Ετικέτες
Τρίτη, Νοεμβρίου 02, 2010
Σερβία: Το ελληνικό στρατιωτικό νεκροταφείο του Πίροτ
του Ν. Πέλπα
Στις 28 Οκτωβρίου 1918 οι στρατιώτες της 3ης Μεραρχίας πεζικού Πατρών, υπό τη διοίκηση του συνταγματάρχη Νικολάου Τρικούπη παρελαύνουν, απελευθερωτές, στην πόλη Πίροτ που βρίσκεται στα σύνορα της Σερβίας με τη Βουλγαρία.
Ο κόσμος τους υποδέχεται ζητωκραυγάζοντας και ραίνοντας με άνθη τον κεντρικό δρόμο απ' όπου περνούν οι Έλληνες στρατιώτες. Στο Καλέ Καπί, την κεντρική πύλη του Πίροτ, βρέθηκε εκείνο το φθινοπωρινό πρωινό και ο δεκάχρονος τότε Αλεξάνταρ Γιοβάνοβιτς - Σλαυίνσκι μαζί με εκατοντάδες παιδιά για να υποδεχθούν τους απελευθερωτές.
"Είχαμε ακούσει ότι έρχονται Γάλλοι στρατιώτες. Μαζευτήκαμε στην είσοδο της πόλης να τους υποδεχθούμε και ξάφνου, εμφανίζονται οι Έλληνες. Η χαρά μας ήταν απερίγραπτη", εξιστορεί στο ΑΠΕ - ΜΠΕ ο Αλεξάνταερ Γιοβάνοβιτς, τον οποίο συναντήσαμε στο Πίροτ να διανύει πλέον το δεύτερο αιώνα της ζωής του.
"Οι Έλληνες, αμέσως μετά την είσοδο στην πόλη, κατευθύνθηκαν στους πρόποδες του όρους Στάρα Πλανίνα (stara planina), καταδιώκοντας Γερμανούς στρατιώτες που υποχωρούσαν. Εμείς, τα παιδιά, τους ακολουθούσαμε παντού γιατί μας έδιναν σταφίδες. Ακόμη και στο πεδίο της μάχης πηγαίναμε κι αυτοί μας έδιωχναν για να μην μας πάρει κανένα βόλι", θυμάται ο κ. Γιοβάνοβιτς.
Ο αιωνόβιος Σέρβος, παρά το γεγονός ότι το σώμα του τον προδίδει, η μνήμη τον υπηρετεί πιστά και θυμάται ακόμη πως κάποια μέρα, στο σπίτι τους έφεραν έναν Έλληνα στρατιώτη, ο οποίος είχε πάθει εξάρθρωση του ώμου.
"Ο πατέρας μου, αν και δεν ήταν γιατρός, ήξερε γιατροσόφια. Του έτριβε τον ώμο με ρακί κάθε μέρα και μέσα σε λίγες μέρες ο άνθρωπος ανάρρωσε. Όταν έφυγε μας ευγνωμονούσε", διηγείται ο κ. Γιοβάνοβιτς και τα μάτια του βουρκώνουν.
Ο δημοσιογράφος Νίκολα Τσίριτς αφιέρωσε πολλά χρόνια στην έρευνα για την παραμονή της 3ης Μεραρχίας Πατρών στο Πίροτ. Το επιστέγασμα των προσπαθειών αυτών αποτελούν δύο βιβλία που έγραψε για την ζωή των Ελλήνων στρατιωτών, τις περιπέτειες αλλά και την τραγική κατάληξη που είχε για κάποιους απ' αυτούς η αποστολή στο Πίροτ.
"Πολλοί στρατιώτες ήταν βαριά τραυματίες όταν έφτασαν στο Πίροτ, άλλοι πάλι προσβλήθηκαν κατά την διάρκεια της παραμονής τους από την 'ισπανική γρίπη' που μάστιζε την περιοχή και σε συνδυασμό με τις κακουχίες και γενικότερα τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης δεν άντεξαν", αναφέρει ο κ. Τσίριτς.
Και συνεχίζει: "οι Έλληνες στρατιώτες, προκειμένου να αποτραπεί ενδεχόμενη επίθεση από ένοπλες ομάδες Βούλγαρων, αναπτύχθηκαν στην περιφέρεια του Πίροτ, μοιράστηκαν σε μικρές ομάδες και φιλοξενούνταν σε σπίτια, ήταν φυσικό να προσβληθούν από την επιδημία της γρίπης. Όσοι έμεναν σε εύπορες οικογένειες ανάρρωσαν και επέστρεψαν στην πατρίδα τους, όσοι όμως έμεναν σε φτωχικά νοικοκυριά, όπου δεν υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες και η απαραίτητη περιποίηση, υπέκυψαν".
Συνολικά 358 οπλίτες και αξιωματικοί της 3ης Μεραρχίας Πατρών άφησαν την τελευταία τους πνοή στο Πίροτ και ενταφιάστηκαν σε διάφορα νεκροταφεία στα χωριά γύρω από την πόλη. Το 1920, στο Πίροτ έφτασε ως νύφη η Αικατερίνη Λεβάντη από τα Καλά Νερά Βόλου, η οποία ερωτεύτηκε το σύζυγό της Πέταρ Στάνκοβιτς στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του 1ου Παγκοσμίου πολέμου. Τον ακολούθησε στη Σερβία, παντρεύτηκαν και απέκτησαν δύο παιδιά. Η Κατίνα, όπως της άρεσε να την αποκαλούν, γρήγορα έγινε αγαπητή στην μικρή κοινωνία του Πίροτ.
Το 1972, έναν χρόνο πριν πεθάνει, διηγείται στο δημοσιογράφο Νίκολα Τσίριτς: "όταν έφτασα έμαθα ότι το φθινόπωρο και τον χειμώνα του 1918-19, πολλοί Έλληνες στρατιώτες πέθαναν στο Πίροτ και είναι θαμμένοι σε νεκροταφεία στα γύρω χωριά. Με τη βοήθεια των κατοίκων εντόπισα τους τάφους, κατέγραψα τα ονόματά τους και δύο χρόνια αργότερα περισυνέλεξα τα οστά τους και τα ενταφίασα στην Μετίλιαβιτσα, σε ένα χώρο που μου παραχώρησε ο δήμος".
Το Ελληνικό Στρατιωτικό Νεκροταφείο επίσημα ευλογήθηκε το 1924 και το ίδιο έτος ο δήμος του Πίροτ, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τη συμμετοχή των Ελλήνων στην απελευθέρωση της Σερβίας, κήρυξε το χώρο ελληνικό έδαφος και τον παραχώρησε στην Ελλάδα.
Το 1932, στο μέσον του νεκροταφείου τοποθετήθηκε ένα μνημείο μεγάλων διαστάσεων, από λευκό μάρμαρο, που φιλοτέχνησε ο διάσημος γλύπτης Αντώνιος Σώχος. Το 1933, το νεκροταφείο επισκέφτηκε ο τότε υπουργός Στρατιωτικών Γεώργιος Κονδύλης. Μετά το 1945, το Τιτοϊκό καθεστώς δεν αναγνώρισε την απόφαση του 1924 για την παραχώρηση του Νεκροταφείου στο ελληνικό κράτος και την ευθύνη για τη συντήρησή του είχε προσωπικά η Αικατερίνη Λεβάντη μέχρι το 1973, οπότε απεβίωσε. Έκτοτε, τη συντήρηση ανέλαβε η οικογένεια του Γεώργιου Σουλβαντζή,εμπόρου από την Αθήνα, ο οποίος το 1933 παντρεύτηκε στο Πίροτ και εγκαταστάθηκε μόνιμα εκεί.
Το 2004, το δημοτικό συμβούλιο της πόλης Πίροτ επικύρωσε την απόφαση του 1924 και έτσι- οριστικά- το νεκροταφείο έλαβε καθεστώς ελληνικού εδάφους και την ευθύνη συντήρησης ανέλαβε η ελληνική Πρεσβεία και ειδικότερα το Στρατιωτικό Γραφείο.
Ο Δήμαρχος της πόλης του Πίροτ, Βλάνταν Βάσιτς, δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: "οι πολίτες του Πίροτ θα αισθάνονται για πάντα ευγνωμοσύνη στους Έλληνες που θυσιάστηκαν για την ελευθερία του σερβικού λαού. Η ανακήρυξη σε ελληνικό έδαφος του χώρου όπου κείτονται αποτελεί τον ελάχιστο φόρο τιμής. Αφού δεν ήταν δυνατόν να μεταφερθούν στην πατρίδα, φέραμε την Ελλάδα στο Πίροτ".
Κάθε χρόνο, το Σεπτέμβριο, γίνονται εκδηλώσεις τιμής στους πεσόντες, παρουσία εκπροσώπων των ελληνικών αρχών στη Σερβία, της τοπικής αυτοδιοίκησης και της σερβικής κυβέρνησης.
Πηγή: http://omogeneia.ana-mpa.gr/press.php?id=6191
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου