνήμη της μητέρας μου, Ελευθερίας και του πατέρα μου Δημήτρη, που αναπαύονται στο ίδιο κοιμητήρι.

Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ

Θεσσαλονίκη,  Δεκέμβριος 2023

Πίνακες: Ζωγράφος Ντίνος Παπασπύρου.

1. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ-66, ΕΡΓΟ -ΤΟ ΓΕΝΤΙ ΚΟΥΛΕ-

2. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ-54, Από την Πάνω Πόλη, τέμπερα, 18Χ38 εκ., 2011, Κωδ. 779

5. ΠΙΝΑΚΑΣ-ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ-41, 2009 Η εκκλησία των Αγ. Αναργύρων στην Πάνω Πόλη από την Πορτάρα

Πίνακες: Ζωγράφος Στέργιος Μποζίνης

3. Μπαρμπούτα, από την εβραϊκή συνοικία.

4. Λιμάνι Θεσσαλονίκης, τρίπτυχο νο1 2005


Απόσπασμα ποιήματος: Χριστούγεννα ήρθαν ξανά, Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ, 2015

Τραγούδι: Μυστικέ μου έρωτα 1982, στίχοι - μουσική Τάκης Μουσαφίρης


 


ΦΙΛΟΙ ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΓΗ