Ετικέτες
Πέμπτη, Δεκεμβρίου 23, 2010
ΜΙΑ ΑΛΛΙΩΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ
ΑΠΟ ΕΝΑ ΠΙΝΑΚΑ ΖΩΓΡΑΦΙΣΜΕΝΟ ΜΕ ΤΟ ΣΤΟΜΑ AΠO TON IBAN ANTAXI
Ήταν μια φορά και ένα καιρό. Ε όχι και πολύ παλιά, για την ακρίβεια πριν λίγες μέρες, την παραμονή της πρωτοχρονιάς. Ήμουν σίγουρος πως αυτή η πρωτοχρονιά θα ήταν διαφορετική από όλες τις άλλες που είχα ζήσει μέχρι τότε. Δεν ξέρω ακριβώς γιατί, αλλά το πίστευα. Η τελευταία ημέρα αυτής της χρονιάς θα ήταν κάτι το ανεπανάληπτο, το φανταστικό, το πιο τρελό που θα είχε γίνει στον κόσμο μας ποτέ.
Λοιπόν θα σας τα πω όλα με το νι και με το σίγμα. Από τις αρχές του περασμένου χρόνου, μόλις είχαν ανοίξει τα σχολεία και για μερικές μέρες μέσα μου, στο κεφάλι μου, καταλάβαινα μια χαρούμενη φωνή. Ήταν λες και αυτή η φωνή να μου φώναζε <Μην ακούς τον Θωμαααά, μην ακούς τον Θωμαααά>. Πολύ περίεργο δεν συμφωνείτε; Αλλά μην ανησυχείτε, όχι, δεν είχα τρελαθεί τελείως, θα σας τα εξηγήσω όλα παρακάτω. Τις επόμενες μέρες η φωνή που άκουγα άρχισε να μου μιλάει όλο και πιο σπάνια και μετά σιγά σιγά τίποτα…...τίποτα απολύτως. Πέρασαν μερικοί μήνες με σχολείο, παιχνίδια, σχολείο παιχνίδια... και τότε είδα κάτι, κάτι που ήταν λες και έπεσε μια δυνατή σφαλιάρα στον σβέρκο μου.
Ήταν πριν λίγους μήνες στην καταπράσινη μαγευτική Σκιάθο, το ξακουστό νησί, την πατρίδα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη όπως μου λέει η μαμά κάθε φορά που πάμε στο νησί. Πρέπει να ήταν κάπου στα μέσα του καλοκαιριού, αν μπορώ να θυμηθώ σωστά. Καλά, καλά, νομίζω πως ήταν τότε, αλλά δεν πειράζει γιατί είμαι μόνο οκτώ χρονών και μπορώ να μην θυμάμαι ακριβώς τα πάντα. Ε, δεν χάθηκε και ο κόσμος, έχω καιρό να ανησυχώ για αυτό όπως και για διάφορα άλλα άμα μεγαλώσω και γίνω σαν τον μπαμπά.
Λοιπόν όπως σας είπα πρέπει να ήταν κάπου στα μέσα του Καίσαρα, για τον Ιούλιο εννοώ. Χε χε καλά είμαι και ο πρώτος στην ιστορία, αλλά αυτό το οφείλω στην μητέρα μου που δεν χάνει ευκαιρία να μου διαβάζει από τα χοντρά βιβλία που έχει βαλμένα με τάξη και ακρίβεια στην βιβλιοθήκη της. Συγνώμη είμαι και λιγάκι φλύαρος αλλά ο μπαμπάς μου το έχει αυτό και εγώ είμαι το μηλαράκι του που έπεσα κάτω από την μηλιά που λέτε εσείς οι σοοοοφοιιιιιιιί μεγάλοι.
Στην παραλία ήμουν όταν έπεσε το σφάλιαρο στο κεφάλι μου, ναι αυτό που είδα ήταν σαν τι πιο δυνατή που έχω φάει στην ζωή μου, πιο δυνατή και από του Μηνά του νεροβούβαλου σας λέω. Ο μπαμπάς ήταν εκεί κοντά και συζητούσε με τον κύριο Νίκο.
Α, ναι έχει πολύ πλάκα να σας τον γνωρίσω. Ο μπαμπάς μου είναι κοντούλης και αδύνατος και έχει πυκνά μαύρα μαλλιά. Όμως ο φίλος του ο κύριος Νίκος είναι ένας πανύψηλος και παχουλός άντρας. Στο κεφάλι του τις τρίχες μπορώ να τις μετρήσω στο πι και φι, αλλά σε όλο του το σώμα έχει τόσες τρίχες που τον κάνουν να μοιάζει σαν μια τεράστια αρκούδα. Όχι όμως τρομακτική γιατί συνέχεια χαμογελάει και είναι πολύ καλός μαζί μου, μερικές φορές μου φέρνει πολλά όμορφα παιχνίδια. Ο κύριος Νίκος είναι φίλος του μπαμπά και….και….σύμβουλος του. Τώρα για να πω την αλήθεια δεν ξέρω τι δουλειά είναι αυτή όμως ο μπαμπάς κάθε μέρα μιλάει μαζί του με τις ώρες.
Εγώ μόλις είχα ρίξει μερικές άπαιχτες βουτιές και ξάπλωνα αναπαυτικά κάτω από την ομπρέλα μου με θέα όλο το Αιγαίο πέλαγος. Αφού δεν έχω αδέλφια άλλες φορές να παίζουμε και άλλες να με ενοχλούν, καθόμουν και εγώ ήσυχα ήσυχα και διάβαζα τα αγαπημένα μου τεύχη με τον θείο Σκρούτζ, τον Ντόναλτ και τα τρομερά ανιψάκια. Ο κύριος Νίκος που είχε έρθει το πρωί στην Σκιάθο έλεγε εκείνη την στιγμή στον πατέρα μου, «Μόνο ένα θαύμα θα μας σώσει Τιμόθεε»
Ένα θαύμα;;; κατέβασα το περιοδικό και τότε φλαπππππ. Ήταν τρομερό, πρώτο, αλλά και σαν τρελό τρελό ψέμα, κανείς δεν θα με πίστευε και για αυτό δεν είπα τίποτα σε κανένα. Ούτε και στην μαμά στην αυλή με την μεγάλη κληματαριά, εκεί που τρώμε το μεσημεριανό μας όταν με ρώτησε βλέποντας με να τυραννάω πέρα δώθε με το πιρούνι μου τις μελιτζάνες με τον κιμά.
«Έχεις κάτι σήμερα; Από τότε που γύρισες από την παραλία είσαι συνέχεια κάπου, στην Σκιάθο πάντως δεν νομίζω».
Οι μέρες πέρασαν και μπήκε ο Σεπτέμβριος, το ζεστό καλοκαιράκι έδωσε την σειρά του στις δροσιές του φθινοπώρου. Η θάλασσα ήταν ζεστή όμως η μαμά φώναζε πως υπάρχουν πολλές μέδουσες και είναι επικίνδυνο πια το κολύμπι για μένα. Εγώ βαριόμουν αφάνταστα, ευτυχώς ήταν μαζί μας πάντα ο κ. Ηλίας που μας προσέχει όπου κι αν πάμε. Αν και είναι δυο μέτρα και όταν στέκεται δίπλα μου ο ήλιος κρύβεται, είναι πολύ αστείος και με κάνει να ξεκαρδίζομαι στα γέλια. Αυτό που μου κάνει μεγάλη εντύπωση είναι ότι πάντα , ακόμα και τις ποιο καυτές μέρες του καλοκαιριού φοράει σακάκι. Ανεξήγητο μυστήριο. Κάθε φορά που τον ρωτάω αν ζεσταίνεται μου λέει κατακόκκινος <<Αν μπορούσα θα το πετούσα στην θάλασσα>>.
Ένα ηλιόλουστο πρωινό μαζέψαμε τα πράγματα μας από το εξοχικό στο όμορφο νησί των Σποράδων και γυρίσαμε με την μαμά στο σπίτι. Έτσι και αλλιώς το σχολείο σε λίγες μέρες άνοιγε αλλά και εγώ είχα πια βαρεθεί μόνος. Εεε, μου έλειπαν και οι φίλοι μου και ο μπαμπάς φυσικά που ποτέ δεν καθόταν αρκετά μαζί μας, μόνο μερικά σαββατοκύριακα. Έχει πάντα δουλειά στην βουλή λέει. Α, δεν σας το είπα ή μάλλον το ξέρετε αν βλέπετε τηλεόραση, είναι πρωθυπουργός. Η μαμά λέει πως κυβερνάει το κράτος. Δηλαδή, είναι σαν τον κύριο Μπιμπίκο τον διευθυντή στο σχολείο μου.
Λοιπόν αα… ναι, όσο ήμουν στο νησί ένα πράγμα, με φαγούριζε - αυτό μου το λέει η μαμά όταν είμαι πολύ ανήσυχος – πότε θα έρθει η ώρα να μείνω μόνος στην βιβλιοθήκη, να ψάξω στα βιβλία και στον υπολογιστή μου για αυτό το περίεργο πράγμα που είδα. Το πρόβλημα ήταν πολύ μεγάλο. Ακούστε αν δεν έβρισκα κάτι δεν θα μπορούσα να ησυχάσω και θα με καταλάβαιναν όλοι στο σχολείο. Αν έβρισκα; Μετά θα έπρεπε να μιλήσω σε κάποιον, αλλά σε ποιόν; Στον Ερμόλαο; καλύτερα να βγω στην τηλεόραση σαν τον μπαμπά. Το πράγμα ήθελε μυστικότητα και ο Ερμόλαος άστε καλύτερα. Στα κορίτσια δεν έχω καμιά εμπιστοσύνη, όχι δεν τις μισώ αλλά πώς να το κάνουμε τα κορίτσια δεν είναι φτιαγμένα για μυστικά, ούτε για επικίνδυνες αποστολές. Στα κορίτσια αρέσουν οι κούκλες τους και οι όμορφοι ηθοποιοί. Για τον Πέτρο και τον Μηνά, ο επόμενος παρακαλώ και έπειτα ο Θωμάς. Θα ήταν ο κατάλληλος αλλά δυστυχώς δεν θα μπορούσα να του το πω γιατί από αυτόν ξεκίνησε η αμφιβολία μου. Ο Θωμάς; Αχ, είναι όνομα και πράμα. Εεεε πια, άπιστος εννοώ.
Εκείνη την ημέρα όλα έγιναν γρήγορα. Κατά τις τέσσερις εμφανίστηκε στο δωμάτιο η μαμά μου, «Φαίδων θα πάω στην κυρία Νένα, έχουμε συγκέντρωση των κυριών του συλλόγου αύριο και πρέπει να προετοιμαστούμε».
«Καλά μητέρα», απάντησα με κρυφή χαρά. Όχι πως δεν μου αρέσει η παρέα της και ήθελα να την ξεφορτωθώ αλλά ήταν που θα μπορούσα να κάτσω όση ώρα ήθελα στην βιβλιοθήκη χωρίς να με ενοχλεί κανένας.
Στις τέσσερις και τρία λεπτά ήμουν στην βιβλιοθήκη. Ανέβηκα στην σκάλα για να φτάσω το ψηλό ράφι και πήρα στα χέρια μου ένα χοντρό μαύρο βιβλίο που έγραφε στο εξώφυλλο με χρυσά γράμματα <<Περίεργες ιστορίες>>. Δυστυχώς αν και έψαξα μια μια τις σελίδες του και διάβασα τα ποιο απίθανα πράγματα δεν βρήκα τίποτα το σχετικό. Είχα απελπιστεί σε ποιό άλλο βιβλίο να έψαχνα; Πήρα στην σειρά τις εγκυκλοπαίδειες πάλι τίποτα. Επτά η ώρα και εγώ ήμουν πια κουρασμένος και πολύ πολύ απελπισμένος.
Αχ, βρε Θωμά σκέφτηκα θυμωμένος, από εσένα ξεκίνησαν όλα. Αρχές του έτους και την πρώτη μέρα του σχολείου μετά τις γιορτές καθόμασταν όλοι μαζί στην αυλή. Ο Θωμάς, ο επιστήμονας μας, όπως κάνει πάντα σε όλες τις συζητήσεις μας άρχισε την επίδειξη του. Φέτος είχε όμως κάτι πολύ σημαντικό να μας ανακοινώσει. Μετά από έρευνα που κράτησε όλες τις διακοπές μας και αφού είχε ψάξει τα πάντα μας είπε με επισημότητα.
« Άγιος Βασίλης δεν υπάρχει».
Όλοι τον κοιτάξαμε με γουρλωμένα τα μάτια.
«Τι είπες;;;» βρόντηξε και άστραψε κουνώντας τον τεράστιο όγκο του ο νεροβούβαλος που του αρέσει να τον λέμε έτσι γιατί πιστεύει πως είναι τόσοοοο δυνατός και αυτός.
«Είπα ότι Άγιος Βασίλης δεν υπάρχει. Οι γονείς μας φέρνουν τα δώρα που του ζητάμε στο γράμμα μας . Δυστυχώς είναι αποδεδειγμένο».
Στα χέρια του κρατούσε ένα μεγάλο χαρτί με πολλούς υπολογισμούς.
«Είναι αδύνατον να μοιράσει τόσα παιχνίδια», είπε με σιγουριά και άρχισε να μας εξηγεί πως το έλκυθρο του ακόμα και με την ταχύτητα που μπορεί να τρέξει ένας πύραυλος δεν προλαβαίνει να φτάσει σε τόσα μέρη, σε τόσα εκατομμύρια παιδιά.
Καταστροφή, από εκείνη την στιγμή άρχισα να αναρωτιέμαι και εγώ. Δεν ήθελα με τίποτα στον κόσμο να πιστέψω τον Θωμά, όμως κάτι είχε σπάσει μέσα μου. Πολλές μέρες μετά έψαχνα με την βοήθεια της μαμάς να βρω οτιδήποτε μπορούσα για τον Άγιο Βασίλη λέγοντας πως έχω αναλάβει μια εργασία στο σχολείο. Τίποτα, το μόνο που βρήκα ήταν χριστουγεννιάτικες ιστορίες και μεγάλες προσφορές σε ταξίδια στο χιονισμένο χωριό του Αη Βασίλη. Για αυτό το χωριό η μαμά μου είπε να μην δίνω σημασία γιατί το έφτιαξαν κάποιοι άνθρωποι στην Φιλανδία για να βγάλουν χρήματα από τους τουρίστες. Ο πραγματικός Άγιος σίγουρα δεν μένει εκεί. Έτσι η έρευνα μου ήταν στο σκοτάδι όπως λέει η μαμά, απελπισία.
Μια μέρα όμως κάποιος ξαφνικά άρχισε να μου φωνάζει, <<μην ακούς τον Θωμαααά, μην ακούς τον Θωμαααά>>. θυμάστε; Σας το έχω πει. Ήταν μια ολόζεστη, παχιά φωνή. Την άκουγα γύρω μου αρκετές φορές για μέρες ώστε να την θυμάμαι πολύ καλά. Τον επόμενο καιρό σταμάτησε και εγώ όμως ξεχάστηκα με τα μαθήματα και τα παιχνίδια μου και δεν μου ξαναήρθε στο κεφάλι μου κάτι μέχρι εκείνη την καλοκαιριάτικη ημέρα.
Ας γυρίσω όμως πίσω στην βιβλιοθήκη στις επτά η ώρα. Εκεί που είχα απογοητευτεί και ήμουν έτοιμος να τα παρατήσω όλα βλέπω ένα βιβλίο στα πόδια μου. Σκέφτηκα πως θα έπεσε όταν τραβούσα τις εγκυκλοπαίδειες. Το πήρα στα χέρια μου, γύρισα μερικές σελίδες και τότε…….δεν πίστευα στα μάτια μου. Μια φωτογραφία. Ήταν απίστευτο έδειχνε την ίδια τρελή εικόνα που είχα ζήσει εκείνη την μέρα του Ιούλη.
Να τι έδειχνε. Ο Άγιος Βασίλης στο έλκηθρο του πάνω από την θάλασσα. Ναι ήταν μια φωτογραφία από εκείνη την καλοκαιρινή ημέρα στην Σκιάθο, θα αναγνώριζα το τοπίο ακόμα και με 40 πυρετό. Το έλκυθρο στροβιλίζονταν με φόρα πάνω από την ακρογιαλιά, την θάλασσα και ύστερα ανέβαινε ίσια ψηλά στον ουρανό και έπεφτε με απίστευτη ταχύτητα πάλι κάτω. Αυτό το έκανε πολλές φορές και δεν σταματούσα να τον ακούω να γελάει. Στην τελευταία στροφή το έλκυθρο ήρθε μια αναπνοή κοντά μου και ο Ρούντολφ το σταμάτησε με τους υπόλοιπους ταράνδους να τον ακολουθούν πιστά.
«Γεια σου Φαίδων εγώ ήμουν που σου φώναζα να μην πιστεύεις τον Θωμά, τώρα με βλέπεις κιόλας».
Τώρα δεν συμφωνείτε πως ήταν η πιο δυνατή σφαλιάρα που έφαγα; Έμεινα με ανοικτό στόμα. «Θα τα πούμε σύντομα, τώρα έχω να πάω και αλλού, καλές βουτιές, χο χο χο». Εκείνη την στιγμή ο Ρούντολφ ανεβοκατέβασε το κεφάλι του και όλοι μαζί οι τάρανδοι άρχισαν να τρέχουν σαν τρελοί. Κοίταξα γύρω – γύρω κανείς δεν είχε καταλάβει τίποτα. Ναι έτσι ακριβώς έγιναν όλα, το ορκίζομαι.
Πίσω στην Βιβλιοθήκη πάλι. Ξέχασα να σας πω ότι δεν ήταν μόνο η φωτογραφία υπήρχε και ένα σημείωμα,
«Άκουσε με αγόρι μου καλά. Μέχρι εδώ ήταν, δεν πάει άλλο, Σεπτέμβριος και δεν έχω δει ακόμα νιφάδα εδώ στον Βορρά, μην αναφέρω για τους πάγους, δράμα. Σε λίγο με τέτοια ζέστη θα ρίχνω βουτιές στον Βόρειο πόλο σαν να είμαι σε κάποιο Ελληνικό νησί. Ναι αλήθεια, α και το άλλο; Αυτό είναι το ποιο κακό από όλα. Τα καλοκαίρια πρέπει να αλλάζουμε σπίτι. Εγώ και οι βοηθοί μου τώρα το καλοκαίρι που ξεπαγώνει τελείως ο Βόρειος πόλος. Το ξέρεις αγόρι μου ότι είναι μόνο μια παγωμένη θάλασσα; Αναγκαζόμαστε να μετακομίζουμε στον νότιο πόλο. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό; Όλο το χωριό μετακομίζει στην άλλη άκρη της γης. Οι βοηθοί μου χάνουν δυο μήνες από τις εργασίες των παιχνιδιών, καταστροφή. Φέτος όμως θα πάρω την κατάσταση στα χέρια μου. Θα χρειαστώ και την βοήθεια σου και των άλλων παιδιών που έχω επιλέξει. Τώρα ψάξε στην αριστερή τσέπη του παντελονιού σου και θα βρεις ……. Αγαπητό μου παιδί θα τα πούμε το βράδυ την παραμονή της πρωτοχρονιάς».
Ναι αυτά ακριβώς έγραφε αν και κρύβω ακόμα μερικά αλλά θα τα ακούσετε αμέσως. Έβαλα το χέρι στην τσέπη μου. Ωχ, ήταν ένα κουδουνάκι, όπως έγραφε το σημείωμα. Το πήρα στα χέρια μου. Έλαμπε, ήταν πανέμορφο και τόσο μικροσκοπικό που έτρεμα ότι θα μου φύγει από τα χέρια μου. Το κούνησα πολλές φορές ξανά και ξανά αλλά δεν άκουσα κανέναν ήχο.
Ήταν τρομερό όλο αυτό που είχα ζήσει, βγήκα από την βιβλιοθήκη συνωμοτικά και χώθηκα στο δωμάτιο μου. Τώρα τι να πω ότι δεν κοιμήθηκα εκείνο το βράδυ; Δεν ήταν μόνο η αγωνία αλλά και η χαρά μου που με είχε κάνει να στριφογυρνάω δίχως σταματημό. Αχ θωμά που να ξέρεις. Ο Άγιος Βασίλης υπάρχει.
***
Οι μήνες μέχρι τα Χριστούγεννα πέρασαν σιγά σιγά. Όσο πλησίαζε η μέρα με έτρωγε η ανυπομονησία, όμως το χειρότερο ήταν ότι έπρεπε να το έχω μυστικό. Το σημείωμα το έγραφε δίχως αμφιβολία.
Επιτέλους, αφού πέρασα τα αγαπημένα μου Χριστούγεννα σαν να ήμουν πάνω σε αναμμένα κάρβουνα η τελευταία μέρα του χρόνου είχε φτάσει. Σηκώθηκα πρωί πρωί και είπα τα κάλαντα μόνο στους γονείς μου γιατί δεν θα μπορούσα να βλέπω τον Θωμά, τον Ερμόλαο και τον Μηνά. Σε αυτούς είπα για δεύτερη φορά ότι δυστυχώς έπρεπε να είμαι με τον πατέρα μου όλη μέρα για κάτι βαρετές πως τις λένεεεε;;; Α, ναι εκδηλώσεις. Φυσικά καταλαβαίνετε γιατί.
Το βράδυ έφτανε και τώρα; Εγώ πάντως δεν ήξερα τα σχέδια του Αη Βασίλη για τις επόμενες ώρες και η αγωνία μου; Παραλίγο πάλι να με καταλάβει η μαμά αλλά ευτυχώς είχε πολλές ετοιμασίες για το ρεβεγιόν και δεν μπορούσε να ασχοληθεί μαζί μου. Εγώ είχα καλά στο μυαλό μου ότι ο αγαπημένος άγιος των παιδιών μου είχε εμπιστευτεί μια ειδική αποστολή και έπρεπε να τα καταφέρω.
Στις δώδεκα παρά δέκα έπρεπε να βρω μια δικαιολογία να φύγω από το σαλόνι. Έπειτα να γυρίσω και να κάνω τον μπαμπά να έρθει στο δωμάτιο μου. Ύστερα; Αχαα, έπρεπε να βγούμε στο μπαλκόνι εγώ και ο πρωθυπουργός της Ελλάδας. Το δαιμόνιο μυαλό μου είχε καταστρώσει ένα πολύ πρώτο σχέδιο, ο Άγιος Βασίλης θα ήταν υπερήφανος για μένα
***
Δώδεκα παρά είκοσι λεπτά.
Ήμουν ήρεμος πια σαν τους αγαπημένους μου ήρωες των κινουμένων σχεδίων. Στο σπίτι όλα ήταν γιορτινά. Στον κήπο τα δέντρα στολισμένα λαμπύριζαν μέσα στην κρύα νύχτα. Στο μεγάλο σαλόνι όλοι οι πολυέλεοι ήταν αναμμένοι και το πανύψηλο χριστουγεννιάτικο δένδρο με τις κόκκινες μπάλες μαζί με το ελληνικό καράβι με τα άσπρα πανιά και τα χιλιάδες πολύχρωμα λαμπάκια τους ήταν φανταστικά και εγώ τα κοιτούσα μαγεμένος. Το σπίτι είχε γεμίσει από τους καλεσμένους των γονιών μου. Ευτυχώς όλοι ήταν μεγάλοι και εγώ το μοναδικό παιδί, φαντάζεστε να ήταν κάποιο και ειδικά κανένα κορίτσι και να μου γινόταν κολιτσίδα; Ούτε να το σκέφτομαι, τέλος πάντων. Οι μεγάλοι είχαν χωριστεί σε παρέες. Η μαμά με τις φίλες της από την μια πλευρά γελούσαν λέγοντας αστεία και φυσικά μερικά κουτσομπολιά που πάντα τους αρέσουν. Ο μπαμπάς, ο κύριος Νίκος και πολλοί άλλοι κύριοι που τους λένεεεε, μια στιγμή ααα ναι, υπουργεεέ μου, υπουργεεεέ μου, συζητούσαν σοβαρά στην άλλη άκρη απέναντι από το τζάκι. Τα κούτσουρα που καίγονταν δημιουργούσαν μια μεγάλη φωτιά που ζέσταινε τα πρόσωπα τους. Κάποια είχαν γίνει κατακόκκινα από την ζέστη.
***
Δώδεκα παρά τέταρτο
Ήμουν έτοιμος, «και τώρα δράση» είπα από μέσα μου.
«Αγάπη μου έλα εδώ». Ωχ, η μαμά μου, η απόλυτη καταστροφή. Ζητούσε να πάω κοντά για να με δουν οι φίλες της, να μου ανακατώσουν τα μαλλιά, να μου τσιμπήσουν τα μάγουλα, να δουν πόσο μεγάλωσα, πόσο ψήλωσα, τι ωραίο αγόρι που είχα γίνει, να μάθουν από πρώτο χέρι πόσο καλός μαθητής είμαι. Ήταν αδύνατον να πάω, έπρεπε να εξαφανιστώ, χρόνος δεν υπήρχε και αν έμπλεκα στα χέρια τους τότε θα άκουγα το μεγάλο ρολόι να χτυπάει 12 και η αποστολή μου; Μια τεράστια αποτυχία. Αυτό αποκλείεται. Έκανα μια και τρύπωσα ανάμεσα στους υπουργούς να κρυφτώ και να φτάσω κοντά στον μπαμπά.
«Μπαμπά, μπαμπά» φώναξα τραβώντας το σακάκι του και προσπαθώντας να δείχνω όσο πιο ταραγμένος μπορούσα. «Μπαμπά, μπαμπά» φώναξα και πάλι πολύ ταραγμένος. Πραγματικά ήμουν τέλειος, εεε, καλά να είναι η κυρία Ευγενία και τα παιχνίδια θεατρικής αγωγής. Ο μπαμπάς με κοίταξε χαμογελώντας χωρίς να μου μιλήσει αλλά ξέρω από άλλες φορές ότι με πρόσεξε καλά απλώς όταν έχει δουλειά δεν μου απαντάει.
Ξετρύπωσα ανάμεσα από τους μεγάλους και τρέχοντας ανέβηκα τα 18 σκαλοπάτια της μαρμάρινης σκάλας και γύρισα να δω πίσω. Ήμουν τυχερός, όλα πήγαιναν ρολόι, ούτε που χρειάστηκε να του πω για το τεράστιο τρωκτικό που μασουλούσε αχόρταγα στο δωμάτιο μου ότι έβρισκε μπροστά του. Ο μπαμπάς είχε αφήσει την παρέα του και με ακολουθούσε. Έτρεξα για να φτάσω πρώτος στο δωμάτιο μου. Πήγα στην πόρτα του μπαλκονιού και την άνοιξα, κοίταξα έξω. Ησυχία, τίποτα δεν κινούνταν, μόνο όμορφα λαμπιόνια που αναβόσβηναν σε ρυθμικούς χορούς. Κοίταξα ψηλά, ο ουρανός είχε γίνει κατακόκκινος. Το εγχειρίδιο του μικρού εξερευνητή γράφει ότι όταν ο ουρανός γίνει κόκκινος τότε τα σύννεφα κουβαλάνε χιόνι. Κοίταξα το ρολόι μου, δώδεκα παρά πέντε και η αγωνία με έτρωγε πάλι. Ξαφνικά ένα χέρι με έπιασε στον ώμο, γύρισα τρομαγμένος, ήταν ο μπαμπάς. Τον είχα ξεχάσει τελείως.
«Τι κάνεις εδώ αγόρι μου; Τι σου συμβαίνει; Έλα πάμε κάτω μας περιμένουν, σε λίγο θα αλλάξει ο χρόνος».
Έπρεπε να τον καθυστερήσω. Δεν χρειάστηκε, εκείνη την στιγμή μια λάμψη φώτισε το μπαλκόνι μας. Από μακριά ακούστηκαν φωνές, δυνατές φωνές, σαν να ήμουν στο λούνα παρκ. Γύρισα να δω και ωχ απίστευτο, ένα τεράστιο έλκηθρο με πολλούς ταράνδους έκανε σβούρες στον ουρανό. Ο μπαμπάς μου κοιτούσε με ανοικτό το στόμα. Έβγαλα από την τσέπη μου το κουδουνάκι και το κούνησα όπως έγραφε στο σημείωμα του Αη βασίλη. Ντριν, ντριν ήταν απίθανο το βουβό κουδουνάκι μου είχε ακουστεί τόσο δυνατά και όμορφα. Το έλκηθρο πήρε μια απότομη στροφή και οι φωνές ακούστηκαν ξανά. Σταμάτησε ακριβώς μπροστά μας και κόλλησε στο μπαλκόνι. «Πρέπει να ξυπνήσω, κοιμάμαι» μουρμούρισε ο μπαμπάς.
«Να και οι τελευταίοι καλεσμένοι μας. Παρακαλώ». Ένα αστείο ανθρωπάκι με πράσινα ρούχα και κόκκινο σκουφάκι, ε τι άλλο ένα ξωτικό, μας έδειξε δύο άδειες θέσεις. Ο μπαμπάς τα είχε χάσει «θα με πείραξε το ποτό», είπε και μου έσφιξε το χέρι. «Ελάτε έχουμε αργήσει» είπε πάλι το ξωτικό. Τράβηξα τον μπαμπά από το χέρι, «Πάμε» του είπα. Τα μάτια του είχαν γουρλώσει, το έλκηθρο ήταν γεμάτο από γνωστούς του. Κάποιους τους ήξερα και εγώ, ναι, ναι, από την τηλεόραση. Όπως εκείνο τον ψιλόλιγνο κύριο, τον πρόεδρο, των Ηνωμένων πολιτειών και εκείνον τον άλλον τον κοντούλη τον πρόεδρο της Ρωσίας που όλο τρέχει και μοιάζει με αθλητή. Α και αυτήν την παχουλούτσικη κυρία, από την Γερμανία που έχει έρθει και στο σπίτι μας μια φορά. Ήταν και άλλοι αλλά θα σας πω σε λίγο.
Όλοι τους κάθονταν αμίλητοι σαν τον μπαμπά. «Ξεκινάμε φώναξε το ξωτικό και οι τάρανδοι πήραν φόρα και ωωωωωπ, σηκωθήκαμε στον αέρα. Το ξωτικό είχε κέφια, σηκωθήκαμε ψηλά πάνω από τα δένδρα, πάνω από τις πολυκατοικίες, πάνω από την πόλη. Οι φωτισμένοι δρόμοι ήταν σχεδόν άδειοι, οι άνθρωποι μαζεμένοι στα σπίτια τους περίμεναν στην Ελλάδα σε λίγο την πρωτοχρονιά και εμείς πετούσαμε πάνω από τα κεφάλια τους σε μια μυστική αποστολή.
Το έλκηθρο άρχισε να ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά. Σε λίγο κοιτούσα με γουρλωμένα τα μάτια μακρινά φώτα σε όλη την χώρα. «Άντε Θωμά τώρα να δω τι θα έλεγες, μεγάλε επιστήμονα» γέλασα μόνος μου. Ο μπαμπάς δεν μπορούσε να πιστέψει τι συνέβαινε τσιμπιόταν ή προσπαθούσε να μιλήσει με τους γνωστούς του αλλά αυτό ήταν αδύνατον γιατί όλοι οι μεγάλοι είχαν ζαλιστεί σαν τα κοτόπουλα. Τα παιδιά τσιρίζαμε σαν τρελά από την χαρά μας. Συγνώμη δεν σας είπα. Στο έλκηθρο μαζί με τους μεγάλους υπήρχαν και παιδιά, πολλά πολλά παιδιά. Θυμάστε; Το έγραφε στο σημείωμα.
Το ξωτικό δεν μας άφηνε να ησυχάσουμε με τα θεότρελα κόλπα του. Κάθε τόσο φωνάζαμε και τσιρίζαμε και αυτό μας έκανε όλο και πιο πολλές φιγούρες.
Οι μεγάλοι; Χαχαχα δεν ήταν πια σοβαροί, οι φάτσες τους είχαν αλλάξει δέκα φορές χρώμα, πολύ μας άρεσε αυτό. Ειδικά όταν περάσαμε μπροστά από ένα τεράστιο αεροπλάνο που ερχόταν ίσια πάνω μας οι τσιρίδες τους ξεπέρασαν τις δικές μας.
Μπαφ και με μιας χωθήκαμε μέσα στα σύννεφα, δεν βλέπαμε τίποτα. Σε λίγο είχαμε σκάσει στα γέλια όλοι μικροί και μεγάλοι. Τα σύννεφα μας γαργαλούσαν παντού σε όλο το σώμα ήταν απίθανο, τρελό. Μόλις περάσαμε από τα σύννεφα μείναμε όλοι με ανοικτό το στόμα. Αμέτρητα φωτεινά αστέρια βρίσκονταν παντού γύρω μας, πάνω, κάτω, ήταν τόσο κοντά μας που πίστευα πως αν απλώσω το χέρι μου θα πιάσω μια χούφτα από αυτά τα φωτεινά ζουζούνια.
«Μα που πάμε;» ρώτησε πρώτα ένα αγόρι και μετά όλα μαζί τα παιδιά. Εγώ πίστευα πως θα πάμε κάπου στον βορρά και θα κατεβούμε μέσα στα χιόνια εκεί που μένει ο Άγιος Βασίλης.
«Εκεί» έδειξε με το χέρι του.
«Πουυυυυυυύ;;;;» όλοι γουρλώσαμε τα μάτια.
«Μα στο φεγγάρι» μας απάντησε το ξωτικό λες και έλεγε το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου. Τα παιδιά με μια φωνή αρχίσαμε να πανηγυρίζουμε. Το ξωτικό άρχισε να τραγουδάει σε μια περίεργη γλώσσα ένα τραγούδι που μας φαινόταν, ναι εμάς τα παιδιά φυσικά, πολύ αστείο και προσπαθούσαμε να το πούμε και εμείς. Οι μεγάλοι είχαν βουβαθεί τελείως και είχαν κλείσει τα μάτια, έτρεμαν. Έπιασα το χέρι του μπαμπά, για να του δώσω θάρρος και του είπα «Κουράγιο, μην φοβάσαι μπαμπά όλα πάνε ρολόι» ο καημένος ο μπαμπάς είχε χλομιάσει τελείως, δεν είπε τίποτα αλλά θυμάμαι καλά πως μου έσφιξε το χέρι. Το ταξίδι μας συνεχίζονταν για, δεν μπορώ να καταλάβω πόσο αλλά όλα τα παιδιά είμαστε τόσο χαρούμενα που θα θέλαμε να πετούσαμε για πάντα. Ξαφνικά ο οδηγός μας φώναξε, «Ευθεία μπροστά μας»
Δεν μπορούσα να μιλήσω, ξεροκατάπια, ένας ολόχρυσος δίσκος γεμάτος τρύπες εμφανίστηκε μπροστά μας. Ήταν το φεγγάρι. Το ξωτικό με 2 – 3 μανούβρες μας έφερε χαμηλά πάνω από το έδαφος. Όλα τα παιδιά είμαστε τρελά από την χαρά μας και δεν μπορούσαμε με τίποτα να το πιστέψουμε. Οι μεγάλοι ωχχχχχχχ, σε κακά χάλια.
Μπαμ, μπαπ, μπαμ το έλκηθρο χτύπησε δεξιά, αριστερά και σταματήσαμε. «Μπορείτε να κατεβείτε», «Μπορείτε να κατεβείτε», επανέλαβε το ξωτικό. Τα παιδιά πηδήξαμε χαρούμενα και ωωωπππ, είμαστε ελαφρά σαν πούπουλα. Αν έπαιρνα φόρα θα μπορούσα να σηκωθώ τόσο ψηλά σαν μια πολυκατοικία. Τώρα τι να σας πω, παιδιά από όλο τον κόσμο, από όλα τα χρώματα της γης χοροπηδούσαμε σαν κατσίκια πέρα δώθε, γέλια, κραυγές, το καλύτερο παιχνίδι που έχω ζήσει σε όλη μου την ζωή. Κοίταξα στο έλκηθρο, οι μεγάλοι σαν να είχαν συνέρθει λιγάκι, μαζεύτηκαν όλοι και συζητούσαν.
Ντινγκ, Ντινγκ, Ντινγκ ακούστηκε το καμπανάκι του ξωτικού «Ησυχία παρακαλώ».
«Τι είδους αστείο είναι αυτό;» διαμαρτυρήθηκε ο μπαμπάς μου και έπειτα όλοι οι μεγάλοι μαζί.
«Δεν τα έχω χάσει, σίγουρα ονειρεύομαι πως βρίσκομαι στο φεγγάρι» είπε κάποιος άλλος και βάλθηκε να τσιμπιέται.
«Και όμως, έχεις χάσει πολλά, πάρα πολλά Τζώρτζ»
Η παχιά, καλοσυνάτη φωνή του ακούστηκε από μακριά.
«Ποιός είναι;» απάντησε ο ίδιος που ήταν ένας κοντός φαλακρός άντρας με ένα τεράστιο κεφάλι σαν κολοκύθα.
«Εγώ Τζώρτζ». Ξαφνικά πίσω από ένα τεράστιο βράχο εμφανίστηκε ένας ψηλός ηλικιωμένος άντρας, το πρόσωπο του ήταν τόσο καλοσυνάτο και φωτεινό που δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω του. Δεν τον είχα δει ποτέ στην ζωή μου όμως η φωνή ήταν αυτή, αυτή που γνώριζα πολύ καλά.
«Ποιος είσαι; Και τι εννοείς ότι έχασα πολλά;»
«Μα έχεις χάσει τόσα πολλά δεν το βλέπεις;»
«Ποιος είσαι κύριεεε;», ρώτησε θυμωμένος ο κοντούλης με το κεφάλι κολοκύθα.
«Κοίταξε γύρω σου, όλοι έχουν παιδιά και εγγόνια. Εσύ; Εσύ μάζευες χρήματα, δεν είχες χρόνο για τίποτε άλλο, ενδιαφερόσουν μόνο πως θα κερδίσεις όλο και περισσότερα χρήματα. Λέω ψέματα; Είσαι ο μεγαλύτερος τραπεζίτης του κόσμου, έχεις πολλά πολλά λεφτά, αυτοκίνητα, αεροπλάνα και σπίτια και όλα τα καλά της γης. Αν αύριο αρρωστήσεις Τζώρτζ θα έχεις όλους τους γιατρούς του κόσμου στο κεφάλι σου, ναι είναι αλήθεια. Όμως για σκέψου έχεις κάποιον που να σε αγαπάει, κάποιον που να σε νοιάζεται πραγματικά;» Το πρόσωπο του χλόμιασε κατέβασε τα μάτια του, δεν έβγαλε μιλιά.
Σήκωσε το χέρι του «Εσείς όλοι στρατιωτικοί, πολιτικοί, επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι, επιστήμονες οι πιο επιτυχημένοι όλου του κόσμου. Ξεχάσατε ότι κάποτε ήσασταν παιδιά; Δεν θυμόσαστε τι λέγατε;» Κοίταξε τον μπαμπά μου «Οι Έλληνες έφεραν την δημοκρατία στους ανθρώπους, φιλοσοφούσαν, σήμερα;» Προχώρησε εμπρός στον Αμερικανό πρόεδρο. «Πάντα σου άρεσε Σαμ να λες ότι ο κόσμος μας θα ήταν καλύτερος χωρίς πολέμους, σήμερα;». Σειρά τώρα είχε ο Ρώσος πρόεδρος «Σεργκέϊ ήσουν το παιδί που αγαπούσες την φύση, το κάθε δέντρο, το κάθε ποταμάκι, τις λιμνούλες, τα ανυπεράσπιστα ζωάκια, σήμερα;». Τα παιδιά είχαμε τώρα μαζευτεί γύρω του, απέναντι από τους μεγάλους. Μετά στάθηκε στην Γερμανίδα. «Ουλρίκε, κάποτε εσύ έκλαιγες και παρακαλούσες τους γονείς σου να αγοράζουν φαγητό και παιχνίδια για τα παιδιά που πεινούν σε όλη την γη, σήμερα;». Προχώρησε και έδειξε με το χέρι του. «Ο Κινέζος πρόεδρος, Γουάνγκ εσύ κάποτε έλεγες πως όλοι οι άνθρωποι της γης έχουν τα ίδια δικαιώματα. Όλοι πρέπει να είναι ίσοι, να μην υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί, μορφωμένοι και αγράμματοι, να μην υπάρχει πείνα και δυστυχία σε καμιά γωνιά του πλανήτη, σήμερα;».
Οι μεγάλοι δεν έλεγαν τίποτα εκτός από «μα, μα, εγώ, δεν»
Η γη μας φάνηκε στο βάθος. Μια μεγάλη μπλε μπάλα με άσπρες πινελιές. Ήταν τόσο όμορφη η εικόνα αυτή που τρίβαμε τα μάτια μας. Ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος και ξαφνικά ένα τεράστιο μηχάνημα με ένα πελώριο μεγεθυντικό φακό εμφανίστηκε μπροστά μας. Τώρα η γη μας ήταν τόσο κοντά, τεράστια και μεγαλοπρεπής με τις ηπείρους της και τους ωκεανούς της.
«Ορίστε καμαρώστε τα κατορθώματα σας. Πόλεμοι, πείνα, δυστυχία, παντού καταστροφή της φύσης». Βλέπαμε στην γη μας τόσο καθαρά σαν να βλέπαμε ταινία στο σαλόνι μας.
Πρώτα είδαμε ανθρώπους χαρούμενους σαν όλους εμάς που ψώνιζαν σε τεράστια γιορτινά μαγαζιά. Μετά όλα άλλαξαν οι άνθρωποι ήταν λυπημένοι, αλλού φτωχοί και πεινασμένοι, αλλού κυνηγημένοι από πολέμους μακριά από την πατρίδα και το σπίτι τους. Έπειτα είδαμε τεράστια φουγάρα που βρώμιζαν τον ουρανό, πάγους που έλιωναν πλημμυρίζοντας την γη, καμένα δάση δίχως ζωάκια, μολυσμένες λίμνες και ποτάμια χωρίς ψαράκια, σκουπιδένια βουνά και φωτιές. Τρομακτικοί ήχοι και απαίσιες μυρωδιές έβγαιναν μέσα από αυτές τις ανατριχιαστικές εικόνες.
«Και αυτά είναι μόνο η αρχή. Αν συνεχίσετε έτσι με μόνο σας σκοπό να κερδίζετε, να θέλετε όλο και πιο πολλά πλούτη, να μην σας νοιάζει για τους συνανθρώπους σας, για τα παιδιά των άλλων, οι πόλεμοι θα γίνονται όλο και περισσότεροι, η δυστυχία θα μεγαλώσει γύρω σας και θα πνίξει μεμιάς όλο τον κόσμο σας. Στο τέλος θα καταντήσετε τον όμορφη γη άγονη και ακατοίκητη σαν αυτό εδώ το Φεγγάρι. Τους κοίταξε όλους θυμωμένα. «Τι μπορείτε να πείτε τώρα στα παιδιά που πεινούν; Που πεθαίνουν κάθε μέρα; Τι θα απαντήσετε στα δικά σας παιδιά; Πείτε σε αυτά τα αθώα πλάσματα γιατί τα κάνετε όλα αυτά στο σπίτι σας; Στο σπίτι τους, στον αυριανό κόσμο που θέλετε να τους δώσετε; Γιατί; Γιατί;»
Ένα μεγάλο λαμπερό δάκρυ κύλησε στο μάγουλο του και έπεσε στο φεγγαρένιο χώμα. «Κάποιοι από εσάς ήταν παιδιά που πεινούσαν, που δεν είχαν ευκαιρίες στην ζωή. Πετύχατε όμως. Αναρωτηθήκατε γιατί; Επειδή οι άνθρωποι έχουν μια φωλιά μέσα στην ψυχή τους, μια ζεστή φωλιά που μπορεί να ζει το πιο γλυκό πλάσμα του κόσμου».
Τα παιδιά κοιτούσαμε το ένα το άλλο, ποιο πλάσμα μπορεί να είναι αυτό;
«Αναρωτιέστε γλυκά μου παιδιά; Είναι η Αγάπη. Κάποιοι την αφήνουν να ζει μέσα τους για πάντα. Αυτοί μπορούν να σκέφτονται και να πονούν για τους συνανθρώπους τους, βοηθούν τους αδύναμους και χαίρονται για τις καλές τους πράξεις, αυτοί είναι οι βοηθοί μου στην γη.
Άλλοι άνθρωποι διώχνουν αυτό το υπέροχο πλάσμα πολύ πολύ μακριά και βάζουν στην φωλιά τους άσχημα, τρομακτικά πλάσματα. Ξέρετε ποια είναι;
Τον κοιτάξαμε παγωμένοι. «Είναι η απληστία, το μίσος και ο εγωισμός παιδιά μου». Μας χάιδεψε τα κεφάλια και γύρισε με θυμό προς τους μεγάλους «Εσείς διώξατε μακριά σας την Αγάπη και ορίστε πως καταντήσατε».
Τα παιδιά αρχίσαμε να φωνάζουμε όλα μαζί στους μεγάλους. «Σταματήστε, δεν θέλουμε αυτόν τον άσχημο κόσμο, δεν θέλουμε παιδιά να πεινούν και να πεθαίνουν και εμείς να τα έχουμε όλα. θέλουμε λιγότερα, θέλουμε την αγάπη στην γη μας». Φωνάζαμε συνέχεια ξανά και ξανά. Οι μεγάλοι του κόσμου κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με ντροπή.
«Από σήμερα είστε οι βοηθοί μου, εσείς τα παιδιά όλου του κόσμου». Ξεσπάσαμε σε ζητωκραυγές και χειροκροτήματα. «Ακούστε με καλά, τώρα πρέπει να φύγω έχω πολλές δουλειές, ο νέος χρόνος έρχεται. Όμως αυτός ο χρόνος πρέπει να είναι διαφορετικός. Ας ξεκινήσουμε τώρα. Λοιπόν, οι μεγάλοι δεν σας λένε ότι κάθε πράξη έχει τις συνέπειες της;».
«Ναι μας βάζουν τιμωρία αν κάνουμε κάτι κακό για να καταλάβουμε το λάθος μας» είπαμε τα παιδιά.
«Οι μεγάλοι δεν πρέπει να καταλάβουν τα πολλά πολλά λάθη τους;»
«Ναι, ναι, ναι».
Μαζευτήκαμε όλοι σε ένα κλειστό κύκλο και μιλούσαμε μαζί του. Οι μεγάλοι είχαν μαζευτεί και αυτοί μιλώντας ζωηρά μεταξύ τους όμως δεν ήξεραν καθόλου τι τους περίμενε. «Αυτό που θα σας δώσω είναι φτιαγμένο από Αγάπη, από την μεγαλύτερη Αγάπη στον κόσμο. Από την αγνή Αγάπη του Δημιουργού για τους ανθρώπους, από την Αγάπη των γονιών και των παιδιών.
«Ένα , δύο, τρία» φωνάξαμε όλα τα παιδιά μαζί και ρίξαμε πάνω στους μεγάλους.
Οι σοβαρές φάτσες τους ξέσπασαν σε γέλια, δεν μπορούσαν να σταματήσουν, γελούσαν τόσο πολύ που πίστευα πως θα σκάσουν. Ήταν σαν να τους γαργαλούσαν χίλια χέρια μαζί. Ο μπαμπάς γελούσε τόσο πολύ και δυνατά που δεν τον είχα ξαναδεί στην ζωή μου. Έτσι παθαίνουν οι μεγάλοι όταν τους ρίξεις την χαμογελόσκονη, στην αρχή γελάνε δυνατά και μετά οι καρδιές τους μοιάζουν σαν να είναι και πάλι παιδιά.
Άνοιξε τα χέρια του και όλα τα παιδιά μαζευτήκαμε γύρω – γύρω σαν μια τεράστια μπάλα. «Αγαπημένα μου παιδιά φεύγω έχετε αρκετή χαμογελόσκονη για να ρίξετε σε όλους τους μεγάλους που δεν θα σας βοηθήσουν να αλλάξετε τον κόσμο. Θα σας βλέπω από ψηλά, γυρίστε στην γη και φέρτε την αγάπη και την ευτυχία παντού. Φέτος, όλα μα όλα τα παιδιά του κόσμου θα πάρουν δώρο γιατί εσείς θα με βοηθήσετε.
«Όλοι μέσαααααααα» έδωσε το σύνθημα το ξωτικό. Αρπάξαμε τους μεγάλους που δεν έλεγαν να σταματήσουν τα γέλια και τους τραβήξαμε στο έλκυθρο.
«Γρήγορα δεν έχουμε πολύ χρόνο» μας προειδοποίησε το ξωτικό. Σπρώξαμε τους μεγάλους για να κάτσουν γρήγορα και σε λίγο ξεκινήσαμε. Οι τάρανδοι μας οδηγούσαν κατευθείαν στην αγαπημένη μας γη.
«Η Αραβική χερσόνησος, κοιτάξτε έρημος» φώναξε ένα παιδί, «Η Ερυθρά θάλασσα» έδειξε ένα άλλο με το χέρι του. «Ετοιμαστείτε μας φώναξε το ξωτικό, να το Ιράκ, το Ιράν και στο βάθος το Αφγανιστάν, δείτε αριστερά μας το Ισραήλ και η Παλαιστίνη». Χώσαμε τα χέρια μας μέσα στο τσουβάλι με την χαμογελόσκονη και αρπάξαμε μπόλικη.
«Έλα μπαμπά, αρκετό κακό δεν κάνατε στον κόσμο μας;»
«Ναι Φαίδωνα μου, δώσε μου πολύ όσο πιο πολύ μπορείς» Οι χούφτες του γέμισαν όπως και όλων των μεγάλων που τώρα τσίριζαν από χαρά σαν και εμάς.
Το ξωτικό πήρε μια απότομη στροφή και άρχισε να κατεβαίνει χαμηλά πάνω από την γη, πάνω από στρατόπεδα, από όπλα, φωτιές και καπνούς.
«Έτοιμοιιιιιιιιιιιιιι; Πυρρρρρρρ» Μαγεία, ο ουρανός κάτω από τα πόδια μας γέμισε ολόκληρος χιονονιφάδες που έπεφταν παντού, σβήνοντας τις φωτιές, κάνοντας τα όπλα να σιγήσουν και τους ανθρώπους να χαμογελούν, να σκάνε από τα γέλια, να αγκαλιάζονται όλοι τους, παιδιά, άντρες και γυναίκες, έγχρωμοί και λευκοί, στρατιώτες και μαχητές. Αυτοί που ήταν λίγο πριν εχθροί, τώρα ήταν φίλοι μεταξύ τους.
Στην Αφρική, στην Ασία, στην Ευρώπη, στην Αμερική, στην Ωκεανία, σκορπάγαμε την μαγική χαμογελόσκονη όπου υπήρχε φτώχεια και λύπη, δάκρυ και θλίψη πόλεμος και καταστροφή. Ο κόσμος μας γέμιζε σιγά – σιγά χαρούμενα πρόσωπα.
Τα είχαμε καταφέρει, παντού ακούστηκαν γέλια και η ευτυχία ήρθε πάλι στα πρόσωπα των ανθρώπων.
«Τραλαλά – τραλαλά είμαστε οι νικητές παιδιααααααααααά» τραγουδούσαμε όλοι μαζί καθώς το έλκηθρο μας διέσχιζε τον ουρανό αφήνοντας λάμψεις και χρώματα πάνω από πόλεις, χωριά, κάμπους και βουνά. Στο βάθος φάνηκε η Ελλάδα μας.
«Ο βοηθός Φαίδων και ο πατέρας του μπορούν να κατέβουν». Είχαμε φτάσει στο σπίτι μας στην πρωθυπουργική κατοικία. Όλοι σηκώθηκαν για να μας χαιρετήσουν και μας αγκάλιασαν σφιχτά. Μικροί και μεγάλοι δώσαμε την υπόσχεση πως θα είμαστε για πάντα φίλοι και ότι πάντα θα θυμόμαστε αυτό το ταξίδι και τα σοφά λόγια που ακούσαμε. Μεγάλοι και μικροί θα φτιάχναμε έναν καινούργιο όμορφο κόσμο για όλους τους ανθρώπους.
Καθίσαμε για λίγο στο μπαλκόνι να κοιτάμε το έλκηθρο που χάνονταν μαζί με τα χρώματα και τα τραγούδια στον ουρανό. Τότε ήταν που παχουλές νιφάδες άρχισαν να ξεκολλούν από τα κόκκινα χιονοσύννεφα. Κοίταξα τον μπαμπά,
«Ο Θωμάς δεν θα το πιστέψει ποτέ»
« Γιατί θα το πιστέψει ο φίλος μου ο Νίκος;» είπε ο μπαμπάς και γέλασε δυνατά. Κοιτάξαμε τα ρολόγια μας είχαμε τρία ολόκληρα λεπτά πριν τις 12. «Πάμε ίσα που προλαβαίνουμε την αλλαγή του χρόνου».
Σταθήκαμε ψηλά στην σκάλα εγώ και ο πατέρας δίπλα δίπλα σαν να είμαστε ίσοι.
Όλοι συζητούσαν όπως ακριβώς πριν. Δεν είχε καταλάβει κανείς την απουσία μας.
«Παρακαλώ, θα ήθελα την προσοχή σας» είπε ο μπαμπάς. Ξαφνιασμένοι όλοι γύρισαν προς το μέρος μας. «Για χάρη του Φαίδωνα και όλων των παιδιών πήρα μια απόφαση που θα ήθελα να σας ανακοινώσω». Το μεγάλο σαλόνι γέμισε σούσουρα, όλοι κοιτούσαν τον πρωθυπουργό έκπληκτοι. Κάποιοι υπουργοί έκαναν νόημα στον κ. Νίκο αλλά ούτε αυτός γνώριζε κάτι.
«Από πότε ο πρωθυπουργός της χώρας παίρνει αποφάσεις ξαφνικά μια ανάσα πριν την πρωτοχρονιά που δεν ξέρει κανείς τους, διαμαρτυρήθηκαν κάποιοι υπουργοί.
«Αν ρωτούσαμε, αν ζητούσαμε την γνώμη των παιδιών για πολλά πράγματα, σίγουρα ο κόσμος μας θα ήταν καλύτερος» ξεκίνησε ο μπαμπάς.
«Καλά, μήπως τρελάθηκες Τιμόθεε; Τι είναι αυτά που μας λες τώρα ύψωσε την φωνή του κάποιος και μαζί του ακούστηκαν και άλλοι
«Όχι, απλά θυμήθηκα ένα παιδί, ένα παιδί που ζει μέσα μου και θέλει για πάντα να σκορπάει χαρά. Ψάξτε και στις δικές σας καρδιές σίγουρα κάπου εκεί κρύβετε.
«Τρελάθηκε, πάει και τελείωσε» φώναξαν όλοι οι υπουργοί μαζί αλλά ο μπαμπάς δεν τους έδινε καμιά σημασία.
«Όλα θα αλλάξουν. Όπλα δεν θα αγοράσουμε ποτέ ξανά. Τα λεφτά θα δίνονται μόνο εκεί που θα μπορούν να κάνουν καλό στους ανθρώπους, στα ζώα, στην φύση. Θα δίνονται μόνο εκεί που θα βοηθούν μικρούς και μεγάλους, εκεί που θα ανοίγουν ορίζοντες, εκεί που θα σβήνουν την πείνα, την δυστυχία, την απομόνωση».
Οι υπουργοί δεν ήξεραν τι να πουν είχαν περικυκλώσει τον κύριο Νίκο και φώναζαν θυμωμένοι.
Ο μπαμπάς έβαλε το χέρι του στην τσέπη, «Φαίδων έτοιμοι;»
Η χαμογελόσκονη σκορπίστηκε σε όλο τον αέρα και πασπάλισε τα πάντα ανθρώπους και αντικείμενα. Τα όμορφα γέλια τους ακούστηκαν παντού. Απ’ έξω ακούστηκαν πυροτεχνήματα, κόρνες και χαρούμενες φωνές. Ο νέος χρόνος της Αγάπης είχε φτάσει.
Η νεαρή δημοσιογράφος Μαρία Ευαγγελίδου της εφημερίδας <<ΕΠΙΚΑΙΡΑ>> χαμογελώντας σταμάτησε τον ψηφιακό εγγραφέα φωνής αφού είχε ολοκληρώσει την μεταφορά της συνέντευξης του μικρού Φαίδωνα στο χαρτί. Ήταν η πρώτη της μεγάλη αποκλειστικότητα.
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2010
Τάσος Βαλμάς
Εύχομαι σε όλους σας Χρόνια Πολλά και Ευτυχισμένα με Υγεία και Αγάπη.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
3 σχόλια:
Ευχαριστώ όλους τους φίλους και τις φίλες που διάβασαν και φέτος το γιορτινό - παραμύθι αυτήν την χρονιά - κείμενο μου και τους ευχαριστώ για τα σχόλια τους. Τις επόμενες μέρες θα αναρτήσω αποσπάσματα από τα emails που έλαβα.
Να είστε όλοι καλά
Χρήστος
Μπράβο, πολύ καλό.
Λένα
Τάσο μου, περαστικά..
κατέβασα σήμερα το παραμύθι σου κι ευελπιστώ να βρω λίγο χρόνο να το διαβάσω..πριν την έλευση του 2011.Βέβαια η δική σου ευαισθησία είναι στο on,365 μέρες το χρόνο. Ελπίζω σύντομα να σκεφτείς κάποια συνεργασία με εικονογράφο, έτσι ώστε να εκπληρωθεί η ευχή μου για σένα..
"Να γράφεις παιδικά παραμύθια για ενήλικες, ή ιστορίες του κόσμου των ενηλίκων για παιδιά"
ΤΟΛΗΣ
Ξέρω πολύ καλά τα ευγενικά σου αισθήματα που μάλιστα συχνά γίνονται πράξη. Αποδεικνύονται για μια φορά ακόμη από το ωραίο παραμύθι σου που διαβάσα νωρίτερα σήμερα. Παραμένει όμως ένα παραμύθι, μια λαχτάρα όλων μας για έναν καλύτερο κόσμο. Μοναδική λύση η κορυφαία για μένα ανθρώπινη αρετή. Η αλληλεγγύη.
Ντίνος
Αγαπητέ μου Τάσο
Τελικά με πρόλαβες.. :-) Σ’ευχαριστώ πολύ για τις ευχές σου και ανταποδίδω ειλικρινά, συμφωνώντας για τα περί υγείας.
Για διάφορους άσχετους λόγους δεν είχα την ευκαιρία να σου γράψω όπως ήθελα από τα Χριστούγεννα. Το παραμύθι σου είναι πράγματι για άτομα από 6 έως 116! Γέλασα πολύ, όπως και τα παιδιά μου, όχι πάντα για τους ίδιους λόγους ο καθένας μας! ΟΙ προσεγγίσεις και οι αλληγορίες εύστοχες και διακριτικές… Πράγματι μας έφτιαξε το κέφι χριστουγεννιάτικα.
Εύχομαι μέχρι το Πάσχα, που θα απολαύσουμε το καινούργιο σου διήγημα, να έχουμε την ευκαιρία να τα πούμε από κοντά.
Liza Theodoridou Όμορφο!!! και λίγη χαμογελόσκονη παρακαλώ...
Δημοσίευση σχολίου