Παρασκευή, Ιουλίου 20, 2012

20 Ιουλίου 1974, το χρονικό μιας θερινής ημέρας



Παραλία Αγ. Θεοδώρων Κορινθίας. Είχα τελειώσει την Τετάρτη Δημοτικού και θα πήγαινα στην Πέμπτη. Όπως κάθε καλοκαίρι , η μαμά μου εγώ και ο αδερφός μου, παίρναμε το τρένο Καλαμπάκα ΠαλαιοΦάρσαλα κι από εκεί ανταπόκριση για Αθήνα. Περνούσαμε τη γέφυρα αλλάζαμε πάλι τρένο προς Πελοπόννησο με τελικό προορισμό τους Αγίους Θεοδώρους Κορινθίας. Τρία τρένα για να μας πάνε στη θάλασσα! Στο σπίτι των γηραιών θείων που μας φιλοξενούσε τα καλοκαίρια.

Εκείνο το πρωινό θυμάμαι διάβαζα τις περιπέτειες του Φιλέα Φογκ και του Πασπαρτού δίπλα στο κύμα και ήταν η αγωνία μου το μεσημεριανό φαγητό. Πάντα με πίεζαν να φάω, ήμουν ανόρεχτη. Και αυτή η «θεία» μου έβαζε επίτηδες τα φαγητά που μισούσα για να τα συνηθίσω λέει. Και μετά σέρβιρε και το καρπούζι (που λάτρευα) επίτηδες παγωμένο, ξέροντας πως δεν μου άρεσε έτσι και μάλιστα στο ίδιο πιάτο του φαγητού! Ακόμα και το κόλπο μου να της λέω ψέματα πως δεν μου αρέσουν οι τηγανιτές πατάτες δεν έπιασε…
Βέβαια υπήρχαν και χειρότερα! Τον αδερφό μου, που ήταν αλλεργικός στο γάλα τον υποχρέωνε να πιει γάλα από την κατσίκα. Με την πέτσα! Στο χωριό μου είχαμε πρόβατα. Αλλά ποτέ κανείς δεν μας υποχρέωνε να πιούμε γάλα. Πίναμε όποτε θέλαμε και όσο θέλαμε από την καρδάρα. Ακόμα και ο αδερφός μου έπινε από αυτό το γάλα της αγάπης.

Η χειρότερη ώρα αυτής της θερινής διαβίωσης ωστόσο δεν ήταν το μεσημεριανό τραπέζι. Θες η πείνα που προκαλούσε το κολύμπι, θες τα καλομαγειρεμένα φαγητά της θείας (ας πούμε και κάτι καλό…) και αυτές οι συνωμοτικές ματιές που ανταλλάσσαμε με τον αδερφό μου πάνω από τα πιάτα…
Το χειρότερο λοιπόν ήταν η ώρα της κοινής ησυχίας. Που όλοι έπρεπε να ξαπλώσουμε για να κοιμηθούν οι υπερήλικες θείοι. Δύο τουλάχιστον ώρες ανίας που στριφογύριζα στο κρεβάτι ώσπου ν΄ ακούσω το τρένο! Ναι, γιατί ξυπνούσαν με το σφύριγμα του απογευματινού τρένου, συνήθως στις έξι η ώρα,. Και λέω «συνήθως» γιατί συχνά το τρένο είχε καθυστέρηση! Το σπίτι ήταν βλέπετε δίπλα στο σιδηροδρομικό σταθμό. Όμως, όπως συμβαίνει πάντα, μετά από ένα κακό (πού μάλιστα και δύο!) ακολουθεί ένα καλό. Κάθε απόγευμα ο θείος Στέλιος έφερνε ένα καφάσι πορτοκαλάδες και πίναμε όσες θέλαμε!

Η πετσέτα μου ήταν μικρή, ίσα που χωρούσε τα μακριά μου πόδια διπλωμένα σταυροπόδι. Ακριβώς δίπλα μου και κάτω απ ΄το αλμυρίκι η μαμά μου με μαγιό εμπριμέ με σχέδια γεωμετρικά, η θεία με την καπελαδούρα της και ο θείος Στέλιος με το ψαθί του και το τρανζιστοράκι του στ΄αυτί. Ο αδερφός μου μ΄ ένα σωσίβιο αλογάκι πλατσούριζε στα ρηχά.

Εκεί λοιπόν που στη θερινή παραζάλη αναρωτιόμουν γιατί κάθε φορά που διαβάζω ένα βιβλίο ο ήρωάς του με ακολουθεί και στη ζωή μου κι εκεί που ήμουν έτοιμη να επιβιβαστώ σ΄ ένα τρένο για την Ινδία άκουσα το θείο Στέλιο να φωνάζει έντρομος
«Κηρύχτηκε πόλεμος!» Ανέβασε την ένταση του τρανζίστορ, μαζεύτηκαν γύρω του κι άλλοι λουόμενοι. Άδειασε η θάλασσα όλη. Μόνο ο αδερφός μου πλατσούριζε ακόμη στα ρηχά.

΄Ετσι ματαιώθηκε το ταξίδι μου στην Ινδία εκείνο το μεσημέρι του Ιουλίου. Κι έτσι γλίτωσα και τη γκρίνια του μεσημεριανού φαγητού αλλά και της μεσημεριάτικης σιέστας, αφού ούτε φάγαμε, ούτε κοιμηθήκαμε. Έπρεπε να αποχαιρετήσουμε γρήγορα γρήγορα τη μαμά, να την πάμε να πάρει το τρένο πίσω για Αθήνα, μετά για ΠαλιοΦάρσαλα και μετά για Καλαμπάκα γιατί κηρύχτηκε λέει Γενική Επιστράτευση και ο μπαμπάς μου έπρεπε να παρουσιαστεί. Εκείνη έπρεπε να φύγει να προλάβει να κάνει όλες τις διαδικασίες που χρειαζόταν να τον απαλλάξει, γιατί ήταν ήδη πολύ άρρωστος.

Δεν ξέρω αν η λέξη «πόλεμος» άλλαξε τη ζωή όλων μας. Αν η μητέρα μου φεύγοντας εκείνη την ημέρα έγινε στη συνέχεια η σκιά του πατέρα μου, πολεμώντας με το δικό της τρόπο μια ολόκληρη ζωή. Αν εγώ μένοντας ως τα μέσα του Αυγούστου σ΄αυτό το παραθαλάσσιο χωριό μακριά από το σπίτι μου πρώτη φορά βίωσα αυτό το προοίμιο της απουσίας γράφοντας το πρώτο μου ποίημα. Ξέρω μόνο πως ο πόλεμος αλλάζει τους ανθρώπους. Πως ακόμα και η θεία μου τηγάνιζε κάθε μέρα πατάτες, σέρβιρε το καρπούζι σε θερμοκρασία δωματίου και για τα μεσημέρια μου αγόραζε από το περίπτερο φανταχτερές ιστορίες εικονογραφημένες για να περνάει ευχάριστα η ώρα μου. Ώσπου να σφυρίξει πάλι το τρένο. Το τρένο για την Ινδία…



Τζούλια Φορτούνη
http://www.facebook.com/photo.php?fbid=4292222113516&set=a.1238511212652.2036063.1525422538&type=1&theater&notif_t=photo_reply




Μόλις γύρισα στο σπίτι από μια κουραστική μέρα στους δρόμους και στα εργοστάσια του ροδάκινου, στην Ημαθία και την Πέλλα και διάβασα αυτό το υπέροχο κείμενο της Τζούλιας. Μέσα στην παραζάλη της δουλειάς, είχα ξεχάσει αυτήν την ημέρα, στο δρόμο άκουσα από την ΝΕΤ για την θλιβερή επέτειο της εισβολής. Το θέμα με αγγίζει βαθιά γιατί υπηρέτησα στην Κύπρο τους 14 από τους 18 μήνες της θητείας μου. Περπάτησα δίπλα τα μνημεία, υπηρέτησα στα ίδια στρατόπεδα με τους αγνοούμενους και έζησα από κοντά το νησί και τους ανθρώπους του. Το καλοκαίρι του 1996 στην Κύπρο, ντυμένος στο χακί, έζησα τις δυο δολοφονίες των Κύπριων αγωνιστών του Σολωμού και του Ισαακ, τα επεισόδια και τους μήνες επιφυλακής και αγωνίας στο στρατόπεδο, μια ανάσα πριν τον πόλεμο. Μακριά από την Ελλάδα μα πάλι σε ελληνικά χώματα αυτά που υπερασπίστηκαν οι Έλληνες στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ, οι καταδρομείς μας αυτοί που έπεσαν για την Πατρίδα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΦΙΛΟΙ ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΓΗ